14.4.19

Ο στρατός μας που πήγε στην Κριμαία

Η επανάσταση των Μπολσεβίκων με τα μάτια των ενστόλων Ελλήνων.


Ηταν οι πρώτοι συμπατριώτες μας που είχαν την ευκαιρία να δουν από κοντά τη γέννηση της Σοβιετικής Ρωσίας, έστω κι αν η συντριπτική πλειονότητά τους κάθε άλλο παρά είχε ζητήσει κάτι τέτοιο. Ο λόγος για τους 23.351 στρατιώτες και αξιωματικούς του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος που στάλθηκε στις αρχές του 1919 στην Οδησσό και την Κριμαία για να συμβάλει στην καταστολή των μπολσεβίκων από τους αντεπαναστάτες Λευκούς και τους Αγγλογάλλους, συν τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων που τους συνόδευαν.

Στις γραμμές των αξιωματικών, οι οποίοι (σε αντίθεση με τους φαντάρους) ήταν όλοι εθελοντές, συναντάμε φιλόδοξα στελέχη που έγραψαν αργότερα ιστορία ως πραξικοπηματίες, πολιτικοί, στελέχη της Αντίστασης αλλά και του ένοπλου δωσιλογισμού: Νικόλαος Πλαστήρας, Γεώργιος Κονδύλης, Στυλιανός Γονατάς, Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, Λεωνίδας Σπαής, Γεώργιος Τσολάκογλου, Παναγιώτης Δεμέστιχας, Διονύσιος Παπαδόγκωνας, Χαράλαμπος Παπαθανασόπουλος, Ευάγγελος Καλαμπαλίκης κ.ά.

Ορισμένοι απ’ αυτούς (και τους υφισταμένους τους) κατέγραψαν την εμπειρία τους σε ημερολόγια, επιστολές κι απομνημονεύματα. Δεκαπέντε τέτοιες μαρτυρίες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους όσον αφορά τους συντάκτες και το περιεχόμενό τους, εξετάζονται εδώ.

Το έναυσμα για το σημερινό μας αφιέρωμα το έδωσε μια ξεχασμένη αλλά σημαδιακή επέτειος. Ανήμερα το Πάσχα πριν από 100 χρόνια (7/4/1919), ο ελληνικός στρατός κατοχής της Σεβαστούπολης κατέστειλε με πραγματικά πυρά μια πολυάνθρωπη διαδήλωση ντόπιων πολιτών και εξεγερμένων Γάλλων ναυτών, που απαιτούσαν με κόκκινες σημαίες στα χέρια τον τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης.

Ο αριθμός των θυμάτων παραμένει απροσδιόριστος, με εμφανή την τάση υποτίμησής του από ελληνικής πλευράς (ιδίως όσον αφορά τους πρωτοκοσμικούς στασιαστές «συμμάχους») και διόγκωσής του από σοβιετικής· γεγονός είναι, πάντως, πως υπήρξαν δεκάδες χτυπημένοι από τις ελληνικές σφαίρες και κάμποσοι νεκροί.

Παρά την αμηχανία που διαπερνά τις υπηρεσιακές περιγραφές του συμβάντος, η επίσημη ιστοριογραφία δεν παραλείπει να καμαρώσει για τα συγχαρητήρια του Αγγλου ναυάρχου προς το εκστρατευτικό σώμα, σύμφωνα με τα οποία οι φονιάδες των διαδηλωτών «δύνανται να ώσι σήμερον υπερήφανοι ότι είναι Ελληνες» (ΔΙΣ 1955, σ. 243).

Κατά τα άλλα, οι εθνικά ορθές εξιστορήσεις της εκστρατείας διαπερνώνται από μια εξόφθαλμη αντίφαση. Από τη μια, ακατάσχετη μεγαλοστομία −με τις σφαγές του επαναστατημένου πληθυσμού σε μια μακρινή χώρα να αναγορεύονται επαίσχυντα «νέες Θερμοπύλες». Από την άλλη, η όλη υπόθεση καταχωνιάζεται στο περιθώριο της Ιστορίας, με τρόπο που προδίδει μάλλον ντροπή για το υποτιθέμενο έπος. Ακόμη και η χουντική «Πολεμική ιστορία των Ελλήνων», που εξέδωσε το 1970 το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων, αφιερώνει λ.χ. στην «εκστρατεία της μεσημβρινής Ρωσίας» λιγότερη από μισή σελίδα (τ.Β', σ. 462).

Οσο για τα αντίστοιχα εκδοτικά εγχειρήματα δεξιών εφημερίδων σε δημοκρατικότερους καιρούς (2008), οι μεν «Αγώνες των Ελλήνων» των Μαλούχου και Παπαγιαννίδη (που διένειμε ο «Ελεύθερος Τύπος») της αφιερώνουν ένα φωτογραφικό δισέλιδο δίχως την παραμικρή αφήγηση ή επεξήγηση (τ.Α', σ. 154-5), το δε τρίτομο έργο του ΣΚΑΪ «Εμείς οι Ελληνες. Πολεμική Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», με επιμελητές τους Θάνο Βερέμη και Μιχάλη Κατσίγερα, προτίμησε να την αποσιωπήσει εντελώς. Η ημιεπίσημη «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» την ξεπετά, τέλος, σε λιγότερο από μία σελίδα (τ.ΙΕ΄, σ. 112).

Για τι ακριβώς να καμαρώσει άλλωστε κανείς; Οπως διαπιστώνουμε από την προσεκτική ανάγνωση των σχετικών τεκμηρίων, οι «νέες Θερμοπύλες» του ελληνικού στρατού δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα παρά μια άδοξη διαρκής φυγή μπροστά στη νικηφόρα προέλαση του Κόκκινου Στρατού, με ελάχιστα αγωνιστικά διαλείμματα.


Τρεις μήνες μετά την αποβίβαση του πρώτου Ελληνα φαντάρου στην Οδησσό (7/1/1919), τα τελευταία υπολείμματα του εκστρατευτικού σώματος εγκατέλειψαν έτσι στις 15/4/1919 άρον άρον τη Σεβαστούπολη, αφήνοντας πίσω 225 νεκρούς και 173 αγνοούμενους (με 657 τραυματίες και 1.373 αρρώστους επίσης εκτός μάχης).

Στο μεσοδιάστημα είχαν δράσει ως στρατός κατοχής σε πέντε πόλεις (Οδησσός, Χερσώνα, Νικολάγεφ, Σεβαστούπολη, Συμφερούπολη) και κάμποσα χωριά της ενδοχώρας· οι πιο προωθημένες μονάδες έφτασαν σιδηροδρομικά μέχρι την Μπερεζόφκα, 90 χιλιόμετρα βορείως της Οδησσού, για να γυρίσουν πίσω τροχάδην σε κακό χάλι. Ας δούμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.

Οπλίτες και μισθοφόροι


Πριν αναχωρήσουν, οι φαντάροι ενημερώνονταν από τους αξιωματικούς τους για την ανάγκη καταστολής της επανάστασης, «για να μη μολυνθούν τα άλλα κράτη» (Καραγιάννης, σ. 54).

Οι τελευταίοι θεωρούσαν κατά κανόνα απαραίτητη την ελληνική συμμετοχή στην πάταξη της «μπολσεβικικής θεομηνίας» (Πλαστήρας), όχι μόνο για να «αποσοβηθή ο εξ αυτής κίνδυνος του Ευρωπαϊκού πολιτισμού» (Καρακασσώνης), αλλά και προκειμένου να συμπληρωθεί η ανεπαρκής εθνική προσφορά σε αίμα κατά τη διάρκεια του πρόσφατου Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο ελληνικός στρατός πήγε στη Ρωσία, εξηγεί ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, για «ν’ απαλλαγούμε από τις Ερινύες των Αθηνών και της Λαμίας και των Θηβών», την αντίσταση δηλαδή της Παλιάς Ελλάδας στην Αντάντ, και να βρούμε «τον δρόμο της τιμής και της αμοιβής στων Αρεοπαγιτών [= των συμμαχικών κυβερνήσεων] τα μάτια» (σ. 35).

Ο ίδιος θα επινοήσει και το τραγουδάκι που συνέδεσε την ελληνική συμβολή στην καταστολή της ρωσικής επανάστασης με την αίσια έκβαση των εθνικών διεκδικήσεων: «Από τη Ρουσία σύρνει / δρόμος ίσια για τη Σμύρνη» («Αρχείο Δέλτα», τ.Δ', σ. 135). Ως επίδοξος θεατρικός συγγραφέας, μ’ ένα τουλάχιστον τυπωμένο έργο στο ενεργητικό του, σκαρώνει επίσης στο πόδι (κι ανεβάζει στην Καβάλα) μια αντικομμουνιστική κωμωδία που «κορόιδευε τη μανία του συστήματος [sic] να τα ρίξη όλα κάτω, χρήμα, ιδιοκτησίαν, οικογένεια, πατρίδα κ.λπ.» (όπ.π., σ. 141).

Ο στρατιωτικός ιερέας του 34ου Συντάγματος διαβεβαιώνει αντίθετα ότι «κανείς απ’ όσους ελάβαμεν μέρος εις την εκστρατείαν αυτήν δεν κατόρθωσε να καταλάβη γιατί επήγαμε στη Ρωσία» (Φωστίνης, σ. 7). Διευκρινίζει, ωστόσο, ότι «προς τιμήν του Ελληνος, δεν επιχειρήσαμε καν να το εξετάσουμε» −και ικανοποιείται με την ιδέα πως η δράση του σώματος «έκαμε τους ξένους όλους να ομολογήσουν: “Τέτοιον στρατόν έχει η Ελλάς; Της αξίει να γίνη μεγάλο Βασίλειο”» (σ. 270).

Εξυπακούεται πως οι απλοί φαντάροι έβλεπαν τα πράγματα κάπως διαφορετικά: «Αυτό το έχω σίγουρο χωρίς αμφιβολία / τίποτε δε μου χρώσταγαν να έρθω στη Ρωσία», διαβάζουμε στο ημερολόγιο ενός απ’ αυτούς. «Ολοι βλαστημάμε την τύχη μας», σημειώνει στο δικό του κάποιος άλλος. Εχοντας μάλιστα επίγνωση πως οι εθελοντές βαθμοφόροι -σε αντίθεση με τους ίδιους- έπαιρναν μπόνους 1.000 δραχμών τον μήνα για τη συμμετοχή τους, δεν δίσταζαν ακόμη και να ειρωνευτούν το πτώμα του σκοτωμένου λοχαγού τους −αποφαινόμενοι μεγαλόφωνα πως «αν ο μακαρίτης είχε βάλει το χιλιάρικο στο μέτωπό του, δεν θα τον έπαιρνε η σφαίρα». Για προφανείς λόγους, άλλωστε, οι αξιωματικοί στις προφυλακές «έχουν γίνει αρνάκια άκακα. Μεταχειρίζουνται το στρατιώτη, που δεν τον ρώτησε κανείς, όλο με το καλό» (Καραγιάννης, σ. 81-2).

Προς γνώση και συμμόρφωση, η έξοδος από την Ουκρανία προς τη Βεσσαραβία θα επισφραγιστεί έτσι στα τέλη Μαρτίου με μια συλλογική έκρηξη απειθαρχίας.

«Οι στρατιώται πλείστων τμημάτων ήρχισαν να γογγύζουν, κατόπιν να υβρίζουν τον υπεύθυνον της καταστάσεώς των ταύτης, τελευταίον δε να μη δίδουν καμμίαν σημασίαν εις τας συμβουλάς των Αξιωματικών τους και, το χειρότερον, οι θρασύτεροι τούτων ήρχισαν αναφανδόν ουχί μόνον να υβρίζουν αλλά και να πυροβολούν, ούτω δε το κακόν των πυροβολισμών μετεδόθη εις τα πλείστα σχεδόν των τμημάτων», διαβάζουμε στις αναμνήσεις ενός έφεδρου ανθυπολοχαγού. «Επί ώρας ολοκλήρους μέσα εις το σκότος και την αγωνίαν εκείνην τα πέριξ εδονούντο εκ των ριπτομένων πυροβολισμών, χειροβομβίδων και οπλοβομβίδων, έσχομεν δε και θύματα συνεπεία των πυροβολισμών» (Αρχείο Εμμ. Γεωργακάκη, φ.1, έγγρ. 39).

Εχθροί και φίλοι

Τι εικόνα έχει όμως ένας στρατός κατοχής για φίλους και αντιπάλους και πώς ακριβώς τη σχηματίζει −ιδίως γι’ αυτούς τους τελευταίους, με τους οποίους έρχεται συνήθως σε επαφή κάτω από οριακές μόνο συνθήκες; Ενα κρίσιμο ερώτημα αφορά την ταυτότητα των πληροφορητών του.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, το γλωσσικό φράγμα που χώριζε τους Ελληνες φαντάρους και αξιωματικούς από τον ρωσικό λαό υπήρξε σχεδόν απόλυτο, όπως πιστοποιεί η μαρτυρία του Γρηγοριάδη.

Στο καλύτερο ζαχαροπλαστείο της Σεβαστούπολης, αυτός και η παρέα του είναι αδύνατο να συνεννοηθούν για τα στοιχειώδη: «Θέλουμε γλυκό και μας φέρνουν τσάι με παστό ψάρι, ζητούμε μπύρα και δώσαμε να καταλάβουν τα κορίτσια της υπηρεσίας πως ζητήσαμε πάστες» (σ. 15). Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τα αντίστοιχα όρια οποιασδήποτε σοβαρότερης κουβέντας!

Το κενό της πληροφόρησης καλύπτεται, ως εκ τούτου, από συγκεκριμένες πηγές: αστούς, ευγενείς και αξιωματικούς των Λευκών που γνωρίζουν τη διεθνή γλώσσα της εποχής, τα γαλλικά −και, φυσικά, από την ελληνική κοινότητα της πόλης.

Το ημερολόγιο του γιατρού Σμπαρούνη αποδεικνύεται διαφωτιστικότατο για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά αυτών των επαφών: δεξίωση όπου «είχεν κληθεί αρκετός κόσμος εκ της κοινωνίας της Οδησσού» (σ. 31), γεύμα στο σπίτι μεγαλοκτηματία-μεγαλοβιομηχάνου (σ. 48-9), γνωριμία με μεγαλέμπορο που του παρέχει «πολλάς ενδιαφερούσας πληροφορίας» για την κατάσταση στη Μόσχα (σ. 50) κ.ο.κ.

Ο συνταγματάρχης Καρακασσώνης εξηγεί, πάλι, ότι τον προκάτοχό του «επεσκέφθησαν οι εις Οδησσόν καταφυγόντες Ρώσσοι στρατηγοί, οι μητροπολίτες και αρχιεπίσκοποι των διαφόρων επαρχιών και κυβερνείων, πολλοί ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί της τσαρικής παρατάξεως»· πως «οι εκ Μόσχας επιφανείς εφιλοξένησαν κατ’ επανάληψιν τους Ελληνας αξιωματικούς εν τω μετοχίω του Αγίου Ανδρέου», καθώς και ότι, ως σύνδεσμοι και οδηγοί του σώματος «κατά τας επιχειρήσεις και μετακινήσεις αυτού», είχαν καταταγεί εθελοντικά «πολλοί κατώτεροι» τσαρικοί αξιωματικοί (σ. 41-2).


Τα ερμηνευτικά σχήματα αυτών των πληροφορητών μεταφυτεύονται έτσι συχνά αυτούσια στις αναλύσεις των Ελλήνων αξιωματικών για τη φύση της επανάστασης και του σοβιετικού καθεστώτος. «Μαθαίνουμε πως όλο το μπολσεβικικό κίνημα της Ρωσσίας έχει λυσσώδεις πράκτορας τους εβραίους της Ρωσσίας. Ο Τρότσκυ, οι 5 από τους 7 υπουργούς του Λενίν, οι σύμβουλοι του Ερυθρού Στρατού, οι Αρχηγοί των Σοβιέτ, όλοι οι πράκτορες σχεδόν είνε εβραίοι», σημειώνει ο Νεόκοσμος στο βιβλίο του (σ. 15), διαπίστωση την οποία επισφραγίζει η υπηρεσιακή επαφή του με το σοβιέτ της Σεβαστούπολης, την επαύριο της ανακωχής: εκτός από «μια πολύ συμπαθή σαραντάρα μαυροφορεμένη» Ρωσίδα, «οι άλλοι, ένας ράφτης, δυο κουρείς, ένας εργάτης τραμ και δυο του Ναυστάθμου είνε εβραίοι ΟΛΟΙ» (σ. 32).

«Εβραίες, φανατικές μπολσεβίκες» είναι, σύμφωνα με τους πληροφοριοδότες του, και οι «βαμμένες, ακαλαίσθητα ντυμένες και μάλλον μελαχροινές» φιλενάδες των Γάλλων στρατιωτικών, που έχουν αποστολή να «κάνουν προπαγάνδα στους συμμάχους» (σ. 14-5).

Υπάρχουν πάντως και κάποιες εξαιρέσεις, όχι μόνο ταξικού αλλά και «φυλετικού» χαρακτήρα: «Περισσότερο μισούν τους Μπολσεβίκους οι Καραΐμιδες, άλλη φυλή Ιουδαϊκή [...] οι πλουσιώτατοι της γης, σε μεγάλη διάσταση με τους άλλους εβραίους. Μόλις πατήσουν οι Μπολσεβίκοι πουθενά, αμέσως οι πάντα εβραίοι πολιτικοί σύμβουλοι χωρίς άλλο θα σφάξουν τους Καραΐμιδες» (σ. 16).

Ο αντισημιτισμός δεν αποτρέπει πάντως τη διαπίστωση της πραγματικής υφής του «ρωσικού προβλήματος». Οι περισσότερες αναμνήσεις σκιαγραφούν την αντίθεση φίλων-εχθρών με καθαρά κοινωνικούς όρους. Χαρακτηριστικό δείγμα, η περιγραφή της ταξικής πόλωσης στην Οδησσό από τον στρατηγό Νίδερ: «Πολυτέλεια αφάνταστος και στυγνή δυστυχία! Αι αίθουσαι των θεάτρων, των κινηματογράφων, των χοροδιδασκαλείων υπερπλήρεις κόσμου, και περιδέραια αξίας χιλιάδων ρουβλίων κοσμούν τους τραχήλους εξώμων κυριών»· την ίδια στιγμή, «η έλλειψις ειδών πρώτης ανάγκης και ιδία η σπάνις άρτου έθετεν εις αναβρασμόν τον εργατικόν κόσμον, όστις εζήτει αφορμήν προς εξέγερσιν» (σ. 146-7).

Στις παραμονές της επέμβασης (15/12/1918), ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Πάνθηρ» Ιωάννης Γιαννηκώστας περιγράφει πάλι ως εξής στη γυναίκα του την πολιτική κατάσταση στη Σεβαστούπολη: «Εννοείς ότι ο κόσμος είναι μάλλον Μπολσεβίκοι, δηλαδή εις άκρον δημοκρατικοί μεταπίπτοντες εις αναρχίαν» (Χαρατσής, σ. 200).

Εξίσου εύγλωττη είναι ωστόσο, στην ίδια επιστολή, η διαπίστωσή του για τον «απερίγραπτο σανφασονισμό» (έλλειψη τρόπων) που χαρακτηρίζει τους ντόπιους Ελληνες −ανθρώπους «ως επί το πλείστον μικρής τάξεως», που «έχουνε χρήματα και μιμούνται ό,τι βλέπουν εις τους Ρώσσους της χαμηλής τάξεως»: «καμιά διάκρισις τάξεως, φύλου, ηλικίας, θέσεως, επόμενον λοιπόν να ευρισκώμεθα προ εκπλήξεων κωμικών», όπως όταν μια οικοδέσποινα τον έβαλε να πάρει το τσάι του -κοτζάμ πλοίαρχος- μαζί με τους υπαξιωματικούς του!

Για τους χωρικούς, πάλι, εντυπωσιακή είναι η μαρτυρία ενός συντηρητικού φαντάρου, βοσκού το επάγγελμα: «Είναι πράγματι καλοί άνθρωποι και σαν μας βλέπουν να κάνουμε το σημείο του σταυρού ακόμη ενθουσιάζονται. Αλλά το φρόνημά τους το εκδηλώνουν όλοι και τα παιδιά τους ακόμη. Τους προτείνουμε το όπλο με την ξιφολόγχη κατάστηθα φοβερίζοντάς τους μικρούς τε και μεγάλους για να αρνηθούν το φρόνημά τους. Αλλά αδύνατον. Δεν δειλιάζουνε παρά ξεκουμπώνουν τα στήθια τους με ηρεμία και λένε: Σκοτώστε μας, δεν αρνιούμαστε πως είμαστε Μπολσεβίκοι. Κατόπιν μας λένε: Ντάι μι ρούκι, δηλαδή μας ζητούν το χέρι μας, εξετάζουν την παλάμη και μας δείχνουν το σκληρό δέρμα και τη ρόζα που διακρίνεται στα δουλεμένα χέρια μας» (Καραγιάννης, σ. 67).

Οι μονάδες των Λευκών συγκροτούνται σχεδόν αποκλειστικά από βαθμοφόρους του τσαρικού στρατού, με τους κατώτερους να εκπληρώνουν τον ρόλο απλού στρατιώτη: «σε κάθε σκοπιά αστράφτει η επωμίδα» (όπ.π., σ. 86). Οι Ελληνες συνάδελφοί τους δεν κρύβουν συνήθως τη θλίψη τους, που τους βλέπουν «με το όπλο στα χέρια» (Γρηγοριάδης, σ. 10).

Η στρατοκρατική οπτική εξηγεί επίσης την εντυπωσιακή πολιτική αχρωματοψία των Ελλήνων αξιωματικών, που κατά κανόνα αδυνατούν να διακρίνουν ανάμεσα στις ποικίλες αποχρώσεις των ντόπιων πολιτικοστρατιωτικών σχηματισμών.

Ουκρανοί επαναστάτες όπως ο αναρχικός Μαχνό ή ο εθνικιστής Πετλιούρα συνυπολογίζονται λ.χ. από τον επικεφαλής του Α' Σ.Σ., στρατηγό Νίδερ, στις δυνάμεις των «μπολσεβίκων» (2015, σ. 112-4). Ενδεχομένως όμως να έχουν βάλει κι εδώ το χέρι τους οι ντόπιοι πληροφορητές.

Υπηρεσιακές εκθέσεις των Λευκών κατηγορούν την ίδια εποχή τις εφημερίδες των μενσεβίκων και των εσέρων της Σεβαστούπολης ότι, «επιτιθέμενες στην κυβέρνηση [της Κριμαίας] κι εν συνεχεία στο “διεθνή ιμπεριαλισμό”, υποβοηθούν την μπολσεβίκικη προπαγάνδα» (περ. Красный Архив, τχ.29, 1928, σ. 76)· στα απομνημονεύματα δε του αρχηγού τους, στρατηγού Ντενίκιν, ο Πετλιούρα και η ουκρανική κυβέρνηση σκιαγραφούνται σαν «ημι-μπολσεβίκοι» («The White Army», Λονδίνο 1930, σ. 243).

Οι επαφές με τους ντόπιους συμμάχους γεννούν απογοήτευση. «Ο Εθελοντικός Στρατός [του Ντενίκιν] είναι μισητός εις τον λαόν, εργάτας και ανεπτυγμένους», εξηγεί σε υπηρεσιακή έκθεσή του ο Γιαννηκώστας, τονίζοντας πως «η διαγωγή των αξιωματικών και στρατιωτών του είναι ελεεινή. Διαρκώς μεθούν και δέρνουν τον κόσμον» (σ. 219-20). Υστερα από ατέλειωτα γεύματα με την κυβέρνηση της Κριμαίας στη Συμφερούπολη, ο ίδιος κι οι συνάδελφοί του -γράφει στη σύζυγό του- αποχωρούν «αντιληφθέντες τίποτα, υποσχεθέντες ακόμη ολιγώτερα και βεβαιωθέντες περί της κτηνωδίας των ανδρών και του δικαίου αγώνος του λαού» (σ. 201).

Διαφορετικού τύπου αντιθέσεις φέρνουν πάλι αντιμέτωπους Ελληνες και Γάλλους. Οι τελευταίοι κατηγορούνται πως «η συμπεριφορά των προς τους ημετέρους είναι λίαν απρεπής αν όχι βάναυσος», καθώς «δίδομεν το αίμα μας και είμεθα ο τελευταίος τροχός της αμάξης».

Ιδιαίτερα καυτηριάζεται «η μανία τους να τα πάρουν όλα», με αποτέλεσμα οι Ρώσοι να τους θεωρούν χειρότερους κι από τους Γερμανούς (του Κάιζερ), που σε τελική ανάλυση «ήλθον ουχί ως σύμμαχοι αλλ’ ως κατακτηταί» (σ. 244-8).

Δύο δεκαετίες μετά, ο συνταγματάρχης Μανέτας -στρατηγός πλέον- περιγράφει τις ελληνογαλλικές σχέσεις στην Ουκρανία ως εξής: «Ο αγών ο ιδικός μας συνίστατο εις το να σκοτωνόμαστε εμείς και να φορτώνουν σακιά αυτοί» (σ. 82).

Αντίσταση και τρομοκρατία


Κυρίαρχο αίσθημα που διαπερνά όλες τις αφηγήσεις είναι η περικύκλωση από έναν πληθυσμό σε τελική ανάλυση εχθρικό. «Εχω την αίσθηση ότι ζω επάνω σε ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί από τη μια στιγμή στην άλλη», θυμάται για την Οδησσό ο ανθυπολοχαγός Γιάγκος Δραγούμης (σ. 40).

«Ολη η πόλη είναι Μπολσεβίκοι, ώς κι οι γυναίκες, ακόμη πιο επίφοβες. Μπορεί να σας παρασύρουν και να σας δολοφονήσουν», προειδοποιούνται οι νεοαφιχθέντες φαντάροι (Καραγιάννης, σ. 60). Ο Φωστίνης αποφαίνεται πως «τα δύο τρίτα των κατοίκων είναι μπολσεβίκοι» (σ. 258) και αντιπαραβάλλει με θλίψη την αδιαφορία του κοινού για την πομπώδη κηδεία 32 αξιωματικών, σκοτωμένων από Ουκρανούς εθνικιστές, στα πλήθη που συνόδευσαν μια δημοφιλή ηθοποιό στην τελευταία της κατοικία (σ. 79).

Στο Νικολάγιεφ, βιομηχανικό κέντρο 150.000 εργατών όπου «οι Ερυθροί ανεμένοντο μετ’ αγωνίας υπό των κατοίκων, όπως φέρωσιν αυτοίς τ’ αγαθά της κοινοκτημοσύνης», τον ελληνικό στρατό υποδέχεται μόνο ο πρόξενος της Ελλάδας με τους προκρίτους της μικροσκοπικής παροικίας, ενώ τα πλήθη «παρηκολούθουν ψυχρώς την διέλευσιν της φάλαγγος» κι ήταν εμφανές ότι «δεν θα εβράδυνον να εκραγώσιν εν τη πόλει ταραχαί» (Νίδερ, σ. 187-8).

«Ολόκληρος η ύπαιθρος κατωκείτο από Μπολσεβίκους ή έστω Μπολσεβικίζοντας», θυμάται ο Βλάχος (σ. 106)· ο Καρακασσώνης τονίζει πως οι κάτοικοι της ενδοχώρας «πάντες είχον μπολσεβικικά φρονήματα» (σ. 86) και ο Γρηγοριάδης διαπιστώνει πως οι αξιωματικοί των Λευκών, «η καλλιτέρα ελπίς της Ρωσσίας», «βλέπουν γύρω τους την απάθεια των άλλων και τον ρωσσικό λαό να τους τουφεκάει στις πιο κρίσιμες στιγμές» (σ. 11).

Ο Κόκκινος Στρατός, «ευρισκόμενος εις την χώραν του κατέφευγεν κατά τας ψυχράς νύκτας εις τα πλησιέστερα χωρία προς διανυκτέρευσιν», ενώ ο ελληνικός ξεπάγιαζε στο ύπαιθρο, επισημαίνει ο Πλαστήρας (σ. 30)· ο ίδιος διευκρινίζει ότι, κατά την αναδίπλωση στη Βεσσαραβία, είχαν εντολή «να μην περάσωμεν από μέσα από την Οδησσό διότι υπήρχε κίνδυνος να εξεγερθούν οι εργάται της πόλεως και να μας κτυπήσουν από τα σπίτια» (σ. 42).

Σ’ αυτές τις συνθήκες, «καλλίτερη προστατευτική ασπίδα» θεωρείται η ωμή τρομοκρατία: ο ελληνικός στρατός, εξηγεί ο Γρηγοριάδης, «επιβάλλει τέτοιο σωτήριο φόβο και σεβασμό στον όχλο, που του κόβει κάθε όρεξι για στάσεις» (σ. 24). Αυτή είναι άλλωστε η δουλειά του: «Μέσα στην πόλι στέλλουμε τμήματα κάτω στο λιμάνι στα εργατικά κέντρα και πιάνουμε επικινδύνους Μπολσεβίκους» θυμάται χαρακτηριστικά ο Δραγούμης (σ. 41).

Η αντίσταση του πληθυσμού εκδηλώνεται έτσι ως επί το πλείστον υπόκωφα: από απεργούς εργάτες, σιδηροδρομικούς που κωλυσιεργούν να μεταφέρουν τους εισβολείς στο μέτωπο, πολίτες που ζυμώνουν τους φαντάρους, μοιράζοντάς τους ελληνόγλωσσες προκηρύξεις. Φυσικά, δεν απουσιάζουν και δυναμικότερες ενέργειες: «Οι Μπολσεβίκοι κατ’ επανάληψιν έρριπτον χειροβομβίδας εις τας περιπόλους, αλλά διά των συλλήψεων μερικών και διά της εκτελέσεως την επομένην διά τουφεκισμού, η τάξις απεκαθίστατο», σημειώνει ο Μανέτας (σ. 91).

Αμέσως μετά την άφιξή του στο Τζάνκιοϊ, ο ελληνικός λόχος κατοχής δέχτηκε πάλι επίθεση με πιστόλι και χειροβομβίδα από δύο δεκαπεντάχρονους μαθητές· «οι δράσται συλληφθέντες ετιμωρήθησαν παραδειγματικώς», βεβαιώνει ο Καρακασσώνης, δίχως ενοχλητικές λεπτομέρειες (σ. 234).

Αποκαλυπτική είναι επίσης η διαδικασία αφοπλισμού των κατοίκων, όπως περιγράφεται από έναν τσολιά: «Πιάνομιν 15 από να χωργίον πολίτες κι στον λόχον τους πιγέναμι. Τους δέρνομι! Ξύλο πολύ τους ρίχνομι για να μαρτιρίσουνε εάν υπάρχων μπολσοβίκι μέσα σ’ ικίνα τα χωργιά. Κανής δεν μαρτίραγι! Τους γδέναμι, τους δέναμι καλά τα χέρια τους κι τους βγέναμι κι τους ντοφικέγαμι έναν-έναν στον αγέραν, για να μαρτηρίσουν! Αφόσον όσα ξέραμι τους κάναμι κανές δεν μαρτυρούσε, τους πέρναμι στην φιλακίν, τους στήλαμι στων Οδισόν» («Το ημερολόγιο του εύζωνα Χρήστου Αλεξόπουλου», Καβάλα 2011, σ. 54).

Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι στη Λιζίνκα, κωμόπολη που είχε αντισταθεί στους Γάλλους, ο ταγματάρχης Λεωνίδας Σπαής έδωσε στους άντρες του «το ελέφτερο να κάνουν ό,τι μπορέσουν»· ακολούθησε άγρια λεηλασία, διανθισμένη με βιασμούς: «Οτη τον κοστάριζι [=γουστάριζε] τον κάθη εύζωναν έπιρνεν. [...] Οτη βρίσκαν τα τρόγαν! Ρούβλια κιρίος μαζέβαν υ ευζώνη, μικρά πράγματα. Αλι τες δεσπινήδες παλέβαν, τες πιάναν από τα βζιά! Εγινε τέλος μέσα σι κίνην την πόλιν μιγάλιν παραλυσίαν» (σ. 55-7).

Ο Λεωνίδας της Χερσώνας


Σύμφωνα με τις εθνικά ορθές αφηγήσεις, η κορύφωση της εκστρατείας για το ελληνικό σώμα ήρθε με τη μάχη της Χερσώνας, όταν 843 Ελληνες και 120 Γάλλοι στρατιώτες αντιμετώπισαν επί οκταήμερο (17-24/2) τους μαχητές του αταμάνου Γκριγκόριεφ και τον εξεγερμένο ντόπιο πληθυσμό.

Η ημερήσια διαταγή του 34ου Συντάγματος θα την αναγορεύσει μάλιστα σε ηρωική σελίδα ισάξια των Θερμοπυλών −κι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας, αφού οι 300 του Λεωνίδα έπεσαν απλώς «αμυνόμενοι του πατρίου εδάφους», ενώ οι 117 νεκροί της Χερσώνας θυσιάστηκαν «υπέρ συμπάσης της ανθρωπότητος» («Αρχείο Δέλτα», σ. 130-1).

Σαν νέο «Μολών Λαβέ» προβλήθηκε ιδίως ο τηλεγραφικός διάλογος του υπολοχαγού Ηλία Μαθιού με τον Γκριγκόριεφ (16/2). Ο τελευταίος αναρωτήθηκε ρητορικά τι γυρεύουν οι Ελληνες σε ξένη χώρα, όταν έχουν πίσω τους τόσους αγώνες για τη δική τους ελευθερία −για να εισπράξει από τον δικό μας την απάντηση πως «δεν είναι αρμόδιος» να συζητήσει επ’ αυτού, καθώς «δεν γνωρίζει να κάμη τίποτε άλλο ή να εκτελή τας διαταγάς που λαμβάνη».

Το εξωφρενικό αυτό δείγμα τυφλής υπακοής δεν ενθουσίασε μόνο τους ένστολους ιστοριογράφους του παρελθόντος, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά και τον σύγχρονό μας λογοτέχνη Φίλιππο Δρακονταειδή, που έσπευσε -εν έτει 2015- να του αφιερώσει την επανέκδοση του Νίδερ (σ. 7)!

Αν κάποιοι έπρεπε να συγκριθούν με τους 300, αυτοί ήταν όμως ο αταμάνος κι οι σύντροφοί του −οι μισοί από τους οποίους, σύμφωνα με τον διοικητή του Μαθιού, ρίχτηκαν στη μάχη με «πελέκεις, σφύρας και δρέπανα» (Καρακασσώνης, σ. 64).

Ακόμη διαφωτιστικότερος αποδεικνύεται εδώ ο ιεροκήρυκας Φωστίνης: «Από παντού έχουν επιτεθή [κατά] των στρατιωτών μας, από τους δρόμους, από τις θύρες των σπιτιών, από τα υπερώα, από τα παράθυρα, από τους εξώστας, με όπλα, με πιστόλια, με πολυβόλα, με χειροβομβίδες, ακόμη και με παλαιά σίδερα και με πέτρες και με ό,τι άλλον ετύχαινε μπροστά των· όλος ο κόσμος και οι πόρνες ακόμη από τους οίκους ανοχής πυροβολούν εναντίον των στρατιωτών μας» (σ. 226-7).

Ο ίδιος ο νέος Λεωνίδας πληγώθηκε «διά πιστολίου υπό γυναικός έκ τινος οικίας εξ εγγυτάτης αποστάσεως», μας πληροφορεί ο συνταγματάρχης του (σ. 74). Αμέσως παρακάτω, ο τελευταίος περιγράφει την εκκαθάριση ενός «εντελώς κατωκημένου» τμήματος της πόλης, μετά «την αντίστασιν, ην προέβαλον οι μπολσεβικίζοντες πολίται, Εβραίοι και αστυφύλακες εκ των οικιών και των προαυλίων αυτών δι’ όπλων και χειροβομβίδων»: η εντεταλμένη μονάδα εφοδιάστηκε «διά ποσότητος βενζίνης» κι άρχισε να «πυρπολή τας ανθισταμένας οικίας», ξεσπιτώνοντας σαν τα ποντίκια τους κατοίκους (σ. 83).

Οι νέες Θερμοπύλες έληξαν, πάντως, μάλλον άδοξα: με την πανικόβλητη φυγή των κατοχικών στρατευμάτων, που χώθηκαν κακήν κακώς στα συμμαχικά πλοία εγκαταλείποντας «άπαν το πάσης φύσεως υλικόν» τους: πυροβόλα, πολυβόλα, αποσκευές αξιωματικών, κλινοσκεπάσματα, μαγειρικά σκεύη και αμάξια, αφού πρώτα σκότωσαν ό,τι πρόλαβαν από τα μεταγωγικά ζώα τους. «Η υποχώρησις της φρουράς εξετελέσθη μετά θαυμαστής κανονικότητος και ασφαλείας», διευκρινίζει ο Καρακασσώνης, με μόνη παράπλευρη απώλεια όσους «φιλησύχους κατοίκους» θέλησαν επίσης να εγκαταλείψουν την πόλη, αλλά κατά λάθος μετατράπηκαν «εις μάζας αμόρφους» από τα «υπερμεγέθη βλήματα» των παρακείμενων γαλλικών αντιτορπιλικών (σ. 89-91).

Το σάρωμα

Παρόμοιες σκηνές επαναλήφθηκαν και στη Σεβαστούπολη. Με τις πρώτες κανονιές του Κόκκινου Στρατού (2/4), αφηγείται ο Γρηγοριάδης, «οι Μπολσεβίκοι μέσα στασιάζουν. Σχεδόν από κάθε σπίτι μάς τουφεκούν με τουφέκια και πολυβόλα».

Για την καταστολή τους επιστρατεύτηκε η συνήθης μεθοδολογία των κατοχικών στρατευμάτων: «Τρία σπίτια πέφτουν από τρεις οβίδες που τα βρήκαν κατακέφαλα. Η γύρω συνοικία ησυχάζει» (σ. 25-6).

Με το μάθημα της Χερσώνας αφομοιωμένο και την πολιορκημένη Σεβαστούπολη στο χείλος του λιμού μετά την κατάληψη της σιτοπαραγωγού ενδοχώρας από τους «Ερυθρούς», η ελληνογαλλική φρουρά θα διαπραγματευθεί ωστόσο τάχιστα την αναίμακτη αποχώρησή της. Για τον ίδιο λόγο είχε άλλωστε ήδη εκκενωθεί και η Οδησσός (25/3).

Απέμεινε η διχασμένη μνήμη, ατομική και συλλογική. Από τη μια, το λεωνίδειο έπος ενός εκστρατευτικού σώματος, τα στελέχη του οποίου ταυτίζονταν πλήρως με την ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων.

Από την άλλη, χαμηλόφωνα ημερολόγια φαντάρων όπως ο Χρίστος Σκούρτης από την Κορινθία, που περιγράφει ως εξής το δικό του κατόρθωμα στη μάχη του Μάλι Μπουγιαλίκ (24/3): «Τότε λοιπόν παίρνομε δρόμο και είπα “βόηθα Παναγία μου και θα έρθω να σε λειτουργήσω”. Οσοι γλυτώσαμε τροχάδη το πήραμε 20 χιλιόμετρα για 1 ώρα».

Ο πειρασμός της φράουλας


Από τις αφηγήσεις των σύγχρονων Αργοναυτών δεν ήταν φυσικά δυνατόν να απουσιάζει το εγχώριο ωραίο φύλο. «Εντύπωσι αμέσως σας κάνει η ζωηρότης και η δροσιά των ρωσσίδων», διαβάζουμε στο αυτοβιογραφικό φυλλάδιο που ο αντισυνταγματάρχης Νεόκοσμος Γρηγοριάδης εξέδωσε αμέσως μετά το τέλος της εκστρατείας.

«Πουθενά αλλού δεν έχω δη τέτοιο φυσικό λευκορόδινο χρώμα και τόση υγρότητα στο βήμα σε γυναίκες. Ολες είναι “σαν φράουλες”, όπως λέγει πολύ επιτυχημένα κάποιος “ειδικός”. Κατάστασις τέτοια πολύ επικίνδυνη και για τους πανδρεμένους, μα ευτυχώς κάποια σωτηρία επιφύλαξις επικρατεί στους δικούς μας» (σ. 14).

Ο κίνδυνος καθίσταται εμφανέστερος όταν ο συγγραφέας διαβεβαιώνει, λίγο παρακάτω, ότι τα αισθήματα υπήρξαν μάλλον αμοιβαία: στη Συμφερούπολη π.χ. «οι στρατιωτικοί μας γίνουνται αντικείμενα πρωτοφανούς εκδηλώσεως θαυμασμού. Κοκκινίζουν όλοι και χάνουν το βήμα τους, τόσον είναι επίμονες οι ματιές που τους καρφώνουν οι κυρίες» (σ. 16).

Από ελαφρά διαφορετική γωνία, παρόμοιες ήταν οι διαπιστώσεις του κατεξοχήν αρμόδιου για τη σωτηρία της ψυχής του εκστρατευτικού σώματος. «Το μόνο που εφοβήθηκα», σημειώνει στις δικές του αναμνήσεις ο αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Φωστίνης, «ήταν η διαφθορά της Οδησσού. Οι διεφθαρμένες γυναίκες, φορτωμένες απαίσιες αρρώστειες κυνηγούσαν στους δρόμους τους στρατιώτες μας. Αλλοίμονο, αν πάθουν τα παιδιά μου καμμιά συμφορά».

Πόσο μάλλον αφού, όπως ο ίδιος πληροφορήθηκε καταλεπτώς, «όλα τα στρώματα της Ρωσσικής κοινωνίας, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, είνε εκφυλισμένα ως προς το ζήτημα τούτο» (σ. 71-2 & 74).

Για την αποτροπή του κακού ο αρχιμανδρίτης θα κάνει ειδική ομιλία στους στρατιώτες, επικεντρώνοντας την επιχειρηματολογία του στην απειλή των αφροδίσιων νοσημάτων: «Φανταστήτε να γεμίσετε παλιοαρρώστειες και να γυρίσετε στα σπίτια σας σε αξιοθρήνητη κατάσταση, σάπιοι, για να καταντήσετε τέλος παράλυτοι ή τρελλοί». Ισχυρίζεται δε ότι τους έπεισε: με μόνη εξαίρεση 5-6 απόντες λόγω υπηρεσίας, γράφει, «κανείς άλλος δεν έπαθε τίποτε. Εκράτησαν δυνατά την αυστηρότητα των ηθών την πατροπαράδοτη, το ωραιότερο χάρισμα της φυλής μας, αν και ευρίσκοντο ανάμεσα σε ωκεανό διαφθοράς» (σ. 72).

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο διοικητής του 34ου Συντάγματος θα δηλώσει εγγράφως στον Γάλλο προϊστάμενό του πως ο ελληνικός στρατός δεν είχε ανάγκη τα συμμαχικά στρατιωτικά πορνεία, επειδή «έχει την πρόληψιν να πιστεύη ότι, εάν παρεκκλίνη και επ’ ελάχιστον του ηθικού νόμου, δεν θα έχη του Θεού την βοήθειαν, εις την οποίαν ελπίζων επιτελεί θαυμασίως πάντοτε το εαυτού καθήκον» (σ. 73).

Στο Πολεμικό Ναυτικό, σαφώς χαλαρότερο εκ παραδόσεως, τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά. Δυόμισι μήνες μετά την άφιξη του αντιτορπιλικού «Πάνθηρ» στη Σεβαστούπολη (21/11/1918), ο κυβερνήτης του απευθύνει έτσι παράκληση προς τους προϊσταμένους του (7/2/1919) για άμεση αποστολή αφροδισιολόγου, «καθόσον πολλοί άνδρες του πληρώματος προσεβλήθησαν υπό τοιούτων ασθενειών, ουδεμία δε συμμαχική υπηρεσία τοιαύτη υφίσταται» (Χαρατσής 1997, σ. 231-2).

Το πιστόλι του συνταγματάρχη 


Με δεδομένη την απουσία κινήτρων, η πειθαρχία των ανδρών του εκστρατευτικού σώματος κατά την παραμονή τους στη Ρωσία βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στον φόβο. Φόβο για ό,τι φημολογούνταν ότι τους περίμενε σε περίπτωση αιχμαλωσίας, αλλά και από τα χέρια των διοικητών τους σε περίπτωση απειθαρχίας.

Αποκαλυπτικό γι’ αυτήν τη δεύτερη περίπτωση είναι ένα περιστατικό που διασώζεται σε τουλάχιστον δύο εκδοχές. Βρισκόμαστε στις 6/3/1919, το μέτωπο της Μπερεζόφκα έχει σπάσει και τα συντρίμμια της 2ης ελληνικής μεραρχίας υποχωρούν πανικόβλητα μπροστά στην προέλαση του Κόκκινου Στρατού.

Ο πρώτος αφηγητής, έφεδρος ανθυπολοχαγός Γιάγκος Δραγούμης, κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση με το τρένο των ενισχύσεων και τον διοικητή του -μετέπειτα αντιβασιλιά- Γεώργιο Κονδύλη, με τον οποίο γλεντούσε πριν από λίγες ώρες σε ρεστοράν της Οδησσού:

«Διακρίνουμε τα πρώτα τμήματα των δικών μας που υποχωρούν. Ο συνταγματάρχης έχει ανοίξει το παράθυρο του τραίνου, προχωρούμε πολύ σιγά. Ενα τμήμα περνά κοντά μας. Διατάσσει να σταματήσουν μια φορά, δυο φορές, και τρίτη φορά. Τίποτε. Αυτοί το δρόμο τους. Τον βλέπω και σηκώνει το πιστόλι του, μια εκπυρσοκρότησι αντηχεί, βλέπω ένα στρατιώτη κοντά μου, προχωρεί τέσσαρα βήματα σα να μην έχει τίποτε, και έξαφνα σωριάζεται κάτω νεκρός επάνω σε κάτι τραβέρσες παλιές κοντά στη γραμμή. Το δράμα δεν εβάσταξε τρία δευτερόλεπτα. Το μάθημα μάλλον για τους δικούς μας στρατιώτες, διότι οι άλλοι έχουν χάσει εντελώς το ηθικό τους. Τραβούν για την Οδησσό χωρίς καμιά βία με το κεφάλι κάτω, μπουλούκια μπουλούκια. Δεν έχουμε καιρό να τους σταματήσουμε, πρέπει να τραβήξουμε μπροστά. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να ανταμώσουμε τον εχθρό. Το επεισόδιον του σκοτωμένου στρατιώτου μας με έχει παγώσει. Το ξενύχτι, η πείνα και η συγκίνησις αυτή η τελευταία μου έχουν φέρει μια τρομερή διάθεσι για εμετό. Ευτυχώς βρίσκω λίγο κονιάκ, το οποίον πίνω και μου περνάει λιγάκι» («Αρχείο Π.Σ. Δέλτα», τ.Δ', σ. 45).

Αρκετά διαφορετικά περιγράφει το ίδιο συμβάν στο ημερολόγιό του ένας απλός φαντάρος του ίδιου Συντάγματος. Σαν «ανόητος ανθυπασπιστής» του συνταγματάρχη μνημονεύεται ενδεχομένως εδώ ο προηγούμενος αφηγητής, διερμηνέας και ακόλουθός του:

«Ο διοικητής μας σταμάτησε την αμαξοστοιχία και διέταξε τις ομάδες που συναντούσαμε να γυρίσουν πίσω φωνάζοντάς τους Προδότες της Πατρίδας πίσω πίσω. Πυροβολούσε δε διά του περιστρόφου του. Πολλοί απ’ αυτούς ήρθαν και ανέβηκαν στο τραίνο. [...] Ενας απ’ αυτούς μη αντιληφθείς τον διοικητή μας που στεκόταν πλησίον μας μάς είπε την αλήθεια:
− Πού πηγαίνετε βρε αδέρφια, καλύτερα μην πάτε στο μέτωπο γιατί οι Μπολσεβίκοι είναι πάρα πολλοί και είμαστε και είσαστε χαμένοι.
Τότε ο διοικητής οργισμένος βγάζει το περίστροφό του και σκότωσε το παληκάρι μπροστά στα μάτια όλων μας. Κρίμα. Αυτός είναι ο Γεώργιος Κονδύλης. Κι ένας ανόητος ανθυπασπιστής του εκ του λόχου πυροβολεί και κείνος κατά των υποχωρούντων ανδρών. Τότε πολλοί απ’ αυτούς που έφεραν πλήρη τον οπλισμό τους έπεσαν κι έστρεψαν τις κάννες τους κατά πάνω μας. Τώρα φωνάζουμε όλοι μαζύ − Μη ρε παιδιά, μη. Ευτυχώς δεν τράβηξαν τη σκανδάλη να μας ξαπλώσουν όλους κάτω. Το τραίνο ευτυχώς έφυγε και σταμάτησε το κακό» (Καραγιάννης, σ. 62-3).

Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος - "Εφημερίδα των Συντακτών"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου