Το πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα του 1966 τού τότε βασιλιά Κωνσταντίνου έβαλε «φωτιά» στο ήδη ταραγμένο πολιτικό σκηνικό. Το Παλάτι με «εμφυλιοπολεμική γλώσσα» χαρακτήρισε τον κομμουνισμό ως «μίασμα» και διαχώρισε τους Ελληνες «σε εθνικά κόμματα» και «οργανωμένους εσωτερικούς εχθρούς».
Ενα πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου έβαλε, τις πρώτες μέρες του 1966, «φωτιά» στο ήδη ταραγμένο πολιτικό σκηνικό.
Το διάγγελμα του νεαρού βασιλιά «με γλώσσα αστυνομική και επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούνταν στις χειρότερες στιγμής του εμφυλίου πολέμου», όπως σημείωνε, σε ανακοίνωσή της, η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις.
Ο κόσμος όχι μόνο απείχε, αντίθετα με τις συνήθειες της εποχής και τις βασιλικές προσδοκίες, από την καθιερωμένη δοξολογία στη Μητρόπολη, αλλά μετέτρεψε σε δημοκρατική διαδήλωση τον εορτασμό των Θεοφανίων στον Πειραιά.
Επίσης την αντίθεσή τους εξέφρασαν, άλλα ηπιότερα και άλλα εντονότερα, τα κόμματα ολόκληρου του πολιτικού φάσματος, όπως αποτυπώθηκε στο Τύπο.
Κάπως έτσι, το Παλάτι βρέθηκε απομονωμένο στον ολισθηρό δρόμο της πολιτικής ανωμαλίας, που είχε επιλέξει να ακολουθήσει ξεκινώντας με την ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης του Γεώργιου Παπανδρέου και κατάληξη τη στρατιωτική δικτατορία του 1967.
Η «πραξικοπηματική» ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου έγινε τον Ιούλιο του 1965, όταν άρχισαν βουλευτές να αποχωρούν (αποστατούν) από την Ενωση Κέντρου και να επιχειρούν να σχηματίσουν κυβέρνηση με τη στήριξη των βουλευτών της «προγόνου» της Ν.Δ., της ΕΡΕ, και του Κόμματος των Προοδευτικών, του μετέπειτα «πρωθυπουργού» της δικτατορίας, Σπ. Μαρκεζίνη.
Επειτα από δύο αποτυχημένες προσπάθειες σχηματίστηκε κυβέρνηση των αποστατών υπό τον Στεφ. Στεφανόπουλο, η οποία βρέθηκε, την Πρωτοχρονιά του 1966, να πρέπει να «απολογηθεί» για το «εμπρηστικό» βασιλικό διάγγελμα.
Σε αυτό, ο Κωνσταντίνος αντί για ευχές και ενωτικό λόγο επέλεξε, με διχαστικό λόγο, όπως είχαν επισημάνει εφημερίδες της εποχής:
1. Να αναλάβει, ουσιαστικά, την ευθύνη της αποστασίας, δηλαδή την ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης και την πολιτική ανωμαλία, αποδίδοντάς την στην εξασφάλιση της γαλήνης και της προόδου του ελληνικού λαού.«Εις δύσκολους στιγμάς εχρειάσθη να λάβω σοβαράς αποφάσεις», είπε, χαρακτηριστικά, ευχαριστώντας «όλους όσους με εβοήθησαν διά να ευρεθή η καλυτέρα διά το έθνος λύσις».
2. Να χωρίσει τους Ελληνες σε «εθνικά κόμματα» και σε «οργανωμένους εσωτερικούς εχθρούς του Εθνους».
3. Να επιχειρήσει να δώσει ιδεολογική υπόσταση στις ενέργειές του αναφέροντας ότι «ο κομμουνισμός αποτελεί μίασμα», το οποίο μπορεί να μολύνει «πάντα ερχόμενον εις επαφήν με αυτόν, άτομον ή ομάδα, πάντα καλόν Ελληνα, μη διαβλέποντα τον κίνδυνον».
Οπως προκύπτει από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής η εντονότερη αντίδραση προήλθε από την ΕΔΑ.
Η Ενωση Κέντρου, αν και αρχικά άφησε να διαρρεύσει ένα οξύ σχόλιο σε βάρος του βασιλιά, ότι με το διάγγελμα «ανανεώνει την συνταγματικήν εκτροπήν και την πολιτικήν οξύτηταν», στη συνέχεια θέλοντας να αποφύγει την ταύτιση με την ΕΔΑ το χαρακτήρισε απλά ως «βαρύ λάθος».
Ομως, διακριτές αποστάσεις από το βασιλικό διάγγελμα πήραν και οι ηγέτες των δύο κομμάτων (Π. Κανελλόπουλος της ΕΡΕ και Σπ. Μαρκεζίνης), που στήριζαν την κυβέρνηση των αποστατών.
«Το διάγγελμα του βασιλέως είχε δυσμενή απήχηση [...] και εις τους κύκλους των κομμάτων της συμπολιτεύσεως και συγκεκριμένως εις την ΕΡΕ και τους Προοδευτικούς, διότι και ούτοι εκ των βασιλικών λόγων διαβλέπουν ότι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος θέλει [...] να έχη ενεργόν ανάμειξιν εις την πολιτικήν την οποίαν και να κατευθύνη, πράγμα το οποίον ημπορεί μεν σήμερον να ευνοή τας επιδιώξεις των κομμάτων της δεξιάς αλλά αύριον μπορεί να αποβή και εις βάρος των [...]», εξηγούσε η «κεντρώα» εφημερίδα «Μακεδονία».
Μάλιστα, παρά τις κυβερνητικές διαψεύσεις φαίνεται ότι Κανελλόπουλος και Μαρκεζίνης ζήτησαν εξηγήσεις από τον πρωθυπουργό, ο οποίος σύμφωνα με το πρωτόκολλο έπρεπε να γνωρίζει και να έχει εγκρίνει το διάγγελμα.
Ομως, όπως φάνηκε και παρά τις διαβεβαιώσεις του -εκλεκτού των Ανακτόρων- πρωθυπουργού ότι είχε γνώση του κειμένου, ο νεαρός βασιλιάς είχε κινηθεί αυτοβούλως αγνοώντας ακόμα και την κυβέρνησή «του».
Γι’ αυτό, η εφημερίδα που στήριζε τους αποστάτες, («Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα), σε πρωτοσέλιδο άρθρο έκανε κριτική στο διάγγελμα αναφέροντας ότι δεν ήταν «εις τον πρέποντα τόνο» και ότι «το κύριον βάρος εδόθη εις τα αρνητικά στοιχεία, που χωρίζουν το έθνος». Για προφανείς επικοινωνιακούς λόγους έκανε συμψηφισμό, απευθύνοντας τις ίδιες κατηγορίες και στο διάγγελμα του Γ. Παπανδρέου.
Η ΕΔΑ κλιμακώνοντας την αντίδρασή της προχώρησε στην κατάθεση επερώτησης στη Βουλή.
Σε σύντομη συζήτηση, που έγινε στις 18 Ιανουαρίου 1966, για το εάν πρέπει ή όχι να προταχθεί η επερώτηση, ο Ηλίας Ηλιού, ηγετική και ιστορική μορφή της Αριστεράς, ήταν καταπέλτης. Κατηγόρησε τον βασιλιά ότι με το διάγγελμα επιχείρησε «παραβίαση του πολιτεύματος» και απαντώντας σε φωνασκούντες βουλευτές της Δεξιάς για την επίθεση κατά της Αριστεράς είπε μια ιστορική αλήθεια:
«Δυστυχώς παντού και πάντοτε ο φασισμός ήρχισεν με επίθεσιν εις πρώτον μεν στάδιον εναντίον του κομμουνισμού και τελικώς εστράφη εναντίον πάσης ελευθερίας και πάσης πολιτικής δυνάμεως ελκούσης εκ του λαού την εξουσίαν και την εντολήν»
«Αλλωστε αμέσως εν συνεχεία αναγορεύεται από τον ίδιον κείμενον ως “μολυνόμενοι και καθιστάμενοι εξ αντικειμένου εχθροί του Εθνους: Πρώτον, πας ερχόμενος εις επαφήν, άτομον ή όμας. Δεύτερον, πας καλός Ελλην μη διαβλέπων τον κίνδυνον”. Και ποίος μένει τότε έξω από τους εχθρούς του Εθνους;», διερωτήθηκε ο Ηλιού.
Τελικά, παρότι με μεγάλη πλειοψηφία εγκρίθηκε να προηγηθεί η επερώτηση η κυβερνητική πλειοψηφία, με διάφορα τεχνάσματα, όπως διαπίστωνε η εφημερίδα «Αυγή», φαίνεται ότι δεν την έθεσε ποτέ προς συζήτηση, προφανώς για να αποφευχθεί μια συζήτηση επί της ουσίας του διαγγέλματος, που θα εξέθετε περισσότερο το Παλάτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου