- Εφημερίδα των Συντακτών
«Οι Κούρδοι δεν έχουν και πολύ μυαλό δυστυχώς»
Αμπντουλάχ Οτζαλάν (περ. «Φωνή του Κουρδιστάν», τχ. 62, 2-3/1998, σ.21)
Εχουν περάσει ακριβώς είκοσι χρόνια από τότε. Το πρωί της 16ης Φεβρουαρίου 1999 η ελληνική κοινή γνώμη πληροφορούνταν εμβρόντητη πως ο επικεφαλής του κουρδικού αντάρτικου στην Τουρκία, Αμπντουλάχ Οτζαλάν ή «Απο», κρυβόταν το τελευταίο δεκαπενθήμερο στην κατοικία του Ελληνα πρεσβευτή στο Ναϊρόμπι −κι από εκεί βρέθηκε στα χέρια της τουρκικής ΜΙΤ.
Ηταν το τέλος της απεγνωσμένης τετράμηνης περιπλάνησης του Οτζαλάν από χώρα σε χώρα σε αναζήτηση πολιτικού ασύλου, μετά την εκδίωξή του τον προηγούμενο Οκτώβριο από το κρησφύγετό του στη Δαμασκό.
Για ένα άκρως αρχηγικό κίνημα, όπως το Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (ΡΚΚ), το πλήγμα της απώλειας του ηγέτη του ήταν κάτι παραπάνω από βαρύ. Ο εντοπισμός του στην κατοικία ενός Ελληνα πρέσβη ερχόταν δε να επιβεβαιώσει με τον πιο αδιάψευστο τρόπο τα σενάρια που κυκλοφορούσαν διεθνώς τα προηγούμενα χρόνια σχετικά με την υπόγεια διαπλοκή ελληνικού κράτους και ΡΚΚ, σενάρια που η επίσημη Αθήνα -και ο ελληνικός Τύπος- διέψευδαν μετά μανίας και λύσσας σαν καταχθόνιες επινοήσεις της τουρκικής προπαγάνδας.
Οι πρώτες επίσημες εξηγήσεις φρόντισαν να ρίξουν αμήχανα την ευθύνη της σύλληψής του στον ίδιο τον Απο: «Μετά από συνεννόηση του ίδιου με τις αρχές της Δημοκρατίας της Κένυας, ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν απεχώρησε από τον χώρο διαμονής του» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Ρέππας, «Από την ώρα εκείνη οι ελληνικές αρχές δεν έχουν καμιά πληροφορία από τις αρχές της Κένυας για το πού βρίσκεται».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών, Θόδωρου Πάγκαλου. Μέσα στα επόμενα 24ωρα, ωστόσο, αυτό το σενάριο διαψεύστηκε πανηγυρικά από έναν καταιγισμό αποκαλύψεων: ο Κούρδος ηγέτης ούτε οικειοθελώς αποχώρησε από την πρεσβευτική κατοικία, ούτε διαπραγματεύτηκε προσωπικά με οποιονδήποτε, πέρα από τους οικοδεσπότες του· ύστερα από πολυήμερες πιέσεις των τελευταίων να εγκαταλείψει τον χώρο, επιβιβάστηκε σε κενυατικό όχημα για το αεροδρόμιο, με προορισμό την Ολλανδία ή τις Σεϊχέλες, για να καταλήξει τελικά σιδεροδέσμιος σε τουρκικό αεροσκάφος με προορισμό την Αγκυρα.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του ξένου Τύπου, καθοριστικό ρόλο στην απαγωγή του διαδραμάτισαν η CIA κι η ισραηλινή Μοσάντ. Με την κυβέρνηση Σημίτη απονομιμοποιημένη, την κατακραυγή των ΜΜΕ πάνδημη, την Αθήνα θέατρο οργισμένων διαδηλώσεων και τη λέξη «προδοσία» να πλανιέται στον αέρα, στις 18/2 παραιτήθηκαν οι υπουργοί Εξωτερικών (Θ. Πάγκαλος), Εσωτερικών (Αλ. Παπαδόπουλος) και Δημόσιας Τάξης (Φ. Πετσάλνικος) και δρομολογήθηκε ποινική και πολιτική εκκαθάριση της υπόθεσης, με σύσταση κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής.
Το σοκ ήταν τριπλό. Για τους διεθνιστές, η αδυναμία να βρει οπουδήποτε καταφύγιο ο αρχηγός ενός μαζικότατου εθνικού κινήματος επιβεβαίωνε την πλήρη καταρράκωση κάθε έννοιας πολιτικού ασύλου στη μεταψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων. Απλοί πολίτες καταλήφθηκαν από αίσθημα συλλογικής ντροπής για την έκδοση ενός καταδιωκόμενου ικέτη.
Οσο για τους εθνικιστές, που έβλεπαν στο ΡΚΚ τον «εχθρό του εχθρού» τους, η επισφράγιση της ήττας του κουρδικού αντάρτικου ισοδυναμούσε με απώλεια ενός σημαντικού μηχανισμού στρατιωτικής εξασθένησης της Τουρκίας.
Το κόμμα του πολέμου
ΑΡΧΕΙΟ Τ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ | EUROKINISSI
Για την κατανόηση των συμβάντων απαραίτητη είναι η υπενθύμιση της τότε συγκυρίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος προπαγανδιζόταν ανοιχτά από τους εγχώριους εθνικιστές, ως προοπτική όχι μόνο αναπόφευκτη αλλά και επιθυμητή.
Βλακώδεις θεωρίες, όπως εκείνες του «ενεργού ηφαιστείου» (πρόκληση ελληνοτουρκικής κρίσης για να εκβιαστεί... φιλελληνική παρέμβαση των ΗΠΑ) ή του «πρώτου πλήγματος» (της Ελλάδας κατά της Τουρκίας, ως μοναδική προϋπόθεση εθνικής επιβίωσης σ’ έναν αρνητικά μεταβαλλόμενο γεωστρατηγικό συσχετισμό) και η απόπειρα υλοποίησής τους με το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας-Κύπρου και την παραγγελία ρωσικών πυραύλων S-300 από την κυπριακή κυβέρνηση καθιστούσαν μια θερμή σύρραξη όχι αφηρημένη πιθανότητα αλλά σενάριο υπό συζήτηση.
Στο πλαίσιο αυτό η θεώρηση της Τουρκίας ως κράτους υπό διάλυση, με εξωπραγματική υπερεκτίμηση της στρατιωτικής ισχύος και γεωπολιτικής αυτοτέλειας του ΡΚΚ, αναγόρευε το κουρδικό αντάρτικο σε αποφασιστικό παράγοντα της εθνικής μας στρατηγικής. Σύμφωνα με τη δημοφιλή διατύπωση του «κόμματος του πολέμου» (όπως το αποκάλεσε ο Αγγελος Ελεφάντης), η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο περνούσε από τα βουνά του Κουρδιστάν.
Μεταξύ άλλων, η υπόθεση Οτζαλάν αποτέλεσε έτσι καθοριστικό βήμα στη σταδιοδρομία ουκ ολίγων φυσιογνωμιών του εγχώριου «υπερπατριωτικού» στερεώματος −από τον Πάνο Καμμένο, που αναδείχτηκε ξαφνικά σε πρωτοκλασάτο παράγοντα της Ν.Δ. για τα ελληνοτουρκικά, μέχρι τον ταγματάρχη της ΕΥΠ Σάββα Καλεντερίδη (που διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στα γεγονότα) ή τον Φαήλο Κρανιδιώτη, που τότε έκανε την παρθενική δημόσια εμφάνισή του, ως δικηγόρος του Οτζαλάν.
Μια ατάκα του Φαήλου, αποδιδόμενη στον Απο, συνόψισε μάλιστα την εθνικά ορθή εκδοχή της συλλογικής ταπείνωσης: «Η Τουρκία είναι το κράτος-συμμορία, η Ελλάδα το κράτος-κωμωδία».
Κράτος-σουρωτήρι ή απλώς βαθύ;
Τι είχε όμως ακριβώς συμβεί −και σε ποιον οφειλόταν αυτή η τραγική, κατά τα άλλα, «κωμωδία»; Πάνω απ’ όλα δε, πώς βρέθηκε ο αρχηγός του αποσχιστικού αντάρτικου της ΝΑ Τουρκίας στην κατοικία ενός Ελληνα πρέσβη;
Για την αποκρυπτογράφηση των γεγονότων διαθέτουμε κυρίως τη λεπτομερή έκθεση του Ελληνα πρέσβη στο Ναϊρόμπι, Γιώργου Κωστούλα (21/2/1999), τα πορίσματα της εξεταστικής, τις καταθέσεις εκεί των εμπλεκομένων και αποκαλυπτικά ρεπορτάζ των ημερών.
Το 2007 κυκλοφόρησαν επίσης τα απομνημονεύματα του Καλεντερίδη και το 2017 εκείνα του πλοιάρχου Ναξάκη, που έφερε τον Οτζαλάν στην Ελλάδα· αυστηρά προσαρμοσμένο στις τότε απολογίες τους, το περιεχόμενό τους δεν μας κάνει όμως ιδιαίτερα σοφότερους, ενώ αποσιωπά κρίσιμες λεπτομέρειες που ήδη γνωρίζαμε.
Αυτό που προκύπτει από τη διασταύρωση αυτών των τεκμηρίων είναι η εικόνα μιας αυτονομημένης πτέρυγας των μυστικών υπηρεσιών, με διασυνδέσεις στον υπόλοιπο κρατικό μηχανισμό και στο εθνικιστικό φάσμα του πολιτικού κόσμου, η οποία επένδυε στην κλιμάκωση της ελληνοτουρκικής έντασης μέσω του κουρδικού και προσπάθησε να φέρει την κυβέρνηση ενώπιον τετελεσμένων.
Το γεγονός ότι το ίδιο πλέγμα διαχειριζόταν μέχρι τότε τις ελληνοκουρδικές σχέσεις με πλήρη κυβερνητική κάλυψη (αν όχι εξουσιοδότηση), του έδωσε τη δυνατότητα όχι μόνο να εξουδετερώσει τις εντολές της επίσημης κρατικής ηγεσίας για αποτροπή της εισόδου του Απο στη χώρα, προκειμένου ν’ αποφευχθεί το ενδεχόμενο πολέμου, αλλά και να επιβάλει -μέχρι κάποιο σημείο- τις επιλογές του σε αυτή. Με τα γνωστά καταστροφικά τελικά αποτελέσματα.
Ο εχθρός του εχθρού μου
Η ιστορία μας ξεκινά περίπου δέκα χρόνια πριν από τον τραγικό Φλεβάρη του 1999. Τη δεκαετία του 1980 οι οργανώσεις των Κούρδων πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα συνεργάζονταν στενά μ’ εκείνες των (αριστερών) Τούρκων και τους εγχώριους διεθνιστές συμπαραστάτες τους −έστω κι αν, από το 1986 και δώθε, ορατή ήταν τόσο η διαφοροποίηση του ΡΚΚ (ως αποσχιστικού αντάρτικου) από τους υπόλοιπους, όσο και η προνομιακή αντιμετώπισή του από τους εκπροσώπους του «ριζοσπαστικού ΠΑΣΟΚ» (κυρίως την «Ενωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών» του Μιχάλη Χαραλαμπίδη).
Σημείο τομής θ’ αποτελέσει η επίσκεψη Οζάλ τον Ιούνιο του 1988, όταν το ΡΚΚ διαδήλωσε μαζί με τους Ελληνες και Ελληνοκύπριους εθνικιστές σε πλήρη σύμπνοια με τη στοχοθεσία και τα συνθήματά τους.
Λίγο αργότερα, τον Οκτώβριο του 1988, ο άρτι αποστρατευθείς πλοίαρχος Αντώνης Ναξάκης επισκέπτεται μαζί με τον Χαραλαμπίδη, δύο βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και τον απόστρατο στρατηγό Ματαφιά τα στρατόπεδα του ΡΚΚ στην κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου, συναντούν τον Οτζαλάν και βάζουν τα θεμέλια της μετέπειτα ελληνοκουρδικής συνεργασίας.
Η αποφασιστική τομή θα έρθει όμως το 1991, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, όταν η οργάνωση αυτής της σύμπραξης αποκτά διακομματικό χαρακτήρα, με διεύρυνση του αρχικού ΠΑΣΟΚικού πυρήνα προς τη Ν.Δ. και τη σύσταση μιας άτυπης διακομματικής επιτροπής. Κομβικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη, σύμφωνα με το βιβλίο του Ναξάκη, διαδραμάτισε εξ αρχής ο Θόδωρος Πάγκαλος: με δική του καθοδήγηση ο πλοίαρχος ήρθε σ’ επαφή με στελέχη των κομμάτων και τον τότε ΥΠΕΞ Αντώνη Σαμαρά, ο ίδιος συναντήθηκε δε με την εκπρόσωπο του ΡΚΚ, Σεμσί Κιλίτς ή «Ντιλάν» (σ.46).
Στη δίκη του πάλι ο Ναξάκης κατέθεσε έγγραφο όπου ο Πάγκαλος -ως ΥΠΕΞ πλέον- διατάσσει την καταβολή 91.000.000 δολαρίων στην Ντιλάν «για τις ανάγκες της εργασίας της» («Καθημερινή» 20/6/2003).
Εξίσου κρίσιμη αποδείχτηκε η επαφή με την ελληνοκυπριακή Επιτροπή Αλληλεγγύης που είχε στήσει το 1988 ο τουρκολόγος υπάλληλος του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της Λευκωσίας, Θεόφιλος Γεωργιάδης. «Ηταν ο άνθρωπος εκείνος που είδε ό,τι ακριβώς έβλεπα κι εγώ: την ανάγκη δημιουργίας μιας Συμμαχίας κατά της Τουρκίας» εξηγεί ο Ναξάκης (σ.43). Μαζί του πραγματοποιεί τον Αύγουστο του 1991 το τρίτο ταξίδι του στο στρατηγείο τού Απο.
Θα ακολουθήσει τον Οκτώβριο νέα επίσκεψη εκεί με κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. κι ακόμη μια το 1993, με τον εκδότη του περιοδικού «Αμυνα και Διπλωματία» (που «κυκλοφορούσε σε όλες τις πρεσβείες και όλα τα γραφεία στρατιωτικών ακολούθων»), Γιάννη Φιλιππάκη −εκδότη, σήμερα, της «Δημοκρατίας», της «Espresso» και της «Εστίας». Ολες περιλάμβαναν συναντήσεις, συνομιλίες και φωτογραφήσεις με τον Οτζαλάν. «Δεν στάθηκα τυχερός με τα κόμματα της Αριστεράς» διευκρινίζει πάντως ο πλοίαρχος, καθώς αυτά «αρνήθηκαν κατηγορηματικά» να συμπορευτούν μαζί του (σ.46). Αν και όχι μέχρι τέλους, όπως θα δούμε.
Στο πλαίσιο αυτό η παρουσία του ΡΚΚ αναβαθμίστηκε με τη μετακίνηση των γραφείων του το καλοκαίρι του 1991 από τα Εξάρχεια στην Ιπποκράτους κι από εκεί το 1993 σε πολυτελές οροφοδιαμέρισμα της Βασιλίσσης Σοφίας, το νοίκι του οποίου (240.000-300.000 δρχ./μήνα) πλήρωνε ο Ναξάκης με χρήματα -όπως ο ίδιος γράφει- κάποιων μη κατονομαζόμενων «Ελλήνων πατριωτών επιχειρηματιών» (σ.55-6). Σύμφωνα πάλι με το «Βήμα» (21/2/1999), τα λεφτά κατέβαλλε η ΕΥΠ ύστερα από σχετικό γραπτό αίτημα του πλοιάρχου.
Πτυχή αυτού του μετασχηματισμού υπήρξε η εργαλειοποίηση της αλληλεγγύης στην υπηρεσία της εγχώριας εθνικιστικής ιδεολογίας και στοχοθεσίας. Το ίδιο και η σταδιακή υποκατάσταση του αρχικού πυρήνα των αλληλέγγυων από συλλογικότητες και άτομα που δεν διακρίνονταν ιδιαίτερα για την ταύτισή τους με καταπιεζόμενους λαούς κι απελευθερωτικά κινήματα ανά την υφήλιο.
Για «δραματική στροφή» στην πολιτική συμμαχιών του ΡΚΚ στην Ελλάδα από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 κάνει έτσι λόγο ο Θανάσης Σταματούκος, από τους πρώτους συμπαραστάτες του στην Ελλάδα, περιγράφοντας τους διαδόχους του σαν «ένα μικρό, χωρίς καμία συγκρότηση και διάταξη συνονθύλευμα παντός είδους καλοθελητών (από ακροδεξιούς μέχρι εντελώς απολίτικους, ενίοτε ύποπτους και από σκόρπιους αριστερούς μέχρι άκρως θρησκευόμενους)» που μετέτρεψαν το ΡΚΚ σε «εύκολη λεία για πρακτόρικους μηχανισμούς» («Ελευθεροτυπία», 21/6/2003).
Αποκαλυπτικότατη υπήρξε άλλωστε η ανάδειξη σε συνοδοιπόρο των Κούρδων ανταρτών του νεαρού πολιτευτή -κατόπιν βουλευτή- της Ν.Δ., Πάνου Καμμένου.
Το 1992 εξέδωσε ένα ευφάνταστο «αντιτρομοκρατικό» πόνημα, στο οποίο μεταξύ άλλων υποδείκνυε σαν «ύποπτο κέντρο για διασυνδέσεις με την τρομοκρατία» τα γραφεία των... συμπαραστατών του ΡΚΚ, με το αφοπλιστικό μάλιστα επιχείρημα ότι εκεί «σύχναζαν Παλαιστίνιοι και Κύπριοι» («Τρομοκρατία. Θεωρία και πράξη», Αθήνα 1992, σ.276).
Ενάμιση χρόνο μετά μετείχε σε επίσκεψη της διακομματικής στο Κουρδιστάν κι εξελίχθηκε σε βασικό παράγοντα του χώρου. Την επομένη της σύλληψης του Οτζαλάν θα λειτουργήσει ως δίαυλος επικοινωνίας της Ν.Δ. με το ΡΚΚ και την ΕΥΠ («Απογευματινή» 17/2/1999), καταγγέλθηκε δε -χωρίς αποδείξεις- ακόμη και ως χρηματοδότης της πτήσης που τον έφερε στην Ελλάδα («Αυριανή» 19/2/1999).
Κορυφαία στιγμή της ελληνοκουρδικής συμμαχίας αποτέλεσε η συνάντηση του αντιπροέδρου της Βουλής, Παναγιώτη Σγουρίδη, κι άλλων πέντε βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, της Ν.Δ. και της ΠΟΛ.ΑΝ. με τον Απο στη Δαμασκό (14/6/1995).
Στη δημοσιευμένη εκδοχή της απόρρητης έκθεσης που υπέβαλε επ’ αυτού, ο επικεφαλής της αποστολής περιγράφει τον Οτζαλάν ως «αυτάρεσκο» και «αυτοδίδακτο» ηγέτη με «πρωτόλειες αναλύσεις», θαυμαστή δε του Μεγαλέξανδρου «τον οποίο, με μια πρωτόγνωρη λογική, τον συνδέει με τους Κούρδους».
Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, ο Απο δεν ζήτησε από την Ελλάδα «καμιά βοήθεια, πλην ηθικής υποστήριξης»· παρότρυνε όμως σε επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια, εκτιμώντας πως «η πιθανότητα θερμού επεισοδίου δεν είναι πάνω από 25%» (Σγουρίδης 2000, σ.152-6).
Επίσης παρών, ο Ναξάκης υποστηρίζει αντίθετα (σ.74) ότι «στη συνάντηση ετέθησαν σχεδόν όλα τα θέματα μιας συνεργασίας εφ’ όλης της ύλης». Ειδικά για «το ενεργειακό», το ανοιχτό τότε ζήτημα των ανταγωνιστικών αγωγών πετρελαίου προς τη Δύση (Μπακού-Τζεϊχάν ή Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη), ο Οτζαλάν «παρείχε την πλήρη στηριξή του, λέγοντας ότι θα εμποδίσει τυχόν σχέδια της Τουρκίας να περάσει ο αγωγός μέσα από τα κουρδικά εδάφη». Προς επίρρωση της υπόσχεσης κυκλοφόρησαν άλλωστε και φωτογραφίες στις οποίες ο αρχηγός του ΡΚΚ κι ο αντιπρόεδρος της ελληνικής Βουλής μελετούν έναν (ελληνικό) χάρτη με τους «εχθρικούς» αγωγούς!
Ακολούθησε, με πρόταση του Χαραλαμπίδη, η ομαδική πρόσκληση Ελλήνων βουλευτών προς τον Οτζαλάν να έρθει στην Ελλάδα, για να καταγγείλει την Τουρκία από το βήμα της εδώ Βουλής. Η πρόσκληση, τυχόν υλοποίηση της οποίας θα επισημοποιούσε την ελληνοτουρκική ρήξη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, υπογράφηκε τον Απρίλιο του 1997 από 110 βουλευτές όλων των κομμάτων -πλην ΚΚΕ- που αργότερα έγιναν 177 («Αυγή» 11/4/1997· Ναξάκης 2017, σ.184-9).
Ανάμεσά τους ο Προκόπης Παυλόπουλος, ο Πέτρος Μολυβιάτης, ο Γιάννης Δραγασάκης και ο Φώτης Κουβέλης. Το φλερτ με την άβυσσο δεν αφορούσε μόνο «ακραίους».
«Στεγανοποίηση» και καυτή πατάτα
ASSOCIATED PRESS | EUROKINISSI / Τ. ΜΠΟΛΑΡΗ| EUROKINISSI / Γ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
Στο δικό του βιβλίο ο Καλεντερίδης υποστηρίζει ότι συνδέθηκε με το ΡΚΚ το φθινόπωρο του 1997, με αποστολή τη «στεγανοποίηση» της αντιπροσωπείας του από «θερμόαιμους ή προβοκάτορες» (σ.39-41). Λίγο νωρίτερα (28/9) οι σχέσεις ελληνικών υπηρεσιών και ΡΚΚ είχαν γίνει πρωτοσέλιδο στο λονδρέζικο Observer, με ποικίλες «αποκαλύψεις» ενός πρώην μέλους της οργάνωσης: από την προμήθεια αεροπορικών πυραύλων Stinger μέχρι σχέδια χημικού πολέμου και «προστασία» των χώρων εκπαίδευσης του ΡΚΚ από τη... 17Ν.
Μίγμα τερατολογιών και πραγματικών στοιχείων, το ρεπορτάζ συνιστούσε οφθαλμοφανώς έμμεση προειδοποίηση δυτικών υπηρεσιών προς την Αθήνα για τα ρίσκα της εμπλοκής της. Ο επώνυμος καταδότης είχε περάσει άλλωστε από τα γραφεία του ΡΚΚ στην Αθήνα· η αδερφή του ήταν αξιωματικός του αντάρτικου, είχε συνοδεύσει στο Ιράκ τον Ναξάκη και Ελληνες δημοσιογράφους, σκοτώθηκε δε πολεμώντας δύο μήνες μετά το δημοσίευμα (Πικραμένος 1998, σ.74-6). Φυσικά, ο Καλεντερίδης δεν λέει λέξη γι’ αυτήν την προϊστορία.
Για το ελληνικό κράτος ο περιπλανώμενος Οτζαλάν δεν αποτελούσε ως εκ τούτου καταδιωκόμενο ικέτη, αλλά καυτή πατάτα. Η κυβέρνηση Σημίτη θεώρησε αδιανόητο να τον δεχτεί, αντιλαμβανόμενη πως αυτό θα οδηγούσε πιθανότατα σε πόλεμο. Η προσαρμογή ωστόσο των υπηρεσιακών μηχανισμών σ’ αυτή τη στροφή ούτε δεδομένη ήταν, ούτε εύκολη αποδείχτηκε.
Η πρώτη άφιξη του Οτζαλάν στην Αθήνα έγινε στις 9/10/1998, με κανονική πτήση και πλαστό διαβατήριο, βάσει συνεννόησης με τον βουλευτή του ΠΑΣΟΚ -πρώην υπουργό- Κώστα Μπαντουβά, επισκέπτη του αρχηγείου του το 1995. Νομίζοντας ότι διέθετε επίσημη έγκριση, ο Απο αιφνιδιάστηκε όταν, αντί του Μπαντουβά, στο αεροδρόμιο τον περίμεναν ο αρχηγός της ΕΥΠ, Χαράλαμπος Σταυρακάκης, κι ο Καλεντερίδης. Μετά από διαπραγματεύσεις τον ανέβασαν σε αεροσκάφος της Aegean, ναυλωμένο από την ΕΥΠ, και τον έστειλαν στη Μόσχα.
Από τη Μόσχα ο Οτζαλάν βρέθηκε, ως γνωστόν, για ένα δίμηνο στην Ιταλία (12/11/1998-16/1/1999). Στις 16/11 τον επισκέφτηκε εκεί ο Ναξάκης και στις 11/12 ο Σγουρίδης, από τον οποίο ο Απο ζήτησε -μεταξύ άλλων- «την απαραίτητη υποστήριξη της Ελλάδας για την επαύξηση της μαχητικής ισχύος» των ανταρτών του ΡΚΚ (Σγουρίδης 2000, σ.173).
Γύρω στα Χριστούγεννα ο Μπαντουβάς μ’ έναν συνάδελφό του σχεδίαζαν πάλι τη μεταφορά και απόκρυψή του στην Κρήτη· ο Ναξάκης ενημέρωσε τον Καλεντερίδη, αυτός τον Σταυρακάκη και «το θέμα έληξε» (Καλεντερίδης, όπ.π., σ.91-2).
Παρεμφερείς συνομιλίες με τον αρχηγό της ΕΥΠ είχε και κάποιος Κύπριος με το ψευδώνυμο «Αρίστος Αριστείδου» ή «Τζορτζ», που από τον Ναξάκη περιγράφεται «ως υπάλληλος των κυπριακών μυστικών υπηρεσιών» (σ.115) και θα διαδραματίσει αργότερα κομβικό ρόλο στη φαρσοτραγωδία της Κένυας.
Η δεύτερη έλευση του Απο έγινε στις 29/1 με αεροσκάφος της Aegean (και τον ίδιο πιλότο!) που ναύλωσε ο Ναξάκης και πλήρωσε κάποιος «Ρώσος» ονόματι «Αλεξάντρ Λάριν». Παρόλο που ο Σταυρακάκης είχε δώσει αυστηρές εντολές αποτροπής, ο Οτζαλάν πέρασε ανενόχλητος από την αίθουσα VIP του αεροδρομίου.
Ο Ναξάκης τον εγκατέστησε στο σπίτι της παλαίμαχης (και ομοϊδεάτισσας) Βούλας Δαμιανάκου κι άρχισε τις επαφές για τα περαιτέρω: μέσα στο τριήμερο 28-30/1 έκανε 173 τηλεφωνήματα σε διάφορα πρόσωπα και υπηρεσίες (ΕΥΠ, ΓΕΝ, ΓΑΔΑ), τα 17 στον Καλεντερίδη. Μαθαίνοντας τα καθέκαστα, ο τελευταίος θα συμβουλεύσει -ανεπιτυχώς- τον υποδιοικητή της ΕΥΠ να κάνουν (και η κυβέρνηση) τα στραβά μάτια, για να μην εκτεθεί η χώρα (σ.111).
Υστερα από συνεννόηση Ναξάκη-Πάγκαλου ο Απο παραδόθηκε στην ΕΥΠ (30/1), που ανέλαβε την περαιτέρω προώθησή του με συνοδό τον Καλεντερίδη: αρχικά στην Ολλανδία μέσω Λευκορωσίας (31/1), κατόπιν στη Ν. Αφρική μέσω Κένυας (2/2). Και οι δύο απόπειρες κατέληξαν σε αδιέξοδο.
ASSOCIATED PRESS | EUROKINISSI
Η έκθεση Κωστούλα για τα συμβάντα του Ναϊρόμπι διασώζει απίθανες μικρολεπτομέρειες μιας «μυστικής» επιχείρησης που εξελίχθηκε σε φαρσοκωμωδία, όταν οι κινήσεις των επίδοξων 007 έγιναν αντιληπτές από τις ενδιαφερόμενες ξένες υπηρεσίες. Από τις 5/2 και μετά Πάγκαλος (κωδικός: «μεγάλος τραγουδιστής») και Σταυρακάκης απαιτούν όλο και φορτικότερα από τον Καλεντερίδη («δεσποινίς Κατεχάκη») να αποβάλει τους «φιλοξενούμενους» (Οτζαλάν, Ντιλάν και δύο νεαρές Κούρδισσες) από την πρεσβευτική κατοικία, καθώς ο εντοπισμός τους εκεί απειλούσε να τινάξει τις διεθνείς σχέσεις της χώρας στον αέρα.
Για τις προθέσεις κάποιων κύκλων, εξαιρετικά εύγλωττη ήταν άλλωστε η τοποθέτηση βόμβας στο τουρκικό προξενείο Κομοτηνής (8/2), με τηλεφωνική ανάληψη ευθύνης από κάποια «Ομάδα Συμπαράστασης στον Οτζαλάν» και την ακροδεξιά οργάνωση «Γεράκια της Ξάνθης» («Ελευθεροτυπία», 9/2).
Τελικά ο ηγέτης του ΡΚΚ βρέθηκε στα χέρια της ΜΙΤ, οι δε σύντροφοί του μεταφέρθηκαν στις 25/2 στην Αθήνα.
Για μια ΕΥΠ ελληνόψυχη
Η ύστατη πολιτική πράξη του δράματος παίχτηκε στις 27/2, με ομιλία της Ντιλάν στο Ιντερκοντινένταλ. «Ο ηγέτης μας», κατήγγειλε σε ζωντανή μετάδοση, «απήχθη μετά από ενέργειες τμήματος της κυβέρνησης, το οποίο είναι παρακλάδι της διεθνούς GLADΙO. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κων/νος Σημίτης, ο τ. υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος, ο τ. υπουργός Εσωτερικών, ο τ. υπουργός Δημοσίας Τάξεως και ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών συμμετείχαν στην ομάδα που έπαιξε ενεργό ρόλο, για να γίνουν πράξη τα σχέδια των ΗΠΑ, του Ισραήλ και της Τουρκίας».
Η οξύτητα της καταγγελίας και η απόδοση της «προδοσίας» σε προϋπάρχουσα συνωμοσία δικαιολογούνταν ίσως από την πικρία και την οργή για την εγκατάλειψη του Κούρδου ηγέτη. Οχι όμως και η συνέχεια, οι «αποκαλύψεις» και η φρασεολογία της οποίας θύμιζαν εκπρόσωπο όχι κάποιου εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, αλλά του εγχώριου βαθέος κράτους:
«Ο Σταυρακάκης, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του στην Πολεμική Αεροπορία, συνέχισε τους δεσμούς του με τη CIA και θυσίασε τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα σε αυτά των ΗΠΑ. Οταν ήταν αρχηγός των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, διοχέτευε πληροφορίες σχετικά με τους Ελληνες και τους Κούρδους στη CIA και στο Πεντάγωνο και σε συνεργασία με το λόμπι των ΗΠΑ σχετικά με το Κουρδικό διοχέτευε λανθασμένες πληροφορίες στην ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με τους ίδιους ισχυρισμούς [τίνος;], τις πληροφορίες που πήρε η CIA από τον Σταυρακάκη τις διοχέτευσε στη Μοσάντ και στη ΜΙΤ. Μια από τις ενδιαφέρουσες μεθόδους δράσης του Σταυρακάκη αφορά τη διατήρηση στις μυστικές υπηρεσίες των παλιών αμερικανικών προτύπων δράσης της περιόδου του ψυχρού πολέμου, όταν αυτές ήταν υποκαταστήματα της CIA και του ΝΑΤΟ, παρεμποδίζοντας την ανάπτυξη δικών τους συστημάτων λειτουργίας και τη μετεξέλιξή τους σε ελληνικές εθνικές υπηρεσίες».
Ακόμη κι αν υποθέσουμε πως όλα αυτά τα αναπόδεικτα περιείχαν οποιαδήποτε δόση αλήθειας, από πού τα γνώριζε το στέλεχος ενός αλλοδαπού αντάρτικου; Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δεν θέλει. Πόσο μάλλον το θερμό ενδιαφέρον μιας επαναστάτριας του Κουρδιστάν για την ελληνικότητα της ΕΥΠ...
Από μηχανής Μίκης
Προτού καλά καλά η Ντιλάν ολοκληρώσει την ομιλία της, βγήκε στα κανάλια ένας οργισμένος Μίκης Θεοδωράκης ανακοινώνοντας πως ακυρώνει τη συμμετοχή του ίδιου και της ορχήστρας του στην προγραμματισμένη φιλοκουρδική συναυλία. Αποφεύγοντας κάθε μνεία στην ενδοελληνική διάσταση των δηλώσεων της εκπροσώπου του ΡΚΚ, φρόντισε να κεντρίσει ακόμη βαθύτερα το πληγωμένο εθνικό φιλότιμο.
Η αυτοκάθαρση, αντί ν’ ακουμπήσει το βαθύ κράτος, επερχόταν με την παροχέτευση της οργής στην πιο αδύναμη πλευρά −τους απάτριδες που νομίσανε πως γινήκαμε ίσοι κι όμοιοι:
«Η κυρία αυτή κατηγορεί ονομαστικά τον πρωθυπουργό της Ελλάδας και μια σειρά υπουργούς χωρίς κανένα στοιχείο ότι συμμετείχαν σ’ αυτή την απεχθή συνωμοσία. Ολα αυτά λέγονται σε ελληνικό έδαφος και αποδεικνύουν βέβαια τη δημοκρατικότητα του πολιτεύματός μας και την ανοχή των Ελλήνων. [...] Δεν παύουν όμως να τραυματίζουν, να πληγώνουν τον ελληνικό λαό.
Αυτή την ντροπή και αυτή την πληγή θέλω να εκφράσω αυτή τη στιγμή. Γιατί γνωρίζω ότι αυτή τη στιγμή στην παγκόσμια κοινή γνώμη δεν είναι ο Πάγκαλος ή ο Σημίτης ή οποιοσδήποτε υπουργός που κάθονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αλλά ολόκληρη η Ελλάδα. Είναι ο εκλεγμένος πρωθυπουργός της χώρας. Και όλοι οι Ελληνες, ανεξάρτητα από την τοποθέτησή μας, πρέπει αυτή τη στιγμή να σταθούμε στο πλευρό του. [...] Αυτή τη στιγμή θέλουν κάποιοι να δοθεί αυτή η απαίσια εικόνα της χώρας μας σε όλο τον κόσμο. Οτι εμείς, η Ελλάδα πλέον, κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Γιατί είναι πραγματικά προδοσία να παραδίδεις στους εχθρούς του έναν φιλοξενούμενό σου. [...] Δεν μπορούμε να βρισκόμαστε στο πλευρό ανθρώπων στους οποίους προσφέρουμε φιλοξενία με μεγάλους κινδύνους για τη χώρα μας και αυτοί μας πληρώνουν με το τίμημα της αχαριστίας και της συκοφαντίας» («Αυριανή», 1/3/1999, σ.5).
Η παρέμβασή του αποδείχτηκε καταλυτική, απαλλάσσοντας τη μεγάλη μάζα των οπαδών της «ισχυρής Ελλάδας» από τις βραχύβιες τύψεις της.
Ακολούθησε η διακριτική τακτοποίηση των πολιτικών και ποινικών εκκρεμοτήτων. Η εξεταστική επιτροπή της Βουλής αρνήθηκε κατά πλειοψηφία να εξετάσει μάρτυρες με προηγούμενη εμπλοκή στην «ελληνοκουρδική φιλία», όπως ο Σγουρίδης, και απάλλαξε σύμπασα την πολιτική ηγεσία, περιορίζοντας τις ευθύνες στους «ανεύθυνους ακραίους» τύπου Ναξάκη.
Ο τελευταίος με ακόμη 12 άτομα δικάστηκαν πάλι το 2003 για την παράνομη είσοδο του Οτζαλάν −κι αθωώθηκαν όλοι, με το σκεπτικό πως κανείς απολύτως κίνδυνος δεν είχε προκύψει από την ενέργειά τους για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου