Γενικότερα ο εμφύλιος για κάποιους αποδείχτηκε κύρια πηγή εύκολου πλουτισμού.
Μάλιστα, στο μέτρο που κάποιοι μεγαλοαστοί αλλά και μεσοαστικά στρώματα έβλεπαν ότι η κρίση τους εξασφάλιζε απρόσκοπτες οικονομικές ενισχύσεις από την Αμερική, που αντίθετα δεν δόθηκαν στην Ελλάδα προτού ξεσπάσει ο Εμφύλιος, τον Ιανουάριο του 1946, λόγω της αφερεγγυότητας των Ελλήνων αστών, συντάσσονταν περισσότερο με τη στρατηγική επέκτασης του Εμφυλίου.
Γιατί έναν χρόνο μετά οι δαπάνες του ελληνικού κράτους, με τη συνδρομή των ξένων ενισχύσεων, έφτασαν στα 225.000.000 δολάρια για ανάγκες περιμετρικά της καταστολής της «ανταρσίας», γεγονός που δείχνει πως ο εμφύλιος ικανοποιούσε τις οικονομικές δοσοληψίες σημαντικού τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης που χρησιμοποιούσε το κράτος σαν πελάτη.
Την ίδια στιγμή επιτράπηκε να εμφανιστούν αδιάθετα ιδιωτικά κεφάλαια που ξεπερνούσαν τα 164.000.000 δολάρια, τα οποία δεν τοποθετήθηκαν παραγωγικά, δεν απέδωσαν φόρους και αποθησαυρίστηκαν ή διέφυγαν στο εξωτερικό.
Σε συνεργασία με τμήματα του κρατικού μηχανισμού και χάρη στους ανύπαρκτους κρατικούς ελέγχους στην οικονομική διαδικασία, με την προσφορά αθρόου και φτηνού εργατικού δυναμικού λόγω των «συμμοριόπληκτων», που κατά χιλιάδες μεταφέρθηκαν αναγκαστικά και εγκλείστηκαν σε στρατόπεδα εργασίας, ο εμφύλιος πόλεμος έγινε πηγή καλπάζοντος πλουτισμού.
Το γεγονός αυτό είχε την ευχέρεια να το διαπιστώσει πρώτος από όλους ο Πολ Πόρτερ, που στάλθηκε στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ στα τέλη Ιανουάριου του 1947 προκειμένου να συντάξει έκθεση για την οικονομική κατάσταση στη χώρα και τις δυνατότητες πραγματικής αξιοποίησης της μελλοντικής αμερικανικής βοήθειας.
Ο Πόρτερ διαπίστωσε άμεσα μια πρωτόγνωρη συμπεριφορά των αστικών στρωμάτων της χώρας για τα δεδομένα ενός δυτικού κράτους. Στο ημερολόγιό του δεν έκρυβε την αποστροφή του έναντι των Ελλήνων πολιτικών, ιδίως αυτών που διαχειρίζονταν τα οικονομικά ζητήματα, όσο και έναντι μιας ανάλγητης αστικής τάξης που επέμενε να θησαυρίζει επωφελούμενη από τον υψηλό πληθωρισμό, τις επενδύσεις σε χρυσές λίρες, την καταλήστευση του δημόσιου χρήματος και τη μεταφορά κεφαλαίων σε καταθέσεις σε ξένες τράπεζες.
Οσο για τη συνολικότερη διαγωγή των Ελλήνων αστών και τη διαπλοκή τους με πολιτικούς και μάλιστα ακόμη και με τον αρχηγό του μεγαλύτερου ελληνικού κόμματος και πρώην πρωθυπουργό Κων. Τσαλδάρη, ο Πόρτερ υπογράμμιζε εκτός από την προκλητική επίδειξη της διαπλοκής τους με τις κορυφές του ελληνικού κράτους, την εξοργιστική διαφήμιση πλούτου από μέρους τους σε πανάκριβα εστιατόρια με τους οικονόμους με τις λιβρέες τους, τα λουκούλλεια γεύματα και τα πανάκριβα κρασιά σε αυτά, τα οποία δεν έβρισκες ούτε στις πιο πλούσιες πόλεις του κόσμου, την ίδια στιγμή που το 70% του ελληνικού πληθυσμού υποσιτιζόταν.
Ηταν τότε που άνθισε και το φαινόμενο των εμπορικών καταστημάτων της Ερμού ή του Κολωνακίου στα οποία, κατά τις αθηναϊκές εφημερίδες, οι μεγάλοι οίκοι μόδας από το Παρίσι είχαν παραρτήματα και έντυναν τις Αθηναίες «που δεν λογάριαζαν τα έξοδα».
Μάλιστα, η Αθήνα έμεινε έκπληκτη όταν η πασίγνωστη μοδίστρα Σταυρούλα Τσούχλου, επικεφαλής ενός από τους οίκους μόδας στην Ερμού που θησαύριζαν, κατηγορήθηκε ότι στον επαγγελματικό της χώρο εντοπίστηκε μηχανισμός των κομμουνιστών και η οποία στις 26 Νοεμβρίου του 1948, με τη μέθοδο της «αυτοκτονίας κατά την ανάκριση», ρίχτηκε από τον τρίτο όροφο της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων.
Μάταια η αποστολή Πόρτερ ζήτησε εξορθολογισμό του φόρου εισοδήματος και καταγραφή των εμπορικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα προκειμένου να συνταχθεί ένα αντικειμενικό μητρώο φορολογίας, καθώς και την επιβολή ποινών ειρκτής έναντι εκείνων που φοροδιέφευγαν και παραποιούσαν συστηματικά τα φορολογικά στοιχεία.
Γι’ αυτό και αντιμετωπίστηκε ως εχθρός από τους Ελληνες αστούς, ιδίως αφού οι προτάσεις του κατέτειναν στην αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων και μάλιστα κατά 50% ώστε να υποστηριχθεί η ανάπτυξη και να ισορροπήσει ο κρατικός προϋπολογισμός, παράλληλα με την περιστολή της αισχροκέρδειας των εισαγωγέων, που επωφελούνταν από τη διάσταση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών τιμών.
Ωστόσο, αντί της εφαρμογής αυτών των μέτρων, η ελληνική αστική τάξη αξιοποίησε το χαρτί των συνθηκών «έκτακτης ανάγκης» που συνιστούσε η δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας για να ακυρώσει οποιονδήποτε οικονομικό έλεγχο.
Γιατί παρότι ο τελευταίος ελάχιστα έθιξε την ελληνική βιομηχανική παραγωγή και τους μηχανισμούς παραγωγής κερδών και παρότι κανείς δεν πίστευε ότι συνιστούσε παράγοντα αποτελεσματικής κοινωνικής ανατροπής (στην πρωτεύουσα τα κέντρα διασκέδασης αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο παρά τις συγκρούσεις με τον εθνικό στρατό στα βουνά), δημιουργήθηκε κλίμα υστερίας εναντίον του, παράχθηκε η εικόνα του εθνικού ολετήρα και διαγράφηκαν όλες οι προτάσεις του για ειρήνευση, ώστε να εξασφαλιστούν οι απεριόριστες ποσότητες ξένης βοήθειας που υπόσχονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, εφαρμόζοντας εκείνη την εποχή ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο περιστολής της κομμουνιστικής επιρροής.
Ο ίδιος ο Πόρτερ σε άρθρο του στο περιοδικό «Collier’s», επτά μήνες μετά την υποβολή της αρχικής έκθεσής του, μιλούσε για το παιχνίδι που γινόταν με την επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου, ώστε να εξασφαλιστούν πιστώσεις και να διαιωνιστεί η εξουσία της κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους που κατά τον Πόρτερ λυμαίνονταν τη χώρα.
Μάλιστα, από τη στιγμή που εκπονείται το σχέδιο Μάρσαλ και αρχίζουν οι πρώτες πιστώσεις και τα υλικά να καταφθάνουν στην Ελλάδα, ήταν σχεδόν αδύνατο να επέλθει ειρήνευση, παρά τις λογικές προτάσεις του ΔΣΕ.
Οι δεξιές εφημερίδες συστηματικά φιλοξενούσαν «εκκλήσεις» του στρατηγού Μάρσαλ να αφοπλιστούν και να εξοντωθούν οι παράνομες «συμμορίες» των βουνών, ώστε να προσφερθεί και να αποδώσει η οικονομική βοήθεια.
Η ίδια η οικονομική συμφωνία Ελλάδας - ΗΠΑ στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ χαιρετίστηκε ως η συμμετοχή της Αμερικής στην καταστολή του αντάρτικου κινήματος που θα έφερνε την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, όταν οι Αμερικανοί θα ήταν -υποτίθεται- σίγουροι για τα κεφάλαιά τους.
Ετσι, Αμερικανοί και Ελληνες αστοί πολιτικοί και κεφαλαιούχοι επέβαλαν στην Ελλάδα έναν εμφύλιο πόλεμο μέχρι τέλους.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι κάθε φορά που κάποιες πολιτικές δυνάμεις επιζητούσαν συμβιβασμό, οι Αμερικανοί υπόσχονταν νέες πιστώσεις και οι Ελληνες αστοί δημιουργούσαν κλίμα υστερίας για τη διεθνή συνωμοσία που απειλούσε τη χώρα, προσβλέποντας σε νέους κρουνούς επενδύσεων.
Για παράδειγμα, στις 10-11 Ιουλίου 1947, μετά την ανακοίνωση του ΚΚΕ από το Στρασβούργο ότι εάν ο εθνικός στρατός δεν σταματούσε τις επιχειρήσεις το κόμμα θα επιδίωκε την ίδρυση της κυβέρνησής του στη βόρεια Ελλάδα και ενώ όλοι θεωρούσαν βέβαιη την κυβερνητική υποχώρηση, μηχανισμοί μέσα στο κράτος με επικεφαλής τον Ναπ. Ζέρβα πραγματοποίησαν αιφνιδιαστικά χιλιάδες συλλήψεις, μετριοπαθών κυρίως αριστερών του ΕΑΜ, ακριβώς για να αποτρέψουν την ειρήνευση.
Η συνωμοσία αυτή δικαιολογήθηκε ως η αποτροπή ενός σχεδιαζόμενου κομμουνιστικού πραξικοπήματος, ενώ στην ελληνική Δικαιοσύνη δόθηκε «ικανός χρόνος, όπως προχωρήσει εις το έργο της, έχουσα εις την διάθεσίν της (στις φυλακές και στη Μακρόνησο) όλα εκείνα τα πρόσωπα, τα οποία, κατά τας υπάρχουσας βάσιμους πληροφορίας, ενέχονται εις την ανατρεπτική συνωμοσίαν».
Το πόσο στενή ήταν η διασύνδεση της εμφυλιοπολεμικής πρακτικής του ελληνικού κράτους με οικονομικά συμφέροντα της εποχής φάνηκε από το γεγονός ότι οι συλλήψεις αυτές πραγματοποιήθηκαν τη μέρα που η ελληνική κυβέρνηση απαντούσε στα αιτήματα των τραπεζικών υπαλλήλων που απεργούσαν ότι ως νομιμόφρονες πολίτες όφειλαν να διακόψουν αμέσως την απεργία τους χωρίς να διεκδικούν αυξήσεις, αφού κινδύνευε ο τόπος από τον κομμουνισμό.
Το επιχείρημα αυτό οδήγησε τον Δεκέμβριο του 1947 στην ψήφιση ειδικού αντιαπεργιακού νόμου, που ήταν τόσο προκλητικός ώστε ακόμη και οι Αμερικανοί απαίτησαν να αποσυρθεί.
Είναι γεγονός ότι και το ίδιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέφρασε τελικά την αγανάκτησή του απέναντι στην πρακτική των ελληνικών κυβερνήσεων να διεκδικούν υπέρογκα κεφάλαια και να τα διανέμουν σε κρατικούς ευνοούμενους, δημιουργώντας μια ανεξέλεγκτη μεγαλοαστική τάξη στη χώρα.
Ετσι, αν και τον Ιανουάριο του 1948 ανακοινώθηκε η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών από την Αμερικανική Οικονομική Αποστολή (ΑΜΑG) και την ελληνική κυβέρνηση, στην πραγματικότητα δεν αυξήθηκε η ξένη βοήθεια με την εισαγωγή νέων κεφαλαίων και απλώς αξιοποιήθηκαν τα υπάρχοντα αποθεματικά, αναστέλλοντας όμως τα προγράμματα ανασυγκρότησης και κοινωνικής προστασίας.
Ηταν σε όλους προφανές ότι ο Εμφύλιος συμβάδιζε με τη δημιουργία μιας προκλητικής τάξης νεόπλουτων που το περιοδικό «Νέα Οικονομία» αποκάλεσε «λούμπεν» μεγαλοαστική τάξη.
Το μεγαλύτερο μέρος από το ποσό του σχεδίου Μάρσαλ για εισαγωγή μηχανών και πρώτων υλών διατέθηκε για την εισαγωγή καταναλωτικών ειδών και μάλιστα πολυτελείας, τα σκάνδαλα λαθρεμπορίας συναλλάγματος διαδέχονταν το ένα το άλλο, ενώ το 1949 υπολογίστηκε ότι στη χώρα κάθε χρόνο εξάγονταν παράνομα 25 εκατ. δολάρια για την εισαγωγή χρυσών λιρών που πουλιούνταν στη μαύρη αγορά.
Την ίδια στιγμή που το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού πενόταν είχε γίνει ημιεπίσημο καθεστώς οι μεγαλοεισαγωγείς να αγοράζουν προϊόντα στη διατίμηση και να τα πουλούν στη μαύρη αγορά, ενώ στην τιμή των εισαγόμενων προϊόντων ενσωματωνόταν και ένα 5% ως «επίσημο κέρδος του εισαγωγέως», επιπλέον του νόμιμου εμπορικού κέρδους, που καθιστούσε τα προϊόντα πανάκριβα.
Να σημειωθεί για παράδειγμα ότι τα υφάσματα που δίνονταν με τη μορφή βοήθειας στους δημόσιους υπαλλήλους για να αντιμετωπίσουν το κρύο δεσμεύονταν από τους βιομηχάνους και τους εισαγωγείς, μεταποιούνταν και διοχετεύονταν στην αγορά, παρότι το κράτος απειλούσε με εκτόπιση εκείνους που θα εντοπίζονταν με αποκρυβέντα προϊόντα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, το 60% των βιομηχανικών πιστώσεων απορροφήθηκε τα δύο χρόνια του Εμφυλίου μόνο από δέκα βιομηχανίες, ενώ μεγαλοεργολάβοι δημόσιων έργων, πολλά από τα οποία ήταν φυλάκια και οχυρωματικά έργα κατά του ΔΣΕ, εκμεταλλεύονταν ληστρικά τους 700.000 «συμμοριόπληκτους» πρόσφυγες που αναζητούσαν μεροκάματο έχοντας εξαναγκαστικά απομακρυνθεί από τις εστίες τους για να στερηθεί κοινωνικής στήριξης ο ΔΣΕ.
Την ίδια στιγμή πενήντα οικογένειες Ελλήνων εφοπλιστών αγόρασαν με κρατικά χρήματα και σκανδαλώδεις ελαφρύνσεις τα 100 Λίμπερτι που εκποιούσε η Επιτροπή Ναυτιλίας των ΗΠΑ και μέσα σε έναν χρόνο έγιναν πάμπλουτοι.
Ηταν τότε που εγκαινιάστηκε η πρακτική της αναζήτησης «σημαιών ευκαιρίας». Αλλά και η απόπειρα ορισμένων ευσυνείδητων ανώτερων κρατικών υπαλλήλων να φορολογηθούν κεφάλαια που εντοπίστηκαν στο εξωτερικό, πολλά από τα οποία διοχετεύτηκαν εκεί παράνομα, κατέπεσε στο κενό
Οι ίδιες οι ιδιωτικές τράπεζες, παρότι τα κεφάλαιά τους προέρχονταν από καταθέσεις των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος και των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, δανείζονταν με 4%: ενώ δάνειζαν με 20%, αν και μαζί με τις προμήθειες (η επίσημη ήταβ στο 4%) και τα άλλα έξοδα που αναλάμβανε ο δανειολήπτης ο τόκος ανέβαινε ακόμη και στο 30%, αποφέροντας μεγάλα κέρδη σ’ αυτές. Επιπλέον, λειτουργούσε και μια εξωτραπεζική αγορά χρήματος με δάνεια σε ρήτρα χρυσού και τοκογλυφικά επιτόκια.
Ηταν τέτοια η μανία αποθησαυρισμού ώστε εκατοντάδες συνωστίζονταν έξω από την οδό Σοφοκλέους σε καθημερινή βάση και αγόραζαν και πουλούσαν στη μαύρη αγορά λίρες ώστε κάποια εφημερίδα πρότεινε να εγκατασταθεί εκεί πυροσβεστική αντλία για να καταβρέχει τους κερδοσκόπους και να διαλύονται.
Ομως, στον βαθμό που δεν υπήρχαν καταθέσεις στις τράπεζες για να δοθούν δάνεια (το 1948 από τα 657 δισ. καταθέσεων πάνω από τα μισά ήταν κρατικών οργανισμών και όχι ιδιωτών), το κύριο μέσο πλουτισμού ήταν η παράλληλη αγορά δανείων στην οποία ιδιώτες δανείζονταν για βραχυχρόνιο διάστημα μεγάλα ποσά με υπέρογκα επιτόκια, εξασφαλίζοντας πρωτοφανή κέρδη στους τοκογλύφους.
Να σημειωθεί ότι οι ιδιωτικές τράπεζες είχαν εξασφαλίσει, εκτός των άλλων, να χρηματοδοτούνται για την πληρωμή των αποδοχών του προσωπικού τους από την Τράπεζα της Ελλάδος και τον δημόσιο προϋπολογισμό με εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο, περιορίζοντας στο ελάχιστο το κόστος λειτουργίας τους.
Σύμφωνα με υπάρχουσες εκθέσεις της εποχής, οι Ελληνες κεφαλαιούχοι, αν και είχαν διπλασιάσει τα κέρδη και το πραγματικό τους εισόδημα μεταξύ 1939 και 1951, φοροδιέφευγαν τόσο προκλητικά ώστε απέφεραν στο ελληνικό κράτος μόνο το 6% των συνολικών δημοσιονομικών εσόδων.
Από την άλλη αποσπούσαν αφειδώς δάνεια, χωρίς ιδιαίτερες πιέσεις αποπληρωμής και σε συνεργασία με κρατικούς υπαλλήλους αλλά και πολιτικούς πάτρωνες, και επωφελούνταν τα μέγιστα από τις υποτιμήσεις ή τις πρακτικές δόλιας χρεοκοπίας.
Την ίδια στιγμή, με τον νόμο 1255/49 οι εργοδοτικές εισφορές στο ταμείο ανεργίας είχαν μειωθεί από 10% το 1945 σε 1% το 1949. Και παρότι αυτά ήταν κίνητρα για επενδύσεις, ούτε λόγος για χρηματοδότηση της οικονομίας από τον ιδιωτικό τομέα, που στηρίχθηκε στην ουσία μόνο στα χρήματα του σχεδίου Μάρσαλ.
Με συγκριτικά δεδομένα το ύψος των άμεσων φόρων το 1949 κινούνταν στα επίπεδα του 1935-36, παρότι το εθνικό εισόδημα ήταν ασφαλώς πολύ ανώτερο του προπολεμικού. Και μεγάλο τμήμα των άμεσων φόρων δεν επιβάρυνε καν τους έχοντες, αφού αφορούσαν τον φόρο κύκλου εργασιών, τη φορολογία μισθωτών υπηρεσιών αλλά και τον φόρο επιτηδεύματος που σχετιζόταν με τους μικροβιοτέχνες και τους αυτοαπασχολούμενους, πολλοί από τους οποίους υπερφορολογούνταν.
Στη βάση της ίδιας λογικής φορολογικών ελαφρύνσεων προς το μεγάλο κεφάλαιο, οι έμμεσοι φόροι αντιπροσώπευαν περίπου το 80% των εσόδων του κράτους, αφορώντας τα 3/4 του συνόλου των φόρων, πλήττοντας κυρίως εκείνους που το εισόδημά τους παρέμενε αισθητά κατώτερο του προπολεμικού ή αυτούς από τους καταναλωτές που φυτοζωούσαν.
Κατά τον ίδιο τρόπο φοροδιέφευγαν σκανδαλωδώς και οι εισαγωγείς, για τους οποίους υπολογιζόταν ότι το κέρδος τους συνήθως έφτανε στο 100%, ιδίως για τα προϊόντα πολυτελείας. Τα υψηλά αυτά κέρδη πραγματοποιούνταν κατά κύριο λόγο επειδή το κράτος παρείχε σε αυτούς φτηνό συνάλλαγμα στην επίσημη τιμή, αλλά και επειδή οι ποσοτικοί περιορισμοί που το ίδιο το κράτος επέβαλλε στις εισαγωγές επέτρεπαν στους εισαγωγείς να πωλούν πάνω από τις διεθνείς τιμές.
Πρόσφορο πεδίο πλουτισμού ήταν οι αγοραπωλησίες αμερικανικών αυτοκινήτων που μόνο πλούσιοι ήταν σε θέση να αγοράζουν, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, λόγω του μεγέθους τους υποχρέωναν τους πολίτες, που δεν το είχαν συνηθίσει, να ανεβαίνουν στα πεζοδρόμια, που μέχρι τότε δεν χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα.
Μάλιστα, ενώ έπρεπε να είχαν δημιουργηθεί νέες βιομηχανίες με βάση το σχέδιο Μάρσαλ, τα κεφάλαια που δόθηκαν πήραν τη μορφή δανείων για την επέκταση των υφιστάμενων βιομηχανιών, των στηριγμάτων του εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, χωρίς πρόθεση ανάπτυξής τους.
Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, για παράδειγμα, περιορίστηκε στο 1/5 των αρχικών υποσχέσεων, ενώ αρχικά είχαν σχεδιαστεί να γίνουν οκτώ υδροηλεκτρικά εργοστάσια.
Ηταν τέτοια η αφερεγγυότητα μεγάλου τμήματος της εγχώριας αστικής τάξης ώστε από την Τράπεζα της Ελλάδας είχε θεωρητικά αποκλειστεί η χορήγηση πιστώσεων σε επιχειρήσεις που είχαν δραστηριοποιηθεί την περίοδο της Κατοχής, με το σκεπτικό ότι διέθεταν ικανά ίδια κεφάλαια, ιδιαίτερα εκείνες που ασχολούνταν με είδη πολυτελείας, ενώ απαγορευόταν ρητά η χορήγηση πιστώσεων από περισσότερες της μίας τράπεζες στον ίδιο δανειολήπτη.
Από αυτά τα χρήματα, το 60% περίπου του συνολικού ποσού δόθηκε σε επτά μόνο βιομηχανίες, ενισχύοντας τις πρακτικές «μονοπωλιοποίησης» της ελληνικής οικονομίας.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε εκτός από τις βιομηχανίες τσιμέντων και στις εταιρείες του ομίλου Μποδοσάκη, τη Χαλυβουργική και τρεις ακόμη μεταλλουργικές εταιρείες. Οι εταιρείες αυτές, ενώ δεσμεύτηκαν εγγράφως ότι θα τηρήσουν ορισμένες προϋποθέσεις σε σχέση με το ύψος των τιμών των προϊόντων τους, την αξιοποίηση ανάλογου ποσού ιδίων κεφαλαίων και την έγκαιρη εξυπηρέτηση του δανείου τους, πολύ λίγο ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους αυτές, ενώ εμφάνισαν διογκωμένους λογαριασμούς κόστους εγκαταστάσεων για να φαίνεται ότι έκαναν επενδύσεις.
Να σημειωθεί ότι την ίδια στιγμή διεξαγόταν ένας ανηλεής πόλεμοςα μεταξύ τους με πρόσφορο μέσο την καταγγελία για φιλοκομμουνισμό και μάλιστα στα τέλη Μαΐου 1948 διεξάχθηκε και δίκη μιας σειράς βιομηχάνων που είχαν καταγγελθεί, ανάμεσά τους και ο καπνοβιομήχανος I. Παπαστράτος, με την κατηγορία ότι χρηματοδοτούσαν κρυφά τους μαχητές του ΔΣΕ.
Ηταν τέτοιας έκτασης η συγκέντρωση κεφαλαίων ώστε, με βάση έρευνα της μετεμφυλιακής «Δημοκρατικής», μόνο ο Μποδοσάκης διέθετε σύνολο κεφαλαίων πάνω από 3 τρισ. δραχμές, ελέγχοντας χημικές βιομηχανίες (ποτάσας, αζώτου), το καλυκοποιείο, την Εθνική Τράπεζα, την ελληνική εριουργία, τα ναυπηγεία Βασιλειάδη, τα Λιπάσματα Ελλάδος κ.ά.
Την ίδια στιγμή η Εθνική Τράπεζα ήλεγχε το 45% της ελληνικής οικονομίας, ενώ αντίστοιχο ήταν το οικονομικό βάρος της Τράπεζας Αθηνών. Αλλά πέραν των ισχυρών ομίλων και μια σειρά μικρών και μεσαίων εργολάβων, χωρίς στην πραγματικότητα ίδια κεφάλαια, αναλάμβανε έργα που τους έδωσαν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σύντομα σε μεγάλες εταιρείες.
Γενικά η λογική της Κεντρικής Επιτροπής Δανείων (ΚΕΔ) και του Οργανισμού Χρηματοδότησης Οικονομικής Αναπτύξεως (ΟΧΟΑ), που διαχειρίστηκαν τα μακροπρόθεσμα δάνεια της αμερικανικής βοήθειας προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις της χώρας, ήταν πρωτίστως να ενισχυθεί η «συμμοριόπληκτη» βιομηχανία.
Η ΚΕΔ ήλεγχε τις παρεχόμενες εγγυήσεις από την πλευρά του δανειολήπτη σε συνδυασμό με τις ιδιωτικές τράπεζες, αυτές που επωμίζονταν την ευθύνη να παρακολουθήσουν την πορεία των δανείων αυτών και όχι βέβαια ανεξάρτητες κρατικές αρχές.
Είναι προφανές ότι με βάση το καθεστώς αυτό αλλά και τις ελλείψεις σε ελεγκτικό προσωπικό δημιουργούνταν οι όρο: εκτεταμένων ατασθαλιών και ευνοιοκρατίας που προνομοιοποιούσε το σύμπλεγμα ιδιώτες - ιδιωτικές τράπεζες -πολιτική εξουσία.
Γι’ αυτό τον λόγο στις 16 Ιανουάριου 1950 οι Αμερικανοί αναγκάστηκαν να ζητήσουν να τεθούν συμπληρωματικοί κανόνες σχετικά με τα κριτήρια δανειοδότησης, ώστε να περιοριστούν κάπως οι ατασθαλίες. Ειδικά με τους βιομηχανικούς κλάδους ορίστηκε ως ποσοστό συμμετοχής ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων το 30%, που γρήγορα όμως μειώθηκε για τις «συμμοριόπληκτες» βιομηχανίες.
Είναι ενδεικτικό της κατάστασης ότι το ίδιο το Γραφείο Ελέγχου της Αμερικανικής Αποστολής από ελέγχους στις τιμές, τις αποθήκες, στα πινάκια παραγγελιών, τα παραστατικά εισαγωγέων και στις αποδείξεις των δανείων διαπίστωσε χιλιάδες λαθροχειρίες, που επέβαλαν μέχρι το τέλος του 1951 την επιστροφή 8 εκατ. δολαρίων από αυτά που δόθηκαν σε εταιρείες και φυσικά πρόσωπα. Εκτός των άλλων, ο πληθωρισμός και οι ελεγχόμενες υποτιμήσεις επέτρεψαν σε αρκετούς, των οποίων οι οφειλές προπολεμικά άγγιζαν τα επίπεδα των 20 δισ. δραχμών, να εξοφλήσουν τα δάνεια αυτά σε εξευτελιστικές τιμές.
Αλλά και τα σκάνδαλα για αδικαιολόγητες προνομιακές εκχωρήσεις εκμεταλλεύσεων του εθνικού πλούτου, ιδίως στη λιγνιτοφόρα λεκάνη της Πτολεμαΐδας, ανθούσαν. Την ίδια στιγμή ανακαλύπτονταν αποθήκες με χιλιάδες αποκρυμμένα τρόφιμα που είχαν σαπίσει.
Με βάση τα στοιχεία που έδωσε μετεμφυλιακά η κυβέρνηση Πλαστήρα, 225 μεγαλέμποροι και βιομήχανοι δήλωσαν το 1950 στις εφορίες επίσημα κέρδη 100,7 δισ. δραχμών. Δεδομένου ότι απέκρυψαν πολλαπλάσια (με επικεφαλής τον Μποδοσάκη που εμφάνισε προσωπικό εισόδημα μόνο 153 εκατ. δραχμές), επρόκειτο για τεράστια σώρευση αφορολόγητων κερδών.
Μόνος του ο βιομήχανος Χριστόφορος Κατσάμπας της Πειραϊκής-Πατραϊκής, σε μια πιο ειλικρινή δήλωση, παρουσίασε ετήσιο εισόδημα 1 δισ. δραχμών, όπως και ο βιομήχανος χάρτου της Πάτρας Λαδόπουλος, που εμφάνισε εισόδημα στα 4 δισ. δραχμές, όντας από τους λίγους που δεν έκαναν σκανδαλωδώς υποτιμημένες φορολογικές δηλώσεις.
Την ίδια στιγμή η διοικούσα επιτροπή του Οργανισμού Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA - United Nations Relief and Rehabilitation Administration), που διένειμε τη διεθνή βοήθεια, κατήγγειλε ότι ο ευνοιοκρατικός τρόπος διανομής των ενισχύσεων επέτρεπε τεράστιες οικονομικές λαθροχειρίες σε ιδιώτες που εμφανίζονταν κάτοχοι μεγάλων ποσοτήτων πρώτων υλών.
Να σημειωθεί ότι στην περιφέρεια των οικονομικών εφοριών Αθήνας, Πειραιά και Προαστίων, όπου υπήρχαν κατά τεκμήριο τα υψηλότερα εισοδήματα, αυτοί που ασκούσαν εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρηματικές δραστηριότητες το 1950 είχαν δηλώσει κατά 15,5% εισόδημα ίσο με το μισό του μισθού κλητήρα υπουργείου και κατά 67% εισόδημα περίπου ίσο με ενάμιση μισθό, ενώ μόνο 1.410 εισοδηματίες είχαν μεγαλύτερα εισοδήματα. Γενικά το εισόδημα των βιομηχάνων και των μεγαλεμπόρων εμφανιζόταν στην καλύτερη περίπτωση να αποτελεί το 12% του συνολικού εθνικού εισοδήματος. Ετσι, υπολογιζόταν ότι εισόδημα της τάξης των 4 τρισ. δραχμών από το συνολικό των 25 τρισ. διέφευγε από κάθε φορολογία.
Ηταν δε τόσο αδηφάγα η λογική των μεγαλεμπόρων, ώστε υπήρχαν ακόμη και καταγγελίες του Εργατικού Κέντρου Αθήνας ότι απολύονταν κανονικοί υπάλληλοι από τα εμπορικά καταστήματα και προσλαμβάνονταν γυναίκες ελαφρών ηθών οι οποίες χρησιμοποιούνταν για να προσελκύσουν αντρικό κοινό, με την ανάλογη παροχή «υπηρεσιών».
Την παραγωγή «πλουσίων» ενίσχυε και η στάση του ελληνικού κράτους, τόσο του μηχανισμού και των υπαλλήλων του όσο και των ίδιων των πολιτικών κομμάτων, που στη συντριπτική πλειονότητά τους είχαν αναπτύξει στενές «υπόγειες» σχέσεις με το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Η διαπλοκή μεταξύ τους ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε στην ουσία καμία στρατηγική πέραν της ληστρικής απόσπασης ακόμη και της ίδιας της διεθνούς βοήθειας.
Χαμηλόβαθμοι και υψηλόβαθμοι υπάλληλοι στις κατάλληλες θέσεις ευνοούσαν επ’ αμοιβή διάφορους προμηθευτές του δημοσίου, ενώ ήταν χιλιάδες εκείνοι που είχαν πλαστά ή διπλά και τριπλά δελτία διανομών και έκαναν εμπόριο με τα προϊόντα αυτά.
Οργανώσεις εθνικοφρόνων, όπως το Σωματείο Ανταρτόπληκτων και Παθόντων, επιδίδονταν σε αλλεπάλληλες διαχειριστικές απάτες και πολλά εκατομμύρια διατέθηκαν με βάση καταγγελίες και την έρευνα υπαλλήλων της Νομαρχίας Αττικής σε πρόσωπα ξένα ως προς το σωματείο αυτό.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ενώ οι μισθοί των δημόσιων υπαλλήλων ήταν ιδιαίτερα χαμηλοί, γεγονός που διευκόλυνε τον χρηματισμό τους, την ίδια στιγμή είχαν πραγματοποιηθεί αθρόοι διορισμοί, που αύξησαν τον αριθμό των προπολεμικών υπαλλήλων κατά 32%, όπως και οι προαγωγές τον αριθμό αυτών που βρίσκονταν σε ανώτερες βαθμίδες της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας.
Οι περισσότεροι εξ αυτών (περίπου το 50% του συνόλου) είχαν προϋπηρεσία κατώτερη των δέκα ετών, δηλαδή είχαν διοριστεί είτε στην Κατοχή είτε λίγο μετά την Απελευθέρωση, σχετιζόμενοι και με το καθεστώς τρομοκρατίας που επιβλήθηκε μετά τη Βάρκιζα στην Ελλάδα.
Το τμήμα αυτό δημόσιων υπαλλήλων εκτός του ότι δεν είχε, σύμφωνα με παρατηρητές, τη στοιχειώδη επαγγελματική κατάρτιση, είχε διοριστεί μέσω τόσο σκανδαλώδους εύνοιας ώστε εξυπηρετούσε απροκάλυπτα τις πλέον ιταμές πελατειακές απαιτήσεις.
Αυτοί οι υπάλληλοι αμείβονταν με ειδικά επιδόματα και αυξήσεις μισθών, που αφορούσαν τις αθρόες προαγωγές τους, σε σημείο ώστε το 47% του συνόλου των υπαλλήλων να διατηρεί το 1949 βαθμούς από τμηματάρχη και πάνω.
Συνέπεια όλων αυτών, οι ελληνικές κυβερνήσεις αδυνατούσαν να παρουσιάσουν στο Συμβούλιο Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας έστω και ένα στοιχειώδες σχέδιο τετραετούς ανάπτυξης ώστε να αποσπάσουν οργανωμένα τις πιστώσεις που τους ήταν απαραίτητες. Την ίδια στιγμή επεκτεινόταν. όταν το καθεστώς ασυδοσίας και σε άλλες κοινωνικές ομάδες, αφού, μέσω ενός επιλεκτικού συστήματος παροχής αδειών άσκησης επαγγέλματος, δημιουργήθηκε μια νέα παραδοσιακή μικροαστική τάξη, σταθερό στήριγμα όλων των αντιδημοκρατικών εκτροπών που ταλάνισαν την χώρα μέχρι και τη χούντα των συνταγματαρχών (περιπτεράδες, μπακάληδες, οδηγοί ταξί, ιδιοκτήτες λεωφορείων δημόσιας χρήσης κ.λπ.).
Μεταξύ άλλων, υπήρχαν ακόμη και επιτήδειοι εθνικόφρονες που εξασφάλιζαν εισοδήματα με «εράνους» με πρόσχημα την ενίσχυση των «ανταρτοπληκτων», με τη συνδρομή της απειλής ότι αν δίνονταν τα χρήματα ο ένοικος θα καταγγελλόταν στις κατά τόπους αστυνομικές αρχές ως συνοδοιπόρος των κομμουνιστών.
Μάλιστα, ενδεικτικό των καιρών ήταν ότι οι ευνοούμενοι των συνθηκών αυτών έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στις πολυκατοικίες και στα διαμερίσματα, τη νέα μόδα της εποχής του Εμφυλίου, που χτίζονταν με φτηνά τσιμέντα και χωρίς πολεοδομικά σχέδια, ενώ ανθούσαν και τα κέντρα διασκέδασης (είχε ξεκινήσει η δημιουργία της «παραλιακής») με την ανάδυση νέων τραγουδιστών μαζικής διασκέδασης (βαριετέ).
Ηταν πρωτοφανής η έκταση της δημιουργίας τέτοιων κέντρων, τα οποία απαιτούσαν για μια βραδιά διασκέδασης χρήματα που αντιστοιχούσαν στον μισό μισθό δημόσιου υπαλλήλου, προσφέροντας τεράστιους μισθούς στους διασκεδαστές και τραγουδιστές των κέντρων αυτών (Νέα Μονμάρτη, Πιγκάλ, Αρτζεντίνα, Φλόριντα, Ιντεάλ, Φρολίξ, Σε Νου, Ιβοζίμα, Αλσος, Οαση, Νεράιδα, Τροκαντερό, Μπάτης στο Παλαιό Φάληρο και μπουζούκια στις Τζιτζιφιές στα οποία χόρευαν κορίτσια δώδεκα ετών και γινόταν εκτεταμένη «κονσομασιόν» κ.λπ.).
Ειδικά το καλοκαίρι του 1946 υπολογίστηκε ότι λειτουργούσαν μόνο στην Αθήνα 250 μαγαζιά μαζικής διασκέδασης, τα οποία έκαναν τζίρο δισ. δραχμές, στην είσοδο των οποίων παρατάσσονταν πανάκριβες λιμουζίνες. Η εμπλοκή με τη διασκέδαση έγινε δε το όνειρο χιλιάδων Ελλήνων που αναζητούσαν εργασία, οι οποίοι κατέκλυζαν τα ωδεία της εποχής για να μάθουν ένα όργανο ή να τραγουδάνε.
Παράλληλα, με την παραγωγή επιχειρηματιών ευνοούμενων του κράτους προέκυψε και η δημιουργία των ακριβών συνοικιών της Αθήνας με πολυτελείς επαύλεις, εκεί όπου «επενδύθηκαν» τα κέρδη της βιομηχανίας.
Το κεφάλαιο αυτό ήταν από τα πιο χαρακτηριστικά του εμφύλιου πολέμου και των συνθηκών πολυτέλειας μέσα σε μια θάλασσα εξαθλίωσης.
Γιατί από το ένα περίπου δισ. που δόθηκε από τους Αμερικανούς στα χρόνια του Εμφυλίου, μόνο 150 εκατ. δολάρια δόθηκαν για την ανασυγκρότηση της βιομηχανίας, ενώ άλλα 100 για γεωργικά μηχανήματα, τεχνικές υποδομές, ζώα κ.λπ.
Τα υπόλοιπα αφορούσαν καταναλωτικά αγαθά, πολλά από τα οποία ήταν προϊόντα πολυτελείας, αλλά διοχετεύτηκαν στην αγορά για λόγους κερδοσκοπίας από αμερικανικές εταιρείες, πλουτίζοντας τους εισαγωγείς με τις «ειδικές κρατικές άδειες», που δεν είχαν αλλιώς τρόπο να το δικαιολογήσουν.
Με το ΚΗ' Ψήφισμα του 1948 απαλλάχθηκαν όλες οι νεόδμητες οικοδομές από τη φορολογία μέχρι και το 1960, σε μια εποχή μεγάλης άνθησης της οικοδομής, κατά την οποία ανεγέρθηκαν πάνω από 58.000 διαμερίσματα με 100.000 δωμάτια και 16.250 επαγγελματικές εγκαταστάσεις.
Μεγάλο τμήμα αυτής της ανοικοδόμησης δικαιολογούσε το πρόσχημα της αντιμετώπισης των αναγκών στέγασης αλλά εξίσου μεγάλο αφορούσε και πολυτελείς κατοικίες. Πάντως ήταν τότε που η οικοδομή αποθέωσε την ελληνική βιομηχανική παραγωγή, αφού μεταξύ 1946 και 1948 οι μεταλλουργικοί, μηχανολογικοί και οικοδομικοί κλάδοι είχαν εκτίναξη της παραγωγής τους.
Εκτός όμως των άλλων, ο Εμφύλιος ευνόησε και τους μεγαλοϊδιοκτήτες γης, που είτε κράτησαν τις περιουσίες τους είτε τις αντάλλαξαν με ακίνητα πολλαπλάσιας αξίας. Ετσι, ενώ στην Ελλάδα υπήρχε ένα καθεστώς εκτεταμένης μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας, πράγμα που οδηγούσε μεγάλο τμήμα των αγροτών να φυτοζωεί (υπήρχαν 460.000 οικογένειες με κλήρο μικρότερο των 20 στρεμμάτων), την ίδια στιγμή υπήρχαν 15.732.000 στρέμματα που ανήκαν σε 5.490 γαιοκτήμονες και με βάση τις αποφάσεις όλων των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων έπρεπε να υποστούν τουλάχιστον μερική απαλλοτρίωση (5.937.000 στρέμματα), αφού η απαίτηση αυτή εκκρεμούσε από την προπολεμική περίοδο.
Θα έμεναν δηλαδή στους ιδιοκτήτες τους 10.000.000 στρέμματα, όταν για 550.000 αγρότες θα διανέμονταν μόνο 7.100.000.
Ομως και από τα απαλλοτριώσιμα ο νόμος όριζε ότι κάθε συνιδιοκτήτης θα κρατούσε 300 στρέμματα και έτσι με τη μέθοδο της πολλαπλής συνιδιοκτησίας ο αριθμός των απαλλοτριώσιμων στην πράξη θα έπεφτε ακόμη περισσότερο.
Παράλληλα, είχε συμφωνηθεί ότι η Εκκλησία από όσα θα έδινε θα έπαιρνε ως ανταλλαγή αστικά ακίνητα για τα οποία χρειαζόταν να γίνουν κάποιες αξιακές αναγωγές. Στο πλαίσιο αυτών των διακρίσεων και ευνοιοκρατίας και ανώτεροι συνεταιρισμοί, όπως ο Σταφιδοπαραγωγικός Οργανισμός (ΑΣΟ), βαρύνονταν με ατασθαλίες και κακή διαχείριση, ενώ οργανώσεις των εμπόρων, όπως η Ενωσις Σταφιδεξαγωγέων, συγκέντρωναν υπερβολικά κέρδη, επιτρέποντας να μονοπωλείται η ελληνική αγροτική παραγωγή από μία αγορά, την αμερικανική.
Αυτά τη στιγμή που επικρατούσε τεράστια ένδεια και στους υπόλοιπους πολίτες διανέμονταν παπούτσια από την Αίγυπτο (πολλοί τα φορούσαν παρότι δεν ήταν στα κατάλληλα νούμερα), ελαστικά για να φτιάξουν τις σόλες τους, αραιωμένο γάλα στα σχολεία, κοκ για να ζεσταθούν τον χειμώνα τα νοικοκυριά, ζάχαρη και σιμιγδάλι για τα βρέφη, ενώ δίνονταν χρώματα για να βάψουν τις στρατιωτικές χλαίνες που πολλοί φορούσαν ως μόνο τους ένδυμα, ώστε να μη γίνεται αντιποίηση στολής σε εποχές που υποτίθεται ότι οι πόλεις κινδύνευαν από την κάθοδο ανταρτών.
Τον Φεβρουάριο του 1948 πολλοί υπάλληλοι του υπουργείου Μεταφορών οδηγήθηκαν στη φυλακή γιατί έπαιρναν τις διατακτικές για το κοκ και τις μεταπουλούσαν στην ελεύθερη αγορά. Ακόμη και στο υπουργείο Παιδείας γίνονταν λοβιτούρες, αφού υπάλληλοί του έβγαζαν πλαστά απολυτήρια γυμνασίου και τα πουλούσαν προς 5 λίρες το καθένα. Μάλιστα, στις 21 Ιανουάριου 1948 ανακαλύφθηκαν εκτεταμένες καταχρήσεις στο υπουργείο Εφοδιασμού με νήματα που είχαν δοθεί σε βιομηχάνους χωρίς ή με παραχαραγμένα παραστατικά.
Να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο αυξήθηκε η απαίτηση των «φιλίππων» της Αθήνας να επαναλειτουργήσει ο ιππόδρομος Φαλήρου, ενώ πλημμύρισε η πόλη και από χαρτοπαικτικές λέσχες, τις οποίες έκλεισε το υπουργείο Εσωτερικών στις 8 Ιανουάριου 1948, για να μετατραπούν τελικά τα υπόγεια των καφενείων σε παράλληλες λέσχες. Εκτός από τις υπαίθριες ρουλέτες πίσω από τη Βαρβάκειο αγορά, υπήρχαν και χιλιάδες «παπατζήδες» σχεδόν σε κάθε δρόμο της Αθήνας.
Ως αποτέλεσμα της ληστρικής συμπεριφοράς της ελληνικής αστικής τάξης, όλοι οι μακροοικονομικοί δείκτες της χώρας επιδεινώνονταν ραγδαία. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο είχε εκτιναχθεί στα ύψη το 1948-49, οι δαπάνες του προϋπολογισμού μεγάλωναν συνεχώς για μη επενδυτικούς σκοπούς, ενώ ο προϋπολογισμός των έκτακτων πολεμικών δαπανών αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο, φτάνοντας το 1949 στο 45% του συνόλου των δαπανών, συνέπεια της πρακτικής του εθνικού στρατού να χρησιμοποιεί άσκοπα τεράστιες ποσότητες πολεμοφοδίων εναντίον του ΔΣΕ («βαρούσαν στον βρόντο»), λόγω και της έλλειψής πρόθεσης των στρατιωτών του να πολεμήσουν.
Ετσι, το έλλειμμα του προϋπολογισμού (τακτικού και έκτακτου) έφτασε το 1949 στο 1,2 τρισ. δραχμές. Την ίδια στιγμή η καταστροφή ανθρώπινης εργασίας ήταν πρωτόγνωρη όταν οι δηλωθέντες στα γραφεία ευρέσεως εργασίας άνεργοι αυξήθηκαν, ανάμεσα στον Μάρτιο του 1947 που ξεκινά ο εμφύλιος και τον Ιούλιο του 1948 που βρίσκεται στην αιματηρή κορύφωση του, από 55.000 σε 118.000, αύξηση της τάξης του 103%.
Σε επίπεδο μισθών, το 95% των μισθωτών στα μέσα του 1948 διατηρούσε μόνο το 17-49% του προπολεμικού βιοτικού επιπέδου του. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1951 οι καταγραμμένοι άποροι στην Ελλάδα ξεπερνούσαν τα 3.000.000, μόνο το 26,7% των κατοικιών της χώρας είχε ηλεκτρικό ρεύμα, ενώ ακόμη μικρότερο ποσοστό διέθετε τρεχούμενο νερό.
Και αυτό τη στιγμή που ο βιομηχανικός δείκτης παραγωγής παρουσιάζει, ιδίως στα μέσα του 1948, αύξηση πάνω από 27%.
Το ίδιο ανεξέλεγκτη ήταν και η κατάσταση με τις τιμές των προϊόντων, ιδίως μαζικής χρήσης. Ο μέσος τιμάριθμος αυξήθηκε κατά 47% τα δύο τελευταία χρόνια του Εμφυλίου.
Αυτό όταν το 95% των εργατοϋπαλλήλων της χώρας έπαιρνε δέκα φορές λιγότερα απ’ ό,τι ο μέσος εργαζόμενος στην Αμερική, ο όγκος της αγροτικής παραγωγής παρέμενε στο 60% της προπολεμικής, το ύψος της σποράς μειώθηκε το 1949 κατά 20%, το εισόδημα των αγροτών μειώθηκε πάνω από 60% σε σχέση με το προπολεμικό, και αυτό αφορούσε το 85-90% του αγροτικού πληθυσμού.
Και αυτά υπό τραγικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων.
Αν εξαιρέσει κανείς το κέντρο της Αθήνας, η υπόλοιπη πόλη ανέδιδε αναθυμιάσεις λόγω της απουσίας αποχετευτικού συστήματος, ενώ όλες οι δυτικές συνοικίες της Αθήνας αντιμετώπιζαν προβλήματα επιδημιών και δηλητηριάσεων.
Σε αυτές τις συνθήκες είχαν απαγορευτεί οι απεργίες. Τα συνδικάτα παραδόθηκαν σε φανατικούς εθνικιστές με αμφιλεγόμενο παρελθόν υπό την επιστασία των Αμερικανών που επισφραγίστηκε από τον «θερμότατο» χαιρετισμό του Μάρσαλ στο 9ο Πανεργατικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ, τον Απρίλιο του 1948.
Οι δε απεργίες που ξέσπασαν στην Ελλάδα μετά τον Μάιο του 1948 αντιμετωπίστηκαν με πολιτικές επιστρατεύσεις και συλλήψεις απεργικών επιτροπών.
Δεν είναι τυχαίο ότι και οι 22 ηγέτες των δημόσιων υπαλλήλων που συμμετείχαν στην απεργιακή
επιτροπή της πανελλαδικής απεργίας που διεξάχθηκε τον Απρίλιο του 1949 στάλθηκαν σε έκτακτα στρατοδικεία.
Να σημειωθεί ότι ειδικά τα δύο χρόνια έντασης του εμφύλιου πολέμου, εξαιτίας και της συρρίκνωσης των μισθών, η βιομηχανική παραγωγή πετυχαίνει άνευ προηγουμένου άνοδο και εκτίναξη κερδών, ενώ το καθαρό εθνικό εισόδημα αυξήθηκε κατά 50%.
Αλλά και στη γραμματεία της ΓΣΕΕ λειτουργούσαν τελείως πραξικοπηματικά οι Φ. Μακρής -Ι. Πατσατζής, που κατηγορούνταν μέχρι και για πλαστογράφηση των αποφάσεων των ανώτερων συνδικαλιστικών οργάνων.
Συγκροτήθηκαν ακόμη απειράριθμα μικρά σωματεία ομοειδούς αναφοράς που δρούσαν αυτόνομα, χωρίς συντονισμό μεταξύ τους, ομοσπονδίες που υπήρχαν μόνο στα χαρτιά και άλλες που στήνονταν εν μια νυκτί μόνο και μόνο για να εξασφαλιστεί με ψηφοφορία η αναπαραγωγή των ίδιων ηγεσιών στα εργατικά συνέδρια, πρακτική που ακολουθήθηκε για δεκαετίες στην Ελλάδα, κατασκευάζοντας πλαστές διοικήσεις.
Εξίσου χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της οικονομικής ευνοιοκρατίας ήταν και η περίπτωση των Ελλήνων εφοπλιστών, σε μια εποχή που σύμφωνα με τον Αρ. Ωνάση ειδικά τα ποντοπόρα πλοία εξασφάλισαν κέρδη που στη δεκαετία 1940-1949 υπερέβησαν τα 7,5 τρισ. δραχμές.
Προκειμένου να ανασυγκροτηθεί η ελληνική ναυτιλία, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρόσφερε τα 100 Λίμπερτι στην Ελλάδα, τα οποία πουλήθηκαν 560.000 δολάρια το καθένα, λιγότερο από το 1/4 της αξίας τους.
Οι εφοπλιστές πλήρωσαν το 25% της αξίας και τα υπόλοιπα τα εγγυήθηκε το ελληνικό κράτος ώστε να αποπληρωθούν σε 17 χρόνια. Προϋπόθεση ήταν τα πλοία αυτά να μείνουν υπό ελληνική σημαία και να καταβάλλουν στο ελληνικό κράτος τους αναλογούντες φόρους.
Ομως σύντομα οι ιδιοκτήτες τους μεταπούλησαν τα πλοία μεταβάλλοντας το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς και αυτά άλλαξαν σημαία, καταργώντας και τον συμβατικό περιορισμό επί τη βάσει του οποίου δόθηκαν.
Οι ίδιοι οι Αμερικανοί κατήγγειλαν το καθεστώς ότι λόγω αργυρώνητων υπαλλήλων, χωρίς πολλές διατυπώσεις, εκατοντάδες πλοία βρέθηκαν υπό παναμαϊκή σημαία. Ετσι, τα πλοία υπό ελληνική σημαία στα τέλη του 1940 ήταν στο 1/3 των προπολεμικών, παρά την εκπεφρασμένη αμερικανική επιδίωξη να αλλάξει η αναλογία αυτή.
Να σημειωθεί ότι το ελληνικό κράτος είχε ανύπαρκτα έσοδα από την ελληνική ποντοπόρα ναυτιλία όταν η Ελλάδα ήταν η τρίτη δύναμη στον κόσμο στον τομέα αυτό. Οπως χαρακτηριστικά έγραφαν οι εφημερίδες, ο εφοπλιστής Νιάρχος από μόνος του ήταν η πέμπτη παγκόσμια δύναμη στον κόσμο και διέθετε χωρητικότητα πετρελαιοφόρων μεγαλύτερη της Γαλλίας.
Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού στο καθεστώς αδιαφάνειας σε σχέση με τον σχηματισμό του ελληνικού εμπορικού στόλου ενεπλάκησαν σημαίνοντα στελέχη της πολιτικής ζωής της χώρας - ακόμη και ο ίδιος ο μετέπειτα πρωθυπουργός Σοφ. Βενιζέλος.
Οι εφημερίδες (!) κατηγορούσαν αυτόν και τον σύμβουλό του I. Μοάτσο ότι
πλαστογράφησαν το νομοθέτημα της Επιτροπής Εξουσιοδοτήσεων προκειμένου να πάρουν ημέτεροι όχι μόνο άδειες λεωφορείων αλλά και πλοία, και μάλιστα και ο ίδιος ο Βενιζέλος να εγγράψει ένα τέτοιο πλοίο στην ιδιοκτησία του, το οποίο μετά είχε πουλήσει για 800.000 δολάρια, έχοντας με ειδικό νομοθέτημα της κυβέρνησής του αποφύγει να καταβάλει στο κράτος φόρους 300.000.000 δραχμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βενιζέλος παρέκαμψε την ευθύνη του ρίχνοντας απλώς όλα τα βάρη στον I. Μοάτσο, στο όνομα του οποίου τυπικά αποδιδόταν το πλοίο.
Με βάση έρευνα της «Δημοκρατικής», οι εφοπλιστές στην Ελλάδα απολάμβαναν κέρδη 100-200 εκατ. δολαρίων τον χρόνο. Μόνο από την υπερτίμηση των Λίμπερτι, που ο συνολικός αριθμός τους έφτασε τα 300 και αγοράστηκαν λιγότερο από το 1/4 της αξίας τους, οι εφοπλιστές κέρδισαν σε έναν χρόνο 160 εκατ. χρυσές λίρες.
Και επρόκειτο στην ουσία, κατά την εφημερίδα, για δέκα οικογένειες.
Σύμφωνα με ανάλογη ανακοίνωση της ΕΔΑ το 1952, όσοι επωφελήθηκαν οικονομικά από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επωφελήθηκαν και από τον πόλεμο της Κορέας, που εξαιτίας του οι ναύλοι ανέβηκαν κατά 260%. Τα πλοία που βρίσκονταν το 1951-52 υπό ναυπήγηση και ήταν ελληνικών συμφερόντων ήταν τα πρώτα στον κόσμο και ανέρχονταν στο 55% του συνόλου, 200 σκάφη συνολικής χωρητικότητας 250.000 τόνων, ενώ τα περισσότερα ήταν υπό ξένη σημαία (τα 4/5). Η συνολική αυτή χωρητικότητα ξεπερνούσε σε αξία τα 9 εκατ. δολάρια.
Είναι η εποχή που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό ο Ωνάσης, ο οποίος εμπλέκεται στη μεταπώληση επτά δεξαμενοπλοίων που παραχωρούν οι Αμερικανοί, εκτός από τα Λίμπερτι. Αφού έδωσε το ποσό της εγγύησης που απαιτούνταν στο αμερικανικό δημόσιο, ανέλαβε και τη διαχείριση των πλοίων αυτών για μια δεκαετία εξασφαλίζοντας μεγάλα κέρδη, με την «προσφορά» προς το κράτος ότι το περίσσευμα των κερδών της τάξης των 300.000 δολαρίων σε ετήσια βάση θα αποδιδόταν στο ταμείο των ναυτεργατών.
Είναι την ίδια περίοδο που ο Μποδοσάκης με κρατική έγκριση αγοράζει σε δημόσια δημοπρασία 2.000 βρετανικά αυτοκίνητα που είχαν εγκαταλείψει οι Βρετανοί στο Χασάνι και ελέγχει το σύνολο των χερσαίων μεταφορών στη χώρα.
Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρήθηκαν και σε άλλους τομείς της ναυτιλίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα δύο επιβατικά πλοία που παραγγέλθηκαν από ιταλικά ναυπηγεία για τις μεσογειακές γραμμές και τα τέσσερα για τις ακτοπλοϊκές.
Το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας παρέδωσε τα πλοία αυτά σε εφοπλιστικούς κύκλους και μάλιστα διά νομοσχεδίου με ευκολίες πληρωμής, πολύ κάτω της πραγματικής τους αξίας και σε δάσος 20 ετών με τόκο μόνο 2%.
Με νόμο του 1948 μειώθηκε η φορολογία των κερδών της εμπορικής ναυτιλίας ενώ το κράτος είχε ήδη δεχτεί να λαμβάνει φόρο κατά 25% μικρότερο του υπολογιζόμενου, που εξαιτίας αντιδράσεων από τους εφοπλιστικούς κύκλους μειώθηκε με νέα συμφωνία κατά ακόμη 2%.
Εκτός αυτού, νέος νόμος του 1951 εισήγαγε το σύστημα φορολογίας των ακαθάριστων εσόδων του πλοίου με τόσο χαμηλούς συντελεστές που μείωσαν τη φορολόγηση στο 1/4 της παλιάς. Ετσι, ένας από τους μεγαλύτερους εφοπλιστές της εποχής, ο Β. Γουλανδρής, δήλωσε στην εφορία το 1950, με βάση καταλόγους που έδωσε το 1952 ο υπουργός Οικονομικών, κέρδη μόνο 150 εκατ. δραχμών.
Πηγή: Μιχάλης Λυμπεράτος, Διδάκτορας Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου - History
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μάλιστα, στο μέτρο που κάποιοι μεγαλοαστοί αλλά και μεσοαστικά στρώματα έβλεπαν ότι η κρίση τους εξασφάλιζε απρόσκοπτες οικονομικές ενισχύσεις από την Αμερική, που αντίθετα δεν δόθηκαν στην Ελλάδα προτού ξεσπάσει ο Εμφύλιος, τον Ιανουάριο του 1946, λόγω της αφερεγγυότητας των Ελλήνων αστών, συντάσσονταν περισσότερο με τη στρατηγική επέκτασης του Εμφυλίου.
Γιατί έναν χρόνο μετά οι δαπάνες του ελληνικού κράτους, με τη συνδρομή των ξένων ενισχύσεων, έφτασαν στα 225.000.000 δολάρια για ανάγκες περιμετρικά της καταστολής της «ανταρσίας», γεγονός που δείχνει πως ο εμφύλιος ικανοποιούσε τις οικονομικές δοσοληψίες σημαντικού τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης που χρησιμοποιούσε το κράτος σαν πελάτη.
Την ίδια στιγμή επιτράπηκε να εμφανιστούν αδιάθετα ιδιωτικά κεφάλαια που ξεπερνούσαν τα 164.000.000 δολάρια, τα οποία δεν τοποθετήθηκαν παραγωγικά, δεν απέδωσαν φόρους και αποθησαυρίστηκαν ή διέφυγαν στο εξωτερικό.
Σε συνεργασία με τμήματα του κρατικού μηχανισμού και χάρη στους ανύπαρκτους κρατικούς ελέγχους στην οικονομική διαδικασία, με την προσφορά αθρόου και φτηνού εργατικού δυναμικού λόγω των «συμμοριόπληκτων», που κατά χιλιάδες μεταφέρθηκαν αναγκαστικά και εγκλείστηκαν σε στρατόπεδα εργασίας, ο εμφύλιος πόλεμος έγινε πηγή καλπάζοντος πλουτισμού.
Το γεγονός αυτό είχε την ευχέρεια να το διαπιστώσει πρώτος από όλους ο Πολ Πόρτερ, που στάλθηκε στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ στα τέλη Ιανουάριου του 1947 προκειμένου να συντάξει έκθεση για την οικονομική κατάσταση στη χώρα και τις δυνατότητες πραγματικής αξιοποίησης της μελλοντικής αμερικανικής βοήθειας.
Ο Πόρτερ διαπίστωσε άμεσα μια πρωτόγνωρη συμπεριφορά των αστικών στρωμάτων της χώρας για τα δεδομένα ενός δυτικού κράτους. Στο ημερολόγιό του δεν έκρυβε την αποστροφή του έναντι των Ελλήνων πολιτικών, ιδίως αυτών που διαχειρίζονταν τα οικονομικά ζητήματα, όσο και έναντι μιας ανάλγητης αστικής τάξης που επέμενε να θησαυρίζει επωφελούμενη από τον υψηλό πληθωρισμό, τις επενδύσεις σε χρυσές λίρες, την καταλήστευση του δημόσιου χρήματος και τη μεταφορά κεφαλαίων σε καταθέσεις σε ξένες τράπεζες.
Οσο για τη συνολικότερη διαγωγή των Ελλήνων αστών και τη διαπλοκή τους με πολιτικούς και μάλιστα ακόμη και με τον αρχηγό του μεγαλύτερου ελληνικού κόμματος και πρώην πρωθυπουργό Κων. Τσαλδάρη, ο Πόρτερ υπογράμμιζε εκτός από την προκλητική επίδειξη της διαπλοκής τους με τις κορυφές του ελληνικού κράτους, την εξοργιστική διαφήμιση πλούτου από μέρους τους σε πανάκριβα εστιατόρια με τους οικονόμους με τις λιβρέες τους, τα λουκούλλεια γεύματα και τα πανάκριβα κρασιά σε αυτά, τα οποία δεν έβρισκες ούτε στις πιο πλούσιες πόλεις του κόσμου, την ίδια στιγμή που το 70% του ελληνικού πληθυσμού υποσιτιζόταν.
Ηταν τότε που άνθισε και το φαινόμενο των εμπορικών καταστημάτων της Ερμού ή του Κολωνακίου στα οποία, κατά τις αθηναϊκές εφημερίδες, οι μεγάλοι οίκοι μόδας από το Παρίσι είχαν παραρτήματα και έντυναν τις Αθηναίες «που δεν λογάριαζαν τα έξοδα».
Μάλιστα, η Αθήνα έμεινε έκπληκτη όταν η πασίγνωστη μοδίστρα Σταυρούλα Τσούχλου, επικεφαλής ενός από τους οίκους μόδας στην Ερμού που θησαύριζαν, κατηγορήθηκε ότι στον επαγγελματικό της χώρο εντοπίστηκε μηχανισμός των κομμουνιστών και η οποία στις 26 Νοεμβρίου του 1948, με τη μέθοδο της «αυτοκτονίας κατά την ανάκριση», ρίχτηκε από τον τρίτο όροφο της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων.
Πόρτερ: Αυξήστε 50% τον φόρο επιχειρήσεων
Μάταια η αποστολή Πόρτερ ζήτησε εξορθολογισμό του φόρου εισοδήματος και καταγραφή των εμπορικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα προκειμένου να συνταχθεί ένα αντικειμενικό μητρώο φορολογίας, καθώς και την επιβολή ποινών ειρκτής έναντι εκείνων που φοροδιέφευγαν και παραποιούσαν συστηματικά τα φορολογικά στοιχεία.
Γι’ αυτό και αντιμετωπίστηκε ως εχθρός από τους Ελληνες αστούς, ιδίως αφού οι προτάσεις του κατέτειναν στην αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων και μάλιστα κατά 50% ώστε να υποστηριχθεί η ανάπτυξη και να ισορροπήσει ο κρατικός προϋπολογισμός, παράλληλα με την περιστολή της αισχροκέρδειας των εισαγωγέων, που επωφελούνταν από τη διάσταση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών τιμών.
Ωστόσο, αντί της εφαρμογής αυτών των μέτρων, η ελληνική αστική τάξη αξιοποίησε το χαρτί των συνθηκών «έκτακτης ανάγκης» που συνιστούσε η δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας για να ακυρώσει οποιονδήποτε οικονομικό έλεγχο.
Γιατί παρότι ο τελευταίος ελάχιστα έθιξε την ελληνική βιομηχανική παραγωγή και τους μηχανισμούς παραγωγής κερδών και παρότι κανείς δεν πίστευε ότι συνιστούσε παράγοντα αποτελεσματικής κοινωνικής ανατροπής (στην πρωτεύουσα τα κέντρα διασκέδασης αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο παρά τις συγκρούσεις με τον εθνικό στρατό στα βουνά), δημιουργήθηκε κλίμα υστερίας εναντίον του, παράχθηκε η εικόνα του εθνικού ολετήρα και διαγράφηκαν όλες οι προτάσεις του για ειρήνευση, ώστε να εξασφαλιστούν οι απεριόριστες ποσότητες ξένης βοήθειας που υπόσχονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, εφαρμόζοντας εκείνη την εποχή ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο περιστολής της κομμουνιστικής επιρροής.
Ο ίδιος ο Πόρτερ σε άρθρο του στο περιοδικό «Collier’s», επτά μήνες μετά την υποβολή της αρχικής έκθεσής του, μιλούσε για το παιχνίδι που γινόταν με την επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου, ώστε να εξασφαλιστούν πιστώσεις και να διαιωνιστεί η εξουσία της κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους που κατά τον Πόρτερ λυμαίνονταν τη χώρα.
Μάλιστα, από τη στιγμή που εκπονείται το σχέδιο Μάρσαλ και αρχίζουν οι πρώτες πιστώσεις και τα υλικά να καταφθάνουν στην Ελλάδα, ήταν σχεδόν αδύνατο να επέλθει ειρήνευση, παρά τις λογικές προτάσεις του ΔΣΕ.
Οι δεξιές εφημερίδες συστηματικά φιλοξενούσαν «εκκλήσεις» του στρατηγού Μάρσαλ να αφοπλιστούν και να εξοντωθούν οι παράνομες «συμμορίες» των βουνών, ώστε να προσφερθεί και να αποδώσει η οικονομική βοήθεια.
Η ίδια η οικονομική συμφωνία Ελλάδας - ΗΠΑ στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ χαιρετίστηκε ως η συμμετοχή της Αμερικής στην καταστολή του αντάρτικου κινήματος που θα έφερνε την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, όταν οι Αμερικανοί θα ήταν -υποτίθεται- σίγουροι για τα κεφάλαιά τους.
Ετσι, Αμερικανοί και Ελληνες αστοί πολιτικοί και κεφαλαιούχοι επέβαλαν στην Ελλάδα έναν εμφύλιο πόλεμο μέχρι τέλους.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι κάθε φορά που κάποιες πολιτικές δυνάμεις επιζητούσαν συμβιβασμό, οι Αμερικανοί υπόσχονταν νέες πιστώσεις και οι Ελληνες αστοί δημιουργούσαν κλίμα υστερίας για τη διεθνή συνωμοσία που απειλούσε τη χώρα, προσβλέποντας σε νέους κρουνούς επενδύσεων.
Για παράδειγμα, στις 10-11 Ιουλίου 1947, μετά την ανακοίνωση του ΚΚΕ από το Στρασβούργο ότι εάν ο εθνικός στρατός δεν σταματούσε τις επιχειρήσεις το κόμμα θα επιδίωκε την ίδρυση της κυβέρνησής του στη βόρεια Ελλάδα και ενώ όλοι θεωρούσαν βέβαιη την κυβερνητική υποχώρηση, μηχανισμοί μέσα στο κράτος με επικεφαλής τον Ναπ. Ζέρβα πραγματοποίησαν αιφνιδιαστικά χιλιάδες συλλήψεις, μετριοπαθών κυρίως αριστερών του ΕΑΜ, ακριβώς για να αποτρέψουν την ειρήνευση.
Η συνωμοσία αυτή δικαιολογήθηκε ως η αποτροπή ενός σχεδιαζόμενου κομμουνιστικού πραξικοπήματος, ενώ στην ελληνική Δικαιοσύνη δόθηκε «ικανός χρόνος, όπως προχωρήσει εις το έργο της, έχουσα εις την διάθεσίν της (στις φυλακές και στη Μακρόνησο) όλα εκείνα τα πρόσωπα, τα οποία, κατά τας υπάρχουσας βάσιμους πληροφορίας, ενέχονται εις την ανατρεπτική συνωμοσίαν».
Το πόσο στενή ήταν η διασύνδεση της εμφυλιοπολεμικής πρακτικής του ελληνικού κράτους με οικονομικά συμφέροντα της εποχής φάνηκε από το γεγονός ότι οι συλλήψεις αυτές πραγματοποιήθηκαν τη μέρα που η ελληνική κυβέρνηση απαντούσε στα αιτήματα των τραπεζικών υπαλλήλων που απεργούσαν ότι ως νομιμόφρονες πολίτες όφειλαν να διακόψουν αμέσως την απεργία τους χωρίς να διεκδικούν αυξήσεις, αφού κινδύνευε ο τόπος από τον κομμουνισμό.
Το επιχείρημα αυτό οδήγησε τον Δεκέμβριο του 1947 στην ψήφιση ειδικού αντιαπεργιακού νόμου, που ήταν τόσο προκλητικός ώστε ακόμη και οι Αμερικανοί απαίτησαν να αποσυρθεί.
Είναι γεγονός ότι και το ίδιο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέφρασε τελικά την αγανάκτησή του απέναντι στην πρακτική των ελληνικών κυβερνήσεων να διεκδικούν υπέρογκα κεφάλαια και να τα διανέμουν σε κρατικούς ευνοούμενους, δημιουργώντας μια ανεξέλεγκτη μεγαλοαστική τάξη στη χώρα.
Ετσι, αν και τον Ιανουάριο του 1948 ανακοινώθηκε η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών από την Αμερικανική Οικονομική Αποστολή (ΑΜΑG) και την ελληνική κυβέρνηση, στην πραγματικότητα δεν αυξήθηκε η ξένη βοήθεια με την εισαγωγή νέων κεφαλαίων και απλώς αξιοποιήθηκαν τα υπάρχοντα αποθεματικά, αναστέλλοντας όμως τα προγράμματα ανασυγκρότησης και κοινωνικής προστασίας.
Ηταν σε όλους προφανές ότι ο Εμφύλιος συμβάδιζε με τη δημιουργία μιας προκλητικής τάξης νεόπλουτων που το περιοδικό «Νέα Οικονομία» αποκάλεσε «λούμπεν» μεγαλοαστική τάξη.
Το μεγαλύτερο μέρος από το ποσό του σχεδίου Μάρσαλ για εισαγωγή μηχανών και πρώτων υλών διατέθηκε για την εισαγωγή καταναλωτικών ειδών και μάλιστα πολυτελείας, τα σκάνδαλα λαθρεμπορίας συναλλάγματος διαδέχονταν το ένα το άλλο, ενώ το 1949 υπολογίστηκε ότι στη χώρα κάθε χρόνο εξάγονταν παράνομα 25 εκατ. δολάρια για την εισαγωγή χρυσών λιρών που πουλιούνταν στη μαύρη αγορά.
Την ίδια στιγμή που το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού πενόταν είχε γίνει ημιεπίσημο καθεστώς οι μεγαλοεισαγωγείς να αγοράζουν προϊόντα στη διατίμηση και να τα πουλούν στη μαύρη αγορά, ενώ στην τιμή των εισαγόμενων προϊόντων ενσωματωνόταν και ένα 5% ως «επίσημο κέρδος του εισαγωγέως», επιπλέον του νόμιμου εμπορικού κέρδους, που καθιστούσε τα προϊόντα πανάκριβα.
Να σημειωθεί για παράδειγμα ότι τα υφάσματα που δίνονταν με τη μορφή βοήθειας στους δημόσιους υπαλλήλους για να αντιμετωπίσουν το κρύο δεσμεύονταν από τους βιομηχάνους και τους εισαγωγείς, μεταποιούνταν και διοχετεύονταν στην αγορά, παρότι το κράτος απειλούσε με εκτόπιση εκείνους που θα εντοπίζονταν με αποκρυβέντα προϊόντα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, το 60% των βιομηχανικών πιστώσεων απορροφήθηκε τα δύο χρόνια του Εμφυλίου μόνο από δέκα βιομηχανίες, ενώ μεγαλοεργολάβοι δημόσιων έργων, πολλά από τα οποία ήταν φυλάκια και οχυρωματικά έργα κατά του ΔΣΕ, εκμεταλλεύονταν ληστρικά τους 700.000 «συμμοριόπληκτους» πρόσφυγες που αναζητούσαν μεροκάματο έχοντας εξαναγκαστικά απομακρυνθεί από τις εστίες τους για να στερηθεί κοινωνικής στήριξης ο ΔΣΕ.
Την ίδια στιγμή πενήντα οικογένειες Ελλήνων εφοπλιστών αγόρασαν με κρατικά χρήματα και σκανδαλώδεις ελαφρύνσεις τα 100 Λίμπερτι που εκποιούσε η Επιτροπή Ναυτιλίας των ΗΠΑ και μέσα σε έναν χρόνο έγιναν πάμπλουτοι.
Ηταν τότε που εγκαινιάστηκε η πρακτική της αναζήτησης «σημαιών ευκαιρίας». Αλλά και η απόπειρα ορισμένων ευσυνείδητων ανώτερων κρατικών υπαλλήλων να φορολογηθούν κεφάλαια που εντοπίστηκαν στο εξωτερικό, πολλά από τα οποία διοχετεύτηκαν εκεί παράνομα, κατέπεσε στο κενό
Οι ίδιες οι ιδιωτικές τράπεζες, παρότι τα κεφάλαιά τους προέρχονταν από καταθέσεις των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος και των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, δανείζονταν με 4%: ενώ δάνειζαν με 20%, αν και μαζί με τις προμήθειες (η επίσημη ήταβ στο 4%) και τα άλλα έξοδα που αναλάμβανε ο δανειολήπτης ο τόκος ανέβαινε ακόμη και στο 30%, αποφέροντας μεγάλα κέρδη σ’ αυτές. Επιπλέον, λειτουργούσε και μια εξωτραπεζική αγορά χρήματος με δάνεια σε ρήτρα χρυσού και τοκογλυφικά επιτόκια.
Ηταν τέτοια η μανία αποθησαυρισμού ώστε εκατοντάδες συνωστίζονταν έξω από την οδό Σοφοκλέους σε καθημερινή βάση και αγόραζαν και πουλούσαν στη μαύρη αγορά λίρες ώστε κάποια εφημερίδα πρότεινε να εγκατασταθεί εκεί πυροσβεστική αντλία για να καταβρέχει τους κερδοσκόπους και να διαλύονται.
Ομως, στον βαθμό που δεν υπήρχαν καταθέσεις στις τράπεζες για να δοθούν δάνεια (το 1948 από τα 657 δισ. καταθέσεων πάνω από τα μισά ήταν κρατικών οργανισμών και όχι ιδιωτών), το κύριο μέσο πλουτισμού ήταν η παράλληλη αγορά δανείων στην οποία ιδιώτες δανείζονταν για βραχυχρόνιο διάστημα μεγάλα ποσά με υπέρογκα επιτόκια, εξασφαλίζοντας πρωτοφανή κέρδη στους τοκογλύφους.
Να σημειωθεί ότι οι ιδιωτικές τράπεζες είχαν εξασφαλίσει, εκτός των άλλων, να χρηματοδοτούνται για την πληρωμή των αποδοχών του προσωπικού τους από την Τράπεζα της Ελλάδος και τον δημόσιο προϋπολογισμό με εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο, περιορίζοντας στο ελάχιστο το κόστος λειτουργίας τους.
Σύμφωνα με υπάρχουσες εκθέσεις της εποχής, οι Ελληνες κεφαλαιούχοι, αν και είχαν διπλασιάσει τα κέρδη και το πραγματικό τους εισόδημα μεταξύ 1939 και 1951, φοροδιέφευγαν τόσο προκλητικά ώστε απέφεραν στο ελληνικό κράτος μόνο το 6% των συνολικών δημοσιονομικών εσόδων.
Από την άλλη αποσπούσαν αφειδώς δάνεια, χωρίς ιδιαίτερες πιέσεις αποπληρωμής και σε συνεργασία με κρατικούς υπαλλήλους αλλά και πολιτικούς πάτρωνες, και επωφελούνταν τα μέγιστα από τις υποτιμήσεις ή τις πρακτικές δόλιας χρεοκοπίας.
Την ίδια στιγμή, με τον νόμο 1255/49 οι εργοδοτικές εισφορές στο ταμείο ανεργίας είχαν μειωθεί από 10% το 1945 σε 1% το 1949. Και παρότι αυτά ήταν κίνητρα για επενδύσεις, ούτε λόγος για χρηματοδότηση της οικονομίας από τον ιδιωτικό τομέα, που στηρίχθηκε στην ουσία μόνο στα χρήματα του σχεδίου Μάρσαλ.
Με συγκριτικά δεδομένα το ύψος των άμεσων φόρων το 1949 κινούνταν στα επίπεδα του 1935-36, παρότι το εθνικό εισόδημα ήταν ασφαλώς πολύ ανώτερο του προπολεμικού. Και μεγάλο τμήμα των άμεσων φόρων δεν επιβάρυνε καν τους έχοντες, αφού αφορούσαν τον φόρο κύκλου εργασιών, τη φορολογία μισθωτών υπηρεσιών αλλά και τον φόρο επιτηδεύματος που σχετιζόταν με τους μικροβιοτέχνες και τους αυτοαπασχολούμενους, πολλοί από τους οποίους υπερφορολογούνταν.
Στη βάση της ίδιας λογικής φορολογικών ελαφρύνσεων προς το μεγάλο κεφάλαιο, οι έμμεσοι φόροι αντιπροσώπευαν περίπου το 80% των εσόδων του κράτους, αφορώντας τα 3/4 του συνόλου των φόρων, πλήττοντας κυρίως εκείνους που το εισόδημά τους παρέμενε αισθητά κατώτερο του προπολεμικού ή αυτούς από τους καταναλωτές που φυτοζωούσαν.
Κατά τον ίδιο τρόπο φοροδιέφευγαν σκανδαλωδώς και οι εισαγωγείς, για τους οποίους υπολογιζόταν ότι το κέρδος τους συνήθως έφτανε στο 100%, ιδίως για τα προϊόντα πολυτελείας. Τα υψηλά αυτά κέρδη πραγματοποιούνταν κατά κύριο λόγο επειδή το κράτος παρείχε σε αυτούς φτηνό συνάλλαγμα στην επίσημη τιμή, αλλά και επειδή οι ποσοτικοί περιορισμοί που το ίδιο το κράτος επέβαλλε στις εισαγωγές επέτρεπαν στους εισαγωγείς να πωλούν πάνω από τις διεθνείς τιμές.
Πρόσφορο πεδίο πλουτισμού ήταν οι αγοραπωλησίες αμερικανικών αυτοκινήτων που μόνο πλούσιοι ήταν σε θέση να αγοράζουν, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, λόγω του μεγέθους τους υποχρέωναν τους πολίτες, που δεν το είχαν συνηθίσει, να ανεβαίνουν στα πεζοδρόμια, που μέχρι τότε δεν χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα.
Μάλιστα, ενώ έπρεπε να είχαν δημιουργηθεί νέες βιομηχανίες με βάση το σχέδιο Μάρσαλ, τα κεφάλαια που δόθηκαν πήραν τη μορφή δανείων για την επέκταση των υφιστάμενων βιομηχανιών, των στηριγμάτων του εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, χωρίς πρόθεση ανάπτυξής τους.
Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, για παράδειγμα, περιορίστηκε στο 1/5 των αρχικών υποσχέσεων, ενώ αρχικά είχαν σχεδιαστεί να γίνουν οκτώ υδροηλεκτρικά εργοστάσια.
Ηταν τέτοια η αφερεγγυότητα μεγάλου τμήματος της εγχώριας αστικής τάξης ώστε από την Τράπεζα της Ελλάδας είχε θεωρητικά αποκλειστεί η χορήγηση πιστώσεων σε επιχειρήσεις που είχαν δραστηριοποιηθεί την περίοδο της Κατοχής, με το σκεπτικό ότι διέθεταν ικανά ίδια κεφάλαια, ιδιαίτερα εκείνες που ασχολούνταν με είδη πολυτελείας, ενώ απαγορευόταν ρητά η χορήγηση πιστώσεων από περισσότερες της μίας τράπεζες στον ίδιο δανειολήπτη.
Από αυτά τα χρήματα, το 60% περίπου του συνολικού ποσού δόθηκε σε επτά μόνο βιομηχανίες, ενισχύοντας τις πρακτικές «μονοπωλιοποίησης» της ελληνικής οικονομίας.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε εκτός από τις βιομηχανίες τσιμέντων και στις εταιρείες του ομίλου Μποδοσάκη, τη Χαλυβουργική και τρεις ακόμη μεταλλουργικές εταιρείες. Οι εταιρείες αυτές, ενώ δεσμεύτηκαν εγγράφως ότι θα τηρήσουν ορισμένες προϋποθέσεις σε σχέση με το ύψος των τιμών των προϊόντων τους, την αξιοποίηση ανάλογου ποσού ιδίων κεφαλαίων και την έγκαιρη εξυπηρέτηση του δανείου τους, πολύ λίγο ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους αυτές, ενώ εμφάνισαν διογκωμένους λογαριασμούς κόστους εγκαταστάσεων για να φαίνεται ότι έκαναν επενδύσεις.
Να σημειωθεί ότι την ίδια στιγμή διεξαγόταν ένας ανηλεής πόλεμοςα μεταξύ τους με πρόσφορο μέσο την καταγγελία για φιλοκομμουνισμό και μάλιστα στα τέλη Μαΐου 1948 διεξάχθηκε και δίκη μιας σειράς βιομηχάνων που είχαν καταγγελθεί, ανάμεσά τους και ο καπνοβιομήχανος I. Παπαστράτος, με την κατηγορία ότι χρηματοδοτούσαν κρυφά τους μαχητές του ΔΣΕ.
Ηταν τέτοιας έκτασης η συγκέντρωση κεφαλαίων ώστε, με βάση έρευνα της μετεμφυλιακής «Δημοκρατικής», μόνο ο Μποδοσάκης διέθετε σύνολο κεφαλαίων πάνω από 3 τρισ. δραχμές, ελέγχοντας χημικές βιομηχανίες (ποτάσας, αζώτου), το καλυκοποιείο, την Εθνική Τράπεζα, την ελληνική εριουργία, τα ναυπηγεία Βασιλειάδη, τα Λιπάσματα Ελλάδος κ.ά.
Την ίδια στιγμή η Εθνική Τράπεζα ήλεγχε το 45% της ελληνικής οικονομίας, ενώ αντίστοιχο ήταν το οικονομικό βάρος της Τράπεζας Αθηνών. Αλλά πέραν των ισχυρών ομίλων και μια σειρά μικρών και μεσαίων εργολάβων, χωρίς στην πραγματικότητα ίδια κεφάλαια, αναλάμβανε έργα που τους έδωσαν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σύντομα σε μεγάλες εταιρείες.
Η ενίσχυση της «συμμοριόπληκτης» βιομηχανίας
Γενικά η λογική της Κεντρικής Επιτροπής Δανείων (ΚΕΔ) και του Οργανισμού Χρηματοδότησης Οικονομικής Αναπτύξεως (ΟΧΟΑ), που διαχειρίστηκαν τα μακροπρόθεσμα δάνεια της αμερικανικής βοήθειας προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις της χώρας, ήταν πρωτίστως να ενισχυθεί η «συμμοριόπληκτη» βιομηχανία.
Η ΚΕΔ ήλεγχε τις παρεχόμενες εγγυήσεις από την πλευρά του δανειολήπτη σε συνδυασμό με τις ιδιωτικές τράπεζες, αυτές που επωμίζονταν την ευθύνη να παρακολουθήσουν την πορεία των δανείων αυτών και όχι βέβαια ανεξάρτητες κρατικές αρχές.
Είναι προφανές ότι με βάση το καθεστώς αυτό αλλά και τις ελλείψεις σε ελεγκτικό προσωπικό δημιουργούνταν οι όρο: εκτεταμένων ατασθαλιών και ευνοιοκρατίας που προνομοιοποιούσε το σύμπλεγμα ιδιώτες - ιδιωτικές τράπεζες -πολιτική εξουσία.
Γι’ αυτό τον λόγο στις 16 Ιανουάριου 1950 οι Αμερικανοί αναγκάστηκαν να ζητήσουν να τεθούν συμπληρωματικοί κανόνες σχετικά με τα κριτήρια δανειοδότησης, ώστε να περιοριστούν κάπως οι ατασθαλίες. Ειδικά με τους βιομηχανικούς κλάδους ορίστηκε ως ποσοστό συμμετοχής ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων το 30%, που γρήγορα όμως μειώθηκε για τις «συμμοριόπληκτες» βιομηχανίες.
Είναι ενδεικτικό της κατάστασης ότι το ίδιο το Γραφείο Ελέγχου της Αμερικανικής Αποστολής από ελέγχους στις τιμές, τις αποθήκες, στα πινάκια παραγγελιών, τα παραστατικά εισαγωγέων και στις αποδείξεις των δανείων διαπίστωσε χιλιάδες λαθροχειρίες, που επέβαλαν μέχρι το τέλος του 1951 την επιστροφή 8 εκατ. δολαρίων από αυτά που δόθηκαν σε εταιρείες και φυσικά πρόσωπα. Εκτός των άλλων, ο πληθωρισμός και οι ελεγχόμενες υποτιμήσεις επέτρεψαν σε αρκετούς, των οποίων οι οφειλές προπολεμικά άγγιζαν τα επίπεδα των 20 δισ. δραχμών, να εξοφλήσουν τα δάνεια αυτά σε εξευτελιστικές τιμές.
Αλλά και τα σκάνδαλα για αδικαιολόγητες προνομιακές εκχωρήσεις εκμεταλλεύσεων του εθνικού πλούτου, ιδίως στη λιγνιτοφόρα λεκάνη της Πτολεμαΐδας, ανθούσαν. Την ίδια στιγμή ανακαλύπτονταν αποθήκες με χιλιάδες αποκρυμμένα τρόφιμα που είχαν σαπίσει.
Ο Μποδοσάκης «φτωχότερος» από τον Λαδόπουλο
Με βάση τα στοιχεία που έδωσε μετεμφυλιακά η κυβέρνηση Πλαστήρα, 225 μεγαλέμποροι και βιομήχανοι δήλωσαν το 1950 στις εφορίες επίσημα κέρδη 100,7 δισ. δραχμών. Δεδομένου ότι απέκρυψαν πολλαπλάσια (με επικεφαλής τον Μποδοσάκη που εμφάνισε προσωπικό εισόδημα μόνο 153 εκατ. δραχμές), επρόκειτο για τεράστια σώρευση αφορολόγητων κερδών.
Μόνος του ο βιομήχανος Χριστόφορος Κατσάμπας της Πειραϊκής-Πατραϊκής, σε μια πιο ειλικρινή δήλωση, παρουσίασε ετήσιο εισόδημα 1 δισ. δραχμών, όπως και ο βιομήχανος χάρτου της Πάτρας Λαδόπουλος, που εμφάνισε εισόδημα στα 4 δισ. δραχμές, όντας από τους λίγους που δεν έκαναν σκανδαλωδώς υποτιμημένες φορολογικές δηλώσεις.
Την ίδια στιγμή η διοικούσα επιτροπή του Οργανισμού Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA - United Nations Relief and Rehabilitation Administration), που διένειμε τη διεθνή βοήθεια, κατήγγειλε ότι ο ευνοιοκρατικός τρόπος διανομής των ενισχύσεων επέτρεπε τεράστιες οικονομικές λαθροχειρίες σε ιδιώτες που εμφανίζονταν κάτοχοι μεγάλων ποσοτήτων πρώτων υλών.
Να σημειωθεί ότι στην περιφέρεια των οικονομικών εφοριών Αθήνας, Πειραιά και Προαστίων, όπου υπήρχαν κατά τεκμήριο τα υψηλότερα εισοδήματα, αυτοί που ασκούσαν εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρηματικές δραστηριότητες το 1950 είχαν δηλώσει κατά 15,5% εισόδημα ίσο με το μισό του μισθού κλητήρα υπουργείου και κατά 67% εισόδημα περίπου ίσο με ενάμιση μισθό, ενώ μόνο 1.410 εισοδηματίες είχαν μεγαλύτερα εισοδήματα. Γενικά το εισόδημα των βιομηχάνων και των μεγαλεμπόρων εμφανιζόταν στην καλύτερη περίπτωση να αποτελεί το 12% του συνολικού εθνικού εισοδήματος. Ετσι, υπολογιζόταν ότι εισόδημα της τάξης των 4 τρισ. δραχμών από το συνολικό των 25 τρισ. διέφευγε από κάθε φορολογία.
Ηταν δε τόσο αδηφάγα η λογική των μεγαλεμπόρων, ώστε υπήρχαν ακόμη και καταγγελίες του Εργατικού Κέντρου Αθήνας ότι απολύονταν κανονικοί υπάλληλοι από τα εμπορικά καταστήματα και προσλαμβάνονταν γυναίκες ελαφρών ηθών οι οποίες χρησιμοποιούνταν για να προσελκύσουν αντρικό κοινό, με την ανάλογη παροχή «υπηρεσιών».
Την παραγωγή «πλουσίων» ενίσχυε και η στάση του ελληνικού κράτους, τόσο του μηχανισμού και των υπαλλήλων του όσο και των ίδιων των πολιτικών κομμάτων, που στη συντριπτική πλειονότητά τους είχαν αναπτύξει στενές «υπόγειες» σχέσεις με το ιδιωτικό κεφάλαιο.
Η διαπλοκή μεταξύ τους ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε στην ουσία καμία στρατηγική πέραν της ληστρικής απόσπασης ακόμη και της ίδιας της διεθνούς βοήθειας.
Χαμηλόβαθμοι και υψηλόβαθμοι υπάλληλοι στις κατάλληλες θέσεις ευνοούσαν επ’ αμοιβή διάφορους προμηθευτές του δημοσίου, ενώ ήταν χιλιάδες εκείνοι που είχαν πλαστά ή διπλά και τριπλά δελτία διανομών και έκαναν εμπόριο με τα προϊόντα αυτά.
Οργανώσεις εθνικοφρόνων, όπως το Σωματείο Ανταρτόπληκτων και Παθόντων, επιδίδονταν σε αλλεπάλληλες διαχειριστικές απάτες και πολλά εκατομμύρια διατέθηκαν με βάση καταγγελίες και την έρευνα υπαλλήλων της Νομαρχίας Αττικής σε πρόσωπα ξένα ως προς το σωματείο αυτό.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ενώ οι μισθοί των δημόσιων υπαλλήλων ήταν ιδιαίτερα χαμηλοί, γεγονός που διευκόλυνε τον χρηματισμό τους, την ίδια στιγμή είχαν πραγματοποιηθεί αθρόοι διορισμοί, που αύξησαν τον αριθμό των προπολεμικών υπαλλήλων κατά 32%, όπως και οι προαγωγές τον αριθμό αυτών που βρίσκονταν σε ανώτερες βαθμίδες της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας.
Οι περισσότεροι εξ αυτών (περίπου το 50% του συνόλου) είχαν προϋπηρεσία κατώτερη των δέκα ετών, δηλαδή είχαν διοριστεί είτε στην Κατοχή είτε λίγο μετά την Απελευθέρωση, σχετιζόμενοι και με το καθεστώς τρομοκρατίας που επιβλήθηκε μετά τη Βάρκιζα στην Ελλάδα.
Το τμήμα αυτό δημόσιων υπαλλήλων εκτός του ότι δεν είχε, σύμφωνα με παρατηρητές, τη στοιχειώδη επαγγελματική κατάρτιση, είχε διοριστεί μέσω τόσο σκανδαλώδους εύνοιας ώστε εξυπηρετούσε απροκάλυπτα τις πλέον ιταμές πελατειακές απαιτήσεις.
Αυτοί οι υπάλληλοι αμείβονταν με ειδικά επιδόματα και αυξήσεις μισθών, που αφορούσαν τις αθρόες προαγωγές τους, σε σημείο ώστε το 47% του συνόλου των υπαλλήλων να διατηρεί το 1949 βαθμούς από τμηματάρχη και πάνω.
Συνέπεια όλων αυτών, οι ελληνικές κυβερνήσεις αδυνατούσαν να παρουσιάσουν στο Συμβούλιο Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας έστω και ένα στοιχειώδες σχέδιο τετραετούς ανάπτυξης ώστε να αποσπάσουν οργανωμένα τις πιστώσεις που τους ήταν απαραίτητες. Την ίδια στιγμή επεκτεινόταν. όταν το καθεστώς ασυδοσίας και σε άλλες κοινωνικές ομάδες, αφού, μέσω ενός επιλεκτικού συστήματος παροχής αδειών άσκησης επαγγέλματος, δημιουργήθηκε μια νέα παραδοσιακή μικροαστική τάξη, σταθερό στήριγμα όλων των αντιδημοκρατικών εκτροπών που ταλάνισαν την χώρα μέχρι και τη χούντα των συνταγματαρχών (περιπτεράδες, μπακάληδες, οδηγοί ταξί, ιδιοκτήτες λεωφορείων δημόσιας χρήσης κ.λπ.).
Μεταξύ άλλων, υπήρχαν ακόμη και επιτήδειοι εθνικόφρονες που εξασφάλιζαν εισοδήματα με «εράνους» με πρόσχημα την ενίσχυση των «ανταρτοπληκτων», με τη συνδρομή της απειλής ότι αν δίνονταν τα χρήματα ο ένοικος θα καταγγελλόταν στις κατά τόπους αστυνομικές αρχές ως συνοδοιπόρος των κομμουνιστών.
Μάλιστα, ενδεικτικό των καιρών ήταν ότι οι ευνοούμενοι των συνθηκών αυτών έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στις πολυκατοικίες και στα διαμερίσματα, τη νέα μόδα της εποχής του Εμφυλίου, που χτίζονταν με φτηνά τσιμέντα και χωρίς πολεοδομικά σχέδια, ενώ ανθούσαν και τα κέντρα διασκέδασης (είχε ξεκινήσει η δημιουργία της «παραλιακής») με την ανάδυση νέων τραγουδιστών μαζικής διασκέδασης (βαριετέ).
Ηταν πρωτοφανής η έκταση της δημιουργίας τέτοιων κέντρων, τα οποία απαιτούσαν για μια βραδιά διασκέδασης χρήματα που αντιστοιχούσαν στον μισό μισθό δημόσιου υπαλλήλου, προσφέροντας τεράστιους μισθούς στους διασκεδαστές και τραγουδιστές των κέντρων αυτών (Νέα Μονμάρτη, Πιγκάλ, Αρτζεντίνα, Φλόριντα, Ιντεάλ, Φρολίξ, Σε Νου, Ιβοζίμα, Αλσος, Οαση, Νεράιδα, Τροκαντερό, Μπάτης στο Παλαιό Φάληρο και μπουζούκια στις Τζιτζιφιές στα οποία χόρευαν κορίτσια δώδεκα ετών και γινόταν εκτεταμένη «κονσομασιόν» κ.λπ.).
Ειδικά το καλοκαίρι του 1946 υπολογίστηκε ότι λειτουργούσαν μόνο στην Αθήνα 250 μαγαζιά μαζικής διασκέδασης, τα οποία έκαναν τζίρο δισ. δραχμές, στην είσοδο των οποίων παρατάσσονταν πανάκριβες λιμουζίνες. Η εμπλοκή με τη διασκέδαση έγινε δε το όνειρο χιλιάδων Ελλήνων που αναζητούσαν εργασία, οι οποίοι κατέκλυζαν τα ωδεία της εποχής για να μάθουν ένα όργανο ή να τραγουδάνε.
Παράλληλα, με την παραγωγή επιχειρηματιών ευνοούμενων του κράτους προέκυψε και η δημιουργία των ακριβών συνοικιών της Αθήνας με πολυτελείς επαύλεις, εκεί όπου «επενδύθηκαν» τα κέρδη της βιομηχανίας.
Το κεφάλαιο αυτό ήταν από τα πιο χαρακτηριστικά του εμφύλιου πολέμου και των συνθηκών πολυτέλειας μέσα σε μια θάλασσα εξαθλίωσης.
Γιατί από το ένα περίπου δισ. που δόθηκε από τους Αμερικανούς στα χρόνια του Εμφυλίου, μόνο 150 εκατ. δολάρια δόθηκαν για την ανασυγκρότηση της βιομηχανίας, ενώ άλλα 100 για γεωργικά μηχανήματα, τεχνικές υποδομές, ζώα κ.λπ.
Τα υπόλοιπα αφορούσαν καταναλωτικά αγαθά, πολλά από τα οποία ήταν προϊόντα πολυτελείας, αλλά διοχετεύτηκαν στην αγορά για λόγους κερδοσκοπίας από αμερικανικές εταιρείες, πλουτίζοντας τους εισαγωγείς με τις «ειδικές κρατικές άδειες», που δεν είχαν αλλιώς τρόπο να το δικαιολογήσουν.
Με το ΚΗ' Ψήφισμα του 1948 απαλλάχθηκαν όλες οι νεόδμητες οικοδομές από τη φορολογία μέχρι και το 1960, σε μια εποχή μεγάλης άνθησης της οικοδομής, κατά την οποία ανεγέρθηκαν πάνω από 58.000 διαμερίσματα με 100.000 δωμάτια και 16.250 επαγγελματικές εγκαταστάσεις.
Μεγάλο τμήμα αυτής της ανοικοδόμησης δικαιολογούσε το πρόσχημα της αντιμετώπισης των αναγκών στέγασης αλλά εξίσου μεγάλο αφορούσε και πολυτελείς κατοικίες. Πάντως ήταν τότε που η οικοδομή αποθέωσε την ελληνική βιομηχανική παραγωγή, αφού μεταξύ 1946 και 1948 οι μεταλλουργικοί, μηχανολογικοί και οικοδομικοί κλάδοι είχαν εκτίναξη της παραγωγής τους.
Εκτός όμως των άλλων, ο Εμφύλιος ευνόησε και τους μεγαλοϊδιοκτήτες γης, που είτε κράτησαν τις περιουσίες τους είτε τις αντάλλαξαν με ακίνητα πολλαπλάσιας αξίας. Ετσι, ενώ στην Ελλάδα υπήρχε ένα καθεστώς εκτεταμένης μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας, πράγμα που οδηγούσε μεγάλο τμήμα των αγροτών να φυτοζωεί (υπήρχαν 460.000 οικογένειες με κλήρο μικρότερο των 20 στρεμμάτων), την ίδια στιγμή υπήρχαν 15.732.000 στρέμματα που ανήκαν σε 5.490 γαιοκτήμονες και με βάση τις αποφάσεις όλων των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων έπρεπε να υποστούν τουλάχιστον μερική απαλλοτρίωση (5.937.000 στρέμματα), αφού η απαίτηση αυτή εκκρεμούσε από την προπολεμική περίοδο.
Θα έμεναν δηλαδή στους ιδιοκτήτες τους 10.000.000 στρέμματα, όταν για 550.000 αγρότες θα διανέμονταν μόνο 7.100.000.
Ομως και από τα απαλλοτριώσιμα ο νόμος όριζε ότι κάθε συνιδιοκτήτης θα κρατούσε 300 στρέμματα και έτσι με τη μέθοδο της πολλαπλής συνιδιοκτησίας ο αριθμός των απαλλοτριώσιμων στην πράξη θα έπεφτε ακόμη περισσότερο.
Παράλληλα, είχε συμφωνηθεί ότι η Εκκλησία από όσα θα έδινε θα έπαιρνε ως ανταλλαγή αστικά ακίνητα για τα οποία χρειαζόταν να γίνουν κάποιες αξιακές αναγωγές. Στο πλαίσιο αυτών των διακρίσεων και ευνοιοκρατίας και ανώτεροι συνεταιρισμοί, όπως ο Σταφιδοπαραγωγικός Οργανισμός (ΑΣΟ), βαρύνονταν με ατασθαλίες και κακή διαχείριση, ενώ οργανώσεις των εμπόρων, όπως η Ενωσις Σταφιδεξαγωγέων, συγκέντρωναν υπερβολικά κέρδη, επιτρέποντας να μονοπωλείται η ελληνική αγροτική παραγωγή από μία αγορά, την αμερικανική.
Αυτά τη στιγμή που επικρατούσε τεράστια ένδεια και στους υπόλοιπους πολίτες διανέμονταν παπούτσια από την Αίγυπτο (πολλοί τα φορούσαν παρότι δεν ήταν στα κατάλληλα νούμερα), ελαστικά για να φτιάξουν τις σόλες τους, αραιωμένο γάλα στα σχολεία, κοκ για να ζεσταθούν τον χειμώνα τα νοικοκυριά, ζάχαρη και σιμιγδάλι για τα βρέφη, ενώ δίνονταν χρώματα για να βάψουν τις στρατιωτικές χλαίνες που πολλοί φορούσαν ως μόνο τους ένδυμα, ώστε να μη γίνεται αντιποίηση στολής σε εποχές που υποτίθεται ότι οι πόλεις κινδύνευαν από την κάθοδο ανταρτών.
Τον Φεβρουάριο του 1948 πολλοί υπάλληλοι του υπουργείου Μεταφορών οδηγήθηκαν στη φυλακή γιατί έπαιρναν τις διατακτικές για το κοκ και τις μεταπουλούσαν στην ελεύθερη αγορά. Ακόμη και στο υπουργείο Παιδείας γίνονταν λοβιτούρες, αφού υπάλληλοί του έβγαζαν πλαστά απολυτήρια γυμνασίου και τα πουλούσαν προς 5 λίρες το καθένα. Μάλιστα, στις 21 Ιανουάριου 1948 ανακαλύφθηκαν εκτεταμένες καταχρήσεις στο υπουργείο Εφοδιασμού με νήματα που είχαν δοθεί σε βιομηχάνους χωρίς ή με παραχαραγμένα παραστατικά.
Να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο αυξήθηκε η απαίτηση των «φιλίππων» της Αθήνας να επαναλειτουργήσει ο ιππόδρομος Φαλήρου, ενώ πλημμύρισε η πόλη και από χαρτοπαικτικές λέσχες, τις οποίες έκλεισε το υπουργείο Εσωτερικών στις 8 Ιανουάριου 1948, για να μετατραπούν τελικά τα υπόγεια των καφενείων σε παράλληλες λέσχες. Εκτός από τις υπαίθριες ρουλέτες πίσω από τη Βαρβάκειο αγορά, υπήρχαν και χιλιάδες «παπατζήδες» σχεδόν σε κάθε δρόμο της Αθήνας.
Ως αποτέλεσμα της ληστρικής συμπεριφοράς της ελληνικής αστικής τάξης, όλοι οι μακροοικονομικοί δείκτες της χώρας επιδεινώνονταν ραγδαία. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο είχε εκτιναχθεί στα ύψη το 1948-49, οι δαπάνες του προϋπολογισμού μεγάλωναν συνεχώς για μη επενδυτικούς σκοπούς, ενώ ο προϋπολογισμός των έκτακτων πολεμικών δαπανών αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο, φτάνοντας το 1949 στο 45% του συνόλου των δαπανών, συνέπεια της πρακτικής του εθνικού στρατού να χρησιμοποιεί άσκοπα τεράστιες ποσότητες πολεμοφοδίων εναντίον του ΔΣΕ («βαρούσαν στον βρόντο»), λόγω και της έλλειψής πρόθεσης των στρατιωτών του να πολεμήσουν.
Ετσι, το έλλειμμα του προϋπολογισμού (τακτικού και έκτακτου) έφτασε το 1949 στο 1,2 τρισ. δραχμές. Την ίδια στιγμή η καταστροφή ανθρώπινης εργασίας ήταν πρωτόγνωρη όταν οι δηλωθέντες στα γραφεία ευρέσεως εργασίας άνεργοι αυξήθηκαν, ανάμεσα στον Μάρτιο του 1947 που ξεκινά ο εμφύλιος και τον Ιούλιο του 1948 που βρίσκεται στην αιματηρή κορύφωση του, από 55.000 σε 118.000, αύξηση της τάξης του 103%.
Σε επίπεδο μισθών, το 95% των μισθωτών στα μέσα του 1948 διατηρούσε μόνο το 17-49% του προπολεμικού βιοτικού επιπέδου του. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1951 οι καταγραμμένοι άποροι στην Ελλάδα ξεπερνούσαν τα 3.000.000, μόνο το 26,7% των κατοικιών της χώρας είχε ηλεκτρικό ρεύμα, ενώ ακόμη μικρότερο ποσοστό διέθετε τρεχούμενο νερό.
Και αυτό τη στιγμή που ο βιομηχανικός δείκτης παραγωγής παρουσιάζει, ιδίως στα μέσα του 1948, αύξηση πάνω από 27%.
Το ίδιο ανεξέλεγκτη ήταν και η κατάσταση με τις τιμές των προϊόντων, ιδίως μαζικής χρήσης. Ο μέσος τιμάριθμος αυξήθηκε κατά 47% τα δύο τελευταία χρόνια του Εμφυλίου.
Αυτό όταν το 95% των εργατοϋπαλλήλων της χώρας έπαιρνε δέκα φορές λιγότερα απ’ ό,τι ο μέσος εργαζόμενος στην Αμερική, ο όγκος της αγροτικής παραγωγής παρέμενε στο 60% της προπολεμικής, το ύψος της σποράς μειώθηκε το 1949 κατά 20%, το εισόδημα των αγροτών μειώθηκε πάνω από 60% σε σχέση με το προπολεμικό, και αυτό αφορούσε το 85-90% του αγροτικού πληθυσμού.
Και αυτά υπό τραγικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων.
Αν εξαιρέσει κανείς το κέντρο της Αθήνας, η υπόλοιπη πόλη ανέδιδε αναθυμιάσεις λόγω της απουσίας αποχετευτικού συστήματος, ενώ όλες οι δυτικές συνοικίες της Αθήνας αντιμετώπιζαν προβλήματα επιδημιών και δηλητηριάσεων.
Σε αυτές τις συνθήκες είχαν απαγορευτεί οι απεργίες. Τα συνδικάτα παραδόθηκαν σε φανατικούς εθνικιστές με αμφιλεγόμενο παρελθόν υπό την επιστασία των Αμερικανών που επισφραγίστηκε από τον «θερμότατο» χαιρετισμό του Μάρσαλ στο 9ο Πανεργατικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ, τον Απρίλιο του 1948.
Οι δε απεργίες που ξέσπασαν στην Ελλάδα μετά τον Μάιο του 1948 αντιμετωπίστηκαν με πολιτικές επιστρατεύσεις και συλλήψεις απεργικών επιτροπών.
Δεν είναι τυχαίο ότι και οι 22 ηγέτες των δημόσιων υπαλλήλων που συμμετείχαν στην απεργιακή
επιτροπή της πανελλαδικής απεργίας που διεξάχθηκε τον Απρίλιο του 1949 στάλθηκαν σε έκτακτα στρατοδικεία.
Να σημειωθεί ότι ειδικά τα δύο χρόνια έντασης του εμφύλιου πολέμου, εξαιτίας και της συρρίκνωσης των μισθών, η βιομηχανική παραγωγή πετυχαίνει άνευ προηγουμένου άνοδο και εκτίναξη κερδών, ενώ το καθαρό εθνικό εισόδημα αυξήθηκε κατά 50%.
Αλλά και στη γραμματεία της ΓΣΕΕ λειτουργούσαν τελείως πραξικοπηματικά οι Φ. Μακρής -Ι. Πατσατζής, που κατηγορούνταν μέχρι και για πλαστογράφηση των αποφάσεων των ανώτερων συνδικαλιστικών οργάνων.
Συγκροτήθηκαν ακόμη απειράριθμα μικρά σωματεία ομοειδούς αναφοράς που δρούσαν αυτόνομα, χωρίς συντονισμό μεταξύ τους, ομοσπονδίες που υπήρχαν μόνο στα χαρτιά και άλλες που στήνονταν εν μια νυκτί μόνο και μόνο για να εξασφαλιστεί με ψηφοφορία η αναπαραγωγή των ίδιων ηγεσιών στα εργατικά συνέδρια, πρακτική που ακολουθήθηκε για δεκαετίες στην Ελλάδα, κατασκευάζοντας πλαστές διοικήσεις.
Αμερικανικά Λίμπερτι με εγγύηση του ελληνικού κράτους
Εξίσου χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της οικονομικής ευνοιοκρατίας ήταν και η περίπτωση των Ελλήνων εφοπλιστών, σε μια εποχή που σύμφωνα με τον Αρ. Ωνάση ειδικά τα ποντοπόρα πλοία εξασφάλισαν κέρδη που στη δεκαετία 1940-1949 υπερέβησαν τα 7,5 τρισ. δραχμές.
Προκειμένου να ανασυγκροτηθεί η ελληνική ναυτιλία, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρόσφερε τα 100 Λίμπερτι στην Ελλάδα, τα οποία πουλήθηκαν 560.000 δολάρια το καθένα, λιγότερο από το 1/4 της αξίας τους.
Οι εφοπλιστές πλήρωσαν το 25% της αξίας και τα υπόλοιπα τα εγγυήθηκε το ελληνικό κράτος ώστε να αποπληρωθούν σε 17 χρόνια. Προϋπόθεση ήταν τα πλοία αυτά να μείνουν υπό ελληνική σημαία και να καταβάλλουν στο ελληνικό κράτος τους αναλογούντες φόρους.
Ομως σύντομα οι ιδιοκτήτες τους μεταπούλησαν τα πλοία μεταβάλλοντας το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς και αυτά άλλαξαν σημαία, καταργώντας και τον συμβατικό περιορισμό επί τη βάσει του οποίου δόθηκαν.
Οι ίδιοι οι Αμερικανοί κατήγγειλαν το καθεστώς ότι λόγω αργυρώνητων υπαλλήλων, χωρίς πολλές διατυπώσεις, εκατοντάδες πλοία βρέθηκαν υπό παναμαϊκή σημαία. Ετσι, τα πλοία υπό ελληνική σημαία στα τέλη του 1940 ήταν στο 1/3 των προπολεμικών, παρά την εκπεφρασμένη αμερικανική επιδίωξη να αλλάξει η αναλογία αυτή.
Να σημειωθεί ότι το ελληνικό κράτος είχε ανύπαρκτα έσοδα από την ελληνική ποντοπόρα ναυτιλία όταν η Ελλάδα ήταν η τρίτη δύναμη στον κόσμο στον τομέα αυτό. Οπως χαρακτηριστικά έγραφαν οι εφημερίδες, ο εφοπλιστής Νιάρχος από μόνος του ήταν η πέμπτη παγκόσμια δύναμη στον κόσμο και διέθετε χωρητικότητα πετρελαιοφόρων μεγαλύτερη της Γαλλίας.
Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού στο καθεστώς αδιαφάνειας σε σχέση με τον σχηματισμό του ελληνικού εμπορικού στόλου ενεπλάκησαν σημαίνοντα στελέχη της πολιτικής ζωής της χώρας - ακόμη και ο ίδιος ο μετέπειτα πρωθυπουργός Σοφ. Βενιζέλος.
Οι εφημερίδες (!) κατηγορούσαν αυτόν και τον σύμβουλό του I. Μοάτσο ότι
πλαστογράφησαν το νομοθέτημα της Επιτροπής Εξουσιοδοτήσεων προκειμένου να πάρουν ημέτεροι όχι μόνο άδειες λεωφορείων αλλά και πλοία, και μάλιστα και ο ίδιος ο Βενιζέλος να εγγράψει ένα τέτοιο πλοίο στην ιδιοκτησία του, το οποίο μετά είχε πουλήσει για 800.000 δολάρια, έχοντας με ειδικό νομοθέτημα της κυβέρνησής του αποφύγει να καταβάλει στο κράτος φόρους 300.000.000 δραχμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βενιζέλος παρέκαμψε την ευθύνη του ρίχνοντας απλώς όλα τα βάρη στον I. Μοάτσο, στο όνομα του οποίου τυπικά αποδιδόταν το πλοίο.
Με βάση έρευνα της «Δημοκρατικής», οι εφοπλιστές στην Ελλάδα απολάμβαναν κέρδη 100-200 εκατ. δολαρίων τον χρόνο. Μόνο από την υπερτίμηση των Λίμπερτι, που ο συνολικός αριθμός τους έφτασε τα 300 και αγοράστηκαν λιγότερο από το 1/4 της αξίας τους, οι εφοπλιστές κέρδισαν σε έναν χρόνο 160 εκατ. χρυσές λίρες.
Και επρόκειτο στην ουσία, κατά την εφημερίδα, για δέκα οικογένειες.
Σύμφωνα με ανάλογη ανακοίνωση της ΕΔΑ το 1952, όσοι επωφελήθηκαν οικονομικά από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επωφελήθηκαν και από τον πόλεμο της Κορέας, που εξαιτίας του οι ναύλοι ανέβηκαν κατά 260%. Τα πλοία που βρίσκονταν το 1951-52 υπό ναυπήγηση και ήταν ελληνικών συμφερόντων ήταν τα πρώτα στον κόσμο και ανέρχονταν στο 55% του συνόλου, 200 σκάφη συνολικής χωρητικότητας 250.000 τόνων, ενώ τα περισσότερα ήταν υπό ξένη σημαία (τα 4/5). Η συνολική αυτή χωρητικότητα ξεπερνούσε σε αξία τα 9 εκατ. δολάρια.
Είναι η εποχή που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό ο Ωνάσης, ο οποίος εμπλέκεται στη μεταπώληση επτά δεξαμενοπλοίων που παραχωρούν οι Αμερικανοί, εκτός από τα Λίμπερτι. Αφού έδωσε το ποσό της εγγύησης που απαιτούνταν στο αμερικανικό δημόσιο, ανέλαβε και τη διαχείριση των πλοίων αυτών για μια δεκαετία εξασφαλίζοντας μεγάλα κέρδη, με την «προσφορά» προς το κράτος ότι το περίσσευμα των κερδών της τάξης των 300.000 δολαρίων σε ετήσια βάση θα αποδιδόταν στο ταμείο των ναυτεργατών.
Είναι την ίδια περίοδο που ο Μποδοσάκης με κρατική έγκριση αγοράζει σε δημόσια δημοπρασία 2.000 βρετανικά αυτοκίνητα που είχαν εγκαταλείψει οι Βρετανοί στο Χασάνι και ελέγχει το σύνολο των χερσαίων μεταφορών στη χώρα.
Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρήθηκαν και σε άλλους τομείς της ναυτιλίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα δύο επιβατικά πλοία που παραγγέλθηκαν από ιταλικά ναυπηγεία για τις μεσογειακές γραμμές και τα τέσσερα για τις ακτοπλοϊκές.
Το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας παρέδωσε τα πλοία αυτά σε εφοπλιστικούς κύκλους και μάλιστα διά νομοσχεδίου με ευκολίες πληρωμής, πολύ κάτω της πραγματικής τους αξίας και σε δάσος 20 ετών με τόκο μόνο 2%.
Με νόμο του 1948 μειώθηκε η φορολογία των κερδών της εμπορικής ναυτιλίας ενώ το κράτος είχε ήδη δεχτεί να λαμβάνει φόρο κατά 25% μικρότερο του υπολογιζόμενου, που εξαιτίας αντιδράσεων από τους εφοπλιστικούς κύκλους μειώθηκε με νέα συμφωνία κατά ακόμη 2%.
Εκτός αυτού, νέος νόμος του 1951 εισήγαγε το σύστημα φορολογίας των ακαθάριστων εσόδων του πλοίου με τόσο χαμηλούς συντελεστές που μείωσαν τη φορολόγηση στο 1/4 της παλιάς. Ετσι, ένας από τους μεγαλύτερους εφοπλιστές της εποχής, ο Β. Γουλανδρής, δήλωσε στην εφορία το 1950, με βάση καταλόγους που έδωσε το 1952 ο υπουργός Οικονομικών, κέρδη μόνο 150 εκατ. δραχμών.
Πηγή: Μιχάλης Λυμπεράτος, Διδάκτορας Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου - History
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου