3.10.19

Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, της Μάρως Δούκα

(Στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας) 
 
Με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από την αποχώρηση των Γερμανικών και Ιταλικών κατοχικών στρατευμάτων από το Ηράκλειο της Κρήτης (11 Οκτωβρίου 1944), όχι όμως και από τα Χανιά, όπου οι κατακτητές παρέμειναν «εγκλωβισμένοι» στην «Οχυρά Θέση Κρήτης» ακόμα και δύο μήνες αργότερα από τη συνθηκολόγηση άνευ όρων των Ναζί στην υπόλοιπη Ευρώπη (08 Μαΐου 1945) και…
Με στόχο να παρουσιαστεί το μυθιστόρημα: «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» της Χανιώτισσας Μάρως Δούκα, όπου η μυθοπλασία και η τοπική ιστορία των Χανίων γίνονται ένα και συμπλέκονται ποιητικά από την καταξιωμένη συγγραφέα που, όπως σημείωσε και ο Ανδρέας Πετρουλάκης: «με μεθοδικότητα ψυχαναλυτή και με τη μαστοριά σημαντικού λογοτέχνη... ανατέμνει την ψυχή της πόλης για να ανασύρει τα κρυμμένα της τραύματα», τέλος…
Με τη βεβαιότητα πως αυτές οι λογοτεχνικές και ιστορικές αναφορές θα ευαρεστήσουν το καλλιεργημένο κοινό του περιοδικού και θα προσελκύσουν, μέσω του μυθιστορήματος, το  ενδιαφέρον για την πρόσφατη ιστορία της πόλης των Χανίων, αλλά και για την πρόσφατη πολιτική ιστορία του τόπου, φιλοξενούμε το παρακάτω κείμενο του Δημήτρη Δαμασκηνού.
Μ
Οι Ναζί παραμένουν στα Χανιά
ακόμα και δύο μήνες μετά από τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας!
Εδώ αναπαύεται
Η μόνη ανάπαυση της ζωής του
Η μόνη του στερνή ικανοποίηση
Να κείτεται μαζί με τους αφέντες του
Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο.

(Μανώλης Αναγνωστάκης, Επιτάφιον [1])
του Δημήτρη Δαμασκηνού
Ένοπλο τμήμα του ΕΛΑΣ στην Κρήτη την ώρα της μάχης εναντίον των Γερμανών κατακτητών
  «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» της Χανιώτισσας Μάρως Δούκα, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις προθήκες των βιβλιοπωλείων το 2010. Αν και αυτοτελές, θεωρείται το δεύτερο μυθιστόρημα μιας τριλογίας με τον γενικό τίτλο: «Στις γραμμές του μύθου και της Ιστορίας», με πρώτο στη σειρά το: «Αθώοι και φταίχτες» που εκδόθηκε το 2004 και από τότε έχει ανατυπωθεί πολλές φορές και τελευταίο το φρεσκοτυπωμένο: «Έλα να πούμε ψέματα».
   Μέσα στις 567 σελίδες αυτού του θεμελιωμένου πάνω στην έννοια της δικαιοσύνης πολιτικού μυθιστορήματος, οι φανταστικοί ήρωες συναντούν αληθινούς ανθρώπους, ανιδιοτελείς αγωνιστές, Άγγλους και Αμερικάνους πράκτορες, «πατριώτες-δωσιλόγους» και δωσιλόγους σκέτους, τυχοδιώκτες και ιδιοτελή καθάρματα.
Ο παππούς, ο πατέρας της Βιργίνιας, η μητέρα της Ελεονόρα, ο αδελφός της Πανάρης, η Γεωργιανή Νίνο και ο Αυστριακός Χάινριχ, αυτά τα επινοημένα από τη συγγραφέα πρόσωπα, συμπορεύονται με τον Παύλο Γύπαρη, τον Αγαθάγγελο και τον Δημήτρη Παπαγιαννάκη, τον Χανς Μπέντακ, τον Τζεϊράνη, τον Μήτσο Βλαντά, τον Πάτρικ Λη Φέρμορ και πολλούς άλλους που έζησαν και έπαιξαν κάποιο ρόλο στην Κρήτη, θετικό ή αρνητικό, την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής και της Αντίστασης.
   Άλλωστε μια τέτοια συνάντηση επινοημένων και ιστορικών προσώπων δεν αποκλίνει από τις προθέσεις της Μάρως Δούκα, που θεωρεί πως το μυθιστόρημα είναι προορισμένο από τη φύση του να συμπλέκεται ποιητικά με την ιστορία: «Όταν οι φανταστικοί ήρωες διασταυρώνονται με πρόσωπα για τα οποία έχει μιλήσει η Ιστορία, αναπόφευκτα το φανταστικό συμπλέκεται με το πραγματικό. Στην αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων η επινοημένη αφήγηση ακολουθεί με ακρίβεια και συνέπεια τις ποικιλόμορφες γραπτές πηγές, τις οποίες, συχνά, ενσωματώνει στη ροή της», θα σημειώσει στο προλογικό σημείωμα του έργου της η συγγραφέας.
   Διαβάζοντας κανείς το πυκνό αυτό μυθιστόρημα αντιλαμβάνεται την έρευνα που έχει προηγηθεί. Ντοκουμέντα, ιστορικά στοιχεία, μαρτυρίες και βιβλιογραφικές αναφορές πλημμυρίζουν τις σελίδες του[2].
  Γράφοντας, ωστόσο, ένα ιστορικό μυθιστόρημα δεν σημαίνει ότι η Μάρω Δούκα γράφει Ιστορία. «Πρόθεσή μου» σημειώνει στο Βιβλιοδρόμιο «ήταν να ανασύρω τα υπάρχοντα ήδη στοιχεία-ψηφίδες και να τα ανασυνθέσω μυθοπλαστικά σχηματίζοντας το παζλ της εποχής, προκειμένου να αναδείξω την παραβίαση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα σε συμμάχους και εχθρούς, φίλους και ιδεολογικούς αντιπάλους». «Πράγμα καθόλου εύκολο», θα επισημάνει ο Μανόλης Πιμπλής, «αν υπολογίσει κανείς ότι υπήρξαν εκεί υπόγειες επαφές ανάμεσα σε όλα σχεδόν τα δρώντα μέρη Γερμανούς, Άγγλους, κομμουνιστές, μέλη του ΕΑΜ και της ΕΟΚ-», κάτι που οδήγησε ακόμη και «σεσημασμένους» συνεργάτες των Γερμανών, που αποδεδειγμένα είχαν οδηγήσει στο θάνατο μεγάλο αριθμό αντιστασιακών, να διεκδικήσουν δάφνες αντιστασιακού[3], ώστε το καλοκαίρι του 1945 να έχουν ήδη εξαγνιστεί στην κολυμπήθρα του... συμμαχικού Σιλωάμ, για να απολαύσουν στη συνέχεια την πολιτική εύνοια και την οικονομική-στρατιωτική στήριξη των Άγγλων στην εμφύλια αντιπαράθεση που επρόκειτο ν' ακολουθήσει ...


***
  Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή: Η υπόθεση αυτού του πολιτικού μυθιστορήματος που σχοινοβατεί ανάμεσα στη μυθοπλασία και την ιστορική αφήγηση είναι σχετικά απλή: Μια εικοσάχρονη φοιτήτρια της εποχής μας, η Βιργινία Παγώνη, αντιμετωπίζοντας μια δύσκολη στιγμή της ζωής της αποφασίζει, να διακόψει προσωρινά τις σπουδές της στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας και να επιστρέψει στην οικογένειά της στα Χανιά. «Κουβαλά» την αυτοκτονία του πατέρα της, τις ματαιωμένες ερωτικές της σχέσεις και τον πρόσφατο θάνατο του εξαρτημένου από τις ουσίες φίλου της, τη μοναξιά, τη θλίψη. Αναζητά μια ζωή. Αναζητά τον εαυτό της[4]: «Πήγαινα με τη φράση: η ζωή είναι φάρσα. Υπήρχαν όμως και φορές που με συνέπαιρνε η διάθεσή μου να είμαι χρήσιμη. Σε ποιους χρήσιμη και πώς; Αυτό δεν το 'ξερα. Κι ούτε, βέβαια, τολμούσα να πω ότι θα ήθελα να είμαι χρήσιμη στην κοινωνία. Και πώς μπορεί κανείς να είναι χρήσιμος; Με το να είναι ο εαυτούλης του; Στρατιές μοναχικών εαυτούληδων πάνε και έρχονται και συνωστίζονται με τη φιλοδοξία να είναι χρήσιμοι στην κοινωνία… Τόσα και τόσα λένε για τη μοναξιά. Εγώ εν μέρει την είχα επιλέξει τη δική μου», λέει. «Θα ήταν καλά αν μπορούσαμε, όπως πλενόμαστε και αλλάζουμε ρούχα, να αλλάζουμε και τη ζωή μας».
  Η Βιργινία αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο στις περισσότερες σελίδες μα δεν είναι μόνη. Ζει την ανούσια καθημερινότητά της μέσα σε μια οικογένεια όπου συναντώνται τρεις γενιές: η γενιά της Κατοχής και της Αντίστασης εκπροσωπείται από τον ανήμπορο να μιλήσει παππού της, τον Γιώργο Κριαρά, που πατάει τα εκατό, και τη θεία Ουρανία. Η γενιά του Πολυτεχνείου εκπροσωπείται με τα δίδυμα παιδιά του παππού, τη μητέρα της Ελεονόρα, παιδίατρο στο επάγγελμα και αλκοολική στον... ελεύθερό της χρόνο και τον θείο της Πανάρη, που τον συμβουλεύεται συχνά η Βιργινία. Και οι δυο υπήρξαν στα νιάτα τους πολιτικοποιημένοι με την Αριστερά, ωστόσο, σήμερα, έχουν καταλήξει απόμαχοι της ζωής, με δυο καραβοτσακισμένους γάμους. Τέλος η σημερινή γενιά εκπροσωπείται από την ίδια την Βιργινία.
   Δίπλα της περιστρέφονται ένα σωρό πρόσωπα. Αυτός που φαίνεται να την επηρεάζει περισσότερο είναι ο Αυστριακός Χάινριχ, του οποίου ο πατέρας της μάνας του υπηρέτησε στρατιώτης στην Κρήτη. Η σχέση τους θα μετεωρίζεται μεταξύ φιλίας και έρωτα, για να δώσει ένα τέλος σε αυτήν ο ίδιος ο Χάινριχ. Έπειτα υπάρχει και η Νίνο, η Γεωργιανή που φροντίζει τον άρρωστο παππού μα και οι φίλες της Βιργινίας, Αλίκη και Δέσποινα, που δεν μπορούν να την καταλάβουν και αυτή δυσκολεύεται να ακολουθήσει τη «νορμάλ» ζωή που κάνουν[5].
   Η εγγονή στο διάστημα της παραμονής της στα Χανιά βρίσκει θαλπωρή κοντά στον παππού της[6] και του αφοσιώνεται ικανοποιώντας την επιθυμία του να του διαβάζει «Ερωτόκριτο». Κατά την ανάγνωση πέφτει από το βιβλίο ένα έγγραφο που η Βιργινία παραθέτει ως ένα πρώτο ντοκουμέντο, όταν αρχίζει να γράφει ένα είδος «χρονικού» γεμάτη θυμό, όπως λέει στον θείο της, που «τόσα χρόνια δεν ήξερε τίποτα» για όσα συγκλονιστικά της αποκαλύπτονται. 
  Γιατί η νεαρή φοιτήτρια, σαν τους περισσότερους νέους της γενιάς της, αγνοούσε πως οι Γερμανοί δεν είχαν φύγει από την Κρήτη τον Οκτώβριο του '44, όπως είχε συμβεί σ' όλες στις άλλες περιοχές της Ελλάδας. Στις 11 Οκτωβρίου του '44 που εκκενώθηκε το Ηράκλειο, δεν έγινε το ίδιο και στα Χανιά, στα οποία συμπτύχθηκαν αξιόμαχες στρατιωτικές δυνάμεις του Άξονα. Ακόμα και έξι μήνες αργότερα, όμως, στις 16 Απριλίου 1945, λίγο πριν την τελική συντριβή του Χίτλερ και των ομοϊδεατών του στο έδαφος της ίδιας της Γερμανίας, 17.000 στρατιώτες (11.800 Γερμανοί και 4.700 Ιταλοί) κατείχαν την «Οχυρά Θέση Κρήτης», όπως την χαρακτήριζαν, μια περιοχή δηλαδή ανάμεσα στους ορεινούς όγκους των Λευκών Ορέων και στην παραλία, σε μήκος περίπου εξήντα χιλιομέτρων από τη Γεωργιούπολη, στα ανατολικά, μέχρι τα Πλακάλωνα, στον Κίσσαμο, στα δυτικά.
   Ένας μάλιστα αντισυνταγματάρχης, ο Παύλος Γύπαρης, απευθυνόμενος στον σεβασμιότατο Επίσκοπο Αποκορώνου και Κυδωνίας Αγαθάγγελο Ξηρουχάκη, διοικητή τότε του νησιού, δήλωνε: «Σεβασμιώτατε. Αι πληροφορίαι ας μου εδώκατε προχθές προφορικώς και συγκεκριμένως διά τους Γερμανούς Δ/τάς, ότι των εγεννήθη η σκέψις διά να έλθω εις τα Χανιά με την ελπίδα ότι εγώ θα ημπορούσα να επιβάλω την τάξιν εις τους αναρχικούς κ.λπ. ομολογώ ότι δεν με άφισε ασυγκίνητo[7]».
   Είχε προφανώς κατά νου τη συντριβή του ΕΑΜικού κινήματος που συσπείρωνε το 90% του πληθυσμού στα Χανιά[8].
   Ακούγεται εξωφρενικό και μοιάζει αδιανόητο, είναι όμως τεκμηριωμένη ιστορική πραγματικότητα πως οι Γερμανοί και Ιταλοί στρατιώτες του ηττημένου Άξονα παρέμειναν εγκλωβισμένοι στα Χανιά δύο μήνες μετά την  πτώση του Βερολίνου (!), ύστερα από συνεννόηση με τους Άγγλους και την ΕΟΚ9, με στόχο να εμποδίσουν το Παγκρήτιο Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ στην Κρήτη δηλαδή, να καταλάβει την εξουσία. 
Αφού δεν ζης, σου εύχομαι την Αιώνια Μνήμη! 
[...] ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας,


Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές


είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη


δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή


γιατί είναι αμίλητη και προχωράει


στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο


μνησιπήμων πόνος


(Γιώργος Σεφέρης, Τελευταίος σταθμός) [10] 


   Το δεύτερο έγγραφο που τραβάει την προσοχή της Βιργινίας είναι μια προκήρυξη του Σεπτεμβρίου 1941. Την είχε συντάξει μία «Επιτροπή του Λαού του Νομού Χανίων» που ζητάει από τους Χανιώτες, ούτε λίγο ούτε πολύ, να παραδώσουν τα όπλα τους, όπως το ήθελαν οι Γερμανοί, προκειμένου να αποφύγουν «τον κίνδυνον παρατάσεως της ανωμαλίας της ζωής της Νήσου και νέας ασκόπους αιματοχυσίας». Την «Επιτροπή του Λαού» αποτελούν ο Αρχιεπίσκοπος Αγαθάγγελος, ο δήμαρχος Νίκος Σκουλάς, ανώτεροι δικαστικοί, ένας βιομήχανος, στελέχη τραπεζών, δικηγόροι, γιατροί, κτηματίες. Τι ακριβώς επεδίωκαν και σε ποιο πλαίσιο[11];
   Στις εύλογες απορίες της ανεψιάς του Βιργινίας για όσα μαθαίνει και της αποκαλύπτονται ο  θείος Πανάρης, αντί για εξηγήσεις, της δίνει «τα τετράδια του παππού»[12], τις σημειώσεις δηλαδή που έχει καταγράψει σ' ένα  ημερολογιακής υφής αναδρομικό χρονικό της ζωής του. Της δίνει επίσης και ντοκουμέντα που έχουν από την επίσημη ιστορία αποσιωποιηθεί, τα οποία ο παππούς της είχε αρχίσει να μαζεύει από τις παραμονές της Απριλιανής Δικτατορίας και ύστερα.
   Από μέρα σε μέρα, αργά κι επώδυνα, η Βιργινία μέσα απ' τον μύθο του παππού της χώνεται όλο και πιο βαθιά στην ιστορία, ενώ την ίδια στιγμή αναζητά τον δικό της μύθο, τη δική της συνείδηση. Συμπληρωματικά ρίχνει ματιές και στο βιβλίο του Σταύρου Γ. Βλοντάκη «Η Οχυρά Θέσις Κρήτης»[13].
   Αυτό είναι, λοιπόν, το χρονολογικό πλαίσιο της αφήγησης για το παρελθόν, δηλαδή η συχνά εξαντλητική ανασύνθεση όσων συνέβησαν από τη Μάχη της Κρήτης, τον Μάιο του 1941, μέχρι το καλοκαίρι του 1945. Αντίθετα μια ελάχιστη αναφορά γίνεται  στον κυρίως Εμφύλιο, άνοιξη 1947-χειμώνα 1948, καταγράφοντας επί τροχάδην τη διαπόμπευση του Γιάννη Ποδιά, πρωτοκαπετάνιου  του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (Δ.Σ.Ε.) στην Ανατολική Κρήτη, καθώς περιέφεραν οι διώκτες του στα Χανιά ως τρόπαιο το κομμένο του κεφάλι.
   Συγκεφαλαιώνοντας όσα έχουν ήδη αναφερθεί η Μάρω Δούκα  αναζητώντας στο μυθιστόρημα της το «ιστορικό δίκιο»[14] δίνει στη δουλειά της τη μορφή ενός παρατεταμένου χρονικού, που μοιάζει συχνά με μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα:
   Στο ένα επίπεδο παρακολουθούμε τον ματωμένο ιστορικό χρόνο του παππού Γιώργη Κριαρά: σελίδα τη σελίδα παρελαύνουν μπρος στα μάτια μας οι φασίστες  κατακτητές αλλά και κάποιοι φιλικοί Γερμανοί στρατιώτες που παραμένουν με τους διοικητές τους στα Χανιά, για να δώσουν το χρόνο στους Άγγλους και στις εθνικιστικές οργανώσεις να καταλάβουν νευραλγικές θέσεις στη διοίκηση, ιδίως μετά την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας, που για την Κρήτη επιβεβαιώθηκε με τη συνθήκη του Φρε, η οποία προέβλεπε τον μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ[15].
   Η συγγραφέας με τον τρόπο της καυτηριάζει τις ενέργειες των ξένων προστατών, κυρίως των Άγγλων «συμμάχων» που μεθόδευαν -ήδη από τον Φεβρουάριο του ’44- με τους πράκτορές τους[16]  τη διάλυση του ΕΛΑΣ στο νησί: «...οι Βρετανοί που στέλνονταν στην Κρήτη, δεν ήταν τόσο για να κάνουν αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς όσο για να επιτηρούν, μέσα στο πλαίσιο των γενικότερων πολεμικών σχεδιασμών της Μεγάλης Βρετανίας, το νησί. Καμιά φορά οι σχεδιασμοί τους συνέκλιναν με το πάθος των Κρητικών για λευτεριά. Και τότε είχαμε την περίφημη αγγλοκρητική σύμπραξη σε ενέργειες σαμποτάζ, παράδειγμα η απαγωγή του Γερμανού Κράιπε[17]. Όταν όμως φούντωσε η αντίσταση του κρητικού λαού ενάντια στους Γερμανούς, κόντρα ή πέρα απ’ τα σχέδια και τις επιδιώξεις των Βρετανών, αντίπαλοί τους πια δεν ήταν οι Γερμανοί, αλλά οι Κρήτες αντιστασιακοί. Στόχος τους ήταν οι αναρχικοί, οι ταραξίαι, οι μπολσεβίκοι, όπως τους έλεγαν. Συλλήβδην όλους τους αντιστασιακούς στο ίδιο σακί»[18]. 
  Η τιθάσευση της ορμής του ΕΑΜικού κινήματος στην Κρήτη με απώτερο σκοπό την καταστολή του και την παράδοση της εξουσίας στο αστικό πολιτικό προσωπικό των εθνικιστικών οργανώσεων οδήγησε τους Άγγλους μέχρι το σημείο να εξουσιοδοτήσουν στα Χανιά τους Γερμανούς να τηρήσουν την τάξη ώσπου να ξεμπερδέψουν με τον ΕΛΑΣ: «Επειδή η Γερμανία είχε παραδοθεί, ο πόλεμος είχε τελειώσει και ο Μπέντακ, αν και αποκλεισμένος, επέμενε να επιβάλλει τους όρους του. Διευκρίνιζε, επίσης, ότι ειλικρινής μέριμνά του δεν ήταν μόνο η διατήρηση της ησυχίας και της τάξεως στην πόλη αλλά και η προάσπιση των συμφερόντων του ελληνικού πληθυσμού, εάν βεβαίως ο πληθυσμός δεν του έφερνε προσκόμματα. Σε διαφορετική περίπτωση, το γερμανικό στρατοδικείο θα εξακολουθούσε να λειτουργεί!
   Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η ανακοίνωση του Αγαθάγγελου προς τον πληθυσμό της κατεχόμενης περιοχής και ειδικότερον προς τον πληθυσμό της πόλεως. Επί του παρόντος, και μέχρι νεοτέρας εξελίξεως, οι Γερμανοί είναι αρμοδίως και από εκεί που πρέπει εξουσιοδοτημένοι να τηρήσουν οπωσδήποτε την τάξη. Καταλάβαμε; οι Άγγλοι εξουσιοδότησαν τους Γερμανούς να τηρήσουν την τάξη ώσπου να ξεμπερδέψουν με τον ΕΛΑΣ![19]».
   Στο μυθιστόρημά της η Μάρω Δούκα αναδεικνύει την υποκρισία της ΕΟΚ στις συναντήσεις της με το ΕΑΜ, καθώς η κύρια μέριμνα των ηγετών της ήταν ο τρόπος με τον οποίον θα αποφευγόταν η είσοδος του ΕΛΑΣ στην πόλη των Χανίων, όταν θα έφευγαν οι Γερμανοί. Επιπρόσθετα η συγγραφέας καταγράφει την ένταση της αντικομμουνιστικής δραστηριότητας και προπαγάνδας το καλοκαίρι του '44 στα Χανιά κυρίως με τη λασπολογία της φιλοναζιστικής εφημερίδας «Παρατηρητής» αλλά και με τις εκτελέσεις των αγωνιστών λίγο πριν σημάνει η ώρα της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα. 
Σε περίοπτη θέση εμφανίζεται η φιγούρα του δολοφονημένου λοχαγού Μανώλη Πιμπλή (του γοητευτικού Μανιού)[20], του εκτελεσμένου κομμουνιστή Βαγγέλη Κτιστάκη[21], μα και του 19χρόνου ΕΠΟΝίτη Στέφανου Σκαράκη, που κι αυτός εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στην Αγιά, όπως και τόσοι άλλοι αφανείς ήρωες και νεκροί ενός σχεδόν παλλαϊκού κινήματος αντίστασης, που οι σκληροί και εμπνευσμένοι αγώνες του  έμειναν  ως τις μέρες μας αδικαίωτοι: «Βιβλία και βιβλία με λίστες αγωνιστών, με φωτογραφίες εκτελεσμένων. Τόσοι και τόσοι επονίτες, τόσο και τόσοι εφεδροελασίτες και ελασίτες και εαμίτες, ονομαστικά. Ύστερα η φράση: και άλλοι ή και πολλοί άλλοι. Οι άγνωστοι. Κι αυτοί για μένα», θα  γράψει η Μάρω Δούκα, «οι μη ελεηθέντες, είναι το άλας. Να είσαι εκεί και να είσαι ανώνυμα. Χωρίς υστεροφημία και χωρίς φωτογραφία»...[22] Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά...


Η ανατομία της πόλης και τα κρυμμένα της τραύματα...

   Η Μάρω Δούκα με το μυθιστόρημά της αυτό εντάσσεται σε μια ομάδα λογοτεχνών που γράφουν για τον Εμφύλιο χωρίς να τον παρουσιάζουν: «ως άμεσο ή έμμεσο βίωμα, όπως είναι για τους συγγραφείς της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς[23], αλλά ως γεγονός και ιστορικό σκηνικό ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες»[24].
   Αυτή η ορθή διαπίστωση δε σημαίνει, ωστόσο πως η συγγραφέας δεν ξέρει που βρίσκεται το δίκιο, ώστε και να ισομερίζει ανάλογα (κατά την προσφιλή συνήθεια των οπισθόβουλων και των δημαγωγών) και τις ευθύνες ανάμεσα στις αντίπαλες παρατάξεις που αναμετρήθηκαν στον «εμφύλιο-ταμπού» στην Κρήτη λίγο πριν την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, αν και αναγνωρίζει την πολυπλοκότητα και την αντιφατικότητα της βιωμένης ιστορικής εμπειρίας.
   Γι' αυτό με τα λόγια του Γιώργου Κριαρά η συγγραφέας με σκεπτικισμό αλλά και αποφασιστικότητα θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως:..το δίκιο είναι ζόρικο πολύ. Κι όσο πιο ζόρικο, τόσο πιο πολύ λημεριάζει με το άδικο. Κι έχει μεγάλη σημασία να ξέρουμε προς τα πού κλείνει το δίκιο κάθε φορά. Κι ας καθρεφτίζεται αντικριστά με τ’ άδικο, χαμογελώντας χαιρέκακα κι αυτό, για να μας δείχνει τα δόντια του..»[25]


Αφού δεν ζης, σου εύχομαι την Αιώνια Μνήμη!
  Έτσι απαντούσε η Μαύρη νεράιδα του κάστρου στο Λεύκωμα του 19χρονου επονίτη Στέφανου Σκαράκη μετά το θάνατό του το 1944, για την ερώτηση "Τι μου εύχεσθε;". Η ίδια κοπέλα είχε απαντήσει νωρίτερα για την ερώτηση "Τι όργανο προτιμάτε;": "Το μαγεμένο τσιγγάνικο βιολί που μόνο γι' αγάπη παίζει" Και συμπλήρωσε στη συνέχεια η ίδια: " Θα μου άρεσε και το ακκορντεόν, αν δεν μου θύμιζε τον βάρβαρο κατακτητή". Μα ... η Μοντέρνα καλόγρια προτιμά "Το βιολί της κοιλιάς", σημειώνοντας έτσι την πείνα που βιώνει.
   Στην ερώτηση "Ποίον τέλος σας αρέσει;", η Κατίνα απαντά "Το τέλος του πολέμου".
   Τι "φρονούν περί του κτήτορος"; Μα... τα καλύτερα: "Γόης... και τρελά ερωτευμένος". "Αγοράκι πολύ όμορφο μα πρέπει να το προσέχουν οι γονείς του" γράφει η Μοντέρνα καλόγρια. "'Οτι έχει γίνει πολύ ενοχλητικός εις τον δρόμον της Χαλέπας, διότι τις κάνει και βγαίνουν όλες στα μπαλκόνια", γράφει το Αγριολούλουδο.
   Η Marine του εύχεται: "Να πάρεις όταν γίνεις εντελώς κύριος και πάψης τις περασάδες σου από την Χαλέπα, το 12ον ψηφίον της αλφαβήτου· επίθετον πάλι δωδέκατον της αλφαβήτου".
   Στο Λεύκωμα, που άρχισε να κυκλοφορεί ο νεαρός Στέφανος από το 1943, παρέλασαν νεράιδες, ιππότες, πριγκήπισσες, αετόπουλα, παιδιά όλα - οι σημερινοί γονείς μας και παπούδες μας - που μέσα στη φρίκη του πολέμου και της φασιστικής κατοχής πάλευαν και ήλπιζαν σ' ένα καλύτερο μέλλον.
  Το Λεύκωμα του Στέφανου τριγύριζε ανάμεσα στους νέους της πόλης καιρό μετά την εκτέλεσή του. ΄Εγραφε το 1945 ο Άγρυπνος τιμωρός: "Αν ζούσες, φτωχέ μου φίλε, θα σου ευχόμουν κάθε πράγμα που μπορεί να επιθυμήσει μια νεανική καρδιά. Αλλά οι βάρβαροι Ούννοι σε εδολοφόνησαν άνανδρα και τώρα δεν μου μένει να σου ευχηθώ άλλο παρά η αγνή σου ψυχή να εύρη την αιωνίαν ανάπαυσιν και το χώμα που σε σκεπάζει να είναι ελαφρόν.
Αιωνία σου η μνήμη αείμνηστέ μας συναγωνιστή Στέφανε."
   Μια τέτοια διαπίστωση πρακτικά σημαίνει πως η συγγραφέας δεν καθιστά εξίσου υπεύθυνους από τη μια μεριά τους δωσιλόγους της Κατοχής, τους ξένους προστάτες και το αστικό πολιτικό προσωπικό, αυτές τις «ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες», για τις οποίες έκανε λόγο ο Σεφέρης στον «Τελευταίο σταθμό»[26] με το ΕΑΜικό κίνημα από την άλλη[27].

  Συγκεφαλαιώνοντας «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» είναι μια «επινοημένα μη επινοημένη αφήγηση» που εκμεταλλεύεται και αξιοποιεί πλατιά τις ιστορικές πηγές χωρίς να διεκδικεί την επίπλαστη «αντικειμενικότητα» του ιστορικού ντοκουμέντου. Η συγγραφέας αποφεύγει να υιοθετήσει τη θέση του παντογνώστη αφηγητή και να ακολουθήσει μια ψευδεπίγραφα «αληθοφανή» αναπαράσταση της εποχής. Επιλέγει κυρίως τη λοξή, γεμάτη ερωτηματικά, αμφισβητήσεις αλλά και άγνοια, ματιά της σημερινής νέας γενιάς μέσα από την οπτική της επινοημένης Βιργινίας[28], με όλη την αυθεντικότητα και την ειλικρίνεια της προσωπικής ανακάλυψης και επανακατάκτησης του πρόσφατου σχετικά παρελθόντος.
   Η Μάρω Δούκα, τελικά, στο μυθιστόρημα της αυτό ανασυνθέτει το κοινωνικό-πολιτικό αλλά και συμβολικό αποτύπωμα της κυρίαρχης λογοτεχνικής περσόνας του έργου, δηλαδή της πόλης των Χανίων την κρίσιμη περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης. Όπως παρατηρεί και ο Ανδρέας Πετρουλάκης: «με μεθοδικότητα ψυχαναλυτή και με τη μαστοριά του σημαντικού λογοτέχνη,... ανατέμνει την ψυχή της πόλης για να ανασύρει τα κρυμμένα της τραύματα»[29].
Σημειώσεις-Παραπομπές

1. Βλ. Μανόλης Αναγνωστάκης, «Τα ποιήματα (1941-1971)», εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2000, σελ. 25.
2. Δήμητρα Ρουμπούλα, Οι Γερμανοί, ο Εμφύλιος και η σιωπή της Ιστορίας..., εφημερίδα Το Έθνος, 13/12/2010.
3. Βλ. Μανώλης Πιμπλής, Έδειξαν αχαρακτήριστη προθυμία στον κατακτητή, εφημερίδα Τα Νέα/Βιβλιοδρόμιο, Σάββατο 09 Οκτωβρίου 2010.
4. Έλσα Σπυριδοπούλου, Ο μύθος των ανθρώπων και της ιστορίας, εφημερίδα Μακεδονία, 16/03/2011.
5. Γιάννης Μπασκόζος, Οι Γερμανοί παραμένουν στα Χανιά, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ/Βιβλία, Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010.
6. Ο υπέργηρος Γιώργος Κριαράς υπήρξε σημαίνον πρόσωπο της χανιώτικης κοινωνίας, γιατρός, δημοκρατικός φιλελεύθερος που συνεργάστηκε με το ΕΑΜ στην Κατοχή και μεταπολεμικά κατέληξε βουλευτής του Κέντρου. Η μητέρα της, ωστόσο, τον χαρακτηρίζει περιφρονητικά ως «κομπάρσο της ζωής» .
7. Βλ. Μάρω Δούκα, «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2010, σελ. 28.
8. «Το ΕΑΜ πρέπει να ήλεγχε το 90%. Ελάχιστοι άνθρωποι του προσωπικού μου κύκλου δεν ανήκαν στο ΕΑΜ. Χρειάστηκε να φτιάξουμε αντιστασιακές ομάδες ως στοιχειώδες αντιστάθμισμα στο ΕΑΜ» (Δ. Δημητράκος, «Κώστας Μητσοτάκης. Πολιτική βιογραφία», τ. Α', Αθήνα 1989, σελ.140).
9. Η Εθνική Οργάνωση Κρήτης (ΕΟΚ) απολάμβανε αμέριστη την Βρετανική υποστήριξη, για να χρησιμοποιείται ως «αντιστασιακό» ανάχωμα στην ανάπτυξη της επιρροής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
10.  Βλ. το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη: Τελευταίος σταθμός, από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β', δημοσιευμένο στο Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος, δέκατη έκτη έκδοση, Αθήνα 1989, σελ. 212-215.
11. «Η μία εκδοχή που δεν αποσιωπάται στο βιβλίο»,  θα γράψει ο Μανώλης Πιμπλής, «είναι ότι όλοι αυτοί, αυτόκλητοι ταγοί της πόλης, από αγάπη και έγνοια για την πολύπαθη νήσο αλλά και από μια ρεαλιστική θεώρηση των πραγμάτων, επεδίωκαν απλώς την ειρήνευση με τους Γερμανούς προκειμένου να ανασάνει ο τόπος, να ξαναμπεί σε μια σειρά η ζωή. Η άλλη εκδοχή είναι ότι από ηθική τουλάχιστον άποψη η ρητορεία και η επιχειρηματολογία της επιστολής επιδεικνύει αχαρακτήριστη προθυμία στον κατακτητή-εισβολέα. Και αυτή ακριβώς  η προθυμία θα κινδυνεύσει πολλές φορές στο άμεσο μέλλον να εκπέσει σε σύμπραξη και συνενοχή» (βλ. Μανώλης Πιμπλής, «Έδειξαν αχαρακτήριστη προθυμία στον κατακτητή»,  εφημερίδα Τα Νέα/Βιβλιοδρόμιο, 09/10/2010.
12. Μάρη Θεοδοσοπούλου, Μεταξύ ντοκουμέντου και μυθοπλασίας, εφημερίδα Ελευθεροτυπία/ Βιβλιοθήκη, τχ. 638, 15/01/2011.
13.   Σταύρου Γ. Βλοντάκη, «Η Οχυρά Θέσις Κρήτης», Αθήνα 1976.
14. Βλ. Ελένη Γκίκα, Οι ανώνυμοι και μη ελεηθέντες της Ιστορίας, εφημερίδα Έθνος, 31/12/2010.
15. Το ΕΑΜ στην Κρήτη την Άνοιξη του '45 είχε συμφωνήσει να διαλύσει μονομερώς τα στρατιωτικά του τμήματα και οι άνδρες του να ενσωματωθούν στην Εθνική Πολιτοφυλακή, εξέλιξη που προφανώς δε συνέβη.19.
16. Πολλά είναι τα ονόματα που αναφέρονται από τη Μάρω Δούκα στο μυθιστόρημα. Μεταξύ αυτών ο Ραλφ Στόκμπριτζ, που έμεινε γνωστός με το ψευδώνυμο Σήφης, ο Ζαν Φίλντινγκ, με το ψευδώνυμο Αλέκος, ο Τομ Νταμπάμπιν, με το ψευδώνυμο Γιάννης ή Ψειριάρης, ο Διονύσης Τσικλητήρας ο Ντένης, αλλά και ο κατοπινός συγγραφέας Πάτρικ Λι Φέρμορ που πήρε μέρος στην απαγωγή του Γερμανού Κράϊπε, και άλλοι πολλοί…
17. Η απαγωγή οργανώθηκε από τον Πάτρικ Λι Φέρμορ, που αναφέρεται συχνά στο βιβλίο.
18. Μάρω Δούκα, «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2010, σελ. 48. Το ίδιο ενδιαφέρον για το νησί επέδειξαν και οι Αμερικανοί «σύμμαχοι», που τον Ιούνιο του ’44 έστειλαν αντιπροσωπεία ως προπομπό του σχεδίου Τρούμαν.
19. Μάρω Δούκα, «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2010.
20. Ο ανένταχτος αγωνιστής Μανώλης Πιμπλής δολοφονήθηκε και το νεκρό σώμα του σκυλεύτηκε τον Ιούλιο του 1944 από τρεις χωροφύλακες του δωσιλογικού Τάγματος Παπαγιαννάκη.
21. Βλ. και Βαγγέλη Χατζηαγγελή, Βαγγέλης Κτιστάκης. Ο αντιφασίστας λαϊκός αγωνιστής και η εποχή του, Ιστορική μελέτη, Χανιά 1964.
22. Μάρω Δούκα, «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2010.
23. Η ομάδα αυτή συναπαρίζεται από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Ρένο Αποστολίδη, την Άλκη Ζέη, τον Νίκο Κάσδαγλη, τον Παντελή Καλιότσο, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Νίκο Μπακόλα και τον Σωτήρη Πατατζή μέχρι τον Πρόδρομο Μάρκογλου, τον Χριστόφορο Μηλιώνη και τον Χρόνη Μίσσιο.
24. Βλ. Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, Ο Εμφύλιος στοιχειώνει το μυθιστόρημα, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010.
25. Μάρω Δούκα, «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», ό.π.
26. Βλ. το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη: Τελευταίος σταθμός, από το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β'», δημοσιευμένο στο Γιώργος Σεφέρης, «Ποιήματα», εκδόσεις Ίκαρος, δέκατη έκτη έκδοση, Αθήνα 1989, σελ. 212-215.
27. Όπως και να ’χει, η περίπτωση της Αντίστασης στην Κρήτη, σε τίποτα δεν δικαιώνει επιστημονικά τη θέση του ιστορικού Στάθη Καλύβα ότι δηλαδή «η ανάπτυξη του ένοπλου δωσιλογισμού συναρθρώνεται με τον κατοχικό εμφύλιο πόλεμο και δεν μπορεί να μελετηθεί δίχως την παράλληλη μελέτη της εμφύλιας διαμάχης».
28. Έλενα Χουζούρη, Μύθος και ιστορία, εφημερίδα Η Αυγή, 09/01/2011.
29. Ανδρέας Πετρουλάκης, Με μεθοδικότητα ψυχαναλυτή, [Μάρω Δούκα, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ], εφημερίδα Η Καθημερινή, 01/02/2011. Τα συναισθήματα, η μνήμη, το τραύμα, επαναδιεκδικούν τη θέση τους στις ιστοριογραφικές αναζητήσεις και η ιστορία της μνήμης έγινε επιτακτικό καθήκον, ως η δέσμευση απέναντι στις αδικίες του παρελθόντος. Όλα αυτά τα βρίσκουμε στο έργο της Δούκα (βλ. Άννα Μαρία Δρουμπούκη, Τι ψάχνει η σύγχρονη λογοτεχνία στην ιστορία; εφημερίδα Η Αυγή, 28/07/2013).
30.   Ο Παύλος Γύπαρης (1882-1966), δεν ξεκίνησε βέβαια τη σταδιοδρομία του με το κυνήγι των ΕΑΜιτών. Πίσω του είχε μισόν αιώνα  δράσης, τόσο σε πολεμικά μέτωπα, όσο και στην καταστολή  των αντιφρονούντων, για λογαριασμό του μεγάλου του ινδάλματος και προστάτη του, του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος και τον χρησιμοποίησε για όλες τις βρώμικες δουλειές 9. Κατηγορήθηκε, μάλιστα, και για τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη. Στην Κατοχή μετά τη Μάχη της Κρήτης κατέφυγε στη Μέση Ανατολή ακολουθώντας την εξόριστη βασιλική κυβέρνηση του Καΐρου. Ως «Φρούραρχος Αλεξάνδρειας» θα συμμετάσχει στην καταστολή των αντιφασιστικών εξεγέρσεων του ελληνικού στρατού. Τον Μάρτιο του 1944 διορίστηκε από το Συμμαχικό Στρατηγείο «Γενικός Αρχηγός» των ανταρτών του Νομού Χανίων. Έχοντας ήδη εξαπολύσει κύμα λευκής τρομοκρατίας στην περιοχή του Ρεθύμνου εναντίον του ΕΑΜ, από τον Ιανουάριο ως τον Μάιο του '45 προσπαθεί να επιφέρει αλλεπάλληλα στρατιωτικά πλήγματα κατά του ΕΛΑΣ στα Χανιά, δράση που φυσικά ευαρεστεί τους Άγγλους, την ΕΟΚ μα και τη Γερμανική Διοίκηση της «Οχυράς Θέσεως Κρήτης»... Μετά την απελευθέρωση και με την αποχή από τις εκλογές της Αριστεράς εκλέγεται άνετα βουλευτής, για να τεθεί αργότερα, το 1947-48, επικεφαλής στον αντικομμουνιστικό αγώνα στον σύντομο Εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε στην Κρήτη. Βλ. Και το δημοσίευμα του Ιού,  Βίος και Πολιτεία του Παύλου Γύπαρη. Από τον Βενιζέλο στον Μητσοτάκη, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 30 Οκτωβρίου 2005 & 21 Απριλίου 2012



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου