Ο αστυνομικός διευθυντής A' Νικόλαος Αρχιμανδρίτης γράφει το 1955 στο περιοδικό της αστυνομίας πόλεων για τα γεγονότα που προηγήθηκαν αλλά και για όσα συνέβησαν στις 3 του Δεκέμβρη 1944
Αναδημοσίευση από τα «Αστυνομικά Χρονικά»
Η άποψη της άλλης πλευράς για τα γεγονότα που προηγήθηκαν της 3ης του Δεκέμβρη αλλά και για όσα εκτυλίχτηκαν στην πλατεία Συντάγματος τη ματωμένη Κυριακή.
Το άρθρο στο περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά» (τ. 56,15 Σεπτεμβρίου 1955) υπογράψει ο αστυνομικός διευθυντής A' Νικόλαος Αρχιμανδρίτης και είναι ενταγμένο στην προπαγάνδα της εποχής η οποία κινείται στη μανιχαϊστική λογική των καλών εθνικοφρόνων και των κακών κομμουνιστών.
Εν ολίγοις πρόκειται για ένα ανέμπνευστο κείμενο που κατακρεουργεί την ιστορική αλήθεια -προσαρμόζοντάς την στις επιταγές του μετεμφυλιακού καθεστώτος- και δεν θα είχε το ελάχιστο ενδιαφέρον αν δεν ταυτιζόταν σε πολλά σημεία με τον τρόπο που εκθέτουν την ιστορία της εποχής αναθεωρητές «δημοσιολογούντες» και ιστορικοί οι οποίοι καταφανέστατα προστρέχουν σε δεκανίκια τύπου Μαζάουερ και αστυνομικών χρονικογράφων προκειμένου να γεμίσουν τη φαρέτρα τους με έωλα επιχειρήματα. Ακολουθεί το κείμενο που τιτλοφορείται «Ο κόκκινος Δεκέμβρης» (οι μεσότιτλοι του κειμένου είναι της σύνταξης).
Υστερα από τις παρελκυστικές και παραπλανητικές μεθόδους, που οι κομμουνισταί και οι εαμικοί που συνεργάζονταν μ’ αυτούς, εχρησιμοποιούσαν στο Ελληνικό Υπουργικό Συμβούλιο, ο Αρχηγός των Βρεττανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα Στρατηγός Ρ. Σκόμπυ αντελήφθη την ανάγκη ν’ αναλάβη αυτός στα χέρια του τη διαχείριση του ζητήματος και συγκεκριμένα την πραγματοποίηση της αποφάσεως που είχε από κοινού ληθή για την αποστράτευση των αντάρτικών δυνάμεων μέχρι της 10ης Δεκεμβρίου.
Είχε προς τούτο όλα τα δικαιώματα ο Βρεττανός στρατιωτικός. Του τα έδινε η συμφωνία η οποία είχε συναφθή στις 24 Σεπτεμβρίου στην Καζέρτα της Ιταλίας και την οποία είχεν υπογράψει ο αρχηγός των αντάρτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ στρατηγός Σαράφης, επίσημα εξουσιοδοτημένος προς τούτο από όλους τους «συναγωνιστές» του.
Τα άρθρα 1 και 2 της συμφωνίας αυτής, λέγουν κατά λέξη τα εξής: «Ολαι αι αντάρτικοι δυνάμεις αι δρώσαι εις την Ελλάδα θέτουν εαυτός υπό τας διαταγάς της Ελληνικής Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος. Η Κυβέρνησις θέτει τας δυνάμεις αυτός υπό τας διαταγάς του Στρατηγού Σκόμπυ, ο οποίος διωρίσθη παρά του συμμάχου Αρχιστρατήγου, διοικητής των εν Ελλάδι Συμμαχικών Δυνάμεων».
Εδικαιούτο λοιπόν να πιστεύη ο Στρατηγός Σκόμπυ με τη νομιμοφροσύνη και την ευθύτητα του πειθαρχικού στρατιώτου ότι ένας στρατηγός, ο οποίος είχεν υπογράψει μια τέτοια συμφωνία, θα εσέβετο την υπογραφή του και θα επειθαρχούσε στις διαταγές, τις οποίες ελεύθερα και από ίδια πρωτοβουλία είχε δεχθή.
Ποια όμως υπήρξε η έκπληξη του Αγγλου Στρατηγού όταν στις 24 Νοεμβρίου, που κάλεσε τους στρατηγούς Ζέρβα και Σαράφη για να ρυθμίσουν από κοινού τις λεπτομέρειες της αποστρατεύσεως των αντάρτικών δυνάμεων, άκουσε το Σαράφη να λέη, ότι δεν είναι προετοιμασμένος για τέτοια συζήτηση, ν’ αμφίσβητή την αρμοδιότητα του Στρατηγού Σκόμπυ για την έκδοση διαταγών, να επικαλήται τη γνώμη της Ελληνικής Κυβερνήσεως κ.λ.π.
Στο μεταξύ ο «Ριζοσπάστης» της ίδιας ημέρας τόνιζε ρητά ότι δεν θα διαλυθή η Πολιτοφυλακή, το χειρότερο δηλαδή όργανο της κομμουνιστικής τρομοκρατίας, και επανελάμβανε σε εντονώτερο ακόμη ύψος τις αξιώσεις περί προηγούμενης αποστρατεύσεως της Ταξιαρχίας του Ρίμινι και τού Ιερού Λόχου.
Μάταια, ανακοινώθηκαν στους εαμικούς υπουργούς τηλεφωνήματα τόσον του Αρχιστρατήγου των συμμαχικών Δυνάμεων Μεσογείου, όσον και αυτού του Αγγλου πρωθυπουργού κ. Τσώρτσιλ που τόνιζαν ότι η Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος αποτελούσαν αναπόσπαστα τμήματα των συμμαχικών Δυνάμεων και ότι κατά συνέπειαν η διατήρηση ή διάλυσή τους δεν ανήκουν καν στην αρμοδιότητα
της Ελληνικής Κυβερνήσεως μόνον.
Ο θόρυβος και η επιμονή των κομμουνιστών εσυνεχίζοντο. Επηκολούθησε μια εργώδης έβδομάς, κατά την οποία χωρίς να είναι δυνατό να συνέλθη πραγματικά σε συνεδρίαση το Υπουργικό Συμβούλιο, γιατί η Κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητος είχε ουσιαστικά διασπαστή, διεξήγοντο δύσκολες και αποκαρδιωτικές διαπραγματεύσεις για την επίτευξη κάποιου συμβιβασμού.
Επί ημέρες εγίνοντο συζητήσεις για ένα σχέδιο πρακτικού, του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίον είχαν υποβάλει ή εγκρίνει οι εαμικοί υπουργοί, το είχαν αποσύρει έπειτα και είχαν τελικά αμφισβητήσει και την πατρότητά του, αλλά και την έγκρισή του.
Εγινε ακόμη και η προσπάθεια της εξευμενίσεως του ΕΑΜ, με την πρόσληψη, ως Υφυπουργού των Στρατιωτικών του εαμικού Στρατηγού Σαρηγιάννη, που δεν έφερε και αυτή άλλο αποτέλεσμα από τη δυσφορία όλου του πολιτικού κόσμου.
Δεν επιμένουμε στις λεπτομέρειες όλων αυτών των διαπραγματεύσεων, για να μη κουράσωμε τους αναγνώστες μας, και γιατί είναι αρκετά γνωστές. Σημειώνουμε μόνο ότι όλες αυτές οι συνεννοήσεις είχαν από της πλευράς μεν του Πρωθυπουργού κ. Παπανδρέου και των εθνικοφρόνων συναδέλφων του το χαρακτήρα της εξαντλήσεως και του τελευταίου ορίου υπομονής και υποχωρητικότητος, για να αποτροπή η τελική ρήξη, από της πλευράς δε των κομμουνιστών την σημασία της παρελκύσεως της νόθου καταστάσεως για λίγες ακόμη ημέρες, μέχρις ότου τελειώσουν οι τελευταίες προετοιμασίες για την επαναστατική των εξόρμηση.
Υπό αυτές τις συνθήκες φθάσαμε πια στην 29ην Νοεμβρίου, κατά την οποία εξεδηλώθη πλέον εμφανώς ή Κυβερνητική κρίση και η αδυναμία κάθε περαιτέρω συ-νεννοήσεως και στην Ιην Δεκεμβρίου κατά την οποία ο Στρατηγός Σκόμπυ εξέδωκε τη γνωστή εκείνη Ημερήσια Διαταγή του προς όλους τους αξιωματικούς και τους άνδρας της Ελληνικής αντιστάσεως, τους οποίους καλούσε όπως επιστρέφουν στις εστίες τους, γιατί ο σκοπός της συγκροτήσεώς τους προς καταπολέμηση του κατακτητού είχε πια εκλείψει και γιατί η σχηματιζομένη Εθνοφυλακή θα ανελάμβανε την τήρηση του νόμου και της τάξεως σ’ όλη την Ελλάδα.
Σημειωτέον ότι ευθύς αμέσως την επομένη ανεκοινούτο επίσημα από το πρωθυπουργικό Γραφείο του κ. Τσώρτσιλ, ότι η ημερησία διαταγή του Στρατηγού Σκόμπυ είχε τύχει από πρώτα της εγκρίσεως της Βρεττανικής Κυβερνήσεως της Α. Μεγαλειότητος και ότι κατά συνέπεια δεν υπήρχε αμφιβολία ότι επρόκειτο περί εφαρμογής οριστικών κυβερνητικών αποφάσεων της Αγγλίας.
Οι συζητήσεις, οι παρελκύσεις, οι υπεκφυγές δεν ήταν πια δυνατές. Οι κομμουνισταί έπρεπε να πάρουν τις αποφάσεις τους. Και επειδή οι προετοιμασίες για την έκρηξη του κινήματος είχαν πια συμπληρωθή κατά το μάλλον ή ήττον, τις πήραν.
Ηδη από το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ εξέδιδε προκήρυξη, με την οποία καλούσε το Λαό όπως επιβάλη «τελικά» τις απόψεις του, ενώ ο σύντροφος Γ. Ζεύγος, ως μέλος πλέον της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος και όχι ως υπουργός, προέβαινε σε δηλώσεις και κατεδίκαζε τις ενέργειες του Στρατηγού Σκόμπυ ως απαράδεκτες και «αντίθετες προς τις αρχές του Συμμαχικού Αγώνα».
Αλλ’ οι σημαντικώτερες αποφάσεις ελήφθησαν την επομένη 2 Δεκεμβρίου, όταν η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ συνήλθε σε μακρά συνεδρίαση στα περίφημα γραφεία της οδού Κοραή. Επίσημα ανεκοινώθησαν, μετά τη συνεδρίαση, μόνον οι εξής αποφάσεις:
1ον) Να απευθυνθή διαμαρτυρία προς τις Κυβερνήσεις των τριών Μεγάλων Συμμάχων.
2ον) Να οργανωθή παλλαϊκό συλλαλητήριο στις 11 π.μ. της 3ης Δεκεμβρίου στην πλατεία του Συντάγματος.
3ον) Να κηρυχθή παλλαϊκή απεργία.
4ον) Να ανασυγκροτηθή η κεντρική επιτροπή του ΕΛΑΣ.
Η τελευταία απόφαση ήταν η σημαντικώτερη, γιατί με αυτή ο ΕΛΑΣ έπαυε πλέον να υφίσταται ως τμήμα του Εθνικού Στρατού υπαγόμενο στην Κυβέρνηση και το συμμαχικό Στρατηγείο και εγίνετο πάλιν κομματικός και επαναστατικός στρατός.
Οι σημαντικώτερες αποφάσεις όμως δεν ανεκοινώθηκαν. Γιατί πραγματικά κατά τη συνεδρίαση αυτή ελήφθη η απόφαση προς βίαια κατάληψη της Αρχής. Οι μη κομμουνισταί ηγέτες του ΕΑΜ, οι οποίοι συμμετέσχον στην συνεδρίαση, αφού στις 29 Νοεμβρίου είχαν εκδηλώσει μια στιγμιαία πρόθεση αποσπάσεως και παραιτήσεως τόσο από την κεντρική επιτροπή του ΕΑΜ, όσον και από την Κυβέρνηση στην οποία εξεπροσώπουν το ΕΑΜ, διετύπωσαν τότε ωρισμένες επιφυλάξεις.
Αλλά οι κομμουνισταί ηγέτες έσπευσαν να τους καθησυχάσουν. Ούτε πολύ αίμα θα εχύνετο, ούτε πραγματική ρήξη με την Αγγλία θα επήρχετο, ούτε ζημίες θα εδημιουργούντο για την Ελλάδα. Οπως είχε τονίσει και ο σύντροφος Ζεύγος στις δηλώσεις του της προηγουμένης «οι ενέργειες του Στρατηγού Σκόμπυ ασφαλώς δεν επιδοκιμάζονται από την Κυβέρνηση της Μεγάλης Βρεττανίας». Είχαν τηλεγραφήματα και πληροφορίες ότι ήταν τόση η πίεση της Κοινής Γνώμης στην Αγγλία, ώστε μέσα σε 24 ώρες η κυβέρνηση Τσώρτσιλ θα διέτασσε τον Στρατηγό Σκόμπυ να πάψη κάθε αντίσταση και να αποσύρη τα στρατεύματά του.
Αφ’ ετέρου όμως είχαν ληφθή όλα τα μέτρα για να είναι η επικράτηση του κινήματος ραγδαία και στην Αθήνα και στην Ηπειρο και σ’ ωρισμένα νησιά, τις μόνες δηλαδή Ελληνικές περιοχές όπου δεν επικρατούσε απόλυτα το ΕΑΜ.
Στην Αθήνα και στον Πειραιά, μέσα σε λίγες ώρες αφ’ ότου θα δινόταν η διαταγή, θα κατελαμβάνοντο όλα τα Αστυνομικά Τμήματα, οι έδρες της Χωροφυλακής, η Νομαρχία και όλα τα δημόσια κτίρια, ώστε να πάψη αμέσως κάθε αντίσταση.
Στην Ηπειρο, ήταν έτοιμη συνδυασμένη Ελληνική και Αλβανική επίθεση κατά των δυνάμεων του Στρατηγού Ζέρβα. Στα νησιά θα γινόταν αμέσως απόβαση με τη βοήθεια του ΕΛΑΝ (του επαναστατικού ναυτικού).
Ενα μεγάλο μέρος των ανδρών της Ταξιαρχίας, της Αστυνομίας Πόλεων, των πληρωμάτων του Πολεμικού Ναυτικού, θα εστασίαζε, ούτως ώστε να παραλύση και αυτών των δυνάμεων η δράση. Ετσι «οι συναγωνιστές» θα μπορούσαν να είναι ήσυχοι. Αναίμακτη σχεδόν και χωρίς πραγματική σύγκρουση με την Αγγλία, θα επεκράτει μέσα σε λίγες ώρες η «Λαοκρατία».
Δεν ξέρουμε ακριβώς εάν οι ανησυχίες των «συναγωνιστών» εξέλειπαν. Πάντως, οι αποφάσεις για την έκρηξη του Κινήματος, ελήφθησαν τις πρώτες απογευματινές ώρες του Σαββάτου, 2 Δεκεμβρίου 1944.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις που ελήφθησαν κατά την συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, το Σάββατο 2 Δεκεμβρίου, έγινε την επομένη Κυριακή το «παλλαϊκό συλλαλητήριο» διαμαρτυρίας για τις διαταγές του Στρατηγού Σκόμπυ, στην πλατεία του Συντάγματος.
Το συλλαλητήριο το οποίο ρητώς απηγορεύθη από την Κυβέρνηση και το Στρατιωτικό Διοικητή και το οποίο κατά συνέπεια θα ημπορούσε να διαλυθή με τη βία πριν ακόμη συγκροτηθή, είχε ένα κύριο αντικειμενικό σκοπό «να προκαλέση αιματηρές συγκρούσεις και ταραχές οι οποίες εντατικά εκμεταλλευόμενες από την κομμουνιστική προπαγάνδα, θα παρείχαν τη δικαιολογία για την έκρηξη του κινήματος».
Ετσι παρά την απαγόρευση της Κυβερνήσεως, οι κομμουνισταί αποφάσισαν με κάθε θυσία να κάνουν το συλλαλητήριο την Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου και ώρα 11, τη δε πανεργατική απεργία στις 4 Δεκεμβρίου 1944.
Οι εργάτες μάλιστα της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος απήργησαν από το πρωί της 3-12-1944 και από της 9ης ώρας διεκόπη και η λειτουργία των τηλεφώνων, λόγω απεργίας των υπαλλήλων της τηλεφωνικής εταιρείας.
Ετσι η Διεύθυνση Αθηνών μπορούσε να επικοινωνή τηλεφωνικούς μόνο με τέσσαρα Τμήματα, εκ των 26 Αστυνομικών Τμημάτων.
Η Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, της οποίας το οίκημα βρισκόταν στο Μέγαρο της γωνίας των λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Αμαλίας και ακριβώς απέναντι από την πλατεία Συντάγματος, εκινητοποίησε ολόκληρη τη δύναμή της για να προλάβη την πιθανή συγκέντρωση των κομμουνιστών.
Από πολύ πρωί ισχυρά ένοπλα αστυνομικά τμήματα φρουρούσαν σ’ όλους τους δρόμους, που ωδηγούσαν στην πλατεία του Συντάγματος, ελέγχοντας έτσι την κίνηση σ’ όλη την περιοχή αυτή. Επίσης ισχυρή ένοπλη δύναμη φρουρούσε το σπίτι τού Πρωθυπουργού κ. Γεωργίου Παπανδρέου και το Κατάστημα της Αστυνομικής Διευθύνσεως και του Αρχηγείου Αστυνομίας Πόλεων, που ήταν εγκατεστημένα στο ίδιο οίκημα.
Οι αστυνομικοί είχαν εντολή ν’ απομακρύνουν και διαλύουν τυχόν ομάδες διαδηλωτών με την πειθώ και χωρίς τη χρήση βίας και ιδίως να μη κάνουν χρήση όπλων, επ’ ουδενί λόγω, χωρίς διαταγή τού Αστυνομικού Δ/ντού.
Οι κομμουνισταί όμως ωπλισμένοι, συγκεντρώθηκαν σε διάφορα σημεία μακρυά από την πλατεία Συντάγματος και κατόπιν σε πυκνές ομάδες προωθήθησαν προς το κέντρο και κατώρθωσαν παρά τον αγώνα των αστυνομικών να εισχωρήσουν στην πλατεία από την οδό Φιλελλήνων και από την οδό Σταδίου, ώστε πολύ γρήγορα η πλατεία Συντάγματος επλημμύρισε από διαδηλωτές.
Ολοι αυτοί ήσαν φανατισμένοι και εφώναζαν αλλόφρονες κυριολεκτικά κατά της Κυβερνήσεως, με τα συνθήματα του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ κ.λπ.
Αφού οι διαδηλωτές γέμισαν την πλατεία Συντάγματος και τας παρόδους, εκινήθησαν κατά των αστυνομικών, τους οποίους καλούσαν να παραδώσουν τα όπλα.
Στην πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτου οι κομμουνισταί αφώπλισαν βιαίως δύο αστυφύλακας. Και όταν από την Αστυνομική Διεύθυνση εστάλη άλλη αστυνομική δύναμη, για να ενισχύση τους αστυνομικούς, οι κομμουνισταί επυροβόλησαν και έρριξαν χειροβομβίδες, με αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του υπαρχιφύλακος Ιωάννου Λαμπροπούλου και τον ελαφρότερον τραυματισμόν ενός ακόμη αστυφύλακος. Ετσι πρώτοι οι κομμουνισταί άρχισαν να πυροβολούν κατά των αστυνομικών και να τους τραυματίζουν, οπότε ο Αστυνομικός Δ/ντής διέταξε να ριφθούν ριπαί αυτομάτων όπλων στον αέρα, προς εκφοβισμόν.
Μόλις ερρίφθησαν οι ριπές, το πλήθος των διαδηλωτών ετράπη εις φυγήν στους δρόμους, προς το κάτω μέρος της πλατείας και πετούσε τα λάβαρα και τις διάφορες πινακίδες.
Αμέσως όμως οι ελασίτες άρχισαν με τα χωνιά να φωνάζουν προς τους διαδηλωτάς να γυρίσουν πίσω και τους διαβεβαίωναν ότι δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο. Ετσι τα πλήθη ξαναγύρισαν με απειλητικώτερες διαθέσεις, οπότε ακούσθησαν νέοι πυροβολισμοί, που ερρίφθησαν από τους διαδηλωτάς και από τους αστυνομικούς που ημύνοντο πλέον στην ένοπλη επίθεση των κομμουνιστών.
Πυροβολισμοί κατά της Αστυνομικής Διευθύνσεως ερρίπτοντο και από την ταράτσα του οικήματος της οδού Οθωνος, παραπλεύρως του μεγάρου Γιάνναρου, όπου ήσαν εγκατεστημένα τα γραφεία του ΚΚΕ. Οι διαδηλωταί άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις, μερικοί δε πήραν στους ώμους των τους πρώτους τραυματίες και τους περιέφεραν φωνάζοντας, ενώ άλλοι έβαφαν με αίμα πινακίδες και εφανάτιζαν τους διαδηλωτάς.
Στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, οι διαδηλωταί αντελήφθησαν τον Αστυνόμο Στέφανο Φαράκλα με πολιτικά, γιατί ως φυματικός ενοσηλεύετο στο Σανατόριο «Σωτηρία» και του επετέθησαν άνανδρα, τον ποδοπάτησαν και με το αίμα του έβαψαν την άσφαλτο, ουρλιάζοντας κυριολεκτικά σαν θηρία.
Η κατάσταση αυτή στο κέντρο των Αθηνών εσυνεχίσθη μέχρι τις 13.30, οπότε κατέφθασαν στην πλατεία Συντάγματος αγγλικά τανκς με ισχυρή δύναμη Αγγλων αλεξιπτωτιστών οι οποίοι με την υπάρχουσα αστυνομική δύναμη εξεκαθάρισαν τελείως την πλατεία Συντάγματος, ανάγκασαν δε και τους ένοπλους ελασίτες που ήσαν ωχυρωμένοι στα γραφεία του ΚΚΕ να βγουν από το μέγαρο και να παραδοθούν με τα όπλα τους.
Κατά την ώρα της διαδηλώσεως μια ομάδα επετέθη με χειροβομβίδες κατά της φρουράς της οικίας του Πρωθυπουργού κ. Παπανδρέου, η οποία αντεπετέθη και αυτή ενόπλως και τους απεμάκρυνε. Ετσι διελύθη η παράνομη αυτή διαδήλωση της 3ης Δεκεμβρίου 1944 που απετέλεσε την αρχή του κινήματος, γιατί οι κομμουνισταί άρχισαν από την ημέρα αυτή να εφαρμόζουν το γενικώτερο σχέδιό τους για την κατάληψη της Αρχής.
Κατά τις εσπερινές λοιπόν ώρες αστυνομική περίπολος της πλατείας Ομονοίας επυροβολήθη από κομμουνιστάς, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του αστυφύλακος Β. Περιμένη.
Οι αστυνομικοί αντιπυροβολούν και τραυματίζουν ένα κομμουνιστή, συλλαμβάνουν δε και τρεις ελασίτες οπλισμένους με περίστροφα. Κατά το χρόνο του συλλαλητηρίου στην πλατεία του Συντάγματος, μια ισχυρά δύναμη από ενόπλους ελασίτες περιεκύκλωσε το ΙΑ' Αστυνομικό Τμήμα (Καλλιθέας) και ζήτησε την παράδοση. Ο Διοικητής όμως του Τμήματος αρνήθηκε και τους τόνισε ότι αν επιτεθούν θα αμυνθή και θα τους κτυπήση. Ετσι αποχώρησαν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, τα θύματα της συγκρούσεως, κατά το παράνομο συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου 1944, ήσαν 7 αστυνομικοί τραυματίαι διά πυροβόλων όπλων, και από τους διαδηλωτάς, δέκα νεκροί, από τους οποίους μία γυναίκα και εξήντα έξη τραυματίες, από τους οποίους δέκα έξη γυναίκες και δύο παιδιά ηλικίας δέκα έως δώδεκα ετών.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου έκανε δηλώσεις σχετικές με τις ευθύνες και τους πρωταίτιους της συγκρούσεως των διαδηλωτών με την Αστυνομία, οι οποίες επειδή δεν ήταν δυνατό να μεταδοθούν με το ραδιοφωνικό Σταθμό, λόγω της διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος, ετοιχοκολλήθησαν στους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών...
Από το βιβλίο "Δεκέμβρης 1944. Η αναπόφευκτη σύγκρουση"
Αναδημοσίευση από τα «Αστυνομικά Χρονικά»
Η άποψη της άλλης πλευράς για τα γεγονότα που προηγήθηκαν της 3ης του Δεκέμβρη αλλά και για όσα εκτυλίχτηκαν στην πλατεία Συντάγματος τη ματωμένη Κυριακή.
Το άρθρο στο περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά» (τ. 56,15 Σεπτεμβρίου 1955) υπογράψει ο αστυνομικός διευθυντής A' Νικόλαος Αρχιμανδρίτης και είναι ενταγμένο στην προπαγάνδα της εποχής η οποία κινείται στη μανιχαϊστική λογική των καλών εθνικοφρόνων και των κακών κομμουνιστών.
Εν ολίγοις πρόκειται για ένα ανέμπνευστο κείμενο που κατακρεουργεί την ιστορική αλήθεια -προσαρμόζοντάς την στις επιταγές του μετεμφυλιακού καθεστώτος- και δεν θα είχε το ελάχιστο ενδιαφέρον αν δεν ταυτιζόταν σε πολλά σημεία με τον τρόπο που εκθέτουν την ιστορία της εποχής αναθεωρητές «δημοσιολογούντες» και ιστορικοί οι οποίοι καταφανέστατα προστρέχουν σε δεκανίκια τύπου Μαζάουερ και αστυνομικών χρονικογράφων προκειμένου να γεμίσουν τη φαρέτρα τους με έωλα επιχειρήματα. Ακολουθεί το κείμενο που τιτλοφορείται «Ο κόκκινος Δεκέμβρης» (οι μεσότιτλοι του κειμένου είναι της σύνταξης).
Το αστείο της ημέρας: νομιμόφρων ο στρατηγός Σκόμτη
Υστερα από τις παρελκυστικές και παραπλανητικές μεθόδους, που οι κομμουνισταί και οι εαμικοί που συνεργάζονταν μ’ αυτούς, εχρησιμοποιούσαν στο Ελληνικό Υπουργικό Συμβούλιο, ο Αρχηγός των Βρεττανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα Στρατηγός Ρ. Σκόμπυ αντελήφθη την ανάγκη ν’ αναλάβη αυτός στα χέρια του τη διαχείριση του ζητήματος και συγκεκριμένα την πραγματοποίηση της αποφάσεως που είχε από κοινού ληθή για την αποστράτευση των αντάρτικών δυνάμεων μέχρι της 10ης Δεκεμβρίου.
Είχε προς τούτο όλα τα δικαιώματα ο Βρεττανός στρατιωτικός. Του τα έδινε η συμφωνία η οποία είχε συναφθή στις 24 Σεπτεμβρίου στην Καζέρτα της Ιταλίας και την οποία είχεν υπογράψει ο αρχηγός των αντάρτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ στρατηγός Σαράφης, επίσημα εξουσιοδοτημένος προς τούτο από όλους τους «συναγωνιστές» του.
Τα άρθρα 1 και 2 της συμφωνίας αυτής, λέγουν κατά λέξη τα εξής: «Ολαι αι αντάρτικοι δυνάμεις αι δρώσαι εις την Ελλάδα θέτουν εαυτός υπό τας διαταγάς της Ελληνικής Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος. Η Κυβέρνησις θέτει τας δυνάμεις αυτός υπό τας διαταγάς του Στρατηγού Σκόμπυ, ο οποίος διωρίσθη παρά του συμμάχου Αρχιστρατήγου, διοικητής των εν Ελλάδι Συμμαχικών Δυνάμεων».
Εδικαιούτο λοιπόν να πιστεύη ο Στρατηγός Σκόμπυ με τη νομιμοφροσύνη και την ευθύτητα του πειθαρχικού στρατιώτου ότι ένας στρατηγός, ο οποίος είχεν υπογράψει μια τέτοια συμφωνία, θα εσέβετο την υπογραφή του και θα επειθαρχούσε στις διαταγές, τις οποίες ελεύθερα και από ίδια πρωτοβουλία είχε δεχθή.
Ποια όμως υπήρξε η έκπληξη του Αγγλου Στρατηγού όταν στις 24 Νοεμβρίου, που κάλεσε τους στρατηγούς Ζέρβα και Σαράφη για να ρυθμίσουν από κοινού τις λεπτομέρειες της αποστρατεύσεως των αντάρτικών δυνάμεων, άκουσε το Σαράφη να λέη, ότι δεν είναι προετοιμασμένος για τέτοια συζήτηση, ν’ αμφίσβητή την αρμοδιότητα του Στρατηγού Σκόμπυ για την έκδοση διαταγών, να επικαλήται τη γνώμη της Ελληνικής Κυβερνήσεως κ.λ.π.
Στο μεταξύ ο «Ριζοσπάστης» της ίδιας ημέρας τόνιζε ρητά ότι δεν θα διαλυθή η Πολιτοφυλακή, το χειρότερο δηλαδή όργανο της κομμουνιστικής τρομοκρατίας, και επανελάμβανε σε εντονώτερο ακόμη ύψος τις αξιώσεις περί προηγούμενης αποστρατεύσεως της Ταξιαρχίας του Ρίμινι και τού Ιερού Λόχου.
Μάταια, ανακοινώθηκαν στους εαμικούς υπουργούς τηλεφωνήματα τόσον του Αρχιστρατήγου των συμμαχικών Δυνάμεων Μεσογείου, όσον και αυτού του Αγγλου πρωθυπουργού κ. Τσώρτσιλ που τόνιζαν ότι η Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος αποτελούσαν αναπόσπαστα τμήματα των συμμαχικών Δυνάμεων και ότι κατά συνέπειαν η διατήρηση ή διάλυσή τους δεν ανήκουν καν στην αρμοδιότητα
της Ελληνικής Κυβερνήσεως μόνον.
Ο θόρυβος και η επιμονή των κομμουνιστών εσυνεχίζοντο. Επηκολούθησε μια εργώδης έβδομάς, κατά την οποία χωρίς να είναι δυνατό να συνέλθη πραγματικά σε συνεδρίαση το Υπουργικό Συμβούλιο, γιατί η Κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητος είχε ουσιαστικά διασπαστή, διεξήγοντο δύσκολες και αποκαρδιωτικές διαπραγματεύσεις για την επίτευξη κάποιου συμβιβασμού.
Επί ημέρες εγίνοντο συζητήσεις για ένα σχέδιο πρακτικού, του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίον είχαν υποβάλει ή εγκρίνει οι εαμικοί υπουργοί, το είχαν αποσύρει έπειτα και είχαν τελικά αμφισβητήσει και την πατρότητά του, αλλά και την έγκρισή του.
Εγινε ακόμη και η προσπάθεια της εξευμενίσεως του ΕΑΜ, με την πρόσληψη, ως Υφυπουργού των Στρατιωτικών του εαμικού Στρατηγού Σαρηγιάννη, που δεν έφερε και αυτή άλλο αποτέλεσμα από τη δυσφορία όλου του πολιτικού κόσμου.
Δεν επιμένουμε στις λεπτομέρειες όλων αυτών των διαπραγματεύσεων, για να μη κουράσωμε τους αναγνώστες μας, και γιατί είναι αρκετά γνωστές. Σημειώνουμε μόνο ότι όλες αυτές οι συνεννοήσεις είχαν από της πλευράς μεν του Πρωθυπουργού κ. Παπανδρέου και των εθνικοφρόνων συναδέλφων του το χαρακτήρα της εξαντλήσεως και του τελευταίου ορίου υπομονής και υποχωρητικότητος, για να αποτροπή η τελική ρήξη, από της πλευράς δε των κομμουνιστών την σημασία της παρελκύσεως της νόθου καταστάσεως για λίγες ακόμη ημέρες, μέχρις ότου τελειώσουν οι τελευταίες προετοιμασίες για την επαναστατική των εξόρμηση.
Η βρετανική κυβέρνηση της AM συναινεί (μας έπιασε ένα σύγκρυο)
Υπό αυτές τις συνθήκες φθάσαμε πια στην 29ην Νοεμβρίου, κατά την οποία εξεδηλώθη πλέον εμφανώς ή Κυβερνητική κρίση και η αδυναμία κάθε περαιτέρω συ-νεννοήσεως και στην Ιην Δεκεμβρίου κατά την οποία ο Στρατηγός Σκόμπυ εξέδωκε τη γνωστή εκείνη Ημερήσια Διαταγή του προς όλους τους αξιωματικούς και τους άνδρας της Ελληνικής αντιστάσεως, τους οποίους καλούσε όπως επιστρέφουν στις εστίες τους, γιατί ο σκοπός της συγκροτήσεώς τους προς καταπολέμηση του κατακτητού είχε πια εκλείψει και γιατί η σχηματιζομένη Εθνοφυλακή θα ανελάμβανε την τήρηση του νόμου και της τάξεως σ’ όλη την Ελλάδα.
Σημειωτέον ότι ευθύς αμέσως την επομένη ανεκοινούτο επίσημα από το πρωθυπουργικό Γραφείο του κ. Τσώρτσιλ, ότι η ημερησία διαταγή του Στρατηγού Σκόμπυ είχε τύχει από πρώτα της εγκρίσεως της Βρεττανικής Κυβερνήσεως της Α. Μεγαλειότητος και ότι κατά συνέπεια δεν υπήρχε αμφιβολία ότι επρόκειτο περί εφαρμογής οριστικών κυβερνητικών αποφάσεων της Αγγλίας.
Οι συζητήσεις, οι παρελκύσεις, οι υπεκφυγές δεν ήταν πια δυνατές. Οι κομμουνισταί έπρεπε να πάρουν τις αποφάσεις τους. Και επειδή οι προετοιμασίες για την έκρηξη του κινήματος είχαν πια συμπληρωθή κατά το μάλλον ή ήττον, τις πήραν.
Ηδη από το βράδυ της 1ης Δεκεμβρίου η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ εξέδιδε προκήρυξη, με την οποία καλούσε το Λαό όπως επιβάλη «τελικά» τις απόψεις του, ενώ ο σύντροφος Γ. Ζεύγος, ως μέλος πλέον της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος και όχι ως υπουργός, προέβαινε σε δηλώσεις και κατεδίκαζε τις ενέργειες του Στρατηγού Σκόμπυ ως απαράδεκτες και «αντίθετες προς τις αρχές του Συμμαχικού Αγώνα».
Αλλ’ οι σημαντικώτερες αποφάσεις ελήφθησαν την επομένη 2 Δεκεμβρίου, όταν η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ συνήλθε σε μακρά συνεδρίαση στα περίφημα γραφεία της οδού Κοραή. Επίσημα ανεκοινώθησαν, μετά τη συνεδρίαση, μόνον οι εξής αποφάσεις:
1ον) Να απευθυνθή διαμαρτυρία προς τις Κυβερνήσεις των τριών Μεγάλων Συμμάχων.
2ον) Να οργανωθή παλλαϊκό συλλαλητήριο στις 11 π.μ. της 3ης Δεκεμβρίου στην πλατεία του Συντάγματος.
3ον) Να κηρυχθή παλλαϊκή απεργία.
4ον) Να ανασυγκροτηθή η κεντρική επιτροπή του ΕΛΑΣ.
Η τελευταία απόφαση ήταν η σημαντικώτερη, γιατί με αυτή ο ΕΛΑΣ έπαυε πλέον να υφίσταται ως τμήμα του Εθνικού Στρατού υπαγόμενο στην Κυβέρνηση και το συμμαχικό Στρατηγείο και εγίνετο πάλιν κομματικός και επαναστατικός στρατός.
Οι σημαντικώτερες αποφάσεις όμως δεν ανεκοινώθηκαν. Γιατί πραγματικά κατά τη συνεδρίαση αυτή ελήφθη η απόφαση προς βίαια κατάληψη της Αρχής. Οι μη κομμουνισταί ηγέτες του ΕΑΜ, οι οποίοι συμμετέσχον στην συνεδρίαση, αφού στις 29 Νοεμβρίου είχαν εκδηλώσει μια στιγμιαία πρόθεση αποσπάσεως και παραιτήσεως τόσο από την κεντρική επιτροπή του ΕΑΜ, όσον και από την Κυβέρνηση στην οποία εξεπροσώπουν το ΕΑΜ, διετύπωσαν τότε ωρισμένες επιφυλάξεις.
Αλλά οι κομμουνισταί ηγέτες έσπευσαν να τους καθησυχάσουν. Ούτε πολύ αίμα θα εχύνετο, ούτε πραγματική ρήξη με την Αγγλία θα επήρχετο, ούτε ζημίες θα εδημιουργούντο για την Ελλάδα. Οπως είχε τονίσει και ο σύντροφος Ζεύγος στις δηλώσεις του της προηγουμένης «οι ενέργειες του Στρατηγού Σκόμπυ ασφαλώς δεν επιδοκιμάζονται από την Κυβέρνηση της Μεγάλης Βρεττανίας». Είχαν τηλεγραφήματα και πληροφορίες ότι ήταν τόση η πίεση της Κοινής Γνώμης στην Αγγλία, ώστε μέσα σε 24 ώρες η κυβέρνηση Τσώρτσιλ θα διέτασσε τον Στρατηγό Σκόμπυ να πάψη κάθε αντίσταση και να αποσύρη τα στρατεύματά του.
Αφ’ ετέρου όμως είχαν ληφθή όλα τα μέτρα για να είναι η επικράτηση του κινήματος ραγδαία και στην Αθήνα και στην Ηπειρο και σ’ ωρισμένα νησιά, τις μόνες δηλαδή Ελληνικές περιοχές όπου δεν επικρατούσε απόλυτα το ΕΑΜ.
Στην Αθήνα και στον Πειραιά, μέσα σε λίγες ώρες αφ’ ότου θα δινόταν η διαταγή, θα κατελαμβάνοντο όλα τα Αστυνομικά Τμήματα, οι έδρες της Χωροφυλακής, η Νομαρχία και όλα τα δημόσια κτίρια, ώστε να πάψη αμέσως κάθε αντίσταση.
Στην Ηπειρο, ήταν έτοιμη συνδυασμένη Ελληνική και Αλβανική επίθεση κατά των δυνάμεων του Στρατηγού Ζέρβα. Στα νησιά θα γινόταν αμέσως απόβαση με τη βοήθεια του ΕΛΑΝ (του επαναστατικού ναυτικού).
Ενα μεγάλο μέρος των ανδρών της Ταξιαρχίας, της Αστυνομίας Πόλεων, των πληρωμάτων του Πολεμικού Ναυτικού, θα εστασίαζε, ούτως ώστε να παραλύση και αυτών των δυνάμεων η δράση. Ετσι «οι συναγωνιστές» θα μπορούσαν να είναι ήσυχοι. Αναίμακτη σχεδόν και χωρίς πραγματική σύγκρουση με την Αγγλία, θα επεκράτει μέσα σε λίγες ώρες η «Λαοκρατία».
Δεν ξέρουμε ακριβώς εάν οι ανησυχίες των «συναγωνιστών» εξέλειπαν. Πάντως, οι αποφάσεις για την έκρηξη του Κινήματος, ελήφθησαν τις πρώτες απογευματινές ώρες του Σαββάτου, 2 Δεκεμβρίου 1944.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις που ελήφθησαν κατά την συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, το Σάββατο 2 Δεκεμβρίου, έγινε την επομένη Κυριακή το «παλλαϊκό συλλαλητήριο» διαμαρτυρίας για τις διαταγές του Στρατηγού Σκόμπυ, στην πλατεία του Συντάγματος.
Το συλλαλητήριο το οποίο ρητώς απηγορεύθη από την Κυβέρνηση και το Στρατιωτικό Διοικητή και το οποίο κατά συνέπεια θα ημπορούσε να διαλυθή με τη βία πριν ακόμη συγκροτηθή, είχε ένα κύριο αντικειμενικό σκοπό «να προκαλέση αιματηρές συγκρούσεις και ταραχές οι οποίες εντατικά εκμεταλλευόμενες από την κομμουνιστική προπαγάνδα, θα παρείχαν τη δικαιολογία για την έκρηξη του κινήματος».
Ετσι παρά την απαγόρευση της Κυβερνήσεως, οι κομμουνισταί αποφάσισαν με κάθε θυσία να κάνουν το συλλαλητήριο την Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου και ώρα 11, τη δε πανεργατική απεργία στις 4 Δεκεμβρίου 1944.
Οι εργάτες μάλιστα της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος απήργησαν από το πρωί της 3-12-1944 και από της 9ης ώρας διεκόπη και η λειτουργία των τηλεφώνων, λόγω απεργίας των υπαλλήλων της τηλεφωνικής εταιρείας.
Ετσι η Διεύθυνση Αθηνών μπορούσε να επικοινωνή τηλεφωνικούς μόνο με τέσσαρα Τμήματα, εκ των 26 Αστυνομικών Τμημάτων.
Οι αστυνομικοί είναι φίλοι μας (και τότε και σήμερα και πάντα)
Η Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, της οποίας το οίκημα βρισκόταν στο Μέγαρο της γωνίας των λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Αμαλίας και ακριβώς απέναντι από την πλατεία Συντάγματος, εκινητοποίησε ολόκληρη τη δύναμή της για να προλάβη την πιθανή συγκέντρωση των κομμουνιστών.
Από πολύ πρωί ισχυρά ένοπλα αστυνομικά τμήματα φρουρούσαν σ’ όλους τους δρόμους, που ωδηγούσαν στην πλατεία του Συντάγματος, ελέγχοντας έτσι την κίνηση σ’ όλη την περιοχή αυτή. Επίσης ισχυρή ένοπλη δύναμη φρουρούσε το σπίτι τού Πρωθυπουργού κ. Γεωργίου Παπανδρέου και το Κατάστημα της Αστυνομικής Διευθύνσεως και του Αρχηγείου Αστυνομίας Πόλεων, που ήταν εγκατεστημένα στο ίδιο οίκημα.
Οι αστυνομικοί είχαν εντολή ν’ απομακρύνουν και διαλύουν τυχόν ομάδες διαδηλωτών με την πειθώ και χωρίς τη χρήση βίας και ιδίως να μη κάνουν χρήση όπλων, επ’ ουδενί λόγω, χωρίς διαταγή τού Αστυνομικού Δ/ντού.
Οι κομμουνισταί όμως ωπλισμένοι, συγκεντρώθηκαν σε διάφορα σημεία μακρυά από την πλατεία Συντάγματος και κατόπιν σε πυκνές ομάδες προωθήθησαν προς το κέντρο και κατώρθωσαν παρά τον αγώνα των αστυνομικών να εισχωρήσουν στην πλατεία από την οδό Φιλελλήνων και από την οδό Σταδίου, ώστε πολύ γρήγορα η πλατεία Συντάγματος επλημμύρισε από διαδηλωτές.
Ολοι αυτοί ήσαν φανατισμένοι και εφώναζαν αλλόφρονες κυριολεκτικά κατά της Κυβερνήσεως, με τα συνθήματα του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ κ.λπ.
Αφού οι διαδηλωτές γέμισαν την πλατεία Συντάγματος και τας παρόδους, εκινήθησαν κατά των αστυνομικών, τους οποίους καλούσαν να παραδώσουν τα όπλα.
Στην πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτου οι κομμουνισταί αφώπλισαν βιαίως δύο αστυφύλακας. Και όταν από την Αστυνομική Διεύθυνση εστάλη άλλη αστυνομική δύναμη, για να ενισχύση τους αστυνομικούς, οι κομμουνισταί επυροβόλησαν και έρριξαν χειροβομβίδες, με αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του υπαρχιφύλακος Ιωάννου Λαμπροπούλου και τον ελαφρότερον τραυματισμόν ενός ακόμη αστυφύλακος. Ετσι πρώτοι οι κομμουνισταί άρχισαν να πυροβολούν κατά των αστυνομικών και να τους τραυματίζουν, οπότε ο Αστυνομικός Δ/ντής διέταξε να ριφθούν ριπαί αυτομάτων όπλων στον αέρα, προς εκφοβισμόν.
Μόλις ερρίφθησαν οι ριπές, το πλήθος των διαδηλωτών ετράπη εις φυγήν στους δρόμους, προς το κάτω μέρος της πλατείας και πετούσε τα λάβαρα και τις διάφορες πινακίδες.
Αμέσως όμως οι ελασίτες άρχισαν με τα χωνιά να φωνάζουν προς τους διαδηλωτάς να γυρίσουν πίσω και τους διαβεβαίωναν ότι δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο. Ετσι τα πλήθη ξαναγύρισαν με απειλητικώτερες διαθέσεις, οπότε ακούσθησαν νέοι πυροβολισμοί, που ερρίφθησαν από τους διαδηλωτάς και από τους αστυνομικούς που ημύνοντο πλέον στην ένοπλη επίθεση των κομμουνιστών.
Πυροβολισμοί κατά της Αστυνομικής Διευθύνσεως ερρίπτοντο και από την ταράτσα του οικήματος της οδού Οθωνος, παραπλεύρως του μεγάρου Γιάνναρου, όπου ήσαν εγκατεστημένα τα γραφεία του ΚΚΕ. Οι διαδηλωταί άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις, μερικοί δε πήραν στους ώμους των τους πρώτους τραυματίες και τους περιέφεραν φωνάζοντας, ενώ άλλοι έβαφαν με αίμα πινακίδες και εφανάτιζαν τους διαδηλωτάς.
Στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, οι διαδηλωταί αντελήφθησαν τον Αστυνόμο Στέφανο Φαράκλα με πολιτικά, γιατί ως φυματικός ενοσηλεύετο στο Σανατόριο «Σωτηρία» και του επετέθησαν άνανδρα, τον ποδοπάτησαν και με το αίμα του έβαψαν την άσφαλτο, ουρλιάζοντας κυριολεκτικά σαν θηρία.
Η κατάσταση αυτή στο κέντρο των Αθηνών εσυνεχίσθη μέχρι τις 13.30, οπότε κατέφθασαν στην πλατεία Συντάγματος αγγλικά τανκς με ισχυρή δύναμη Αγγλων αλεξιπτωτιστών οι οποίοι με την υπάρχουσα αστυνομική δύναμη εξεκαθάρισαν τελείως την πλατεία Συντάγματος, ανάγκασαν δε και τους ένοπλους ελασίτες που ήσαν ωχυρωμένοι στα γραφεία του ΚΚΕ να βγουν από το μέγαρο και να παραδοθούν με τα όπλα τους.
Κατά την ώρα της διαδηλώσεως μια ομάδα επετέθη με χειροβομβίδες κατά της φρουράς της οικίας του Πρωθυπουργού κ. Παπανδρέου, η οποία αντεπετέθη και αυτή ενόπλως και τους απεμάκρυνε. Ετσι διελύθη η παράνομη αυτή διαδήλωση της 3ης Δεκεμβρίου 1944 που απετέλεσε την αρχή του κινήματος, γιατί οι κομμουνισταί άρχισαν από την ημέρα αυτή να εφαρμόζουν το γενικώτερο σχέδιό τους για την κατάληψη της Αρχής.
Κατά τις εσπερινές λοιπόν ώρες αστυνομική περίπολος της πλατείας Ομονοίας επυροβολήθη από κομμουνιστάς, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του αστυφύλακος Β. Περιμένη.
Οι αστυνομικοί αντιπυροβολούν και τραυματίζουν ένα κομμουνιστή, συλλαμβάνουν δε και τρεις ελασίτες οπλισμένους με περίστροφα. Κατά το χρόνο του συλλαλητηρίου στην πλατεία του Συντάγματος, μια ισχυρά δύναμη από ενόπλους ελασίτες περιεκύκλωσε το ΙΑ' Αστυνομικό Τμήμα (Καλλιθέας) και ζήτησε την παράδοση. Ο Διοικητής όμως του Τμήματος αρνήθηκε και τους τόνισε ότι αν επιτεθούν θα αμυνθή και θα τους κτυπήση. Ετσι αποχώρησαν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, τα θύματα της συγκρούσεως, κατά το παράνομο συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου 1944, ήσαν 7 αστυνομικοί τραυματίαι διά πυροβόλων όπλων, και από τους διαδηλωτάς, δέκα νεκροί, από τους οποίους μία γυναίκα και εξήντα έξη τραυματίες, από τους οποίους δέκα έξη γυναίκες και δύο παιδιά ηλικίας δέκα έως δώδεκα ετών.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου έκανε δηλώσεις σχετικές με τις ευθύνες και τους πρωταίτιους της συγκρούσεως των διαδηλωτών με την Αστυνομία, οι οποίες επειδή δεν ήταν δυνατό να μεταδοθούν με το ραδιοφωνικό Σταθμό, λόγω της διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος, ετοιχοκολλήθησαν στους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών...
Από το βιβλίο "Δεκέμβρης 1944. Η αναπόφευκτη σύγκρουση"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου