Του Κώστα Παλούκη, Διδάκτορα Ιστορίας Πανεπιστημίου Κρήτης - Hot History
Αργόσυρτη ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας. Ρευστά τα σύνορα αυτοαπασχόλησης και μισθωτής εργασίας. Οι πρώτες σοσιαλιστικές ομάδες και οι πτέρυγες τους. Η δεύτερη γενιά και τα αστικά εκσυγχρονιστικά/απελευθερωτικά διλήμματα.
Η οπισθοχώρηση της αυτοκαταναλωτικής οικονομίας προς όφελος της οικονομίας της αγοράς μετά το 1860 και η εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής οδήγησαν στην ανάπτυξη των πόλεων οι οποίες εξειδικεύονταν στις ανταλλαγές.
Εκεί εμφανίζονται οι πρώτες κοινωνικές διαφοροποιήσεις καθώς διαμορφώνεται μια εμβρυακή αγορά καταναλωτικών αγαθών και ένα κεφάλαιο το οποίο συσσωρεύεται στον εμπορικό τομέα.
Ταυτόχρονα όμως είναι πολύ περιορισμένη η διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού, καθώς συγκροτείται σταδιακά πλεόνασμα εργασίας όχι από ακτήμονες γεωργούς αλλά από μικροκαλλιεργητές σιτηρών οι οποίοι αποσκοπούσαν στη συμπλήρωση του εισοδήματος τους εξαιτίας της μικρής παραγωγικότητας της γης τους.
Ιδιαίτερα μετά τη σταφιδική κρίση και παρά τη δημογραφική αιμορραγία, ο αστικός πληθυσμός αυξάνεται ραγδαία εξαιτίας αυτής της μικρής «αγροτικής εξόδου».
Στο σύνολο του πληθυσμού, ο πληθυσμός των πόλεων με πάνω από 5.000 κατοίκους αντιπροσώπευε ποσοστό 23,8% το 1907, ενώ το 1879 ήταν μόνο 14,7%.
Συγκεκριμένα το 1907 628.000 κάτοικοι, δηλαδή ο ένας στους τέσσερις κατοίκους της χώρας, ζούσαν σε πόλεις άνω των 5.000 κατοίκων.
Η Αθήνα το 1870 είχε πληθυσμό 44.510 κατοίκους, το 1879 είχε 107.251 και το 1907 είχε 167.000.
Ο Πειραιάς είχε αντίστοιχα πληθυσμό 10.963 το 1870, 34.327 το 1889 και 71.505 το 1907.
Σε αυτό το πλαίσιο και χωρίς να έχει προκληθεί από σημαντικούς δομικούς μετασχηματισμούς αναπτύσσεται στα τέλη της δεκαετίας του 1860 η βιομηχανία. Κυρίως εμπορικά κεφάλαια λόγω μιας σειράς ευνοϊκών συνθηκών επιλέγουν να δοκιμάσουν τον χώρο της μεταποίησης.
Την πρώτη αυτή απογείωση ακολουθεί η δεκαετία του 1880 που χαρακτηρίζεται ως δεκαετία της επιβράδυνσης και της σταθερότητας.
Ενα δεύτερο βιομηχανικό κύμα παρατηρείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1890 το οποίο «αλλάζει την όψη ορισμένων πόλεων αφού οι καμινάδες πληθαίνουν στον Πειραιά, τον Βόλο, στην Ερμούπολη και ως έναν βαθμό την Πάτρα».
Το πρώτο κύμα αφορά την ελαφρά βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών. Ο χαρακτήρας όμως αυτής της απογείωσης, ειδικά στην πρώτη φάση, δεν διαμορφώνει σταθερό εργατικό δυναμικό. Σύμφωνα με τον Κώστα Φουντανόπουλο «το γεγονός ότι η διαθέσιμη εργατική δύναμη προερχόταν κυρίως από την κοινωνική ομάδα των μικροϊδιοκτητών γης προσέδωσε στη μισθωτή απασχόληση του τέλους του 19ου αι., είτε στη γεωργία είτε στη μεταποίηση, εποχικό χαρακτήρα».
Η ανάγκη για κάλυψη των βασικών αναγκών των διογκωμένων πληθυσμιακά αστικών κέντρων και η υπαρκτή προσφορά εργατικού δυναμικού από την περιορισμένη αγροτική έξοδο διαμορφώνουν ή/και διευρύνουν μια αγορά μικρών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών και μεταποίησης.
Αυτή η αγορά αναδεικνύει, μετασχηματίζει/ εκσυγχρονίζει και διευρύνει κάποια υπαρκτά επαγγέλματα, όπως για παράδειγμα φούρνοι, μπακάλικα, ζαχαροπλαστεία, καφενεία αλλά και εργαστήρια παραγωγής υποδημάτων, ρούχων, επίπλων κ.ά, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται τα οικοδομικά επαγγέλματα.
Σε όλα αυτά τα επαγγέλματα προσχωρούσαν τμήματα από το εργατικό πλεόνασμα που επέλεγαν να παραμείνουν σταθερά στις πόλεις, αλλά δεν ήθελαν να βιώσουν ή επιθυμούσαν να υπερβούν την κοινωνική υποβίβαση στη θέση του ανειδίκευτου προλετάριου.
Αυτή η δυνατότητα επιλογής μιας καλύτερης προοπτικής ενδεχομένως να σχετίζεται με τον περιορισμένο και ιδιαίτερο χαρακτήρα της αγροτικής εξόδου στην Ελλάδα την περίοδο εκείνη. Δηλαδή τα συγκεκριμένα αγροτικά στρώματα διατηρούσαν ένα μεγαλύτερο και ικανοποιητικότερο για τις δικές τους προσδοκίες και αξίες φάσμα προοπτικών. Ως εκ τούτου, πολλές αγροτικές οικογένειες προσδοκούσαν στην κοινωνική ανέλιξη των γόνων τους μέσω της μαθητείας σε κάποιο επάγγελμα.
Πρόκειται κυρίως για γόνους των αγροτικών οικογενειών μικρής ή μεσαίας γαιοκτησίας που στέλνονταν συνειδητά στις πόλεις γι' αυτό τον σκοπό, ενώ γενικά τα καταστήματα αυτά συγκροτούνται με βάση την οικογένεια και κατ’ επέκταση τα οικογενειακά δίκτυα.
Μάλιστα ο χαρακτήρας αυτός οδήγησε στην παγίωση μιας «ιδιότυπης εθνικοτοπικής κατανομής» της εργασίας και των επαγγελμάτων, αφού οι «τοπικοεπαγγελματικές ομάδες» ειδικεύονταν σε ένα επάγγελμα που μεταβίβαζε την επαγγελματική γνώση από γενιά σε γενιά.
Το γεγονός ότι η ελληνική βιομηχανία καθυστέρησε αρκετά να γενικεύσει την παραγωγή προϊόντων με προχωρημένη τελική επεξεργασία, αλλά κυρίως η υποχώρηση της βιομηχανίας και η οικονομική κρίση ενδεχομένως να υπήρξαν επιπλέον παράγοντες για τη διεύρυνση των μικρών βιοτεχνικών εργαστηρίων και της γυναικεία
Δεν ήταν ίσως τυχαίο ότι τα συστήματα οικιακής παραγωγής και η μικρή βιοτεχνία αναπτύχθηκαν κυρίως την περίοδο της υποτίμησης της δραχμής (1890-1905). Ιδίως στην Αθήνα η μικρή βιοτεχνία αναπτυσσόταν σε όλο το φάσμα της ένδυσης - υπόδησης.
Μάλιστα το 1907 η πιο πολυάριθμη επαγγελματική κατηγορία μετά τους απλούς χειρώνακτες ήταν «οι ράπται και αι κατασκευασταί ασπρορούχων» συγκεντρώνοντας 5.644 άτομα, από τα οποία 3.905 γυναίκες.
Τα εργαστήρια επεξεργασίας και κατεργασίας και τα καταστήματα εμπορίας βρίσκονταν στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας διαμορφώνοντας έναν συνεκτικό λαϊκό κόσμο και πολιτισμό. Αν και απουσιάζουν συγκεκριμένες έρευνες, όλες οι ενδείξεις μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι, παρά την ανάπτυξη της βιομηχανίας, το συγκεκριμένο παραγωγικό και εμπορικό μοντέλο αποτελούσε τον κορμό της αστικής παραγωγικής ζωής και της αστικής οικονομίας στην Αθήνα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πλειονότητα των λογοτεχνικών αφηγημάτων που αναφέρεται στον λαϊκό και εργατικό κόσμο της Αθήνας επικεντρώνεται σε αυτά ακριβώς τα στρώματα, όπως τα έργα του Αλ. Παπαδιαμάντη, του Ιωάννη Κονδυλάκη και του Μιχαήλ Μητσάκη.
Ολα αυτά τα στοιχεία δείχνουν πως στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις -και παρά τα στοιχεία εκβιομηχάνισης- ο σημαντικός πόλος της οικονομίας, που περιέκλειε τα πιο μεγάλα τμήματα του αστικού παραγωγικού πληθυσμού εκτός των υπηρεσιών του δημοσίου, πιθανότατα αφορούσε αυτούς τους τομείς οι οποίοι βρίσκονταν ενοποιημένοι χωροταξικά και συγκροτούσαν το εμπορικό κέντρο της κάθε πόλης.
Με την ενσωμάτωση της Μακεδονίας και της Θράκης στο ελληνικό κράτος, αλλά και τη διάδοση της καπνοπαραγωγής στην παλαιό Ελλάδα, μετά την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης, η παραγωγή και η κατεργασία του καπνού βρίσκονται στο επίκεντρο της ελληνικής οικονομίας με όρους πρωτο-εκβιομηχάνισης.
Αυτό το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό, καθώς κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αι. σε πολλές άλλες χώρες, πλην της Βρετανίας, η εργοστασιακή βιομηχανία ήταν αρκετά περιορισμένη σε έκταση, με αποτέλεσμα η στέγαση, η ένδυση, τα τρόφιμα και πολλά άλλα καταναλωτικά αγαθά να συνεχίσουν να παράγονται με τα χέρια.
Συνεπώς, η απουσία μιας γενικευμένης εμπειρίας «βιομηχανικής επανάστασης» βρετανικού τύπου και η εμφάνιση του φαινομένου της πρωτο-εκβιομηχάνισης στις ελληνικές πόλεις παρήγαγε μια πληθώρα χειροτεχνιτών που σε μεγάλο βαθμό αποτελούσαν τον κύριο όγκο της «νέας εργατικής τάξης».
Η κλασική νεωτερική εργοστασιακή βιομηχανία, εφόσον παραμένει στην Ελλάδα αρχικά ένας περιορισμένος τομέας της μεταποίησης αλλά και όταν στη συνέχεια θα αναπτυχθεί, δεν θα εξαφανίσει την ειδικευμένη ή ημιειδικευμένη χειρωνακτική εργασία. Αντίθετα, για πολλές δεκαετίες, ακόμη και μεταπολεμικά, βιομηχανικό προλεταριάτο και συντεχνιάζοντες μισθωτοί τεχνίτες
θα συνυπάρχουν.
Οι τελευταίοι θα αποτελούν ένα ρευστό κοινωνικό στρώμα ανάμεσα στην αυτοαπασχόληση και τη μισθωτή εργασία. Μάλιστα ο χαρακτήρας αυτός της «εκβιομηχάνισης» στην Ελλάδα θα διατηρήσει για κάποιες δεκαετίες την αριθμητική υπεροχή των μισθωτών χειροτεχνιτών, ενώ, ταυτόχρονα και επιπλέον, η διαρκής «κρίση», η «αμφισβήτηση», οι ιδιαίτερες συλλογικές παραδόσεις τους και άλλα οικονομικά ή πολιτισμικά στοιχεία θα προσδώσουν στα στρώματα αυτά οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Την περίοδο 1880-1900 ιδρύονται σωματεία ειδικευμένων τεχνιτών εργατών σε εργαστήρια και υπαλλήλων σε εμπορικά καταστήματα.
Τότε αποκτά η έννοια «συντεχνία» σύγχρονο περιεχόμενο. «Εκείνη την εποχή» γράφει ο X. Γκούτος «με τη λέξη “συντεχνία” εννοούσαν άλλοτε το επαγγελματικό σωματείο, του οποίου τα μέλη ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα, άλλοτε το σύνολο των προσώπων που ασκούσαν ορισμένο επάγγελμα, έστω και αν αυτά δεν είχαν συσσωματωθεί σε σωματείο, και άλλοτε το επάγγελμα γενικά (π.χ. η συντεχνία των αρτοποιών = το επάγγελμα του αρτοποιού), το οποίο λεγόταν και “βιομηχανία”».
Επίσης, γράφει ο ίδιος «με τη λέξη “εργάτης” εννοούσαν άλλοτε μεν τον μισθωτό (που παρείχε εξαρτημένη εργασία), άλλοτε δε κάθε άτομο που εργαζόταν με σύμβαση εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή με σύμβαση εργολαβίας, δηλαδή που ήταν είτε μισθωτός είτε μικροεπιχειρηματίας».
Δημιουργείται κατά έναν τρόπο η πρώτη μορφή εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, ενώ ξεσπάνε οι πρώτες απεργίες και ιδρύονται τα πρώτα εργατικά σωματεία.
Στην Αθήνα, μέσα από το κύμα ίδρυσης δεκάδων σωματείων αναδύεται ένα «κίνημα των συντεχνιών» με τη Συγκρότηση του Συνδέσμου των Συντεχνιών, ένα είδος δευτεροβάθμιας οργάνωσης.
Τη δημοσιογραφική εκπροσώπηση του αναδυόμενου κινήματος των συντεχνιών φιλοδοξεί γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1890 να καλύψει η «Εφημερίς των Συντεχνιών», η οποία εκδίδεται από τον Εργατικό Τυπογραφικό Σύνδεσμο, ένα από τα πρώτα και πιο σημαντικά εργατικά σωματεία. Την ίδια περίοδο ιδρύονται σε όλες τις άλλες μεγάλες πόλεις συντεχνίες και σωματεία που εκπροσωπούν περίπου τα ίδια εργατικά στρώματα. Πρόκειται για αλληλοβοηθητικές ενώσεις που σποραδικά πρόβαλλαν αιτήματα.
Το τελευταίο μισό του 19ου αιώνα εμφανίζονται στην Αθήνα και την Ελλάδα οι πρώτες αμιγώς σοσιαλιστικές ομάδες, οι οποίες εκφράζουν τα αριστερά ρεύματα του κινήματος των συντεχνιών. Στην Αθήνα οι mo σημαντικές ομάδες ήταν εκείνες του Σταύρου Καλλέργη και του Πλάτωνα Δρακούλη.
Ο Δρακούλης κυκλοφορεί το «Αρδην» και ο Καλλέργης την εφημερίδα «Σοσιαλιστής».
Ο Δρακούλης επηρεάζεται από τον θεοσοφικό, ανθρωπιστικό σοσιαλισμό των φαβιανών, ενώ ο Καλλέργης από έναν σοσιαλισμό mo κοντά στις παραδόσεις του Διαφωτισμού.
Είναι η εποχή που εμφανίζεται το κίνημα των σοσιαλιστικών ομίλων. Στο πρότυπο των λεσχών των γιακωβίνων δημιουργούνται στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα δεκάδες σοσιαλιστικοί όμιλοι.
Ο όμιλος του Καλλέργη είναι ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Ομιλος όπως η παρισινή Λέσχη των Γιακωβίνων ήταν η κεντρική λέσχη.
Η αυτονομία των ομίλων ήταν όμως αρκετά μεγάλη. Η σοσιαλιστική μόρφωση και οι ηθικές αξίες είναι τα βασικά προβλήματα που απασχολούν τους πρώτους σοσιαλιστές.
Ο Δημοκρατικός Σύλλογος Πατρών και οι αναρχικοί της Πάτρας και του Πύργου εμφανίζουν ιδεολογικές επιδράσεις από τον αναρχισμό και τον μπλανκισμό, ρεύματα που δημιουργήθηκαν στη Γαλλία και την Ισπανία για να εκφράσουν ακριβώς τις αντικαπιταλιστικές συντεχνιάζουσες αντιδράσεις των παραδοσιακών επαγγελμάτων απέναντι στον επελαύνοντα καπιταλισμό και στις κρίσεις του.
Ο σύλλογος θα διωχτεί ύστερα από τη δολοφονία Πατρινού βιομηχάνου από αναρχικό. Εκείνη την εποχή η δυτική Πελοπόννησος αντιμετωπίζει τη σταφιδική κρίση.
Τα πρώτα συλλαλητήρια θα λάβουν χώρα το 1903 σε όλη τη δυτική Ελλάδα και βόρεια Πελοπόννησο. Βασικό αίτημα ήταν η επιβολή μονοπωλίου στη σταφίδα. Το μεγαλύτερο συλλαλητήριο έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 1904 στην Πάτρα αριθμώντας περίπου 8.000 σταφιδοποιούς και σταφιδεργάτες.
Το 1893 οι σοσιαλιστικοί όμιλοι γιορτάζουν για πρώτη φορά την Εργατική Πρωτομαγιά. Το ψήφισμα της συγκέντρωσης παραδόθηκε στη Βουλή από τον ίδιο τον Καλλέργη.
Η συγκέντρωση και το ψήφισμα προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στους αστικούς κύκλους.
Με αφορμή μια υποτιθέμενη απειλητική επιστολή ενός σοσιαλιστή του κύκλου του Καλλέργη προς τον Συγγρό, η οποία ουδέποτε παρουσιάστηκε δημόσια, ο Καλλέργης συνελήφθη και η ομάδα διαλύθηκε.
Πηγαίνει στη Γαλλία όπου επηρεάζεται από γαλλικές σοσιαλιστικές ομάδες. Οταν επιστρέφει στην Ελλάδα ξαναβγάζει τον «Σοσιαλιστή» και επανασυγκροτεί τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο. Με ενέργειές του ιδρύεται σοσιαλιστικός σύλλογος στο Λαύριο, στη Σύρο και την Κέρκυρα. Παιδί του επτανησιακού διαφωτιστικού ριζοσπαστισμού ήταν και ο Μαρίνος Αντύπας.
Μόρφωση, ηθική επανάσταση και μεταρρύθμιση είναι οι στόχοι του Αντύπα, αλλά από το 1906 γίνεται ο ηγέτης του κινήματος των αγροτιστών στη Θεσσαλία. Με λεφτά ενός θείου του επιχειρεί να φτιάξει μια ουτοπική συνεταιριστική αγροτική κοινότητα. Ερχεται σε αντίθεση με τους μεγαλοκτηματίες και δολοφονείται. Το κίνημα για να αποδοθεί η γη στους καλλιεργητές αναπτύσσεται και καταλήγει στη μεγάλη εξέγερση του Κιλελέρ στα 1910.
Από το 1870 συγκρούστηκαν στο αστικό πολιτικό σκηνικό δύο μεγάλα πολιτικά ρεύματα. Από τη μια ήταν ο αστικός εκσυγχρονισμός, δηλαδή το βάθεμα του καπιταλισμού, η αύξηση των φόρων και ο περιορισμός της δύναμης του κοινοβουλίου υπέρ της μοναρχίας και της εκτελεστικής εξουσίας μέσα από την επιβολή του δικομματισμού.
Αυτό το ρεύμα εκφράστηκε από τον X. Τρικούπη και στη συνέχεια από τον Γ. Θεοτόκη. Δεν είναι τυχαίο που το «νεωτερικό» συντεχνιακό σύστημα συγκροτείται συγκεκριμένα την πενταετία της διακυβέρνησης του Χαρίλαου Τρικούπη (1886-1890).
«Η εκβιομηχάνιση, τα δημόσια έργα, ο δημόσιος δανεισμός, η εξόρυξη του μεταλλευτικού πλούτου, η τσιφλικοποίηση των γεωργικών εκτάσεων, η προμήθεια στρατιωτικού - πολεμικού υλικού, οι τραπεζικές και πιστοδοτικές εργασίες» συγκροτούν ένα ενιαίο σχέδιο «εκσυγχρονισμού» που συνδέεται με την «ουτοπία» του εξευρωπαϊσμού.
Με λίγα λόγια είναι φανερό ότι το κίνημα των συντεχνιών εμφανίζεται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ως νεωτερικό φαινόμενο για να απαντήσει και να αρνηθεί τη διαδικασία του «εκσυγχρονισμού» και της επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων την εποχή της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Από την άλλη ήταν το φιλοκοινοβουλευτικό δημοκρατικό και οριακά αντιμοναρχικό ρεύμα του Θεόδωρου Δηλιγιάννη και στη συνέχεια του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, το οποίο υποστήριζε τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, την ήπια ανάπτυξη χωρίς φόρους, που δεν θα προκαλέσουν κοινωνικές αναταράξεις και προλεταριοποίηση. Με αυτό το ρεύμα τάχτηκαν σχεδόν όλοι οι δημοκρατικοί και σοσιαλιστές.
Καθοριστική μάχη αυτών των δύο ρευμάτων ήταν η σύγκρουση για τη δημοτική στα Ευαγγελιακά το 1901 και τα Ορεστειακά το 1903.
Αυτό το ρεύμα θα επικρατήσει προσωρινά με
το κίνημα στο Γουδή, όταν ο Ζορμπάς και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος θα καλέσουν τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη να αναλάβει τη διακυβέρνηση.
Στον ριζοσπαστισμό του 1908-1910 απαντώνται τα βασικότερα χαρακτηριστικά του γιακωβινισμού: η βαρύτητα των μικροαστικών στρωμάτων, η συγκρότηση του λαού ως υποκειμένου ανταγωνιστικού στην ελίτ και ιδίως η επικέντρωση των αιτημάτων και ο προσδιορισμός του αντιπάλου στο πολιτικό πεδίο.
Αλλά σύντομα ο Βενιζέλος και ο ανανεωμένος αστικός εκσυγχρονισμός με ένα φιλολαϊκό φιλεργατικό πρόσωπο θα πάρουν τα ηνία της επανάστασης και θα επιβάλουν νέο εθνικό όραμα, την εφαρμογή της Μεγάλης Ιδέας.
Η νομοθεσία που επιτρέπει την ίδρυση εργατικών σωματείων εξυπηρετούσε ουσιαστικά μια πολιτική ελέγχου της ανεξέλεγκτης κίνησης των σωματείων με την επιβολή πολλών αυστηρών κριτηρίων και την παροχή δυνατοτήτων επέμβασης της δικαστικής εξουσίας σε αυτά. Παρ’ όλα αυτά η νομοθεσία αυτή δημιούργησε πολλές ελπίδες και ενίσχυσε το κίνημα της ίδρυσης ταξικών σωματείων.
Με τους δύο βαλκανικούς πολέμους (1912-13) οι οποίοι επισφράγισαν την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη νοτιοανατολική Ευρώπη και με την απόφαση ένταξης της Ηπείρου, της Θράκης, του μεγαλύτερου τμήματος της Μακεδονίας και αργότερα της Κρήτης στο ελληνικό έδαφος η Ελλάδα κατόρθωσε εντός λίγων ετών να διπλασιάσει τα εδάφη της.
Η επιτυχία αυτή πιστώθηκε τόσο στον φιλελεύθερο πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος τασσόταν στο πλευρό της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας, όσο και στον βασιλιά Κωνσταντίνο Α, ο οποίος έρεπε προς τη Γερμανία και για οικογενειακούς λόγους, καθώς ήταν παντρεμένος με την πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας, αδερφή του τελευταίου Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β'.
Μετά την έναρξη του A' Παγκόσμιου Πολέμου το 1914, η βούληση του Ελ. Βενιζέλου για ταχεία είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων ήρθε σε σύγκρουση με τη θέση του Κωνσταντίνου A' υπέρ της ουδετερότητας.
Η αντιπαράθεση μεταξύ βασιλιά και πρωθυπουργού οδήγησε σε ρήξη με εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά, η οποία καταγράφηκε ιστορικά ως Εθνικός Διχασμός.
Οι δύο νικηφόροι για την Ελλάδα βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13 άφησαν πίσω τους 2.500 νεκρούς και 20.000 τραυματίες σε στράτευμα 120-140.000 αντρών. Η ελληνική κοινωνία, η οποία είχε στο πλαίσιο της δικής της Μπελ Επόκ εξευγενίσει την ιδέα του πολέμου, ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τη φρίκη της ανθρωπιστικής καταστροφής ενός πολέμου.
Ο Τάσος Κωστόπουλος παρουσιάζει με εξαιρετικό τρόπο τη βαρβαρότητα με την οποία εκτυλίχθηκαν οι βαλκανικοί πόλεμοι, αποδομώντας την εξευγενισμένη εικόνα ενός άγνωστου ουσιαστικά πολέμου ο οποίος άφησε χιλιάδες θύματα πολίτες και στρατεύσιμους, γυναίκες και άντρες.
Το 1917-18 το ελληνικό κράτος συμμετείχε στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εάν στους βαλκανικούς πολέμους οι συγκρούσεις στα πεδία των μαχών και η γρήγορη ελληνική επέλαση επέτρεπαν στον αστικό Τύπο να υποβαθμίζει ή να εξευγενίζει τις ανθρώπινες απώλειες, κανείς δεν μπορούσε να κρύψει τη σύγχρονη πολεμική βαρβαρότητα του Μεγάλου Πολέμου.
Η μάχη του Σκρα, η χαρακτηριζόμενη από τον βενιζελικό Τύπο εποποιία, επέφερε τις μεγαλύτερες απώλειες στον ελληνικό στρατό σε σχέση με όλες τις μέχρι τότε μάχες. Νεκροί ήταν 29 αξιωματικοί και 412 οπλίτες ενώ οι τραυματίες, αξιωματικοί και οπλίτες, ήταν 2135.
Οι στρατιώτες έζησαν μέσα στους τάφους των χαρακωμάτων, ενώ για πρώτη φορά αντιμετώπισαν χημικά τα οποία προκαλούσαν τύφλωση και άλλες παθήσεις δημιουργώντας ένα νέο είδος τραυματιών πολέμου.
Πολλοί τραυματίες πολέμου βρέθηκαν ανήμποροι κυριολεκτικά στον δρόμο, αφού τα σπίτια τους ήταν στην περιφέρεια ή χρειάζονταν ακόμη νοσοκομειακή περίθαλψη.
Ετσι οι τραυματίες και οι ανάπηροι πολέμου έγιναν καθημερινή εικόνα στην οποία οι Αθηναίοι καλούνταν να προσαρμοστούν και με την οποία οι χρονικογράφοι καλούνταν να αναμετρηθούν.
Σύμφωνα με τις περιγραφές το 1916 η κατάσταση στους δρόμους της Αθήνας θυμίζει πλέον σταθερά εικόνες από το «προσφυγικό» μέλλον, ενώ το ζήτημα της αποκατάστασης των αναπήρων παρά τα νομοθετήματα δεν έχει επιλυθεί. Οι ανάπηροι καθώς θα οργανώνονται συνδικαλιστικά και αυτόνομα ιδεολογικά θα συγκροτούνται σταδιακά ως πολιτικό υποκείμενο και θα διατυπώνουν μια ανταγωνιστική ρητορική στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο.
Στην Ελλάδα, ο A' Παγκόσμιος Πόλεμος συντέλεσε αναμφισβήτητα καταλυτικά στην εκδήλωση μιας γενικευμένης δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης. Η αγροτική και βιομηχανική παραγωγή περιορίζεται δραστικά προκαλώντας τεράστιες μεταβολές στις μέχρι τότε κοινωνικές σταθερές. Ωστόσο η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας πήρε εκείνη την περίοδο τη μορφή συσσώρευσης κερδών στο εμπόριο και στη ναυτιλία και της επένδυσής τους στον τραπεζικό τομέα κυρίως και δευτερευόντως σε εταιρείες χαρτοφυλακίου.
Ολα αυτά έδειχναν τις αντικειμενικές δυσκολίες που συναντούσε η ανάπτυξη των βασικών καπιταλιστικών σχέσεων της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας στο πλαίσιο μιας οιασδήποτε παραγωγικής εργασίας. Για πρώτη φορά οι συνθήκες του πολέμου προκάλεσαν τη συναίνεση για την επιδίωξη μιας πολιτικής αυτάρκειας.
Η ανάπτυξη και η επικράτηση του καπιταλισμού την περίοδο του πολέμου είχε συνέπεια την «καταστροφή» των «μεσαίων στρωμάτων». Πρόσθεσε στον στρατό των ανέργων νέες δυνάμεις τις οποίες εξαθλιώνει όχι μόνο οικονομικά αλλά και κοινωνικά, ηθικά, πολιτισμικά και βιολογικά.
Πριν από τον πόλεμο και την αστάθεια που αυτός επέφερε υπήρχε ένας σχετικά μεγάλος τομέας μικρής παραγωγής και χειροτεχνίας, ο οποίος «καταστράφηκε» σταθερά.
Μια άλλη «καταστροφή» δίπλα σε αυτήν των «μικρομεσαίων» της πόλης ήταν εκείνη της
υπαίθρου, των «μεγάλων αγροτικών στρωμάτων» προκαλώντας αγροτική έξοδο.
Για παράδειγμα γίνεται ειδική αναφορά στους καπνοπαραγωγούς οι οποίοι συγκεκριμένα στην περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης συνέβαλαν στην άνοδο της ανεργίας και τη διαμόρφωση «εφεδρικού στρατού». Τέλος, μια τρίτη «καταστροφή» ήταν αυτή των ίδιων των εργατικών στρωμάτων που εξαιτίας της κρίσης ωθούνταν στην ανεργία. Οι κοινωνικές αυτές εξελίξεις δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια σχετική ριζοσπαστικοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων και της εργατικής τάξης των πόλεων.
Η ριζσπαστικοποίηση όμως αυτή κατά κύριο λόγο ενσωματώνεται και εκφράζεται μέσα από τους αστικούς συνασπισμούς εξουσίας αποτελώντας την κοινωνική βάση στον Εθνικό Διχασμό.
Η λαϊκή εμπλοκή στον πόλεμο με τους διάφορους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και στον Εθνικό Διχασμό επέτρεψε μια καθολική πολιτικοποίηση - στρατιωτικοποίηση του συνόλου της κοινωνίας.
Οι εμπλεκόμενοι στρατιώτες στον πόλεμο έφεραν μια «κουλτούρα του πολέμου» η οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό με πρωτοβουλία της αστικής τάξης.
Για παράδειγμα, το «κίνημα» των επιστράτων στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού στα 1916 αποτελούσε δύναμη κρούσης του αντιβενιζελισμού και φορέα μίσους και βίας.
Πρόκειται για συμμορίες χωρίς φραγμούς, οι οποίες δεν δίσταζαν να προχωρήσουν και σε ομαδικές πολιτικές δολοφονίες, ενώ καταφέρονταν με ρατσιστικά συνθήματα εναντίον των προσφύγων και των Κρητικών.
Ο Ιωάννης Μεταξάς κόμπαζε ότι αυτός ήταν ο οργανωτής τους και
το θεωρούσε «τιμή του» και «αιώνια δόξα».
Την εποχή αυτή η σοσιαλιστική κίνηση αναγεννιέται. Το 1908 ο Δρακούλης μαζεύει όσους φιλεργάτες και σοσιαλιστές βρίσκει και φτιάχνει τον Σύνδεσμο των Εργατικών Τάξεων της Ελλάδος (ΣτΕΤ) και έναν χρόνο αργότερα το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Στα 1911 μέσα στον ΣτΕΤ πρωτοσχηματίστηκε η σοσιαλιστική ομάδα του Γιαννιού και από αυτή το 1914 δημιουργήθηκε η σοσιαλιστική ομάδα της εφημερίδας «Οργάνωση» που εξελίχθηκε στη Σοσιαλιστική Ενωση.
Ο Γιαννιός σύντομα αποχώρησε από τον ΣτΕΤ και ίδρυσε το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας. Το ΣΚΑ επικοινωνεί και με άλλα Σοσιαλιστικά Κέντρα στην Κέρκυρα, τη Λάρισα και στον Βόλο.
Στη Θεσσαλονίκη την ίδια περίοδο συγκροτείται η Φεντερασιόν. Είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών διεργασιών που έλαβαν χώρα μετά την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908. Ενα τεράστιο κύμα απεργιών ξεσπάει.
Μετά τη μαζικότατη συγκέντρωση του Ιουλίου του 1909 ιδρύεται από τον Εργατικό Σύνδεσμο Θεσσαλονίκης η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία ή αλλιώς Φεντερασιόν.
Μέσα στη Φεντερασιόν συνυπήρχαν δύο τάσεις: ένας θα λέγαμε πιο ορθόδοξος σοσιαλδημοκρατικός σοσιαλισμός και ένας περισσότερο ανθρωπιστικός επηρεασμένος από τον Ζορές. Στην τάση πρώτη αντιστοιχήθηκαν οι Βούλγαροι «στενοί» και στη δεύτερη οι Βούλγαροι «φαρδιοί» μαζί με τον Μπεναρόγια και άλλους Ισραηλίτες.
Η Φεντερασιόν υπερβαίνοντας τους εθνικισμούς υπερασπίστηκε την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον διεθνιστικό της χαρακτήρα πιστεύοντας σε μια ομοσπονδιακή μετεξέλιξή της. Για αυτό τον λόγο πήρε αρνητική θέση απέναντι στους βαλκανικούς πολέμους. Μια από τις μεγαλύτερες απεργίες που συντόνισε η Φεντερασιόν ήταν η νικηφόρα απεργία των καπνεργατών το 1914, στην οποία σημειώθηκαν επανειλημμένες συγκρούσεις εργατών με την αστυνομία.
Στα 1916 στη βόρεια Ελλάδα έχει σχηματιστεί η κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης από τους φιλοβενιζελικούς και στον νότο παραμένει η φιλομοναρχική κυβέρνηση.
Αφορμή ο A' Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη Θεσσαλονίκη έχει ήδη εγκατασταθεί η Μακεδονική Στρατιά από βρετανικά, γαλλικά και ρωσικά στρατεύματα χωρίς την έγκριση της επίσημης ελληνικής κυβέρνησης.
Ομως η σύγκρουση αυτή δεν αφορά μόνο τις διεθνείς συμμαχίες αλλά έχει πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο.
Το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης θεωρείται από τους ριζοσπαστικούς οπαδούς του μια μορφή δημοκρατικής επανάστασης με σκοπό την εκδίωξη του Κωνσταντίνου και την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας.
Ο προσανατολισμός αυτός όμως δεν είναι αυτονόητος ούτε δεδομένος, καθώς ένα πιο συντηρητικό τμήμα απλώς υποστηρίζει την αλλαγή προσώπου στον θρόνο. Ο ίδιος ο Μεγάλος Πόλεμος, επίσης, προσλαμβάνεται από τους περισσότερους ριζοσπάστες δημοκράτες ως μια μορφή σύγκρουσης ανάμεσα στη δημοκρατία και την απολυταρχία.
Η βασική άποψη των Πετσόπουλου - Γιαννιού ήταν ότι είχε συγκροτηθεί ένα αντιμοναρχικό-δημοκρατικό μέτωπο στην Αντάντ που πολεμούσε τις αυταρχικές κεντρικές αυτοκρατορίες. Στόχος είναι η δημοκρατικοποίηση της Γερμανίας.
Ο πόλεμος είναι παγκόσμιο πρόβλημα «που η μια από τις λύσεις του», δηλαδή «η κατίσχυση του παγγερμανισμού, - οδηγεί στο τελειωτικό σβήσιμο της φυλής». Συνεπώς, ήταν προς όφελος του εργατικού κινήματος η νίκη των δυτικών Συμμάχων. Θεωρούσαν καθήκον του ελληνικού στρατού να πολεμήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να απελευθερώσει τις περιοχές, αναπτύσσοντας πατριωτικό - δημοκρατικό λόγο.
Ο προσανατολισμός αυτός δεν ήταν τυχαίος, καθώς το σύνολο των σοσιαλιστών και δημοκρατών του 19ου αιώνα τοποθετούνταν απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσα από ένα ριζοσπαστικό γιακωβίνικο πατριωτικό πρίσμα, αλλά κυρίως με δημοκρατικό πνεύμα. Ασπάζονταν μια επαναστατική εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας, με καταβολές στον Ρήγα για μια μεγάλη βαλκανική δημοκρατία.
Συγκεκριμένα, σε άρθρο του ο Αριστοτέλης Σίδερης γράφει ότι «ελληνισμός σημαίνει δημοκρατικόν πνεύμα», επαναφέροντας το κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου. Αναφέρει ότι οι Ελληνες στην Επανάσταση του 1821 δεν εξεγέρθηκαν «κατά άλλης φυλής, αλλά κατά του κυρίαρχου» και ζητεί ισονομίαν, ελευθερία, αδελφότητα.
Στόχος τους μια λαϊκή δημοκρατία που θα προέκυπτε από μεταρρυθμίσεις. Η έννοια του σοσιαλισμού υιοθετείται από τη βενιζελική επαναστατική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και χρησιμοποιείται για να χτυπηθεί το εβραϊκό εργατικό κίνημα: από τη μία ο «αληθής σοσιαλισμός» που είναι ο πατριωτισμός και από την άλλη ο «διεθνιστικός σοσιαλισμός» που είναι ο εβραϊκός.
Εξάλλου η Φεντερασιόν ανοιχτά έχει καταγγείλει τη συμμετοχή στον πόλεμο και έχει συνταχθεί με τη Διεθνή του Τσίμερβαλντ.
Η ρωσική επανάσταση του Φλεβάρη και η άνοδος της κυβέρνησης Κερένσκι επιβεβαίωσαν την αντίληψη των δημοκρατών σοσιαλιστών: «Σήμερον η Ρωσσία δεν είναι η απολυταρχική του 1821. Είνε η μεγάλη Δημοκρατία της Ανατολικής Ευρώπης». Συνεπώς «ο ελληνικός λαός στρέφει το βλέμμα προς την Μεγάλην Ρωσσίαν» γράψει ο Αριστοτέλης Σίδερης.
Τελικά, όμως, δεν είναι το δημοκρατικό αίτημα αλλά το αίτημα του τέλους του πολέμου το οποίο θα ταυτιστεί με την Οκτωβριανή Επανάσταση και τους μπολσεβίκους, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν αρνητικά ως μαξιμαλιστές.
Ο μπολσεβίκικος αέρας θα ταυτιστεί με τις πολιτικές της Φεντερασιόν και θα εμπνεύσει μικρές ομάδες σοσιαλιστών της Αθήνας, καθορίζοντας τον διεθνιστικό πολιτικό προσανατολισμό του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ) που θα ιδρυθεί τον Νοέμβρη του 1918.
Το 1919 η ελληνική κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου απέστειλε εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία ενάντια στους μπολσεβίκους. Την ίδια χρονιά διέταξε την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία με «εντολή» (η μέχρι πρότινος χρησιμοποιηθείσα λέξη «πρόσχημα» δεν αποδίδει σωστά την τότε κατάσταση) την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης, στην ουσία δηλαδή την απόφαση της Αντάντ περί εφαρμογής της επικείμενης Συνθήκης των Σεβρών επί των ηττηθέντων Τούρκων.
Ο ελληνικός στρατός εστάλη εκεί από τους συμμάχους ως χωροφύλακας. Μόνο ύστερα από πέντε χρόνια και αφού θα διενεργούνταν δημοψήφισμα, θα αποφασιζόταν η τύχη της Σμύρνης και σε ποια χώρα θα περνούσε.
Προφανώς όμως η Ελλάδα πίστευε ότι, εκ των πραγμάτων, θα «κέρδιζε» το δημοψήφισμα. Το 1920 υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών, η οποία καθόριζε μέχρι πού θα μπορούσαν να προχωρήσουν τα ελληνικά στρατεύματα.
Το 1922 τα τουρκικά στρατεύματα άρχισαν την αντεπίθεση. Ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη Μ. Ασία
Αργόσυρτη ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας. Ρευστά τα σύνορα αυτοαπασχόλησης και μισθωτής εργασίας. Οι πρώτες σοσιαλιστικές ομάδες και οι πτέρυγες τους. Η δεύτερη γενιά και τα αστικά εκσυγχρονιστικά/απελευθερωτικά διλήμματα.
Η οπισθοχώρηση της αυτοκαταναλωτικής οικονομίας προς όφελος της οικονομίας της αγοράς μετά το 1860 και η εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής οδήγησαν στην ανάπτυξη των πόλεων οι οποίες εξειδικεύονταν στις ανταλλαγές.
Εκεί εμφανίζονται οι πρώτες κοινωνικές διαφοροποιήσεις καθώς διαμορφώνεται μια εμβρυακή αγορά καταναλωτικών αγαθών και ένα κεφάλαιο το οποίο συσσωρεύεται στον εμπορικό τομέα.
Ταυτόχρονα όμως είναι πολύ περιορισμένη η διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού, καθώς συγκροτείται σταδιακά πλεόνασμα εργασίας όχι από ακτήμονες γεωργούς αλλά από μικροκαλλιεργητές σιτηρών οι οποίοι αποσκοπούσαν στη συμπλήρωση του εισοδήματος τους εξαιτίας της μικρής παραγωγικότητας της γης τους.
Ιδιαίτερα μετά τη σταφιδική κρίση και παρά τη δημογραφική αιμορραγία, ο αστικός πληθυσμός αυξάνεται ραγδαία εξαιτίας αυτής της μικρής «αγροτικής εξόδου».
Στο σύνολο του πληθυσμού, ο πληθυσμός των πόλεων με πάνω από 5.000 κατοίκους αντιπροσώπευε ποσοστό 23,8% το 1907, ενώ το 1879 ήταν μόνο 14,7%.
Συγκεκριμένα το 1907 628.000 κάτοικοι, δηλαδή ο ένας στους τέσσερις κατοίκους της χώρας, ζούσαν σε πόλεις άνω των 5.000 κατοίκων.
Η Αθήνα το 1870 είχε πληθυσμό 44.510 κατοίκους, το 1879 είχε 107.251 και το 1907 είχε 167.000.
Ο Πειραιάς είχε αντίστοιχα πληθυσμό 10.963 το 1870, 34.327 το 1889 και 71.505 το 1907.
Αποτέλεσμα της αγροτικής εξόδου ήταν η αύξηση του αστικού πληθυσμού. Η Αθήνα από 44.510 κατοίκους το 1870 έφτασε τις 167.000 το 1907
Ξεφυτρώνουν οι καμινάδες
Σε αυτό το πλαίσιο και χωρίς να έχει προκληθεί από σημαντικούς δομικούς μετασχηματισμούς αναπτύσσεται στα τέλη της δεκαετίας του 1860 η βιομηχανία. Κυρίως εμπορικά κεφάλαια λόγω μιας σειράς ευνοϊκών συνθηκών επιλέγουν να δοκιμάσουν τον χώρο της μεταποίησης.
Την πρώτη αυτή απογείωση ακολουθεί η δεκαετία του 1880 που χαρακτηρίζεται ως δεκαετία της επιβράδυνσης και της σταθερότητας.
Ενα δεύτερο βιομηχανικό κύμα παρατηρείται από τις αρχές της δεκαετίας του 1890 το οποίο «αλλάζει την όψη ορισμένων πόλεων αφού οι καμινάδες πληθαίνουν στον Πειραιά, τον Βόλο, στην Ερμούπολη και ως έναν βαθμό την Πάτρα».
Το πρώτο κύμα αφορά την ελαφρά βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών. Ο χαρακτήρας όμως αυτής της απογείωσης, ειδικά στην πρώτη φάση, δεν διαμορφώνει σταθερό εργατικό δυναμικό. Σύμφωνα με τον Κώστα Φουντανόπουλο «το γεγονός ότι η διαθέσιμη εργατική δύναμη προερχόταν κυρίως από την κοινωνική ομάδα των μικροϊδιοκτητών γης προσέδωσε στη μισθωτή απασχόληση του τέλους του 19ου αι., είτε στη γεωργία είτε στη μεταποίηση, εποχικό χαρακτήρα».
Από το 1860 αρχίζει να υποχωρεί η αυτοκαταναλωτική οικονομία προς όφελος της οικονομίας της αγοράς. Η εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής οδηγεί στην ανάπτυξη ανταλλακτικών δικτύων (Σκηνή σε αγροτικό σπίτι της Ακράτας το 1903)
Η ανάγκη για κάλυψη των βασικών αναγκών των διογκωμένων πληθυσμιακά αστικών κέντρων και η υπαρκτή προσφορά εργατικού δυναμικού από την περιορισμένη αγροτική έξοδο διαμορφώνουν ή/και διευρύνουν μια αγορά μικρών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών και μεταποίησης.
Αυτή η αγορά αναδεικνύει, μετασχηματίζει/ εκσυγχρονίζει και διευρύνει κάποια υπαρκτά επαγγέλματα, όπως για παράδειγμα φούρνοι, μπακάλικα, ζαχαροπλαστεία, καφενεία αλλά και εργαστήρια παραγωγής υποδημάτων, ρούχων, επίπλων κ.ά, ενώ παράλληλα αναπτύσσονται τα οικοδομικά επαγγέλματα.
Σε όλα αυτά τα επαγγέλματα προσχωρούσαν τμήματα από το εργατικό πλεόνασμα που επέλεγαν να παραμείνουν σταθερά στις πόλεις, αλλά δεν ήθελαν να βιώσουν ή επιθυμούσαν να υπερβούν την κοινωνική υποβίβαση στη θέση του ανειδίκευτου προλετάριου.
Αυτή η δυνατότητα επιλογής μιας καλύτερης προοπτικής ενδεχομένως να σχετίζεται με τον περιορισμένο και ιδιαίτερο χαρακτήρα της αγροτικής εξόδου στην Ελλάδα την περίοδο εκείνη. Δηλαδή τα συγκεκριμένα αγροτικά στρώματα διατηρούσαν ένα μεγαλύτερο και ικανοποιητικότερο για τις δικές τους προσδοκίες και αξίες φάσμα προοπτικών. Ως εκ τούτου, πολλές αγροτικές οικογένειες προσδοκούσαν στην κοινωνική ανέλιξη των γόνων τους μέσω της μαθητείας σε κάποιο επάγγελμα.
Η προσφορά εργατικού δυναμικού από αγροτικές περιοχές ερχόταν να καλύψει τις απαιτήσεις της βιομηχανικής παραγωγής στα διογκωμένα αστικά κέντρα. Εργάτες της ζυθοποιίας Μάμος στην Πάτρα.
Πρόκειται κυρίως για γόνους των αγροτικών οικογενειών μικρής ή μεσαίας γαιοκτησίας που στέλνονταν συνειδητά στις πόλεις γι' αυτό τον σκοπό, ενώ γενικά τα καταστήματα αυτά συγκροτούνται με βάση την οικογένεια και κατ’ επέκταση τα οικογενειακά δίκτυα.
Μάλιστα ο χαρακτήρας αυτός οδήγησε στην παγίωση μιας «ιδιότυπης εθνικοτοπικής κατανομής» της εργασίας και των επαγγελμάτων, αφού οι «τοπικοεπαγγελματικές ομάδες» ειδικεύονταν σε ένα επάγγελμα που μεταβίβαζε την επαγγελματική γνώση από γενιά σε γενιά.
Το γεγονός ότι η ελληνική βιομηχανία καθυστέρησε αρκετά να γενικεύσει την παραγωγή προϊόντων με προχωρημένη τελική επεξεργασία, αλλά κυρίως η υποχώρηση της βιομηχανίας και η οικονομική κρίση ενδεχομένως να υπήρξαν επιπλέον παράγοντες για τη διεύρυνση των μικρών βιοτεχνικών εργαστηρίων και της γυναικεία
Δεν ήταν ίσως τυχαίο ότι τα συστήματα οικιακής παραγωγής και η μικρή βιοτεχνία αναπτύχθηκαν κυρίως την περίοδο της υποτίμησης της δραχμής (1890-1905). Ιδίως στην Αθήνα η μικρή βιοτεχνία αναπτυσσόταν σε όλο το φάσμα της ένδυσης - υπόδησης.
Μάλιστα το 1907 η πιο πολυάριθμη επαγγελματική κατηγορία μετά τους απλούς χειρώνακτες ήταν «οι ράπται και αι κατασκευασταί ασπρορούχων» συγκεντρώνοντας 5.644 άτομα, από τα οποία 3.905 γυναίκες.
Τα εργαστήρια επεξεργασίας και κατεργασίας και τα καταστήματα εμπορίας βρίσκονταν στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας διαμορφώνοντας έναν συνεκτικό λαϊκό κόσμο και πολιτισμό. Αν και απουσιάζουν συγκεκριμένες έρευνες, όλες οι ενδείξεις μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι, παρά την ανάπτυξη της βιομηχανίας, το συγκεκριμένο παραγωγικό και εμπορικό μοντέλο αποτελούσε τον κορμό της αστικής παραγωγικής ζωής και της αστικής οικονομίας στην Αθήνα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πλειονότητα των λογοτεχνικών αφηγημάτων που αναφέρεται στον λαϊκό και εργατικό κόσμο της Αθήνας επικεντρώνεται σε αυτά ακριβώς τα στρώματα, όπως τα έργα του Αλ. Παπαδιαμάντη, του Ιωάννη Κονδυλάκη και του Μιχαήλ Μητσάκη.
Ολα αυτά τα στοιχεία δείχνουν πως στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις -και παρά τα στοιχεία εκβιομηχάνισης- ο σημαντικός πόλος της οικονομίας, που περιέκλειε τα πιο μεγάλα τμήματα του αστικού παραγωγικού πληθυσμού εκτός των υπηρεσιών του δημοσίου, πιθανότατα αφορούσε αυτούς τους τομείς οι οποίοι βρίσκονταν ενοποιημένοι χωροταξικά και συγκροτούσαν το εμπορικό κέντρο της κάθε πόλης.
Με την ενσωμάτωση της Μακεδονίας και της Θράκης στο ελληνικό κράτος, αλλά και τη διάδοση της καπνοπαραγωγής στην παλαιό Ελλάδα, μετά την ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης, η παραγωγή και η κατεργασία του καπνού βρίσκονται στο επίκεντρο της ελληνικής οικονομίας με όρους πρωτο-εκβιομηχάνισης.
Η εκβιομηχάνιση και η εξόρυξη του μεταλλευτικού πλούτου τροφοδότησαν την ανάπτυξη του συντεχνιακού κινήματος. Μεταλλωρύχοι της Σερίφου έξω από τις στοές.
Δυϊσμός της πρώτης εργατικής τάξης
Αυτό το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό, καθώς κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αι. σε πολλές άλλες χώρες, πλην της Βρετανίας, η εργοστασιακή βιομηχανία ήταν αρκετά περιορισμένη σε έκταση, με αποτέλεσμα η στέγαση, η ένδυση, τα τρόφιμα και πολλά άλλα καταναλωτικά αγαθά να συνεχίσουν να παράγονται με τα χέρια.
Συνεπώς, η απουσία μιας γενικευμένης εμπειρίας «βιομηχανικής επανάστασης» βρετανικού τύπου και η εμφάνιση του φαινομένου της πρωτο-εκβιομηχάνισης στις ελληνικές πόλεις παρήγαγε μια πληθώρα χειροτεχνιτών που σε μεγάλο βαθμό αποτελούσαν τον κύριο όγκο της «νέας εργατικής τάξης».
Η κλασική νεωτερική εργοστασιακή βιομηχανία, εφόσον παραμένει στην Ελλάδα αρχικά ένας περιορισμένος τομέας της μεταποίησης αλλά και όταν στη συνέχεια θα αναπτυχθεί, δεν θα εξαφανίσει την ειδικευμένη ή ημιειδικευμένη χειρωνακτική εργασία. Αντίθετα, για πολλές δεκαετίες, ακόμη και μεταπολεμικά, βιομηχανικό προλεταριάτο και συντεχνιάζοντες μισθωτοί τεχνίτες
θα συνυπάρχουν.
Οι τελευταίοι θα αποτελούν ένα ρευστό κοινωνικό στρώμα ανάμεσα στην αυτοαπασχόληση και τη μισθωτή εργασία. Μάλιστα ο χαρακτήρας αυτός της «εκβιομηχάνισης» στην Ελλάδα θα διατηρήσει για κάποιες δεκαετίες την αριθμητική υπεροχή των μισθωτών χειροτεχνιτών, ενώ, ταυτόχρονα και επιπλέον, η διαρκής «κρίση», η «αμφισβήτηση», οι ιδιαίτερες συλλογικές παραδόσεις τους και άλλα οικονομικά ή πολιτισμικά στοιχεία θα προσδώσουν στα στρώματα αυτά οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Από τις συντεχνίες στα συνδικάτα
Την περίοδο 1880-1900 ιδρύονται σωματεία ειδικευμένων τεχνιτών εργατών σε εργαστήρια και υπαλλήλων σε εμπορικά καταστήματα.
Τότε αποκτά η έννοια «συντεχνία» σύγχρονο περιεχόμενο. «Εκείνη την εποχή» γράφει ο X. Γκούτος «με τη λέξη “συντεχνία” εννοούσαν άλλοτε το επαγγελματικό σωματείο, του οποίου τα μέλη ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα, άλλοτε το σύνολο των προσώπων που ασκούσαν ορισμένο επάγγελμα, έστω και αν αυτά δεν είχαν συσσωματωθεί σε σωματείο, και άλλοτε το επάγγελμα γενικά (π.χ. η συντεχνία των αρτοποιών = το επάγγελμα του αρτοποιού), το οποίο λεγόταν και “βιομηχανία”».
Επίσης, γράφει ο ίδιος «με τη λέξη “εργάτης” εννοούσαν άλλοτε μεν τον μισθωτό (που παρείχε εξαρτημένη εργασία), άλλοτε δε κάθε άτομο που εργαζόταν με σύμβαση εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή με σύμβαση εργολαβίας, δηλαδή που ήταν είτε μισθωτός είτε μικροεπιχειρηματίας».
Δημιουργείται κατά έναν τρόπο η πρώτη μορφή εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος, ενώ ξεσπάνε οι πρώτες απεργίες και ιδρύονται τα πρώτα εργατικά σωματεία.
Στην Αθήνα, μέσα από το κύμα ίδρυσης δεκάδων σωματείων αναδύεται ένα «κίνημα των συντεχνιών» με τη Συγκρότηση του Συνδέσμου των Συντεχνιών, ένα είδος δευτεροβάθμιας οργάνωσης.
Τη δημοσιογραφική εκπροσώπηση του αναδυόμενου κινήματος των συντεχνιών φιλοδοξεί γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1890 να καλύψει η «Εφημερίς των Συντεχνιών», η οποία εκδίδεται από τον Εργατικό Τυπογραφικό Σύνδεσμο, ένα από τα πρώτα και πιο σημαντικά εργατικά σωματεία. Την ίδια περίοδο ιδρύονται σε όλες τις άλλες μεγάλες πόλεις συντεχνίες και σωματεία που εκπροσωπούν περίπου τα ίδια εργατικά στρώματα. Πρόκειται για αλληλοβοηθητικές ενώσεις που σποραδικά πρόβαλλαν αιτήματα.
Εκπρόσωποι ενός ελληνικού γιακωβινισμού
Το τελευταίο μισό του 19ου αιώνα εμφανίζονται στην Αθήνα και την Ελλάδα οι πρώτες αμιγώς σοσιαλιστικές ομάδες, οι οποίες εκφράζουν τα αριστερά ρεύματα του κινήματος των συντεχνιών. Στην Αθήνα οι mo σημαντικές ομάδες ήταν εκείνες του Σταύρου Καλλέργη και του Πλάτωνα Δρακούλη.
Ο Δρακούλης κυκλοφορεί το «Αρδην» και ο Καλλέργης την εφημερίδα «Σοσιαλιστής».
Ο Δρακούλης επηρεάζεται από τον θεοσοφικό, ανθρωπιστικό σοσιαλισμό των φαβιανών, ενώ ο Καλλέργης από έναν σοσιαλισμό mo κοντά στις παραδόσεις του Διαφωτισμού.
Είναι η εποχή που εμφανίζεται το κίνημα των σοσιαλιστικών ομίλων. Στο πρότυπο των λεσχών των γιακωβίνων δημιουργούνται στην Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα δεκάδες σοσιαλιστικοί όμιλοι.
Ο όμιλος του Καλλέργη είναι ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Ομιλος όπως η παρισινή Λέσχη των Γιακωβίνων ήταν η κεντρική λέσχη.
Η αυτονομία των ομίλων ήταν όμως αρκετά μεγάλη. Η σοσιαλιστική μόρφωση και οι ηθικές αξίες είναι τα βασικά προβλήματα που απασχολούν τους πρώτους σοσιαλιστές.
Ο Δημοκρατικός Σύλλογος Πατρών και οι αναρχικοί της Πάτρας και του Πύργου εμφανίζουν ιδεολογικές επιδράσεις από τον αναρχισμό και τον μπλανκισμό, ρεύματα που δημιουργήθηκαν στη Γαλλία και την Ισπανία για να εκφράσουν ακριβώς τις αντικαπιταλιστικές συντεχνιάζουσες αντιδράσεις των παραδοσιακών επαγγελμάτων απέναντι στον επελαύνοντα καπιταλισμό και στις κρίσεις του.
Ο σύλλογος θα διωχτεί ύστερα από τη δολοφονία Πατρινού βιομηχάνου από αναρχικό. Εκείνη την εποχή η δυτική Πελοπόννησος αντιμετωπίζει τη σταφιδική κρίση.
Τα πρώτα συλλαλητήρια θα λάβουν χώρα το 1903 σε όλη τη δυτική Ελλάδα και βόρεια Πελοπόννησο. Βασικό αίτημα ήταν η επιβολή μονοπωλίου στη σταφίδα. Το μεγαλύτερο συλλαλητήριο έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 1904 στην Πάτρα αριθμώντας περίπου 8.000 σταφιδοποιούς και σταφιδεργάτες.
Το 1893 οι σοσιαλιστικοί όμιλοι γιορτάζουν για πρώτη φορά την Εργατική Πρωτομαγιά. Το ψήφισμα της συγκέντρωσης παραδόθηκε στη Βουλή από τον ίδιο τον Καλλέργη.
Η συγκέντρωση και το ψήφισμα προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στους αστικούς κύκλους.
Με αφορμή μια υποτιθέμενη απειλητική επιστολή ενός σοσιαλιστή του κύκλου του Καλλέργη προς τον Συγγρό, η οποία ουδέποτε παρουσιάστηκε δημόσια, ο Καλλέργης συνελήφθη και η ομάδα διαλύθηκε.
Πηγαίνει στη Γαλλία όπου επηρεάζεται από γαλλικές σοσιαλιστικές ομάδες. Οταν επιστρέφει στην Ελλάδα ξαναβγάζει τον «Σοσιαλιστή» και επανασυγκροτεί τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο. Με ενέργειές του ιδρύεται σοσιαλιστικός σύλλογος στο Λαύριο, στη Σύρο και την Κέρκυρα. Παιδί του επτανησιακού διαφωτιστικού ριζοσπαστισμού ήταν και ο Μαρίνος Αντύπας.
Μόρφωση, ηθική επανάσταση και μεταρρύθμιση είναι οι στόχοι του Αντύπα, αλλά από το 1906 γίνεται ο ηγέτης του κινήματος των αγροτιστών στη Θεσσαλία. Με λεφτά ενός θείου του επιχειρεί να φτιάξει μια ουτοπική συνεταιριστική αγροτική κοινότητα. Ερχεται σε αντίθεση με τους μεγαλοκτηματίες και δολοφονείται. Το κίνημα για να αποδοθεί η γη στους καλλιεργητές αναπτύσσεται και καταλήγει στη μεγάλη εξέγερση του Κιλελέρ στα 1910.
Η σταφιδική κρίση προκάλεσε συλλαλητήρια το 1903 και το 1904 στη δυτική Ελλάδα και τη βόρεια Πελοπόννησο. Εσωτερικό σταφιδεργοστασίου το 1890
Συγκρούσεις στο αστικό στρατόπεδο
Από το 1870 συγκρούστηκαν στο αστικό πολιτικό σκηνικό δύο μεγάλα πολιτικά ρεύματα. Από τη μια ήταν ο αστικός εκσυγχρονισμός, δηλαδή το βάθεμα του καπιταλισμού, η αύξηση των φόρων και ο περιορισμός της δύναμης του κοινοβουλίου υπέρ της μοναρχίας και της εκτελεστικής εξουσίας μέσα από την επιβολή του δικομματισμού.
Αυτό το ρεύμα εκφράστηκε από τον X. Τρικούπη και στη συνέχεια από τον Γ. Θεοτόκη. Δεν είναι τυχαίο που το «νεωτερικό» συντεχνιακό σύστημα συγκροτείται συγκεκριμένα την πενταετία της διακυβέρνησης του Χαρίλαου Τρικούπη (1886-1890).
«Η εκβιομηχάνιση, τα δημόσια έργα, ο δημόσιος δανεισμός, η εξόρυξη του μεταλλευτικού πλούτου, η τσιφλικοποίηση των γεωργικών εκτάσεων, η προμήθεια στρατιωτικού - πολεμικού υλικού, οι τραπεζικές και πιστοδοτικές εργασίες» συγκροτούν ένα ενιαίο σχέδιο «εκσυγχρονισμού» που συνδέεται με την «ουτοπία» του εξευρωπαϊσμού.
Με λίγα λόγια είναι φανερό ότι το κίνημα των συντεχνιών εμφανίζεται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ως νεωτερικό φαινόμενο για να απαντήσει και να αρνηθεί τη διαδικασία του «εκσυγχρονισμού» και της επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων την εποχή της κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Από την άλλη ήταν το φιλοκοινοβουλευτικό δημοκρατικό και οριακά αντιμοναρχικό ρεύμα του Θεόδωρου Δηλιγιάννη και στη συνέχεια του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, το οποίο υποστήριζε τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, την ήπια ανάπτυξη χωρίς φόρους, που δεν θα προκαλέσουν κοινωνικές αναταράξεις και προλεταριοποίηση. Με αυτό το ρεύμα τάχτηκαν σχεδόν όλοι οι δημοκρατικοί και σοσιαλιστές.
Καθοριστική μάχη αυτών των δύο ρευμάτων ήταν η σύγκρουση για τη δημοτική στα Ευαγγελιακά το 1901 και τα Ορεστειακά το 1903.
Αυτό το ρεύμα θα επικρατήσει προσωρινά με
το κίνημα στο Γουδή, όταν ο Ζορμπάς και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος θα καλέσουν τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη να αναλάβει τη διακυβέρνηση.
Στον ριζοσπαστισμό του 1908-1910 απαντώνται τα βασικότερα χαρακτηριστικά του γιακωβινισμού: η βαρύτητα των μικροαστικών στρωμάτων, η συγκρότηση του λαού ως υποκειμένου ανταγωνιστικού στην ελίτ και ιδίως η επικέντρωση των αιτημάτων και ο προσδιορισμός του αντιπάλου στο πολιτικό πεδίο.
Αλλά σύντομα ο Βενιζέλος και ο ανανεωμένος αστικός εκσυγχρονισμός με ένα φιλολαϊκό φιλεργατικό πρόσωπο θα πάρουν τα ηνία της επανάστασης και θα επιβάλουν νέο εθνικό όραμα, την εφαρμογή της Μεγάλης Ιδέας.
Η νομοθεσία που επιτρέπει την ίδρυση εργατικών σωματείων εξυπηρετούσε ουσιαστικά μια πολιτική ελέγχου της ανεξέλεγκτης κίνησης των σωματείων με την επιβολή πολλών αυστηρών κριτηρίων και την παροχή δυνατοτήτων επέμβασης της δικαστικής εξουσίας σε αυτά. Παρ’ όλα αυτά η νομοθεσία αυτή δημιούργησε πολλές ελπίδες και ενίσχυσε το κίνημα της ίδρυσης ταξικών σωματείων.
Με τους δύο βαλκανικούς πολέμους (1912-13) οι οποίοι επισφράγισαν την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη νοτιοανατολική Ευρώπη και με την απόφαση ένταξης της Ηπείρου, της Θράκης, του μεγαλύτερου τμήματος της Μακεδονίας και αργότερα της Κρήτης στο ελληνικό έδαφος η Ελλάδα κατόρθωσε εντός λίγων ετών να διπλασιάσει τα εδάφη της.
Η επιτυχία αυτή πιστώθηκε τόσο στον φιλελεύθερο πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος τασσόταν στο πλευρό της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας, όσο και στον βασιλιά Κωνσταντίνο Α, ο οποίος έρεπε προς τη Γερμανία και για οικογενειακούς λόγους, καθώς ήταν παντρεμένος με την πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας, αδερφή του τελευταίου Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β'.
Μετά την έναρξη του A' Παγκόσμιου Πολέμου το 1914, η βούληση του Ελ. Βενιζέλου για ταχεία είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων ήρθε σε σύγκρουση με τη θέση του Κωνσταντίνου A' υπέρ της ουδετερότητας.
Η αντιπαράθεση μεταξύ βασιλιά και πρωθυπουργού οδήγησε σε ρήξη με εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά, η οποία καταγράφηκε ιστορικά ως Εθνικός Διχασμός.
Οι δύο νικηφόροι για την Ελλάδα βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13 άφησαν πίσω τους 2.500 νεκρούς και 20.000 τραυματίες σε στράτευμα 120-140.000 αντρών. Η ελληνική κοινωνία, η οποία είχε στο πλαίσιο της δικής της Μπελ Επόκ εξευγενίσει την ιδέα του πολέμου, ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τη φρίκη της ανθρωπιστικής καταστροφής ενός πολέμου.
Οι Βαλκανικοί έφεραν την ελληνική κοινωνία αντιμέτωπη με την φρίκη ενός πολέμου. Λιθογραφία με τους στρατούς των εμπολέμων με τους Τούρκους και τα τέσσερα χριστιανικά κράτη.
Το 1917 -18 το ελληνικό κράτος συμμετείχε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο με το στρατόπεδο των νικητών. Ελληνικό άγημα παίρνει μέρος στην παρέλαση της νίκης στην Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι το 1919
Ο Τάσος Κωστόπουλος παρουσιάζει με εξαιρετικό τρόπο τη βαρβαρότητα με την οποία εκτυλίχθηκαν οι βαλκανικοί πόλεμοι, αποδομώντας την εξευγενισμένη εικόνα ενός άγνωστου ουσιαστικά πολέμου ο οποίος άφησε χιλιάδες θύματα πολίτες και στρατεύσιμους, γυναίκες και άντρες.
Το 1917-18 το ελληνικό κράτος συμμετείχε στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εάν στους βαλκανικούς πολέμους οι συγκρούσεις στα πεδία των μαχών και η γρήγορη ελληνική επέλαση επέτρεπαν στον αστικό Τύπο να υποβαθμίζει ή να εξευγενίζει τις ανθρώπινες απώλειες, κανείς δεν μπορούσε να κρύψει τη σύγχρονη πολεμική βαρβαρότητα του Μεγάλου Πολέμου.
Η μάχη του Σκρα, η χαρακτηριζόμενη από τον βενιζελικό Τύπο εποποιία, επέφερε τις μεγαλύτερες απώλειες στον ελληνικό στρατό σε σχέση με όλες τις μέχρι τότε μάχες. Νεκροί ήταν 29 αξιωματικοί και 412 οπλίτες ενώ οι τραυματίες, αξιωματικοί και οπλίτες, ήταν 2135.
Πολλοί τραυματίες πολέμου βρέθηκαν ανήμποροι κυριολεκτικά στον δρόμο, αφού τα σπίτια τους ήταν στην περιφέρεια ή χρειάζονταν ακόμη νοσοκομειακή περίθαλψη.
Ετσι οι τραυματίες και οι ανάπηροι πολέμου έγιναν καθημερινή εικόνα στην οποία οι Αθηναίοι καλούνταν να προσαρμοστούν και με την οποία οι χρονικογράφοι καλούνταν να αναμετρηθούν.
Σύμφωνα με τις περιγραφές το 1916 η κατάσταση στους δρόμους της Αθήνας θυμίζει πλέον σταθερά εικόνες από το «προσφυγικό» μέλλον, ενώ το ζήτημα της αποκατάστασης των αναπήρων παρά τα νομοθετήματα δεν έχει επιλυθεί. Οι ανάπηροι καθώς θα οργανώνονται συνδικαλιστικά και αυτόνομα ιδεολογικά θα συγκροτούνται σταδιακά ως πολιτικό υποκείμενο και θα διατυπώνουν μια ανταγωνιστική ρητορική στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο.
Κοινωνική βάση του Εθνικού Διχασμού
Στην Ελλάδα, ο A' Παγκόσμιος Πόλεμος συντέλεσε αναμφισβήτητα καταλυτικά στην εκδήλωση μιας γενικευμένης δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης. Η αγροτική και βιομηχανική παραγωγή περιορίζεται δραστικά προκαλώντας τεράστιες μεταβολές στις μέχρι τότε κοινωνικές σταθερές. Ωστόσο η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας πήρε εκείνη την περίοδο τη μορφή συσσώρευσης κερδών στο εμπόριο και στη ναυτιλία και της επένδυσής τους στον τραπεζικό τομέα κυρίως και δευτερευόντως σε εταιρείες χαρτοφυλακίου.
Ολα αυτά έδειχναν τις αντικειμενικές δυσκολίες που συναντούσε η ανάπτυξη των βασικών καπιταλιστικών σχέσεων της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας στο πλαίσιο μιας οιασδήποτε παραγωγικής εργασίας. Για πρώτη φορά οι συνθήκες του πολέμου προκάλεσαν τη συναίνεση για την επιδίωξη μιας πολιτικής αυτάρκειας.
Η ανάπτυξη και η επικράτηση του καπιταλισμού την περίοδο του πολέμου είχε συνέπεια την «καταστροφή» των «μεσαίων στρωμάτων». Πρόσθεσε στον στρατό των ανέργων νέες δυνάμεις τις οποίες εξαθλιώνει όχι μόνο οικονομικά αλλά και κοινωνικά, ηθικά, πολιτισμικά και βιολογικά.
Πριν από τον πόλεμο και την αστάθεια που αυτός επέφερε υπήρχε ένας σχετικά μεγάλος τομέας μικρής παραγωγής και χειροτεχνίας, ο οποίος «καταστράφηκε» σταθερά.
Μια άλλη «καταστροφή» δίπλα σε αυτήν των «μικρομεσαίων» της πόλης ήταν εκείνη της
υπαίθρου, των «μεγάλων αγροτικών στρωμάτων» προκαλώντας αγροτική έξοδο.
Για παράδειγμα γίνεται ειδική αναφορά στους καπνοπαραγωγούς οι οποίοι συγκεκριμένα στην περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης συνέβαλαν στην άνοδο της ανεργίας και τη διαμόρφωση «εφεδρικού στρατού». Τέλος, μια τρίτη «καταστροφή» ήταν αυτή των ίδιων των εργατικών στρωμάτων που εξαιτίας της κρίσης ωθούνταν στην ανεργία. Οι κοινωνικές αυτές εξελίξεις δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια σχετική ριζοσπαστικοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων και της εργατικής τάξης των πόλεων.
Η ριζσπαστικοποίηση όμως αυτή κατά κύριο λόγο ενσωματώνεται και εκφράζεται μέσα από τους αστικούς συνασπισμούς εξουσίας αποτελώντας την κοινωνική βάση στον Εθνικό Διχασμό.
Η λαϊκή εμπλοκή στον πόλεμο με τους διάφορους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και στον Εθνικό Διχασμό επέτρεψε μια καθολική πολιτικοποίηση - στρατιωτικοποίηση του συνόλου της κοινωνίας.
Οι εμπλεκόμενοι στρατιώτες στον πόλεμο έφεραν μια «κουλτούρα του πολέμου» η οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό με πρωτοβουλία της αστικής τάξης.
Για παράδειγμα, το «κίνημα» των επιστράτων στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού στα 1916 αποτελούσε δύναμη κρούσης του αντιβενιζελισμού και φορέα μίσους και βίας.
Πρόκειται για συμμορίες χωρίς φραγμούς, οι οποίες δεν δίσταζαν να προχωρήσουν και σε ομαδικές πολιτικές δολοφονίες, ενώ καταφέρονταν με ρατσιστικά συνθήματα εναντίον των προσφύγων και των Κρητικών.
Ο Ιωάννης Μεταξάς κόμπαζε ότι αυτός ήταν ο οργανωτής τους και
το θεωρούσε «τιμή του» και «αιώνια δόξα».
Πρόσωπα, ρεύματα αντανακλάσεις
Την εποχή αυτή η σοσιαλιστική κίνηση αναγεννιέται. Το 1908 ο Δρακούλης μαζεύει όσους φιλεργάτες και σοσιαλιστές βρίσκει και φτιάχνει τον Σύνδεσμο των Εργατικών Τάξεων της Ελλάδος (ΣτΕΤ) και έναν χρόνο αργότερα το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Στα 1911 μέσα στον ΣτΕΤ πρωτοσχηματίστηκε η σοσιαλιστική ομάδα του Γιαννιού και από αυτή το 1914 δημιουργήθηκε η σοσιαλιστική ομάδα της εφημερίδας «Οργάνωση» που εξελίχθηκε στη Σοσιαλιστική Ενωση.
Ο Γιαννιός σύντομα αποχώρησε από τον ΣτΕΤ και ίδρυσε το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας. Το ΣΚΑ επικοινωνεί και με άλλα Σοσιαλιστικά Κέντρα στην Κέρκυρα, τη Λάρισα και στον Βόλο.
Στη Θεσσαλονίκη την ίδια περίοδο συγκροτείται η Φεντερασιόν. Είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών διεργασιών που έλαβαν χώρα μετά την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908. Ενα τεράστιο κύμα απεργιών ξεσπάει.
Μετά τη μαζικότατη συγκέντρωση του Ιουλίου του 1909 ιδρύεται από τον Εργατικό Σύνδεσμο Θεσσαλονίκης η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία ή αλλιώς Φεντερασιόν.
Μέσα στη Φεντερασιόν συνυπήρχαν δύο τάσεις: ένας θα λέγαμε πιο ορθόδοξος σοσιαλδημοκρατικός σοσιαλισμός και ένας περισσότερο ανθρωπιστικός επηρεασμένος από τον Ζορές. Στην τάση πρώτη αντιστοιχήθηκαν οι Βούλγαροι «στενοί» και στη δεύτερη οι Βούλγαροι «φαρδιοί» μαζί με τον Μπεναρόγια και άλλους Ισραηλίτες.
Η Φεντερασιόν υπερβαίνοντας τους εθνικισμούς υπερασπίστηκε την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον διεθνιστικό της χαρακτήρα πιστεύοντας σε μια ομοσπονδιακή μετεξέλιξή της. Για αυτό τον λόγο πήρε αρνητική θέση απέναντι στους βαλκανικούς πολέμους. Μια από τις μεγαλύτερες απεργίες που συντόνισε η Φεντερασιόν ήταν η νικηφόρα απεργία των καπνεργατών το 1914, στην οποία σημειώθηκαν επανειλημμένες συγκρούσεις εργατών με την αστυνομία.
Μετά την επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 ξεσπά στην Θεσσαλονίκη ένα τεράστιο κύμα απεργιών και το 1909 ιδρύεται η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία (Φεντερασιόν)
Οι σοσιαλιστές διαλέγουν στρατόπεδο
Στα 1916 στη βόρεια Ελλάδα έχει σχηματιστεί η κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης από τους φιλοβενιζελικούς και στον νότο παραμένει η φιλομοναρχική κυβέρνηση.
Αφορμή ο A' Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη Θεσσαλονίκη έχει ήδη εγκατασταθεί η Μακεδονική Στρατιά από βρετανικά, γαλλικά και ρωσικά στρατεύματα χωρίς την έγκριση της επίσημης ελληνικής κυβέρνησης.
Ομως η σύγκρουση αυτή δεν αφορά μόνο τις διεθνείς συμμαχίες αλλά έχει πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο.
Το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης θεωρείται από τους ριζοσπαστικούς οπαδούς του μια μορφή δημοκρατικής επανάστασης με σκοπό την εκδίωξη του Κωνσταντίνου και την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας.
Ο προσανατολισμός αυτός όμως δεν είναι αυτονόητος ούτε δεδομένος, καθώς ένα πιο συντηρητικό τμήμα απλώς υποστηρίζει την αλλαγή προσώπου στον θρόνο. Ο ίδιος ο Μεγάλος Πόλεμος, επίσης, προσλαμβάνεται από τους περισσότερους ριζοσπάστες δημοκράτες ως μια μορφή σύγκρουσης ανάμεσα στη δημοκρατία και την απολυταρχία.
Η βασική άποψη των Πετσόπουλου - Γιαννιού ήταν ότι είχε συγκροτηθεί ένα αντιμοναρχικό-δημοκρατικό μέτωπο στην Αντάντ που πολεμούσε τις αυταρχικές κεντρικές αυτοκρατορίες. Στόχος είναι η δημοκρατικοποίηση της Γερμανίας.
Ο πόλεμος είναι παγκόσμιο πρόβλημα «που η μια από τις λύσεις του», δηλαδή «η κατίσχυση του παγγερμανισμού, - οδηγεί στο τελειωτικό σβήσιμο της φυλής». Συνεπώς, ήταν προς όφελος του εργατικού κινήματος η νίκη των δυτικών Συμμάχων. Θεωρούσαν καθήκον του ελληνικού στρατού να πολεμήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να απελευθερώσει τις περιοχές, αναπτύσσοντας πατριωτικό - δημοκρατικό λόγο.
Ο προσανατολισμός αυτός δεν ήταν τυχαίος, καθώς το σύνολο των σοσιαλιστών και δημοκρατών του 19ου αιώνα τοποθετούνταν απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσα από ένα ριζοσπαστικό γιακωβίνικο πατριωτικό πρίσμα, αλλά κυρίως με δημοκρατικό πνεύμα. Ασπάζονταν μια επαναστατική εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας, με καταβολές στον Ρήγα για μια μεγάλη βαλκανική δημοκρατία.
Συγκεκριμένα, σε άρθρο του ο Αριστοτέλης Σίδερης γράφει ότι «ελληνισμός σημαίνει δημοκρατικόν πνεύμα», επαναφέροντας το κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου. Αναφέρει ότι οι Ελληνες στην Επανάσταση του 1821 δεν εξεγέρθηκαν «κατά άλλης φυλής, αλλά κατά του κυρίαρχου» και ζητεί ισονομίαν, ελευθερία, αδελφότητα.
Στόχος τους μια λαϊκή δημοκρατία που θα προέκυπτε από μεταρρυθμίσεις. Η έννοια του σοσιαλισμού υιοθετείται από τη βενιζελική επαναστατική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και χρησιμοποιείται για να χτυπηθεί το εβραϊκό εργατικό κίνημα: από τη μία ο «αληθής σοσιαλισμός» που είναι ο πατριωτισμός και από την άλλη ο «διεθνιστικός σοσιαλισμός» που είναι ο εβραϊκός.
Η κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης των Δαγκλή, Βενιζέλου, Κουντουριώτη θεωρήθηκε από τους ριζοσπάστες μια μορφή σύγκρουσης ανάμεσα στη δημοκρατία και την απολυταρχία.
Εξάλλου η Φεντερασιόν ανοιχτά έχει καταγγείλει τη συμμετοχή στον πόλεμο και έχει συνταχθεί με τη Διεθνή του Τσίμερβαλντ.
Η ρωσική επανάσταση του Φλεβάρη και η άνοδος της κυβέρνησης Κερένσκι επιβεβαίωσαν την αντίληψη των δημοκρατών σοσιαλιστών: «Σήμερον η Ρωσσία δεν είναι η απολυταρχική του 1821. Είνε η μεγάλη Δημοκρατία της Ανατολικής Ευρώπης». Συνεπώς «ο ελληνικός λαός στρέφει το βλέμμα προς την Μεγάλην Ρωσσίαν» γράψει ο Αριστοτέλης Σίδερης.
Τελικά, όμως, δεν είναι το δημοκρατικό αίτημα αλλά το αίτημα του τέλους του πολέμου το οποίο θα ταυτιστεί με την Οκτωβριανή Επανάσταση και τους μπολσεβίκους, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν αρνητικά ως μαξιμαλιστές.
Ο μπολσεβίκικος αέρας θα ταυτιστεί με τις πολιτικές της Φεντερασιόν και θα εμπνεύσει μικρές ομάδες σοσιαλιστών της Αθήνας, καθορίζοντας τον διεθνιστικό πολιτικό προσανατολισμό του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ) που θα ιδρυθεί τον Νοέμβρη του 1918.
Το 1919 η ελληνική κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου απέστειλε εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία ενάντια στους μπολσεβίκους. Την ίδια χρονιά διέταξε την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία με «εντολή» (η μέχρι πρότινος χρησιμοποιηθείσα λέξη «πρόσχημα» δεν αποδίδει σωστά την τότε κατάσταση) την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης, στην ουσία δηλαδή την απόφαση της Αντάντ περί εφαρμογής της επικείμενης Συνθήκης των Σεβρών επί των ηττηθέντων Τούρκων.
Ο ελληνικός στρατός εστάλη εκεί από τους συμμάχους ως χωροφύλακας. Μόνο ύστερα από πέντε χρόνια και αφού θα διενεργούνταν δημοψήφισμα, θα αποφασιζόταν η τύχη της Σμύρνης και σε ποια χώρα θα περνούσε.
Προφανώς όμως η Ελλάδα πίστευε ότι, εκ των πραγμάτων, θα «κέρδιζε» το δημοψήφισμα. Το 1920 υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών, η οποία καθόριζε μέχρι πού θα μπορούσαν να προχωρήσουν τα ελληνικά στρατεύματα.
Το 1922 τα τουρκικά στρατεύματα άρχισαν την αντεπίθεση. Ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη Μ. Ασία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου