15.11.19

Οι λέξεις της σιωπής - Η διαχείριση των ιδεών στα χρόνια του γύψου.


Του  Θανάση Σκαμνάκη - Hothistory

Μια εισαγωγική διευκρίνιση προθέσεων και σκοπών. Μου ζητήθηκε να γράψω για το Πολυτεχνείο. Εχω ξαναγράψει αρκετές φορές. Και αναρωτήθηκα τι μπορεί να προσθέσει μία ακόμη. Μπορεί να πει κάτι νέο ή έστω κάτι παλιό με κάποια αξία;

Τι νόημα έχει να γράφεις και να ξαναγράφεις ιστορίες; Ή μόνο να διεκδικείς, μέσω του κειμένου, έναν ρόλο εμπνευσμένου δασκάλου, ηγέτη και τα παρόμοια, ο οποίος, αφού έχει φάει το παρελθόν με το κουτάλι, αφού έχει ζήσει τόσα γεγονότα, δικαιούται να διδάσκει την πείρα του προς γνώση και συμμόρφωση των νεότερων γενεών; Ειρωνεία!

Αν ο ίδιος γυρίσεις προς τα πίσω και καθαρίσεις τη μνήμη σου, θα θυμηθείς με πόση επιφύλαξη αντιμετώπιζες τα παρόμοια μαθήματα των προηγούμενων έμπειρων, την εποχή που διεκδικούσες να βγεις στο προσκήνιο των γεγονότων με όλο τον νεανικό ενθουσιασμό, την πεποίθηση και ασφαλώς την αφέλεια εκείνου που πιστεύει πως όλα γίνονται πρώτη φορά και πάντως με την πίστη ότι εσύ και οι συνομήλικοί σου θα τα κάνετε καλύτερα, «διορθώνοντας τα λάθη, σβήνοντας τα ψέματα». Και στο κάτω κάτω εκείνοι οι παλιοί είχαν να μιλήσουν για μια πραγματική εποποιία.

Κατέληξα να γράψω αυτό που ακολουθεί. Να μιλήσω για την πίσω αυλή μας. Αποφεύγοντας συμπεράσματα και ηθικό δίδαγμα, αν και όχι ιστορικές αναλογίες. Αν είναι να βγουν συμπεράσματα από την αφήγηση, θα βγουν.
Αν κάποιοι θέλουν να πάρουν μαθήματα, θα πάρουν. Αν κάποιοι θέλουν να μηρυκάσουν μια ήττα κι άλλοι να καταλάβουν μόνο μια δόξα, θα το κάνουν, καθείς με την προτίμησή του. Ο καιρός δείχνει, οι άνθρωποι παλεύουν στο παρόν τους και με τον τρόπο που επιλέγουν και μπορούν. Ολα αλλάζουν...

Τόσα χρόνια τώρα ακόμη κι εκείνοι που έζησαν την εποχή της εφτάχρονης δικτατορίας, εμείς όλοι, τη σκέφτονται όπως τις αναμνήσεις από τον στρατό που έχουν ξεχάσει τα μαρτύριά του, γεμάτη με πράξεις αντίστασης, ηρωισμούς ή κάτι τέτοιο, βασανιστήρια και διώξεις, μια έρπουσα παθητική και μια καλπάζουσα ενεργητική αντίσταση, πλημμυρισμένη από υπόγειες αλλά και εμφανείς πνευματικές αναζητήσεις και λοιπά παρόμοια.

Οσοι βγήκαν στους δρόμους την Παρασκευή 21η Απριλίου 1967 ψάχνοντας τις διαδηλώσεις αντίστασης δεν τις βρήκαν και επέστρεψαν σπίτι βουλιάζοντας στις τύψεις και τον θυμό.

Εχουμε ξεχάσει ή απλώς αφήσαμε πίσω μας τη μακρά διάρκεια της απογοήτευσης και της μαρτυρικής σιωπής.
Η οποία ξεκίνησε ακριβώς από την Παρασκευή 21 Απριλίου 1967. Οσοι βγήκαν στους δρόμους την ημέρα εκείνη ψάχνοντας τις διαδηλώσεις αντίστασης στο πραξικόπημα δεν τις βρήκαν, επέστρεψαν σπίτι βουλιάζοντας στις τύψεις αλλά και στον θυμό. Μας έπιασαν στον ύπνο.

Και εν τω μεταξύ οι νύχτες (σε περιπτώσεις και οι μέρες) ήταν δραστήριες, κινήσεις οχημάτων, μυστικών προσώπων, εισβολές σε σπίτια, προσαγωγές, συλλήψεις, εγκλεισμοί, μεταφορές, ξανά δρομολόγια γεμάτων οχηματαγωγών προς τα νησιά του Αιγαίου.
Η Αριστερά στη φάκα.
Η αντίσταση αναβάλλεται. Οι άνθρωποι που θέλουν να μιλήσουν δεν ξέρουν πώς και πού. Μένουν στη σιωπή και στο περιθώριο. Και στη βαθιά απογοήτευση.

Κι έτσι αρχίζει η εποποιία του Παττακού με το μυστρί που εγκαινιάζει έργα, του Παπαδόπουλου που μιλάει ασυνάρτητα από τα δίκτυα ενημέρωσης και κυρίως την άρτι λειτουργήσασα τηλεόραση, ενώ ο παλιός πολιτικός κόσμος περιμένει την παρέμβαση της Ευρώπης ή της Αμερικής που θα τον απαλλάξει από το άγος της χούντας, αλλά κυρίως θα επαναφέρει τα προνόμιά του.

"Μη μιλάς, αυτοί ήρθαν για να μείνουν εκατό χρόνια". Εύβοια 1970

«Μη μιλάς, δεν βλέπεις Κανείς δεν αντιστέκεται»! 

Και οι ανήσυχοι άνθρωποι βουλιάζουν στη σιωπή. Οι άλλοι βολεύονται στο «μη μιλάς, αυτοί ήρθαν για να μείνουν εκατό χρόνια, δεν βλέπεις; Κανείς δεν αντιστέκεται!».

Οι τολμηροί, εκείνοι που δεν έχουν συλληφθεί, σπεύδουν να συγκροτήσουν οργανώσεις με βασικό, σχεδόν αποκλειστικό στόχο να δείξουν στην Ελλάδα (σε όλους εκείνους που βούλιαζαν στη σιωπή και την απογοήτευση) και στο εξωτερικό πως υπάρχει αντίσταση. Ανυπόμονοι και αγχωμένοι να αποδείξουν, να καλύψουν το εκκωφαντικό σιωπηρό κενό.

Οι οργανώσεις είχαν πράγματι ηρωικές εκδηλώσεις, μιας κάποιας απήχησης, αλλά μικρή διάρκεια ζωής.
Η Ασφάλεια αποδεικνυόταν πιο δραστήρια και πιο έτοιμη. Σύντομα τα δίκτυα εξαρθρώνονταν. Και επέστρεφε η απογοήτευση.

Μια μεγάλη ευκαιρία έδωσε ο θάνατος του Γεωργίου Παπανδρέου στις 3 Νοεμβρίου 1968 (δραματική σύμπτωση: στις 3 Νοεμβρίου του 1963 ο Παπανδρέου, ύστερα από καταθλιπτική περίοδο απόλυτης κυριαρχίας της Δεξιάς, αναδεικνυόταν πρωθυπουργός της χώρας και ο λαός στους δρόμους γιόρταζε τον «θρίαμβο» της δημοκρατίας).
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πήραν μέρος στην πιο μαζική αντιδικτατορική διαδήλωση. Φώναξαν συνθήματα, συγκρούστηκαν με την αστυνομία, έφυγαν.

Μετά τι; Κανείς δεν ήταν έτοιμος να υποδεχτεί την οργή. Και κυρίως να την οργανώσει με βάθος, διάρκεια και προοπτική. Η ευκαιρία δεν έγινε δυνατότητα. Κι έτσι η οργή ξαναγύρισε στις οικιακές, ποδοσφαιρικές και εργασιακές ενασχολήσεις. Και στην απογοήτευση.

Η δική μας γενιά δεν είχε προλάβει να πατήσει το πόδι της στην ενηλικίωση. Μόλις που είχε αντιληφθεί τα όσα συνέβαιναν επί «δημοκρατίας» και βρέθηκε να πατά και με τα δυο πόδια στο ακίνητο τοπίο. Δύσκολος τρόπος να ενηλικιώνεται κάποιος («χαμένη γενιά του ’50» μας αποκαλούσαν οι προηγούμενοι, που πρόλαβαν να ζήσουν εκείνη τη σύντομη άνοιξη του ’60).

Νοήματα πυκνά - νοήματα σπάνια 

Μέσα στο νεκρό τοπίο η σιωπή ήταν όρος επιβίωσης και τρόπος ζωής. Τα νοήματα ήταν πυκνά γιατί ήταν σπάνια. Ισως αυτό να προσέδιδε μεγαλύτερη αξία στις λέξεις και τις χειρονομίες, περισσότερη κι απ’ όση είχαν, αλλά απαιτούσε και μεγάλο κόπο. Αλήθειες, ή έστω ιδέες, έπρεπε να κατακτηθούν από την αρχή, φιλίες, επικοινωνίες ανθρώπων, συνεννοήσεις γίνονταν κοπιαστικά. Τα πρόσωπα ήταν αυτό που έδειχναν αλλά περισσότερο εκείνο που δεν έδειχναν. Δεν έφταιγε μόνο που είχαν τοποθετηθεί χαφιέδες παντού.
Ηταν που είχαν τοποθετηθεί επιτηρητές του φόβου εντός του εαυτού μας. Σε μεγάλη κλίμακα.


«Εδώ ήρθες να δεις προκοπή. Σώπασε λοιπόν» 

«Εδώ δεν ήρθες για να ασχοληθείς με περίεργα πράγματα, εδώ ήρθες για κάποιον σκοπό, να σπουδάσεις, να δεις προκοπή. Σώπασε και δούλεψε, λοιπόν» έλεγε ο Πόνος στον μικρό του αδερφό που είχε κατέβει από το χωριό κι έδειχνε ανήσυχος με την κατάσταση.

Χρόνια σαν ένας θολός τόπος, τον οποίο έπρεπε να μαντέψουμε. Ποιος ήταν τι. Τι ήθελε να πει εκείνος που μίλαγε με γρίφους, που έγραφε περίεργα, γιατί κάποιος χανόταν από το προσκήνιο, ένας ηθοποιός, ένας τραγουδιστή ένας γείτονας...

Οι αφηγήσεις ήταν πάντα ελλειμματικές και τα γραφόμενα επίσης. Αν ήταν κάποιος αριστερός, και είχε κάνει εξορία, ακόμη κι αν ήταν σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης -κι είχαν περάσει μόλις λίγα χρόνια από το τέλος εκείνων των στρατοπέδων, σχεδόν είκοσι πέντε, σχεδόν τα μισά απ’ όσα έχουν περάσει σήμερα από το Πολυτεχνείο-, δεν γραφόταν στη βιογραφία το ούτε λεγόταν από τους φρόνιμους γονείς, να μην εκτεθούν τα. παιδιά σε επικίνδυνες πληροφορίες.
Η σπανιότητα πληροφοριών έκανε τις γνώσεις πολύτιμες και εξ αυτού επικίνδυνες. Δεν είχε εφευρεθεί το κόλπο με τη πλημμυρίδα των προσφερόμενων ειδήσεων, όπου μέσα τους χάνεται, δημοκρατικά, το πολύτιμο.

Είναι μερικές περίοδοι που η Ιστορία κάνει στάση γι να σκεφτεί. Δεν λογαριάζει πόσα θύματα θα παρασύρει στην απόγνωση, δεν κάνει τους λογαριασμούς της με μικρούς υπολογισμούς. Καλή ώρα. Οπότε κι εμείς πέσαμε στην εποχή όπου η συνομιλία γινόταν με τη σιωπή, με χειρονομίες, υπαινιγμούς, σύντομες φράσεις, με ερωτήματτα παρά με απαντήσεις. Η επικοινωνία αποκτούσε μεγάλο βάθος και ένταση και η σιωπή ιδιαίτερη αξία.

Φωνές απ' έξω. Διαδήλωση στο Αμστερνταμ για κατάργηση της Γυάρου

«Κανένας δεν φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ»

Θα επικαλεστώ μια περιγραφή του ζωγράφου Κυριάκο Κατζουράκη, όπως την κατέγραψα:

«Το 1968 ο Αντώνης Σαμαράκης θα έδινε διάλεξη στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Συγκεντρωθήκαμε γεμίζοντας ασφυκτικά το αμφιθέατρο, νιώθοντας πως μας δίνεται ευκαιρία να επικοινωνήσουμε και θεωρώντας πως αυτό είναι μια πράξη αντίστασης. Ο συγγραφέας μπήκε στην αίθουσα, κάθισε στο τραπέζι απέναντι μας και σώπαιναι Επί πολλή ώρα σιωπή. Σιωπή και στην αίθουσα, κανένα ήχος, μοναχά ανάσες.

Η σιωπή συνεχιζόταν και κανένας δεν ένιωθε αμηχανία ή την ανάγκη να τη θραύσει, ούτε καν βήχοντας.

Υστερα από αρκετή ώρα ο Αντ. Σαμαράκης έκανε μια ερώτηση: “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;” και ξανά περιέπεσε στην παρατεταμένη σιωπή. Δεύτερη φορά με τον ίδιο τόνο: ‘Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;” και πάλι σιωπή. 
Το επανέλαβε και τρίτη. Και μετά τη σιωπή της τρίτης φοράς έδωσε την απάντηση: “Κανένας δεν φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ”. Και το ακροατήριο ξέσπασε σε ακράτητα χειροκροτήματα, ανακούφισης, νοήματος. Σαν χίλια συνθήματα που δεν ακούγονταν».

Ετσι λοιπόν, όσο ο Αντ. Σαμαράκης σιωπούσε οι μέσα φωνές μιλούσαν σε χαμηλό τόνο και υψηλή ένταση. Κι ενώ ήχος δεν έβγαινε, ο ένας με τον άλλο οι συνευρισκόμενοι είχαν συντονιστεί σε μια εύγλωττη επικοινωνία και όλοι μαζί είχαν εμπλακεί σε ένα παιχνίδι που υπερέβαινε τις αισθήσεις τους. Αυτός είναι ένας τρόπος να πας ως την ουσία.

Φυσικά η σιωπή είναι περίεργο ποτάμι. Ποτέ δεν ξέρεις τι υλικά κατεβάζει. Οπως γράφει ο Γ. Ρίτσος στο ποίημά του «Κάτω από τον ίσκιο του βουνού» («Τέταρτη διάσταση»): «Δεν μπορείς να καταλάβεις αν η σιωπή της είναι κούραση, σοφία, άγνοια, ανοχή, κατανόηση, γενική καταδίκη, γενική παραδοχή, στοργή, κατάφαση, άρνηση, εχθρότητα, ηλιθιότητα ή ένα δικό της ξεχωριστό όνειρο».

Νέα νοήματα σε παλιά τραγούδια βιβλία Φιλμ

Μέσα στα ποτάμια της δικής μας σιωπής εγκαθίσταντο υπόγειες ροές, αφανείς, αθόρυβες, απρόσιτες στους διωκτικούς μηχανισμούς. Ποιήματα ή απλώς στίχοι, παλιά τραγούδια που έπαιρναν νέο νόημα (καθώς τα παλιά με το γνωστό νόημα είχαν επικηρυχθεί), νέα τραγούδια που έδιναν νόημα (ερχόταν ένα λαϊκό: «Αναστενάζει η Κοκκινιά, το Πέραμα υποφέρει, δακρύζει το Αιγάλεω, πονάει το Περιστέρι. Μέσ' της Αθήνας την ψυχή και του Περαία την καρδιά, της φτώχειας το παράπονο ριζώθηκε βαθειά...», που δεν ξέραμε προέλευση και σκοπό αλλά έπαιρνε το νόημα που του έδιναν οι ημέρες).

Οι κινηματογραφικές αίθουσες ανταπέδιδαν τη φιλοφρόνησή μας και μετέδιδαν την εικόνα πολύ μακρύτερα από εκεί που ήθελε να την πάει ο σκηνοθέτης.

Τα υπόγεια στο Μοναστηράκι που πουλούσαν μεταχειρισμένα βιβλία γνώρισαν τα πρόσωπά μας κι ο Κώστας που είχε το καρότσι με τα βιβλία στη Χέυδεν, αν σε εμπιστευόταν, σε πήγαινε στη δίπλα πολυκατοικία, άνοιγε μια πόρτα βαριά και μέσα από έναν σκοτεινό και εξίσου βαρύ διάδρομο σε οδηγούσε στην αποθήκη και σου τύλιγε στο χαρτί το «Κεφάλαιο», το «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», το «Κράτος και επανάσταση».

Κατά ριπές ονόματα εισβάλλουν σε θεατρικές αίθουσες. Ιονέσκο, Πίντερ, Αραμπάλ, Μπέκετ... Το υπόγειο του Κουν!

Αναζητήσεις όχι ως υποκατάστατα πολιτικής ή πραγματικότητας αλλά ως υπαρξιακή ανάγκη.

Ηταν κυρίως αυτογνωσία, γλώσσα αισθημάτων, άρα βαθύτατα πολιτικά.

Με κάποιον τρόπο, ίσως και με όλους τους τρόπους, ήταν ένας δρόμος συγκρότησης πολύ βαθύτερος και αποτελεσματικός (ως βάθος) από την πολιτική φιλολογία και ρητορική, ο οποίος σου επιτρέπει να μπεις στην ουσία -όσο μπορούσαν να μπουν παιδιά 18,20 χρονών. Ηταν να σε οδηγεί στη μέσα εξόρυξη του υλικού σου. Μετά πια δεν είσαι ο προηγούμενος εαυτός σου, είσαι ό,τι επέλεξες να εξορύξεις.

Ηταν μια διαφορετικότητα ούτως ή άλλως. Ο τρόπος που ενηλικιώθηκε η γενιά. Δεν μπορεί να περιγράφει από τα προηγούμενα υλικά ούτε να εισπραχθεί σε βάθος ακόμη και από τους ανθρώπους της αμέσως προηγούμενης, καθώς το μεταξύ τους κενό έγινε χάσμα λόγω του τεκτονικού σεισμού της δικτατορίας.

Δεν πρόκειται για το λεγόμενο χάσμα των γενεών. Πρόκειται για τη μετά τον σεισμικό κλονισμό ζωή. Είναι αλλιώτικη. Οπως αλλιώτικη είναι και η πρόσληψή της. Και μιλάω για τις στιγμές εκείνες, για την περίοδο εκείνη. Τα όσα έγιναν μετά την κατάρρευση της χούντας είναι μια άλλη μεγάλη υπόθεση.

Ετσι διασχίσαμε τον τόπο και τον χρόνο της σιωπής, μέχρι να αρθρωθούν νέες λέξεις. Δεν είναι μια ρομαντική εικόνα όπου ο χρόνος έχει απαλύνει όλες τις δύσκολες και σκοτεινές πλευρές της.
Ο φόβος, η άγνοια, η καχυποψία, οι αντιθέσεις και συγκρούσεις, η αγωνία είναι παρόντα. Κυρίως παρούσες είναι η απογοήτευση και η παραίτηση. Προς τι όλα αυτά σε έναν σκοτεινό τόπο; Πού χαράζει; Και πώς;

Η κηδεία του νομπελίστα Γιώργου Σεφέρη εξελίχθηκε σε διαδήλωση. Μπροστά ο Στρατής Τσίρκας.

Εκεί αρχίζει να ξαναβρίσκει τη δική της φωνή η Ιστορία - φυσικά εμείς δεν είχαμε ιδέα πως όσα κάναμε είχαν σχέση με την Ιστορία, εμείς απλώς ακολουθούσαμε την ορμή και τη σκέψη μας, απαντούσαμε καταφατικά στην πρόσκληση των ημερών.
Φούντωσαν οι οργανώσεις, έγιναν πολλοί οι «δικοί μας», άλλαζε βαθύτερα ο συσχετισμός. Να το πού, να το πώς.

Στιγμιότυπο με πολλαπλές επισημάνσεις: 

Νοέμβρης μήνας πρέπει να ήταν, έναν χρόνο πριν από τον ομώνυμο του 1973, στο Πολυτεχνείο πάλι γινόταν συγκέντρωση την οποία η αστυνομία χτύπησε με αγριότητα. 

Σχεδόν αμέσως μετά, το βράδυ της ημέρας εκείνης, οι τοπικοί φοιτητικοί σύλλογοι είχαν οργανώσει εκδήλωση στην μπουάτ της Χέυδεν όπου εμφανιζόταν ο Διονύσης Σαββόπουλος. Οι πιο πολλοί συμμετέχοντες είχαν έρθει κατευθείαν από την Πατησίων όπου για πολλή ώρα συνεχιζόταν ο κλεφτοπόλεμος, σε έξαψη και έξαρση.

Ακουγαν με ιερή προσήλωση τα τραγούδια και τους έδιναν τα νέα νοήματα. Κάποια στιγμή παρασυρμένοι από αυτήν τη μουσική επικοινωνία ζήτησαν από τον Σαββόπουλο να πει το «Δέντρο».
Το φώναξε κάποιος μια φορά, το επανέλαβε κάποιος δεύτερη, μια τρίτη. Θύμωσε ο καλλιτέχνης και πέταξε μια περιφρόνηση που κοβόταν φέτες: «Σταματήστε» ή «πάψτε» (δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά σαν σκάστε ακουγόταν), «το ξέρω ότι το ξέρετε».

Κάθε φορά, κάθε εκδήλωση ήταν μυσταγωγία και μύηση, ένα ακόμη βήμα στην κοινωνία των αχράντων μυστηρίων του κόσμου, την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα.

Κάποια στιγμή μετρηθήκαμε και είμαστε πάρα πολλοί. Το τυροπιτάδικο της Σόλωνος απέναντι από την Νομική.

Ιδιαίτερα εκείνη τη βραδιά Κι οι λέξεις του Σαββόπου-λου ακούστηκαν σαν πυροβολισμοί με σημάδι την ψυχή μας. Δεν είχαμε πια να πούμε τίποτε μαζί του. Σιωπήσανε όλοι, όπως διέταξε. Συνέχισε να τραγουδάει, αλλά κανείς δεν αισθανόταν πια τι τραγουδούσε, απλώς ακούγαμε.

Ομως ήδη είχε αλλάξει ο καιρός. Οι λέξεις που εγκαταβιούσαν μέσα μας άρχισαν να συγκροτούν προτάσεις που αναγγέλλονταν. Ξαναγεννιόμαστε σε νέο κόσμο. Ηταν επόμενο το αίσθημα να πυρακτωθεί κι ο κόσμος να πάρει χρώματα, το γκρίζο εγκατέλειπε το τοπίο, όχι μόνο τον εσωτερικό μας τόπο αλλά την πόλη, τη χώρα... Δεν μπορούσε να μας σπάσει το βασανιστήριο περιφρόνησης του μουσικού.

Το 1973 έσπασε οριστικά τον φόβο

Ενα διαφορετικό «να προσέχεις»

Είχαμε ήδη μπει στην εποχή της ύπαρξης. Τέλειωνε το 1972. Τα όσα ακολούθησαν είναι πλέον γνωστά.

Το 1973 έσπασε οριστικά τον φόβο, μετέτρεψε τη συμπάθεια και την αδράνεια σε ευμένεια.

Εμαθε τη συμπαράσταση και ακολούθως τη συμμετοχή.
«Να προσέχεις...» είπε αυτήν τη φορά ο Πόνος στον αδερφό του το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου του 1973, όταν τον είδε για λίγο, ξάγρυπνο, αναστατωμένο, αγριωπό. Πάει η εποχή του «κάτσε φρόνιμα, εδώ έχεις έρθει για έναν σκοπό».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου