Ο Νταβέλης όσο και άλλοι λήσταρχοι είχαν την πολύπλευρη βοήθεια φτωχών χωρικών, κυρίως λόγω της άθλιας συμπεριφοράς που επιδείκνυαν τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, όπως είχε αποκαλυφθεί και σε συζήτηση στη Βουλή.
Ενας λήσταρχος έγινε, με τις πράξεις του, σύμβολο αντίστασης των Ελλήνων απέναντι στον γαλλο-αγγλικό στρατό κατοχής που έδρευε στον Πειραιά, στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856).
Τα αλλεπάλληλα «χτυπήματα» σε ένοπλα γαλλικά περίπολα στα περίχωρα της Αθήνας, με αποκορύφωμα την απαγωγή ενός αξιωματικού, είχαν κάνει τον Χρήστο Νταβέλη (Χρήστος Νάτσος ήταν το πραγματικό όνομά του) έναν ιδιότυπο «λαϊκό ήρωα», που η δράση του μπερδεύεται, μέχρι σήμερα, μεταξύ μύθου και πραγματικότητας.
Το βέβαιο είναι ότι ο Νταβέλης είχε προκαλέσει «πονοκέφαλο» στη βρετανική και στη γαλλική διπλωματία, που έβρισκαν αφορμή να ενισχύσουν τις κατοχικές δυνάμεις τους με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της ληστείας (η τρομοκρατία έγινε πρόσχημα νεότερων χρόνων), με τη δουλική ανοχή του Οθωνα και των κυβερνήσεων της εποχής.
Στον αντίποδα, οι Αθηναίοι δεν έχαναν την ευκαιρία να ζητωκραυγάζουν περιπαικτικά υπέρ του Νταβέλη, όταν περνούσαν τα πάνοπλα κατοχικά περίπολα που ο ευφυής λήσταρχος τους… κουρέλιαζε το ηθικό και την εικόνα.
Από διασταύρωση στοιχείων, κυρίως από εφημερίδες του 19ου αιώνα, φαίνεται ότι η δράση της συμμορίας του Νταβέλη, που αποτελούνταν από περίπου 20 νεαρά άτομα, δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη - ή ορθότερα δεν χαρακτηριζόταν από τη βιαιότητα άλλων συμμοριών.
Ο Μπράιαν Χάουκτον στο ξενόγλωσσο βιβλίο του «Στοιχειωμένοι χώροι, ιερά μέρη» χαρακτηρίζει τον Νταβέλη ως «Ελληνα Ρομπέν των Δασών», που επετίθετο σε ταξιδιώτες και πλούσιους και βοηθούσε τους φτωχούς (Brian Haughton, «Haunted spaces, sacred places», σελ. 189).
Για το εάν βοηθούσε φτωχούς δεν έχουμε βρει στοιχεία. Ομως, για πολλά χρόνια τόσο ο Νταβέλης όσο και άλλοι λήσταρχοι είχαν την πολύπλευρη βοήθεια φτωχών χωρικών, κυρίως λόγω της άθλιας συμπεριφοράς που επιδείκνυαν τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, όπως είχε αποκαλυφθεί και σε συζήτηση στη Βουλή.
Μεταξύ άλλων είχε αναφερθεί ότι επικεφαλής αποσπασμάτων λεηλατούσαν τα χωριά στα οποία παρέμεναν, ενώ έστελναν τους πολίτες να πιάσουν τους ληστές και εάν η καταδίωξη ήταν επιτυχής, έπαιρναν την αμοιβή, ενώ εάν ήταν αποτυχημένη, παρέπεμπαν τους άτυχους χωρικούς σε δίκη! (Πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής, 2 Ιουνίου 1856, σελ. 23.)
Από την άλλη πλευρά, ο Νταβέλης δεν δρούσε στην επαρχία. Είχε επιλέξει να κάνει παράτολμα «χτυπήματα» σε δρόμους πολύ κοντά στην Αθήνα.
Γι’ αυτόν τον λόγο, στις 14 Σεπτεμβρίου 1855, βρέθηκε μαζί με άλλους δύο ληστές να επικηρύσσεται με αμοιβή 2.000 δραχμές για τη σύλληψη ή τη δολοφονία του και 1.000 δραχμές για πληροφορία σχετικά με το κρησφύγετό του.
Εκείνο το διάστημα, ο Κριμαϊκός Πόλεμος, στον οποίο ήταν αντίπαλοι η Ρωσία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχε τη στήριξη Βρετανών και Γάλλων, βρισκόταν στον δεύτερο κρίσιμο χρόνο και στον Πειραιά στάθμευαν γαλλικά και βρετανικά στρατεύματα κατοχής.
Μάλιστα, από τις αρχές Ιουνίου, με το πρόσχημα της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας, αγγλικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει στην Πεντέλη και γαλλικές στο Δαφνί.
Ομως, ούτε η έντονη παρουσία των κατοχικών δυνάμεων ούτε και η επικήρυξη ήταν ικανές να σταματήσουν τη δράση του Νταβέλη, που το απόγευμα της Παρασκευής 23 Σεπτεμβρίου 1855 κάνει ένα θεαματικό «χτύπημα».
Από τις διαθέσιμες πηγές (εφημερίδες «Αθηνά» και «Ελπίς», φ. 26.9.1855) μαθαίνουμε ότι η συμμορία του Νταβέλη είχε στήσει… καρτέρι στον δρόμο που πήγαινε από την Αθήνα στον Πειραιά, «προς το μέρος του μνημείου Καραϊσκάκη». Δηλαδή, κοντά στο Νέο Φάληρο, λίγα μέτρα μακριά από τα στρατόπεδα των κατοχικών δυνάμεων!
Κατά μία πηγή, αρχικά σταμάτησαν και έκλεψαν τους επιβάτες από 3 ή 4 άμαξες.
Κατά μία άλλη, έδρασαν μόλις είδαν να πλησιάζει ο Γάλλος λοχαγός του Πυροβολικού, Βερτό, που έκανε εκείνη την ώρα περίπατο στην περιοχή μαζί με άλλον έναν αξιωματικό και τον λιμενάρχη Πειραιά.
Ο Νταβέλης απήγαγε τον Βερτό και έναν χωροφύλακα (ή τον λιμενάρχη;) και άφησε τον άλλον ή τους άλλους ελεύθερους, λέγοντάς τους να μεταφέρουν στον αρχηγό των γαλλικών δυνάμεων στον Πειραιά πως για να αφεθεί ελεύθερος ο Γάλλος θα πρέπει να καταβληθούν 30.000 δραχμές, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή.
Ο Γάλλος ναύαρχος Ζιακινό έσπευσε στην Αθήνα, ενημέρωσε τους πρέσβεις Γαλλίας και Αγγλίας και στη συνέχεια την κυβέρνηση Βούλγαρη, που εκείνη τη μέρα είχε αναλάβει καθήκοντα.
Σε δύο ημέρες είχε οριστεί ραντεβού στην περιοχή των Μεγάρων, όπου παραλήφθηκαν τα λύτρα και απελευθερώθηκε ο Γάλλος αξιωματικός.
Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, ο Βερτό έγραψε ένα βιβλίο με τα απομνημονεύματά του περιλαμβάνοντας λεπτομέρειες από την αιχμαλωσία του.
Σύμφωνα με αυτόν, μετά την απαγωγή η συμμορία του Νταβέλη συναντήθηκε με τις συμμορίες των Καλαμπαλίκη, Κακαράπη, Φουντούκη και Ζαφείρη, οι οποίοι πρότειναν να ζητήσουν εκτός από τα λύτρα και τη χορήγηση αμνηστίας.
Μάλιστα, μετά την καταβολή των λύτρων ο Κακαράπης δεν ήθελε να αφήσει τον αιχμάλωτο να φύγει.
«-Γιατί; τον ρώτησε ο Νταβέλης.
- Γιατί άμα μας φύγη θ’ αρχίσει φοβερά καταδίωξη και δεν θα σωθούμε.
- Ναι, μα μας έφεραν τα λύτρα, προσέθεσε ο Καλαμπαλίκης, τουλάχιστον να τα επιστρέψουμε και έτσι να τον κρατήσουμε έως ότου μας δώσουν αμνηστεία.
- Τίποτε από αυτά, είπε, επιτακτικά, ο Νταβέλης. Τα λύτρα ήρθαν και ο αιχμάλωτος θα ελευθερωθεί. Ετελείωσε. Στο κάτω κάτω της γραφής εγώ τον συνέλαβα και εγώ θ’ αποφασίσω για την τύχη του» (εφημερίδα «Ακρόπολις», 23 Ιουνίου 1902).
Οταν ο αιχμάλωτος διαπίστωσε ότι όλοι σεβάστηκαν τη γνώμη του Νταβέλη, τον ευχαρίστησε θερμά και οι δυο τους κατέβηκαν από το βουνό μέχρι τα Μέγαρα, όπου τον απελευθέρωσε.
Ο Βερτό στις αναμνήσεις του εξέφραζε τον θαυμασμό του προς τον Νταβέλη, «την γενναιοτέραν και ευγενεστέραν καρδίαν που είδε ποτέ εις όλον τον κόσμον, καθώς έλεγε».
Ωστόσο, μετά την απελευθέρωση του αξιωματικού, οι Γάλλοι και οι Αγγλοι πύκνωσαν τις δυνάμεις τους στην περιοχή της πρωτεύουσας «προς εξασφάλισιν των κατοίκων (…) και διά να μην επαναληφθώσι παρόμοιαι σκηναί».
Οι εφημερίδες («Αθηνά», φ. 28.9.1855 κ.ά.) προσπαθούσαν να… καθησυχάσουν τον κόσμο γράφοντας ότι «τα αστυνομικά ταύτα μέτρα του στρατού κατοχής ουδόλως πρέπει να ταράξωσι το κοινόν», αλλά οι αντιδράσεις πύκνωναν.
«- Ξέρεις τώρα τι χρειάζεται; έλεγον οι πολλοί. Να την πάθουν πάλιν οι φραντσέζοι.
- Σ’ αυτή την περίσταση, έλεγον άλλοι, ο Νταβέλης είναι ο εθνικός μας ήρωας! Μπράβο του.
- Είναι προσβολή και διά τον στρατόν μας, παρετήρουν έτεροι εν οργή, αυτή η επέμβασις των Γάλλων. Αυτό θα πη ότι όλοι οι αξιωματικοί μας και στρατιώται είναι ανίκανοι, δειλοί, και έπρεπε να μιας κοπιάσουν αυτά τα παλληκάρια από τη Γαλλία;»
Μάλιστα κάποια μέρα, καθώς ένα απόσπασμα 40 Γάλλων, επιστρέφοντας από την Πεντέλη στον Πειραιά, περνούσε από την Καπνικαρέα, πολλοί συγκεντρωμένοι άρχισαν να φωνάζουν ακόμα και στα γαλλικά: «Ζήτω ο Νταβέλης!»
Το επεισόδιο θα έπαιρνε ανεξέλεγκτες διαστάσεις εάν ο διοικητής του αποσπάσματος δεν έδινε εντολή στους στρατιώτες να συνεχίσουν τον δρόμο τους χωρίς να απαντήσουν στις φωνές και στα πειράγματα των πολιτών (εφ. «Ακρόπολις», φ. 26.6.1902).
Τον Δεκέμβριο του 1855 και τους πρώτους μήνες του 1856, η συμμορία του Νταβέλη δρούσε στη βορειοανατολική Αττική, πιο συγκεκριμένα στην περιοχή του Μαραθώνα. Τότε ενδέχεται να χρησιμοποίησε ως προσωρινό κρησφύγετο το Σπήλαιο Πεντέλης ή Σπήλαιο Αμώμων, το οποίο βρίσκεται βορειοανατολικά από την πλατεία Αγίας Τριάδας Πεντέλης.
Και παρά την ενισχυμένη παρουσία των κατοχικών δυνάμεων, ο Νταβέλης πέτυχε, στις 23 Μαΐου 1856, ακόμα ένα εντυπωσιακό «χτύπημα», λίγο έξω από την Αθήνα, στη διασταύρωση του δρόμου προς Πειραιά με την οδό Ερμού.
Οι ληστές σταμάτησαν 10 άμαξες με περίπου 30-40 άτομα. Αφού τους λήστεψαν, απελευθέρωσαν τους περισσότερους και κράτησαν 6 απ’ αυτούς.
Μπήκαν στις άμαξες, και «αφού προηγουμένως ήναψαν και τα σιγάρα των», διέταξαν τους αμαξάδες να τους μεταφέρουν στην οδό Δαφνίου. Φτάνοντας στην οδό Δαφνίου συναντήθηκαν με την εμπροσθοφυλακή μιας γαλλικής περιπόλου 20 πεζών στρατιωτών.
«Ο αμαξάς του Νταβέλη, βλέποντας το περίπολο, του λέει: "Είναι Γαλλική περίπολος".
“Μη σε μέλλει. Τράβα εμπρός”, απαντάει ο λήσταρχος» (εφ. «Αθηνά», 24.5.1896).
Οι Γάλλοι, βλέποντας τις άμαξες με σβησμένα τα φανάρια, έκαναν σήμα να σταματήσουν. Πριν όμως προλάβουν να πουν οτιδήποτε, οι ληστές αρχίζουν να πυροβολούν και πέφτουν νεκροί δύο Γάλλοι στρατιώτες, ενώ ένας τρίτος τραυματίζεται σοβαρά. Θα πεθάνει λίγες μέρες αργότερα.
Οι ληστές πάλι παίρνουν τους τέσσερις αιχμαλώτους και εξαφανίζονται, μέσα στη νύχτα, στα βουνά. Οι δύο απ’ αυτούς θα απελευθερωθούν τις επόμενες μέρες και οι άλλοι δύο μετά την καταβολή λύτρων.
Το νέο χτύπημα για τους Γάλλους ήταν καταλυτικό. Η καταδίωξη του Νταβέλη έγινε πλέον εξοντωτική. Πριν συμπληρωθούν δύο μήνες, ο «ευγενικός λήσταρχος» ήταν νεκρός.
Μύθοι και Αλήθειες
Η Δούκισα της Πλακεντίας και η τελική μάχη στο Ζεμενό
Ενας μύθος «γεννήθηκε» γύρω από τις σχέσεις του Νταβέλη με ένα άλλο απρόσιτο, πολύ πλούσιο και ιδιόρρυθμο πρόσωπο της αθηναϊκής κοινωνίας, τη Σοφί ντε Μπαρμπέ-Μαρμπουά, πιο γνωστή ως Δούκισσα της Πλακεντίας.
Η παράδοση αναφέρει, ακόμα, πως ο γενναίος ληστής, μέσω υπόγειας σήραγγας, που ξεκινούσε από το Σπήλαιο των Αμώμων ή Σπήλαιο του Νταβέλη, στην Πεντέλη, έφτανε στη βίλα της Δούκισσας, στο παλάτι Ροδοδάφνη, στους πρόποδες του βουνού.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει, διότι όταν ο Νταβέλης ήταν 18 χρόνων και είχε την πρώτη επαφή του με μια μικρή ληστρική συμμορία ενός μακρινού θείου του, με δράση στο δάσος της Παλλήνης, οπότε και μπορεί να γνώρισε τη Δούκισσα, εκείνη ήταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία.
Το 1853, έναν χρόνο πριν πεθάνει σε ηλικία 69 ετών, τη συνάντησε ο Γάλλος συγγραφέας Εντμόντ Αμπού, που είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα, και την περιγράφει ως «μια κοντή γυναίκα, εξαιρετικά αδύνατη, που αν τη φυσήξεις θα πέσει κάτω» (Εντμόντ Αμπού «Η Ελλάδα του Οθωνα», εκδόσεις Μεταίχμιο», σελ. 97).
Εκείνη τη χρονιά, ο επιβλητικός στην εμφάνιση Χρήστος Νάτσος, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Νταβέλη, ήταν 16 ή 21 χρόνων, ανάλογα με το πότε είχε γεννηθεί, καθώς ως χρονολογία γέννησής του αναφέρεται το 1837 αλλά και το 1832, που μάλλον είναι το πιθανότερο.
Ο Χρήστος γεννήθηκε στο Συρράκο Βοιωτίας και μέχρι τα 15 χρόνια του ασχολήθηκε με τα οικογενειακά κοπάδια προβάτων.
Η οικογένειά του ήταν εύπορη, «κουτσοβλάχικης» καταγωγής, και μετείχε στην εξέγερση κατά του Αλή Πασά στα Ιωάννινα, αλλά μετά την καταστολή της επανάστασης αναγκάστηκε να διασκορπιστεί σε χωριά της Βοιωτίας και της Φθιώτιδας.
Το όνομα «Νταβέλης», που σημαίνει «λεβέντης» ή και «ατρόμητος», το πήρε πολύ αργότερα, όταν εντάχθηκε στη συμμορία του Λουκά Μπελούλια ή Κακαράπη, από το Κυριάκι Βοιωτίας, ο οποίος τον είχε εκτιμήσει πάρα πολύ και κάποια στιγμή, αναγνωρίζοντας την παλικαριά του μπροστά σε όλους τους ληστές, του είπε:
«Αϊντε μωρέ Νταβέλη, και για λόγου σου πολλές μανάδες θα κλάψουν». Και έκτοτε ο Χρήστος Νάτσος μεταβαπτίστηκε σε Νταβέλης.
Νωρίτερα, στα 16 χρόνια του, η μητέρα του τον έστειλε σε έναν θείο του καλόγερο, τον παπα-Γαβριήλ, που μόναζε στη Μονή Πετράκη, στην Αθήνα.
Ο θείος του, που έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματά του, το 1897, και πάντα μίλαγε με στοργή για τον ανιψιό του, τον καλοδέχτηκε και του βρήκε εργασία στη διανομή του γάλακτος που πωλούσε η μονή σε διάφορα σπίτια των Αθηνών.
Σε αυτή τη δουλειά, ο Χρήστος έμεινε για δύο χρόνια, οπότε, μετά από προστριβή με έναν καλόγερο, που τον κατηγόρησε ότι τροφοδοτούσε με πρόβατα μια μικρή συμμορία ενός άλλου θείου του, στην Παλλήνη, αναγκάστηκε να φύγει για το χωριό του.
Εκεί, όμως, τον περίμενε μια νέα περιπέτεια, καθώς είχε ήδη κλείσει τα 19 χρόνια του και ένας πάρεδρος (αντιδήμαρχος) εξέδωσε ένταλμα συλλήψεως εναντίον του ως καθυστερούμενου κληρωτού του περασμένου έτους, βάσει ενός νόμου που εφαρμοζόταν επιλεκτικά συνήθως σε βάρος φτωχών αγροτών και προκαλώντας έντονες αντιδράσεις.
Ο Χρήστος αρνήθηκε να ακολουθήσει τον χωροφύλακα που πήγε να τον συλλάβει αλλά αυτός επανήλθε με ενισχύσεις. Οι συγχωριανοί και φίλοι του τον υπερασπίστηκαν και συνεπλάκησαν με το απόσπασμα. Τρία παλικάρια έχασαν τη ζωή τους και τέσσερις χωροφύλακες.
«Ο Χρήστος Νάτσος ωρκίσθη άσπονδον μίσος προς τους νόμους τους αδίκους, αδικωτέρας κοινωνίας και έφυγεν εις τα όρη προς αναζήτηση συντρόφων. Είχε γίνει ληστής».
Ο επίλογος της ζωής του γράφτηκε στις 12 Ιουλίου 1856 μετά από σκληρή μάχη στη θέση Δερβέν Κούλια, στο Ζεμενό, μεταξύ Διστόμου και Αράχοβας. Εκεί, όπου το 1826 είχε ηττηθεί από τους Ελληνες ο στρατηγός του Κιουταχή, Μπουστάμπεης.
Τραγική ειρωνεία ήταν ότι σε αυτή τη μάχη έχασε τη ζωή του και ο υπολοχαγός Ιωάννης Μέγας, πατέρας τριών αγοριών, που φαίνεται ότι κάποτε υπήρξε φίλος του Νταβέλη.
Η μητέρα του Νταβέλη βρισκόταν ακόμα εν ζωή και η λαϊκή μούσα δύο χρόνια αργότερα αποτύπωσε στο «Τραγούδι του Νταβέλη» τον θρήνο της μάνας:
Μια βλάχα, μια παληόβλαχα
ή του Νταβέλη η μάνα
πέτρα σε πέτρα περπατεί
λιθάρι σε λιθάρι
και κάνει τον ανήφορο
το Ζέμενο αγναντεύει
Ακούει ντουφέκια πέφτουνε
σπαθιά γυαλοκοπούνε
Βλέπει και τον Νταβέλη της
στο μέγα το ταμπούρι
Δε στο είπα, Χρήστο, μια φορά,
δε στο είπα τρεις και πέντε,
στο Ζέμενο να μη διαβής
λημέρι να μην κάνης
γιατ’ έχει ο Μέγας τις χωσιές
τον Χρήστο για να πιάσει;
Θεέ μου να ζήση ο Χρήστος μου
να ζήση το παιδί μου,
φέρνω οκάδες το κερί
και λίτρες το λιβάνι
και σε τομαροτσούβαλα
να κουβαλώ το λάδι.
Πηγή: Σταύρος Μαλαγκονιάρης - "Εφημερίδα των Συντακτών"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου