Πηγή: Του Θανάση Γάλλου, Δρα Ιστορίας ΕΚΠΑ - Hot History
Καλλέργης, Χοϊδάς, Δρακούλης.
Οι γεωγραφικοί πυρήνες στη δυτική Ελλάδα: Πυλαρινός, Λομβάρδος, Μομφερράτος, Κονεμένος, Πανάς.
Σε Θεσσαλία, Θεσσαλονίκη: Αντύπας, Μπεναρόγια, Αρδίττι.
Περιπλάνηση μεταξύ κοινωνικού χριστιανισμού, φαβιανών, σενσιμονισμού, μπλανκισμού.
η απήχηση του Μαρξ και η ευδιάκριτη παρουσία του Κροπότκιν
Το εγχείρημα μιας συνοπτικής παρουσίασης των πρώτων σοσιαλιστικών κινήσεων στην Ελλάδα είναι εξαρχής καταδικασμένο να είναι ατελές καθώς πρόκειται για εξαιρετικά διευρυμένη, χρονικά και γεωγραφικά, διαδικασία και αναπόφευκτα δεν θα συμπεριληφθούν οργανώσεις και πρόσωπα, τα οποία φυσικά και δεν στερούνται σημασίας στη διαδικασία πρόσληψης των σοσιαλιστικών ιδεών στην ελληνική πραγματικότητα.
Ο Μπεναρόγια στις αναμνήσεις του για τα πρώτα βήματα του ελληνικού προλεταριάτου θεωρούσε ότι η οργάνωση των επαγγελματικών και πολιτικών του φορέων διακρίνεται σε τρεις περιόδους: την περίοδο του ουτοπιστικού σοσιαλισμού (1885-1907), την περίοδο της προσαρμογής των σοσιαλιστικών ιδεών «προς την εργατικήν τάξιν» (1907-1914) και την περίοδο της ενοποίησης των δραστηριοποιούμενων δυνάμεών της (1914-1918), μέχρι την ίδρυση δηλαδή του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ).
Ο Κορδάτος κάνοντας απογραφή της πορείας του ελληνικού εργατικού κινήματος προσδιορίζει ως νηπιακή την περίοδο έως το 1910, ως εφηβική την περίοδο έως το 1918 και ως ώριμη την περίοδο μετά την ίδρυση του ΣΕΚΕ, οπότε άρχισε να «παίζει τον ιστορικό του ρόλο».
Η γέννηση της σοσιαλιστικής σκέψης άργησε πολύ να γίνει ιδιαίτερο γνωστικό αντικείμενο.
Ο 19ος αιώνας παραμένει δυσπρόσιτος στο σύνολό του ως χάσκον κενό ανάμεσα στο 1821 και το 1909 (δεν υπάρχουν μελέτες ούτε μονογραφίες για πολύ σημαντικά γεγονότα), πόσο μάλλον για ένα μάλλον περιθωριακό φαινόμενο όπως οι κινήσεις στην «άκρη» της Ιστορίας κάποιων προσώπων με περιορισμένη απήχηση.
Η πρώτη ελληνική απόδοση του όρου «socialisme»» οφείλεται στον Επτανήσιο «σενσιμονιστή» Φραγκίσκο Πυλαρινό, που νεκρολογώντας τον Κοραή (1833) συνόψισε τη «φιλοσοφική αποστολή» του 19ου αιώνα στο τρίπτυχο: ελευθερία, ισότης, κοινωνισμός.
Ο όρος βέβαια «κοινωνισμός» (κάποιες φορές και «κοινωνιοκρατία») υπήρξε η προσφιλέστερη ελληνική του απόδοση έως την εποχή του Δρακούλη και του Καλλέργη, οπότε θα επιβληθεί ο όρος «σοσιαλισμός».
Επίσης ο όρος «communisme» θα μεταφερθεί αρκετά νωρίς ως «κομμουνισμός» (Κ. Λομβάρδος, «Δύο επιστολαί προς τον κ. I Μομφερράτον», «Η Φωνή του Ιονίου», 27/9/1858,1), ως «κωμουνισμός» ([Κ.Κ. Φιλόπουλος], «Οι νέοι κοινωνιολόγοι», «Φορολογούμενος», 20/5/1877,2) κατά τη συστοιχία της «κώμης» με την «commune» και ως «κοινοκτημονική θεωρία» ή «κοινοκτημοσύνη» που αποσκοπεί στην κατάργηση «πόσης χωριστής περιουσίας» και εις την κοινοποίηση/ των υπάρχοντάν» (Ευταξίας, «Κοινοκτημονικαί», 1876).
Βέβαια είναι σαφές ότι η εμβέλεια της πολιτικής κίνησης των ριζοσπαστών μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα είναι εξαιρετικά περιορισμένη και τα κοινωνικά της ερείσματα πολύ ισχνά, ενώ σε αυτή την πραγματικότητα έρχεται να προστεθεί η φυσική εξόντωση των πρωτεργατών της, γεγονός που επέφερε τον οριστικό εξοστρακισμό της από την πολιτική σκηνή της χώρας με την έναρξη της δεκαετίας του 1890.
Οι πολιτικές αυτές συνθήκες ήταν αποτρεπτικές για τη δημιουργία βιώσιμων συναφών οργανώσεων. Την ίδια περίοδο εμφανίζεται η τάση μείωσης του ενεργού πληθυσμού που απασχολείται στη γεωργία, σταθεροποιείται η απασχόληση στον δευτερογενή τομέα και ο τριτογενής αυξάνεται με ταχύτατο ρυθμό.
Ωστόσο απουσιάζει ένα μαζικό βιομηχανικό προλεταριάτο και η βιομηχανική παραγωγή έως το 1912 εξυπηρετούσε με βραδύ ρυθμό τις στοιχειώδεις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς και κατά συνέπεια ο αριθμός των βιομηχανικών εργατών θα παραμείνει ασήμαντος σε σχέση με το σύνολο της απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα (το 1870 δεν ξεπερνούσε τις 7.000 και υπερδιπλασιάζεται στο τέλος του αιώνα).
ΟΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ
Επτάνησα
Πρόδρομοι των σοσιαλιστικών ιδεών θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι ριζοσπάστες των Επτανήσων, μια μερίδα των οποίων έτεινε να αποδεχτεί τις ιδέες της κοινωνικής δημοκρατίας.
Σε αυτήν ανήκαν ο Ιωσήφ Μομφερράτος, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί και «σπορεύς του κοινωνισμού» (στην εφημερίδα του «Αναγέννησις», στο φύλλο της 23/4/1849, είχαν εκτεθεί με ευμένεια οι απόψεις του Μπλανκί, με αφορμή τα επαναστατικά γεγονότα στην Ελλάδα και την Ευρώπη το 1848) και ο Νικόλαος Κονεμένος, ο οποίος γνώριζε τις θέσεις του Προυντόν, χρησιμοποίησε από τους πρώτους στην ελληνική τον όρο «κομμουνισμός», πρόβαλε τα δικαιώματα της γυναίκας και είδε στην Κέρκυρα τη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί το όραμα της ουτοπίας με την οργάνωση κοινοκτημονικής κοινωνίας χιλίων μελών.
Η πολιτική δράση των «ριζοσπαστών» θα ατονήσει μετά την ένωση με την Ελλάδα (1864). Ορισμένοι Επτανήσιοι διανοούμενοι θα στραφούν προς την εκλαΐκευση των σοσιαλιστικών ιδεών, με τις οποίες συναρτούν και τον τρόπο αντιμετώπισης του εθνικού προβλήματος.
Μια τέτοια περίπτωση υπήρξε ο Παναγιώτης Πανάς, δημοσιογράφος, ποιητής και βιογράφος του I. Μομφερράτου, ο οποίος μέσα από τις εφημερίδες του «Αλήθεια», «Εξέγερσις», «Εργάτης», τις οποίες εξέδιδε στην Κεφαλονιά και την Αθήνα τις δεκαετίες του 1860 και του 1870, επιχείρησε να εκλαϊκεύσει τις σοσιαλιστικές ιδέες της ευρωπαϊκής Δύσης και να τις διαδώσει στον ελλαδικό χώρο.
Ισως ο σύλλογος «Ρήγας» που ιδρύθηκε από πλειάδα Επτανησίων και Πελοποννήσιων δημοκρατών να επιτελούσε τις αρχικές λειτουργίες ενός κόμματος και πάντως να δρούσε ως οργανωμένο ελληνικό τμήμα της Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας (μιας μορφής προδρόμου της Διεθνούς που επιχειρήθηκε να συγκροτηθεί και η οποία θα εκτεινόταν από τις Αλπεις και τα Καρπάθια έως την Κρήτη και την Κύπρο).
Ο σύλλογος αυτός βέβαια βρίσκεται υπό την επιρροή των ιδεών και των πρωτοβουλιών δημοκρατών που θα μπορούσαν να ευνοήσουν την εμφάνιση της σοσιαλιστικής σκέψης και πρακτικής. Ο Πανάς που διευθύνει την εφημερίδα-όργανο του «Ρήγα» (Δεκέμβριος 1876-1877) θα αναφερθεί στις αντιλήψεις του Μαρξ και θα συστήσει ως «σφόδρα άξιον αναγνώσεως» το «Κεφάλαιο» κρατώντας ωστόσο τις αναγκαίες αποστάσεις, συλλογικά εκ μέρους του «Ρήγα», από τα προγράμματα των κοινωνιστικών εταιρειών.
Η περίπτωση του Παναγιώτη Πανά διαγράφει τα συγκεκριμένα όρια μέσα στα οποία θα κινηθεί μερίδα των επιγόνων του επτανησιακού ριζοσπαστισμού για την υιοθέτηση των σοσιαλιστικών ιδεών και την εκλαΐκευσή τους στο ελληνικό κοινό.
Περνώντας απέναντι από τα Επτάνησα ήταν απολύτως λογικό η επιρροή να έχει πρώτα και κύρια απήχηση στη δυτική Πελοπόννησο και ιδιαίτερα την Πάτρα.
Η Πάτρα που γνωρίζει αξιοσημείωτη διαδικασία αστικοποίησης κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και διαθέτει ισχυρή αγροτική ενδοχώρα δεν υπήρξε μόνο φυτώριο των πολιτικών της παλαιός Ελλάδας αλλά και μήτρα των αρχικών εκφάνσεων της σοσιαλιστικής σκέψης και δράσης. Με οργανωμένους χώρους συναθροίσεων, αξιόλογο προοδευτικό Τύπο, ικανή εκδοτική κίνηση, είτε μεταφραστική είτε πρωτότυπη, το λιμάνι της πόλης αυτής έγινε ο δέκτης (με αφετηρία κυρίως την Ιταλία και ενδιάμεσο σταθμό τα Επτάνησα) και ο πομπός των ιδεών αυτών.
Μια από τις πρώτες μορφές συλλογικής άσκησης της κοινωνικής κριτικής επιτελείται από τον Δημοκρατικό Σύνδεσμο του Λαού που ιδρύθηκε το 1876 στην Πάτρα με στενό οργανωτικό κύκλο που αριθμούσε δώδεκα μέλη, μολονότι η επιρροή του υπήρξε σαφέστατα υπέρτερη και ανιχνεύεται ακόμη και σε ορισμένα αστικά κέντρα συγκέντρωσης της σταφίδας στην Πελοπόννησο.
Ο σύνδεσμος είχε πρόθεση να συντονιστεί με ανάλογες κινήσεις της Κεφαλονιάς και της Σύρου και από κοινού να συγκροτήσουν το ελληνικό τμήμα της Association Internationale des Travailleurs (Federaliste).
Ο σύνδεσμος αλληλογραφεί με παρεμφερείς οργανώσεις της Μπολόνια και του Μιλάνου και αντιπροσωπεύεται από τον Αντρέα Κόστα στο συνέδριο της Association, το οποίο συγκλήθηκε στη Βέρνη το 1877.
Δημοσιεύσεις του συνδέσμου στο «Bulletin de la Federation Jurassienne» αποτελούν χρήσιμες πηγές για τον ιδεολογικό προσανατολισμό και τις δραστηριότητές του.
Η ομάδα αυτή των Πατρών, διανοούμενοι κατά κύριο λόγο, αντιμετωπιζόταν και από αντίστοιχες ομάδες του εξωτερικού ως η πρώτη που σήκωνε τη σημαία του μοντέρνου σοσιαλισμού. Η εφημερίδα του συνδέσμου, «Ελληνική Δημοκρατία», κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1877 σε ένα μοναδικό φύλλο που κατασχέθηκε αμέσως, προκαλώντας την προφυλάκιση των κυριότερων μελών του συνδέσμου.
Στο φύλλο αυτό γνωστοποιείται το καταστατικό της ομάδας το οποίο επιδιώκει να εξαλείψει τις δύο μεγαλύτερες πληγές του λαού: τη φτώχεια και την αμάθεια.
Η κίνηση αυτή φυσικά μόλις και εκτείνεται μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 1880 και δεν έχει ιδιαίτερες επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία.
Ο σύνδεσμος αφουγκράστηκε τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό της περιφερειακής οικονομικής ζώνης και επιχείρησε να τον μετατρέψει σε γλώσσα, δημιουργώντας στην ευρύτερη περιοχή της Αχαΐας και της Ηλείας μια αρχική μαγιά, η οποία θα έχει επίδραση στα επόμενα συγγενή ιδεολογικά σχήματα (ιδίως τους αναρχικούς της δεκαετίας του 1890).
Ο πληθυσμός της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους θα υπερτετραπλασιαστεί μεταξύ 1870 και 1907 και η Αθήνα θα μετατραπεί στο μοναδικό κέντρο της πολιτικής ζωής της χώρας και το κυριότερο πεδίο δράσης των διανοουμένων και των πνευματικών ανθρώπων, από τη διαμόρφωσή τους στους εκπαιδευτικούς θεσμούς (κυρίως το Πανεπιστήμιο Αθηνών) έως τις δυνατότητες για τη σταδιοδρομία τους.
Ο Πειραιάς, φυσική συνέχεια των Αθηνών, θα αποτελέσει από το 1880 και στο εξής το πρώτο λιμάνι της χώρας και το επίκεντρο της εκβιομηχάνισης (το 1909 πάνω από το 60% της εργατικής τάξης κατοικούσε στην Αθήνα και στον Πειραιά).
Από τον επαγγελματικό χώρο που έχει αντικείμενο τη δημοσιοποίηση του γραπτού λόγου, τους τυπογράφους, θα προκόψει το πρώτο εργατικό σωματείο το 1882.
Οι κινητοποιήσεις αυτής της κατηγορίας των εργαζομένων (τυπογράφοι, εργατικό προσωπικό των εφημερίδων και βιβλιοδέτες), οι οποίες δεν είναι φυσικά οι μοναδικές (συνυπάρχουν με τις διαδοχικές απεργίες των μεταλλωρύχων του Λαυρίου), θα οδηγήσουν και στην έκδοση του βραχύβιου οργάνου της («Σύνδεσμος, εφημερίς του Εργατικού Λαού») το φθινόπωρο του 1882.
Ο συντονισμός ανάμεσα στις διάφορες επαγγελματικές ομάδες θα πραγματοποιηθεί με την έναρξη της επόμενης δεκαετίας με την ίδρυση του Συνδέσμου Συντεχνιών το 1891.
Ο Πλάτων Δρακούλης ήταν Ελληνας δημοσιογράφος και κοινωνιολόγος, από τους πρωτοπόρους του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Σπούδασε νομικά, αρχικά στη Νομική Σχολή Αθηνών και έπειτα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Αιών» του Τιμολέοντος Φιλήμονος. To 188S κυκλοφορεί το περιοδικό «Αρδην», «μηνιαίον φύλλον των ανθρωπίνων συμφερόντων», με την ενδεικτική φράση: «Η εργασία είναι η μήτηρ του πλούτου. Αρα ο πλούτος ανήκει εις την εργασίαν».
Με την έκδοση του περιοδικού, το οποίο είχε κοινωνιολογικό περιεχόμενο (διαρκεί με ένα διάλειμμα από τον Σεπτέμβριο του 1885 έως τον Ιούλιο του 1887), ο Δρακούλης φιλοδόξησε να συγκροτήσει μια βιώσιμη πανελλήνια οργάνωση, με ερείσματα στα επαρχιακά κέντρα όπου υπήρχε ορισμένη κοινωνιστική ζύμωση, χωρίς όμως να εμβαθύνει σε μια δέσμη θεωρητικών αρχών και χωρίς να επιμένει στην ενίσχυση των σωματείων.
Οι διανοούμενοι οι οποίοι αναγνωρίζονται ως «αρδηνιστές» αρκούνται στο γενικό σχήμα κεφάλαιο - εργασία προκειμένου να κατανοήσουν την αντιθετική σύσταση της ελληνικής κοινωνίας.
Στην πρώτη περίοδο της πολιτικής του δραστηριότητας ο Δρακούλης επιχειρεί να υπερβεί τις αστικοδημοκρατικές αντιλήψεις της εποχής του και η τεκμηρίωση αυτής της αποστολής προκύπτει από ένα σύνολο σοσιαλιστικών ιδεών, στο οποίο εμπεριέχονται, σε ένα αρκετά ιδιαίτερο σύνολο, μια κοινωνική εκδοχή του χριστιανισμού, ο επτανησιακός ριζοσπαστισμός της γενέτειρας (ήταν από την Ιθάκη) και μια ισχνή γνωριμία με τη σκέψη του Μαρξ, ενώ εξέχουσα θέση έχει η αντίληψη για τη «συνεργατική ομοπολιτεία» όπως την αντιλαμβάνεται ο κύκλος των φαβιανών, και είναι η εξίσου ευδιάκριτη η προτίμησή του προς τον «αυτόνομον κοινωνισμόν» του Κροπότκιν. Το 1887 έγινε καθηγητής ελληνικών στην Οξφόρδη, παραιτήθηκε όμως ύστερα από εφτά χρόνια, το 1894, καθώς δεν δεχόταν να διδάξει ελληνικά με ερασμιακή προφορά.
Λόγω αυτής της ιδιόμορφης θεωρητικής κατασκευής ο Δρακούλης θα κρατήσει στο ιδρυτικό συνέδριο της Β' Διεθνούς, που συνήλθε στο Παρίσι το 1889, ίση απόσταση από τους μαρξιστές και τους possibilistes.
Το 1893 εξέδωσε το «Εγχειρίδιο του εργάτου ήτοι οι βάσεις του σοσιαλισμού». Το 1895 ήταν υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές με τη Σοσιαλιστική Αδελφότητα σε Αθήνα και Πάτρα. Πήγε καλά σε ψήφους, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί (ήταν στους πρώτους επιλαχόντες).
Το 1908 ίδρυσε τον Σύνδεσμο των Εργατικών Τάξεων της Ελλάδας και το 1909 το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Εκλέχτηκε ανεξάρτητος σοσιαλιστής βουλευτής στην Αττική και την Ιθάκη το 1912 στην A' Αναθεωρητική Βουλή.
Μαζί με τον Σταύρο Καλλέργη, και παρ’ όλες τις μεταξύ τους διαφωνίες, πέτυχαν την καθιέρωση του εορτασμού της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα.
Αρνήθηκε να πάρει μέρος το 1918 στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ και πέθανε φτωχός στην Αγγλία το 1942, έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία του, όπως και ο Καλλέργης, για τις ανάγκες του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα.
Ο Σταύρος Καλλέργης ήταν ένας από τους προδρόμους του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, πληρεξούσιος της Κρητικής Πολιτείας και εκδότης του εντύπου "Σοσιαλιστής".
Σε μικρή ηλικία κατέφυγε με την οικογένειά του στην Αθήνα, καθώς ο πατέρας του Γ. Καλλέργης είχε πολεμήσει στο Αρκάδι και για αυτό επικηρύχτηκε από τις οθωμανικές αρχές.
Παρότι στην ελληνική πρωτεύουσα μεγάλωσε στο ανακτορικό περιβάλλον και ανατράφηκε με συντηρητικές αρχές, ενώ ήταν ακόμη μαθητής στο γυμνάσιο μυήθηκε στις σοσιαλιστικές ιδέες από έναν καθηγητή του. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα (σπούδασε αρχιτεκτονική) γνωρίστηκε με το Ρόκκο Χοϊδά και τον Πλάτωνα Δρακούλη και είχε έντονη ανάμειξη στο φοιτητικό κίνημα.
Τον Μάιο του 1890 ίδρυσε στην Αθήνα τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο, που αποτέλεσε τον πρώτο σοσιαλιστικό πυρήνα στην Ελλάδα, αποκτώντας το επόμενο διάστημα παραρτήματα και σε άλλες πόλεις.
Τον επόμενο μήνα ξεκίνησε να εκδίδει την αρχικά δίμηνη εφημερίδα «Σοσιαλιστής» (η πρώτη περίοδος υπήρξε βραχύβια και κράτησε έως τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Κατά τη δεύτερη περίοδο, το 1893, η κυκλοφορία της εφημερίδας ανέρχεται, ανά εβδομάδα πλέον, σε 4.500 φύλλα).
Η παρουσία του Δρακούλη είναι ιδιαίτερα αισθητή κατά την πρώτη περίοδο της εφημερίδας. Στην ίδια την εφημερίδα ανέπτυξε ένα επαναστατικό για την εποχή του σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Το πρόγραμμα αυτό μεταξύ άλλων περιλάμβανε: απόλυτη ελευθερία λόγου και συνείδησης, οκτάωρη εργασία, κατώτατο μισθό, αργία την Κυριακή κ.ά.
Η πραγματοποίηση αυτών των στόχων κατά τον Καλλέργη μπορούσε να γίνει αν ένα σοσιαλιστικό κόμμα κατάφερνε να κατακτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία καθώς και με τους συνδικαλιστικούς αγώνες.
Το 1893 οργάνωσε την πρώτη Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα και ύστερα από την ομιλία που εκφώνησε κατευθύνθηκε στη Βουλή όπου διάβασε ψήφισμα, το οποίο όμως ο πρόεδρος της Βουλής αρνήθηκε να δεχτεί.
Αν και συνελήφθη για την πράξη του αυτή και καταδικάστηκε σε φυλάκιση, η εν λόγω ενέργειά του συνέβαλε ώστε την επόμενη χρονιά ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς να είναι ενωτικός. Ομως κατά την Πρωτομαγιά του 1894 έγιναν πολλές συλλήψεις (μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο Καλλέργης) και ο εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς απαγορεύτηκε στο εξής.
Στη συνέχεια ο Καλλέργης, αφού δικάστηκε και αθωώθηκε, κατέφυγε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τον Ζαν Ζορές, τον Εμίλ Ζολά, τον Πιοτρ Κροπότκιν κ.ά. και από όπου επέστρεψε στην Αθήνα το 1895.
Απογοητευμένος από την έντονη πολεμική που δέχτηκε από πρώην συνεργάτες του, έφυγε και πήγε στην Κρήτη όπου εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Κρητικής Πολιτείας και έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής Ρεθύμνου. Στην Αθήνα ξαναγύρισε ύστερα από τρεις απόπειρες κατά της ζωής του και άρχισε να εκδίδει ξανά τον «Σοσιαλιστή». Η νέα αυτή προσπάθειά του όμως απέτυχε, όπως και μια εμπορική επιχείρησή του.
Οι αναρχικοί της Πάτρας
Κατά τη δεκαετία του 1890 οι σοσιαλιστικές εστίες της επαρχίας δεν αναπτύσσονται ευθέως ανάλογα προς τη σχετική κίνηση των Αθηνών, αλλά διαμορφώνουν μια αυτοδύναμη θεωρητική σκέψη και δράση που τις διαφοροποιεί ευκρινώς από αυτήν.
Πολλές αθηναϊκές εφημερίδες καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό με ανταποκρίσεις από την Πελοπόννησο και διατυπώνεται η απαίτηση να συγκληθεί στην Πάτρα ένα ενοποιητικό συνέδριο.
Στον Βόλο, για παράδειγμα, πραγματοποιήθηκε μια τέτοια συγκέντρωση τον Ιούνιο του 1894, χωρίς όμως την αναμενόμενη επιτυχία.
Στην ίδια πόλη με τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη θα εμφανιστεί μια αναρχική ομάδα με ηγέτη τον Δ. Καλαντζόπουλο που εξέδωσε το 1899 την εφημερίδα «Εργάτης», που θα αλληλογραφεί με τις αντίστοιχες κινήσεις της Πελοποννήσου.
Από την ίδρυσή του ο «Σοσιαλιστής» απευθύνθηκε στους σοσιαλιστές των Πατρών. Τον Οκτώβριο του 1893 αποφασίζεται η σύσταση «ανεξάρτητου σωματείου με τη συμμετοχή και των καλλεργικών υπό την επωνυμία Σοσιαλιστική Αδελφότης που μέσα σε μια διετία θα αριθμεί 500 περίπου μέλη και θα κατορθώσει να καθοδηγεί τους εργαζομένους στις εκάστοτε κινητοποιήσεις τους. Σχεδόν κάθε Κυριακή πραγματοποιούσε μορφωτική ομιλία για το κοινό της πόλης, ενώ κυκλοφόρησε τις βραχύβιες εφημερίδες «Φως» (1895) και «Εμπρός» (1896).
Η περισσότερο δραστήρια τάση της Σοσιαλιστικής Αδελφότητας αυτονομείται την άνοιξη του 1896, αυτοπροσδιοριζόμενη ως ελληνική έκφανση των «ελεύθερων σοσιαλιστών» μέσω της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Επί τα πρόσω» που θα κυκλοφορεί σε όλες τις πόλεις και κωμοπόλεις της Πελοποννήσου.
Η εφημερίδα, εκτός από το κύριο πρόβλημα της περιοχής (τη σταφιδική κρίση), προβάλλει τη διεθνή δράση των αναρχικών και παρουσιάζει κείμενα των ηγετών της.
Στη δεύτερη περίοδο της εφημερίδας (1898) εδραιώνεται η μορφωτική λειτουργία και πολλαπλασιάζεται η εκδοτική παραγωγή της ομάδας, κάτι ωστόσο που δεν θα αποσοβήσει τη συνέχιση των διώξεων που υπέστησαν τα ηγετικά στελέχη της ομάδας και τον οριστικό της μαρασμό.
Οι αναρχικές ομάδες της Πελοποννήσου ήταν οι πιο ισχυρές (δυναμική παρουσία έχουν και στον Πύργο) και έδρασαν έως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά τις διώξεις, αυτό που έχει απομείνει είναι μικροί κύκλοι διανοοουμένων που σχηματίζονται με κέντρο τη σκέψη του Δρακούλη. Το 1907 ο Γεώργιος Σκληρός δημοσιεύει το έργο του «Το κοινωνικόν μας ζήτημα»
Ο Κεφαλονίτης Μαρίνος Αντύπας συνδέεται με τα υπολείμματα της ομάδας του Καλλέργη και πρωτοστατεί στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών του Θεσσαλικού κάμπου υπέρ των κολίγων, πράγμα που θα οδηγήσει στην δολοφονία του.
Η ουτοπιστική ή νηπιακή περίοδος του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα τελειώνει συμβατικά με τη δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα τον Μάρτιο του 1907.
Από την εποχή των σπουδών του στη Νομική Σχολή, το 1896, ο Κεφαλονίτης Μαρίνος Αντύπας συνδέεται με τα υπολείμματα της ομάδας του Καλλέργη, συμμετέχοντας την επόμενη χρονιά στον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης.
Στο Αργοστόλι, όπου ως μαθητής είχε μυηθεί στον τεκτονισμό, ιδρύει το λαϊκό αναγνωστήριο "Η Ισότης" και εκδίδει την εφημερίδα «Ανάστασις» το 1900, μέσα από την οποία διατυπώνει το ιδεολογικό του πρόγραμμα, το οποίο αποτελεί μια ιδιόμορφη σύνθεση που ο ίδιος ονόμαζε «κοινωνιστική-ριζοσπαστική».
Υστερα από μια αναγκαστική διακοπή, η «Ανάστασις» θα επανεκδοθεί τον Ιούλιο του 1904, συνεχίζοντας άτακτα την κυκλοφορία της και κατά το διάστημα που ο ιδρυτής θα προπαγανδίζει στον θεσσαλικό κάμπο την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Ο αγώνας του θα οδηγήσει στη δολοφονία του από πληρωμένους επιστάτες των τσιφλικάδων.
Οταν όμως ο Μαρίνος Αντύπας σκοτώνεται, οι αγροτικοί σύνδεσμοι ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια (με κυριότερο τον Αγροτικό Σύνδεσμο Καρδίτσας που ιδρύθηκε το 1906), ενώ το 1908 ιδρύεται το Εργατικό Κέντρο Βόλου, το πρώτο στην Ελλάδα, το οποίο και καθοδηγεί ιδεολογικά τον αγώνα των κολίγων της Θεσσαλίας.
Η εμφάνιση πολλαπλών συνεταιριστικών και σωματειακών κινήσεων στο δεύτερο μισό της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα αντανακλά τη μετάβαση στη δεύτερη περίοδο του σοσιαλιστικού - εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, την περίοδο της προσαρμογής των σοσιαλιστικών ιδεών «προς την εργατικήν τάξιν».
Πρόδρομος της Φεντερασιόν υπήρξε η Ισραηλιτική Εργατική Λέσχη. Τον Απρίλιο του 1909 η λέσχη αριθμεί εκατοντάδες μέλη και μετασχηματίζεται σε Εργατικό Σύνδεσμο Θεσσαλονίκης που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία για τον πρώτο εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και προγραμματίζει (Ιούλιος 1909) την ίδρυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας που θα περιλάμβανε σοσιαλιστικές οργανώσεις εθνοτήτων σε ομοσπονδιακή ένωση.
Η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία, από την ιδρυτική της συνέλευση (Αύγουστος 1909) και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, θα ταυτιστεί με το ισραηλιτικό της τμήμα και θα εμπεδώσει μια επιρροή στα αντίστοιχα λαϊκά στρώματα.
Η Φεντερασιόν έτσι θα αποκτήσει συνεκτική λαϊκή βάση, θα εκδώσει δικό της δημοσιογραφικό όργανο (διαδοχικά: «Εφημερίς του εργάτου», «Εργατική Αλληλεγγύη», «Αβάντι!»), θα μεταφράσει Μαρξ και Ενγκελς, θα συνδεθεί με οργανώσεις που δρούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στα Βαλκάνια και θα αναγνωριστεί (Νοέμβριος 1909) από το Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο ως τμήμα Θεσσαλονίκης.
Πρωτεργάτης σε αυτήν τη διαδικασία υπήρξε ο Αβραάμ Μπεναρόγια, σε στενή συνεργασία με τον Αλμπέρτο Αρδίττι, αρχισυντάκτη της «Εργατικής Αλληλεγγύης» και του «Αβάντι!».
Η ηγεσία της Φεντερασιόν επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στη διαπαιδαγώγηση των εργατών, τα συνδικάτα των οποίων ιδρύθηκαν και υποβοηθούνται από αυτήν.
Στην οθωμανική της περίοδο εμφανίζεται περισσότερο να δίνει προτεραιότητα στην οργάνωση του προλεταριάτου χωρίς να παραμελεί τελείως την πολιτική και διεθνή ζωή ενώ στην ελληνική συμβαίνει το αντίθετο: δρα ως πολιτικό κόμμα διακηρύσσοντας την ανάγκη καθοδήγησης του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η Φεντερασιόν πρωτοστατεί τα χρόνια αυτά, δηλαδή μεταξύ 1913 και 1918, στη συνένωση όλων των σοσιαλιστικών οργανώσεων σε ένα πολιτικό κόμμα, γεγονός που θα οδηγήσει τελικά στην ίδρυση του ΣΕΚΕ, την περίοδο δηλαδή της ενοποίησης των δραστηριοποιούμενων δυνάμεων του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα (1914-1918).
Η ίδια η Φεντερασιόν θα μετασχηματιστεί στο τμήμα Θεσσαλονίκης του ΣΕΚΕ.
Μετά το 1918 και την ίδρυση του ΣΕΚΕ το σοσιαλιστικό - εργατικό κίνημα στην Ελλάδα περνάει σε εντελώς καινούργια φάση.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
• Γ. Δερτιλής, Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση, 1880-1909, Αθήνα, 1977
• Μ. Δημητρίου, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα A': Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές, Αθήνα, 1985
• Β. Καραδήμας, Η γέννηση του φοιτητικού κινήματος στην Ελλάδα. Οι σοσιαλιστές φοιτητές την περίοδο 1875-1922, Αθήνα, 2014
• Γ. Καραφύλλης, Το πρόβλημα των ιστορικών παραγόντων στην ελληνική σοσιαλιστική σκέψη κατά την περίοδο 1885-1919, Ιωάννινα, 1989
• Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, Η σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης. Ζητήματα γύρω από τη δράση της, Αθήνα, 1989
• Ν. Κολιού, Οι ρίζες του εργατικού κινήματος και ο «Εργάτης» του Βόλου, Αθήνα, 1988
• Γ. Κουκούλες, Για μια ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, Αθήνα, 1983
• Σπ. Λουκάτος, «Ο ελληνικός πρωτοσοσιαλιστικός τύπος, 1875-1912» στο Πρακτικά Ε' Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας, Θεσσαλονίκη, 1984,71-92
• Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Θεσσαλονίκη, 1979
• Π. Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, Τόμος A ’ και Β', Αθήνα, 1991
• Κ. Σεφέρης, Ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα, 1860-1975, Αθήνα, 1975
Καλλέργης, Χοϊδάς, Δρακούλης.
Οι γεωγραφικοί πυρήνες στη δυτική Ελλάδα: Πυλαρινός, Λομβάρδος, Μομφερράτος, Κονεμένος, Πανάς.
Σε Θεσσαλία, Θεσσαλονίκη: Αντύπας, Μπεναρόγια, Αρδίττι.
Περιπλάνηση μεταξύ κοινωνικού χριστιανισμού, φαβιανών, σενσιμονισμού, μπλανκισμού.
η απήχηση του Μαρξ και η ευδιάκριτη παρουσία του Κροπότκιν
Το εγχείρημα μιας συνοπτικής παρουσίασης των πρώτων σοσιαλιστικών κινήσεων στην Ελλάδα είναι εξαρχής καταδικασμένο να είναι ατελές καθώς πρόκειται για εξαιρετικά διευρυμένη, χρονικά και γεωγραφικά, διαδικασία και αναπόφευκτα δεν θα συμπεριληφθούν οργανώσεις και πρόσωπα, τα οποία φυσικά και δεν στερούνται σημασίας στη διαδικασία πρόσληψης των σοσιαλιστικών ιδεών στην ελληνική πραγματικότητα.
Ο Μπεναρόγια στις αναμνήσεις του για τα πρώτα βήματα του ελληνικού προλεταριάτου θεωρούσε ότι η οργάνωση των επαγγελματικών και πολιτικών του φορέων διακρίνεται σε τρεις περιόδους: την περίοδο του ουτοπιστικού σοσιαλισμού (1885-1907), την περίοδο της προσαρμογής των σοσιαλιστικών ιδεών «προς την εργατικήν τάξιν» (1907-1914) και την περίοδο της ενοποίησης των δραστηριοποιούμενων δυνάμεών της (1914-1918), μέχρι την ίδρυση δηλαδή του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ).
Ο Κορδάτος κάνοντας απογραφή της πορείας του ελληνικού εργατικού κινήματος προσδιορίζει ως νηπιακή την περίοδο έως το 1910, ως εφηβική την περίοδο έως το 1918 και ως ώριμη την περίοδο μετά την ίδρυση του ΣΕΚΕ, οπότε άρχισε να «παίζει τον ιστορικό του ρόλο».
Η γέννηση της σοσιαλιστικής σκέψης άργησε πολύ να γίνει ιδιαίτερο γνωστικό αντικείμενο.
Ο 19ος αιώνας παραμένει δυσπρόσιτος στο σύνολό του ως χάσκον κενό ανάμεσα στο 1821 και το 1909 (δεν υπάρχουν μελέτες ούτε μονογραφίες για πολύ σημαντικά γεγονότα), πόσο μάλλον για ένα μάλλον περιθωριακό φαινόμενο όπως οι κινήσεις στην «άκρη» της Ιστορίας κάποιων προσώπων με περιορισμένη απήχηση.
Η πρώτη ελληνική απόδοση του όρου «socialisme»» οφείλεται στον Επτανήσιο «σενσιμονιστή» Φραγκίσκο Πυλαρινό, που νεκρολογώντας τον Κοραή (1833) συνόψισε τη «φιλοσοφική αποστολή» του 19ου αιώνα στο τρίπτυχο: ελευθερία, ισότης, κοινωνισμός.
Ο όρος βέβαια «κοινωνισμός» (κάποιες φορές και «κοινωνιοκρατία») υπήρξε η προσφιλέστερη ελληνική του απόδοση έως την εποχή του Δρακούλη και του Καλλέργη, οπότε θα επιβληθεί ο όρος «σοσιαλισμός».
Επίσης ο όρος «communisme» θα μεταφερθεί αρκετά νωρίς ως «κομμουνισμός» (Κ. Λομβάρδος, «Δύο επιστολαί προς τον κ. I Μομφερράτον», «Η Φωνή του Ιονίου», 27/9/1858,1), ως «κωμουνισμός» ([Κ.Κ. Φιλόπουλος], «Οι νέοι κοινωνιολόγοι», «Φορολογούμενος», 20/5/1877,2) κατά τη συστοιχία της «κώμης» με την «commune» και ως «κοινοκτημονική θεωρία» ή «κοινοκτημοσύνη» που αποσκοπεί στην κατάργηση «πόσης χωριστής περιουσίας» και εις την κοινοποίηση/ των υπάρχοντάν» (Ευταξίας, «Κοινοκτημονικαί», 1876).
Βέβαια είναι σαφές ότι η εμβέλεια της πολιτικής κίνησης των ριζοσπαστών μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα είναι εξαιρετικά περιορισμένη και τα κοινωνικά της ερείσματα πολύ ισχνά, ενώ σε αυτή την πραγματικότητα έρχεται να προστεθεί η φυσική εξόντωση των πρωτεργατών της, γεγονός που επέφερε τον οριστικό εξοστρακισμό της από την πολιτική σκηνή της χώρας με την έναρξη της δεκαετίας του 1890.
Οι πολιτικές αυτές συνθήκες ήταν αποτρεπτικές για τη δημιουργία βιώσιμων συναφών οργανώσεων. Την ίδια περίοδο εμφανίζεται η τάση μείωσης του ενεργού πληθυσμού που απασχολείται στη γεωργία, σταθεροποιείται η απασχόληση στον δευτερογενή τομέα και ο τριτογενής αυξάνεται με ταχύτατο ρυθμό.
Ωστόσο απουσιάζει ένα μαζικό βιομηχανικό προλεταριάτο και η βιομηχανική παραγωγή έως το 1912 εξυπηρετούσε με βραδύ ρυθμό τις στοιχειώδεις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς και κατά συνέπεια ο αριθμός των βιομηχανικών εργατών θα παραμείνει ασήμαντος σε σχέση με το σύνολο της απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα (το 1870 δεν ξεπερνούσε τις 7.000 και υπερδιπλασιάζεται στο τέλος του αιώνα).
ΟΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ
Επτάνησα
Πρόδρομοι των σοσιαλιστικών ιδεών θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι ριζοσπάστες των Επτανήσων, μια μερίδα των οποίων έτεινε να αποδεχτεί τις ιδέες της κοινωνικής δημοκρατίας.
Σε αυτήν ανήκαν ο Ιωσήφ Μομφερράτος, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί και «σπορεύς του κοινωνισμού» (στην εφημερίδα του «Αναγέννησις», στο φύλλο της 23/4/1849, είχαν εκτεθεί με ευμένεια οι απόψεις του Μπλανκί, με αφορμή τα επαναστατικά γεγονότα στην Ελλάδα και την Ευρώπη το 1848) και ο Νικόλαος Κονεμένος, ο οποίος γνώριζε τις θέσεις του Προυντόν, χρησιμοποίησε από τους πρώτους στην ελληνική τον όρο «κομμουνισμός», πρόβαλε τα δικαιώματα της γυναίκας και είδε στην Κέρκυρα τη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί το όραμα της ουτοπίας με την οργάνωση κοινοκτημονικής κοινωνίας χιλίων μελών.
Η πολιτική δράση των «ριζοσπαστών» θα ατονήσει μετά την ένωση με την Ελλάδα (1864). Ορισμένοι Επτανήσιοι διανοούμενοι θα στραφούν προς την εκλαΐκευση των σοσιαλιστικών ιδεών, με τις οποίες συναρτούν και τον τρόπο αντιμετώπισης του εθνικού προβλήματος.
Μια τέτοια περίπτωση υπήρξε ο Παναγιώτης Πανάς, δημοσιογράφος, ποιητής και βιογράφος του I. Μομφερράτου, ο οποίος μέσα από τις εφημερίδες του «Αλήθεια», «Εξέγερσις», «Εργάτης», τις οποίες εξέδιδε στην Κεφαλονιά και την Αθήνα τις δεκαετίες του 1860 και του 1870, επιχείρησε να εκλαϊκεύσει τις σοσιαλιστικές ιδέες της ευρωπαϊκής Δύσης και να τις διαδώσει στον ελλαδικό χώρο.
Ο σύλλογος αυτός βέβαια βρίσκεται υπό την επιρροή των ιδεών και των πρωτοβουλιών δημοκρατών που θα μπορούσαν να ευνοήσουν την εμφάνιση της σοσιαλιστικής σκέψης και πρακτικής. Ο Πανάς που διευθύνει την εφημερίδα-όργανο του «Ρήγα» (Δεκέμβριος 1876-1877) θα αναφερθεί στις αντιλήψεις του Μαρξ και θα συστήσει ως «σφόδρα άξιον αναγνώσεως» το «Κεφάλαιο» κρατώντας ωστόσο τις αναγκαίες αποστάσεις, συλλογικά εκ μέρους του «Ρήγα», από τα προγράμματα των κοινωνιστικών εταιρειών.
Η περίπτωση του Παναγιώτη Πανά διαγράφει τα συγκεκριμένα όρια μέσα στα οποία θα κινηθεί μερίδα των επιγόνων του επτανησιακού ριζοσπαστισμού για την υιοθέτηση των σοσιαλιστικών ιδεών και την εκλαΐκευσή τους στο ελληνικό κοινό.
Δυτική Πελοπόννησος
Περνώντας απέναντι από τα Επτάνησα ήταν απολύτως λογικό η επιρροή να έχει πρώτα και κύρια απήχηση στη δυτική Πελοπόννησο και ιδιαίτερα την Πάτρα.
Η Πάτρα που γνωρίζει αξιοσημείωτη διαδικασία αστικοποίησης κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και διαθέτει ισχυρή αγροτική ενδοχώρα δεν υπήρξε μόνο φυτώριο των πολιτικών της παλαιός Ελλάδας αλλά και μήτρα των αρχικών εκφάνσεων της σοσιαλιστικής σκέψης και δράσης. Με οργανωμένους χώρους συναθροίσεων, αξιόλογο προοδευτικό Τύπο, ικανή εκδοτική κίνηση, είτε μεταφραστική είτε πρωτότυπη, το λιμάνι της πόλης αυτής έγινε ο δέκτης (με αφετηρία κυρίως την Ιταλία και ενδιάμεσο σταθμό τα Επτάνησα) και ο πομπός των ιδεών αυτών.
Οι Επτανήσιοι ριζοσπάστες, μερίδα των οποίων έτεινε να αποδεχτεί τις ιδέες της κοινωνικής δημοκρατίας, θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρόδρομοι των σοσιαλιστικών ιδεών.
Μια από τις πρώτες μορφές συλλογικής άσκησης της κοινωνικής κριτικής επιτελείται από τον Δημοκρατικό Σύνδεσμο του Λαού που ιδρύθηκε το 1876 στην Πάτρα με στενό οργανωτικό κύκλο που αριθμούσε δώδεκα μέλη, μολονότι η επιρροή του υπήρξε σαφέστατα υπέρτερη και ανιχνεύεται ακόμη και σε ορισμένα αστικά κέντρα συγκέντρωσης της σταφίδας στην Πελοπόννησο.
Ο σύνδεσμος είχε πρόθεση να συντονιστεί με ανάλογες κινήσεις της Κεφαλονιάς και της Σύρου και από κοινού να συγκροτήσουν το ελληνικό τμήμα της Association Internationale des Travailleurs (Federaliste).
Ο σύνδεσμος αλληλογραφεί με παρεμφερείς οργανώσεις της Μπολόνια και του Μιλάνου και αντιπροσωπεύεται από τον Αντρέα Κόστα στο συνέδριο της Association, το οποίο συγκλήθηκε στη Βέρνη το 1877.
Δημοσιεύσεις του συνδέσμου στο «Bulletin de la Federation Jurassienne» αποτελούν χρήσιμες πηγές για τον ιδεολογικό προσανατολισμό και τις δραστηριότητές του.
Η ομάδα αυτή των Πατρών, διανοούμενοι κατά κύριο λόγο, αντιμετωπιζόταν και από αντίστοιχες ομάδες του εξωτερικού ως η πρώτη που σήκωνε τη σημαία του μοντέρνου σοσιαλισμού. Η εφημερίδα του συνδέσμου, «Ελληνική Δημοκρατία», κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1877 σε ένα μοναδικό φύλλο που κατασχέθηκε αμέσως, προκαλώντας την προφυλάκιση των κυριότερων μελών του συνδέσμου.
Στο φύλλο αυτό γνωστοποιείται το καταστατικό της ομάδας το οποίο επιδιώκει να εξαλείψει τις δύο μεγαλύτερες πληγές του λαού: τη φτώχεια και την αμάθεια.
Η κίνηση αυτή φυσικά μόλις και εκτείνεται μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 1880 και δεν έχει ιδιαίτερες επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία.
Ο σύνδεσμος αφουγκράστηκε τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό της περιφερειακής οικονομικής ζώνης και επιχείρησε να τον μετατρέψει σε γλώσσα, δημιουργώντας στην ευρύτερη περιοχή της Αχαΐας και της Ηλείας μια αρχική μαγιά, η οποία θα έχει επίδραση στα επόμενα συγγενή ιδεολογικά σχήματα (ιδίως τους αναρχικούς της δεκαετίας του 1890).
Αθήνα
Ο πληθυσμός της πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους θα υπερτετραπλασιαστεί μεταξύ 1870 και 1907 και η Αθήνα θα μετατραπεί στο μοναδικό κέντρο της πολιτικής ζωής της χώρας και το κυριότερο πεδίο δράσης των διανοουμένων και των πνευματικών ανθρώπων, από τη διαμόρφωσή τους στους εκπαιδευτικούς θεσμούς (κυρίως το Πανεπιστήμιο Αθηνών) έως τις δυνατότητες για τη σταδιοδρομία τους.
Ο Πειραιάς, φυσική συνέχεια των Αθηνών, θα αποτελέσει από το 1880 και στο εξής το πρώτο λιμάνι της χώρας και το επίκεντρο της εκβιομηχάνισης (το 1909 πάνω από το 60% της εργατικής τάξης κατοικούσε στην Αθήνα και στον Πειραιά).
Από τον επαγγελματικό χώρο που έχει αντικείμενο τη δημοσιοποίηση του γραπτού λόγου, τους τυπογράφους, θα προκόψει το πρώτο εργατικό σωματείο το 1882.
Οι κινητοποιήσεις αυτής της κατηγορίας των εργαζομένων (τυπογράφοι, εργατικό προσωπικό των εφημερίδων και βιβλιοδέτες), οι οποίες δεν είναι φυσικά οι μοναδικές (συνυπάρχουν με τις διαδοχικές απεργίες των μεταλλωρύχων του Λαυρίου), θα οδηγήσουν και στην έκδοση του βραχύβιου οργάνου της («Σύνδεσμος, εφημερίς του Εργατικού Λαού») το φθινόπωρο του 1882.
Ο συντονισμός ανάμεσα στις διάφορες επαγγελματικές ομάδες θα πραγματοποιηθεί με την έναρξη της επόμενης δεκαετίας με την ίδρυση του Συνδέσμου Συντεχνιών το 1891.
Το «Αρδην» και ο Πλάτων Δρακούλης
Ο Πλάτων Δρακούλης ήταν Ελληνας δημοσιογράφος και κοινωνιολόγος, από τους πρωτοπόρους του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Σπούδασε νομικά, αρχικά στη Νομική Σχολή Αθηνών και έπειτα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Αιών» του Τιμολέοντος Φιλήμονος. To 188S κυκλοφορεί το περιοδικό «Αρδην», «μηνιαίον φύλλον των ανθρωπίνων συμφερόντων», με την ενδεικτική φράση: «Η εργασία είναι η μήτηρ του πλούτου. Αρα ο πλούτος ανήκει εις την εργασίαν».
Με την έκδοση του περιοδικού, το οποίο είχε κοινωνιολογικό περιεχόμενο (διαρκεί με ένα διάλειμμα από τον Σεπτέμβριο του 1885 έως τον Ιούλιο του 1887), ο Δρακούλης φιλοδόξησε να συγκροτήσει μια βιώσιμη πανελλήνια οργάνωση, με ερείσματα στα επαρχιακά κέντρα όπου υπήρχε ορισμένη κοινωνιστική ζύμωση, χωρίς όμως να εμβαθύνει σε μια δέσμη θεωρητικών αρχών και χωρίς να επιμένει στην ενίσχυση των σωματείων.
Οι διανοούμενοι οι οποίοι αναγνωρίζονται ως «αρδηνιστές» αρκούνται στο γενικό σχήμα κεφάλαιο - εργασία προκειμένου να κατανοήσουν την αντιθετική σύσταση της ελληνικής κοινωνίας.
Στην πρώτη περίοδο της πολιτικής του δραστηριότητας ο Δρακούλης επιχειρεί να υπερβεί τις αστικοδημοκρατικές αντιλήψεις της εποχής του και η τεκμηρίωση αυτής της αποστολής προκύπτει από ένα σύνολο σοσιαλιστικών ιδεών, στο οποίο εμπεριέχονται, σε ένα αρκετά ιδιαίτερο σύνολο, μια κοινωνική εκδοχή του χριστιανισμού, ο επτανησιακός ριζοσπαστισμός της γενέτειρας (ήταν από την Ιθάκη) και μια ισχνή γνωριμία με τη σκέψη του Μαρξ, ενώ εξέχουσα θέση έχει η αντίληψη για τη «συνεργατική ομοπολιτεία» όπως την αντιλαμβάνεται ο κύκλος των φαβιανών, και είναι η εξίσου ευδιάκριτη η προτίμησή του προς τον «αυτόνομον κοινωνισμόν» του Κροπότκιν. Το 1887 έγινε καθηγητής ελληνικών στην Οξφόρδη, παραιτήθηκε όμως ύστερα από εφτά χρόνια, το 1894, καθώς δεν δεχόταν να διδάξει ελληνικά με ερασμιακή προφορά.
Πρωτοσέλιδο σκίτσο του "Σοσιαλιστή" με την επικεφαλίδα "Δυστυχή λαέ, έως πότε θα κάμης χρέη γαϊδάρου για το ψωμί"
Λόγω αυτής της ιδιόμορφης θεωρητικής κατασκευής ο Δρακούλης θα κρατήσει στο ιδρυτικό συνέδριο της Β' Διεθνούς, που συνήλθε στο Παρίσι το 1889, ίση απόσταση από τους μαρξιστές και τους possibilistes.
Το 1893 εξέδωσε το «Εγχειρίδιο του εργάτου ήτοι οι βάσεις του σοσιαλισμού». Το 1895 ήταν υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές με τη Σοσιαλιστική Αδελφότητα σε Αθήνα και Πάτρα. Πήγε καλά σε ψήφους, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί (ήταν στους πρώτους επιλαχόντες).
Ο Κρητικός Σταύρος Καλλέργης υπήρξε πρόδρομος του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, πληρεξούσιος της Κρητικής Πολιτείας και εκδότης του περιοδικού "Σοσιαλιστής". Παρότι μεγάλωσε σε ανακτορικό περιβάλλον και ανατράφηκε με συντηρητικές αρχές, μυήθηκε από μαθητής στις σοσιαλιστικές ιδέες.
Το 1908 ίδρυσε τον Σύνδεσμο των Εργατικών Τάξεων της Ελλάδας και το 1909 το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Εκλέχτηκε ανεξάρτητος σοσιαλιστής βουλευτής στην Αττική και την Ιθάκη το 1912 στην A' Αναθεωρητική Βουλή.
Μαζί με τον Σταύρο Καλλέργη, και παρ’ όλες τις μεταξύ τους διαφωνίες, πέτυχαν την καθιέρωση του εορτασμού της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα.
Αρνήθηκε να πάρει μέρος το 1918 στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ και πέθανε φτωχός στην Αγγλία το 1942, έχοντας ξοδέψει όλη την περιουσία του, όπως και ο Καλλέργης, για τις ανάγκες του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα.
Ο Σύλλογος του Σταύρου Καλλέργη
Ο Σταύρος Καλλέργης ήταν ένας από τους προδρόμους του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, πληρεξούσιος της Κρητικής Πολιτείας και εκδότης του εντύπου "Σοσιαλιστής".
Σε μικρή ηλικία κατέφυγε με την οικογένειά του στην Αθήνα, καθώς ο πατέρας του Γ. Καλλέργης είχε πολεμήσει στο Αρκάδι και για αυτό επικηρύχτηκε από τις οθωμανικές αρχές.
Παρότι στην ελληνική πρωτεύουσα μεγάλωσε στο ανακτορικό περιβάλλον και ανατράφηκε με συντηρητικές αρχές, ενώ ήταν ακόμη μαθητής στο γυμνάσιο μυήθηκε στις σοσιαλιστικές ιδέες από έναν καθηγητή του. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα (σπούδασε αρχιτεκτονική) γνωρίστηκε με το Ρόκκο Χοϊδά και τον Πλάτωνα Δρακούλη και είχε έντονη ανάμειξη στο φοιτητικό κίνημα.
Τον Μάιο του 1890 ίδρυσε στην Αθήνα τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο, που αποτέλεσε τον πρώτο σοσιαλιστικό πυρήνα στην Ελλάδα, αποκτώντας το επόμενο διάστημα παραρτήματα και σε άλλες πόλεις.
Τον επόμενο μήνα ξεκίνησε να εκδίδει την αρχικά δίμηνη εφημερίδα «Σοσιαλιστής» (η πρώτη περίοδος υπήρξε βραχύβια και κράτησε έως τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Κατά τη δεύτερη περίοδο, το 1893, η κυκλοφορία της εφημερίδας ανέρχεται, ανά εβδομάδα πλέον, σε 4.500 φύλλα).
Η παρουσία του Δρακούλη είναι ιδιαίτερα αισθητή κατά την πρώτη περίοδο της εφημερίδας. Στην ίδια την εφημερίδα ανέπτυξε ένα επαναστατικό για την εποχή του σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Το πρόγραμμα αυτό μεταξύ άλλων περιλάμβανε: απόλυτη ελευθερία λόγου και συνείδησης, οκτάωρη εργασία, κατώτατο μισθό, αργία την Κυριακή κ.ά.
Η πραγματοποίηση αυτών των στόχων κατά τον Καλλέργη μπορούσε να γίνει αν ένα σοσιαλιστικό κόμμα κατάφερνε να κατακτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία καθώς και με τους συνδικαλιστικούς αγώνες.
Το 1893 οργάνωσε την πρώτη Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα και ύστερα από την ομιλία που εκφώνησε κατευθύνθηκε στη Βουλή όπου διάβασε ψήφισμα, το οποίο όμως ο πρόεδρος της Βουλής αρνήθηκε να δεχτεί.
Αν και συνελήφθη για την πράξη του αυτή και καταδικάστηκε σε φυλάκιση, η εν λόγω ενέργειά του συνέβαλε ώστε την επόμενη χρονιά ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς να είναι ενωτικός. Ομως κατά την Πρωτομαγιά του 1894 έγιναν πολλές συλλήψεις (μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο Καλλέργης) και ο εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς απαγορεύτηκε στο εξής.
Στη συνέχεια ο Καλλέργης, αφού δικάστηκε και αθωώθηκε, κατέφυγε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τον Ζαν Ζορές, τον Εμίλ Ζολά, τον Πιοτρ Κροπότκιν κ.ά. και από όπου επέστρεψε στην Αθήνα το 1895.
Απογοητευμένος από την έντονη πολεμική που δέχτηκε από πρώην συνεργάτες του, έφυγε και πήγε στην Κρήτη όπου εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Κρητικής Πολιτείας και έθεσε υποψηφιότητα για βουλευτής Ρεθύμνου. Στην Αθήνα ξαναγύρισε ύστερα από τρεις απόπειρες κατά της ζωής του και άρχισε να εκδίδει ξανά τον «Σοσιαλιστή». Η νέα αυτή προσπάθειά του όμως απέτυχε, όπως και μια εμπορική επιχείρησή του.
Η ΑΝΑΘΕΡΜΑΝΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ
Οι αναρχικοί της Πάτρας
Κατά τη δεκαετία του 1890 οι σοσιαλιστικές εστίες της επαρχίας δεν αναπτύσσονται ευθέως ανάλογα προς τη σχετική κίνηση των Αθηνών, αλλά διαμορφώνουν μια αυτοδύναμη θεωρητική σκέψη και δράση που τις διαφοροποιεί ευκρινώς από αυτήν.
Πολλές αθηναϊκές εφημερίδες καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό με ανταποκρίσεις από την Πελοπόννησο και διατυπώνεται η απαίτηση να συγκληθεί στην Πάτρα ένα ενοποιητικό συνέδριο.
Στον Βόλο, για παράδειγμα, πραγματοποιήθηκε μια τέτοια συγκέντρωση τον Ιούνιο του 1894, χωρίς όμως την αναμενόμενη επιτυχία.
Στην ίδια πόλη με τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη θα εμφανιστεί μια αναρχική ομάδα με ηγέτη τον Δ. Καλαντζόπουλο που εξέδωσε το 1899 την εφημερίδα «Εργάτης», που θα αλληλογραφεί με τις αντίστοιχες κινήσεις της Πελοποννήσου.
Από την ίδρυσή του ο «Σοσιαλιστής» απευθύνθηκε στους σοσιαλιστές των Πατρών. Τον Οκτώβριο του 1893 αποφασίζεται η σύσταση «ανεξάρτητου σωματείου με τη συμμετοχή και των καλλεργικών υπό την επωνυμία Σοσιαλιστική Αδελφότης που μέσα σε μια διετία θα αριθμεί 500 περίπου μέλη και θα κατορθώσει να καθοδηγεί τους εργαζομένους στις εκάστοτε κινητοποιήσεις τους. Σχεδόν κάθε Κυριακή πραγματοποιούσε μορφωτική ομιλία για το κοινό της πόλης, ενώ κυκλοφόρησε τις βραχύβιες εφημερίδες «Φως» (1895) και «Εμπρός» (1896).
Η "Εργατική Αλληλεγγύη" (Solidaridad Obradera) εβραϊκή σοσιαλιστική εφημερίδα της οθωμανικής Θεσσαλονίκης 1907
Η περισσότερο δραστήρια τάση της Σοσιαλιστικής Αδελφότητας αυτονομείται την άνοιξη του 1896, αυτοπροσδιοριζόμενη ως ελληνική έκφανση των «ελεύθερων σοσιαλιστών» μέσω της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Επί τα πρόσω» που θα κυκλοφορεί σε όλες τις πόλεις και κωμοπόλεις της Πελοποννήσου.
Η εφημερίδα, εκτός από το κύριο πρόβλημα της περιοχής (τη σταφιδική κρίση), προβάλλει τη διεθνή δράση των αναρχικών και παρουσιάζει κείμενα των ηγετών της.
Στη δεύτερη περίοδο της εφημερίδας (1898) εδραιώνεται η μορφωτική λειτουργία και πολλαπλασιάζεται η εκδοτική παραγωγή της ομάδας, κάτι ωστόσο που δεν θα αποσοβήσει τη συνέχιση των διώξεων που υπέστησαν τα ηγετικά στελέχη της ομάδας και τον οριστικό της μαρασμό.
Οι αναρχικές ομάδες της Πελοποννήσου ήταν οι πιο ισχυρές (δυναμική παρουσία έχουν και στον Πύργο) και έδρασαν έως τις αρχές του 20ού αιώνα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά τις διώξεις, αυτό που έχει απομείνει είναι μικροί κύκλοι διανοοουμένων που σχηματίζονται με κέντρο τη σκέψη του Δρακούλη. Το 1907 ο Γεώργιος Σκληρός δημοσιεύει το έργο του «Το κοινωνικόν μας ζήτημα»
Ο Κεφαλονίτης Μαρίνος Αντύπας συνδέεται με τα υπολείμματα της ομάδας του Καλλέργη και πρωτοστατεί στην απαλλοτρίωση των τσιφλικιών του Θεσσαλικού κάμπου υπέρ των κολίγων, πράγμα που θα οδηγήσει στην δολοφονία του.
Ο Μαρίνος Αντύπας
Η ουτοπιστική ή νηπιακή περίοδος του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα τελειώνει συμβατικά με τη δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα τον Μάρτιο του 1907.
Από την εποχή των σπουδών του στη Νομική Σχολή, το 1896, ο Κεφαλονίτης Μαρίνος Αντύπας συνδέεται με τα υπολείμματα της ομάδας του Καλλέργη, συμμετέχοντας την επόμενη χρονιά στον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης.
Στο Αργοστόλι, όπου ως μαθητής είχε μυηθεί στον τεκτονισμό, ιδρύει το λαϊκό αναγνωστήριο "Η Ισότης" και εκδίδει την εφημερίδα «Ανάστασις» το 1900, μέσα από την οποία διατυπώνει το ιδεολογικό του πρόγραμμα, το οποίο αποτελεί μια ιδιόμορφη σύνθεση που ο ίδιος ονόμαζε «κοινωνιστική-ριζοσπαστική».
Υστερα από μια αναγκαστική διακοπή, η «Ανάστασις» θα επανεκδοθεί τον Ιούλιο του 1904, συνεχίζοντας άτακτα την κυκλοφορία της και κατά το διάστημα που ο ιδρυτής θα προπαγανδίζει στον θεσσαλικό κάμπο την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Ο αγώνας του θα οδηγήσει στη δολοφονία του από πληρωμένους επιστάτες των τσιφλικάδων.
Οταν όμως ο Μαρίνος Αντύπας σκοτώνεται, οι αγροτικοί σύνδεσμοι ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια (με κυριότερο τον Αγροτικό Σύνδεσμο Καρδίτσας που ιδρύθηκε το 1906), ενώ το 1908 ιδρύεται το Εργατικό Κέντρο Βόλου, το πρώτο στην Ελλάδα, το οποίο και καθοδηγεί ιδεολογικά τον αγώνα των κολίγων της Θεσσαλίας.
Η εμφάνιση πολλαπλών συνεταιριστικών και σωματειακών κινήσεων στο δεύτερο μισό της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα αντανακλά τη μετάβαση στη δεύτερη περίοδο του σοσιαλιστικού - εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, την περίοδο της προσαρμογής των σοσιαλιστικών ιδεών «προς την εργατικήν τάξιν».
Η Σοσιαλιστική Ομοσπονδία (Φεντερασιόν)
Πρόδρομος της Φεντερασιόν υπήρξε η Ισραηλιτική Εργατική Λέσχη. Τον Απρίλιο του 1909 η λέσχη αριθμεί εκατοντάδες μέλη και μετασχηματίζεται σε Εργατικό Σύνδεσμο Θεσσαλονίκης που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία για τον πρώτο εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και προγραμματίζει (Ιούλιος 1909) την ίδρυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας που θα περιλάμβανε σοσιαλιστικές οργανώσεις εθνοτήτων σε ομοσπονδιακή ένωση.
Η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία, από την ιδρυτική της συνέλευση (Αύγουστος 1909) και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, θα ταυτιστεί με το ισραηλιτικό της τμήμα και θα εμπεδώσει μια επιρροή στα αντίστοιχα λαϊκά στρώματα.
Η Φεντερασιόν έτσι θα αποκτήσει συνεκτική λαϊκή βάση, θα εκδώσει δικό της δημοσιογραφικό όργανο (διαδοχικά: «Εφημερίς του εργάτου», «Εργατική Αλληλεγγύη», «Αβάντι!»), θα μεταφράσει Μαρξ και Ενγκελς, θα συνδεθεί με οργανώσεις που δρούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στα Βαλκάνια και θα αναγνωριστεί (Νοέμβριος 1909) από το Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο ως τμήμα Θεσσαλονίκης.
Πρωτεργάτης σε αυτήν τη διαδικασία υπήρξε ο Αβραάμ Μπεναρόγια, σε στενή συνεργασία με τον Αλμπέρτο Αρδίττι, αρχισυντάκτη της «Εργατικής Αλληλεγγύης» και του «Αβάντι!».
Ο Αβραάμ Μπεναρόγια, πρωτεργάτης στην προσπάθεια της Φεντερασιόν μεταξύ 1913 και 1918 για συνένωση όλων των σοσιαλιστικών οργανώσεων σε ένα πολιτικό κόμμα, πράγμα που θα οδηγήσει τελικά στην ίδρυση του ΣΕΚΕ
Η ηγεσία της Φεντερασιόν επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στη διαπαιδαγώγηση των εργατών, τα συνδικάτα των οποίων ιδρύθηκαν και υποβοηθούνται από αυτήν.
Στην οθωμανική της περίοδο εμφανίζεται περισσότερο να δίνει προτεραιότητα στην οργάνωση του προλεταριάτου χωρίς να παραμελεί τελείως την πολιτική και διεθνή ζωή ενώ στην ελληνική συμβαίνει το αντίθετο: δρα ως πολιτικό κόμμα διακηρύσσοντας την ανάγκη καθοδήγησης του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η Φεντερασιόν πρωτοστατεί τα χρόνια αυτά, δηλαδή μεταξύ 1913 και 1918, στη συνένωση όλων των σοσιαλιστικών οργανώσεων σε ένα πολιτικό κόμμα, γεγονός που θα οδηγήσει τελικά στην ίδρυση του ΣΕΚΕ, την περίοδο δηλαδή της ενοποίησης των δραστηριοποιούμενων δυνάμεων του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα (1914-1918).
Η ίδια η Φεντερασιόν θα μετασχηματιστεί στο τμήμα Θεσσαλονίκης του ΣΕΚΕ.
Μετά το 1918 και την ίδρυση του ΣΕΚΕ το σοσιαλιστικό - εργατικό κίνημα στην Ελλάδα περνάει σε εντελώς καινούργια φάση.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
• Γ. Δερτιλής, Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση, 1880-1909, Αθήνα, 1977
• Μ. Δημητρίου, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα A': Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές, Αθήνα, 1985
• Β. Καραδήμας, Η γέννηση του φοιτητικού κινήματος στην Ελλάδα. Οι σοσιαλιστές φοιτητές την περίοδο 1875-1922, Αθήνα, 2014
• Γ. Καραφύλλης, Το πρόβλημα των ιστορικών παραγόντων στην ελληνική σοσιαλιστική σκέψη κατά την περίοδο 1885-1919, Ιωάννινα, 1989
• Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, Η σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης. Ζητήματα γύρω από τη δράση της, Αθήνα, 1989
• Ν. Κολιού, Οι ρίζες του εργατικού κινήματος και ο «Εργάτης» του Βόλου, Αθήνα, 1988
• Γ. Κουκούλες, Για μια ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, Αθήνα, 1983
• Σπ. Λουκάτος, «Ο ελληνικός πρωτοσοσιαλιστικός τύπος, 1875-1912» στο Πρακτικά Ε' Πανελληνίου Ιστορικού Συνεδρίου της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας, Θεσσαλονίκη, 1984,71-92
• Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Θεσσαλονίκη, 1979
• Π. Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1875 ως το 1974, Τόμος A ’ και Β', Αθήνα, 1991
• Κ. Σεφέρης, Ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα, 1860-1975, Αθήνα, 1975
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου