12.2.22

Τζαβέλας: Το πιστό πρωτοπαλίκαρο του Αρη


..  Στο βουνό εμφανίστηκε ξαφνικά ένα αλλόκοτο πρόσωπο. Σαν τελώνιο που δραπέτευσε από κάποιο αρχαϊκό σεντούκι και πήρε δίπλα τα βουνά ψάχνοντας για τον Αρη.

Οι αντάρτες τον χαζεύουν αποσβολωµένοι. Με όψη δαιµονική, ασύχαστο µάτι, µακριά µαλλιά, αριά γένια, σκουρόχρωµο ντουλαµά, χοντρή σκούρα κάλτσα, µαύρα τσαρούχια µε φούντες κι έναν µαύρο καλογερίστικο σκούφο στο κεφάλι. Στο στήθος σταυρωτά φισεκλίκια και σειρές τα ασημικά, καδένες, συντζίρια και φυλαχτά για κάθε περίπτωση: από το κακό το µάτι έως το κακό το βόλι. 

Οταν επιτέλους συναντάει το είδωλό του, κάνει το  απρόσµενο: πέφτει γονατιστός στα πόδια του Αρη και τον προσκυνάει, όπως στην Τουρκοκρατία, µε το κεφάλι του να ακουμπάει στο χώµα: «Κράτα µε κοντά σου, αρχηγέ, και θα γίνω καλύτερος από σένα», του υπόσχεται. «Κι άµα µε πιάσεις σκάρτο, δε θα χαλάσεις σφαίρα, µε το µμαχαίρι σου να µε σφάξεις».

Είναι ο Φώτης Τζαβέλας (Γιάννης Αγγελέτος) από τα Τοπόλια (Ελαιώνα) της Αµφισσας που ανέβηκε στο Βουνό για αντάρτης. Οι πρώτοι ένοπλοι που συνάντησε ήσαν οι λήσταρχοι Αγοριδαίοι. Εµεινε για λίγο μαζί τους και τους εγκατέλειψε, ευτυχώς γι’ αυτόν έγκαιρα, προκειμένου να ανακαλύψει τον αρχηγό. Ο Τζαβέλας δεν θέλει να πάει πουθενά αλλού, σε κανέναν άλλον. Μόνο στον Αρη, και αυτόν ψάχνει τόσο καιρό. Οι πληροφορίες για το παρελθόν του δεν είναι οι καλύτερες. Μπορεί να επιτηδεύεται τον καλαθοπλέκτη, αλλά τις κουτσουκέλες του τις έχει κάνει: όχι καμία βαριά παρανομία, αλλά παπαδοπαίδι δεν είναι.

Ο αρχηγός κάτι διέκρινε πάνω του και τον κράτησε. Από εκείνη τη µέρα απόκτησε φύλακα άγγελο και δαίμονα µαζί. Πανέξυπνος, παµπόνηρος και εντελώς αδίστακτος. ∆εν σέβεται και δεν υπολογίζει κανέναν. Μόνο στον Αρη είναι ταγµένος, µε έναν πρωτόγονο λατρευτικό τρόπο, και δεν θα αργήσει για χάρη του να κάνει µια ολοκληρωτική μετάλλαξη: θα κόψει τα µαλλιά, θα συµµαζέψει τα γένια και θα τον µιµηθεί στο στρατιωτικό ντύσιμο. 

Πολύ σύντομα, θα έχει επιστασία των πάντων. Τίποτα δεν του ξεφεύγει. Τα βλέπει και τα ακούει όλα.

Για τον Τζαβέλα δεν υπάρχουν εμπόδια. Η διαταγή του αρχηγού εκτελείται πάντα, ό,τι και αν γίνει, όποια μέσα και αν χρειαστεί να µετέλθει. ∆ιαβολικός, ακούραστος, αποφασιστικός, αδίστακτος και απάνθρωπα σκληρός.

Το όνοµά του θα γίνει συνώνυμο της κόλασης για όσους έχουν κάτι να κρύψουν.

Ο Αρης του έχει κοντό λουρί. Και αν κάποτε το παρακάνει, αρκεί να ακούσει το θυμωμένο του αρχηγού «δεν θα γίνεις άνθρωπος ποτέ;» για να μαζευτεί αµέσως. Τους άλλους δεν τους υπολογίζει και θα συγκρουστεί µε αρκετούς.

Οσο ο Αρης ήταν μέσα στην Αθήνα, κι αυτός απέξω περίμενε την επιστροφή του, έκανε το θαύμα του. Στο χωριό Σπαΐδες της Βοιωτίας, κρέμασε τρεις κοπέλες που είχαν εκπέσει σε πόρνες των Ιταλών. 

Οταν ο Αρης επέστρεψε µε τον Τζήµα, ο ευπατρίδης πολιτικός το έμαθε κι εξοργίστηκε: τον κατσάδιασε άγρια. Μα ο αρχηγός τον υπερασπίστηκε: «Τι θέλατε να τις κάνει...Να τις προικίσει;».

Ο Τζαβέλας δεν είναι από τα παιδιά που δέχονται σιωπηλά τις επιπλήξεις. Ενθαρρυµένος και από τον αρχηγό, δεν εννοούσε να παραδεχτεί σαν λανθασµένη την ενέργειά του. Αντέταξε μάλιστα στις επικρίσεις του Τζήµα τη στάση του αδελφού της µιας κοπελιάς: έμεινε τόσο ικανοποιημένος για τη λύση που δόθηκε στο θέμα τιμής που τον τυραννούσε, ώστε κατετάγη αντάρτης. 

Ο Τζήµας αδύνατον να το χωνέψει: είναι πολύ νωρίς ακόμη γι’ αυτόν να κατανοήσει τους νόμους του Βουνού.

Ο Τζαβέλας

Τον Απρίλιο του 1943 στην Κολοκυθιά, ο Αρης συγκροτεί από δοκιµασµένους αντάρτες, που επέλεξε ο ίδιος, τον έφιππο ουλαµό των µαυροσκούφηδων. Ο Τζαβέλας αναλαμβάνει καπετάνιος και θα αποδειχθεί πολεµιστής απαράμιλλος. Θαρραλέος, πανούργος, πολυµήχανος, πολέμησε παντού και αξιοποίησε επιχειρησιακά στο έπακρο τους άντρες του ουλαµού. Ηταν ο καπετάνιος που χρειάζονταν.

Παρέµενε όµως πάντα η νέµεση του αρχηγού σε κάθε παρεκτροπή από τους σκοπούς και το ήθος του αγώνα. 

Οταν ο αρχηγός σήκωσε το δικό του µπαϊράκι για τη Συµφωνία της Βάρκιζας, ο Τζαβέλας δεν ξεκόλλησε από πλάι του. Και στα Πιτσιωτά παρέμεινε ο ίδιος φρουρός, έξω από το σπίτι όπου ο Αρης συνομιλούσε µε τον απεσταλμένο του Κόµµατος.

Μόνο διαφώνησε έντονα µαζί του όταν άκουσε πως θα φύγουν για τα σύνορα και θα τους δοθεί στο δρόµο ένα χαρτί σύνδεσης µε κόµµατα του εξωτερικού. Ο Τζαβέλας δεν έχει σαν τον Αρη ιδεολογικές και κοµµατικές δουλείες: η κρίση του δεν θολώνει, βλέπει πιο καθαρά και διακρίνει αμέσως την εξαπάτηση.

Ο λόγος για τον οποίο ο Αρης ζητάει κοµµατικό χαρτί σύνδεσης είναι για να περάσει µέσω Αλβανίας στη Γιουγκοσλαβία ή στη Σοβιετική Ενωση, όχι για να σώσει τη ζωή του, αυτό μπορούσε να το κάνει και χωρίς τα κοµµατικά διαπιστευτήρια. Θέλει να έχει την απαραίτητη κοµµατική εξουσιοδότηση για να απευθυνθεί στις πηγές επηρεασµού, μήπως µέσω αυτών κατορθώσει να µμεταστρέψει τη γραµµή της ελληνικής ηγεσίας.

Αυτά δεν γίνονται. Οι Σιάντος - Ιωαννίδης δεν έχουν σκοπό να συµβιβαστούν µε τον αντιρρησία, θα ήταν σαν να σκάβουν τον τάφο τους. Και, αφού δεν τολµούν να αντιπαρατεθούν ανοιχτά µαζί του, από τον φόβο των αντιδράσεων του κόσµου, αποφασίζουν να τον εξουδετερώσουν αλλιώς. Με δόλο και απάτη. Μετά από µέρες πορείας, θα συναντήσουν στη Θεσσαλία τον καπετάνιο Νικηταρά (τον δικηγόρο Κώστα Καφαντάρη, µέλος του ΚΚΕ), παλιό φίλο του αρχηγού, που επίσης χλευάζει τις κοµµατικές υποσχέσεις.

«∆εν το περίμενα να σε κοροϊδέψει ο Σιάντος», του λέει. «Εκεί που θα πας δεν θα σε περιμένει τίποτα. Σ’ έβγαλε από τη Ρούµελη, σε ξερίζωσε από τη δύναµή σου και θα σ’ αφήσει να περιμένεις. Θα µείνεις µόνος σου». Σαν κάτι να αγκύλωσε τον Αρη. Η πρόβλεψη του Νικηταρά τού ξανάφερε στον νου τις αντιρρήσεις του Τζαβέλα.

Στο χωριό Μηλιά έξω από τα Γιάννενα, ο Τζαβέλας µε τη στολή του Αρη µεταµφιέζεται: φοράει τα ρούχα ενός ντόπιου χωρικού και πάει να ζητήσει το διαβόητο χαρτί σύνδεσης από την κοµµατική οργάνωση της πόλης.

«Θα πας και θα ’ρθεις δίχως ανάσα», του λέει επιτακτικά ο Αρης που είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά πλέον για την αξιοπιστία της κοµµατικής ηγεσίας. «Αύριο θέλω να ’σαι πίσω µε το χαρτί στο χέρι». 

Ο Τζαβέλας θα επιστρέψει µε οχτώ ενόπλους που έρχονται να καταταγούν, αλλά όχι µε το χαρτί. «∆εν το έχουν», είπε του αρχηγού. Ο Αρης άρχισε να να κατεβάσει θεούς και δαίµονες. «Το χαρτί έπρεπε να το πάρεις όταν ήσουν ακόµα στη Ρούµελη», του µπήκε ο Τζαβέλας. Αφού ξεκίνησες να φύγεις µε άδεια χέρια, τώρα, θέλοντας και µη, όπως σου βαράνε, θα χορεύεις. 

Το ηλιοβασίλεµα της 15ης Ιουνίου 1945, έξω από τη Μεσούντα, στο φαράγγι του Φάγκου, το άστρο του Αρη εκρήγνυται µόνο του. Ο άνθρωπος που ξανάδωσε την περηφάνια σε έναν ολόκληρο λαό έκανε αυτό που ήξερε από την πρώτη µέρα που βγήκε στο βουνό ότι θα κάνει: Πυροβόλησε τον εαυτό του.

Ο Τζαβέλας πιστεύει σε έναν Θεό κι αυτός είναι νεκρός. Μα ούτε στον θάνατο θα τον εγκαταλείψει. Εσπασε το πιστόλι του, τον αγαπηµένο του «Ελβετό», όπως το έλεγε, έσκισε όσες φωτογραφίες και χαρτιά είχε πάνω του, τράβηξε την περόνη µιας χειροβοµβίδας και αγκάλιασε τον Αρη βάζοντάς την ανάµεσά τους. Η τελευταία τιµή που του έγινε, στον φανοστάτη της Πλατείας Τρικάλων, κρέµασαν το κεφάλι του πλάι στο κεφάλι του αρχηγού.

Πηγή: Το βιβλίο του Δ. Χαρτιτόπουλο "Ατακτοι"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου