Συνέντευξη στον Θανάση Καραμπάτσο - "Documento"
Η Μαρία Σιδέρη έζησε αγκαλιά με τον χάρο, καταδικασμένη πεντάκις εις θάνατο. Πέρασε μαρτυρικές στιγμές στη φυλακή, μιλάει για συγκροτούμενες που εκτελέστηκαν, πέθαναν, βιάστηκαν, τρελάθηκαν.
Αποφυλακίστηκε το 1959, συμπορευόμενη με μνήμες της νιότης της που κρεμόταν σε μια κλωστή αλλά και τον χωροφύλακα...
Χωρίς να είναι κομμουνίστρια, η Μ. Σιδέρη βρέθηκε κατηγορούμενη και αγκάλιασε τις ιδέες για την κοινωνική απελευθέρωση.
Εβδομήντα χρόνια από τη λήξη του εμφύλιου πολέμου, τότε που η ζωή ήταν πολύτιμη και δεμένη στα ιδεολογικά πιστεύω. Ειδικά αν ανήκες στους «ΕΑΜοβούλγαρους» και τους «κομμουνιστοσυμμορίτες», σύμφωνα με την επίσημη φρασεολογία ολόκληρης εποχής - είτε σε hard είτε σε light μορφή έφτασε ως το πολιτικοϊδεολογικό επιστέγασμά του, τη χούντα.
Η εποχή που καραδοκούσε ο θάνατος ή ο ρουφιάνος- που με μια δήλωση «απελευθερωνόσουν» από κρατικές και παρακρατικές σκιές· που για να βρεις δουλειά χρειαζόσουν πιστοποιητικό εθνικοφρόνων κοινωνικών φρονημάτων.
Η Μαρία Σιδέρη, μικρή κοπέλα όταν ξεκίνησαν όλα, έχει καταθέσει τις αναμνήσεις της -«εσείς με τσιγκλάτε συχνά να τις θυμηθώ»- σε δύο βιβλία που κυκλοφορούν με την επιμέλεια των δύο αγοριών της, έχει καταθέσει προσωπικές μαρτυρίες σε επιστημονικά πρότζεκτ, ντοκιμαντέρ, εκπομπές και άλλους δημοσιογράφους.
Ακολουθεί η αφήγησή της με αφορμή τη σκιά του τέλους του Εμφυλίου και το βιβλίο που ετοιμάζει για τις γυναίκες στις φυλακές Αβέρωφ.
Ξύλο για μιαν «Ελένη»
Εγώ δεν ήμουν κομμουνίστρια, ΕΠΟΝίτισσα ήμουν. Αντάρτες, αγωνιστές από το ΕΑΜ ξέραμε.
Παλιότερα ήμουν και στην ΕΟΝ, βαθμοφόρος! Μπήκα στην ΕΠΟΝ το ’43 στην Κοζάνη. Με κάνανε γραμματέα.
Τον Οκτώβρη του ’44 φύγανε οι Γερμανοί. Οργανώθηκαν κι άλλα κορίτσια. Κάναμε γιορτές, δεν μας ενοχλούσε κανένας. Μετά άρχισαν να μας καίνε και να μας σπάνε τα γραφεία οι χίτες, οι ΠΑΟτζήδες.
Υστερα από κάποια στιγμή μας συλλαμβάνανε. Πέρασα τρεις μήνες σε κρατητήριο για προκηρύξεις. Δεύτερη φορά όταν ψάχνανε να βρουν πολύγραφο. Ξύλο, χαστούκια όμως. Πολλοί χωροφύλακες ήταν ΠΑΟτζήδες.
Το '47 πια με συλλαμβάνουν για την «Ελένη». Εφαρμόζανε νόμους πια, το Γ’ ψήφισμα. Ενα βράδυ, νύχτα, ήρθαν καμιά δεκαριά χωροφύλακες σπίτι μου. Με πήγανε στην Ασφάλεια. Ο μοίραρχος μου φερνόταν καλά -δηλαδή δεν μ' έδερνε. Προσπαθούσε να με ξεγελάσει. Ηξερα ότι είχαν αρχίσει οι εκτελέσεις και φοβόμουν. Μόνο που ξέρανε ότι είσαι με τους αντάρτες, με τους αντιστασιακούς, σε συλλαμβάνανε.
Τρεις μήνες με κράτησαν στην Ασφάλεια. Κάθε βράδυ -όχι στην αρχή- με φέρνανε σε αντιπαράσταση με αγόρια. Με βάζανε κι έβλεπα τα παιδιά που βασανίζανε.
Τα ήξερα, δεν το αρνιόμουν, ήμασταν φίλοι, χορεύαμε, κάναμε εκδρομές. Τελικά με στρώσανε κι εμένα στο ξύλο. Οταν μου έκαναν τη φάλαγγα δεν ήξερα τι ήταν, μετά το έμαθα. Τρεις φορές μόνο μου έκαναν. Είχα αδυνατίσει, είδαν αίμα και σταμάτησαν. Αλλά έτρωγα κάτι χαστούκια που νόμιζα ότι το χέρι τους δεν είναι σαν το δικό μας, είναι πιο μεγάλο.
Ολα τ' άλλα τα 'χω ξεχάσει, αυτά τα χαστούκια δεν τα ξεχνάω. Πέρασα χωρίς να κάνω δήλωση.
Εν τω μεταξύ θέλαν να μάθουν για την «Ελένη». Ηταν στέλεχος. Ενα παιδί την είχε φέρει σπίτι μου για να της πάρω μία μαντίλα, μάλλινες κάλτσες και γουρουνοτσάρουχα να ντυθεί χωριατοπούλα. Και αυτός, ο Γιώργος, 20-25 χρόνων, «έσπασε» στο ξύλο και είπε ότι μπορεί να ξέρω το πραγματικό όνομά της αφού μου άφησε την ταυτότητα και το ρολόι της. Δεν είδα το όνομά της. Το έμαθα αργότερα στη φυλακή. Φαντάζονταν ότι ήταν κάτι σπουδαίο. Μια αγωνίστρια ήταν. Την είχαν συλλάβει πιο μπροστά από μένα, αλλά με το πραγματικό της όνομα, Μάρθα Ξανθοπούλου.
Αδημονία για την εκτέλεση!
Πιάστηκα το '47, έμεινα υπόδικη οχτώ μήνες. Πέρασα στρατοδικείο τον Αύγουστο στην Κοζάνη. Ολοι σε θάνατο· 30 ήμασταν, οι 18 καταδικαστήκαμε σε θάνατο παμψηφεί, οι άλλοι με τρία κατά δύο - αυτοί δεν εκτελούνταν. Καταδικαστήκαμε και γελούσαμε. Δεν είδα κανέναν να δειλιάζει, το είχαμε αποφασίσει ότι θα μας εκτελέσουν - κάθε μέρα γίνονταν εκτελέσεις.
Στον θάλαμό μου περίμενα όρθια πίσω από την πόρτα να με πάρουν το πρωί για να με εκτελέσουν. Τα παιδιά έλεγαν όλη τη νύχτα τραγούδια που είχαν και το όνομα «Μαρία». Το πήραν μαζί τους το τραγούδι.
Ξημέρωσε. Περίμενα να ’ρθουν, αλλά δεν ερχόντουσαν. Ξαφνικά ακούω το αυτοκίνητο καχ φεύγει. Τα παιδιά φωνάζανε «γεια σας». Δεν με πήραν κι άρχιζα να χτυπάω την πόρτα: «Γιατί δεν με πήραν εμένα!». Εκλαιγα, φώναζα, ήθελα να διαμαρτυρηθώ. Ηθελα να με πάρουν να με σκοτώσουν. Το ήθελα! Τώρα απορώ. Ηξερα τα παιδιά που δεν ξέραν την «Ελένη» και τα σκοτώνουν. Δεν είχαν άλλη κατηγορία. Σκοτώνουν αυτά, κι εγώ που το ξέρω το όνομα; Το θεωρούσα άδικο. Από τους 18 σκοτώσανε δέκα.
Μας κράτησαν λίγες μέρες στην Κοζάνη και μετά μας πήγαν στο Γεντί Κουλέ, στη Θεσσαλονίκη, για τρεις μήνες. Κάθε μέρα γίνονταν εκτελέσεις· τους ακούγαμε, δεν τους βλέπαμε. Μαζέψανε κι άλλους γιατί γίνονταν στρατοδικεία και σε άλλες πόλεις, Εδεσσα, Νάουσα, Φλώρινα.
Από εκεί μας φορτώσανε ένα απόγευμα του 1948 και μας πήγανε Πειραιά και από εκεί με φέρανε στου Αβέρωφ. Μας μοιράσανε.
Η φυλακή είχε δύο θαλάμους μελλοθανάτων, ο ένας για τις παμψηφεί και ο άλλος για τις τρία κατά δύο... Ηταν μαρτύριο, μαρτύριο το μελλοθανατείο.
Καλλέργης - Μπελογιάννης
Οταν ήμουν στον θάλαμό μου στο Αβέρωφ, από το ’48 μέχρι το ’55 -τότε είχαν καταργηθεί οι εκτελέσεις- πήραν 17 και εκτέλεσαν.
Μια Δευτέρα ήρθε η αρχιφύλακας και λέει ότι η Λαμπρινή θα ’ρθει στον δικό σας θάλαμο. Μας φάνηκε παράξενο, ήταν τρία κατά δύο.
Ενα απόγευμα μάθαμε ότι θα γίνουν εκτελέσεις. Ολες ετοιμαστήκαμε, φορέσαμε τα καλά μας, γράψαμε και δυο λόγια στους δικούς μας, να μην κλάψουν, να μη στενοχωρηθούν.
Η Λαμπρινή Καπλάνη, αυτή που μας φέρανε, ήταν ανεβασμένη στο ράντζο, προσπαθούσε να κρεμάσει κάτι στον τοίχο.
Δεκαεπτά ήταν οι εκτελεσμένες, δεκατρείς τρελάθηκαν, έντεκα που πέθαναν από αρρώστια και είχαμε αρκετές που βιάστηκαν, δύο μάλιστα γέννησαν κιόλας. Η μία, η Σούλα Μονδάνου, ήταν οδοντίατρος, τρελάθηκε στη φυλακή. Οταν την πήγαν στο τρελοκομείο αυτοκτόνησε.
Στο επισκεπτήριο απαγορευόταν να κουβεντιάσουμε πολιτικά. Από έναν μαθαίναμε πάντα, από τον Λυκούργο Καλλέργη, τον ηθοποιό. Είχε εκεί τη γυναίκα του, τη Μαρία. Στο επισκεπτήριο είχαμε δύο υπαλλήλους για να μη μιλήσουμε πολιτικά, συνήθως ήταν καλόγριες. Τι έκανε εκείνος; Αφού έλεγε: «Τι κάνεις, Μαράκι μου, χρυσό μου;», άρχιζε: «Εχθές στον ύπνο μου σε είδα,
σ’ αγκάλιαζα» και άρχιζε να τα λέει χοντρά. Ακουγε η καλόγρια κι έφευγε. Ο,τι νέο ζητούσε η ομάδα απέξω, μέσω του Καλλέργη το μαθαίναμε.
Είχαμε οργάνωση. Τη λέγαμε ομάδα γιατί αν ακούγανε οργάνωση θα σε περνούσαν από στρατοδικείο. Είχαμε την Καίτη Ζεύγου, τη Μαργαρίτα Κωτσάκη, τη γυναίκα του Ζαχαριάδη, τη Ρούλα Κουκούλου. Αυτές ήταν τα στελέχη, κανόνιζαν τη ζωή μας. Και μαθήματα κανονίζανε και ψυχαγωγία. Απαλαίνανε τη φυλακή μας.
Στην αρχή κάναμε και γιορτές, σκετς. Πάντα το θέμα ήταν από τη ζωή της φυλακής, το γράφανε οι κρατούμενες, όπως και τα τραγούδια που λέγαμε, τα γράφανε σε γνωστούς σκοπούς. Τα γράφω σε ένα βιβλίο, θα τα δημοσιεύσω.
Τα ’χει γράψει μάλιστα η ηθοποιός Ολυμπία Παπαδούκα· είχε κάνει και τη χορωδία. Μετά ανέλαβε μια άλλη που ήξερε μουσική, η Αννα Παρλιάρου. Βγήκε κι εκείνη και ανέλαβα τέσσερα πέντε χρόνια μαέστρος της χορωδίας. Μετά το ίδιο έγινε και με τη γυμναστική. Πρώτα ήταν γυμνάστριες, αποφυλακίστηκαν και μετά ανέλαβα εγώ γιατί ξέραν ότι ήμουν αθλήτρια. Δηλαδή τελείωσα τη φυλακή μου με τη χορωδία και τη γυμναστική.
Εκανα και παιχνίδια στα παιδάκια, είχαμε αρκετά. Ηταν και ο γιος του Μπελογιάννη - ήταν χωριστά, δεν ήταν με τα άλλα παιδιά. Ημουν η συμπάθεια του Νικάκη, αλλά τώρα ούτε ξέρω πού βρίσκεται. Δεν τον συνάντησα από τότε.
Εχω μία πικρία. Τα παιδάκια μετά τα τρία χρόνια τους τα διώχνανε, τα μάζευε η Φρειδερίκη αν δεν είχανε παππούδες ή γιαγιάδες. Ενα κοριτσάκι που το συμπαθούσα, το πιο όμορφο μέσα στη φυλακή -η μάνα του καταδικασμένη σε θάνατο το γέννησε εκεί, αλλά επειδή ήταν έγκυος δεν την εκτέλεσαν, τον πατέρα του είχαν εκτελέσει-, δεν ήθελα να το πάρει η Φρειδερίκη.
Παρακάλεσα τους δικούς μου και το πήραν, το αγαπήσανε. Αλλά γιατί; Νόμιζαν ότι ήταν δικό μου. Οτι με βιάσανε στη φυλακή. Μετά το έμαθα.
Ολοι στην Κοζάνη πίστευαν ότι είναι δικό μου. Ηρθε ένας γείτονας επισκεπτήριο και όταν άρχισε να μου λέει «πώς είσαι, μαμά;» κ.λπ. φώναξα τη μαμά του κοριτσιού. Της έμοιαζε πάρα πολύ και ξεκαθάρισα ότι δεν ήταν δικό μου.
Τρεις αδερφές μου ήταν δασκάλες και οι άντρες τους δάσκαλοι. Δεν μιλούσαν καθόλου, φοβόντουσαν. Ενας γαμπρός μου, δάσκαλος κι αυτός, όταν βγήκα από τη φυλακή στην πρώτη συνάντηση φοβόταν να με καλωσορίσει. Δεν μιλούσανε, γιατί το ’59 ακόμη δικαζόντουσαν. Μας παρακολουθούσαν ακόμη. Κι ήταν το ’59, δεν ήταν το ’48, το ’49, που ήταν πολλές οι εκτελέσεις.
Οταν αποφυλακίστηκα με πήραν δύο χωροφύλακες από τις φυλακές Αβέρωφ και με πήγαν στην Ασφάλεια για να κάνω δήλωση. Δεν έκανα δήλωση τόσα χρόνια που περίμενα να με πάρουν για εκτέλεση και θα κάνω τώρα;
Με βρίσανε, μου είπαν ότι δεν πρόκειται να μ’ αφήσουνε ήσυχη. Πραγματικά ερχόντανε από κοντά. Τους ήξερα.
Εγώ τους θαύμαζα τους κομμουνιστές αλλά δεν ήθελα να είμαι κομμουνίστρια, δεν το ήθελα το κομμουνιστικό κόμμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου