13.11.19

Από το μικρό στο μεγάλο Πολυτεχνείο

Τα πρώτα σκιρτήματα της εξέγερσης

Του Λεωνίδα Καλλιβρέτη, Ιστορικού - HotHistory

1η Απριλίου και Μπουμπουλίνας 18 

Η ισχύς του δικτατορικού καθεστώτος μπορεί να στηριζόταν στον στρατό και οι ανακρίσεις των σημαντικότερων υποθέσεων αντίστασης να πέρασαν από ένα σημείο κι έπειτα στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, αλλά η καθημερινή διαχείριση του κατασταλτικού μηχανισμού, η διαρκής τρομοκράτηση των πολιτών, το κυνηγητό, οι κακοποιήσεις, οι συλλήψεις και οι περισσότερες ανακρίσεις και βασανισμοί ήταν κυρίως έργο των σωμάτων ασφαλείας, με αιχμή του δόρατος τη Γενική Ασφάλεια Αθηνών.

Ηδη από την πρώτη στιγμή ο ρόλος της ΥΓΑΑ (Υποδιεύθυνσις Γενικής Ασφαλείας Αθηνών) υπήρξε κομβικός στην επιτυχία του πραξικοπήματος, καθώς τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 προχώρησε στη σύλληψη περισσότερων των 600 πολιτών (των οποίων το παρελθόν άφηνε περιθώρια να υποθέσει κανείς ότι θα επιχειρούσαν να κινητοποιηθούν), παραλύοντας έτσι κάθε δυνατότητα άμεσης οργανωμένης αντίδρασης στην περιοχή της πρωτεύουσας.
Οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες εξορίστηκαν στη συνέχεια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της νήσου Γυάρου.

Επακολούθησε ένα διάστημα βαθμιαίας εδραίωσης του καθεστώτος, κατά το οποίο ο ρόλος της ΥΓΑΑ υπήρξε εξίσου αποφασιστικός, εξαπολύοντας απηνή διωγμό έναντίον κάθε απόπειρας αντίστασης (ή και απλής αντίδρασης) εναντίον της δικτατορίας.

Κατά την περίοδο εκείνη δεν χρειαζόταν καν να συμμετέχει κανείς σε κάποια αντιστασιακή οργάνωση προκειμένου να μπει στο στόχαστρο. Πολίτες συλλαμβάνονταν από την Ασφάλεια και οδηγούνταν στα έκτακτα στρατοδικεία για λόγους όπως διασπορά «ψευδών και ανησυχητικών» ειδήσεων, «πολιτικολογία ενώπιον θαμώνων καφενείου», κατοχή απαγορευμένων δίσκων του Θεοδωράκη, ακρόαση εκπομπών ξένων ραδιοσταθμών, φιλοξενία ατόμων χωρίς δήλωσή τους στην αστυνομία και, βεβαίως, εξύβριση της «εθνικής κυβερνήσεως», απείθεια σε διαταγή στρατιωτικής αρχής, άρνηση δηλώσεως στοιχείων σε στρατιωτική περίπολο κ.ο.κ.

Ηδη όμως είχε ξεκινήσει και η δράση των πρώτων αντιδικτατορικών οργανώσεων, πολλά από τα μέλη των οποίων συνελήφθησαν από τη Γενική Ασφάλεια, βασανίστηκαν και στη συνέχεια καταδικάστηκαν από τα στρατοδικεία σε μακρόχρονες ποινές φυλάκισης.

Η φάλαγγα παρέμενε η συνηθέστερη μέθοδος βασανισμού, ενώ είχαν προστεθεί τα κτυπήματα στο κεφάλι, το ξερίζωμα τριχοφυΐας, το βγάλσιμο νυχιών, η κακοποίηση γεννητικών οργάνων κ.ά.

Αρκετά από τα θύματα έπαθαν μόνιμες βλάβες στην υγεία τους, ενώ μια έγκυος κρατούμενη υπέστη αποβολή (και τελικώς μόνιμη στείρωση) εξαιτίας των βασανιστηρίων. 
Το κακόφημο στίγμα της οδού Μπουμπουλίνας διασώζεται περισσότερο στη δημόσια μνήμη εξαιτίας της ευρείας δημοσιότητας που πήρε από πολύ νωρίς, χάρη στο σθένος ορισμένων κατηγορουμένων που κατήγγειλαν την κακοποίησή τους κατά τη διάρκεια της δίκης τους, χάρη σε άλλους που δημοσίευσαν επώνυμα τις εμπειρίες τους στο εξωτερικό ήδη από την εποχή της δικτατορίας αλλά και χάρη στο διάσημο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη «Το σφαγείο», με την αναφορά στη διαβόητη ταράτσα όπου βασανίζονταν οι κρατούμενοι.

Τα βασανιστήρια στην Ασφάλεια της Μπουμπουλίνας είχαν αποτελέσει εξάλλου αντικείμενο έρευνας διεθνών οργανώσεων, με ανάλογα δημοσιεύματα την ίδια περίοδο, ενώ υπήρξαν και μία από τις βασικές κατηγορίες (αν όχι η βασικότερη) που οδήγησαν το καθεστώς στο εδώλιο του κατηγορουμένου και κατέληξαν στην καταδίκη του από το Συμβούλιο της Ευρώπης και την αποπομπή της Ελλάδας από τον οργανισμό.

Προσαγωγές, συλλήψεις και ανακρίσεις 

Εκτιμάται ότι από το 1971 μέχρι τη μεταπολίτευση στην Ασφάλεια της Μεσογείων ανακρίθηκαν και κακοποιήθηκαν βάναυσα περισσότεροι από 3.000 αντίπαλοι του καθεστώτος, μεταξύ των οποίων στελέχη πολιτικών κομμάτων και αντιδικτατορικών οργανώσεων αλλά και απλοί πολίτες. Στην πλειονότητά τους ωστόσο οι προσαγόμενοι στο κτίριο της οδού Μεσογείων ήταν νεαροί φοιτητές και φοιτήτριες, καθώς η περίοδος εκείνη συμπίπτει με τη ραγδαία ανάπτυξη του μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος στα πανεπιστήμια.

Στο κτίριο της Μεσογείων 14-18 κατέληγε συνήθως κάποιος με δύο διαφορετικούς τρόπους: είτε συλλαμβανόταν απευθείας, στο πλαίσιο οργανωμένου κτυπήματος της Ασφάλειας σε αντιστασιακές οργανώσεις ή κατά τη διάρκεια αντιδικτατορικών εκδηλώσεων, διαδηλώσεων, καταλήψεων κ.λπ. είτε εξαναγκαζόταν να προσέλθει ο ίδιος προκειμένου να παραλάβει το δελτίο ταυτότητάς του που του είχε αφαιρεθεί crro πλαίσιο αστυνομικών ελέγχων ή διότι είχε λάβει το περίφημο έγγραφο που τον καλούσε να παρουσιαστεί στην Ασφάλεια «δi' υπόθεσίν του».

Σε όλες τις περιπτώσεις διεξαγόταν μια καταρχήν ανάκριση, που άλλοτε κατέληγε στην απόλυσή του σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τις κατάλληλες «νουθεσίες» και άλλοτε στη συνέχιση της κράτησής του για περαιτέρω «δραστικότερες» μεθόδους ανάκρισης, που ενδεχομένως κατέληγαν στην παραπομπή του σε δίκη.

Οι ανακρίσεις αυτές συνοδεύονταν κατά κανόνα από βιαιοπραγίες, το εύρος των οποίων περιγράφεται με μια γραφειοκρατική αλλά σαφή γλώσσα στο πόρισμα της δικαστικής έρευνας που διεξάχθηκε μετά τη μεταπολίτευση. Ξεκινούσαν από «ισχυρά γρονθοκοπήματα εις την κεφαλήν, το πρόσωπον και το στήθος», «λακτίσματα εις τους πόδας και τα γεννητικά όργανα», «κτυπήματα διά ξυλίνου ροπάλου ή γκλομπ ή καλωδίου ή μαστιγίου εις το σώμα», «εκρίζωσιν των τριχών της κεφαλής και του υπογενείου» και στη συνέχεια «πάτημα διά των τακουνίων ή κτύπημα διά σφυρίου επί των ονύχων των ποδών», «ισχυρά πίεσις των βολβών των οφθαλμών» κ.λπ.

Οι κακοποιήσεις αυτές λάμβαναν χώρα καταρχήν στα γραφεία των «ανακριτών» στον 4ο όροφο και συνεχίζονταν κατά περίπτωση εντός των κελιών του 5ου ορόφου, στους διαδρόμους έξω από τα κελιά, ακόμη και στις τουαλέτες. Συχνά, ωστόσο, ακολουθούσε μεταφορά του κρατουμένου στο υπόγειο γκαράζ, «πρόσδεσις επί του αυτόθι υπάρχοντος πάγκου εν ύπτια θέσει και κτυπήματα επί των πελμάτων διά καδρονιού ή σιδηράς ράβδου, μέχρι απώλειας των αισθήσεων (βασανιστήριον της φάλαγγας)», «πρόσδεσις σχοινιού εις τα γεννητικά όργανα και έλξις αυτών», «έμπηξις ροπάλου εις τον πρωκτόν», «πυρ εις τας τρίχας των γεννητικών οργάνων δι’ ανημμένου τεμαχίου χάρτου» κ.λπ.

Σε περιπτώσεις νεαρών φοιτητριών καταγράφονται επιπλέον κακοποιήσεις σεξουαλικής υφής, όπως «εκρίζωσις των τριχών του εφηβαίου», «περίσφιξις των γεννητικών οργάνων» και «έντονος έλξις των μαστών», συνοδευόμενες από απειλές ομαδικού βιασμού, ενώ μαρτυρούνται και δύο πραγματικές απόπειρες βιασμού κατά τους τελευταίους μήνες της δικτατορίας.

ΚΚΕ Εσωτερικού

Στις 18 Οκτωβρίου 1971, ενώ βρίσκονταν ακόμη στην Ασφάλεια, οι εξαδέλφες Αγριαντώνη μεταφέρθηκαν εσπευσμένα από τα μεμονωμένα κελιά τους σε ένα από τα μεγάλα πλαϊνά κελιά (πιθανότατα το υπ’ αρ. 4), όπου βρέθηκαν μαζί με τις συγκρατούμενές τους Ειρήνη Κελαϊδήτου και Ζωή Χριστοφίδου.
Η αιτία αυτών των μετακινήσεων έγινε αντιληπτή λίγο αργότερα, όταν άκουσαν «ποδοβολητά» καθώς μεταφέρονταν εκείνη τη νύχτα στα υπόλοιπα κελιά οι 32 συλληφθέντες ως μέλη του ΚΚΕ Εσωτερικού. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν σημαντικά στελέχη, όπως ο 68άχρονος παλαίμαχος κομμουνιστής ηγέτης Μήτσος Παρτσαλίδης και ο 55άχρονος γενικός γραμματέας του κόμματος Μπάμπης Δρακόπουλος.

Οι συλληφθέντες κρατήθηκαν στην Ασφάλεια για περίπου έναν μήνα και κακοποιήθηκαν στη διάρκεια των ανακρίσεων, κυρίως από τα μεσαία στελέχη. «Με χτυπούσαν στο κεφάλι, στο κορμί, με γροθιές και με βούρδουλα από ηλεκτρικό καλώδιο» αναφέρει η τότε 26άχρονη Γερμανίδα δικηγόρος Χανελόρε Ρουνψτ (Hannelore Runft), συμπληρώνοντας: «Προσπάθησαν να με φοβίσουν με κάθε μορφής απειλές. Μού έλεγαν “μη νομίζεις ότι θα σε σεβαστούμε επειδή είσαι ξένη, θα σου κάνουμε τα ίδια που κάνουμε και στους Έλληνες”. Είχα ακούσει στην Ευρώπη τα βασανιστήρια που κάνουν στους Ελληνες πολίτες και τώρα ξαφνικά βρισκόμουν απροστάτευτη στα χέρια τους. Τις νύχτες δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τις κραυγές των ανθρώπων που βασάνιζαν».

«Ο Μπάμπαλης με κτυπούσε με γροθιές, κλοτσιές και με ένα μαστίγιο από στριμμένα καλώδια, ενώ με απειλούσε “θα σε λειώσω, όπως και την Παπαθανασοπούλου”» καταθέτει ο τότε 37χρονος απόστρατος υποπλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού και γιατρός Γιώργος Γρηγοριάδης, ο οποίος έπαθε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς από τα βασανιστήρια στην Ασφάλεια, προσθέτοντας: «Με ρημάξανε στο ξύλο πιστεύοντας ότι θα μιλήσω. Τους είπα από την αρχή “Εγώ δεν θα μιλήσω. Δεν πρόκειται να σας πω τίποτα. Είμαι αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού” [...] Μετά με άρχισαν και με χτυπάγανε εβδομάδες. Ξύπνησα στο νοσοκομείο πια, όπου η γυναίκα μου είχε κινητοποιήσει τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και με βρήκε». 
Ερωτώμενος στο δικαστήριο πού στόχευε κατά τη γνώμη του αυτή η συμπεριφορά των ανακριτών, εκτίμησε ότι τα βασανιστήρια είχαν σκοπό να αποσπάσουν ομολογίες και να δημιουργήσουν κατηγορίες εκεί που δεν υπήρχαν, εξαιτίας της ανικανότητας των αστυνομικών-βασανιστών να συλλέξουν με μεθοδικό τρόπο στοιχεία σε βάρος των αντιστασιακών οργανώσεων και να τις εξαρθρώσουν.

Η Παπαθανασοπούλου, την οποία ο Μπάμπαλης ανέφερε στον Γρηγοριάδη καυχώμενος ότι την είχε λειώσει, ήταν η 47χρονη τότε καθηγήτρια φιλόλογος Ασπασία Παπαθανασοπούλου, που είχε επίσης συλληφθεί τότε και είχε βρεθεί στην Ασφάλεια της Μεσογείων, όπου μια ομάδα αστυνομικών με επικεφαλής τον υπαστυνόμο Ευάγγελο Γιαννικόπουλο την κακοποίησαν επανειλημμένα
«με γροθιές και κλοτσιές», ενώ ο Μπάμπαλης την απειλούσε με ένα περίστροφο. Στη συνέχεια την απομόνωσαν σε ένα κελί, αφήνοντάς την χωρίς τροφή επί είκοσι μέρες: «Αποτέλεσμα αυτών ήταν να εξαντληθώ τελείως και στην κυριολεξία να σέρνομαι».

Τον Φεβρουάριο του 1972 εκδόθηκε το βούλευμα που παρέπεμπε σε δίκη δεκαεννέα από τους τριάντα τρεις αρχικώς συλληφθέντες. Από τους παραπεμπόμενους προφυλακίστηκαν οι οκτώ στις φυλακές Κορυδαλλού, ενώ οι υπόλοιποι κρίθηκαν προσωρινά αποφυλακιστέοι.

Στη δίκη που διεξάχθηκε τον Ιανουάριο του 1973 (έπειτα από προφυλάκιση ενός χρόνου, τριών μηνών και δέκα ημερών) καταδικάστηκαν τελικά σε ποινές μεταξύ ενός και δώδεκα ετών ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Μπάμπης Δρακόπουλος, η Ασπασία Παπαθανασοπούλου, ο εργάτης Γεράσιμος Αντωνίου, ο οικοδόμος Δημήτρης Βολοβίνης, ο τραπεζικός υπάλληλος Νίκος Δημάκος, η Χανελόρε Ρουνφτ και η Ζωή Βέη. Οι δύο τελευταίες αποφυλακίστηκαν καθώς ο χρόνος προφυλάκισής τους υπερέβαινε την ποινή τους.

«20ή Οκτώβρη»

Ενώ βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη οι προσαγωγές κατηγορουμένων για συμμετοχή στο ΚΚΕ Εσωτερικού, οδηγήθηκαν στις 20 Οκτωβρίου 1971 στην Ασφάλεια και άλλα τέσσερα άτομα. Επρόκειτο για το τρίτο κτύπημα των καταδιωκτικών αρχών μέσα σε έναν μήνα και αυτήν τη φορά αφορούσε τον πυρήνα μιας από τις πλέον εμβληματικές οργανώσεις της δυναμικής αντίστασης, του Κινήματος 20ής Οκτώβρη.

Συνελήφθησαν ο 24χρονος φοιτητής της Ιατρικής Νίκος Μανιός, ο 23χρονος φοιτητής της Φυσικομαθηματικής Γιώργος Σαγιάς, ο 34χρονος φοιτητής της Ανωτάτης Γεωπονικής Νίκος Χρυσανθόπουλος και ο 30χρονος υδραυλικός Απόστολος Μανωλάκης, ενώ επικηρύχθηκαν ως καταζητούμενα άλλα δύο άτομα που διέφυγαν.

Αμέσως μετά τη σύλληψή του ο Γιώργος Σαγιάς οδηγήθηκε στον 4ο όροφο της Μεσογείων, στο Τμήμα Πνευματικής Κινήσεως: «Ο Καραπαναγιώτης άρχισε να με κτυπά με τα χέρια του, και σε συνέχεια κάποιος άλλος με χτυπούσε με ένα χοντρό, διπλό καλώδιο. Ηταν αρκετοί μέσα στο γραφείο του Καραπαναγιώτη. Αρχισαν να με βρίζουν και να με χτυπούν όλοι μαζί, άλλος με κλοτσιές, άλλος μου πατούσε τα δάχτυλα των ποδιών με τα τακούνια του, άλλος πιάνοντάς με από τα μαλλιά μου κτυπούσε το κεφάλι στον τοίχο».

Μετά τη συνεχιζόμενη άρνησή του να απαντήσει στις ερωτήσεις τους, έξι με επτά ασφαλίτες, με επικεφαλής τους υπαστυνόμους Κραββαρίτη και Σμαϊλη, τον κατέβασαν στο υπόγειο: «Με υποχρέωσαν να γδυθώ τελείως, με ξάπλωσαν σε έναν πάγκο και με έδεσαν έτσι που να μην μπορώ να κουνηθώ, μου σκέπασαν τα μάτια και με χτυπούσαν με μια σωλήνα στις πατούσες και στα γεννητικά μου όργανα. Ταυτόχρονα αυτός που μου έκλεινε τα μάτια μου τα πίεζε με τους αντίχειρές του και ένιωθα να βουλιάζουν μέχρι μέσα. Οταν με ανέβασαν ξανά, δεν μπορούσα να σταθώ μόνος μου, με βαστούσαν συνέχεια».

Ανάλογη τύχη περίμενε και τον σύντροφό του Νίκο Μονιό: «Το ίδιο βράδυ κιόλας με πήραν από το κελί μου όπου κοιμόμουν -στο πάτωμα-, με κατέβασαν με κλοτσιές και χαστούκια στο υπόγειο, αφού προηγουμένως μου έδεσαν τα μάτια. Εκεί με υποχρέωσαν να γδυθώ, στη συνέχεια με έδεσαν πάνω σ’ έναν πάγκο, κάποιος άρχισε να με κτυπά στα πέλματα με έναν σωλήνα. Ενώ ένας άλλος είχε δέσει το πέος με νάιλον νήμα και το τραβούσε. Εκείνος που περνούσε φάλαγγα με χτύπαγε κατά διαστήματα στους όρχεις με τον σωλήνα. Ολοι μου έλεγαν πως θα με αχρηστεύσουν για πάντα. Ενας τρίτος με κτυπούσε στην κοιλιά και στο πρόσωπο. Σταμάτησαν για λίγο να με χτυπούν και με απειλούσαν για χειρότερα βασανιστήρια.
Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ και η φάλαγγα ξανάρχισε, ώσπου σε μια στιγμή με έπιασε κάποιος από τον λαιμό και τη μύτη και προσπαθούσε να με πνίξει, πιέζοντας με δύναμη τον λάρυγγά μου.

Τα κτυπήματα στα πόδια και στους άρχεις επαναλήφθηκαν για μία ακόμη φορά. Δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό το μαρτύριο. Υστερα με σήκωσαν και μ’ έτρεχαν γυμνό και με δεμένα μάτια γύρω γύρω και μου χτυπούσαν το κεφάλι στους τοίχους».

Οι φοιτητές στο προσκήνιο (άνοιξη 1972)

Η άνοιξη του 1972 σημαδεύτηκε από μια σειρά γεγονότων που αποτέλεσαν εναρκτήριο λάκτισμα του νέου μαζικού κινήματος, το οποίο επρόκειτο να χαρακτηρίσει την τελευταία περίοδο της δικτατορίας. Τα γεγονότα αυτά ήταν, κατά χρονολογική (χονδρικώς) σειρά, η έναρξη της πολύμηνης απεργίας των σπουδαστών υπομηχανικών, η πύκνωση των δραστηριοτήτων της ΕΜΕΠ και της ΕΚΙΝ
(με αποτέλεσμα τη βίαιη διάλυση των δύο σωματείων), οι πρώτες καθαρά πολιτικές αντιδικτατορικές διαδηλώσεις του Απριλίου και του Μαΐου (Προπύλαια Πανεπιστημίου, Μουσείο, συναυλία Σπόρτιγκ κ.λπ.) και, τέλος, οι προσφυγές στα πρωτοδικεία με αίτημα τη διεξαγωγή εκλογών στους φοιτητικούς συλλόγους.

Στις επόμενες σελίδες θα προσεγγίσουμε διαδοχικά τα προαναφερόμενα γεγονότα και τις διώξεις που σχετίζονται με αυτά, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι συχνά επρόκειτο για συγκοινωνούντα δοχεία, καθώς στη δυναμική εξέλιξη των πραγμάτων υπήρχε ευρεία αλληλοεπικάλυψη των δράσεων και των προσώπων.

Απεργία των υπομηχανικών 

Η απεργία των σπουδαστών της Ανωτέρας Σχολής Υπομηχανικών ξεκίνησε στις 3 Μαρτίου 1972 (με αφορμή την κατάργηση ορισμένων επαγγελματικών τους δικαιωμάτων που σχέδιαζε η δικτατορία) και κράτησε, με διαλείμματα, ολόκληρη εκείνη τη χρονιά. Η μαζικότητα της απεργίας τους (συμμετείχε το σύνολο των 1.300 σπουδαστών) και οι δημόσιες εκδηλώσεις με πανό και συνθήματα στο μέσον της πρωτεύουσας όπου βρισκόταν τότε η σχολή (Πατησίων 146, γνωστή και ως «Μικρό Πολυτεχνείο») θορύβησαν το καθεστώς, που προσπάθησε να κάμψει τον αγώνα τους άλλοτε με προσωρινές υποχωρήσεις (αναβολή της δημοσίευσης του σχετικού διατάγματος) και άλλοτε με απειλές (ενδεχόμενη κατάργηση της σχολής και αποβολή του συνόλου των σπουδαστών, αν συνεχιζόταν η απεργία), ενώ επέσπευσε τις διαδικασίες μετακόμισης της σχολής μακριά από το κέντρο της Αθήνας, στη Νέα Φιλαδέλφεια.

Στην υπόθεση δεν άργησε να αναμειχθεί και η Ασφάλεια, διώκοντας όσους πρωτοστατούσαν στην απεργία. Δεδομένου ότι η δικτατορία συνήθιζε να χαρακτηρίζει συλλήβδην «αναρχικούς» όσους συμμετείχαν σε αντικαθεστωτικές κινητοποιήσεις, δεν ξενίζει καταρχήν η καταγγελία του Παττακού ότι η απεργία των υπομηχανικών «έχει ως κίνητρον την δημιουργίαν αναρχικών εκδηλώσεων». Ωστόσο στην περίπτωση εκείνη είχε πέσει μέσα κυριολεκτικά, καθώς μεταξύ των πρωταγωνιστών συγκαταλέγονταν πράγματι δύο αναρχικοί, ο Στέλιος Βασιλειάδης και η Αγγέλα Φωτεινού, οι οποίοι συνελήφθησαν από την Ασφάλεια στις αρχές Μαΐου του 1972.

Η είδηση της βάναυσης κακοποίησης του Στέλιου Βασιλειάδη στη Μεσογείων δεν άργησε να διαδοθεί. Εκτός από τα συνήθη γρονθοκοπήματα, που προκάλεσαν το σπάσιμο της σιαγόνας του, τα βασανιστήρια που υπέστη περιλάμβαναν «φάλαγγα, βγάλσιμο νυχιών, σύνθλιψη γεννητικών οργάνων», με αποτέλεσμα η κατάσταση της υγείας του να καταστεί τόσο κρίσιμη ώστε ακόμη και οι γιατροί του καθεστώτος να αρνηθούν να αναλάβουν την ευθύνη, φοβούμενοι μήπως πεθάνει στα χέρια τους και τελικά τον άφησαν.
Η Αγγέλα Φωτεινού, αφού κρατήθηκε στην Ασφάλεια επί έναν μήνα, οδηγήθηκε στον Κορυδαλλό, απ’ όπου αποφυλακίστηκε προσωρινά στις 3 Ιουλίου 1972.

ΕΜΕΠ και ΕΚΙΝ

Η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων (ΕΜΕΠ) και η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων (ΕΚΙΝ) ήταν δύο σωματεία που είχαν συγκροτηθεί νομίμως το 1970 και είχαν δραστηριοποιηθεί κυρίως στη διοργάνωση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και διαλέξεων σε δημόσιους χώρους, με διάφορα σύγχρονα θέματα.

Ενα αξιοσημείωτο κοινό χαρακτηριστικό των δύο σωματείων υπήρξε η εμπλοκή σε αυτά, και μάλιστα από την ιδρυτική τους φάση, ατόμων μεσαίας και σε ορισμένες περιπτώσεις μεγαλοαστικής προέλευσης, με πολιτικά μετριοπαθές -ας το πούμε συμβατικά κεντρώο- προφίλ.
Ωστόσο η θεματολογία των εκδηλώσεων, το προφίλ των εισηγητών αλλά και η ανταπόκριση του ευρύτερου κοινού δεν άργησαν να κινήσουν το ενδιαφέρον των διωκτικών αρχών, που δημιούργησαν σταδιακά έναν κλοιό παρακολούθησης και ολοένα εντεινόμενης τρομοκράτησης γύρω από την ΕΜΕΠ και την ΕΚΙΝ.
Η παρουσία ασφαλιτών στις εκδηλώσεις, οι έλεγχοι κατά την προσέλευση του κοινού, η αφαίρεση ταυτοτήτων και η κλήση μελών στην Ασφάλεια «δι’ υπόθεσίν των» έγιναν σύντομα κανόνας.

Κατά την περίοδο που εξετάζουμε οι εκδηλώσεις των δύο σωματείων είχαν πυκνώσει, φτάνοντας τις είκοσι τους πρώτους μήνες του 1972. Ορισμένες από αυτές είχαν προκαλέσει ευρύτερη αίσθηση, όπως ενδεικτικά η διάλεξη της Βρετανίδας οικονομολόγου Τζόαν Ρόμπινσον (Joan Robinson) στις 17 Μαρτίου (ΕΚΙΝ), που οδήγησε στην απαγόρευση της δεύτερης προγραμματισμένης εμφάνισής της, καθώς και η ομιλία του Γερμανού συγγραφέα Γκίντερ Γκρας (Giinter Grass) στις 20 Μαρτίου
(ΕΜΕΠ), που προκάλεσε την έντονη δημόσια αντιπαράθεση του ομιλητή με τον εκπρόσωπο Τύπου του δικτατορικού καθεστώτος.
Η διάλεξη του συγγραφέα Βασίλη Ρώτα με θέμα «Το νόημα της ελευθερίας», που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της ΕΚΙΝ στις 29 Απριλίου, και η ανοικτή συζήτηση που οργάνωσε η ΕΜΕΠ στο Θέατρο Αλφα του Στέφανου Αηναίου στις 8 Μαΐου με αντικείμενο τα ανθρώπινα δικαιώματα υπήρξαν και το κύκνειο άσμα των δύο σωματείων.

Μεταξύ 29ης Απριλίου και 20ής Μαΐου συνελήφθησαν από την Ασφάλεια τουλάχιστον τριάντα τέσσερα μέλη της ΕΚΙΝ, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρός της Παναγιώτης Κανελλάκης, που πιάστηκε στις 5 Μάίου και παρέμεινε ανακρινόμενος στα κρατητήρια της Μεσογείων επί έναν μήνα.

Στις 9 Μαΐου συνελήφθησαν με τη σειρά τους και οδηγήθηκαν στη Γενική Ασφάλεια τα μέλη του ΔΣ της ΕΜΕΠ Γιώργος Κουμάντος και Αναστάσης Πεπονής και την επομένη ο πρόεδρός της Γιάγκος Πεσμαζόγλου, οι οποίοι στη συνέχεια μαζί με ορισμένα άλλα «ενοχλητικά» πρόσωπα εκτοπίστηκαν σε απομονωμένα δυσπρόσιτα ορεινά χωριά.

Την ίδια στιγμή διατασσόταν η διάλυση των δύο σωματείων με την κατηγορία ότι ανέπτυσσαν «δραστηριότητα αποσκοπούσαν εις την δημιουργίαν κλίματος οξύτητας, διχασμού και αναταραχής γενικώς, δι’ εξ-τρεμιστικών ενεργειών».
Με την κίνηση αυτή η στρατιωτική κυβέρνηση απεδείκνυε ότι έπειτα από πέντε χρόνια μονοκρατορίας και παρά τις διακηρύξεις περί σταδιακής"φιλελευθεροποίησης" δεν ήταν σε θέση να αντέξει καν ακαδημαϊκές συζητήσεις ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους κατά τις οποίες αξιοπρεπείς πολίτες διαλέγονταν ήρεμα περί Ευρώπης, περί τέχνης κ.λπ., αρθρώνοντας μετριοπαθή αλλά αποφασιστικό λόγο που έθετε υπό αμφισβήτηση το καθεστωτικό «αφήγημα».

Οι πρώτες διαδηλώσεις

Το πρωί της 21ης Απριλίου 1972, ενώ η ηγεσία του καθεστώτος γιόρταζε την πέμπτη επέτειο του πραξικοπήματος με δοξολογία στη Μητρόπολη και κανονιοβολισμούς από το πυροβολείο του Λυκαβηττού, άρχισαν σταδιακά να συγκεντρώνονται έξω από το ιστορικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών καμιά εκατοστή νέοι, κυρίως φοιτητές.
Καθισμένοι στα σκαλάκια μπροστά από τα Προπύλαια, άρχισαν κάποια στιγμή να ψάλλουν τον «Υμνο εις την ελευθερία»· ακολούθησε το γνωστό ριζίτικο τραγούδι της Κρήτης «Πότε θα κάμει ξαστεριά» (που αναδεικνυόταν ήδη σε επαναστατικό θούριο του αντιδικτατορικού αγώνα), αλλά και τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, φωνάζοντας ρυθμικά συνθήματα όπως «Ελευθερία» και «Δημοκρατία».

Ο αιφνιδιασμός των αρχών ασφαλείας υπήρξε πλήρης. Τελικώς έσπευσε στο σημείο εκείνο αστυνομική δύναμη μαζί με ασφαλίτες του Σπουδαστικού, που διέλυσαν βίαια τη συγκέντρωση, συλλαμβάνοντας έντεκα άτομα τα οποία προσάχθηκαν στην Ασφάλεια. Αλλοι περίπου πενήντα φοιτητές που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι λίγα μέτρα παραπέρα, μπροστά από το κτίριο της Πανεπιστημιακής Λέσχης, διέφυγαν εγκαίρως.

Η ολιγομελής εκείνη εκδήλωση με τη μορφή ειρηνικής «καθιστικής διαμαρτυρίας» υπήρξε κατά κάποιον τρόπο το εγερτήριο σάλπισμα μιας πορείας που επρόκειτο να οδηγήσει την επόμενη χρονιά στα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου.

Την επομένη. 22 Απριλίου, ο αιφνιδιασμός υπήρξε μεγαλύτερος καθώς, ειδοποιημένοι από στόμα σε στόμα, ισάριθμοι νέοι (όχι κατ' ανάγκη στο σύνολό τους οι ίδιοι με εκείνους της προτεραίας) συγκεντρώθηκαν στα σκαλάκια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αυτήν τη φορά και, αφού τραγούδησαν πάλι τον εθνικό ύμνο και την «Ξαστεριά», διαδήλωσαν επί της Πατησίων, διερχόμενοι μπροστά από το Πολυτεχνείο, φωνάζοντας ξανά «Ελευθερία» και «Δημοκρατία» και στη συνέχεια διαλύθηκαν, την ώρα που έφταναν επιτόπου τα περιπολικά της Αμέσου Δράσεως.

Ομως η τρίτη απόπειρα δεν εξελίχθηκε εξίσου καλά. Το σχέδιο να πραγματοποιηθεί μια συγκέντρωση στην πλατεία Κοτζιά στις 30 Απριλίου (με την ευκαιρία της επικείμενης Πρωτομαγιάς) φαίνεται ότι διέρρευσε και «η πλατεία ήταν γεμάτη αστυνομικούς».
Εκείνη την ημέρα και τις επόμενες συνελήφθησαν είκοσι φοιτητές, ενώ δεκάδες άλλοι προσάχθηκαν και ανακρίθηκαν στην Ασφάλεια, τους περισσότερους από τους οποίους, σύμφωνα με μαρτυρίες, «τους έσπασαν στο ξύλο» προκειμένου «να ομολογήσουν ποιοι τους υποκινούν», αλλά και στοχεύοντας στον εκφοβισμό τους.

Αντί όμως τα «τρομοκρατικά αυτά μέτρα» να αποφέρουν τους προσδοκώμενους καρπούς, προκάλεσαν το αντίθετο αποτέλεσμα, όπως φάνηκε και από το γεγονός ότι δύο εβδομάδες αργότερα, στις 15 Μαΐου 1972, πραγματοποιήθηκε η μαζικότερη μέχρι τότε αντιδικτατορική εκδήλωση, με αφορμή μια συναυλία που διοργάνωσε η Φοιτητική Ενωση Κρητών (ΦΕΚ), στο γήπεδο Σπόρτιγκ, με τον μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο και τον λυράρη και τραγουδιστή Νίκο Ξυλούρη, του οποίου οι ερμηνείες των ριζίτικων τραγουδιών, ιδιαίτερα της «Ξαστεριάς», είχαν ήδη γίνει «σημαία της αντίστασης».
Το γήπεδο γέμισε ασφυκτικά από 3.500 άτομα, που συμμετείχαν συνεχώς στο πρόγραμμα τραγουδώντας και χειροκροτώντας, ενώ μετά το πέρας της συναυλίας περίπου διακόσιοι φοιτητές συγκρότησαν διαδήλωση στην οδό Πατησίων, φωνάζοντας συνθήματα και τραγουδώντας «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Επακολούθησε βίαιη επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων, που προχώρησαν στη σύλληψη οχτώ διαδηλωτών.

Οι εβδομάδες της υπόκωφης σιωπής 

Οι επόμενες εβδομάδες έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ξεκινώντας από την εκ νέου επιβολή μιας «άτυπης» προληπτικής λογοκρισίας στον ημερήσιο Τύπο. Πράγματι ο Παττακός απείλησε τους εκδότες με κλείσιμο των εφημερίδων τους εάν δημοσίευαν από τούδε και στο εξής οτιδήποτε σχετικό με τις «φοιτητικές αναταραχές» πλην των επίσημων ανακοινώσεων.
Η απαγόρευση τηρήθηκε γενικά μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, με την εξαίρεση της εφημερίδας «Η Βραδυνή» και της αγγλόφωνης «Athens News».

Την περίοδο εκείνη της ελλιπούς ενημέρωσης και των κλειστών πανεπιστημιακών χώρων επαναξιοδοτήθηκαν τα εθνοτοπικά σπουδαστικά σωματεία, όπως των Κρητών, των Ηπειρωτών, των Χιωτών, των Στερεοελλαδιτών, των Ηλείων κ.ά. ως χώροι επικοινωνίας και ζύμωσης.

Σε καθημερινή σχεδόν βάση οι φοιτητές έσπευδαν σε αυτά τα φιλόξενα νεανικά στέκια που βρίσκονταν στο κέντρο της Αθήνας προκειμένου να ανταλλάξουν πληροφορίες, να μοιραστούν προβληματισμούς και να συζητήσουν τις επόμενες κινήσεις τους.
Αυτό ήταν φυσικά γνωστό στην Ασφάλεια, που είχε δημιουργήσει έναν κλοιό ασφυκτικής παρακολούθησης και ολοένα εντεινόμενης τρομοκράτησης γύρω από αυτά τα συνήθως μικροσκοπικά εντευκτήρια, τα περισσότερα από τα οποία στεγάζονταν σε παρόδους της πλατείας Κάνιγγος και της οδού Ακαδημίας.

Κάθε βράδυ συνεργεία ασφαλιτών με επικεφαλής υπαστυνόμους του Σπουδαστικού σταματούσαν τους προσευχόμενους μέσα στο μισοσκόταδο και τους έπαιρναν τις ταυτότητες, με την εντολή να παρουσιαστούν για να τις παραλάβουν το επόμενο πρωί στη Μεσογείων, όπου τους ανέμεναν οι «δέουσες συστάσεις», δηλαδή ένα ξυλοφόρτωμα στην καλύτερη περίπτωση.
Στο διάστημα που εξετάζουμε, από τις 6 μέχρι τις 19 Μαρτίου 1973, έχουμε επίσημα καταγεγραμμένες τουλάχιστον εξήντα οκτώ περιπτώσεις, κατά τις οποίες αφαιρέθηκαν οι ταυτότητες από άτομα με την κατηγορία ότι μετέβαιναν στα γραφεία των εθνοτοπικών συλλόγων «προς σύσκεψιν και λήψιν αποφάσεως επί της περαιτέρω πορείας του φοιτητικού κινήματος».

Η εισβολή στη Νομική

Το πανεπιστήμιο άνοιξε ξανά τις πύλες του στις 14 Μαρτίου 1973 και αμέσως οι εκλεγμένες φοιτητικές επιτροπές υπέβαλαν αιτήσεις για την πραγματοποίηση συγκεντρώσεων τη μεθεπομένη.
Η Σύγκλητος αρνήθηκε να επιτρέψει τις συγκεντρώσεις και κάλεσε τους φοιτητές να ασχοληθούν με τα μαθήματά τους διότι «ο εναπομείνας μέχρι της λήξεως του πανεπιστημιακού έτους χρόνος είναι βραχύς».

Η ανακοίνωση αυτή έγινε γνωστή στις 16 Μαρτίου, αλλά παρά ταύτα συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν για άλλη μια φορά στα σκαλάκια της Νομικής, της Φιλοσοφικής και του Χημείου και στα προαύλια του Πολυτεχνείου και της Ιατρικής, με μαχητική διάθεση, συνθήματα και έγκριση ψηφισμάτων που έθεταν και πάλι τα φοιτητικά αιτήματα.
Η Ασφάλεια ήταν βεβαίως και πάλι παρούσα και προχώρησε σε τριάντα επτά συλλήψεις. Από τους συλληφθέντες οι είκοσι οκτώ αφέθηκαν αυθημερόν (μετά τις δέουσες συστάσεις), ενώ από τους υπολοίπους κρατήθηκαν στη Μεσογείων οι μεν πέντε για ενδελεχέστερη ¨ανλακριση οι δε άλλοι τέσσερις λόγω προϋπάρχοντος εντάλματος σύλληψης. του Εκτάκτου Στρατοδικείου.

Οι επιτροπές της Νομικής και της Φιλοσοφικής υπέβαλαν αμέσως νέες αιτήσεις για την άδεια συγκεντρώσεων, οι οποίες και πάλι δεν έγιναν δεκτές.
Μέσα σε αυτό το κλίμα και σε μια προσπάθεια υπέρβασης του αδιεξόδου, με στόχο την καταγγελία της τρομοκρατίας και του κύματος συλλήψεων από την Ασφάλεια, αποφασίστηκε η τρίτη και «μοιραία» κατάληψη της Νομικής, υπό δυσμενέστερες συνθήκες, χωρίς να έχει υπάρξει η κατάλληλη προετοιμασία ούτε η απαιτούμενη ζύμωση στον κόσμο, ενώ είχαν επιπλέον προκόψει σοβαρές διαφωνίες περί του πρακτέου μεταξύ των στελεχών και των αντιστασιακών φοιτητικών οργανώσεων.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι ενώ το πρωί της 20ής Μαρτίου 1973 συγκεντρώθηκαν περίπου 2.000 φοιτητές στη Νομική, όταν ψηφίστηκε η απόφαση για κατάληψη έμειναν περίπου οι μισοί.
Το σκηνικό έμοιαζε με επανάληψη της προηγούμενης φοράς, με τη σημαία μεσίστια, τα πανό, τα συνθήματα από την ταράτσα και με τη συμπαράσταση πολιτών που συγκεντρώθηκαν στους γύρω δρόμους, αλλά δεν υπήρχε πια το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, ενώ από την πρώτη στιγμή είχαν κινητοποιηθεί ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις που έσπευσαν να κυκλώσουν το κτίριο.

Η αλλαγή κλίματος φάνηκε και στην πρώτη απόπειρα επαφής με τις πανεπιστημιακές αρχές, που συνάντησε αυτήν τη φορά κάθετη άρνηση οιασδήποτε διαπραγμάτευσης. Αντί επαφών, οι φοιτητές έλαβαν ως απάντηση τελεσίγραφο που τους καλούσε «να εγκαταλείψουν το κτίριον των Θεωρητικών Επιστημών το βραδύτερον μέχρι της 5ης απογευματινής», ειδάλλως η Σύγκλητος θα ζητούσε «την συνδρομήν των αρμοδίων αρχών».

Με τη λήξη του τελεσιγράφου ξεκίνησε η επίθεση της αστυνομίας παρόντων του υπουργού Δημοσίας Τάξεως στρατηγού Βασιλείου Τσούμπα ο οποίος είχε το γενικό πρόσταγμα και του διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών (και πρώην διοικητή της Ασφάλειας) Νικόλαου Δασκαλόπουλου, που είχε την επιχειρησιακή ευθύνη.
Οι αστυνομικοί εισέβαλαν στο κτίριο από την είσοδο της Σόλωνος, ενώ άλλες δυνάμεις αναρριχήθηκαν στην ταράτσα με τη βοήθεια κλιμάκων της πυροσβεστικής, παγιδεύοντας έτσι τους φοιτητές (που συσπειρωμένοι τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο) μεταξύ δύο «πυρών».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου