16.2.23

!947 -1967 Ανατομία ενός διαρκούς εγκλήματος

Μια λεξικογραφική προσέγγιση της «μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης» δεν συνεισφέρει πολλά στην αποσαφήνισή της. Το ίδιο θα μπορούσε να επαναληφθεί και με κάποιον ορισμό της ως «ιδεολογίας». Για πληρέστερη σημασιολόγηση προέχει η εξέταση της πρακτικής της. Το πυρηνικό ερώτημα είναι αν πρόκειται πράγματι για ιδεολογία ή απλώς για εξουσιαστική πρακτική με ιδεολογικό μανδύα (αλά ελληνικά). Σε απλοϊκή μορφή το ερώτημα θα μπορούσε να διατυπωθεί κι αλλιώς: πρόκειται για ιδεολογία ή συγκυριακό φαινόμενο αντιδημοκρατικής καταστολής στην ανάπηρη κοινοβουλευτική δημοκρατία της περιόδου;

Σε κάθε περίπτωση γίνεται λόγος για μια έννοια ελαστική, εύπλαστη, ευέλικτη και εξελίξιμη. Από τότε που εμφανίστηκε μέχρι τις μέρες μας ακόμη. Μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου σταθμοί στη μεταπολεμική χρήση της (στον λόγο και στην πράξη) είναι το 1956 (συγκρότηση της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή) και το 1958 (ανάδειξη της Αριστερός -ΕΔΑ- σε αξιωματική αντιπολίτευση). Επιπλέον, η αρχή της δεκαετίας του 1960 (διεκδίκηση της εξουσίας από την ΕΚ του Γ. Παπανδρέου).

Για αρκετούς ιστορικούς η εθνικοφροσύνη σχεδόν ταυτίζεται με τον αντικομμουνισμό. Για άλλους ορίζεται ως δεξιά πολιτική και σύμφυρμα αντικομμουνισμού και εθνικισμού (αν και ο τελευταίος ορίζεται συνήθως διαφορετικά).

Στη σχετική βιβλιογραφία, αν και με συναφείς διατυπώσεις και κέντρα βάρους, ο αντικομμουνισμός με την κατασταλτική νομοθεσία του αναφέρεται ως εργαλείο της αστικής πολιτικής ελίτ στην επιχείρηση αποΕΑΜοποίησης του πληθυσμού (Γ. Κατηφόρης, Κ. Τσουκαλάς κ.ά.). Συνδέεται ακόμη με την ανάγκη ιδεολογικής ανασυγκρότησης μετά τον εξοστρακισμό της Μεγάλης Ιδέας και των άλλων προπολεμικών δίπολων στην κοινωνία (Ν. Μουζέλης).

Σύμφωνα με μια ευρύτερη θεώρηση η εθνικοφροσύνη είναι η ελληνική εκδοχή της δυτικής έννοιας του αντικομμουνισμού, αντλώντας «πολλές περιφερειακές έννοιες από τον πολιτικό συντηρητισμό και στοιχεία από τη νομιμοφροσύνη προς τον βασιλέα και τον εθνικισμό» και έχει σαφή διάρκεια από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια έως το πραξικόπημα των συνταγματαρχών το 1967.

Μετεμφυλιακή ταυτότητα και το... κόμμα του έθνους

Υπό το τελευταίο πρίσμα η πιο οικεία μετεμφυλιακή ταυτότητά της είναι του δεξιού. Η εθνικόφρων παράταξη χρησιμοποιείται από την αρχή της δεκαετίας του 1950 κατά εναλλακτικό τρόπο και ως συνώνυμο της Δεξιάς. Με αυτήν «το έθνος έχει το ιδικόν του Κόμμα» (προσδιορισμός της συντηρητικής εφημερίδας «Καθημερινή»). Η ταυτότητα του δεξιού συμφύρεται με του εθνικόφρονα. Οπως και τα πρόσωπα της μη εθνικοφροσύνης εξομοιώνονται συνήθως με τον αντίπαλο - εχθρό.

Από την αντίπερα όχθη, παραδόξος (ή μήπως όχι;), ίσως η εναργέστερη σημασία βρίσκεται σ’ έναν από τους πυλώνες της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης, δηλαδή τη διοίκηση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και τους επίσημους θρησκευτικούς ή παραθρησκευτικούς φορείς.· «Ο όρος ενέχει δύο σημασίας, μίαν στενωτέραν και μίαν ευρυτέραν. Κατά την πρώτην, ήτις επ’ εσχάτων συνετέλεσεν εις πολλήν χρησιμοποίησιν της λέξεως, εθνικοφροσύνη είναι η επί του πολιτικού πεδίου προσήλωσις εις τας πολιτικάς, κοινωνικάς και θρησκευτικάς αξίας, τας οποίας προβάλλει η ιστορία του Εθνους, και η υπεράσπισις αυτών έναντι του κομμουνισμού. Κατά την δευτέραν, εθνικοφροσύνη είναι η προσήλωσις και υπεράσπισις των ανωτέρω αξιών έναντι παντός ιδεολογικού ρεύματος απειλούντας αυτάς...». (Από το σχετικό λήμμα στη δωδεκάτομη Θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια που συντάχτηκε το 1962 -68 από συστημικούς συγγραφείς).

Μετά τον Εμφύλιο παραμένουν σε ισχύ βασικές «αρχές» του εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος. Σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Στο θεσμικό διατηρούνται και ενισχύονται σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως λόγου χάρη με τον ν. 375 του 1936 περί κατασκοπείας. Στη χώρα ισχύει ουσιαστικά το σύνταγμα του 1952 για τους «εθνικώς σκεπτόμενους» πολίτες και ένα παρασύνταγμα ουσιαστικά για τους μη εθνικόφρονες.

Η εμφάνιση και δράση του κομμουνιστικού - αριστερού κινήματος στα καθ’ ημάς, όπως και σε πολλές χώρες της Δύσης, κατασκεύασε έναν νέο εσωτερικό εχθρό. Διωκόταν «σαν επικίνδυνος επειδή ακριβώς δεν είναι δυνατόν να διωχθεί ως ένοχος». (Αρ. Μάνεσης: Η κρίση των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας).

Ανήκει σε άλλο κεφάλαιο η ανάλυση του θεσμικού πλαισίου της εθνικοφροσύνης και της νομιμοφροσύνης - έννοια διάφορη τόσο από τη νομιμότητα όσο και από τη νομιμοποίηση. Με την εφαρμογή του και επιπλέον ενός συνόλου μέτρων (θεσμικών και παραθεσμικών) η χώρα προβάλλει ως «επιτηρούμενη ζώνη». Χρειάζεται διαβατήριο για να εισέλθεις. Απαιτείται πιστοποιητικό «κοινωνικών φρονημάτων». Αυτά που καθιερώθηκαν προπολεμικά ανανεώθηκαν το 1948 και τυπικά εξοβελίστηκαν το 1962, όταν το Συμβούλιο Επικράτειας αποφάνθηκε ότι τελείωσε ο Εμφύλιος! Οχι, όμως, και τα πιστοποιητικά! Προσοχή: κοινωνικών και όχι πολιτικών φρονημάτων. Αν η ψήφος στις εκλογές ήταν φανερή, θα χρειαζόταν μαζί και το δεύτερο!

Ούτε βέσπα χωρίς πιστοποιητικό φρονημάτων

«Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί ο διωγμός γινόταν με βάση τα κοινωνικά και όχι τα πολιτικά φρονήματα. Μα αν ο διωγμός γινόταν με βάση τα πολιτικά φρονήματα, πράγμα εν πολλοίς κατανοητό στις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, με το ΚΚΕ εκτός νόμου δεν θα ήταν δυνατό να διώκονται και μη κομμουνιστές. Αν ο ίδιος δεν ήσουν κομμουνιστής αλλά είχες κομμουνιστή πατέρα, μητέρα, παππού, γιαγιά, θείο, θεία, ανιψιό, ανιψιό, εγγόνι, πρώτο ξάδερφο, δεύτερο ξάδερφο, τρίτο ξάδερφο, κουνιάδο, κουνιάδα, πρώτο ξάδερφο του κουνιάδου και πάει λέγοντας, δεν είχες καμιά πιθανότητα να πάρεις απ’ τον βλακέντιο χωροφύλακα του αστυνομικού τμήματος της γειτονιάς σου πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων...». (Β. Ραφαηλίδης: Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού έθνους 1830 -1974).

Στις οδηγίες προς τα σώματα ασφαλείας τη δεκαετία του 1950 το πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης απαιτούνταν για ένα σύνολο δραστηριοτήτων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι χορηγείτο ή όχι για:

- Πρόσληψη σε δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες και σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, για εγγραφή σε πανεπιστήμιο, διπλώματα οδήγησης, ναυτολόγηση, παραχώρηση εργατικής κατοικίας ή στεγαστικού δανείου, μετάβαση ή σπουδές στο εξωτερικό, βιβλιάριο φορτοεκφορτωτών, δικαιοπραξίες σε παραμεθόριες περιοχές, λήψη διπλωμάτων μηχανικού, για τον πλανόδιο, για τον νεκροθάφτη... Ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Το πιστοποιητικό ήταν κάτι απαραίτητο, σαν την ταυτότητα!

«Η χρήση του πιστοποιητικού διευρυνόταν ή περιοριζόταν, χωρίς όμως να καταργείται, ανάλογα με τη χρονική συγκυρία και την κυβέρνηση... Σε αυτό το κλίμα είναι χαρακτηριστική η καταγγελία βουλευτών της ΕΔΑ το 1961 ότι η αστυνομία είχε αρνηθεί να δώσει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων σε υπάλληλο, αναγκαίο για την έκδοση διπλώματος βέσπας, επειδή στον φάκελό του αναφερόταν ότι το 1954 εθεάθη με γείτονά του αριστερών φρονημάτων αναγιγνώσκων την εφημερίδα της ΕΔΑ. (Λίγο αργότερα) παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες της Ενωσης Κέντρου, η νομοθεσία για τα πιστοποιητικά δεν καταργήθηκε και μετά την άνοδό της στην εξουσία Υπήρξε πάντως μια σταδιακή χαλάρωση...».  (Βαγ. Καραμανωλάκης: Ανεπιθύμητο παρελθόν).

Για την ιστορία, ο συγκεκριμένος υποψήφιος οδηγός που δεν ήταν «καθαρός» υπέγραψε δήλωση «αποκήρυξης» του κομμουνισμού και πήρε «εθνική» ταυτότητα. Η μετάνοια έπρεπε να είναι δημόσια. Να κοινοποιείται μέσω του Τύπου ή κάθε άλλου πρόσφορου μέσου για να γίνεται «παράδειγμα».

Προϋπόθεση η... βάση δεδομένων των φακέλων

«Οι περίφημοι φάκελοι, για τη δημιουργία και την ενημέρωση των οποίων δημιουργείται ένας διογκωμένος μηχανισμός πληροφοριοδοτών της Ασφάλειας, είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα Γενικότερα η ανισότητα στη μεταχείριση των πολιτών με βάση τα - πολλές φορές υποτιθέμενα- φρονήματά τους, η προσπάθεια δημιουργίας μιας “υγειονομικής ζώνης” γύρω από τους αριστερούς, τα “αντεθνικά φρονήματα” ως φραγμός για ένα μεγάλο φάσμα δραστηριοτήτων (από τον διορισμό στο δημόσιο μέχρι την έκδοση διαβατηρίου ή τη λήψη δανείου) θα αποτελέσουν θεμελιακό στοιχείο του μετεμφυλιακού καθεστώτος.

Είναι δύσκολο να συλλάβουμε σήμερα αυτό το ασφυκτικό κλίμα των διακρίσεων. της παρακολούθησης και του φόβου που διαποτίζει την καθημερινότητα. Οι εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού Ενόπλων Δυνάμεων, ο διδακτικός αντικομμουνισμός των σχολικών βιβλίων, η άκαμπτη καθαρεύουσα της εθνικοφροσύνης, ο υποχρεωτικός σημαιοστολισμός κατά τις εθνικές επετείους, τα οκτάστηλα στις πρώτες σελίδες του δεξιού Τύπου με τα πτώματα της “δεκεμβριανής στάσεως” και τα “κονσερβοκούτια”, η παντοδυναμία του χωροφύλακα, του αστυνόμου και του χαφιέ, η βαναυσότητα των TEA και των παρακρατικών, η αγωνία να μην “εκδηλωθεί” και “χρωματιστεί” κάποιος, ο αριστερός που αγοράζει την “Αυγή” τυλιγμένη μέσα σε άλλη εφημερίδα για μην τη διακρίνουν τα αδιάκριτα βλέμματα, οι “δηλώσεις μετάνοιας" που διαβάζονται από άμβωνος μετά την κυριακάτικη λειτουργία και δημοσιεύονται στις εφημερίδες, τα κινηματογραφικά “Επίκαιρα” με τη Φρειδερίκη να προικίζει τις “άπορες κορασίδες”, ο εξοβελισμός ακόμη και της λέξης "Εμφύλιος" από το δημόσιο λεξιλόγιο (ενώ από μόνη της η αναφορά σε Εμφύλιο” παρέπεμπε σε αριστερά φρονήματα), η κλήση στο αστυνομικό τμήμα “δι’ υπόθεσίν σας”, η αναβάπτιση ταγματασφαλιτών και δωσίλογων στην κολυμβήθρα της εθνικοφροσύνης, η εθνικοφροσύνη ως “μέσον" για τον διορισμό - όλα αυτά αποτελούν ψηφίδες μιας καθημερινότητας που διαφέρει ριζικά όχι μόνο από τις προσλαμβάνουσες του σημερινού αναγνώστη, αλλά και από την αντίστοιχη μεσοπολεμική πραγματικότητα· μπορούμε να την προσεγγίσουμε, προς το παρόν, θραυσματικά μόνο, μέσα από μαρτυρίες και τη λογοτεχνία...».  (Στρ. Μπουρνάζος: Το κράτος των εθνικοφρόνων: Αντικομμουνιστικός λόγος και πρακτικές).

Αποπνικτική, έμφοβη κι εκφοβιστική ατμόσφαιρα

Μια απ’ αυτές τις μαρτυρίες, με την οποία τίθεται κι ένα πολύ ευρύτερο ταυτοτικό ζήτημα με ρίζες ακόμη και σήμερα, προβάλλει ο Αγγελος Ελεφάντης: «Είναι παλιά γνώριμη αυτή η ιδεολογία στους ανθρώπους της γενιάς μου. Μεγαλώσαμε μαζί, γνωρίσαμε τον κόσμο μέσα στο κλίμα που αυτή διαμόρφωνε, μέσα στην ψυχρή, αποπνικτική, έμφοβη κι εκφοβιστική ατμόσφαιρά της αποκτήσαμε αίσθηση της ζωής και της πραγματικότητας. Ζήσαμε τόσο στενά μαζί της και τη γνωρίσαμε καλά, καθώς το ύφος της και το ήθος της διαπότιζε ακόμη και τις πιο μικρές, τις απλές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, από τα επίκαιρα στο ΣΙΝΕΑΚ ως τους πανηγυρικούς της 28ης Οκτωβρίου, τη βλοσυρή ματιά του χωροφύλακα το συνεχές μουρμουρητό των εφημερίδων, την αλαζονεία του πολιτικού λόγου, ως τις ρητορικές πομφόλυγες των πνευματικών ταγών. Τη γνωρίσαμε τόσο καλά ώστε στο τέλος την παραγνωρίσαμε, τη σκεπάσαμε με βαριά πέπλα λησμονιάς, την ξεχάσαμε αυτήν τη μόνιμη συντροφιά των εφηβικών μας χρόνων, όπως ξεχνάμε έναν εφιάλτη, μια αμαρτία ή μια ενοχή. Χάσαμε έτσι την επαφή με τις πραγματικές αιτίες και τις πρωτογενείς καταστάσεις που διαμόρφωναν ερήμην των συνειδήσεών μας το μεταπολεμικό ρωμέικο...». 

Προτού προκόψει στην πολιτική ζωή το σχήμα Δεξιά - αντιδεξιά, αντικαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό το εμφυλιοπολεμικό εθνικόφρων - μη εθνικόφρων, οι ηγεσίες των αποκαλούμενων αστικών κομμάτων ήταν δέσμιες και όμηροι του αντικομμουνισμού - εθνικοφροσύνης. Μη εξαιρούμενου και του Γ. Παπανδρέου (διαφοροποιήσεις θα καταγραφούν στο «δημοκρατικό διάλειμμα» 1950-52 των κυβερνήσεων Πλαστήρα, από κεντροαριστερούς και αργότερα από κεντρώους πολιτικούς).

«Και μη δρων κομμουνιστής προβαίνει εις βιαίαν σκέψιν»

Ο διανοούμενος Παν. Κανελλόπουλος ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παπάγου το 1955 στη Βουλή (προτού πάθει και μάθει από τη χούντα του 1967) βάζει φαρδιά πλατιά τη σφραγίδα του για τους φακέλους και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων. Με αδιανόητα αντιδημοκρατικό τρόπο σε σύγκριση με την κατοπινή πρακτική και πολιτική σκέψη του: «Η δημοκρατία δεν μπορεί να παραμένη απαθής έναντι έστω και των τύποις μη δρώντων κομμουνιστών. Διότι και τύποις μη δρων κομμουνιστής, δηλαδή μη δολοφονών, μη προβαίνων εις ενέργειας βιαίας, και αυτός ακόμη προβαίνει εις βιαίαν σκέψιν, διότι η σκέψις του δεν είναι δημοκρατική και ομαλή, αλλ’ είναι βίαια. Και εφόσον είναι βίαια η σκέψις είναι κατ’ ουσίαν πράξις και όχι απλή σκέψις».

Δεν ήταν συγκυριακή προσέγγιση, αλλά η πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών του αντικομμουνισμού Κων. Τσάτσου, Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου, Κων. Γεωργούλη, Γρ. Γραμματικόπουλου κ.ά., των εξεχουσών μορφών που πρωτοστατούν στους «αγώνες των ιδεών» μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950.

Η αντίληψη και η πρακτική είναι διαχρονικές. Για να μην ξεχνιόμαστε, με την ευκαιρία στον πυρήνα της εθνικοφροσύνης βρίσκεται και η βασιλοφροσύνη (επιβίωση της παλιάς διαίρεσης βασιλικοί - φιλελεύθεροι). Τα ίδια περίπου θα επαναλάβει μια δεκαετία αργότερα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος: «Επιθυμώ να γνωρίζετε πάντες ότι βλέπω εις όλους τους Ελληνας, τα εθνικά κόμματα με την αυτήν αγάπην [...] Αλλά ας μην λησμονώμεν ότι ο κίνδυνος εξακολουθεί (…) ο κομμουνισμός αποτελεί μίασμα γεννηθέν έξω της Ελλάδος, εμπνεόμενος και κινούμενος έξωθεν. [...] Μολύνει και καθιστά ανύποπτον εχθρόν της πατρίδος πάντα ερχόμενον εις επαφή με αυτόν, άτομο ή ομάδα πάντα καλόν Ελληνα, μη διαβλέποντας τον κίνδυνον». (Πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του 1966)

Ο βασιλιάς δεν έλεγε κάτι νέο, ότι δηλαδή «λυδία λίθο για τη συμμετοχή των πολιτικών δυνάμεων στον αγώνα για τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα της περιόδου 1946- 67 αποτελούσε η στάση τους απέναντι στον κομμουνισμό. Το ίδιο κριτήριο καθόριζε τη σχέση των πολιτών με τον κρατικό μηχανισμό. Την ενδεδειγμένη ιδεολογική τοποθέτηση απέδιδε ο όρος εθνικοφροσύνη».   (Ι. Στεφανίδης: Η δημοκρατία δυσχερής: Η ανάπτυξη των μηχανισμών του "αντικομμουνιστικού αγώνος» 1958-1961).

Η σκυτάλη στα χέρια αυτών που ετοίμαζαν τη χούντα

Τη σκυτάλη από τους παλιότερους «θεωρητικούς» έχουν πάρει από την προηγούμενη δεκαετία οι Σάβ. Κωνσταντόπουλος, Βύρ. Σταματόπουλος, Γ. Γεωργαλάς, πασίγνωστοι αργότερα για τη συμβολή τους στη χούντα του 1967. Αλλά και άλλοι πολλοί επώνυμοι με σχετικές επιδόσεις, όπως ο Σπ. Μελάς, ο Στρ. Μυριβήλης, ο Α. Καραντώνης, ο Δ. Τσάκωνας (μετά χουντικός υπουργός) κ.λπ., οι οποίοι σε πολλαπλά επίπεδα και από διάφορα παραπολιτικά ή άλλα μετερίζια δίνουν εθνικόφρονες «αγώνες». Διαφωτίζοντας, εκλαϊκεύοντας και τελικά κινητοποιώντας στην καταστολή των «εσωτερικών εχθρών».

Οπως επισημαίνεται από ιστορικούς της περιόδου, η κυριότερη πρωτότυπη συμβολή των Ελλήνων θεωρητικών του αντικομμουνισμού είναι η ανάδειξη της εγγενούς αντίθεσης μεταξύ ελληνισμού και κομμουνισμού. Η «ασυμφιλίωτη αντίθεση ελληνισμού και της ελληνικής φυλής» από τη μια, «κομμουνισμού και σλαβισμού» από την άλλη.

Ο φιλόσοφος και πολιτικός Κων. Τσάτσος (ο κατοπινός πρόεδρος της μεταπολίτευσης) θα δώσει και μια άλλη νότα. Αναπτύσσει ένα είδος πολιτισμικού και όχι βιολογικού ρατσισμού, με βάση τον οποίο αποδεικνύει την ιστορική αποστολή του ελληνισμού και την ανωτερότητά του έναντι των Σλάβων. Χαρακτηρίζει τον κομμουνισμό «ασιατικό πάθος» και μυστικισμό της Ανατολής και ταυτίζει το ελληνικό με το κλασικό, αναδεικνύοντας τη διαχρονική υπεροχή του ελληνικού πνεύματος.

Τα ίδια με άλλα λόγια επαναλαμβάνει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δέκα χρόνια μετά τη νίκη στον «συμμοριτοπόλεμο». Η μάχη κατά του κομμουνισμού είναι «ζήτημα φυλετικής και εθνικής υπάρξεως... Συνέχισις όλων εκείνων των αγώνων τους οποίους διεξήγαγε το έθνος διά να διαφύλαξη ελευθέραν την γην εις την οποίαν ερρίζωσε και την οποίαν ελάμπρυνε διά του πολιτισμού...».

Ενας «ιστός αράχνης» περιβάλλει τη δημόσια σφαίρα. Οχι κομμουνιστικός, όπως είναι ο τίτλος του γνωστού τότε ραδιοφωνικού «σίριαλ» όπου περιγράφεται το «τίμημα της απροσεξίας (σ.σ.: μέχρι θανάτου!) όποιου άμοιρου πιαστεί στους αόρατους (σ. σ.: αριστερούς) ιστούς της αράχνης». Ο ιστός της εθνικοφροσύνης που απλώνεται παντού...

Οι Κέρβεροι και ο... 4ος γύρος

Το τέλος του «πολεμικού αντικομμουνισμού» δεν έρχεται με τη λήξη του Εμφυλίου. «Ο πόλεμος δεν ετελείωσε» διακηρύσσει το ΓΕΣ, «συνεχίζεται υπό νέα μορφή... Είναι ο τέταρτος γύρος!». 

Μια δεκαετία αργότερα (1961) προειδοποιούσε ότι δεν απειλείται μόνο το κοινωνικό καθεστώς, το οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Υπάρχει διαρκής «απειλή, καθαρώς κατά της εθνικής και φυλετικής μας υποστάσεως, αφού σκοπός είναι η παράδοση της Β. Ελλάδας στους Βουλγάρους, η αλλοίωση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων και ο ολοκληρωτικός αφανισμός της φυλής μας».

Ενας από τους πρώτους Κέρβερους της εθνικοφροσύνης ήταν η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών και Ερευνών (πρόδρομος της ΚΥΠ), παράλληλα και σε συνεργασία με αντίστοιχες στρατιωτικές υπηρεσίες. Καθώς προχωρά η δεκαετία του 1950 διαμορφώνεται το τετράπτυχο στρατός - σώματα ασφαλείας - μυστικές υπηρεσίες - υπουργείο Προεδρίας που συντόνιζε τις αντι- κομμουνιστικές - εθνικές δράσεις. Σε συνεργασία κυρίως με τα παρακλάδια της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών (USIS - USIA) στη χώρα μας.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 κυριαρχούν οι χαρακτηρισμοί του «πολεμικού αντικομμουνισμού» (ΕΑΜοβούλγαροι, συμμορίτες κ.λπ.), ενώ αρχίζει και η πολύ διαδεδομένη αργότερα «σοβιετολογία». Η τελευταία με σήμα κατατεθέν το 1952-53 το περιοδικό «Πίσω από το παραπέτασμα» του φιλοχιτλερικού δημοσιογράφου Γρ. Γραμματικόπουλου (διευθυντής από τον Αύγουστο του 1942 μέχρι τον Μάρτιο του 1943 της ναζιστικής εφημερίδας «Νέοι Καιροί» που εξέδιδε ο Πέτρος Ωρολογάς στη Θεσσαλονίκη) θα δημιουργήσει τη ζήτηση για το επάγγελμα του μισθοφόρου αντικομμουνιστή - σοβιετολόγου. Εκεί όπου θα διαπρέψουν και ορισμένοι πρώην κομμουνιστές όπως ο Ελ. Σταυρίδης, συγγραφέας ενός από τα αντικομμουνιστικά «ευαγγέλια» («Τα παρασκήνια του ΚΚΕ»), ο εργατοπατέρας Αρ. Δημητράτος (διορισμένος πρόεδρος της ΓΣΕΕ από τον Μεταξά) κ.ά.

Εκ των υστέρων ο Κων. Καραμανλής υποστηρίζει: «Είχα την πρόθεση να τα άρω (σ.σ.: τα έκτακτα μέτρα) εν καιρώ, εάν το λαϊκόν μέτωπον το 1956 και η επικίνδυνος διόγκωσις των δυνάμεων της ΕΔΑ, κατά το 1958, δεν καθίστων ψυχολογικούς άκαιρον την άσκησαν παρόμοιας πολιτικής» (από το αρχείο Καραμανλή). Ακολούθησε, όμως, τον κατήφορο του αυταρχισμού.

Αντί για «άρση» ο Σάβ. Κωνσταντόπουλος αποκάλυπτε στα χρόνια της χούντας: «Ενθυμούμαι ότι ολίγας ημέρας μετά τις εκλογές του 1958 ο Κων. Καραμανλής μας εκάλεσε μερικούς φίλους εις την Κηφισσιάν, όπου έμενε κατά το θέρος. Είμεθα περίπου δέκα πρόσωπα δημόσιοι λειτουργοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι... Η συζήτησις εκείνη έγινε αφορμή να συγκροτήση αφανή επιτροπή εις την οποίαν συμμετείχαν διακεκριμένοι διανοούμενοι διά την παρακολούθησην, την θεωρητικήν και πολιτικήν του κομμουνιστικού προβλήματος». Σε αυτή συμμετείχε και Γ. Παπαδόπουλος - εκεί, υποτίθεται, τον γνώρισε ο Κωνσταντόπουλος.

Τρεις επιτροπές υπουργών, δημοσιογράφων, στρατηγών

Από τις μελέτες των λιγοστών σχετικών αρχειακών πηγών της καραμανλικής περιόδου (1955-63) προκύπτει ότι την όλη «εθνική» επιχείρηση συντόνιζε μια τριάδα αφανών επιτροπών:

• Ειδική Επιτροπή Υπουργών για «την μελέτην των μεθόδων και των πάσης φύσεως μέτρων διά την αποτελεσματικήν αντιμετώπισιν της κομμουνιστικής δραστηριότητος, της κομμουνιστικής προπαγάνδας και των εκ τούτων προκαλουμένων κινδύνων». Αρχικά μέλη της ήταν οι υπουργοί Εξωτερικών Ευάγγ. Αβέρωφ, Προεδρίας Κων. Τσάτσος και Εργασίας Αρ. Δημητράτος, ο υφυπουργός Εσωτερικών και Δημ. Τάξης Ευάγγ. Καλαντζής ο οποίος είχε επίσης διατελέσει υπουργός του δικτάτορα Μεταξά, ο διευθυντής της ΚΥΠ Αλ. Νάτσινας και ο δημοσιογράφος Σάββας Κωνσταντόπουλος.

Οκταμελής Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή για να υποστηρίζει την προηγούμενη «εις τον σχεδιασμόν, την κατεύθυνσιν, τον συντονισμόν και τον έλεγχον απασών των ενεργειών εθνικής προπαγάνδας». Συνεδρίαζε καθημερινά και την αποτελούσαν ο διευθυντής της ΚΥΠ, οι δημοσιογράφοι Σ. Κωνσταντόπουλος, Νικ. Βέρρος και Δημ. Πουλάκος, ο διευθυντής προγράμματος του ΕΙΡ καθηγητής Αγγελος Προκοπίου, ο πρόεδρος της Ενώσεως Θεατρικών Συγγραφέων Γ. Ασημακόπουλος, ένας δικηγόρος (Αρης Σεραφετινίδης) και ένας στρατιωτικός (Κων. Μητρέλης).

Δευτεροβάθμια Συντονιστική Επιτροπή με πρόεδρο τον Α/ΓΈΕΘΑ Αθανάσιο Φροντιστή και μέλη τους αρχηγούς ΓΈΣ, αστυνομίας και χωροφυλακής, τον διευθυντή της ΚΥΠ και τον επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών του υπ. Προεδρίας. Αρμοδιότητά της «να θέτη τας γενικάς γραμμάς συντονισμού των υπηρεσιών εις τον τομέα των Πληροφοριών και της Διαφωτίσεως», να εποπτεύει τη δράση τους και να εισηγείται σχετικά στην Επιτροπή Υπουργών.

«Στο τεχνικό πεδίο, η διεξαγωγή του έργου ανατέθηκε σε τρία όργανα. Δύο απ’ αυτά, η Υπηρεσία Ειδικών Μελετών της ΚΥΠ (ΥΕΜ) και η Ελληνική Επιμορφωτική Εταιρεία, υπήρχαν από το 1957. Το τρίτο, η Διεύθυνσις Πληροφοριών του Υπουργείου Προεδρίας, ανέλαβε στις αρχές του 1959 τον συντονισμό της “διαφωτίσεως" με πολιτικό προϊστάμενο τον υφυπουργό Τρύφωνα Τριανταφυλλάκο (υπουργό Δημοσίων Εργων της χούντας αργότερα) και το 1960 αναβαθμίστηκε σε αυτοτελή Υπηρεσία Πληροφοριών (ΥΠ) με επικεφαλής τον απόστρατο στρατηγό Νικόλαο Γωγούση.

Κομβικό ρόλο στα παραπάνω διαδραμάτισε ένας αξιωματικός με σκοτεινό ακροδεξιό παρελθόν και “λαμπρό” νεοφασιστικό μέλλον: ο αντισυνταγματάρχης Γ. Παπαδόπουλος, στέλεχος της ΥΕΜ και το 1961 γραμματέας της Δευτεροβαθμίου».

Εδώ μια παρένθεση για την ποιότητα των... εθνικοφυλάκων. Ο Τριανταφυλλάκος, σύμφωνα με τον ομόφρονά του τότε Κων. Τσάτσο, «έκανε τον Καραμανλή να ελπίζει ότι θα μπορούσε να ελέγχει τις εφημερίδες καλύτερα από μένα. Υποστήριζε άλλωστε την υπουργοποίησή του και η πρώτη εξαδέλφη του Ελένη Βλάχου (συν η Αμαλία, γυναίκα του Καραμανλή). Χωρίς να είναι κουτός, ήταν ανισόρροπος και έξαλλος και φυσικά ανίκανος να συντάξει ένα κείμενο...». (Τα στοιχεία αντλούνται από την μελέτη του καθηγητή Γ. Στεφανίδη)

Ελεγχόμενη ενημέρωση, προπαγάνδα, χρηματισμός

Την ευρύτερη περίοδο αναδιοργανώνονται οι σχετικές «υπηρεσίες», οι θεωρητικοί του αντικομμουνισμού και της εθνικοφροσύνης δείχνουν τα δόντια τους, οι συνωμότες στον στρατό σχεδιάζουν για πραξικόπημα, φουντώνουν οι παρακρατικές οργανώσεις, ενώ πρόθυμοι «πατριώτες» συγκέντρωναν «πληροφορίες» για μη εθνικόφρονες με... αντισταθμιστικά οφέλη. 

Εντάθηκαν η βίαιη καταστολή, οι παρακολουθήσεις, η συλλογή πληροφοριών, οι ψυχολογικές πιέσεις σε συνδυασμό με την ελεγχόμενη ενημέρωση και την προπαγάνδα. Κάθε είδους έντυπο (εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία), κρατική ραδιοφωνική εκπομπή, κινηματογραφική και θεατρική παραγωγή επιχειρήθηκε να πιαστούν στον «εθνικό ιστό της αράχνης». Εθελοντικά ή με ανταλλάγματα. Ακόμη και ο φιλοκυβερνητικός Τύπος «συνδύαζε πάσαν προσφοράν του με υπερβολικός αξιώσεις ανταλλαγμάτων ως δάνεια, οικονομικοί παροχαί κ.λπ.».

Ενα από τα πιο σημαντικά μέτρα ήταν, βεβαίως, και ο απευθείας χρηματισμός Μέσων και δημοσιογράφων. Για το 1959 π.χ. προβλεπόταν μηνιαία καταβολή από 80.000 ή 15.000 ή 5.000 δραχμές σε δημοσιογράφους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα «μυστικά κονδύλια» για τα Μέσα το 1957 ήταν 27 εκατ. ενώ το 1958 εκτοξεύτηκαν στα 77 εκατ. (για σύγκριση, τα κονδύλια για την παιδεία μειώθηκαν την ευρύτερη περίοδο από 88 σε 68 εκατ.).

Δεκάδες δημοσιογράφοι επιδοτούνταν με μηνιαίο μισθό (1200δρχ), Ελληνες και ξένοι, μεταξύ των οποίων και ο ανταποκριτής του BBC, με 23.000 δρχ.! Οπως καταγράφεται σε απόρρητο σημείωμα του υπουργείου Προεδρίας, «απαιτείται παρέκκλισις από τας κειμένας Συνταγματικάς διατάξεις με αιτιολογικόν το εθνικόν θέμα... Τι το λογικώτερον, λοιπόν, από την κατεύθυνσιν του Τύπου;». 

Η «εθνική διαφώτισις» οργιάζει στο απολύτως χειραγωγούμενο κρατικό ραδιόφωνο, καθοδηγούμενη από την τριάδα Αγγ. Προκοπίου, Ν. Βέρρου, Γ. Ασημακόπουλου. Παρά το χρήμα που ρέει και τις νυχθημερόν προπαγανδιστικές εκπομπές «διά τους εργάτας, αγρότας, ναυτιλλομένους και την νεολαίαν» και τις εθνικοθρησκευτικές εκπομπές, το «λαϊκό» μέσο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του αυταρχικού συστήματος.

Παραλλήλως υπάρχει και πλημμυρίδα κάθε είδους εκδόσεων, βιβλίων, φυλλαδίων με τιράζ που έφτανε τις 10.000. Παρ’ όλα αυτά, «εις τον αγώνα κατά του κομμουνισμού εχάσαμεν την μάχην του βιβλίου» διαπιστώνουν οι υπηρεσίες πληροφοριών. Γενικότερα στις παρόμοιες μάχες οι ακροδεξιές ήττες ήταν καταφανείς στο μεγαλύτερο μέρος των γραμμάτων και τεχνών. Η υπεροχή των «μη εθνικόφρονων» εκδόσεων προκύπτει και αριθμητικά. Το1960 οι υπηρεσίες καταρτίζουν κατάλογο 80 «εκδοτικών οίκων ασχολουμένων με την έκδοσιν βιβλίων κομμουνιστικού ή φιλοκομμουνιστικού περιεχομένου» και 177 «κομμουνιστικών ή φιλοκομμουνιστικών» τίτλων.

«Υπηρεσία παρακολουθήσεως διά το ποιόν των εκδόσεων»

Από το1959 προβλέπεται να «συσταθή ειδική υπηρεσία παρακολουθήσεως και μελέτης των εις την κατανάλωσιν διατιθέμενων εκδόσεων, ήτις διά περιοδικών ανακοινώσεων διά του Τύπου να ενημερώνη υπευθύνως το κοινόν όσον αφορά το ποιόν εκάστης εκδόσεως (τι είναι κομμουνιστικόν, τι είναι ύποπτον, τι ακίνδυνον, τι χρήσιμον, τι επιβλαβές)». Την παρακολούθηση πρέπει να συμπληρώνει η «αυστηρά κριτική των εκδόσεων και των συγγραφέων εκείνων, οίτινες αναπτύσσουν άμεσα ή έμμεσα υπονομευτικήν δράσιν», με «εκδηλώσεις αποδοκιμασίας κ.λ.π.» από «τους ηγουμένους των πνευματικών ιδρυμάτων της χώρας, άλλως, να λαμβάνωνται μέτρα εναντίον των». 

Ταυτόχρονα «επιβάλλεται η ενθάρρυνσις, ηθική και υλική, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας» που κινείται στη σωστή κατεύθυνση και η διαφήμιση «εκάστης εκδόσεως εθνικού περιεχομένου δι’ όλων των μέσων».

Ιδού μερικοί ενδεικτικοί τίτλοι: «Η μάχη της ευημερίας», «Ο 4ος γύρος», «Οι δουλάνθρωποι Αυτοί που πληρώνονται για να προδίδουν την Ελλάδα», «Εθνική ασφάλεια και οικονομική ανάπτυξις». Το κάδρο συμπληρώνουν διάφορα περιοδικά, ενώ δεσπόζουσα θέση κατέχει η «Σοβιετολογία» του Γεωργαλά, που κυκλοφορούσε σε 5.000 αντίτυπα για «να ενημερώνη κρατικά στελέχη, πρόσωπα κατέχοντα επικαίρους θέσεις, αλλά και την σπουδάζουσαν εις τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα νεολαίαν επί των πραγματικών επιδιώξεων του κομμουνισμού, ώστε τα εν λόγω πρόσωπα να αποκτήσουν γνώσεις διευκολυνούσας την κατά το δυνατόν αποτελεσματικωτέραν συμβολήν των εις τον κατά του ερυθρού ολοκληρωτισμού αγώνα».

Εκτός από τα ΜΜΕ και τις εκδόσεις, στο στόχαστρο βρέθηκαν και τα δημόσια θεάματα Για το θέατρο προβλέπεται προληπτικός έλεγχος των έργων «παρά της διοικήσεως της Εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων». Ετσι, γενικώς, «πλην ελάχιστων εξαιρέσεων είναι εθνικόφρονες».

Συνοικία το λογοκριμένο όνειρο

Οι λογοκριτικές επιδόσεις ήταν πιο έντονες στον κινηματογράφο. Θεωρούνταν «άκρως επιζήμιον, εάν οι κομμουνισταί κατώρθωναν να επηρεάζουν την ελληνικήν κοινωνίαν και διά κινηματογραφικών ταινιών εγχωρίου παραγωγής, δοθέντος ότι ο κινηματογράφος ασκεί μεγίστην ψυχολογικήν επίδρασιν επί του λαού».

Κλασικό δείγμα ακρωτηριασμού ταινίας αποτελεί η «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη, με αριστερούς συντελεστές τους Θεοδωράκη. Λειβαδίτη, Κατράκη κ.ά. Οσο για τις ξένες εισαγόμενες ταινίες, υπήρχαν έλεγχος και αριθμητικός περιορισμός για την αντιμετώπιση τυχόν «αντεθνικής» προβολής τους.

Η απόπειρα για προπαγανδιστική παραγωγή με θέματα από τη νεότερη ιστορία (συμμοριτοπόλεμος, παιδομάζωμα κ.ά) απέδωσε πάμφτωχα αποτελέσματα. Δεν βρέθηκαν πρόθυμοι παραγωγοί για να μετράνε τη χασούρα από τις σχετικές ταινίες. Η αρνητική πείρα θα αξιοποιηθεί αργότερα επί χούντας, πάλι με πενιχρά αποτελέσματα.

Η εθνικοφροσύνη ως ιδεολογία και πρακτική εδραίωσε την εξουσία της Δεξιάς τα μετεμφυλιακά χρόνια. Δεν είχε, όμως, τα αναμενόμενα αποτελέσματα στις κάλπες. Η κοινωνική αντίσταση εκφράστηκε στις εκλογές του 1956, όταν συνεργάστηκαν τα περισσότερα κόμματα εκτός ΕΡΕ και ο Καραμανλής μιλούσε για την «υποταγή μιας εθνικόφρονος αντιπολιτεύσεως εις τα κελεύσματα του κομμουνισμού!». Τότε που συνολικά η αντιπολίτευση πλειοψήφησε.

Δυο χρόνια αργότερα και μόλις μία δεκαετία μετά τον Εμφύλιο η εκλογική απήχηση της Αριστερός θύμιζε... λίγο ΕΑΜ. Παίρνοντας μεν συνολικά περίπου 25% των ψήφων, αν δε εξαιρεθούν οι στρατιωτικά επιτηρούμενες περιοχές (3-5%), πολύ μεγαλύτερο ποσοστό στα αστικά κέντρα.

Καραμανλής σε πανικό, υποχείριο σκοτεινών κύκλων

Το 1961 χρειάστηκαν «η βία και η νοθεία» για να διατηρηθεί στην κυβέρνηση η ΕΡΕ, ενώ δύο χρόνια αργότερα ο Καραμανλής αυτοεξορίστηκε. Οσο για το 1967, είναι γνωστά τα γεγονότα με την προετοιμασία και επιβολή της δικτατορίας.

«Ο αρχηγός της ΕΡΕ, έχοντας πανικοβληθεί από τα αποτελέσματα των εκλογών, γινόταν ως ένα βαθμό υποχείριο των μυστικών υπηρεσιών, ελληνικών και ξένων... Ο Καραμανλής δεν ήθελε ασφαλώς να καταλυθεί το κοινοβουλευτικό πολίτευμα Αναλάμβανε όμως την ευθύνη για την παραπέρα φαλκίδευσή του... Οι μέθοδοι αυτές -παρακρατικές οργανώσεις, αόρατες επιτροπές, τρομοκρατία υπεύθυνων και ανεύθυνων οργάνων- βραχυπρόθεσμα θα ωφελήσουν. Μακροπρόθεσμα, όμως, θα πλήξουν και τον ίδιο και θα οδηγήσουν στην κατάλυση της δημοκρατίας». (Σπ. Λιναρδάτος: Από τον εμφύλιο στη χούντα).

Με πολιτικούς όρους, ο συντηρητισμός ήταν κεντρική έννοια της εθνικοφροσύνης, ασύμβατη με την κοινοβουλευτική δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Σε τελευταία ανάλυση η πρακτική του ήταν και αντεθνική με τον διχασμό σε «εθνικόφρονες» και «μιάσματα».

Πηγή: Του Τάκη Κατσιμάρδου, δημοσιογράφου -History

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου