«Λοιπόν Θανάση γράφε σε παρακαλώ», είπε με τρεμάμενη όλο συγκίνηση φωνή, αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το δεξί του χέρι το οποίο ήταν ανάπηρο. Μια σφαίρα πριν μερικούς μήνες είχε κάνει θρύψαλα κόκκαλα και μύες.
«Είναι το στερνό μου γράμμα που στέλνω στο κοριτσάκι μου την Τασούλα. Φρόντισε να κάνεις καλά γράμματα» είπε στον συγκρατούμενο του ο οποίος με μια μύτη μολυβιού επάνω σε ένα τσιγαρόχαρτο περίμενε να του υπαγορεύσει.
«Εν Λαρίση 9/5/49
Αγαπημένο μου κορίτσι, υγιαίνω
Υγίαινε
Πόση θλίψη, πόση λύπη θα σου φέρει το γράμμα μου αυτό.
Ασφαλώς κόρη μου το ξέρω ότι θα λυπηθείς, μα όμως προκειμένου να μάθεις από άλλους, σου αναγγέλλω, εγώ ο ίδιος τη θανατική καταδίκη που μου υπεβλήθη.
Σφίξε παιδί μου την καρδιά σου, οπλίσου με θάρρος και υπομονή και δέξου με υπομονή τη δικαστική απόφαση που μου υπεβλήθη. Τώρα εσύ μένεις πίσω και εύχομαι να τελειώσουν γρήγορα τα βάσανά σου και να σταθείς παλικάρι για να αντέξετε όλοι μαζί τα παιδιά μου την σκληρότητα της ορφάνιας. Εγώ σε λίγο φεύγω. Μα ελπίζω κάποια μέρα, θα καταλάβετε και θα είστε υπερήφανα για τον πατέρα σας, που τόσο νέος έφυγε από τη ζωή. Κρατηθείτε γερά και αγαπημένα για να ξεπεράσετε κάθε δυσκολία που θα βρεθεί στο δρόμο σας. Κοριτσάκι μου δείξε θάρρος και μη φοβάσαι. Όλα έχουν ένα τέλος. Πριν κλείσω το γράμμα μου αυτό, δεν ξέρω αν έχω τύχη να σου γράψω άλλο, εύχομαι να αποφυλακιστείς γρήγορα και να βρεθείς στο χωριό μας μαζί με τα αδέλφια σου και τη γιαγιά σου που τόσο πολύ σας αγαπά. Ήτανε γραφτό της να σας μεγαλώσει αυτή.
Με πατρική άπειρη αγάπη
Ο πατέρας σου
Κυριάκος Ταμουρίδης»
Ο Κυριάκος Ταμουρίδης Έλληνας από τον Καύκασο ήρθε στην Ελλάδα το 1920.΄Ήρθε από το Μιτζικέρτ του Κάρς. Όταν έφτασε ήταν ήδη δάσκαλος και μαζί με την οικογένεια του εγκαταστάθηκε στους πρόποδες του Ολύμπου στην Ελασσόνα. Στο μακρύ και δύσκολο ταξίδι από τις άκρες τις μαύρης θάλασσας έφτασε στην χώρα μας ζωντανός μόνο εκείνος και ο αδερφός του. Τα υπόλοιπα 12 παιδιά της οικογένειας Ταμουρίδη, πέθαναν από αρρώστιες και κακουχίες στο δρόμο.
Ο Κυριάκος Ταμουρίδης εκτός από δάσκαλος του χωριού που ήταν αποφάσισε να χειροτονηθεί και να γίνει ιερέας. Ύστερα από λίγο καιρό έρχεται η ιταλική εισβολή, το έπος της Αλβανίας, η Γερμανική εισβολή και η κατοχή. Ο «πατήρ Κυριάκος» πλέον, δεν κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα.
Οργανώνεται στο ΕΑΜ και αναπτύσσει έντονη αντιστασιακή δράση. Παράλληλα φροντίζει να μην πεινάσει κανείς στην περιοχή του. Οργανώνει συσσίτια και βρίσκεται πάντα εκεί που τον καλούν άνθρωποι που έχει ανάγκη.
Μάλιστα μαζί με το δεσπότη Κοζάνης Ιωακείμ οργανώνει τον κόσμο στο ΕΑΜ. Με τους πύρινους λόγους του στις εκκλησίες ξεσήκωνε τα πλήθη που διψούσαν για ελευθερία και μια καλύτερη ζωή. Του δώσανε το προσωνύμιο «Παπαφλέσσας».
Όταν τελείωσε η κατοχή και έφυγαν οι ναζί, οι πρώην συνεργάτες των Γερμανών άρχισαν να τρομοκρατούν τον κόσμο. Κύματα τρομοκρατίας, διωγμών, κλοπών, βιασμών έκαναν την Ελληνική ύπαιθρο, έναν δύσκολο τόπο. Διάφορες συμμορίες που δρούσαν στην περιοχή της Λάρισας των Τρικάλων και της Ελασσόνας, και που ουδέποτε είχαν σηκώσει όπλο να ρίξουν στον κατακτητή, τώρα έσπερναν τον τρόμο και τον όλεθρο απέναντι σε Έλληνες.
Ο παπα-Κυριάκος που είχε μπει σαν αγκάθι στο μάτι των συμμοριών κάνει αίτηση για να φύγει από την περιοχή και μετατίθεται στην Τσαριτσάνη, για να προστατέψει την οικογένειά του. Αλλά και εκεί του την είχαν στημένη διάφορα κακοποιά στοιχεία, κλέφτες, βιαστές, δολοφόνοι που στελέχωναν τις συμμορίες τον «κομμουνιστοφάγων» στην περιοχή.
Μια Κυριακή στις αρχές του 1947 τον περιμένουν έξω από την εκκλησία μετά τη λειτουργία για να τον συλλάβουν. Μπαίνουν στη μέση οι απλοί χωριανοί και φυγαδεύουν τον παπα-Κυριάκο. Ο ρασοφόρος δεν είχε άλλη επιλογή. Βγαίνει για δεύτερη φορά στο βουνό με τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού στον Όλυμπο. Σύντομα μάλιστα παίρνει τον βαθμό του πολιτικού επιτρόπου.
Πηγή: Ποντίκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου