Η καταγωγή της Οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους
Αυτή η γνήσια νομική επιχειρηματολογία είναι ακριβώς η ίδια που χρησιμοποιεί ο ριζοσπάστης δημοκράτης αστός για να συστήσει στον προλετάριο να κάτσει φρόνιμα. Η σύμβαση εργασίας πρέπει να είναι μια συμφωνία που κλείνεται εθελοντικά και από τα δυο μέρη. Θεωρείται, όμως, εθελοντική μόλις ο νόμος διακηρύξει στα χαρτιά ότι τα δύο μέρη είναι ίσα. Η εξουσία, που η διαφορετική ταξική θέση δίνει στο ένα μέρος, η πίεση που ασκεί πάνω στο άλλο μέρος —η πραγματική οικονομική θέση και των δυο— αυτά δεν ενδιαφέρουν το νόμο. Και κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας θεωρούνται πάλι τα δυο μέρη ισότιμα, όσο το ένα ή το άλλο δεν έχει ρητά παραιτηθεί. Για το γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση αναγκάζει τον εργάτη να παραιτηθεί ακόμα και από το τελευταίο ίχνος ισοτιμίας, γι' αυτό πάλι δεν φταίει καθόλου ο νόμος.
Σχετικά με το γάμο, ο νόμος, ακόμα και ο πιο προοδευτικός, ικανοποιείται ολόπλευρα μόλις οι συμβαλλόμενοι εκφράσουν τυπικά στο πρωτόκολλο την ελεύθερη συγκατάθεση τους. Για το τι συμβαίνει πίσω από τα νομικά παρασκήνια, εκεί όπου διαδραματίζεται η πραγματική ζωή, για το πώς προκύπτει αυτή η ελεύθερη συγκατάθεση, γι' αυτό δεν μπορούν να νοιάζονται ο νόμος και ο νομικός. Και όμως, η πιο απλή σύγκριση δικαίου θα έπρεπε να δείξει εδώ στο νομικό, τι γίνεται σχετικά μ' αυτή την ελεύθερη συγκατάθεση. Στις χώρες όπου εξασφαλίζεται νομικά στα παιδιά ένα υποχρεωτικό μερίδιο από την περιουσία του γονιού, όπου δηλαδή δεν μπορούν να τα αποκληρώσουν —στη Γερμανία, στις χώρες του γαλλικού δικαίου κλπ.— τα παιδιά δεσμεύονται από τη συγκατάθεση των γονιών για το γάμο τους. Στις χώρες του αγγλικού δικαίου, όπου δεν απαιτείται από το νόμο η συγκατάθεση των γονιών για το γάμο, έχουν και οι γονείς πλήρη ελευθερία διάθεσης της περιουσίας τους, μπορούν όσο θέλουν ν' αποκληρώνουν τα παιδιά τους. Είναι λοιπόν φανερό πως παρ' όλα αυτά, και ακριβώς γι' αυτά, η ελευθερία του γάμου στις τάξεις όπου υπάρχει κάτι να κληρονομηθεί, πραγματικά δεν είναι ούτε κατά διάνοια μεγαλύτερη στην Αγγλία και την Αμερική, απ' ό,τι είναι στη Γαλλία και τη Γερμανία.
Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα σχετικά με τη νομική ισοτιμία του άντρα και της γυναίκας στο γάμο. Η νομική ανισότητα των δυο, που την κληρονομήσαμε από προηγούμενες κοινωνικές καταστάσεις, δεν είναι η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα της οικονομικής καταπίεσης της γυναίκας. Στο παλιό κομμουνιστικό νοικοκυριό, που περιλάμβανε πολλά αντρόγυνα και τα παιδιά τους, η διεύθυνση του νοικοκυριού, που είχε ανατεθεί στις γυναίκες, ήταν εξίσου δημόσιο, κοινωνικά αναγκαίο λειτούργημα όπως και η εξεύρεση μέσων διατροφής από τους άντρες.
Με την πατριαρχική οικογένεια, και ακόμα περισσότερο με τη μονογαμική ξεχωριστή οικογένεια, άλλαξαν τα πράγματα. Η διεύθυνση του νοικοκυριού έχασε το δημόσιο χαρακτήρα της. Έπαψε να ενδιαφέρει την κοινωνία. Έγινε ιδιωτική υπηρεσία. Η γυναίκα, παραμερισμένη από τη συμμετοχή στην κοινωνική παραγωγή, έγινε η πρώτη υπηρέτρια. Μονάχα η μεγάλη βιομηχανία της εποχής μας της άνοιξε ξανά το δρόμο προς την κοινωνική παραγωγή — και πάλι μόνο στην προλετάρισσα. Ωστόσο, όσο είναι υποχρεωμένη να εκπληρώνει τα καθήκοντα της στην ιδιωτική υπηρεσία της οικογένειας, παραμένει αποκλεισμένη από την κοινωνική παραγωγή και δεν μπορεί να κερδίζει τίποτα. Αν θέλει να πάρει μέρος στην κοινωνική εργασία και να βγάλει το ψωμί της ανεξάρτητα, δεν είναι σε θέση να εκπληρώνει τα οικογενειακά της καθήκοντα. Κι όπως στο εργοστάσιο, το ίδιο συμβαίνει στη γυναίκα σε όλους τους κλάδους εργασίας ως την ιατρική και τη δικηγορική.
Η σύγχρονη ξεχωριστή οικογένεια είναι θεμελιωμένη πάνω στην ανοιχτή ή καλυμμένη σπιτική σκλαβιά της γυναίκας, και η σύγχρονη κοινωνία είναι μια μάζα που τα μόρια της αποτελούνται μονάχα από μεμονωμένες οικογένειες. Ο άντρας, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, πρέπει σήμερα να είναι ο βιοπαλαιστής, ο τροφοδότης της οικογένειας, τουλάχιστον στις ιδιοκτήτριες τάξεις, και αυτό του δίνει μια κυριαρχική θέση, που δεν έχει ανάγκη από κανένα έκτακτο νομικό προνόμιο. Μέσα στην οικογένεια, ο άντρας είναι ο αστός, η γυναίκα εκπροσωπεί το προλεταριάτο.
Στο βιομηχανικό κόσμο, ωστόσο, ο ειδικός χαρακτήρας της οικονομικής καταπίεσης που βαραίνει πάνω στο προλεταριάτο φαίνεται σ' όλη του την οξύτητα, μόνο αφού παραμεριστούν όλα τα νομικά ειδικά προνόμια της τάξης των καπιταλιστών και αποκατασταθεί η πλήρης νομική ισοτιμία των δυο τάξεων. Η δημοκρατία δεν αναιρεί την αντίθεση των δυο τάξεων, αντίθετα, προσφέρει ίσα-ίσα το έδαφος όπου με την πάλη λύνεται η αντίθεση αυτή. Το ίδιο επίσης θα φωτιστούν πέρα για πέρα ο ιδιόμορφος χαρακτήρας της κυριαρχίας του άντρα πάνω στη γυναίκα στη σύγχρονη οικογένεια και η ανάγκη, καθώς και ο τρόπος, της δημιουργίας μιας πραγματικής κοινωνικής ισοτιμίας και των δυο, μόλις θα είναι και οι δυο νομικά εντελώς ισότιμοι. Θα φανεί τότε ότι η απελευθέρωση της γυναίκας έχει για πρώτη προϋπόθεση την επανεισαγωγή ολόκληρου του γυναικείου φύλου στην κοινωνική εργασία και ότι αυτό πάλι απαιτεί να πάψει η ξεχωριστή οικογένεια να είναι οικονομική μονάδα της κοινωνίας.
Έχουμε επομένως τρεις κύριες μορφές του γάμου, που σε γενικές γραμμές αντιστοιχούν στα τρία κύρια στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης. Για την άγρια κατάσταση τον ομαδικό γάμο, για τη βαρβαρότητα το ζευγαρωτό γάμο, για τον πολιτισμό τη μονογαμία, συμπληρωμένη με τη μοιχεία και την πορνεία. Ανάμεσα στο ζευγαρωτό γάμο και τη μονογαμία μπαίνει, στην ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας, η κυριαρχία των αντρών πάνω στις δούλες και η πολυγαμία.
Όπως απέδειξε όλη η περιγραφή μας, η πρόοδος που φανερώνεται σ' αυτή τη σειρά, συνδέεται με την ιδιομορφία ότι από τις γυναίκες όλο και περισσότερο αφαιρείται η σεξουαλική ελευθερία του ομαδικού γάμου, όχι όμως και από τους άντρες. Και πραγματικά, εξακολουθεί και σήμερα ακόμα να υπάρχει ουσιαστικά ομαδικός γάμος για τους άντρες. Εκείνο που στη γυναίκα είναι έγκλημα και συνεπάγεται βαριές νομικές και κοινωνικές συνέπειες, θεωρείται για τον άντρα τιμητικό ή, στη χειρότερη περίπτωση, ελαφρό ηθικό ψεγάδι, που το έχει κανείς μ' ευχαρίστηση. Όσο περισσότερο όμως στην εποχή μας ο πατροπαράδοτος εταιρισμός μεταμορφώνεται από την κεφαλαιοκρατική εμπορευματική παραγωγή και προσαρμόζεται σ' αυτήν, όσο περισσότερο μετατρέπεται σε απροκάλυπτη πορνεία, τόσο περισσότερο με την επίδραση του διαφθείρει. Και μάλιστα διαφθείρει τους άντρες πολύ περισσότερο από τις γυναίκες.
Η πορνεία εξευτελίζει μονάχα τις δυστυχισμένες εκείνες γυναίκες που ξέπεσαν σ' αυτήν, κι αυτές ακόμα όχι στο βαθμό που συνήθως νομίζουμε. Αντίθετα, εξευτελίζει το χαρακτήρα ολόκληρου του αντρικού κόσμου. Ιδιαίτερα, ένας αρραβώνας που παρατείνεται πολύ, στις εννιά από τις δέκα περιπτώσεις, αποτελεί πραγματική προπαίδεια για τη συζυγική απιστία.
Τώρα τραβάμε προς μια κοινωνική ανατροπή, όπου οι ως τώρα οικονομικές βάσεις της μονογαμίας θα εξαφανιστούν με την ίδια βεβαιότητα που θα εξαφανιστούν και οι βάσεις του συμπληρώματος της, της πορνείας. Η μονογαμία δημιουργήθηκε από τη συγκέντρωση μεγάλου πλούτου στα χέρια ενός—και μάλιστα στα χέρια ενός άντρα—και από την ανάγκη να κληρονομηθούν αυτά τα πλούτη από τα παιδιά αυτού του άντρα και κανενός άλλου. Γι' αυτό ήταν αναγκαία η μονογαμία της γυναίκας και όχι του άντρα, έτσι που αυτή η μονογαμία της γυναίκας δεν εμπόδιζε καθόλου την ανοιχτή ή καλυμμένη πολυγαμία του άντρα. Η επικείμενη όμως κοινωνική ανατροπή, με τη μετατροπή τουλάχιστον του άπειρα μεγαλύτερου μέρους από το μόνιμο κληρονομήσιμο πλούτο — των μέσων παραγωγής— σε κοινωνική ιδιοκτησία, θα περιορίσει στο ελάχιστο όλη αυτή την έγνοια για την κληρονομιά. Αφού λοιπόν η μονογαμία γεννήθηκε από οικονομικές αιτίες, θα εξαφανιστεί όταν εξαφανιστούν αυτές οι αιτίες;
Θα μπορούσε κανείς με το δίκιο του ν' απαντήσει ότι όχι μόνο δεν θα εξαφανιστεί, αλλά αντίθετα μόνο τότε θα πραγματοποιηθεί πέρα για πέρα. Γιατί με τη μετατροπή των μέσων παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία εξαφανίζεται και η μισθωτή εργασία, το προλεταριάτο, επομένως και η ανάγκη για έναν ορισμένο —που θα μπορούσε κανείς να τον υπολογίσει στατιστικά— αριθμό γυναικών να εκδίδονται για χρήματα. Η πορνεία εξαφανίζεται, η μονογαμία, αντί να χαθεί, γίνεται επιτέλους πραγματικότητα — και για τους άντρες.
Οπωσδήποτε λοιπόν θ' αλλάξει πολύ η κατάσταση των αντρών. Αλλάζει όμως σημαντικά και η κατάσταση των γυναικών, όλων των γυναικών. Με το πέρασμα των μέσων παραγωγής σε κοινή ιδιοκτησία, παύει η ατομική οικογένεια να είναι η οικονομική μονάδα της κοινωνίας. Το ατομικό νοικοκυριό μετατρέπεται σε κοινωνικό λειτούργημα. Η περιποίηση και ανατροφή των παιδιών γίνεται δημόσια υπόθεση. Η κοινωνία φροντίζει ισότιμα για όλα τα παιδιά, είτε είναι παιδιά νόμιμου γάμου είτε νόθα. Έτσι παύει η έγνοια για τις «συνέπειες», που σήμερα αποτελεί το κυριότερο κοινωνικό —ηθικό και οικονομικό— στοιχείο, που εμποδίζει ένα κορίτσι να δοθεί ανεπιφύλακτα στον αγαπημένο της άντρα. Μήπως αυτό δεν θα αποτελεί αρκετή αιτία για να αναπτυχθούν σιγά-σιγά πιο ανυπόκριτες σεξουαλικές σχέσεις και μαζί μια πιο χαλαρή κοινή γνώμη για την παρθενική τιμή και τη γυναικεία ντροπή; Και τέλος, μήπως δεν είδαμε ότι στο σύγχρονο κόσμο η μονογαμία και η πορνεία είναι βέβαια αντιθέσεις, αλλά αχώριστες αντιθέσεις, πόλοι της ίδιας κοινωνικής κατάστασης;
Μπορεί η πορνεία να εξαφανιστεί χωρίς να παρασύρει μαζί της στην άβυσσο και τη μονογαμία;
Εδώ μπαίνει σε ενέργεια ένα καινούργιο στοιχείο, ένα στοιχείο που τον καιρό που διαμορφωνόταν η μονογαμία βρισκόταν το πολύ-πολύ σε εμβρυακή κατάσταση: ο ατομικός έρωτας.
Πριν από το μεσαίωνα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ατομικό έρωτα. Ότι η προσωπική ομορφιά, η στενή συναναστροφή, οι κοινές κλίσεις κλπ., ξυπνούσαν σε ανθρώπους διαφορετικού φύλου την επιθυμία για σεξουαλικές σχέσεις, ότι τόσο στους άντρες, όσο και στις γυναίκες, δεν ήταν τελείως αδιάφορο με ποιον θα είχαν αυτές τις στενότατες σχέσεις, αυτό είναι αυτονόητο. Απ' αυτό όμως ως το δικό μας έρωτα υπάρχει ακόμα ατέλειωτη απόσταση. Σ' όλη την αρχαιότητα κλείνονται οι γάμοι από τους γονείς για τους ενδιαφερόμενους και αυτοί το δέχονται ήσυχα. Η ελάχιστη συζυγική αγάπη που γνωρίζει η αρχαιότητα δεν είναι καθόλου υποκειμενική κλίση, μα αντικειμενικό χρέος, όχι βάση, μα συνάρτηση του γάμου. Ερωτικοί δεσμοί, με τη σύγχρονη έννοια, στην αρχαιότητα παρουσιάζονται μονάχα έξω από την επίσημη κοινωνία.
Οι βοσκοί, που τις χαρές και τους καημούς του ερωτά τους μας τραγουδούν ο Θεόκριτος και ο Μόσχος, ο Δάφνις και η Χλόη του Λόγγου είναι όλοι δούλοι που δεν συμμετέχουν καθόλου στο κράτος, στη σφαίρα ζωής του ελεύθερου πολίτη. Εκτός όμως από τους δούλους βρίσκουμε ερωτικές περιπέτειες μονάχα σαν προϊόντα αποσύνθεσης του παλιού κόσμου που έδυε και με γυναίκες που επίσης βρίσκονται έξω από την επίσημη κοινωνία, με εταίρες, δηλαδή με ξένες ή απελεύθερες: στην Αθήνα αρχίζοντας από την παραμονή της δύσης της, στη Ρώμη την εποχή της αυτοκρατορίας. Αν παρουσιαζόταν πραγματικά έρωτας ανάμεσα σε ελεύθερους πολίτες και πολίτισσες, αυτό γινόταν μόνο με τη μοιχεία. Και στον κλασικό ερωτικό ποιητή της αρχαιότητας, στο γέρο Ανακρέοντα, ήταν τόσο αδιάφορος ο έρωτας με τη δική μας έννοια, που αδιαφορούσε ακόμα και για το φύλο του αγαπημένου προσώπου.
Η δική μας σεξουαλική αγάπη διακρίνεται ουσιαστικά από την απλή σεξουαλική επιθυμία, τον έρωτα, των αρχαίων. Πρώτα, προϋποθέτει το αγαπημένο πρόσωπο να ανταποκρίνεται στην αγάπη. Και σ' αυτό το σημείο, η γυναίκα είναι ίση με τον άντρα, ενώ στον αρχαίο έρωτα σε καμιά περίπτωση δεν τη ρωτούσαν πάντα. Δεύτερο, η σεξουαλική αγάπη έχει ένα βαθμό έντασης και διάρκειας, που κάνει να φαίνεται και στα δυο μέρη η στέρηση και ο χωρισμός μεγάλη, αν όχι η μεγαλύτερη συμφορά. Για να έχει ο ένας τον άλλον, διακινδυνεύουν, παίζουν ακόμα και τη ζωή τους, πράγμα που στην αρχαιότητα παρουσιαζόταν το πολύ-πολύ στη μοιχεία. Και τέλος, αναπτύσσεται ένα καινούργιο ηθικό μέτρο για να κρίνουν τις σεξουαλικές σχέσεις, δεν ρωτάνε μονάχα: ήταν γαμήλιες ή όχι, αλλά και: ήταν προϊόν αμοιβαίας αγάπης ή όχι;
Είναι αυτονόητο ότι η τύχη αυτού του νέου μέτρου στη φεουδαρχική και αστική πράξη δεν είναι καλύτερη από την τύχη όλων των άλλων μέτρων της ηθικής — το αγνοούν. Όμως και δεν του φέρονται και χειρότερα από τα άλλα. Το αναγνωρίζουν ακριβώς όπως και τ' άλλα — στη θεωρία, στα χαρτιά. Και για την ώρα δεν μπορεί να ζητάει περισσότερα.
Ο μεσαίωνας ξαναρχίζει από εκεί όπου σταμάτησε η αρχαιότητα τα πρώτα βήματα της σεξουαλικής αγάπης, δηλαδή απ' τη μοιχεία.
Περιγράψαμε ήδη τον ιπποτικό έρωτα που δημιούργησε τα τραγούδια της αυγής. Από την αγάπη αυτή, που πάει να χαλάσει το γάμο, ως τον έρωτα που θα τον θεμελιώσει, υπάρχει ακόμα πολύ δρόμος που δεν τον πέρασαν ποτέ ολοκληρωτικά οι ιππότες. Κι αν ακόμα περάσουμε από τους ελαφρόμυαλους ρωμανικούς λαούς στους ενάρετους Γερμανούς, βρίσκουμε στο έπος των Νιμπελούνγκεν ότι η Κρημχίλδη, αν και στα κρυφά δεν αγαπάει λιγότερο τον Ζίγκφριντ απ' ό,τι την αγαπάει εκείνος, ωστόσο όμως στην ειδοποίηση του Γκούντερ ότι την έχει υποσχεθεί με όρκο σ' έναν ιππότη, που δεν τον ονομάζει, απαντάει απλά: «Δεν είναι ανάγκη να με παρακαλάτε. Όπως με διατάξετε, έτσι θα είμαι πάντα. Αφέντη, αυτόν που μου δίνετε άντρα, θα τον αρραβωνιαστώ ευχαρίστως.» Δεν της περνάει ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί εδώ να παρθεί καθόλου υπόψη η αγάπη της. Ο Γκούντερ ζητάει την Μπρουνχίλδη, ο Έτσελ την Κρημχίλδη, χωρίς να τις έχουν δει ποτέ. Το ίδιο στην «Γκούτρουν»*, ο Ζίγκεμπαντ της Ιρλανδίας ζητάει τη Νορβηγέζα Ούτε, ο Χέτελ φον Χέγκελινγκεν τη Χίλντε της Ιρλανδίας, τέλος ο Ζίγκφριντ του Μόρλαντ, ο Χάρτμουτ της Ορμανίας και ο Χέρβιγκ της Ζηλανδίας την Γκούτρουν. Και μονάχα εδώ παρουσιάζεται το γεγονός ότι αποφασίζει θεληματικά η Γκούτρουν να πάρει τον Χέρβιγκ.
Κατά κανόνα, τη νύφη του νεαρού πρίγκιπα διαλέγουν οι γονείς του, αν ζουν ακόμα, αλλιώς τη διαλέγει ο ίδιος με τη συμβουλή των μεγάλων τιμαριούχων, που σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο λόγος τους έχει μεγάλη βαρύτητα. Και δεν μπορεί να γίνει καθόλου διαφορετικά. Για τον ιππότη ή το βαρόνο, όπως και για τον ίδιο τον άρχοντα της χώρας, ο γάμος είναι πολιτική πράξη, μια ευκαιρία να μεγαλώσει την εξουσία του με νέες συμμαχίες. Αυτό που αποφασίζει είναι το συμφέρον του οίκου και όχι η επιθυμία του ατόμου. Πώς μπορούσε λοιπόν κάτω απ' αυτούς τους όρους να λέει ο έρωτας την τελευταία λέξη στο ζήτημα του γάμου;
Δεν γινόταν διαφορετικά και με το συντεχνιακό αστό των μεσαιαννικών πόλεων. Ακριβώς τα προνόμια που τον προστάτευαν, οι κωδικοποιημένες συντεχνιακές διατάξεις, τα τεχνητά σύνορα που τον χώριζαν νομικά εδώ από τις άλλες συντεχνίες, εκεί από τους ίδιους τους συντρόφους της συντεχνίας του, και από την άλλη, από τους καλφάδες και τους μαθητευόμενους, στένευαν κιόλας αρκετά τον κύκλο απ' όπου μπορούσε να διαλέξει μια ταιριαστή σύζυγο. Και το ζήτημα, ποια ανάμεσα τους ήταν η πιο ταιριαστή, αυτό, μέσα σε τούτο το περίπλοκο σύστημα, το αποφάσιζε χωρίς άλλο όχι η ατομική του επιθυμία, αλλά το οικογενειακό συμφέρον.
Έτσι λοιπόν, στην ατέλειωτη πλειοψηφία των περιπτώσεων, ο γάμος έμεινε ως το τέλος του μεσαίωνα ό,τι ήταν από την αρχή, υπόθεση που δεν αποφασιζόταν από τους ενδιαφερόμενους. Στην αρχή, όταν γεννιόταν κανείς, ήταν κιόλας παντρεμένος με μια ολόκληρη ομάδα του άλλου φύλου. Στις κατοπινές μορφές τον ομαδικού γάμου επικρατούσε πιθανώς μια παρόμοια σχέση, μόνο που η ομάδα στένευε όλο και περισσότερο. Στο ζευγαρωτό γάμο είναι κανόνας οι μητέρες να συμφωνούν τους γάμους των παιδιών τους. Κι εδώ επίσης αποφασίζουν οι υπολογισμοί για νέους συγγενικούς δεσμούς, που πρέπει να εξασφαλίσουν μια πιο στέρεη θέση για το νεαρό ζευγάρι στο γένος και στη φυλή. Κι όταν με την επικράτηση της ατομικής ιδιοκτησίας απέναντι στην κοινή ιδιοκτησία και με το ενδιαφέρον για την κληρονομιά κυριάρχησε το πατρικό δίκαιο και η μονογαμία, τότε πια ο γάμος εξαρτήθηκε για τα καλά από οικονομικούς υπολογισμούς.
Η μορφή τον γάμου εξαγοράς εξαφανίζεται, στην ουσία όμως εξακολουθεί να εφαρμόζεται σ' όλο και μεγαλύτερο βαθμό, έτσι ώστε όχι μόνο η γυναίκα, αλλά και ο άντρας αποκτάει μια τιμή — όχι ανάλογα με τις προσωπικές του ιδιότητες, αλλά ανάλογα με την περιουσία του. Ότι η αμοιβαία έλξη των ενδιαφερομένων θα έπρεπε να είναι ο επικρατέστερος λόγος του γάμου, αυτό από την αρχή κιόλας ήταν στην πράξη κάτι το πρωτάκουστο για τις κυρίαρχες τάξεις. Κάτι τέτοιο γινόταν το πολύ-πολύ στα μυθιστορήματα ή στις καταπιεζόμενες τάξεις που δεν λογαριάζονταν.
Αυτή ήταν η κατάσταση που βρήκε η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, όταν από την εποχή των γεωγραφικών ανακαλύψεων, με το παγκόσμιο εμπόριο και τη μανιφακτούρα, ετοιμαζόταν για την κοσμοκρατορία. Θα νόμιζε κανείς ότι ο τρόπος αυτός του γάμου θα της ταίριαζε εξαιρετικά, και πραγματικά έτσι ήταν. Κι ωστόσο —η ειρωνεία της παγκόσμιας ιστορίας είναι ανεξάντλητη— η κεφαλαιοκρατική παραγωγή έμελλε να προκαλέσει το αποφασιστικό ρήγμα σ' αυτόν. Μετατρέποντας όλα τα πράγματα σε εμπορεύματα, διέλυσε όλες τις κληρονομημένες πατροπαράδοτες σχέσεις, και στη θέση του κληρονομημένου εθίμου του ιστορικού δικαιώματος, έβαλε την αγορά και την πώληση, το «ελεύθερο» συμβόλαιο.
Ο άγγλος νομικός Χ. Σ. Μέιν** πίστεψε ότι έκανε μια τεράστια ανακάλυψη λέγοντας ότι ολόκληρη η πρόοδος μας απέναντι στις περασμένες εποχές συνίσταται στο ότι έχουμε φτάσει from status to contract, από κληρονομικά παραδομένες σε ελεύθερα συμφωνημένες σχέσεις, πράγμα που στο βαθμό που είναι σωστό, αναφερόταν κιόλας στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο.***
Για τη σύναψη όμως συμβολαίων χρειάζονται άνθρωποι που να μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα τα άτομα τους, τις πράξεις τους και την ιδιοκτησία τους, που είναι ισότιμοι ο ένας απέναντι στον άλλον. Και μια από τις κύριες δουλειές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ήταν ακριβώς να δημιουργήσει αυτούς τους «ελεύθερους» και «ίσους» ανθρώπους. Κι αν στην αρχή αυτό γινόταν ακόμα μόνο με μισοσυνειδητό τρόπο κι επιπλέον με θρησκευτική κάλυψη, ήταν όμως αυστηρά καθορισμένο από τη λουθηρανική και καλβινιστική μεταρρύθμιση ότι ο άνθρωπος τότε μόνο είναι πέρα για πέρα υπεύθυνος για τις πράξεις του, όταν τις έχει κάνει με απόλυτη ελευθερία βούλησης και ότι είναι ηθικό χρέος η αντίσταση σε κάθε βία που θέλει να επιβάλει ανήθικες πράξεις. Πώς όμως ταίριαζαν αυτά με τον τρόπο που γίνονταν ως τώρα οι γάμοι;
Ο γάμος κατά την αστική αντίληψη ήταν συμβόλαιο, νομική υπόθεση, και μάλιστα η σπουδαιότερη απ' όλες τις υποθέσεις, γιατί αφορούσε το σώμα και το πνεύμα δυο ανθρώπων για όλη τους τη ζωή. Βέβαια, τυπικά το συμβόλαιο κλεινόταν τότε εθελοντικά, χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων δεν γινόταν. Ήξεραν όμως παρά πολύ καλά πώς γινόταν η συγκατάθεση αυτή και ποιοι πραγματικά συμφωνούσαν το γάμο. Αν όμως για όλα τα άλλα συμβόλαια χρειαζόταν πραγματικά ελεύθερη απόφαση, γιατί όχι και για τούτο; Δεν είχαν τάχα και οι δυο νέοι που θα ζευγαρώνονταν το δικαίωμα να διαθέτουν ελεύθερα τον εαυτό τους, το κορμί τους και τα όργανα τους; Δεν είχε γίνει μήπως του συρμού ο έρωτας με τον ιπποτισμό, και μήπως μπρος στον ιπποτικό έρωτα της μοιχείας, δεν ήταν η αγάπη των συζύγων η σωστή αστική μορφή;
Μα αν ήταν καθήκον των συζύγων ν' αγαπάει ο ένας τον άλλον, δεν ήταν το ίδιο επίσης χρέος των αγαπημένων να παντρεύονται μεταξύ τους και όχι με κανέναν άλλον; Δεν έστεκε τάχα πιο ψηλά αυτό το δικαίωμα των αγαπημένων από το δικαίωμα των γονιών, των συγγενών και των άλλων πατροπαράδοτων μεσιτών και προξενητάδων; Και μια που το δικαίωμα της ελεύθερης ατομικής εκλογής έμπαινε ανενόχλητα στην εκκλησία και στη θρησκεία, πώς ήταν δυνατό να σταματήσει μπρος στην αβάσταχτη απαίτηση της παλιότερης γενιάς να διαθέτει το κορμί, την ψυχή, την περιουσία, την ευτυχία και τη δυστυχία της νεότερης;
Τα προβλήματα αυτά ήταν φυσικό να τεθούν σε μια εποχή που χαλάρωναν όλοι οι παλιοί δεσμοί της κοινωνίας και κλονίζονταν όλες οι κληρονομημένες παραστάσεις. Ο κόσμος έγινε μεμιάς σχεδόν δέκα φορές πιο μεγάλος. Αντί για ένα τεταρτημόριο ενός ημισφαιρίου, όλη η γήινη σφαίρα βρισκόταν τώρα μπροστά στα μάτια των Δυτικοευρωπαίων που έσπευσαν να πάρουν στην κατοχή τους και τα άλλα εφτά τεταρτημόρια. Κι όπως έπεσαν τα παλιά στενά όρια της πατρίδας, έτσι έπεσαν και οι χιλιόχρονοι φραγμοί του πατροπαράδοτου μεσαιωνικού τρόπου σκέψης. Στον άνθρωπο ανοιγόταν τόσο προς τον εσωτερικό του όσο και τον εξωτερικό του κόσμο ένας άπειρα ευρύτερος ορίζοντας. Τι αξία είχε η φήμη της τιμιότητας, τι αξία είχε το τιμημένο συντεχνιακό προνόμιο, που κληροδοτιόταν από γενιά σε γενιά, για το νέο που τον καλούσαν τα πλούτη της Ινδίας, τα χρυσωρυχεία και τα αργυρωρυχεία του Μεξικού και του Ποτοσί; Ήταν η εποχή του περιπλανώμενου ιπποτισμού της αστικής τάξης. Είχε κι αυτή το ρομαντισμό της και τα ερωτικά της ονειροπολήματα, αλλά πάνω σε αστική βάση και σε τελική ανάλυση με αστικούς σκοπούς.
Έτσι συνέβηκε, λοιπόν, και η αστική τάξη που ανέβαινε, κυρίως στις προτεσταντικές χώρες, όπου συγκλονίστηκε περισσότερο το καθεστώς που υπήρχε, ν' αναγνωρίζει όλο και περισσότερο την ελευθερία του συμβολαίου και για το γάμο και να την εφαρμόζει με τον τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω. Ο γάμος έμεινε ταξικός γάμος, αλλά μέσα στα πλαίσια της τάξης παραχωρήθηκε στους συμβαλλόμενους ένας ορισμένος βαθμός ελευθερίας στην εκλογή. Και στα χαρτιά, στη θεωρία της ηθικής, καθώς και στην ποιητική περιγραφή, τίποτα δεν ήταν πιο ατράνταχτα θεμελιωμένο, όσο η ανηθικότητα κάθε γάμου που δεν βασίζεται σε αμοιβαίο έρωτα και σε πραγματικά ελεύθερη συμφωνία των συζύγων. Κοντολογίς, ο γάμος από έρωτα διακηρύχτηκε ανθρώπινο δικαίωμα και μάλιστα όχι μόνο droit de l 'homme*** αλλά και κατ' εξαίρεση droit de la femme****.
Όμως αυτό το δικαίωμα του ανθρώπου διαφέρει σ' ένα σημείο από όλα τα άλλα λεγόμενα δικαιώματα του ανθρώπου. Ενώ τα άλλα στην πράξη περιορίζονταν στην κυρίαρχη τάξη, στην αστική τάξη, και για την καταπιεζόμενη τάξη, για το προλεταριάτο, εκμηδενίζονταν άμεσα ή έμμεσα, εδώ για άλλη μια φορά εκδηλώνεται η ειρωνεία της ιστορίας. Η κυρίαρχη τάξη εξακολουθεί να κυριαρχείται από τις γνωστές οικονομικές επιδράσεις κι έτσι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις έχει να παρουσιάσει γάμους που έγιναν πραγματικά ελεύθερα, ενώ όπως είδαμε, οι τέτοιου είδους γάμοι είναι κανόνας στην τάξη που κυριαρχείται.
Η πλήρης ελευθερία στη σύναψη του γάμου μπορεί λοιπόν τότε μονάχα να πραγματοποιηθεί γενικά, όταν η κατάργηση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και των σχέσεων ιδιοκτησίας που δημιούργησε βγάλει από τη μέση όλους τους
δευτερεύοντες οικονομικούς λόγους που και τώρα ακόμα επιδρούν τόσο πολύ στην εκλογή συζύγου. Τότε πια δεν μένει κανένα άλλο κίνητρο από την αμοιβαία έλξη.
Και επειδή ο σεξουαλικός έρωτας από τη φύση του είναι αποκλειστικός —αν και αυτή η αποκλειστικότητα πραγματοποιείται σήμερα πέρα για πέρα μονάχα στη γυναίκα— ο γάμος που βασίζεται στον έρωτα είναι από τη φύση του μονογαμικός. Είδαμε πόσο δίκιο είχε ο Μπάχοφεν που θεωρούσε την πρόοδο από τον ομαδικό στον ατομικό γάμο κυρίως σαν έργο των γυναικών. Στο ενεργητικό των αντρών μπαίνει μόνο η πρόοδος από το ζευγαρωτό γάμο στη μονογαμία. Και η πρόοδος αυτή σήμαινε ιστορικά την ουσιαστική επιδείνωση της θέσης των γυναικών και τη διευκόλυνση της απιστίας των αντρών. Όταν λοιπόν λείψουν και οι οικονομικοί λόγοι, που έκαναν τις γυναίκες να δέχονται αυτή τη συνηθισμένη απιστία των αντρών —η έγνοια για την ύπαρξη τους, κι ακόμα περισσότερο η έγνοια για το μέλλον των παιδιών— τότε η ισοτιμία της γυναίκας που θα επιτευχθεί μ' αυτό τον τρόπο, κρίνοντας απ' όλη την πείρα που έχουμε ως τώρα, μάλλον θα συντελέσει σε άπειρα πιο μεγάλο βαθμό, να γίνουν οι άντρες πραγματικά μονογαμικοί, παρά να γίνουν οι γυναίκες πολυαντρικές.
Αυτά όμως που θα χάσει οπωσδήποτε η μονογαμία είναι όλα τα χαρακτηριστικά που απέκτησε με την προέλευση της από τις σχέσεις ιδιοκτησίας, και τα χαρακτηριστικά αυτά είναι πρώτα η κυριαρχία του άντρα και δεύτερο το άλυτο του γάμου. Η κυριαρχία του άντρα στο γάμο είναι απλή συνέπεια της οικονομικής του κυριαρχίας και πέφτει αυτόματα μαζί της. Το άλυτο του γάμου είναι εν μέρει συνέπεια της οικονομικής κατάστασης, μέσα στην οποία αναπτύχθηκε η μονογαμία, εν μέρει παράδοση από την εποχή που δεν καταλάβαιναν καλά ακόμα τη σχέση αυτής της οικονομικής κατάστασης με τη μονογαμία και την υπερέβαλλαν θρησκευτικά. Σήμερα έχει κιόλας σπάσει από χίλιες μεριές. Αν είναι ηθικός μονάχα ο γάμος που βασίζεται στην αγάπη, το ίδιο παραμένει ηθικός μονάχα ο γάμος όπου εξακολουθεί να υπάρχει η αγάπη. Η διάρκεια όμως του ατομικού έρωτα διαφέρει πολύ από άτομο σε άτομο, ιδίως στους άντρες, κι ένα ουσιαστικό σταμάτημα της έλξης ή το παραμέρισμα της από μια καινούργια φλογερή αγάπη, κάνει ευεργετικό το χωρισμό, τόσο για τα δύο μέρη, όσο και για την κοινωνία. Πρέπει μόνο ν' απαλλαγούν οι άνθρωποι από την ανάγκη να τσαλαβουτάνε μέσα από την άχρηστη λάσπη μιας δίκης διαζυγίου.
Αυτό λοιπόν που μπορούμε σήμερα να υποθέσουμε για τη ρύθμιση των σεξουαλικών σχέσεων ύστερα από το επικείμενο σάρωμα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, έχει κυρίως αρνητικό χαρακτήρα, περιορίζεται συνήθως σε ό,τι πρόκειται να λείψει. Τι θα προστεθεί όμως; Αυτό θα κριθεί, όταν αντρωθεί μια νέα γενιά, μια γενιά από άντρες, που ποτέ στη ζωή τους δεν θα έχουν βρεθεί στην ανάγκη ν' αγοράσουν με λεφτά ή με άλλα κοινωνικά μέσα το δόσιμο μιας γυναίκας, και μια γενιά από γυναίκες, που ποτέ δεν θα έχουν βρεθεί στην ανάγκη να δοθούν σ' έναν άντρα για κανένα άλλο λόγο εκτός από την αληθινή αγάπη, ούτε ν' αρνηθούν το δόσιμο στον αγαπημένο τους από το φόβο μπρος στις οικονομικές συνέπειες. Όταν θα υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, θα γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια αυτά που πιστεύουμε σήμερα ότι θα πρέπει να κάνουν. Θα φτιάξουν τη δική τους ζωή και τη δική τους αντίστοιχη κοινή γνώμη για τις πράξεις του καθενός και — τελεία και παύλα.
Ας γυρίσουμε ωστόσο στον Μόργκαν, από τον οποίο απομακρυνθήκαμε αρκετά. Η ιστορική έρευνα των κοινωνικών θεσμών που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της εποχής του πολιτισμού, ξεπερνάει τα πλαίσια του βιβλίου του. Γι' αυτό η μοίρα της μονογαμίας σ' αυτό το χρονικό διάστημα τον απασχολεί πολύ λίγο. Κι αυτός βλέπει στην παραπέρα διαμόρφωση της μονογαμικής οικογένειας μια πρόοδο, μια προσέγγιση στην πλήρη ισοτιμία των φύλων, χωρίς όμως να θεωρεί φτασμένο το σκοπό αυτό. Όμως, λέει, «όταν παραδεχτούμε το γεγονός ότι η οικογένεια πέρασε τέσσερις διαδοχικές μορφές και βρίσκεται τώρα σε μια πέμπτη, τότε γεννιέται το ερώτημα, αν αυτή η μορφή μπορεί να είναι μόνιμη για το μέλλον. Η μόνη δυνατή απάντηση είναι ότι θα πρέπει να προχωράει όπως προχωράει η κοινωνία, ν' αλλάζει στο βαθμό που αλλάζει η κοινωνία, ακριβώς όπως γινόταν ως τώρα. Είναι το δημιούργημα του κοινωνικού συστήματος και θα αντικαθρεφτίζει την κατάσταση της διαμόρφωσης του. Και επειδή η μονογαμική οικογένεια βελτιώθηκε από την αρχή του πολιτισμού, και πολύ αισθητά στη σύγχρονη εποχή, μπορεί κανείς τουλάχιστον να υποθέσει ότι είναι ικανή για παραπέρα τελειοποίηση ώσπου να φτάσουμε στην ισότητα των δυο φύλων. Αν στο μακρινό μέλλον η μονογαμική οικογένεια δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της κοινωνίας, είναι αδύνατο να πει κανείς από πριν τι είδους θα είναι η διάδοχος της.».
_________________________________________________
*. Γερμανικό έπος του 13ου αιώνα (σημ. γερμ. σύντ.).
** H. Maine, Ancient Law, its connection with the early history of society, and its relation to modem ideas, Λονδίνο 1866, σελ. 170. Η πρώτη έκδοση αυτού του έργου έγινε στο Λονδίνο το 1861 (σημ. γερμ. σύντ.).
***. Βλέπε Καρλ Μαρξ-Φρίντριχ Ένγκελς, Μανιφέστο τον Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1994 (σημ. ελλ. σύντ.).
****. Δικαίωμα του άντρα, στα γαλλικά σημαίνει και δικαίωμα του ανθρώπου (σημ. ελλ. σύντ.).
*****. Δικαίωμα της γυναίκας (σημ. ελλ. σύντ.)
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου