3.6.18

Προσωπικές μνήμες νεαρού ρεπόρτερ από την δολοφονία

Η μεταφορά της σορού του Γρηγόρη Λαμπράκη από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Δεξιά, δίπλα από τον αξιωματικό διακρίνεται ο νεαρός τότε δημοσιογράφος Ξενοφών Μαυραγάνης και μπροστά στο φέρετρο ο δημοσιογράφος Γιώργος Μπέρτσος (αριστερά από τον κρανοφόρο) που συνέβαλε στην αποκάλυψη των δραστών

Του Ξενοφώντας Μαυραγάνη, δημοσιογράφου, συγγραφέα

Οι "αγανακτισμένοι" ήταν στα πεζοδρόμια της Βενιζέλου, της Ερμου και πολλοί στην αρχή της οδού Σπανδωνή, σχηματίζοντας ένα τοίχος. Ξαφνικά ακούγεται δυνατός θόρυβος μηχανής και από την Σανδωνή, την έξοδο της οποία απελευθέρωσαν εν ριπή οφθαλμού, φάνηκε ένα τρίκυκλο. Σε κλάσματα δευτερολέπτου είδα τον Λαμπράκη ανάσκελα στο οδόστρωμα και το τρίκυκλο με ιλιγγιώδη ταχύτητα να προσπαθεί να διαφύγει.

Ηταν ο Μάιος που μας κρατούσε σε ένταση; Ηταν η νιότη μας που επαναστατούσε; Ηταν ο πόθος μας για μια κοινωνία άλλη, όπου θα βασίλευαν η δημοκρατία, η αξιοκρατία, η αξιοσύνη;

Ηταν όλα αυτά μαζί, που συγκροτούσαν την ορμή μας για άλλες καταστάσεις, για άλλες εποχές.

Ενα μήνα πριν από την δολοφονία Λαμπράκη είχε ολοκληρωθεί το Δ' Πανσπουδαστικό συνέδριο και είχε εκλεγεί το πρώτο διοικητικό συμβούλιο της ΕΦΕΕ. Από αριστερά διακρίνονται μεταξύ άλλων οι Θ. Νίκας, ΚΙ. Βεργόπουλος, Π. Κονδύλης, Γ. Γραμματικάκης, Ν. Κιάος, Ξ. Μαυραγάνης, Γ. Μπαλάφας, Ν. Κωνσταντόπουλος, Π. Καλογεράκος.

Ο Μάιος του 1963 προχωρούσε προς το τέλος του και συμπληρωνόταν σχεδόν ένας μήνας από τη λήξη του Δ' Πανσπουδαστικού Συνεδρίου, που ολοκληρώθηκε με την εκλογή του πρώτου διοικητικού συμβουλίου της ΕΦΕΕ, της Εθνικής Φοιτητικής Ενωσης Ελλάδας, που χρόνια πολλά την ονειρευόμασταν, τη σχεδιάζαμε, την περιμέναμε. Κι αυτό μας έκανε εξαιρετικά υπερήφανους.

Είχα την τύχη και την τιμή να είμαι ένας από τους συνέδρους-αντιπροσώπους της Νομικής Θεσσαλονίκης κι είχα την ακόμη πιο μεγάλη τύχη να αποτελώ μέλος της Επιτροπής Σύνταξης του καταστατικού χάρτη της ΕΦΕΕ κοντά σε σπουδαία ονόματα της μετέπειτα Ελλάδας.
Τον Κώστα Βεργόπουλο, τον οποίο χάσαμε μόλις πριν από λίγο καιρό, τον νομικό και πολιτικό Νίκο Κωνσταντόπουλο, τον επιφανή φιλόσοφο Παναγιώτη Κονδύλη, τον ψυχίατρο Γιάννη Παναγιώτου, τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νίκο Τερζή, τον μηχανικό Γιώργο Μπαλάφα κι ήταν ακόμη ζωντανές οι δυνατές εντυπώσεις και το άνοιγμα των οριζόντων μου από τόσους σπουδαίους που γνώρισα εκεί και συνδέθηκα μαζί τους. Κι όχι μόνο αυτούς, αλλά και τους Γιάννη Γιαννουλόπουλο, Γιάννη Τζανετάκο, Αριστείδη Μανωλάκο.

Νωρίς το πρωί της 21ης Απριλίου 1963 ομάδα ειρηνιστών ξεκινά για τον Μαραθώνα. Στη μέση ο Βρετανός απεσταλμένος Πατ Πολτ και δεξιά του ο Μιχάλης Περιστεράκης

Είχαμε ζήσει μεγάλες μέρες στο συνέδριο και, πέρα από τα άλλα, στην επιτροπή μας πιστώνεται εκείνος ο ανεπανάληπτος ορισμός «Ο σπουδαστής είναι νέος εργαζόμενος, διανοούμενος», που καταγράφηκε ως ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού φοιτητικού κινήματος.

Κι ακόμη είχαμε την ευκαιρία να μετάσχουμε έστω και από απόσταση στην πρώτη μαραθώνια πορεία ειρήνης στις 21 Απριλίου 1963, χωρίς βέβαια να μπορούμε να φανταστούμε πως τέσσερα χρόνια αργότερα η ημερομηνία αυτή θα συμβόλιζε την κατάρα και την άγρια στρατοκρατική επίθεση εναντίον των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών.

Εμείς οι από την επαρχία ελαυνόμενοι αντιπρόσωποι στο Δ' Πανσπουδαστικό Συνέδριο φροντίσαμε να κατέβουμε στην Αθήνα δύο μέρες πριν από την έναρξη του συνεδρίου και μια ομάδα από εμάς κατευθύνθηκε στα γραφεία της οργάνωσης «Μπέρτραντ Ράσελ», που βρίσκονταν στην αρχή της οδού Ασκληπιού αν θυμάμαι καλά, απέναντι ακριβώς από το τότε δημοτικό νοσοκομείο.
Εκεί βρεθήκαμε σ’ έναν οργασμό δουλειάς, δραστηριότητας και αγωνίας. Νέοι έμπαιναν, έβγαιναν, έτρεχαν, μιλούσαν αλαφιασμένοι, έφτιαχναν χαρταετούς, τύλιγαν πανό, έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ. Ολα με κεντρικό άξονα την ειρήνη: στον κόσμο, στην περιοχή μας, τη χώρα μας.

Μας υποδέχθηκαν οι υπεύθυνοι, που τους γνωρίζαμε μόνο ως ονόματα, με επικεφαλής τον αεικίνητο Μιχάλη Περιστεράκη, πρόεδρο της Κίνησης και υπεύθυνο του περιοδικού «Δρόμοι της ειρήνης» που διαβάζαμε -ρουφούσαμε, καλύτερα- κάθε μήνα στη Θεσσαλονίκη. Σε μια τέτοια εξόρμηση πώλησης των «Δρόμων της ειρήνης» γνώρισα και τον συμφοιτητή μου Κωστή Μοσκώφ, αργότερα σύντροφο και φίλο.

Στους Αμπελόκηπους οι "μαραθωνοδρόμοι της ειρήνης" βρέθηκαν αντιμέτωποι με αδιαπέραστο τείχος αστυνομικών. Στη λεωφόρο Κηφισίας η αστυνομία άρχισε κυνηγητό, ξυλοκόπημα και προσαγωγές

Από την Αθήνα στον Τύμβο του Μαραθώνα. 

Ετοιμάζονταν όλοι αυτοί οι νέοι για την άλλη μέρα, Κυριακή 21 Απριλίου, που θα μετείχαν στην 1η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης, οδηγώντας τα βήματά τους από την Αθήνα στον Τύμβο του Μαραθώνα. Μαζί μ’ αυτούς κι εμείς. Δεν γνωρίζαμε πολλά πράγματα από Αθήνα, αλλά μας κατατόπισαν πώς να πάμε στο τέρμα Αμπελοκήπων, στη διασταύρωση των οδών Αλεξάνδρας και Κηφισίας, απ’ όπου θα ξεκινούσε η μεγάλη πορεία, με επικεφαλής τον Γρηγόρη Λαμπράκη.

Στο σημείο αυτό της εκκίνησης, αντί να συναντήσουμε ομάδες νέων «με σημαίες και με ταμπούρλα», βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ένα αδιαπέραστο τείχος αστυνομικών δυνάμεων, κατάλληλα εξοπλισμένων, που απαγόρευαν την πορεία μας προς τη λεωφόρο Κηφισίας, απ' όπου θα φτάναμε στην έξοδο της πόλης κι από κει στον Τύμβο.

Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο άρχισε το κυνηγητό. Πολλοί, από τους νέους κυρίως, θέλησαν να διασπάσουν το τείχος των αστυνομικών δυνάμεων κι όταν φάνηκε πως αυτό ήταν αδύνατο, άρχισαν να διαφεύγουν από άλλους δρόμους, επιμένοντας να πραγματοποιήσουν την πορεία.
Ηταν αυτοί που ζούσαν στην Αθήνα ή που την ήξεραν κάπως. Εμείς, οι περισσότεροι δηλαδή από εμάς, παραμέναμε εκεί περιμένοντας κάτι να γίνει που δεν έγινε. Κι όταν πια πήρε να μεσημεριάζει επιστρέψαμε στα γραφεία της «Μπέρτραντ Ράσελ», όπου μάθαμε τις εξελίξεις.

Η πορεία είχε απαγορευτεί, είχαν γίνει πολλές συλλήψεις και ο Γρηγόρης Λαμπράκης με κάποιους συναγωνιστές του προσπαθούσαν να πραγματοποιήσουν την πορεία από την ανάποδη. Ξεκινώντας δηλαδή από τον Τύμβο προς την Αθήνα.

Ανάμεσα στους συλληψθέντες κι ο Διονύσης Σαββόπουλος, που είχε κατεβεί κι αυτός για πρώτη φορά στην Αθήνα, ως σύνεδρος-αντιπρόσωπος της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Που, όπως μας έλεγε μετά με πολύ χιούμορ, ανακρίθηκε στη Σχολή Χωροφυλακής, όπου μεταφέρθηκε με άλλους «παράνομους», με ιδιαίτερη σχολαστικότητα εξαιτίας των πολλών χαρτιών που βρέθηκαν στις τσέπες του, γεμάτων με στίχους και άλλες ακατάληπτες για τους αστυνομικούς σημειώσεις, οι οποίοι αναζητούσαν τεκμήρια ενοχής ή ενδεχομένως και κατασκοπευτικά σχέδια.

Γυρίζοντας στη Θεσσαλονίκη και έχοντας αποφασίσει πια να είμαι δημοσιογράφος και όχι δικηγόρος όπως έδειχναν οι σπουδές μου, μπήκα για τα καλά σ’ αυτή την ερευνητική εργασία, αρχίζοντας σχεδόν τη ζωή μου ταυτόχρονα με την απογευματινή εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», που θα αποτελούσε πολύ σημαντικό πυλώνα δημοκρατίας στη δεύτερη πόλη της χώρας.

Εχοντας εργαστεί έναν μήνα περίπου ως μαθητευόμενος στη μεγάλη -τότε πρωινή- εφημερίδα «Μακεδονία», ορίστηκα από τον διευθυντή της «Θεσσαλονίκης» Γιάννη Ιωαννίδη βοηθός αστυνομικού συντάκτη, παράλληλα με το ελεύθερο ρεπορτάζ που μου ανατέθηκε.

Η διασταύρωση των οδών Ερμού και Βενιζέλου όπου δολοφονήθηκε ο Λαμπράκης το 1963. Το τρίκυκλο βγήκε από την οδό Σπανδωνή (το στενό) ενώ ο βουλευτής κατευθυνόταν από την αίθουσα του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος (στην αριστερή γωνιακή πολυκατοικία) προς το ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ (κτίριο δεξιά)

Περιμένοντας τον Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη

Ηταν η τρίτη μέρα της κυκλοφορίας της κι ένα γεγονός σημαντικό για την πόλη επρόκειτο να λάβει χώρα, αλλά όχι και τόσο σημαντικό για μια εφημερίδα, κι ας ήταν ταγμένη στον κεντροαριστερό, όπως θα λέγαμε σήμερα, χώρο, ανήκοντας στην Ενωση Κέντρου.

Ηταν μια εκδήλωση της Επιτροπής για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη Θεσσαλονίκης, προσανατολισμένης προς την ΕΔΑ, που τότε αποτελούσε το τρίτο κόμμα της Βουλής, με 22 βουλευτές.

Ενας απ' αυτούς ήταν ο Γρηγόρης Λαμπράκης, γιατρός-υφηγητής πανεπιστημίου, συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ της οποίας δεν ήταν μέλος. Ηταν όμως μαχητικός βουλευτής και είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις έντονες διαμαρτυρίες που διαδραματίστηκαν στο Λονδίνο με στόχο τη βασίλισσα Φρειδερίκη, από την οποία νέοι φοιτητές και εργαζόμενοι στη βρετανική πρωτεύουσα με επικεφαλής την Μπέτυ Αμπατιέλου, σύζυγο του κομμουνιστή συνδικαλιστή Αντώνη Αμπατιέλου, ζητούσαν την αποφυλάκισή του.

Ηταν ένα από τα επεισόδια που κατέστησαν τον Λαμπράκη αντιμέτωπο με τη Δεξιά και φυσικά με τις αστυνομικές υπηρεσίες. Αυτό που δεν μπορούσαν να ανεχτούν όλοι αυτοί ήταν ότι ο Λαμπράκης διεκδικούσε δικαιώματα πολίτη, συμπεριφορά εντελώς αντίθετη μ' εκείνη του υπηκόου, στην οποία είχαν συνηθίσει τον πολύ κόσμο. Μ’ έναν λόγο, τον λαό.

Αυτή η ημέρα, η 22α Μάίου 1963, έφερνε πολλά προβλήματα στον κόσμο της Αριστεράς της Θεσσαλονίκης και κυρίως σ' αυτούς που αποτελούσαν το στελεχιακό δυναμικό της.
Οι εκτοξευόμενες απειλές προς τον Λαμπράκη αλλά και η δυσκολία εξεύρεσης αίθουσας κατάλληλης για την ομιλία του ήταν μεγάλος πονοκέφαλος.

Το βάρος της όλης υπόθεσης είχαν αναλάβει οι δικηγόροι Σύλλας Παπαδημητρίου και Γιώργος Πάτσας, που μαζί με τον επίσης δικηγόρο Γιώργο Τριανταφυλλίδη, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν στέγη για την ομιλία.

Η αίθουσα που τελικά επιλέχτηκε (;) ήταν ένας υπόγειος χώρος στην οδό Αριστοτέλους, ανεβαίνοντας αριστερά, όπου νωρίτερα λειτουργούσε το νυχτερινό κέντρο Πικαντίλυ, χωρίς -αν θυμάμαι καλά- δεύτερη έξοδο κινδύνου.
Ομως την τελευταία στιγμή, δυο τρεις ώρες πριν από την καθορισμένη ώρα της ομιλίας, ο ιδιοκτήτης της αίθουσας υπαναχώρησε και ακύρωσε την ήδη υπογραμμένη συμφωνία ενοικίασης, αναγκάζοντας τους διοργανωτές να μεταφέρουν άρον άρον τη συγκέντρωση στα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, που στεγάζονταν στον τρίτο όροφο της οικοδομής των οδών Βενιζέλου και Ερμού, αλλά και να προσπαθήσουν να ενημερώσουν το κοινό με μερικές δακτυλογραφημένες ανακοινώσεις που τοιχοκόλλησαν για τη μεταφορά της ομιλίας σε άλλη αίθουσα.

Παρά το γεγονός ότι θα ήθελα πολύ να βρίσκομαι στη συγκέντρωση και την ομιλία του Δαμπράκη, έδωσα το παρών το βράδυ της 22ας Μαΐου στα γραφεία της εφημερίδας, στην οδό Τσιμισκή, για να προετοιμάσω τα όποια κείμενα είχα αναλάβει, χωρίς να ξεχνώ πως εκείνες τις ώρες πραγματοποιούνταν η ομιλία Λαμπράκη και όλοι οι φίλοι και συνοδοιπόροι μου θα βρίσκονταν εκεί.

Η επιρροή της Αριστεράς στον φοιτητικό κόσμο

Το 2013, στην 50ή επέτειο της δολοφονίας του αγωνιστή της ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη, έδωσα μια συνέντευξη στην εφημερίδα «Αυγή», πολιτικό σύντροφο των νεανικών μου χρόνων, όπου έλεγα:

«Το 1963 η Θεσσαλονίκη ζούσε έναν δημοκρατικό, θα λέγαμε, οργασμό. Και για να είμαι ακριβέστερος, έναν οργασμό πολιτικής, πολιτιστικής και συνδικαλιστικής δράσης, που ξεκινούσε από την ΕΔΑ, τη μοναδική (ημι)νόμιμη πολιτική οργάνωση της Αριστεράς.

Παρά το γεγονός ότι η δύναμη σε ψήφους και βουλευτές της ΕΔΑ δεν ακολούθησε την έκρηξη του 1958, οι ιδέες, οι απόψεις, οι θέσεις της Αριστερός επηρέαζαν πολύ κόσμο και ιδιαίτερα τον φοιτητικό και σπουδαστικό κόσμο.

Τον Απρίλιο του 1963 είχε διεξαχθεί στην Αθήνα το 4ο Πανσπουδαστικό Συνέδριο, το ιδρυτικό της ΕΦΕΕ, στο οποίο η συμμετοχή των εκπροσώπων του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ήταν και έντονη, και καταφανώς υπέρ της αριστερής φυσιογνωμίας της πρωτοδημιουργούμενης ΕΦΕΕ, που συνίστατο στην ένταξή της και στις δύο παγκόσμιες φοιτητικές οργανώσεις: τη φιλοδυτική, που έδρευε στις Βρυξέλλες, και τη φιλοκομμουνιστική, που έδρευε στην Πράγα. Ζήτημα για το οποίο δόθηκε μεγάλη μάχη την τελευταία μέρα του συνεδρίου».

Τρεις μέρες πριν από την δολοφονική επίθεση στον Λαμπράκη είχε πραγματοποπιηθεί η επίσκεψη του Γάλλου στρατηγού Ντε Γκολ στη Θεσσαλονίκη. Μπροστά στον Λευκό Πύργο μαζί με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή

Ο επιχειρησιακός πυρήνας του Καφέ Τραμποΰκ 

«Στη Θεσσαλονίκη ήδη λειτουργούσαν ο τοπικός σύνδεσμος “Μπέρτραντ Ράσελ”, η Φοιτητική Πνευματική Κίνηση 'Ροτόντα” και η περιοδική έκδοση “Σπουδαστικός Κόσμος”, η θεσσαλονικιά εκδοχή της “Πανσπουδαστικής” της Αθήνας, που στεγάζονταν σ' ένα υπόγειο στην αρχή της οδού Αλ. Σβώλου, τότε Πρίγκηπος Νικολάου, σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων από το πανελληνίως γνωστό Καφέ Τραμπούκ, όπου σύχναζε ο κύριος και επιχειρησιακός θα λέγαμε πυρήνας των εκοφιτών.

Λίγα μέτρα παραπέρα ήταν το Γ' Αστυνομικό Τμήμα, με διοικητή τον ταγματάρχη -νομίζω- Μπαφατάκη, έναν από τους πιο σκληρούς διώκτες των “μη υγιώς σκεπτομένων” φοιτητών.

Στα γραφεία του συνδέσμου "Μπέρτραντ Ράσελ" στην οδό Ασκληπιού 3. Από αριστερά ο Νίκος Κιάος (αντιπρόεδρος του συνδέσμου), ο Πατ Πολτ (γραμματέας) και ο Μιχάλης Περιστεράκης (πρόεδρος). Πίσω τους οι αφίσες της μαραθώνιας πορείας ειρήνης των 42 χιλιομέτρων

Παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες, η δραστηριότητα των τριών φορέων ήταν συνεχής και αδιάλειπτη. Με κάποιες τριβές, πολλές φορές πολύ οξείες, με την κομματική οργάνωση, που δεν έβλεπε με καλό μάτι άτομα που δεν ενστερνίζονταν τις μαρξιστικές ιδέες αλλά ήταν φίλα, πολύ φίλα, προσκείμενα προς τις απόψεις μας και τις δράσεις μας. Μετέχοντας σ' αυτές. Περιττό να πω ότι οι επικεφαλής αυτών των οργανώσεων καλούμασταν κάθε λίγο για εξηγήσεις στην Εθνική Ασφάλεια της πλατείας Βαρδαρίου, στο ιστορικό κόκκινο σπίτι.

Προσωπικά, ως ρέπων στη δημοσιογραφία, ήμουν ο διευθυντής του “Σπουδαστικού Κόσμου" και τον Μάρτιο του 1963, ζήτησα δουλειά στη “Μακεδονία”. Ο εκδότης της Γιάννης Βελλίδης ως δοκιμαστική δουλειά μου ανέθεσε τις ανταποκρίσεις από τις εργασίες του Δ' Πανσπουδαστικού Συνεδρίου, που θα συνερχόταν τον Απρίλιο στην Αθήνα, στο οποίο θα συμμετείχα ως σύνεδρος.

Μία μέρα πριν από την έναρξη του συνεδρίου, ομαδικώς, κυρίως οι επαρχιώτες, ξεκινήσαμε από τα γραφεία του συνδέσμου “Μπέρτραντ Ράσελ", στην οδό Ασκληπιού, για το τέρμα Αμπελοκήπων, απ’ όπου θα ξεκινούσε η μαραθώνια πορεία, αλλά εκεί μας σταμάτησε η αστυνομία, που άλλους συνέλαβε και άλλους καταδίωξε στα στενά της περιοχής. Ετσι, τη γνωστή πορεία την έκανε μόνος του ο Λαμπράκης.

Η πρόσληψή μου στην υπό έκδοση “Θεσσαλονίκη” έγινε αμέσως μετά την επιστροφή μου και το βράδυ της 22ας Μαΐου ο διευθυντής μου Γιάννης Ιωαννίδης, που τίμησε το λειτούργημά του, μου είπε με τη χαρακτηριστική θρακιώτικη προφορά του, αλλά και με κάποια αδιόρατη ειρωνεία, αφού με θεωρούσε παρασυρμένο από τις ευαισθησίες μου κυρίως στον χώρο της Αριστεράς:

“Μαυραγάνη, κάνε μια βόλτα από τη Βενιζέλου να δεις τι γίνεται με την ομιλία του Λαμπράκη. Κάτι μου μυρίζει άσχημα".

Γελοιογραφία του Φωκίωνα Δημητριάδη στους "Δρόμους της Ειρήνης"

Γελοιογραφία του Μποστ στα "Νέα" για τις σχέσεις του υποκόσμου των τραμπούκων με το κράτος και τη δολοφονία Λαμπράκη

Ανέβαινα τη Βενιζέλου, στην οποία παρατήρησα μια περίεργη αλλά και ανησυχητική κίνηση. Γνωστοί εκοφίτες, που τους γνώριζα και με γνώριζαν λόγω της δραστηριοποίησής μου, ανεβοκατέβαιναν στα πεζοδρόμια, οργισμένοι και κραυγάζοντας συνθήματα: “Η ΕΔΑ στη Βουλγαρία”, “Τα κομμούνια στη Μόσχα”, “Αλήτες, σήμερα θα πεθάνετε”.
Κάποιοι, που με γνώριζαν καλά, κινήθηκαν εναντίον μου, αλλά ταχύνοντας το βήμα μου έφτασα ακριβώς στη γωνία Βενιζέλου και Ερμού, έχοντας αριστερά μπροστά μου το κτίριο όπου μιλούσε ο Λαμπράκης, ακριβώς μπροστά μου την οδό Σπανδωνή και δεξιά πάλι μπροστά μου, απέναντι ακριβώς, το ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ, όπου διέμενε ο μάρτυρας της ειρήνης.

Πολίτες τρέχουν καταδιωκόμενοι από αστυνομικούς

Οι δρόμοι ήταν άδειοι από κόσμο αλλά με πολλούς αστυνομικούς. Οι “αγανακτισμένοι” ήταν στα πεζοδρόμια της Βενιζέλου, της Ερμού και πολλοί στην αρχή της οδού Σπανδωνή, σχηματίζοντας ένα τείχος που δεν άφηνε να δεις τι γίνεται πίσω από αυτό.

Από αριστερά μου είδα μια ομάδα πολιτών, με επικεφαλής τον Λαμπράκη, που δεν τον γνώριζα προσωπικά, να βγαίνει από το κτίριο της συγκέντρωσης και, έπειτα από κάποια μικρή στάση, τον Λαμπράκη να προπορεύεται και να περπατά στην Ερμού, με κατεύθυνση ανατολικά, πιθανόν προς το ξενοδοχείο του, ενώ σε απόσταση πέντε ή έξι μέτρων τον ακολουθούσαν τα στελέχη του κινήματος ειρήνης. Ανάμεσά τους οι Σύλλας Παπαδημητρίου, Γιώργος Πάτσας, Γιώργος Τριανταφυλλίδης, δικηγόροι, ο Χρήστος Φράγκος, γιατρός, ο Κώστας Βέρρος, δάσκαλος, πρώην καπετάνιος του ΕΛΑΣ.


Αστυνομοκρατία στη Θεσσαλονίκη μετά τη γνωστοποίηση της δολοφονίας

Η σκηνή της δολοφονίας

Ξαφνικά, και ενώ βρισκόταν ακριβώς μπροστά μου, σε δύο μέτρα απόσταση από το πεζοδρόμιο όπου στεκόμουν εγώ, ακούγεται δυνατός θόρυβος μηχανής και από τη Σπανδωνή, την έξοδο της οποίας απελευθέρωσαν εν ριπή οφθαλμού αυτοί που την έφραζαν, φάνηκε ένα τρίκυκλο, με κατεύθυνση το σημείο όπου βρισκόμουν εγώ.
Σε κλάσματα δευτερολέπτου είδα τον Λαμπράκη ανάσκελα στο οδόστρωμα και το τρίκυκλο με την ίδια ιλιγγιώδη ταχύτητα που εμφανίστηκε να προσπαθεί να διαφύγει από τη Βενιζέλου, στην οποία μπήκε αντίθετα από τη φορά των αυτοκινήτων, που δεν υπήρχαν βέβαια.

Αστυνομικοί με κράνη επιτηρούν πολίτες στην πλατεία Συντριβανίου

Δεν είδα ή δεν μπόρεσα να δω, λόγω και της συγχύσεως που με διακατείχε, αν το χτύπημα που δέχτηκε ο Λαμπράκης στο δεξιό κάτω μέρος της κεφαλής του του καταφέρθηκε από άνθρωπο που βρισκόταν στον δρόμο ή στην καρότσα του τρίκυκλου. Αυτό που μπορώ να πω τώρα, πενήντα χρόνια μετά και ύστερα από πολλές συζητήσεις, είναι ότι όλα αυτά έγιναν σε χρόνο μηδέν και σαφώς προϋπολογισμένα.

Ως δημοσιογράφος, έσπευσα να μεταδώσω την είδηση στην εφημερίδα, αλλά, όπως μου είπαν δύο βλοσυροί κύριοι που κάθονταν μπροστά στο πλησιέστερο περίπτερο, “το τηλέφωνο ήταν χαλασμένο”.

Ετσι πήγα τρέχοντος στην εφημερίδα, όπου μου ανατέθηκε η παρακολούθηση του ρεπορτάζ, οπότε είχα την ευτυχή συγκυρία να γνωρίσω τον μεγάλο Γιάννη Βούλτεψη της “Αυγής” και τους Γιώργο Μπέρτσο της “Ελευθερίας” και Γιώργο Ρωμαίο του “Βήματος”.

Τις πρώτες μέρες μετά την επίθεση έξω από το ΑΧΕΠΑ συγκεντρώνονταν μέρα νύχτα εκατοντάδες φοιτητές και άλλοι νέοι αποτελώντας ένα είδος φρουράς στον ουσιαστικά νεκρό αγωνιστή της Αριστεράς

Τα αδύναμα στοιχεία της εκδοχής για Εμμανουηλίδη

Σήμερα είμαι υποχρεωμένος να διευκρινίσω ότι ποτέ δεν πείστηκα για την εκδοχή που ήθελε τον Εμμανουηλίδη, έναν άνθρωπο που δεν έμοιαζε καθόλου γυμνασμένος και ευέλικτος, να μπορούσε να χτυπήσει καίρια τον Λαμπράκη, κινούμενο, από την καρότσα μιας μοτοσικλέτας, κινούμενης επίσης, καταφέροντάς του θανατηφόρο πλήγμα στη βρεγματική χώρα και συνδυάζοντας τις μετέπειτα πληροφορίες -και αυτές που είχα εγώ προσωπικά και αυτές που αναφέρει ο επίτιμος αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασίλης Λαμπρίδης στο βιβλίο του «Αναμνήσεις και εκμυστηρεύσεις ενός δικαστή» του 2016- να επαναλάβω αυτό που γράφω στο πρόσφατο βιβλίο μου «Εφτά και κάτι νύχτες», «Οπως η πληροφορία που κυκλοφορούσε ο Γιώργος (Δεονάρδος) με τη συναίνεση πιθανότατα του δικηγόρου του, πως ο πραγματικός δολοφόνος του Γρηγόρη Λαμπράκη ήταν ο μοίραρχος της Χωροφυλακής Δημήτρης Κατσούλης, που πρόσφερε όμως τις υπηρεσίες του στην ΚΥΠ και ήταν σχεδόν άγνωστος στους ανθρώπους της Αριστεράς. Αυτός, έλεγε ο Γιώργος, ήταν ο άνθρωπος που χτύπησε με λοστό τον Λαμπράκη στον σβέρκο προκαλώντας του τη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, προτού περάσει από πάνω του το τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη. Κάκωση που δεν μπορούσε να παραχθεί από το πέσιμο του Λαμπράκη στην άσφαλτο, έστω κι αν χτυπούσε με βιαιότητα το κρανίο του σε κράσπεδο ή σε σκληρό εξόγκωμα της ασφάλτου».

Ο Μίκης Θεοδωράκης πήγε στη Θεσσαλονίκη και μίλησε σε εκατοντάδες νέους από τα σκαλοπάτια του κεντρικού κτιρίου του Αριστοτελείου, βάζοντας τα θεμέλια της Δημοκρατικής νεολαίας Λαμπράκη

Την ίδια πληροφορία από τον ίδιο άνθρωπο, τον Γιώργο Λεονάρδο, είχε και ο δικαστής Λαμπρίδης, την οποία περιγράφει μεν στο βιβλίο του, αρνούμενος όμως να δημοσιοποιήσει έγγραφο σημείωμα που του παρέδωσε ο Λεονάρδος, «γιατί είναι ανυπόγραφο και υπάρχει κίνδυνος να αμφισβητηθεί». Συγκεκριμένα, ο Β. Λαμπρίδης γράφει ότι ο Γιώργος Λεονάρδος του είπε: «Τον Γρηγόρη Λαμπράκη τον χτύπησε στο κεφάλι με τη λαβή περιστρόφου άτομο που βγήκε αστραπιαία από ομάδα παρακρατικών, ισταμένων στο πεζοδρόμιο της γωνίας των οδών Ερμού και Βενιζέλου».


Κι αυτό, το ποιος σκότωσε τον Γρηγόρη Λαμπράκη, είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο της υπόθεσης, αφού ο πραγματικός δολοφόνος δεν έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα, μια και ποινικά η όποια αποκάλυψη δεν έχει τώρα πια καμιά αξία. Ομως ως ερώτημα, που βεβαίως παραπέμπει στην επιτυχή προσπάθεια των τότε αστυνομικών -κυρίως-αρχών να καλύψουν τον δράστη του εγκλήματος, παραμένει, γιατί η ανάθεση του όλου εγχειρήματος στις πλάτες του Εμμανουηλίδη όλο και περισσότερο φαντάζει ως ασθενής. Οντας απόλυτα σίγουρο πως ο δολοφόνος εξυπηρετούσε πολιτικά σχέδια, τα οποία ούτε καν μπορούσε να φανταστεί ο «ατυχής» παρακρατικός της Τούμπας.

Η αντικομμουνιστική υστερία που καλλιεργούσε η ΕΡΕ αποτελούσε τι υπόβαθρο γα την αγαστή συνεργασία αστυνομίας και παρακρατικών. Αφίσα εναντίον της ΕΔΑ, στην οποία οι επιτροπές ειρήνης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων γα την απελευθέρωση του Γλέζου θεωρούνταν "όργανα της Μόσχας"

Τώρα, έπειτα από πενήντα πέντε χρόνια και μελέτη πολλών και διάφορων κειμένων, από μαρτυρικές καταθέσεις, ιστορικές καταγραφές, λογοτεχνικές εκδοχές και ταινίες, καταλήγω στο συμπέρασμα πως η κατεύθυνση που δόθηκε τότε στις έρευνες για την αποκάλυψη του εγκλήματος ήταν σε λανθασμένη βάση.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσω πως την ώρα της δολοφονικής επίθεσης εναντίον του βουλευτή, οι πολίτες, κυρίως νέοι, που είχαν συγκεντρωθεί για να τον ακούσουν βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στο κτίριο του ΔΣΚ, αφού η Χωροφυλακή επέμενε να τους μεταφέρει μακριά από την περιοχή με λεωφορεία για να αποφευχθούν οι συγκρούσεις με τους «αγανακτισμένους», όπως έλεγε.
Οπότε οι διαπραγματεύσεις μεταξύ αστυνομίας και εγκλωβισμένων άργησαν και όταν απελευθερώθηκαν το έγκλημα είχε συντελεστεί.

Αυστηρότατα μέτρα κατά την μεταφορά του φέρετρου του Λαμπράκη

Εν πάση περιπτώσει, το ίδιο εκείνο βράδυ κι αφού επιβεβαιώθηκε ο βαρύτατος τραυματισμός του βουλευτή Λαμπράκη κι αφού οι εικασίες για διάφορα ονόματα που μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε ανάμειξη στη δολοφονία έδιναν κι έπαιρναν, πήρα εντολή από τον διευθυντή της εφημερίδας να επισκεφθώ στο σπίτι του τον δικηγόρο Γιώργο Πάτσα, μέλος της Επιτροπής για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη Θεσσαλονίκης.

Με αυτοκίνητο της εφημερίδας και αφού πήρα μαζί μου τον συνάδελφο Αντώνη Κούρτη, που ερχόταν στην εφημερίδα για δουλειά ανύποπτος για το τι είχε συμβεί, φτάσαμε στην οικία Πάτσα, ένα ισόγειο σπίτι με κήπο στη συνοικία Αγία Τριάδα.

Ο Πάτσας μας εξιστόρησε τα γεγονότα όπως ακριβώς εκτυλίχθηκαν, αλλά άλλες πληροφορίες σχετικές με το έγκλημα δεν είχε, ούτε εξάλλου θα μπορούσε να έχει. Κι έτσι ξεκίνησε το μεγάλο μου ταξίδι στο περί τη δολοφονία ρεπορτάζ και στα όσα είχαν προηγηθεί, αλλά και στο
υπόβαθρο αυτής της αντικομμουνιστικής υστερίας που βασίλευε στην πόλη και στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην αγαστή συνεργασία των αστυνομικών αρχών και των αποκληθέντων παρακρατικών, που δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα συνονθύλευμα κοινωνικών αποβρασμάτων ή διάφορων φτωχοδιάβολων, που στήριζαν την επιβίωσή τους στην ευμενή αντιμετώπιση ή και την άμεση βοήθεια αυτών που υποτίθεται αποτελούσαν την εγγύηση της ασφάλειας όλων των πολιτών.

Το φέρετρο μεταφορτώνεται στον συρμό του ΟΣΕ

Σκηνές πένθους και τρομοκρατίας

Οι πρώτες μέρες μετά την επίθεση εναντίον του βουλευτή και διακεκριμένου επιστήμονα Λαμπράκη συνδέθηκαν με τα γεγονότα που διαδραματίζονταν έξω από το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, όπου εκατοντάδες φοιτητές και άλλοι νέοι συγκεντρώνονταν νύχτα μέρα, αποτελώντας ένα είδος φρουράς στον ουσιαστικά νεκρό αγωνιστή της Αριστεράς.
Στο εσωτερικό του νοσοκομείου σπουδαίοι γιατροί Ελληνες και ξένοι, ανάμεσά τους και ο διάσημος Ούγγρος νευροχειρουργός καθηγητής Λάζλο Ζόλνταν καθώς και οι Αγγλος Ν. Ντον, Τσέχος Κ. Πατρόφσκι και Ρώσος Ζάιφκοφ που μετακλήθηκαν επειγόντως από την κυβέρνηση, εξέφραζαν την απαισιοδοξία τους για την πορεία της υγείας του βουλευτή, δηλώνοντας πως δεν υπάρχουν ελπίδες, αφού ήταν ουσιαστικά νεκρός.

Είναι αλήθεια πως η κυβέρνηση Καραμανλή είχε πανικοβληθεί, αντιλαμβανόμενη τον πολιτικό σεισμό που θα επακολουθούσε. Το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, στο οποίο παρεμπιπτόντως υπηρετούσε στο ακτινολογικό του τμήμα ο μέγας ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, βρισκόταν σε κατάσταση συναγερμού και δεν αντέχει σε κριτική η μετά πενήντα χρόνια δήλωση του τότε φοιτητή πως τις πρώτες ώρες μετά τη δολοφονική επίθεση ένας γιατρός ζήτησε τη βοήθεια κάποιου από τους συγκεντρωμένους νέους στον προαύλιο χώρο του ΑΧΕΠΑ, που δήλωσε φίλα προσκείμενος στον Λαμπράκη, και του ανέθεσε την ευθύνη να κρατά τον τραχειοτομημένο και μη διασωληνωμένο βουλευτή ώστε να μην πέσει από το πρόχειρο φορείο, λόγω των σπασμών που υφίστατο.

Η χήρα του Λαμπράκη και ο αδελφός του (δεξιά) στην κηδεία του δολοφονημένου αγωνιστή της ειρήνης και της Αριστεράς

Προσωπικά όλο το διάστημα των πέντε ημερών που άντεξε ο Λαμπράκης βρισκόμουν μεταξύ του νοσοκομείου και της εφημερίδας, μεταφέροντας κάθε πληροφορία απευθείας στον διευθυντή της Γιάννη Ιωαννίδη που μου ανέθεσε το έργο, αμφιβάλλοντας για το ανεπηρέαστο του αστυνομικού συντάκτη Νίκου Στάγκου, που, ως κλασικός δεξιός, αντλούσε όλες τις πληροφορίες από τις αρχές ασφαλείας.
Μάλιστα ένα απ’ αυτά τα πρωινά, μαζί με τον φωτορεπόρτερ Γιάννη Κυριακίδη, που κατά διαβολική σύμπτωση απουσίαζε τη μέρα του εγκλήματος από τη Θεσσαλονίκη, μπήκαμε ντυμένοι με ιατρικές μπλούζες στο δωμάτιο του Λαμπράκη, παίρνοντάς τον φωτογραφίες τραχειοτομημένο και διασωληνωμένο. Νομίζω πως δεν υπάρχουν παρόμοιες φωτογραφίες άλλου φωτορεπόρτερ.

Το επόμενο διήμερο ήρθε στη Θεσσαλονίκη ο Μίκης Θεοδωράκης και μίλησε σε εκατοντάδες νέους από τα σκαλοπάτια του κεντρικού κτιρίου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, βάζοντας τα θεμέλια της μετέπειτα οργάνωσης Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, της οποίας υπήρξε και πρόεδρος.

Τις ίδιες ώρες ξεσπούν διαδηλώσεις στην Αθήνα. Η αστυνομία επιτίθεται σε φοιτητές στα Προπύλαια

Στις 27 Μαΐου ο Λαμπράκης κατέληξε και το φέρετρο με τη σορό του μεταφέρθηκε με πρωτοφανή αστυνομικά και στρατιωτικά μέτρα από το νοσοκομείο στον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης, απ' όπου διακομίστηκε στην Αθήνα για την κηδεία.

Ολη η διαδρομή της νεκροφόρας από το ΑΧΕΠΑ έως τον σταθμό ήταν αποκλεισμένη από οπλισμένα στρατιωτικά τμήματα, ώστε κανείς να μην μπορεί να διασχίσει κάθετα την Εγνατία οδό. Σ’ αυτήν τη μεταφορά και τον αποχαιρετισμό του νεκρού ήρωα που πραγματοποιήθηκε στον παντελώς έρημο χώρο του σιδηροδρομικού σταθμού δύο δημοσιογράφοι ήμασταν παρόντες. Ο Γιώργος Μπέρτσος, απεσταλμένος της «Ελευθερίας», και εγώ.

Τον επόμενο καιρό παρακολουθούσα για λογαριασμό της εφημερίδας μου την πορεία των ερευνών και των ανακρίσεων, κρατώντας το σχετικό ρεπορτάζ, έχοντας την αμέριστη βοήθεια του αείμνηστου Γιάννη Βούλτεψη, απεσταλμένου της «Αυγής».

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου