25.12.18

Βυζάντιο και Σταυροφορίες: 1204. Το προσκύνημα στην "Ιερουσαλήμ του Ιησού" που κατέληξε σε λεηλασία της Κωνσταντινούπολής


Του  Γιάννη Χρονόπουλου - Ιστορικού, εκδότη του "History Quest:

Tο Βυζάντιο και η Δύση δεν είχαν ποτέ εύκολη υπόθεση. Ο ανταγωνισμός για την πρωτοκαθεδρία στη χριστιανοσύνη, την κληρονομιά της αρχαίας Ρώμης, την κυριαρχία στον μεσαιωνικό κόσμο της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής ήταν σφοδρός και αμείλικτος. Οι πρώτοι τριγμοί εκδηλώθηκαν με το περίφημο Σχίσμα των δύο Εκκλησιών το 1054 και κορυφώθηκαν στη διάρκεια των σταυροφοριών.

Στις παραμονές της A’ σταυροφορίας ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός προσπαθούσε να γεφυρώσει το χάσμα που προκλήθηκε εξαιτίας του Σχίσματος προσεγγίζοντας εκ νέου το Βατικανό, αποβλέποντας σε κάποια οφέλη.
Ομως ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά; Τα κίνητρα του Αλέξιου A' δεν ήταν προφανή. Στα 1090 οι Νορμανδοί είχαν εκδιωχθεί από τα Βαλκάνια, οι Πετσενέγοι είχαν συντρίβει ολοκληρωτικά στη μάχη του όρους Λεβουνίου και οι Σελτζούκοι έχαναν κάποια εδάφη στη Μικρά Ασία υπέρ των Βυζαντινών ενώ ήταν απορροφημένοι στις εσωτερικές διαμάχες εξουσίας που προέκυψαν μετά τον θάνατο του σουλτάνου Σουλεϊμάν το 1086.
Ισως το πραγματικό κίνητρο ήταν η ανάγκη για μισθοφορικά στρατεύματα εξαιτίας της έλλειψης επαρκών ημεδαπών στρατιωτικών δυνάμεων. Ο Αλέξιος A' πίστευε ότι ήταν ώριμες πλέον οι συνθήκες για την έναρξη της φάσης επανάκτησης του τμήματος της Μικρός Ασίας που ήταν υπό τον έλεγχο των Σελτζούκων.

Αλλη βοήθεια υπολόγιζε ο Αλέξιος A' και άλλη πήγε 

Η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας θα ερχόταν μαζί με τις ευλογίες του πάπα σε συμμαχίες ανάμεσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τα χριστιανικά βασίλεια της Δυτικής Ευρώπης που θα έφερναν μπροστά στις πύλες της Κωνσταντινούπολης τους πολυπόθητους στρατιώτες. Εντέλει αυτοί θα εμφανίζονταν μπροστά στη βασιλεύουσα αλλά όχι όπως το υπολόγιζε ο Αλέξιος A'.

Σε ορισμένες πηγές της εποχής γίνεται αναφορά σε επιστολή και πρεσβεία του Αλέξιου A' προς τον πάπα Ουρβανό Β' όπου ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ζητούσε στρατιωτική βοήθεια για την αντιμετώπιση της ισλαμικής απειλής στη Μικρά Ασία. Ούτε η επιστολή διασώθηκε ούτε η πρεσβεία αναφέρεται σε σύγχρονες βυζαντινές πηγές, όπως της Αννας Κομνηνής και του Ιωάννη Ζωναρά, αν και είναι πιθανό ότι παραλείφθηκε εσκεμμένα από τις βυζαντινές πηγές για να καλυφθεί ο ρόλος του Αλέξιου A' στις προεργασίες που οδήγησαν στην Α' σταυροφορία. Η μόνη βυζαντινή πηγή που αναφέρεται στην επιστολή αυτή και την πρεσβεία είναι η «Σύνοψις Χρονικών» του Θεόδωρου Σκουταριώτη, σχεδόν 200 χρόνια έπειτα από κείνα τα δραματικά γεγονότα.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Σκουταριώτη, ο Αλέξιος προσπάθησε να πετύχει τον διττό σκοπό του, δηλαδή τη στρατολόγηση δυτικών μισθοφόρων στις στρατιές του και σύναψη συμμαχιών με τα δυτικά χριστιανικά βασίλεια χρησιμοποιώντας ένα επιχείρημα που στόχευε στη καρδιά τους.
Ο πολυμήχανος Αλέξιος γνώριζε καλά μια από τις ευαίσθητες χορδές των δυτικών ήταν το δέος που αισθάνονταν για τους Αγίους Τόπους και η αποστροφή και οδύνη τους για το γεγονός ότι τα μέρη αυτά ήταν υπό τον έλεγχο των μουσουλμάνων.

Αυτό ακριβώς το ζήτημα -αναφέρει ο Σκουταριώτης στο έργο του- έθιγε ο Αλέξιος A' στην επιστολή του προς τον πάπα ώστε να εξασφαλιστούν οι πολυπόθητες στρατιωτικές ενισχύσεις που θα ενίσχυαν τους Βυζαντινούς στον ολομέτωπο αγώνα τους εναντίον των Σελτζούκων για την επανάκτηση της κεντρικής και ανατολικής Μικράς Ασίας. Την ύπαρξη της βυζαντινής πρεσβείας στο Βατικανό επιβεβαιώνουν δύο δυτικές πηγές- ο Εκεχαρντ, ηγούμενος του μοναστηριού των Βενεδικτίνων της Αουρα στη Βαυαρία και ο Μπέρνολντ του Σεν Μπλεζ.
Σύμφωνα με αυτούς τους χρονικογράφους, οι Βυζαντινοί πρεσβευτές ανάγνωσαν την επιστολή αυτή ενώπιον του πάπα και των υπόλοιπων αξιωματούχων της Καθολικής Εκκλησίας, στην οποία η κατάσταση στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας περιγραφόταν με τα πιο μελανά χρώματα.

Ο Αλέξιος ανέφερε στην επιστολή του -ανάμεσα σε άλλα- ότι οι άπιστοι είχαν φτάσει σχεδόν έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Η επιστολή έκλεινε με μια θερμή έκκληση του Αλέξιου A' για βοήθεια προς τους ομόδοξους χριστιανούς της Δύσης.
Παρόμοιος ήταν ο τόνος και στην επιστολή του Αλέξιου A' προς τον Αγγλο βασιλιά Ερρίκο Δ' το 1081, με την οποία ζητούσε τη βοήθειά του εναντίον «των δολερών, αιμοσταγών και αμαρτωλών εχθρών του Θεού και των χριστιανών».
Ενας ακόμη σύγχρονος χρονικογράφος, ο Ζιλμπέρ του Νοργκέντ, αναφέρει στο χρονικό του ότι ο Ουρβανός έλαβε δώρα από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο.

Βέβαια οι δυτικές πηγές φροντίζουν να παρουσιάζουν τον Αλέξιο A' σχεδόν ως ικέτη, αλλά και ως κάποιον που έμμεσα αποδεχόταν ότι δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει πλέον τον ρόλο του ως προστάτη της χριστιανοσύνης. Στην επιστολή φαινόταν ότι ο Αλέξιος Α' ζητούσε μισθοφόρους στρατιώτες, τους οποίους υποσχόταν ότι θα εφοδίαζε ανελλιπώς, αλλά δεν φαινόταν πουθενά στα γραφόμενά του ότι θα αναλάμβανε την ηγεσία τους στον επικείμενο πόλεμο με τους άπιστους.

Προφανώς κάτι τέτοιο δεν θα ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ακόμη και σε δύσκολες στιγμές για την αυτοκρατορία, ιδιαίτερα μετά την οδυνηρή ήττα στο Ματζικέρτ, ο τόνος των Βυζαντινών αυτοκρατόρων σε επιστολές διπλωματικής φύσης -όπως αυτές προς τον Ροβέρτο Γυισκάρδο το 1074 σχετικά με τη σύναψη ειρήνης και προς τους Βενετούς το 1082 για την παραχώρηση εμπορικών προνομίων- παρέμενε μεγαλοπρεπής και με αίσθημα υπεροχής.

Στη βάση αυτής της θεώρησης βρίσκεται η παπική θέση αμφισβήτησης της οικουμενικής πρωτοκαθεδρίας του Βυζαντίου στον χριστιανικό κόσμο. Ενώ υπήρχε πάντα ενδιαφέρον από την πλευρά των Βυζαντινών για στρατολόγηση μισθοφόρων στρατιωτών από τη Δύση για τους πολέμους τους σε Βαλκάνια και Μέση Ανατολή, στις επιστολές αυτές, όπως τους παρουσίαζαν οι προαναφερόμενοι δυτικοί χρονικογράφοι, οι Βυζαντινοί τους εκλιπαρούσαν για βοήθεια σε μια κατάσταση όπου είχαν χάσει τον έλεγχο.

Η σύνοδος του Κλερμόντ και οι άδηλοι στόχοι της

Ο πάπας Ουρβανός Β' ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα αυτό, ίσως όχι με υποτιμητική διάθεση προς τους Βυζαντινούς αλλά λόγω μιας ολοένα αυξανόμενης τάσης της παπικής Εκκλησίας να διεκδικεί ζωτικό χώρο στην πολιτική σκηνή της μεσαιωνικής Ευρώπης. Η παπική θέση γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη: η ηγεσία της χριστιανοσύνης ήταν αποκλειστικό προνόμιο του πάπα, όχι του Βυζαντινού αυτοκράτορα.

Η θέση αυτή εκφράστηκε από τον Ουρβανό Β' στη σύνοδο του Κλερμόντ στη Γαλλία τον Νοέμβριο του 1093.0 πάπας κάλεσε τους επισκόπους και τους παρευρισκόμενους ηγεμόνες των δυτικών χριστιανικών βασιλείων να υπακούσουν στην έκκληση βοήθειας εκ μέρους των χριστιανών της Ανατολής αποφεύγοντας εντέχνως να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στον ίδιο τον ηγέτη τους, τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη.

Οι σταυροφορίες ξεκινούσαν με αυτό τον τρόπο σε ένα πλαίσιο έκδηλων και άδηλων στόχων, δηλαδή την υπεράσπιση της χριστιανικής Ανατολής από τους μουσουλμάνους και τον παραγκωνισμό των Βυζαντινών από τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή του χριστιανικού κόσμου.

Επίσης ο Ουρβανός έθετε έναν ακόμη πιο εντυπωσιακό στόχο που θα συγκλόνιζε τις ισορροπίες δυνάμεων μέσα στους επόμενους αιώνες- την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ και των Αγίων Τόπων από την κυριαρχία των άπιστων μουσουλμάνων.
Η εκστρατεία για την απελευθέρωσή της δεν θα ήταν απλή πολεμική επιχείρηση, σύμφωνα με τον Ουρβανό Β', αλλά «ιερός πόλεμος», ένα προσκύνημα στον τόπο όπου δίδαξε και εντέλει βρήκε μαρτυρικό θάνατο ο Ιησούς Χριστός για τη σωτηρία της ανθρωπότητας.

Ετσι, έντεχνα, ο Ουρβανός Β' έβγαλε από το κάδρο την Κωνσταντινούπολη ως την πόλη για την οποία άξιζε να χύσουν το αίμα τους, να θυσιάσουν τη ζωή τους οι ιππότες και οι απλοί στρατιώτες της Δύσης. Στη θέση της τοποθέτησε πάνω στο βάθρο το απόλυτο «έπαθλο», την Ιερουσαλήμ, θέτοντας τον εαυτό του ηγέτη αυτής της ιερής αποστολής αντί γι’ αυτόν που είχε θέσει το ζήτημα επί τάπητος, δηλαδή τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο A'.

Ο 11ος αιώνας υπήρξε εξαιρετικά δύσκολος για τους Βυζαντινούς, οι οποίοι είχαν κληθεί να αντιμετωπίσουν αμέτρητες προκλήσεις στα βαλκανικά και τα ανατολικά σύνορά τους, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό προκλήθηκαν με δική τους ευθύνη εξαιτίας των εσωτερικών διαφορών τους στις οποίες είχαν επιδοθεί με εγκληματική μακαριότητα.
Εστω και έτσι, οι Βυζαντινοί είχαν χρησιμοποιήσει για μία ακόμη φορά τα πολυδοκιμασμένα όπλα τους, το αστραφτερό χρυσάφι τους και την εύγλωττη διπλωματία τους για να εξυπηρετήσουν τους γεωπολιτικούς στόχους τους.

Συνήθως αυτά τα όπλα πετύχαιναν τον στόχο τους. Ως τότε έβρισκαν πρόθυμους πολεμιστές, που ελκύονταν από τη λάμψη των χρυσών νομισμάτων τους, να πολεμήσουν για την αυτοκρατορία τους. Ομως τον πάπα δεν τον ενδιέφερε τόσο ο πλούτος της Κωνσταντινούπολης όσο η περίοπτη θέση της στον χριστιανικό κόσμο. Οι Βυζαντινοί βρέθηκαν αναπάντεχα αντιμέτωποι με μια πολύ πιο σύνθετη πρόκληση, στην οποία έπρεπε να βρουν άμεσα απαντήσεις. Η Α' σταυροφορία θα δοκίμαζε σκληρά τις αντοχές του βυζαντινού αυτοκρατορικού συστήματος.

Σύντομα δύο διαφορετικές θεωρήσεις θα έμπαιναν σε τροχιά σύγκρουσης. Σε πρώτο επίπεδο η σύγκρουση θα εκδηλωνόταν μέσα από τον τρόπο που ασκούσε εξωτερική πολιτική καθεμία από τις δύο πλευρές. Για τους Βυζαντινούς η ύψιστη αποστολή ήταν η διατήρηση της Οικουμένης υπό την προστασία του ελέω Θεού αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, όπου το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» έβρισκε την πλήρη εφαρμογή του, έστω κι αν ένα από τα αποτελέσματά του ήταν η έντονη αποστροφή και δυσαρέσκεια των Δυτικών που εκτόξευαν κατηγορίες στους Βυζαντινούς για διπλοπροσωπία και προδοτική συμπεριφορά.
Για τον πάπα και τους σταυροφόρους ο πόλεμος εναντίον των απίστων με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ ήταν θεόσταλτη εντολή. Αν πετύχαιναν στην αποστολή αυτή, τότε αυτό ήταν σημάδι από τον Θεό ότι τους είχε διαλέξει για ηγέτες του χριστιανικού κόσμου.

Το ιστορικό «παράδοξο» της σταυροφορίας του 1204 

Η άλλη σταυροφορία που έχει άμεση σχέση με το Βυζάντιο, η τέταρτη, υπήρξε ένα «παράδοξο» στην ιστορία των σταυροφοριών. Τελικός στόχος ήταν ένα μεσαιωνικό χριστιανικό κράτος και όχι οι μουσουλμάνοι. Η βασικότερη συνέπειά του ήταν η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία που είχε δημιουργηθεί με το σχίσμα του 1054, το οποίο σε κάποιο βαθμό δεν έχει γεφυρωθεί έως σήμερα.
Το έτος 1204 μπορεί να φαντάζει μακρινό, όμως ο αντίκτυπος των γεγονότων εκείνων ταλανίζει ακόμη τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών και προσδιορίζει αντιλήψεις και στερεότυπα τόσο στην ορθόδοξη Ανατολή όσο και στην καθολική Δύση.

Οχτακόσια χρόνια μετά τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β' ένιωσε (;) την ανάγκη να ζητήσει επίσημα συγγνώμη από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το καλοκαίρι του 2001, για τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης και τις φρικτές βιαιότητες που διέπραξαν οι σταυροφόροι εναντίον της μεγαλύτερης και πιο εκλεπτυσμένης χριστιανικής μητρόπόλης του Μεσαίωνα και της καρδιάς της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας.

Ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας υπήρξε εξαιρετικά βίαιη εποχή. Για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού η φτώχεια ήταν δεδομένη και δυσβάσταχτη. Ο χρόνος κυλούσε αργά και η ζωή είχε κυκλική πορεία: καλλιέργεια, συγκομιδή της σοδειάς και θρησκευτικές γιορτές που αποτελούσαν ένα ευχάριστο διάλειμμα από τον καθημερινό μόχθο.
Οι αιματηροί πόλεμοι ανάμεσα σε ισχυρούς βασιλείς και φιλόδοξους φεουδάρχες, οι βίαιες εξεγέρσεις, οι επιδημίες, η προκατάληψη και ο θρησκευτικός φανατισμός ήταν στοιχεία της κοινωνικής ζωής.
Το χέρι της Καθολικής Εκκλησίας αποδεικνυόταν μακρύ και βαρύ για όσους παραστρατούσαν από τις εντολές της. Ο φόβος για την αιώνια τιμωρία στην κόλαση στοίχειωνε κάθε βήμα του ανθρώπου του Μεσαίωνα. Η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι η επέμβαση του Θεού και των αγίων καθόριζε τη σοδειά, τη γιατρειά από τις ασθένειες, τα αποτελέσματα των μαχών. Αν όλα πήγαιναν καλά, δοξαζόταν το όνομα του Θεού.
Αλλιώς, τα δεινά βιώνονταν ως θεία τιμωρία.

Θεοσεβούμενοι και τυχοδιώκτες στο ίδιο καράβι

Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκαν οι σταυροφορίες. Για κάποιους ήταν ένας τρόπος να κερδίσουν μια θέση στη βασιλεία των ουρανών μέσω της απελευθέρωσης των Αγιων Τόπων από το ισλάμ.
Για τους τυχοδιώκτες ήταν η ευκαιρία να δραπετεύσουν από την κλειστή δυτική φεουδαρχική κοινωνία, να δουν θαυμαστούς κόσμους και να κερδίσουν πλούτη, γη και δόξα στη μυθική Ανατολή.

Η επιτυχία της A' σταυροφορίας αποδείχτηκε εφήμερη. Η Ιερουσαλήμ έπεσε ξανά στα χέρια των Αράβων του Σαλαντίν (1187).
 Νέες σταυροφορίες ξεκίνησαν από τη Δύση με στόχο την επανάκτησή της. Η Δ' σταυροφορία αποδείχτηκε μοιραία για τον βυζαντινό ελληνισμό.

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία της δυναστείας των Αγγέλων του 13ου αιώνα δεν θύμιζε τη λαμπρή αυτοκρατορία της δυναστείας των Μακεδόνων του 10ου αιώνα ή έστω την ανακάμπτουσα αυτοκρατορία της δυναστείας των Κομνηνών, όταν η αυτοκρατορία είχε πανίσχυρη οικονομία και στρατό και καταλάμβανε περίοπτη θέση στον χριστιανικό κόσμο. Οι ενδοοικογενειακές προστριβές των Αγγέλων ήταν μόνο η αφορμή για την παρακμή της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας. Η εφαρμογή άστοχων πολιτικών στην οικονομία, την εξωτερική πολιτική, στο ναυτικό και στον στρατό την είχε αποδυναμώσει θανάσιμα.

Ο πανούργος Βενετσιάνος δόγης Δάνδολος 

Οι Βενετοί και οι άλλες ναυτικές δημοκρατίας της βόρειας Ιταλίας άδραξαν την ευκαιρία. Η Βενετία -ας σημειωθεί ότι ήταν βυζαντινή επαρχία μέχρι τον 9ο αιώνα- επωφελήθηκε από τις φορολογικές απαλλαγές που είχαν παραχωρήσει προηγούμενοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες του ναυτικού της και έγινε πάμπλουτη.

Η εξάρτηση των σταυροφόρων από τον ενετικό στόλο χρησιμοποιήθηκε επιδέξια από τον γηραιό, τυφλό αλλά πανούργο και θαρραλέο δόγη της Βενετίας Δάνδολο, που δελέασε τους Φράγκους με τη λάμψη του βυζαντινού χρυσού.
Στις 13 Απριλίου 1204 η Κωνσταντινούπολη παραδινόταν στις φλόγες και στο σπαθί των σταυροφόρων. Αποτρόπαιες σκηνές λεηλασίας, ταπεινώσεων, δολοφονιών και άλλων βαρβαροτήτων εκτυλίχθηκαν για πολλές μέρες στη βασιλεύουσα.

«Από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ, σε καμία πόλη, δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα» σημειώνει με δέος ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο σταυροφόρος Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος. Κατόπιν, τα ιμάτια της αυτοκρατορίας διαμοιράστηκαν στους βέβηλους κατακτητές. Ωστόσο, ιδρύθηκαν κράτη διοικούμενα από βυζαντινές αριστοκρατικές οικογένειες, που συνέχισαν την αντίσταση αλλά και τις έριδες μεταξύ τους.

Η μόνη δύναμη που είχε πραγματικό όφελος από τη Δ' σταυροφορία ήταν η Βενετία. Κατείχε τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, τα Επτάνησα, την Κρήτη και την Κύπρο, όλα τοποθετημένα σε στρατηγικά σημεία για το θαλάσσιο εμπόριο στην ανατολική Μεσόγειο.Τα υπόλοιπα φραγγικά κράτη φυλλορρόησαν και η Κωνσταντινούπολη ανακαταλήφθηκε από τον Μιχαήλ Παπαιολόγο το 1261.

Ωστόσο, η Δ' σταυροφορία πέτυχε ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που υποτίθεται ότι πρέσβευε η ιδεολογία των σταυροφοριών, δηλαδή την ανάκτηση των Αγίων Τόπων από το ισλάμ.
Στη σταυροφορία αυτή δεν χύθηκε ούτε μία σταγόνα αίμα μουσουλμάνου. Αντίθετα, η προδοτική επίθεση εναντίον των χριστιανών αδελφών της Ανατολής άνοιξε τον δρόμο στην οθωμανική πλημμυρίδα που κατέκλυσε τη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη και απείλησε ακόμη και την ίδια τη δυτική Ευρώπη.

Το Βατικανό δικαιολόγησε εκ των υστέρων την πισώπλατη μαχαιριά στους χριστιανούς αδελφούς της Ανατολής λέγοντας ότι η άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν αποτέλεσμα των αμαρτιών των αιρετικών «Ελλήνων». Αλλωστε, έτσι αποκαλούσαν επίμονα οι Φράγκοι τους Βυζαντινούς -και όχι «Ρωμαίους»- όπως φανερώνουν οι πρωτογενείς πηγές της εποχής, θέλοντας να αμφισβητήσουν το δικαίωμά τους να θεωρούνται κληρονόμοι της αρχαίας Ρώμης.

Μετατόπιση του κέντρου βάρους από Ανατολή προς Δόση

Εν κατακλείδι, η Δ' σταυροφορία αποτέλεσε κομβικό σημείο παγκόσμιας ιστορικής σημασίας καθώς επισφράγισε τη μετατόπιση του πολιτικού κέντρου βάρους από την Ανατολή προς τη Δύση. Από τότε και ως σήμερα η Δύση έχει την πρωτοβουλία στα χέρια της.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν έγινε ξεκάθαρο ότι η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν θνησιγενής θρίαμβος. Τα βυζαντινά ελληνικά κράτη έσφιγγαν ολοένα και περισσότερο τον κλοιό γύρω από την Κωνσταντινούπολη παρά τον ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Οι Λατίνοι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης ποτέ δεν περιήλθαν σε ευνοϊκή θέση από στρατιωτικής ή διοικητικής άποψης ώστε να απελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ. Αντίθετα, εκλιπαρούσαν τα δυτικά λατινικά βασίλεια για αποστολή βοήθειας. Οι ενισχύσεις που έλαβαν δεν ήταν ποτέ σημαντικές, διότι η απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ φάνταζε πάντα σαν πιο ένδοξο κατόρθωμα στα μάτια των περισσότερων δυτικών ηγεμόνων.

Τον Ιούλιο του 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, αυτοκράτορας της Νίκαιας, και ο στρατός του συγκεντρώθηκαν έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης σχεδιάζοντας να την απελευθερώσουν. Στις 25 Ιουλίου 1261 ένας Ελληνας άνοιξε μια πύλη και ο βυζαντινός στρατός εισήλθε στην πόλη. Η λατινική φρουρά παραδόθηκε σχεδόν αμαχητί και οι Ελληνες κάτοικοι κατενθουσιάστηκαν βλέποντας ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν ελεύθερη ξανά.

Η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης ήταν τέτοια έκπληξη για όλους ώστε η αδελφή του Μιχαήλ Ευδοκία εισήλθε αλαφροπατώντας στη σκηνή του ενώ αυτός κοιμόταν, τον γαργάλησε ελαφρά στα πόδια με ένα φτερό και του ψιθύρισε στο αυτί τα μεγάλα νέα. Ο Μιχαήλ αρνιόταν να την πιστέψει έως ότου κατέφτασε χαρούμενος ένας αγγελιοφόρος κρατώντας το αυτοκρατορικό στέμμα και το σκήπτρο.
Ωστόσο, η Κωνσταντινούπολη ήταν σκιά του ένδοξου παρελθόντος της. Είχε μόλις 35.000 κατοίκους, σε αντίθεση με τις 500.000 ψυχές που ζούσαν πριν από τη λατινική κατάκτηση, η οικονομία ήταν σε άθλια κατάσταση και η πόλη ρημαγμένη.

Ο Μιχαήλ και κάποιοι από τους διαδόχους του, μέλη της δυναστείας των Παλαιολόγων, αγωνίστηκαν με επιμονή, γενναιότητα και οξυδέρκεια για να επαναφέρουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην προηγούμενη δόξα της.
Προσωρινά το κατάφεραν, αλλά ο κόσμος στα Βαλκάνια και στην ανατολική Μεσόγειο δεν ήταν πλέον ο ίδιος μετά το 1204. Αυτήν τη φορά η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε υποστεί μεγάλα πλήγματα, σε πρώην βυζαντινές κτήσεις εδραίωσαν τη θέση τους άλλοι παντοδύναμοι ηγεμόνες και λαοί, όπως οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι και τα μικρά λατινικά κράτη στην Ελλάδα, οι Ενετοί αποτελούσαν συνεχή ενόχληση και οι Τούρκοι στην Ανατολή έγιναν ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος.

Οι εσωτερικές έριδες αποδυνάμωσαν περαιτέρω τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το τέλος ήλθε στις 29 Μαΐου 1453 με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β ’. Με την πτώση της τερματίστηκε η ζωή της μακροβιότερης χριστιανικής αυτοκρατορίας (άντεξε περισσότερο από χίλια χρόνια) και οι αναμνήσεις μας για αυτήν έχουν διατηρηθεί στους θρύλους και στις παραδόσεις μας, ενώ η παρουσία της έχει σφραγίσει την τέχνη, την πολιτική και κοινωνική ζωή και τα γράμματα.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου