Οι κατά Μπίρη «Δωριείς του νεότερου ελληνισμού» και ο κρίσιμος ρόλος τους στην προεπαναστατική περίοδο και στον καιρό της παλιγγενεσίας
Του Πέτρου I. Φιλίππου - Αγγέλου, Αρχαιολόγου - αντιπεριφερειάρχη Ανατολικής Αττικής - "Αιρετικά"
Οι Αρβανίτες είναι μεταξύ των πρωταγωνιστών κατά τον δεκαετή αγώνα της Επανάστασης του 1821 και στη στεριά και τη θάλασσα. Είναι γνωστό ότι τα περισσότερα χωριά της Αττικής, Βοιωτίας, Νότιας Εύβοιας, Αργολιδοκορινθίας, τα νησιά Αργοσαρωνικού αλλά και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, όπως τα χωριά του Σουλιμά στην Τρκρυλία απ’ όπου κατάγονταν και οι περίφημοι Ντρέδες του Μόριά, χωριά του Παναχαϊκού στην Ηλεία, χωριά της Θεσπρωτίας και της Πρέβεζας και κυρίως τα χωριά του Σουλίου κατοικούνταν από Αρβανίτες.
Είχαν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο κυρίως κατά την περίοδο της όψιμης Φραγκοκρατίας, ενώ έχουν καταγραφεί διάφορες μικρότερες μετακινήσεις και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Η άλωση της Πόλης και το τυπικό τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1453 βρίσκουν τους Αρβανίτες εγκατεστημένους στον νοτιοελλαδικό χώρο, να έχουν πλέον πλήρη εθνική συνείδηση και να έχουν εξελιχθεί σε αξιόλογο παράγοντα του πολιτικού, κοινωνικού και πνευματικού βίου.
Ταύτισαν τη μοίρα τους με τη μοίρα του ελληνισμού στην προσπάθειά του να διατηρήσει την εθνική και πολιτιστική του αυτοτέλεια και κυρίως έλαβαν μέρος με πρωταγωνιστικό πάρα πολλές φορές ρόλο σε όλα τα γεγονότα εναντίον των κατακτητών καθ’ όλη τη διάρκεια της σκλαβιάς. Σε έγγραφο από το 1479 του προβλεπτή Μάρκου Βαρβαρίγου προς τη Γερουσία της Βενετίας αναφέρονται τα εξής: «Οι Αρβανίτες και οι Ελληνες δεν είναι παρά ένας και μόνο λαός, που μισεί κάθε ξένο».
Βεβαίως και ο λόρδος Βύρων είναι θαυμαστής των Αρβανιτών. Τους γνώρισε κατά την προεπαναστατική περίοδο και τους αφιέρωσε πολλές ωραίες στροφές στο ποίημά του «Τσάιλντ Χάρολντ». Η μεγαλύτερη δε απόδειξη της ελληνικής τους συνείδησης ήταν η τεράστια συμμετοχή τους και συμβολή τους στην Επανάσταση του 1821. Πολλοί από αυτούς ή ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας ή είχαν ταυτιστεί με τους εξεγερμένους κλέφτες και αρματολούς.
Οπως αναφέρει ο Τίτος Γιοχάλας στο βιβλίο του για τους Αρβανίτες της Εύβοιας (σελ. 79): «Η συμμετοχή των Αρβανιτών της Εύβοιας στον αγώνα του ’21 [...] δεν εμφανίζει όψιμα ελληνοποιημένους “αλλοδαπούς” αλλά συνειδητοποιημένους Ρωμιούς». Και πιο κάτω: «Η ολοκλήρωση της αφομοίωσης συντελέστηκε κατά την Τουρκοκρατία, όπου η ορθοδοξία βοήθησε καθοριστικά στην εθνική ταύτιση των δύο στοιχείων με την αντιδιαστολή τους προς τον αλλόθρησκο δυνάστη».
«Αν στη γενιά του ’21 οφείλουμε τη λευτεριά, στις προηγούμενες χρωστάμε την προετοιμασία της. Δίχως αυτές δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η επανάσταση θα είχε εκραγεί το 1821 κι όχι μεταγενέστερα και αν η έκβασή της θα ήταν η ίδια με αυτή που γνωρίζουμε. Στη γενιά της προπαρασκευής ανήκουν οι γονείς και οι παππούδες των μαχητών του ’21. Οι περισσότεροι από εκείνους έκλεισαν τα μάτια τους χωρίς να προλάβουν να ζήσουν την επανάσταση ή να δουν την πατρίδα τους ελεύθερη».
Στα γεγονότα που προηγήθηκαν της Επανάστασης του 1821, τα Ορλωφικά, επαναστατική μορφή που διακρίθηκε ιδιαιτέρως για τη δράση της στην Αττική ήταν ο Μενιδιάτης - Αρβανίτης Μήτρος Λέκκας ή Μητρομάρας που μαζί με τα παλικάρια του, τους λεμπέσηδες, έδρασαν κυρίως στην Αττική, τη Μεγαρίδα και τη Σαλαμίνα. Πέθανε χτυπημένος από τους Τούρκους στο Αγκίστρι τον Φεβρουάριο του 1772.
Αλλά και στους αγώνες των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά που προηγήθηκαν της Επανάστασης, οι φάρες των Σουλιωτών έχουν ονόματα με τα οποία είναι γεμάτες οι σελίδες της ελληνικής ιστορίας, όπως: Μπότσαρης, Τζαβέλας, Ζέρβας, Δράκος, Φωτομάρας, Δαγκλής και τόσοι άλλοι.
Ομως θα πρέπει να τονιστεί ότι οι Σουλιώτες με αρχιστράτηγό τους τον Μάρκο Μπότσαρη αγωνίστηκαν ηρωικά τα δύο πρώτα και κρίσιμα χρόνια 1821-1822 όχι μόνο στη νότια Ηπειρο όπου και επικρατούν των Τούρκων αλλά και σε όλη τη Στερεά Ελλάδα.
Ο Μάρκος για να σπάσει την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου επιχείρησε νυχτερινή καταδρομική ενέργεια εναντίον των Τούρκων στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησιού, όπου σκοτώθηκε τη νύχτα της 8ης προς 9η Αυγούστου 1823 (ο Μάρκος Μπότσαρης είχε αφήσει χειρόγραφο ένα από τα πρώτα λεξικά της Ελληνοαλβανικής γλώσσας, που δημοσιεύτηκε το 1980 από τον Τίτο Γιοχάλα).
Τους ακαταμάχητους Σουλιώτες συναγωνίζονται και οι Αρβανίτες της Αττικοβοιωτίας, της Εύβοιας και των νησιών του Αργοσαρωνικού που δημιούργησαν την κύρια ναυτική δύναμη της επανάστασης.
Εκεί όπου βεβαίως ήταν καθοριστική η συμβολή των Αρβανιτών στον αγώνα του '21 ήταν η απελευθέρωση της Αθήνας και της Αττικής γενικότερα. Ο ξεσηκωμός στην Αττική δεν ήταν εύκολος. Η χώρα αποτελούσε την υποχρεωτική διάβαση των εχθρικών στρατευμάτων προς τον Μόριά. Αν η έκρηξη της επανάστασης δεν γινόταν εκεί αλλά σε άλλα διαμερίσματα της Ελλάδος, τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα.
Αν συγκρίνουμε τις επαρχίες της Αττικής παρατηρούμε ότι η επανάσταση των ραγιάδων μάλλον έπρεπε να είναι δυσκολότερη στις πεδινές περιοχές της και ιδιαίτερα σε εκείνες οι οποίες βρίσκονταν κοντά στην Αθήνα. Γι’ αυτό ήταν φυσικό η επαναστατική κοιτίδα της να είναι στα βόρεια και δυτικά, όπου στον ορεινό όγκο της Πάρνηθας αλλά και στα όρη των Δερβενιών και των Δερβενοχωρίων ήταν πιο εύκολες οι συνθήκες για την ανάπτυξη της όποιας επαναστατικής δράσης.
Ο ξεσηκωμός στην Αττική ξεκίνησε από τα αρβανιτοχώρια, τα οποία συντονίστηκαν από τους τοπικούς οπλαρχηγούς τους και τους εκπροσώπους τους στη Φιλική Εταιρεία και όχι από τους Αθηναίους, οι οποίοι ζώντας στο άστυ και έχοντας καθημερινή επαφή με τους κατακτητές ήταν αδύνατον να αναλάβουν επαναστατική πρωτοβουλία.
Η σημαία της επανάστασης στην Αττική υψώνεται την 25η Απριλίου στο Μενίδι. Ο Σουρμελής αναφέρει ότι συγκεντρώθηκαν εκεί περίπου 1.200 Αρβανίτες προερχόμενοι από τη Χασιά με αρχηγούς τον Χατζημελέτη Βασιλείου και τον Μήτρο Σκευά (Τσεβά), από το Μενίδι με αρχηγό τον Αναγνώστη Κιουρκατιώτη, από τα Μεσόγεια (Λιόπεσι) με αρχηγό τον Γιάννη Ντάβαρη και από τα Δερβενοχώρια με αρχηγό τον Θανάση Σκουρτανιώτη. Ο Σκουρτανιώτης προηγουμένως είχε υψώσει τη σημαία της επανάστασης στα Δερβενοχώρια.
Με το επίλεκτο σώμα του κυριαρχούσε στα Δερβένια του Κιθαιρώνα και της Πάρνηθας, με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση των επικοινωνιών των Τούρκων προς την Πελοπόννησο και την Αττική.
Ο καπετάν Θανάσης Γάτσης-Σκουρτανιώτης (Γάτσης ήταν το επίθετό του) βρήκε ηρωικό θάνατο μαζί με τα εβδομήντα παλικάρια του στο ολοκαύτωμα της Αγια-Σωτήρας στο χωριό Μαυρομάτι Θηβών την 26η Οκτωβρίου 1825 (τον γενναίο αυτόν Δερβενοχωρίτη από τα Σκούρτα διαδέχτηκε ο αδερφός του Γεώργιος Γάτσης-Σκουρτανιώτης, ο οποίος διακρίθηκε στις μάχες του Φαλήρου, της Πέτρας και αλλού).
Η απελευθέρωση των Αθηνών την 25η Απριλίου 1821 οφείλεται στους επαναστατημένους αυτούς Αρβανίτες υπό τον Μελέτη Βασιλείου και με γενικό αρχηγό τον Φιλικό Δήμο Αντωνίου.
Ο Μελέτης Βασιλείου, Φιλικός ο ίδιος, παρέδωσε την αρχηγία στον Δήμο Αντωνίου τον οποίο διόρισε το συμβούλιο της Φιλικής Εταιρείας που είχε έδρα τη Λιβαδειά.
Οι επαναστάτες ξεκίνησαν από το Μενίδι και τα χαράματα της 25ης Απριλίου εισήλθαν στην πόλη από την πύλη της Μπουμπουνίστρας. Ο οπλισμός τους, ανεπαρκέστατος, αποτελούνταν από σκουριασμένες πιστόλες, φτυάρια, πιρούνες, σούβλες, παλούκια, ρόπαλα και κάθε είδους αιχμηρά αντικείμενα. Από τις περιγραφές του Σουρμελή, προξένων και ξένων περιηγητών μαθαίνουμε ότι οι επαναστάτες μπήκαν στην Αθήνα δύο ώρες προτού ξημερώσει αφού έσφαξαν τους κοιμισμένους φρουρούς.
Με αρχηγό τον Μελέτη Βασιλείου και πολλούς παπάδες αρματωμένους και ντυμένους με τα άμφιά τους, οι επαναστάτες αφού ενώθηκαν με τους κατοίκους της Αθήνας κραύγαζαν «Χριστός Ανέστη» και «Ελευθερία - Ελευθερία» και άρχισαν να χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησιών.
Την Αθήνα δεν την ελευθέρωσαν οι Αθηναίοι αφού κατά τον Δημήτριο Καμπούρογλου: «Αν και ήσαν φιλόξενοι, γλυκομίλητοι, περιποιητικοί και ευαίσθητοι, δεν ήσαν και τόσον γενναίοι, ένεκα της μακραίωνος από των όπλων αποχής». Την Αθήνα την ελευθέρωσαν οι Αρβανίτες κάτοικοι των χωριών της βόρειας Αττικής και των Μεσογείων επειδή πάλι κατά τον ίδιο: «Καίτοι όμως καθ’ όλα υστερούν οι χωριάται εν συγκρίσει με τους Αθηναίους, υπήρξαν εν τούτοις σωτηριοδέστατοι κατά την Επανάσταση/, ένεκα της ανδρείας των, της σκληραγωγίας και της γνώσεως της Αλβανικής γλώσσης, δι’ ης συνεννοούντο μετά των Τουρκαλβανών προ πάντων δε ήσαν γνώ-σται της χρήσεως των όπλων».
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του ελληνικού έθνους» περιγράφει τον αγώνα των χωρικών -Αρβανιτών κατοίκων της Αττικής ως εξής: «Ο Ομέρ Βρυώνης, εν Αττική, διέλυσε μεν την 19ην Ιουλίου την πολιορκία της Ακροπόλεως αλλ’ εις την ύπαιθρον χώραν εξηκολούθη ενταύθα ο αγών».
Σε όλα τα επόμενα γεγονότα, στις πολιορκίες της Αθήνας αλλά και στις μάχες στην ύπαιθρο χώρα, οι κάτοικοι των χωριών της Αττικής έδωσαν πάντοτε το παρών, αλλά υπέστησαν και όλες τις διώξεις από τους κατά καιρούς επιδρομείς και εισβολείς.
Ολα αυτά τα χρόνια υπέστησαν άπειρες λεηλασίες και διωγμούς και έτρεχαν να κρυφτούν όπου μπορούσαν ή ξενιτεύονταν στα νησιά του Σαρωνικού. Υπέστησαν όμως και τις όποιες συνέπειες από τις εσωτερικές διαμάχες σαν και αυτή μεταξύ του Ανδρούτσου και του Γκούρα για την επικράτηση στην Αθήνα.
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα που αναφέρει ο στρατηγός Μακρυγιάννης, όταν ο Γκούρας έστειλε τον Μαμούρη και τσάκιζε με το τσεκούρι τους χωριάτες που δεν ήταν φίλοι του: «Σ’ τα Μισόγεια σ’ την Κεράτιά, ενού δημογέροντα, Αναγνώστη Νυδραίον τον λένε, πόσες τζικουργιές τόδωσε, κι αν είδε υγείαν εις το εξής ο αγαθός άνθρωπος».
Η Ακρόπολη παραδίνεται από τον Τούρκο διοικητή στους προκρίτους της Αθήνας στις 10 Ιουνίου 1822 μετά τη δεύτερη πολιορκία της Αθήνας. Οι καπεταναίοι που απελευθέρωσαν την Αθήνα απομακρύνονται από τη διοίκηση από το αρχοντολόι, οι οποίοι δεν ήθελαν για αρχηγούς τους «ξωτάρηδες» («κατώκουν εις τας αποκέντριους συνοικίας της πόλεως και τα προάστεια») καπεταναίους της υπαίθρου.
Αποτέλεσμα αυτών των ερίδων ήταν πολλοί οπλαρχηγοί να χαθούν και πολλές φορές η επανάσταση να κινδυνέψει στην Αθήνα. Τα επόμενα χρόνια ο ξεσηκωμός έμεινε ζωντανός κυρίως χάρη στους αγώνες και στις μάχες που έδωσαν οι Αρβανίτες κάτοικοι των χωριών στην ύπαιθρο χώρα.
Σε όλες τις μάχες που έγιναν στην Αττικοβοιωτία στη διάρκεια του αγώνα μέχρι και την τελευταία μάχη στην Πέτρα της Βοιωτίας στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 οι Αρβανίτες στην Αττικοβοιωτία αποτελούν τα κυρίαρχα επαναστατικά σώματα.
Ο Νικόλαος Κριεζώτης, Αρβανίτης από την Καρυστία, ξεσηκώνει την Εύβοια όπου στη συνέχεια ως γενικός αρχηγός της λαμβάνει μέρος σε μάχες σε όλη την επαναστατημένη Στερεά Ελλάδα, αγωνίζεται στο πλευρό του Καραϊσκάκη και στις 12 Οκτωβρίου του 1826, επικεφαλής τριακοσίων πενήντα Αρβανιτών, πολιορκεί την Ακρόπολη την οποία καταλαμβάνει και στην οποία γίνεται φρούραρχος μέχρι τον Μάιο του 1827.
Στην τελευταία μάχη της Πέτρας που προαναφέραμε οι Αρβανίτες υπό τον Κριεζώτη, τον Σκουρτανιώτη και τον Σπυρομήλιο είναι ενταγμένοι στους 3.000 γενναίους μαχητές του Υψηλάντη που κατάφεραν να αναχαιτίσουν τους Τούρκους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν.
Η αρβανιτιά της Ανδρου δίνει από τους πρώτους το παρών στην επανάσταση με επικεφαλής τον Αρβανίτη Γιαννούλη Δημητρίου.
Σπουδαία ήταν και η δράση όχι μόνο κατά την επανάσταση αλλά και σε όλη τη διάρκεια της σκλαβιάς των περίφημων αγωνιστών Ντρέδων του Μόριά από τα Σουλιμοχώρια της Τριφυλίας. Αρβανίτες εγκατεστημένοι ήδη από τον 14ο αιώνα στα χωριά Σουλιμά, Ψάρι, Δώριο, Κοπανάκι και στα λοιπά γειτονικά χωριά με κυρίαρχες ηγετικές μορφές από τις οικογένειες του Κόλια Πλαπούτα, του Δημήτρη Παπατσώρη, του Γιαννάκη Μέλιου και μιας πλειάδας άλλων οπλαρχηγών έλαβαν μέρος σε όλη την Πελοπόννησο από την έναρξη της επανάστασης μέχρι το τέλος της. Θρυλικές είναι οι νίκες τους κατά του Ιμπραήμ ο οποίος ποτέ δεν κατόρθωσε να καταλάβει τα Σουλιμοχώρια.
Βέβαια και στη θάλασσα ο κύριος κορμός της επανάστασης στηρίχτηκε στους Αρβανίτες μια και οι πλέον ένδοξοι ναύαρχοι και ναυμάχοι είναι Αρβανίτες και διέθεσαν στον αγώνα τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα πλοία όπως και το μεγαλύτερο κομμάτι των περιουσιών τους. Για την Υδρα ενδεικτικά αναφέρουμε τα ονόματα του Ανδρέα Μιαούλη και των γιων του Δημήτρη και Αντώνη, του Ανδρέα Πιπίνου του πυρπολητή, του Γεώργιου Σαχτούρη, του Αναστάση και του Λάζαρου Τσαμαδού, του Ιάκωβου, του Γεώργιου και του Μανώλη Τομπάζη, του Αντώνη και του Αλέξανδρου Κριεζή.
Για τις Σπέτσες του Γκίκα Μπόταση και των γιων του Θεοδόση και Νικόλα, του αδερφού του Παναγιώτη, του Γιάννη Μέξη και των γιων του και της θρυλικής Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.
Οι ναυτικές τους επιχειρήσεις και οι νικηφόρες ναυμαχίες τους αποτελούν τον κορμό της ναυτικής ιστορίας της Επανάστασης του 1821.
Με τα λίγα παραπάνω γεγονότα που αναφέρθηκαν γίνεται κατανοητή η μεγάλη συμβολή των Αρβανιτών και στη στεριά και τη θάλασσα στη νικηφόρα έκβαση του αγώνα για την απελευθέρωση του 1821. Δεν είναι βέβαια δυνατόν στο πλαίσιο ενός περιορισμένου άρθρου να γίνει πλήρης καταγραφή των γεγονότων και κυρίως πλήρης εξιστόρηση όλων των πτυχών του αγώνα. Αδιαμφισβήτητη όμως είναι η καθοριστική συμβολή όλων αυτών των μεγάλων Ελλήνων - Αρβανιτών, από όποιο σημείο και αν αγωνίστηκαν στον αγώνα της εθνεγερσίας.
Δόθηκε δε ιδιαίτερη βαρύτητα στον αγώνα στην Αττική και στην απελευθέρωση της Αθήνας γιατί ποτέ από την πολιτεία δεν καθιερώθηκε ως ημέρα μνήμης και δεν τιμάται από το επίσημο κράτος.
Μέχρι σήμερα οι όποιες πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση έχουν αναληφθεί από τους περιφερειακούς δήμους της Αττικής, από κει που κατάγονταν οι αγωνιστές της επανάστασης που απελευθέρωσαν την Αττική και την Αθήνα. Θα πρέπει επιτέλους να καθιερωθεί η 25η Απριλίου ως επίσημη εορτή της πρώτης απελευθέρωσης της Αθήνας και να τιμηθούν οι αγωνιστές εκείνοι που πρώτοι όρθωσαν το ανάστημά τους στους κατακτητές και έφεραν τον αέρα της λευτεριάς στη μετέπειτα πρωτεύουσα της πατρίδας μας.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Του Πέτρου I. Φιλίππου - Αγγέλου, Αρχαιολόγου - αντιπεριφερειάρχη Ανατολικής Αττικής - "Αιρετικά"
Οι Αρβανίτες είναι μεταξύ των πρωταγωνιστών κατά τον δεκαετή αγώνα της Επανάστασης του 1821 και στη στεριά και τη θάλασσα. Είναι γνωστό ότι τα περισσότερα χωριά της Αττικής, Βοιωτίας, Νότιας Εύβοιας, Αργολιδοκορινθίας, τα νησιά Αργοσαρωνικού αλλά και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, όπως τα χωριά του Σουλιμά στην Τρκρυλία απ’ όπου κατάγονταν και οι περίφημοι Ντρέδες του Μόριά, χωριά του Παναχαϊκού στην Ηλεία, χωριά της Θεσπρωτίας και της Πρέβεζας και κυρίως τα χωριά του Σουλίου κατοικούνταν από Αρβανίτες.
Είχαν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο κυρίως κατά την περίοδο της όψιμης Φραγκοκρατίας, ενώ έχουν καταγραφεί διάφορες μικρότερες μετακινήσεις και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Η άλωση της Πόλης και το τυπικό τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1453 βρίσκουν τους Αρβανίτες εγκατεστημένους στον νοτιοελλαδικό χώρο, να έχουν πλέον πλήρη εθνική συνείδηση και να έχουν εξελιχθεί σε αξιόλογο παράγοντα του πολιτικού, κοινωνικού και πνευματικού βίου.
Συστατικός παράγοντας του νέου ελληνισμού
Ταύτισαν τη μοίρα τους με τη μοίρα του ελληνισμού στην προσπάθειά του να διατηρήσει την εθνική και πολιτιστική του αυτοτέλεια και κυρίως έλαβαν μέρος με πρωταγωνιστικό πάρα πολλές φορές ρόλο σε όλα τα γεγονότα εναντίον των κατακτητών καθ’ όλη τη διάρκεια της σκλαβιάς. Σε έγγραφο από το 1479 του προβλεπτή Μάρκου Βαρβαρίγου προς τη Γερουσία της Βενετίας αναφέρονται τα εξής: «Οι Αρβανίτες και οι Ελληνες δεν είναι παρά ένας και μόνο λαός, που μισεί κάθε ξένο».
Βεβαίως και ο λόρδος Βύρων είναι θαυμαστής των Αρβανιτών. Τους γνώρισε κατά την προεπαναστατική περίοδο και τους αφιέρωσε πολλές ωραίες στροφές στο ποίημά του «Τσάιλντ Χάρολντ». Η μεγαλύτερη δε απόδειξη της ελληνικής τους συνείδησης ήταν η τεράστια συμμετοχή τους και συμβολή τους στην Επανάσταση του 1821. Πολλοί από αυτούς ή ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας ή είχαν ταυτιστεί με τους εξεγερμένους κλέφτες και αρματολούς.
Οπως αναφέρει ο Τίτος Γιοχάλας στο βιβλίο του για τους Αρβανίτες της Εύβοιας (σελ. 79): «Η συμμετοχή των Αρβανιτών της Εύβοιας στον αγώνα του ’21 [...] δεν εμφανίζει όψιμα ελληνοποιημένους “αλλοδαπούς” αλλά συνειδητοποιημένους Ρωμιούς». Και πιο κάτω: «Η ολοκλήρωση της αφομοίωσης συντελέστηκε κατά την Τουρκοκρατία, όπου η ορθοδοξία βοήθησε καθοριστικά στην εθνική ταύτιση των δύο στοιχείων με την αντιδιαστολή τους προς τον αλλόθρησκο δυνάστη».
«Αν στη γενιά του ’21 οφείλουμε τη λευτεριά, στις προηγούμενες χρωστάμε την προετοιμασία της. Δίχως αυτές δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η επανάσταση θα είχε εκραγεί το 1821 κι όχι μεταγενέστερα και αν η έκβασή της θα ήταν η ίδια με αυτή που γνωρίζουμε. Στη γενιά της προπαρασκευής ανήκουν οι γονείς και οι παππούδες των μαχητών του ’21. Οι περισσότεροι από εκείνους έκλεισαν τα μάτια τους χωρίς να προλάβουν να ζήσουν την επανάσταση ή να δουν την πατρίδα τους ελεύθερη».
Στα γεγονότα που προηγήθηκαν της Επανάστασης του 1821, τα Ορλωφικά, επαναστατική μορφή που διακρίθηκε ιδιαιτέρως για τη δράση της στην Αττική ήταν ο Μενιδιάτης - Αρβανίτης Μήτρος Λέκκας ή Μητρομάρας που μαζί με τα παλικάρια του, τους λεμπέσηδες, έδρασαν κυρίως στην Αττική, τη Μεγαρίδα και τη Σαλαμίνα. Πέθανε χτυπημένος από τους Τούρκους στο Αγκίστρι τον Φεβρουάριο του 1772.
Αλλά και στους αγώνες των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά που προηγήθηκαν της Επανάστασης, οι φάρες των Σουλιωτών έχουν ονόματα με τα οποία είναι γεμάτες οι σελίδες της ελληνικής ιστορίας, όπως: Μπότσαρης, Τζαβέλας, Ζέρβας, Δράκος, Φωτομάρας, Δαγκλής και τόσοι άλλοι.
Ομως θα πρέπει να τονιστεί ότι οι Σουλιώτες με αρχιστράτηγό τους τον Μάρκο Μπότσαρη αγωνίστηκαν ηρωικά τα δύο πρώτα και κρίσιμα χρόνια 1821-1822 όχι μόνο στη νότια Ηπειρο όπου και επικρατούν των Τούρκων αλλά και σε όλη τη Στερεά Ελλάδα.
Ο Μάρκος για να σπάσει την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου επιχείρησε νυχτερινή καταδρομική ενέργεια εναντίον των Τούρκων στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησιού, όπου σκοτώθηκε τη νύχτα της 8ης προς 9η Αυγούστου 1823 (ο Μάρκος Μπότσαρης είχε αφήσει χειρόγραφο ένα από τα πρώτα λεξικά της Ελληνοαλβανικής γλώσσας, που δημοσιεύτηκε το 1980 από τον Τίτο Γιοχάλα).
Τους ακαταμάχητους Σουλιώτες συναγωνίζονται και οι Αρβανίτες της Αττικοβοιωτίας, της Εύβοιας και των νησιών του Αργοσαρωνικού που δημιούργησαν την κύρια ναυτική δύναμη της επανάστασης.
Η απελευθέρωση του κλεινού άστεως
Εκεί όπου βεβαίως ήταν καθοριστική η συμβολή των Αρβανιτών στον αγώνα του '21 ήταν η απελευθέρωση της Αθήνας και της Αττικής γενικότερα. Ο ξεσηκωμός στην Αττική δεν ήταν εύκολος. Η χώρα αποτελούσε την υποχρεωτική διάβαση των εχθρικών στρατευμάτων προς τον Μόριά. Αν η έκρηξη της επανάστασης δεν γινόταν εκεί αλλά σε άλλα διαμερίσματα της Ελλάδος, τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα.
Αν συγκρίνουμε τις επαρχίες της Αττικής παρατηρούμε ότι η επανάσταση των ραγιάδων μάλλον έπρεπε να είναι δυσκολότερη στις πεδινές περιοχές της και ιδιαίτερα σε εκείνες οι οποίες βρίσκονταν κοντά στην Αθήνα. Γι’ αυτό ήταν φυσικό η επαναστατική κοιτίδα της να είναι στα βόρεια και δυτικά, όπου στον ορεινό όγκο της Πάρνηθας αλλά και στα όρη των Δερβενιών και των Δερβενοχωρίων ήταν πιο εύκολες οι συνθήκες για την ανάπτυξη της όποιας επαναστατικής δράσης.
Ο ξεσηκωμός στην Αττική ξεκίνησε από τα αρβανιτοχώρια, τα οποία συντονίστηκαν από τους τοπικούς οπλαρχηγούς τους και τους εκπροσώπους τους στη Φιλική Εταιρεία και όχι από τους Αθηναίους, οι οποίοι ζώντας στο άστυ και έχοντας καθημερινή επαφή με τους κατακτητές ήταν αδύνατον να αναλάβουν επαναστατική πρωτοβουλία.
Η σημαία της επανάστασης στην Αττική υψώνεται την 25η Απριλίου στο Μενίδι. Ο Σουρμελής αναφέρει ότι συγκεντρώθηκαν εκεί περίπου 1.200 Αρβανίτες προερχόμενοι από τη Χασιά με αρχηγούς τον Χατζημελέτη Βασιλείου και τον Μήτρο Σκευά (Τσεβά), από το Μενίδι με αρχηγό τον Αναγνώστη Κιουρκατιώτη, από τα Μεσόγεια (Λιόπεσι) με αρχηγό τον Γιάννη Ντάβαρη και από τα Δερβενοχώρια με αρχηγό τον Θανάση Σκουρτανιώτη. Ο Σκουρτανιώτης προηγουμένως είχε υψώσει τη σημαία της επανάστασης στα Δερβενοχώρια.
Με το επίλεκτο σώμα του κυριαρχούσε στα Δερβένια του Κιθαιρώνα και της Πάρνηθας, με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση των επικοινωνιών των Τούρκων προς την Πελοπόννησο και την Αττική.
Ο καπετάν Θανάσης Γάτσης-Σκουρτανιώτης (Γάτσης ήταν το επίθετό του) βρήκε ηρωικό θάνατο μαζί με τα εβδομήντα παλικάρια του στο ολοκαύτωμα της Αγια-Σωτήρας στο χωριό Μαυρομάτι Θηβών την 26η Οκτωβρίου 1825 (τον γενναίο αυτόν Δερβενοχωρίτη από τα Σκούρτα διαδέχτηκε ο αδερφός του Γεώργιος Γάτσης-Σκουρτανιώτης, ο οποίος διακρίθηκε στις μάχες του Φαλήρου, της Πέτρας και αλλού).
Η απελευθέρωση των Αθηνών την 25η Απριλίου 1821 οφείλεται στους επαναστατημένους αυτούς Αρβανίτες υπό τον Μελέτη Βασιλείου και με γενικό αρχηγό τον Φιλικό Δήμο Αντωνίου.
Ο Μελέτης Βασιλείου, Φιλικός ο ίδιος, παρέδωσε την αρχηγία στον Δήμο Αντωνίου τον οποίο διόρισε το συμβούλιο της Φιλικής Εταιρείας που είχε έδρα τη Λιβαδειά.
Οι επαναστάτες ξεκίνησαν από το Μενίδι και τα χαράματα της 25ης Απριλίου εισήλθαν στην πόλη από την πύλη της Μπουμπουνίστρας. Ο οπλισμός τους, ανεπαρκέστατος, αποτελούνταν από σκουριασμένες πιστόλες, φτυάρια, πιρούνες, σούβλες, παλούκια, ρόπαλα και κάθε είδους αιχμηρά αντικείμενα. Από τις περιγραφές του Σουρμελή, προξένων και ξένων περιηγητών μαθαίνουμε ότι οι επαναστάτες μπήκαν στην Αθήνα δύο ώρες προτού ξημερώσει αφού έσφαξαν τους κοιμισμένους φρουρούς.
Με αρχηγό τον Μελέτη Βασιλείου και πολλούς παπάδες αρματωμένους και ντυμένους με τα άμφιά τους, οι επαναστάτες αφού ενώθηκαν με τους κατοίκους της Αθήνας κραύγαζαν «Χριστός Ανέστη» και «Ελευθερία - Ελευθερία» και άρχισαν να χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησιών.
Την Αθήνα δεν την ελευθέρωσαν οι Αθηναίοι αφού κατά τον Δημήτριο Καμπούρογλου: «Αν και ήσαν φιλόξενοι, γλυκομίλητοι, περιποιητικοί και ευαίσθητοι, δεν ήσαν και τόσον γενναίοι, ένεκα της μακραίωνος από των όπλων αποχής». Την Αθήνα την ελευθέρωσαν οι Αρβανίτες κάτοικοι των χωριών της βόρειας Αττικής και των Μεσογείων επειδή πάλι κατά τον ίδιο: «Καίτοι όμως καθ’ όλα υστερούν οι χωριάται εν συγκρίσει με τους Αθηναίους, υπήρξαν εν τούτοις σωτηριοδέστατοι κατά την Επανάσταση/, ένεκα της ανδρείας των, της σκληραγωγίας και της γνώσεως της Αλβανικής γλώσσης, δι’ ης συνεννοούντο μετά των Τουρκαλβανών προ πάντων δε ήσαν γνώ-σται της χρήσεως των όπλων».
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του ελληνικού έθνους» περιγράφει τον αγώνα των χωρικών -Αρβανιτών κατοίκων της Αττικής ως εξής: «Ο Ομέρ Βρυώνης, εν Αττική, διέλυσε μεν την 19ην Ιουλίου την πολιορκία της Ακροπόλεως αλλ’ εις την ύπαιθρον χώραν εξηκολούθη ενταύθα ο αγών».
Σε όλα τα επόμενα γεγονότα, στις πολιορκίες της Αθήνας αλλά και στις μάχες στην ύπαιθρο χώρα, οι κάτοικοι των χωριών της Αττικής έδωσαν πάντοτε το παρών, αλλά υπέστησαν και όλες τις διώξεις από τους κατά καιρούς επιδρομείς και εισβολείς.
Ολα αυτά τα χρόνια υπέστησαν άπειρες λεηλασίες και διωγμούς και έτρεχαν να κρυφτούν όπου μπορούσαν ή ξενιτεύονταν στα νησιά του Σαρωνικού. Υπέστησαν όμως και τις όποιες συνέπειες από τις εσωτερικές διαμάχες σαν και αυτή μεταξύ του Ανδρούτσου και του Γκούρα για την επικράτηση στην Αθήνα.
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα που αναφέρει ο στρατηγός Μακρυγιάννης, όταν ο Γκούρας έστειλε τον Μαμούρη και τσάκιζε με το τσεκούρι τους χωριάτες που δεν ήταν φίλοι του: «Σ’ τα Μισόγεια σ’ την Κεράτιά, ενού δημογέροντα, Αναγνώστη Νυδραίον τον λένε, πόσες τζικουργιές τόδωσε, κι αν είδε υγείαν εις το εξής ο αγαθός άνθρωπος».
Η Ακρόπολη παραδίνεται από τον Τούρκο διοικητή στους προκρίτους της Αθήνας στις 10 Ιουνίου 1822 μετά τη δεύτερη πολιορκία της Αθήνας. Οι καπεταναίοι που απελευθέρωσαν την Αθήνα απομακρύνονται από τη διοίκηση από το αρχοντολόι, οι οποίοι δεν ήθελαν για αρχηγούς τους «ξωτάρηδες» («κατώκουν εις τας αποκέντριους συνοικίας της πόλεως και τα προάστεια») καπεταναίους της υπαίθρου.
Αποτέλεσμα αυτών των ερίδων ήταν πολλοί οπλαρχηγοί να χαθούν και πολλές φορές η επανάσταση να κινδυνέψει στην Αθήνα. Τα επόμενα χρόνια ο ξεσηκωμός έμεινε ζωντανός κυρίως χάρη στους αγώνες και στις μάχες που έδωσαν οι Αρβανίτες κάτοικοι των χωριών στην ύπαιθρο χώρα.
Επαναστατημένοι Αρβανίτες στην επικράτεια
Σε όλες τις μάχες που έγιναν στην Αττικοβοιωτία στη διάρκεια του αγώνα μέχρι και την τελευταία μάχη στην Πέτρα της Βοιωτίας στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 οι Αρβανίτες στην Αττικοβοιωτία αποτελούν τα κυρίαρχα επαναστατικά σώματα.
Ο Νικόλαος Κριεζώτης, Αρβανίτης από την Καρυστία, ξεσηκώνει την Εύβοια όπου στη συνέχεια ως γενικός αρχηγός της λαμβάνει μέρος σε μάχες σε όλη την επαναστατημένη Στερεά Ελλάδα, αγωνίζεται στο πλευρό του Καραϊσκάκη και στις 12 Οκτωβρίου του 1826, επικεφαλής τριακοσίων πενήντα Αρβανιτών, πολιορκεί την Ακρόπολη την οποία καταλαμβάνει και στην οποία γίνεται φρούραρχος μέχρι τον Μάιο του 1827.
Στην τελευταία μάχη της Πέτρας που προαναφέραμε οι Αρβανίτες υπό τον Κριεζώτη, τον Σκουρτανιώτη και τον Σπυρομήλιο είναι ενταγμένοι στους 3.000 γενναίους μαχητές του Υψηλάντη που κατάφεραν να αναχαιτίσουν τους Τούρκους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν.
Η αρβανιτιά της Ανδρου δίνει από τους πρώτους το παρών στην επανάσταση με επικεφαλής τον Αρβανίτη Γιαννούλη Δημητρίου.
Σπουδαία ήταν και η δράση όχι μόνο κατά την επανάσταση αλλά και σε όλη τη διάρκεια της σκλαβιάς των περίφημων αγωνιστών Ντρέδων του Μόριά από τα Σουλιμοχώρια της Τριφυλίας. Αρβανίτες εγκατεστημένοι ήδη από τον 14ο αιώνα στα χωριά Σουλιμά, Ψάρι, Δώριο, Κοπανάκι και στα λοιπά γειτονικά χωριά με κυρίαρχες ηγετικές μορφές από τις οικογένειες του Κόλια Πλαπούτα, του Δημήτρη Παπατσώρη, του Γιαννάκη Μέλιου και μιας πλειάδας άλλων οπλαρχηγών έλαβαν μέρος σε όλη την Πελοπόννησο από την έναρξη της επανάστασης μέχρι το τέλος της. Θρυλικές είναι οι νίκες τους κατά του Ιμπραήμ ο οποίος ποτέ δεν κατόρθωσε να καταλάβει τα Σουλιμοχώρια.
Βέβαια και στη θάλασσα ο κύριος κορμός της επανάστασης στηρίχτηκε στους Αρβανίτες μια και οι πλέον ένδοξοι ναύαρχοι και ναυμάχοι είναι Αρβανίτες και διέθεσαν στον αγώνα τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα πλοία όπως και το μεγαλύτερο κομμάτι των περιουσιών τους. Για την Υδρα ενδεικτικά αναφέρουμε τα ονόματα του Ανδρέα Μιαούλη και των γιων του Δημήτρη και Αντώνη, του Ανδρέα Πιπίνου του πυρπολητή, του Γεώργιου Σαχτούρη, του Αναστάση και του Λάζαρου Τσαμαδού, του Ιάκωβου, του Γεώργιου και του Μανώλη Τομπάζη, του Αντώνη και του Αλέξανδρου Κριεζή.
Για τις Σπέτσες του Γκίκα Μπόταση και των γιων του Θεοδόση και Νικόλα, του αδερφού του Παναγιώτη, του Γιάννη Μέξη και των γιων του και της θρυλικής Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.
Οι ναυτικές τους επιχειρήσεις και οι νικηφόρες ναυμαχίες τους αποτελούν τον κορμό της ναυτικής ιστορίας της Επανάστασης του 1821.
Με τα λίγα παραπάνω γεγονότα που αναφέρθηκαν γίνεται κατανοητή η μεγάλη συμβολή των Αρβανιτών και στη στεριά και τη θάλασσα στη νικηφόρα έκβαση του αγώνα για την απελευθέρωση του 1821. Δεν είναι βέβαια δυνατόν στο πλαίσιο ενός περιορισμένου άρθρου να γίνει πλήρης καταγραφή των γεγονότων και κυρίως πλήρης εξιστόρηση όλων των πτυχών του αγώνα. Αδιαμφισβήτητη όμως είναι η καθοριστική συμβολή όλων αυτών των μεγάλων Ελλήνων - Αρβανιτών, από όποιο σημείο και αν αγωνίστηκαν στον αγώνα της εθνεγερσίας.
Δόθηκε δε ιδιαίτερη βαρύτητα στον αγώνα στην Αττική και στην απελευθέρωση της Αθήνας γιατί ποτέ από την πολιτεία δεν καθιερώθηκε ως ημέρα μνήμης και δεν τιμάται από το επίσημο κράτος.
Μέχρι σήμερα οι όποιες πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση έχουν αναληφθεί από τους περιφερειακούς δήμους της Αττικής, από κει που κατάγονταν οι αγωνιστές της επανάστασης που απελευθέρωσαν την Αττική και την Αθήνα. Θα πρέπει επιτέλους να καθιερωθεί η 25η Απριλίου ως επίσημη εορτή της πρώτης απελευθέρωσης της Αθήνας και να τιμηθούν οι αγωνιστές εκείνοι που πρώτοι όρθωσαν το ανάστημά τους στους κατακτητές και έφεραν τον αέρα της λευτεριάς στη μετέπειτα πρωτεύουσα της πατρίδας μας.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου