10.6.18

Η Σφαγή του Διστόμου: Συγκλονιστικές μαρτυρίες επιζώντων «Την βίασαν άψυχη και έσφαξαν τα τρία παιδιά της»

Στη μαρτυρική πόλη του Διστόμου διαπράχθηκε το 1944 ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα των Γερμανών, οι οποίοι τυφλωμένοι από το ναζιστικό τους πάθος, ξεκλήρισαν ολόκληρη την τοπική κοινωνία. Από το μένος τους δεν γλίτωσαν ούτε παιδιά.

Το πρωί της 10ης Ιουνίου 1944 μια γερμανική στρατιωτική φάλαγγα των Ες-Ες ξεκίνησε από τη Λιβαδειά για την Αράχοβα, με σκοπό τον εντοπισμό ανταρτών. Στο Δίστομο ενώθηκε με άλλη γερμανική ομάδα που είχε ξεκινήσει από την Άμφισσα και προχώρησαν όλοι μαζί προς το Στείρι...

Σαν δόλωμα, οι Γερμανοί είχαν δύο επιταγμένα Ελληνικά φορτηγά με άνδρες τον SS μεταμφιεσμένους σε χωρικούς, οι οποίοι προηγούνταν της φάλαγγας. Ταυτόχρονα ο 10ος και 11ος λόχος του 3ου τάγματος από την Αμφισσα κατευθυνόταν προς το Δίστομο για να συναντήσουν τον 2ο λόχο. Οι Γερμανοί δεν εντόπισαν αντάρτες. Συνάντησαν μόνο 18 παιδιά που κρύβονταν σε γύρω στάνες. Έξι από αυτά. προσπάθησαν να δραπετεύσουν κι εκτελέστηκαν.

Φτάνοντας στη θέση ΚαταβόΟρα, οι Γερμανοί δέχθηκαν επίθεση από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Έγινε σκληρή μάχη που κράιηοε μέχρι το μεσημέρι αναγκάζοντας τους Γερμανούς σε οπισθοχώρηση. Μετά από αυτό, οι Γερμανοί επεστρεψαν στο χωριό για να εκδικηθούν.

Η ΣΦΑΓΗ

Από το μακελειό, δεν γλύτωσαν ούτε, γυναικόπαιδα σύτε ηλικιωμένοι. Με απίστευτη αγριότητα, αποκεφάλισαν ανθρώπους, εκτέλεσαν βρέφη, βίασαν γυναίκες. Από το χωριό έφυγαν μόλις νύχτωσε αλλά πριν φύγουν έκαψαν όλα τα σπίτια. Επιστρέφοντας στη βάση τους, σκότωναν όποιον συναντούσαν στο δρόμο τους.

Οι νεκροί του Δίστομου έφτασαν τους 228, εκ των οποίων οι 117 γυναίκες και 111 άντρες, ανάμεσα τους 53 παιδιά (τα 20 βρέφη|. Η μαρτυρία του απεσταλμένου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Ελβετού Coorgc Wchrly ο οποίος έφτασε στο Δίστομο μετά από λίγες μέρες, μιλούσε για 600 νεκρούς στην ευρύτερη περιοχή αφού όπως μετέδωσε είδε πτώματα να κρέμονται ακόμα και από δέντρα περιμετρικά του δρόμου που οδηγεί στο χωριό.

Στις 24 Ιουνίου 1944, οι Γερμανοί επανήλθαν. Εκαψαν τα σπίτια και τις θημωνιές στα αλώνια του Στειρίου. Ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα καθώς οι κάτοικοι είχαν προλάβει να κρυφτούν σε γειτονικές δύσβατες περιοχές του χωριού.

Η πρωτοφανής θηριωδία έγινε αμέσως γνωστή μέσω του BBC στο εξωτερικό και προκάλεσε την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης. Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας επέρριψε την ευθύνη αποκλειστικά στους κατοίκους του Δίστομου. επειδή, όπως ανέφερε, δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές.

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, το Ελληνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου κατάφερε να ανακαλύψει τον υπεύθυνο της Σφαγής. Χανς Ζάμπελ, ο οποίος είχε καταφύγει στο Παρίσι και είχε συλληφθεί. Οι γαλλικές αρχές τον παρέδωσαν στην Ελλάδα και προφυλακίστηκε.

Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε την έκταση των γερμανικών θηριωδιών στο Δίστομο, λέγοντας ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του. Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, ο Ζαμπελ εκδόθηκε προσωρινά στη Δυτική Γερμανία για άλλη υπόθεση και δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα να λογοδοτήσει.

ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΠΕΖΗΙΑΝ

Αντίκρισα στο σπίτι την αδελφή μου ανάσκελα, γυμνή από τη μέση και κάτω. Το φουστάνι της ήταν γυρισμένο προς τα πάνω και σκέπαζε το σχισμένο και κομματιασμένο στήθος της, το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο, όλο το σώμα της κατακομματιασμένο.

Μα το χειρότερο και φρικαλεότερο θέαμα ήταν, όταν από τη στάση του σώματός της κατάλαβα ότι οι Γερμανοί είχαν βιάσει το άψυχο κορμί της. Δίπλα της βρισκόταν το τεσσαρων μηνών κοριτσάκι της λογχισμένο. με σπασμένο το κεφαλάκι του, και στο στόμα του είχε τη ρώγα του στήθους της μάνας του που είχαν κόψει εκείνοι οι κανίβαλοι. Το άλλο κοριτσάκι της, η 6χρονη Ελένη, βρισκόταν στο κατώφλι του σπιτιού μέσα σε μια λίμνη αίματος με βγαλμένα τα σπλάχνα του. Το είχαν ξεκοιλιάσει με μαχαίρι. Το αγόρι της, ο 3χρονος Γιάννης, το βρήκα νεκρό στην αυλή με λιωμένο κεφάλι.

Την ημέρα της σφαγής από το πρωί κουβαλούσαμε σανό με τον πατέρα μου. Οι Γερμανοί με μια μεγάλη φάλαγγα αυτοκινήτων έφτασαν πριν το μεσημέρι, θυμάμαι πως έπιαναν το δρόμο Λιβαδειάς από λεύκες Καραστάμου (σήμερα αλευρόμυλος) ως το δικό μας σπίτι (μπροστά στο μνημείο της Δημαρχίας). Οι στρατιώτες περιφέρονταν γύρω από τα φορτηγά δίχως να χρησιμοποιούν τα όπλα τους. Ο πατέρας μου με έστειλε με την μικρότερη αδελφή μου Λουκία, εφτά χρόνων, για κρεμμύδια ο’ ένα χωράφι μας έξω από το χωρίο. Στο γυρισμό βλέπω στο φυλάκιο του λόφου Κούλια τρεις Γερμανούς φρουρούς με τα όπλα προτεταμένα Ακούω να πέφτει μια ριπή δίχως να καταλάβω καλά - καλά και αμέσως δίπλα στο χωματόδρομο που βαδίζαμε σηκώθηκε κουρνιαχτός από το ανεμοβολητό
των βλημάτων.

Φτάσαμε στο σπίτι μας και βλέπω μπαίνοντας στην αυλόπορτα να κάθονται στο μπαλκόνι ο πατέρας μου και γύρω του κατάχαμα και στα σκαλιά δέκα με δεκαπέντε γυναίκες. Σε κάποια στιγμή υστέρα από το μεσημέρι ακούσαμε πυροβολισμούς από την τοποθεσία αγία Ειρήνη προς το Στείρι όπου είχαν τραβήξει τα μπροστινά αυτοκίνητα της γερμανικής φάλαγγας. Τότε ο πατέρας μου είπε στις γυναίκες: .Φαίνεται πως έχουν πιάσει μάχη οι αντάρας με τους Γερμανούς. Δεν σηκώνεστε να πάτε στα σπίτια σας μήπως μας δουν πολλούς και μας ενοχοποιήσουν;·. Οι γυναίκες απάντησαν όλες μαζί τρομαγμένες: .Μπάρμπα Σπύρο εμείς ήρθαμε δω για να είμαστε πιο ασφαλισμένες. Δεν θέλουμε να πάμε σπίτια μας·. Και δεν το κούνησε καμιά. Μόνο η Παναγίου Σκούτα θύμωσε κι έφυγε. .Αργότερα μάθαμε πως δεν τη σκότωσαν οι Γερμανοί. Γλίτωσε.

Σε λίγο βλέπουμε ένα τζιπ με τραυματία να φεύγει προς τη Λιβαδειά. Οι Γερμανοί της σταματημένης φάλαγγας που ως εκείνη την ώρα ήταν ήσυχοι, άρχισαν να ανακατεύονται. να αγριεύουν, να δίνουν συνθήματα ο ένας στον άλλον και να κινούνται απειλητικοί. Τότε ο πατέρας μου μας προέτρεψε να κατεβούμε στο κατώι, να κλειστούμε και να περιμένουμε- Κατεβήκαμε κι αμπαρωθήκαμε. Έφταναν ουρλιαχτά, άγριες κραυγές, πυροβολισμοί από το διπλανά Καλαματέϊκα σπίτια.

Η αγωνία άρχισε να γίνεται τρόμος. Μερικές γυναίκες κρύφτηκαν πλάι στα βαρέλια, άλλες στις γωνιές στις λαδίκες.
Βάλαμε και τον πρόσθετο σύρτη μάνταλο στην πόρτα. Έπεσε μια θανατερή ησυχία. Κάποια στιγμή ακούμε στην αυλή τη φωνή, τη στριγκλιά ενός γειτονόπουλου, του Λουκά του Παπανικολάου να ζητάει βοήθεια: "Ωχ μπάρμπα Σπύρο. σώσε με!". Έκλεγε και φώναζε. Ο πατέρας μου μόλις κατεβήκαμε στο κατώι είχε βάλει τυρί και αυγά σε βαθύ πιάτο και κρασί σε. κανάτι για να τα έχει ως φίλεμα για τους Γερμανούς αν τυχόν και έρχονταν.

Μόλις άκουσε τη φωνή του Λουκά μου λέει: «Παναγούλα φέρε τα τρόφιμα». Ανοιξε την πόρτα και βλέπουμε τον Λουκά Ποπανικολάου να τρέχει κλαίγοντας και κρατώντας τον πληγωμένα του λαιμό και πίσω του ένα κοντό Γερμανό στρατιώτη με όπλο στη μασχάλη να τον κυνηγάει. Εμείς, ο πατέρας μου με το κρασί και τα ποτήρια, εγώ με τα τρόφιμα στα χέρια προχωρήσαμε στην αυλή ως τη μέση που ήταν το πηγάδι. Ο πατέρας μου σηκώνει τα χέρια φιλικά και φωνάζει για να καταπραΰνει τον Γερμανό : "γκουι μπόυ» - εννοώντας το τραυματισμένο παιδί. Ο Γερμανός όμως άγριος έκανε νόημα να μπούμε στο κατώι, γρύλισε ένα .καπούτ· και αρνήθηκε τις προσφορές μας.

Εμείς υπακούσουμε. Μόλις πατήσαμε μέσα ορθώθηκε μπροστά στην πόρτα, έφερε καταπάνω μας το όπλο και με μια συνεχόμενη ριπή άρχισε να σκορπίζει το θάνατο πυροβολώντας παντού. Τα πρώτα βλήματα πήραν κατάστηθα τον πατέρα μου που πέφτοντας και ξεψυχώντας σπάραζε: "Αχ παιδιά μου! Σωστέ με!"

Αρχισαν να πέφτουν τα σώματα των γυναικών Αλλες πάσχιζαν να χωθούν πίσω από τα βαρέλια, άλλες οε λαδίκες και γούρνες. Αφού όλα τα σώματα σωριάστηκαν το ένα πάνω στο άλλο, ο Γερμανός κατεβαίνει και κοιτάει και σκουντάει έναν - έναν γρυλίζοντας για να δει αν είναι σκοτωμένα; και ρίχνει χαριστικές βολές. 

Το κατώι είχε μια κολόνα στη μέση. Πρώτος έπεσε και σωριάστηκε σ' αυτήν ο πατέρας μου Σπύρος 67 χρονών. Ύστερα η Μαρία Λάμπρου 50 χρονών. Η Μαριέττα Φιλίππου, γύρω στα 30. Ήταν έγκυος και μαζί της σφάδαζε και το παιδί στην κοιλιά. Ο ανιψιός μου Στάθης γιος της αδερφής μου Γιοννούλας, 5 χρονών. Οι γάμπες του ήταν σχιομένες, χαραγμένες όπως σχίζουμε τις μπριζόλες και το κρέας του χυνόταν άσπρο στο χώμα. Η Δήμητρα Μαλάμου, 38 χρονών. με το γιο της Γιάννη. 8 χρονών. καθισμένη σε γσύρνα όπου βάζαμε βυτίνα λαδιού με κομμένα σαν με λεπίδα to καύκαλό της και τα μυαλά της χυμένα ατούς ώμους.

Δεν ξέρω αλλά κρατήσαμε την ανάσα μας τόσο όσο δεν αντέχει ανθρώπινος οργανισμός. Αυτός συνέχιζε να μας κλωτσάει όπως τα σφαχτά γρυλίζοντας "Εϊ - Εϊ" για να δει αν έχει μείνει κανένας ζωντανός. Μέσα σ'αυτή την αβάσταχτη νέκρα πήγε κι έβγαλε τις κάνουλες από τα βαρέλια του κρασιού. Αρχιοε με βουή και φουρφουρητό να χύνεται το κρασί. Φυσούσε το κρασί κι ο ήχος του ο φριχτός γέμισε το κατώι. Ενώθηκε το κρασί με το αίμα των σκοτωμένων και έγινε μια θάλασσα αίματος κα, κρασιού, μια πηχτή κρέμα που πάνω της έπλεαν πτώματα και σερνόμαστε μωροζώνιανοι.

Ο Γερμανός δραοκελιοε κι ανέβηκε στο πάνω σπίτι. Ακουσα ποδοβολητό και ύστερα κατέβηκε και έφυγε φαίνεται. Η μια από τις δυο αδερφάδες μου η Γεωργία βρισκόταν τραυματισμένη και καθώς κρύωναν τα τραύματα άρχισε να σκούζει. Είχε σκύψει σ' ένα καδούλι για να γλιτώσει τις ριπές και την είχε γαζώσει ο Γερμανός στον αγκώνα και στο δεξί γοφό Σηκώνομαι και με δυσκολία την βγάζω στην αυλή. Βλέπω τη φοράδα μας σκοτωμένη και μια στοίβα κλήματα λαμπαδιασμένα, να βουίζει η φωτιά, να έχει αρπάξει ο φούρνος και οι φλόγες να απειλούν το σπίτι.

Η αδερφή μου έσκουζε γιατί τα κρέατα της κρέμονταν από χέρια και γοφούς και δεν μπορούσε να κρατήσει από τους πόνους. Δεν είχα βοήθεια από κανέαν. Μου λέει: "πάρε τον κουβά και σβήσε την φωτιά να μην καεί το σπίτι". Εγώ δεκατριών χρόνων με μια ψυχραιμία που δεν μπορώ να την καταλάβω σήμερα, κατέβασα τη μηχανή από δεκαεφτά πέτρινα σκαλοπάτια σκαλί - σκαλί με το κεφάλι και τις πλάτες. Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλό το σκυλί μας, ο Παρδάλης, ζυγώνει κλαίγοντας. Με πιάνει από to φουστάνι και με τραβάει. Φοβήθηκα μήπως με φάει γιατί ήμουν γεμάτη παγωμένα αίματα Τον έδιωχνα: "φύγε Παρδάλη!"·. Αυτός πήγε πιο πέρα, κάθισε στα πίσω πόδια και με το ένα μπροστινό μου έκανε νεύμα και με το άλλο σκούπιζε τα δάκρυα του.

Τότε η αδερφή μου, η Γεωργία λέει: "Πού είναι το κορίτσι η Λουκία μας; Πού έχει πάει η μικρή: Τρεξε. ψάξε να τη βρεις...·". Το σκυλί μπροστά κι εγώ ακολουθώντας φθάσαμε ως την αυλόπορτα. Τι να δω! Η μικρή μας η Λουκία η εφτάχρονη ανάσκελα χτυπημένη στο μάτι με μια τρύπα βαθιά κατακίτρινη ααν ιο λεμόνι. Προσπαθώ να την πάρω στην αγκαλιά μου. Δεν μπορώ να τη σηκώσω. Την πιάνω από τις πλάτες και τη σέρνω σβαρνώντας την με δυσκολία μέσα από πολλά αγκαθόχορτα. Το σκυλί την πιάνει με το στόμα του απ' το φουστάνι και με βοηθάει. Την σύραμε ως την αυλόπορτα του σπιτιού και αποκαμωμένη την άφησα εκεί. Δεν την ξαναείδα...».

Κατά τη σφαγή του Διστόμου βρισκόμουν μέσα στο χωριό, στο πατρικό μου σπίτι, μαζί με τον αδερφό μου Γιάννη, 14 χρονών, τον Λουκά Αν. Ανέστη, 11 χρονών, τη γιαγιά μου, την Ασήμω.

Οι γονείς μου έλειπαν ο στην Αθήνα όπου ο πατέρας μου είχε υποβληθεί σε εγχείρηση στομάχου. Και τα τέσσερα άτομα βρισκόμαστε στο ανατολικό δωμάτιο του σιτικού μας, απ' όπου είδαμε την ομαδική εκτέλεση ολόκληρης της οικογένειας Τοεκούρα ή Καραγτάννη, μαζί με άλλα άτομα, που βρίσκονταν εκεί γιατί ετοίμαζαν το μνημόσυνο του γιου τους Οθωνα, που είχε φονευθεί από τους Γερμανούς στον Καρακόλιθο τον Απρίλιο του 1944.

Τότε η μακαρίτισσα η γιαγιά μας, μας πήρε και μας έβαλε κάτω από το εικόνισμα του σπιτιού μας και γονατισμένοι κάναμε το σταυρό μας για να σωθούμε. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα και ανοίγοντας βλέπω δυο Γερμανούς με προτεταμένα τα αυτόματα να μας λένε να βγούμε έξω. Βγήκαμε από μπαλκόνι και κατεβήκαμε στην αυλή όπου μας ανέμεναν άλλοι τρεις Γερμανοί.

Τότε μας σπρώχνουν όλους μπροστά στο φούρνο της αυλής μας. Η γιαγιά κατάλαβε ότι θα μας σκοτώνανε και μας τράβηξε προς το πλυσταριό. όπου βρισκόταν και το αποχωρητήριο. Ο καμπινές ήταν μια απλή γσύρνα με δυό χοντρά ξύλα για να πατάμε.
Γρήγορα η γιαγιά μου κάθεται στο μέρος και προσποιούμενη τη φυσική της ανάγκη με άρπαξε από το χέρι και με έβαλε μέσα στη γούρνα καλύπτοντας το εξέχον κεφάλι με το σώμα της. Αυτό και με έσωοε!

Συγχρόνως ο αδερφός μου έτρεξε και μπήκε στο κατώι και κρύφτηκε κάτω από τα βαρέλια. Τον είδαν οι Γερμανοί, έτρεξαν κοντά του και τον φόνευσαν όπως ήταν κρυμμένος.
Ο συνομήλικός μου Λουκάς Αν. Ανέσιης, 11 χρονών, που οι γονείς του έλειπαν στον κάμπο, ακολούθησε και αυτός την γιαγιά μου και πριν εισέλθει στο πλυσταριό δέχθηκε ριπή στο λαιμό που του έκοψε το κεφάλι. .Αμέσως ο ναζιστής στρατιώτης στάθηκε στην είσοδο του πλυσταριού και πυροβόλησε εμένα και τη γιαγιά μου. Όλες τις σφαίρες ας εδέχθη το σώμα της γιαγιάς μου και το χοντρά ξύλο που πατούσε.

Εγώ τραυματίστηκα ελαφρώς στο χέρι, όχι από τη ριπή, αλλά από τη σφαίρα της χαριστικής βολής. Ευτυχώς που δεν μίλησα για να με ακούσουν και έμεινα σ' αυτή τη θέση μέχρις που έφυγαν. Τότε εξήλθα και άρχισα να τρέχω μέσα στους δρόμους του χωρίο βλέποντας παντού νεκρούς.

Ακουσα παντού φωνές και κλάματα και είδα κόσμο πολύ να φεύγει τρέχονιας Τους ακολούθηοα και διανυκτερεύσαμε στα βουνά. Παρέμεινα εκεί έως ότου ήλθε ο Ερυθρός Σταυρός και μάζεψε τα επιζήσαντα παιδιά και μας πήγε σε διάφορα ορφανοτροφεία. Εγώ πήγα στην Κηφισιά. Την γιαγιά μου την έθαψαν την άλλη μέρα της σφαγής, στο Στείρι. Τον αδερφό μου τον βρήκαν μετά από 5 μέρες στο κατώι κάτω από τα βαρέλια και τον έθαψαν μπροστά στο Ιερό της εκκλησίας.


Κατά της 10 το πρωί στις 10 Ιουνίου 1944 μέρα Σάββατο, κατέβηκα από το πατρικό μου και πήγα στο καφενείο του Μαράλιου.
Καθόμουνα με δυο - τρεις άλλους. Περνάει από κει το μικρό ανιψάκι μου. ο Γιάννης της αδερφής μου Φρόσως Σταθά, το γόνος Περγαντά. Το φώναξα και του έδωσα μια ρουφηξιά ούζο. Ύστερα έφυγε να παίξει. Σε λίγα ακούμε φωνή τρομαγμένη ."έρχονται οι Γερμανοί". Πεταχτήκαμε και μέσα από το στενό του Μάριου προς τα Μεσινά ανέβηκα στου Καρσνά το ρέμα, προς τα λακκώματα. Εκεί έμεινα και είχα στραμμένη την προσοχή μου στο χωριό με αγωνία. Είδα (...), ώσπου όταν βασίλεψε ο ήλιος κι έπαιρνε να νυχτώσει οι γερμανικές φάλαγγες τράβηξαν για τη Λιβαδειά.

Τότε κατεβαίνω κι εγώ προς ιο χωριό. Φτάνω οε απόσταση διακόσια μέτρα από τα πρώτα σπίτια. Το σπίτι της αδερφής μου Φρόσως ήταν στην άκρη. Ακούω μια γυναικεία φωνή να σκούζει, να οδύρεται, να θρηνολογεί. Ήταν η μόνα μου. Φτάνω τρέχοντας και τι να δω! Την αδερφή μου κομματιασμένη, βιασμένη, καιακρεουργημένη. Κατασκισμένα ρούχα και σάρκες είχαν γίνει ένα. Το αίμα έτρεχε από τα σκέλια της. Τα βυζιά της κατασφαγμένα, φέτες. Το πρόσωπό της παραμορφωμένο και σ' όλο το σώμα σημάδια άγριας πάλης. Δίπλα της σε μια χούντα το μικρό κορίτσι της τη Ζωή. εφτά μηνών. το είχαν ξεκοιλιάσει, του είχαν κόψει το λαιμό και κρέμονταν τα λαρύγγια του στο στήθος μπλεγμένα με τα βγαλμένα έντερα.

Το αγόρι της, αυτό που το πρωί του έδωσα λίγο ούζο στο καφενείο, έτρεξε να κρυφτεί στο διπλανό σπίτι του Νιαγιαλή. Οι εγκληματίες το κυνήγησαν και το εκτέλεσαν τινάζοντας του τα μυαλά στον αέρα κάτω από τη σκάλα Και το άλλο κορίτσι της ίδιας αδερφής μου, την Ελένη, εφτά χρονών, το έσφαξαν κι αυτό. Την επομένη το πρωί τους θάψαμε όλους σε ομαδικό τάφο μπροστά στην αυλή του σπιτιού τους..

Πηγή: Kontranews

1 σχόλιο:

  1. Η φρίκη του Διστόμου!!
    Ήταν μια μέρα λαμπερή…
    Σκοτείνιασε στην στιγμή...
    Χέρια ήταν δολοφονικά...
    Σκότωσαν φρικιαστικά...
    Η συνείδηση ήταν χαμένη...
    Η ψυχή διαταραγμένη...
    Ο νους ήταν στον πυρήνα...
    Στόχευε αλλού με μανία...
    Με δόλο χτύπησαν και μανία...
    Ω Θεέ μου τι κτηνωδία...
    Εκτέλεση ήταν θηριωδία...
    Πάγωσαν οι νέες καρδιές...
    Μαύρισαν όλες οι ψυχές...
    Κλάματα φωνές παιδικές..
    Πλανώνται με το άδικο στο χθες...
    Το μωρό απ’ το ξίφος σπαράζει...
    Η κτηνωδία το σήμα χαράζει...
    Ο αέρας το άδικο φωνάζει...
    Το χώμα απ’ το αίμα στενάζει...
    Με αγάπη λύπη και σεβασμό: Δόνα Αμαρυλλίς

    ΑπάντησηΔιαγραφή