5.6.17

ΤSante Caserio Το οπλισμένο χέρι της αναρχίας


Στις 24 Ιούνη 1894, ο πρόεδρος της γαλλικής δημοκρατίας, Sadi Carnot, έφτασε στη Lyon στο τέλος της ζωής του, κάτω από τα χτυπήματα ενός νεαρού ιταλού αναρχικού, του Sante Caserio.
Η εκτέλεση είχε τρομερό αντίκτυπο στη Γαλλία, την Ιταλία και όλη την Ευρώπη. Αν και ο ιταλός βασιλιάς Umberto και ο πρωθυπουργός Crispi εξέφρασαν την καταδίκη και τη θλίψη τους, το πλήθος επιτέθηκε σε καταστήματα ιταλών στη Lyon και άλλες γαλλικές πόλεις, ενώ στο Παρίσι απαίτησε την κήρυξη πολέμου στην Ιταλία. Πλοίο με ιταλούς μετανάστες για την Αμερική αναγκάστηκε να αποφύγει τα γαλλικά λιμάνια, ενώ αρκετοί μετανάστες, από τον φόβο των αντιποίνων συνέρευσαν στο Τορίνο.

Η επίθεση του Caserio δεν είχε ωστόσο εθνικιστική πρόθεση. Αντιθέτως, σχεδιάστηκε από τον αυτουργό της ως πράξη αλληλεγγύης προς τους γάλλους συντρόφους του, Vaillant και Henry που είχαν εκτελεστεί από το γαλλικό κράτος.

Η επίθεση του Caserio πρέπει να αναπλαστεί με ακρίβεια καθώς είναι πολύ σημαντική και αναδεικνύει κάποιες ενδιαφέρουσες πρακτικές και ψυχολογικές πλευρές του αναρχικού κινήματος.

Εισαγωγή

Αυτή είναι η ιστορία του Sante Caserio, ενός νεαρού ιταλού αναρχικού που μετανάστευσε στη Γαλλία για να μη συλληφθεί ως λιποτάκτης. Εκεί μαχαίρωσε και σκότωσε τον Sadi Carnot, τον γάλλο πρόεδρο, στη διάρκεια μια προς τιμήν του δημόσιας εκδήλωσης το 1894.

Γιατί θυμόμαστε τον Caserio εκατοδεκαέξι χρόνια μετά τον θάνατό του στο ικρίωμα, μετά την εκτέλεση του προέδρου; Υπάρχουν παραπάνω από ένας λόγοι. Πρώτα απ’ όλα, δεν θα πρέπει ποτέ να λησμονούμε τις πράξεις εξέγερσης του παρελθόντος, ειδικά καθώς συχνά παραβλέπονται από τους επίσημους ιστορικούς ή παρουσιάζονται υπό το χειρότερο δυνατό φως. Κατά δεύτερον, η μεγάλη σημασία της πράξης του Caserio παραμένει επίκαιρη, αν και ανήκει σε ένα αρκετά διαφορετικό πλαίσιο από το δικό μας: ο εικοσάχρονος Caserio, ο ντροπαλός και φιλότιμος εργάτης από ένα μικρό χωριό του ιταλικού βορρά, χτύπησε το ίδιο το κέντρο της πολιτικής εξουσίας, το πιο υψηλού γοήτρου σύμβολο της γαλλικής αστικής κοινωνίας.

Τρίτον, η πράξη του Caserio αντιπροσωπεύει ένα εξαιρετικό παράδειγμα για όλους τους αναρχικούς που παλεύουν ενάντια στο σύστημα με στόχο την καταστροφή του. Δεν λέμε ότι συνιστάται ο θάνατος του όποιου προέδρου της δημοκρατίας (δεδομένου του ότι ένας άλλος θα εκλεγεί αμέσως)- λέμε απλώς ότι η Προπαγάνδα με την Πράξη είναι συχνά σημαντικότερη από ένα εκατομμύριο λέξεις.

Η συζήτηση είναι, βεβαίως, απαραίτητη και σημαντική, η μετάφρασή της όμως σε πράξεις είναι επίσης αναγκαία. Αυτό είναι αληθές σήμερα όσο και στην εποχή του Caserio, όταν οι συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης στην Ευρώπη ήταν παντελώς άθλιες, την ίδια στιγμή που οι μεγάλες πολιτικές δυνάμεις σπαταλούσαν τεράστια ποσά σε αποικιοκρατικές εκστρατείες. Ένας μεγάλος αριθμός επιθέσεων ενάντια στο καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό καθεστώς ξέσπασαν σε όλη τη Ευρώπη, στη Γαλλία όμως ήταν κυρίως εκεί όπου οι αναρχικοί έκαναν να χυθεί μπουρζουάδικο αίμα. Ο γαλλικός αναρχισμός, απαλλαγμένος από τα ισχυρά αντιμοναρχικά κίνητρα που χαρακτήριζαν τον ιταλικό και ισπανικό αναρχισμό, οδηγήθηκε σε μια σειρά επιθέσεων ενάντια στην αστική κοινωνία και τους θεσμούς της γαλλικής δημοκρατίας.

Στις 9 Δεκέμβρη 1893, ο August Vaillant έριξε μια βόμβα με καρφιά μέσα στην αίθουσα της βουλής, τραυματίζοντας πολλούς ανθρώπους. Ο Vaillant, ένας συνειδητός εξεγερμένος, που όμως δεν είχε σκοτώσει κανέναν, καταδικάστηκε σε θάνατο και αποκεφαλίστηκε στις 5 Φεβρουάριου 1894. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας αρνήθηκε να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής, παρά την έκκληση από την κόρη του καταδικασμένου. Ο Vaillant ανέβηκε στο ικρίωμα ζητωκραυγάζοντας την Αναρχία και εξαγγέλλοντας ότι θα εκδικούνταν τον θάνατό του. Εφτά μέρες αργότερα, ο Emil Henry, ένας άλλος αναρχικός, εκτόξευσε έναν θανάσιμο εκρηκτικό μηχανισμό που ο ίδιος είχε κατασκευάσει, στο Cafe Terminus, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό St. Lazare. Ένα άτομο σκοτώθηκε και αρκετά τραυματίστηκαν. Στις 21 Μάη 1894, ο Henry οδηγήθηκε και αυτός στο ικρίωμα.

Μια σειρά εκρήξεων συνέβησαν ανάμεσα σε αυτά τα δύο γεγονότα, όχι όλα αναρχικής “προέλευσης” αλλά που όμως έσπειραν τον τρόμο στο Παρίσι. Το κοινοβούλιο εισηγήθηκε την επιβολή ειδικών αντιαναρχικών νόμων, όπως συνέβαινε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όμως οι επιθέσεις δεν σταμάτησαν. Αντιθέτως, επρόκειτο να χτυπήσουν την κορυφή της πολιτικής πυραμίδας· τον Ιούνιο του 1894, ένα μήνα μετά τον θάνατο του Henry, ο πρόεδρος της γαλλικής δημοκρατίας έφτασε στο τέλος της ζωής του κάτω από τα χτυπήματα του Caserio.

Ήταν η εκδίκηση των καταπιεσμένων ενάντια στην κυρίαρχη τάξη των καταπιεστών, η αιφνίδια κίνηση για την καταστροφή του αστικού συστήματος βασισμένου στην αδικία και τη διαφθορά, και την αντικατάστασή του με μια νέα κοινωνία δίχως δούλους και αφεντικά, πλούσιους και φτωχούς, στρατούς και φυλακές.

O Caserio, ένας φτωχός και σχεδόν αγράμματος νεαρός εργάτης, ήταν ένας από τους πολλούς καταπιεσμένους, που αντιθέτως όμως από τους πολλούς αυτός είχε συνείδηση ότι η κυρίαρχη τάξη αποτελείται από εγκληματίες με τα χέρια τους καλυμμένα από αίμα, το αίμα των φτωχών. Αποφάσισε να μην είναι παθητικός θεατής των όσων υπέφεραν οι προλετάριοι. Ως αναρχικός αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στη διάδοση του αναρχικού ιδανικού ανάμεσα στους ανθρώπους και στο να το θέτει σε δράση κάθε φορά που προέκυπτε ευκαιρία. Υπό αυτή την έννοια ο Caserio παραμένει ένα εξαιρετικό παράδειγμα για οποιονδήποτε υποστηρίζει ότι είναι αναρχικός.

Η μεταφράστρια Πρόκειται για τη Barbara Stefanelli που μετέφρασε αυτή τη μπροσούρα στα αγγλικά, στην έκδοση των Elephant Editions από την οποία και εμείς αντλήσαμε.

Sade Caserio

O Sade Caserio γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1873, στο μικρό χωριό Motta Visconti, κοντά στο Μιλάνο, στην αριστερή όχθη του ποταμού Ticino. Η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή· ο πατέρας του το καλοκαίρι εργαζόταν ως βαρκάρης και ως ξυλοκόπος τον χειμώνα. Όταν έγινε δέκα χρονών έφυγε από την οικογένεια του και πήγε στο Μιλάνο για να βρει δουλειά. Δούλεψε ως εργάτης στο αρτοποιείο Tre Marie όπου τον θυμόντουσαν ως ευγενικό και σκληρά εργαζόμενο αγόρι. Αν και σχεδόν αγράμματος, ήταν πολύ έξυπνος και όταν συνάντησε τους κύκλους των αναρχικών έγινε και ο ίδιος αναρχικός. Έγινε φίλος με τον δικηγόρο Pietro Gori, διευθυντή της μιλανέζικης εφημερίδας L’ Amico del Popolo (Ο Φίλος του Λαού) που συχνά κατασχόταν από τις αρχές.

O Gori θυμόταν κάπως έτσι τον νεαρό σύντροφο από το Motta Visconti: «Ένα χειμωνιάτικο πρωινό τον είδα κοντά στην Εργατική Λέσχη του Μιλάνο να μοιράζει προπαγανδιστικές μπροσούρες και ψωμί στους άνεργους εργάτες. Τα είχε αγοράσει και τα δύο από τις οικονομίες του. Ποτέ δεν τον είδα ούτε λίγο πιωμένο, κάτι ιδιαιτέρως ασύνηθες μεταξύ των φτωχών, ενώ κάπνιζε ελάχιστα. Σε ό,τι αφορά τα νεανικά πάθη, αυτός ήταν ένας πουριτανός. Ένα βράδυ κατσάδιασε κάποιους φίλους του που έβγαιναν από ένα μπουρδέλο: “Πώς μπορείτε να εκμεταλλεύεστε αυτές τις φτωχές γυναίκες, αγοράζοντας το κορμί και του έρωτά τους; ” Και καθώς ένας από αυτούς τους τύπους απάντησε “Τουλάχιστον ελαφρύνουμε λίγο τη φτώχια τους με τα λεφτά μας”, ο Caserio πήγε και έδωσε μια λίρα σε ένα από τα κορίτσια, που τον κοίταξε απορημένο, κι έφυγε δίχως να μιλήσει. Είχε νοικιάσει ένα διαμέρισμα όπου φιλοξενούσε άστεγους συντρόφους. Ήταν μια πραγματική “κατασκήνωση”, αν και αυτός έλειπε όλη τη νύχτα στη δουλειά του στον φούρνο».

Η ενδιαφέρουσα αναφορά του Gori ενισχύεται από μια “υπεράνω κάθε υποψίας” μαρτυρία- αυτή του Filippo Turati. Λίγο μετά τον θάνατο του Carnot, ο Turati έγραψε ένα θαρραλέο άρθρο στην εφημερίδα Critica Sociale όπου, μεταξύ άλλων, αποστασιοποιήθηκε από το γενικά αποδεκτό αίσθημα οδύνης και έκανε σαφές ότι ο Carnot «...ήταν ο άνθρωπος που το όνομά του απολύτως συνδέεται με τη μεγαλύτερη αστική και μιλιταριστική δημοκρατία, με τη συμμαχία μεταξύ Γαλλίας, του πάπα και του τσάρου· τις σφαγές στο Fourmies, το Pas de Calaisl και αλλού». (Αναφορά σε αιματηρές επεμβάσεις του στρατού ενάντια σε εργατικές απεργίες και κινητοποιήσεις).

Ο Turati μιλάει επίσης για τον ίδιο το νεαρό δράστη: «Γνωρίζαμε τον Caserio στο Μιλάνο, όταν συμμετείχε στις συναντήσεις μας αντιπαραβάλλοντας στις απόψεις μας τις δικές του αναρχικές αντιλήψεις. Δεν ήταν όμως θρασύς και αλαζόνας όπως αρκετοί από τους συντρόφους του. Αντιθέτως, ήταν ευγενικός, στοχαστικός και σιωπηλός. Η φύση του ήταν βαθιά ριζωμένη στα αισθήματα του καθήκοντος και της θυσίας.

Το γεγονός ότι ως παιδί ήταν θρησκευόμενος επιβεβαιώνει την άποψή μου: δεν ήταν πλέον θρησκευόμενος αλλά παρέμενε ευσεβής». Το κύριο χαρακτηριστικό του χαρακτήρα του Caserio ήταν η αφοσίωσή στο αναρχικό ιδανικό. Διαρκώς τον απασχολούσε το να πράττει το καθήκον του και να δρα σε συνέπεια με τις ιδέες του. Περιγράφεται ως ξανθό, αδύνατο αγόρι, μέτριου ύψους, με γαλάζια μάτια και έξυπνο πρόσωπο: «Το πάνω του χείλος είχε εφηβικές ξανθές τρίχες, τα μάτια του φαίνονταν έξυπνα, το στόμα του ήταν ροδαλό και “φρέσκο”». Στην αρχή συνδέθηκε με την αναρχική ομάδα της Porta Romana, ύστερα δημιούργησε μια ομάδα στην Porta Genova που είχε ένα δωματιάκι ως σημείο συνάντησης.

Συνελήφθη πρώτη φορά τον Απρίλη του 1892 για τη διανομή της μπροσούρας Giorgio e Silvio -ενός αντιμιλιταριστικού διαλόγου- στους φαντάρους του στρατοπέδου Santa Prassede στο Μιλάνο. Καταδικάστηκε αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος. Στα δεκαεννιά του καλέστηκε να καταταγεί στον στρατό. Την κοπάνησε στην Ελβετία για να μη στρατολογηθεί και καταδικάστηκε ως ανυπότακτος.

Έμεινε στο Lugano όπου βρήκε δουλειά για λίγες βδομάδες, ενώ συμμετείχε και σε μια απεργία τον Αύγουστο του 1893, Αργότερα πήγε στη Λωζάννη, ύστερα στη Γενεύη και τελικά στη Λιόν. Σ’ αυτή την πόλη υπήρχε μια ισχυρή αναρχικά παράδοση και ο Caserio συνάντησε πολλούς συντρόφους, κράτησε όμως και επαφή με τις ιταλικές ομάδες και λάμβανε αναρχικά έντυπα από το Cette, μια παραθαλάσσια πόλη νοτίως του Montpellier όπου ζούσαν πολλοί ιταλοί εργάτες. Τελικά μετακόμισε σ’ αυτή την πόλη όπου έπιασε δουλειά σε έναν φούρνο.

Τον Ιούνη του 1894, έχοντας ακούσει ότι ο πρόεδρος τη; δημοκρατίας θα βρισκόταν στη Lyon για να εγκαινιάσει την  Έκθεση, αποφάσισε να τον εκτελέσει. Ήταν Κυριακή 23 Ιούνη, ο Caserio δούλευε ως συνήθως στον φούρνο Viala ως τις 10 το πρωί. Μετά από έναν καυγά που επίτηδες προκάλεσε με το αφεντικό, ο Caserio παραιτήθηκε και εισέπραξε είκοσι φράγκα. Μια ώρα αργότερα αγόρασε ένα στιλέτο από κάποιον οπλοποιό. Ο Caserio ήταν αποφασισμένος να χτυπήσει τον κατεξοχήν αντιπρόσωπο των καταπιεστών στη Γαλλία και να εκδικηθεί τους συντρόφους Vaillant και Henry.

Στις 3μμ πήρε το τρένο για Montbasin και από εκεί το τρένο για Montpellier. Όσο θα περίμενε το τρένο για Avignon πήγε να επισκεφθεί τον φίλο του, Laborie. Στη στάση που έκανε στο Vienne αγόρασε την εφημερίδα Le Lyon Republicain, έκοψε τη σελίδα που περιείχε το πρόγραμμα του προέδρου και τύλιξε με αυτή το στιλέτο. Ύστερα επισκέφθηκε έναν σύντροφο κουρέα και έκοψε τα μαλλιά του. Κατόπιν βάδισε πεζός και υπό βροχή από το Vienne ως τη Lyon.

Όταν έφτασε στα περίχωρα της πόλης πέτυχε ένα λεωφορείο καλυμμένο με γαλλικές σημαίες, γεμάτο με κόσμο που πήγαινε να δει τον πρόεδρο. Ο Caserio γνώριζε μόνο ένα σημείο στη Lyon, την πλατεία Guillotiere, και πήγε εκεί για να προσανατολιστεί. Οι δρόμοι ήταν καλοφωτισμένοι καθώς ο πρόεδρος βρισκόταν σε επίσημο γεύμα στο Εμπορικό Επιμελητήριο. Μια τέτοια σκηνή, απαρτιζόμενη από φωταγωγίες, εορτασμούς, παρελάσεις και ορχήστρες, προκάλεσε τα πλέον εχθρικά αισθήματα στον νεαρό αναρχικό.

Σε κάποιο σημείο, ενώ ο Caserio βάδιζε μέσα στο πλήθος, έπεσε σε ένα μπλοκαρισμένο δρόμο. Η προεδρική πομπή θα περνούσε από εκεί καθοδόν προς το θέατρο για μια εορταστική παράσταση. Ο Caserio ωστόσο βρισκόταν στη λάθος πλευρά, καθώς είχε διαβάσει ότι ο πρόεδρος θα καθόταν στη δεξιά μεριά της άμαξας ενώ εκείνος βρισκόταν στην αριστερή μεριά του δρόμου. Δυσκολεύτηκε αλλά εντέλει κατάφερε να ξεγλιστρήσει πίσω από μια άμαξα και να περάσει στην άλλη μεριά. Εκεί κατάφερε να στριμωχθεί στη δεύτερη σειρά του πλήθους. Περίπου στις 9μμ το πλήθος άρχισε να σπρώχνεται και δύο ιππείς της φρουράς πέρασαν ακολουθούμενοι από άλλους σχηματισμούς.

Καθώς ξάφνου άρχισε να ηχεί η “Μασσαλιώτιδα” -Ο εθνικός ύμνος της Γαλλίας-, η προεδρική άμαξα, συνοδευόμενη από δύο ιππείς στην κάθε της πλευρά, φάνηκε πίσω από το τελευταίο έφιππο απόσπασμα. Ο πρόεδρος, που καθόταν στην άμαξα μαζί με τον δήμαρχο και δύο στρατηγούς, χαιρετούσε το πλήθος. Αυτή ακριβώς τη στιγμή ο Caserio πετάχτηκε, διέσπασε την πρώτη σειρά, πήδηξε στον αναβατήρα και μαχαίρωσε τον Sadi Carnot.

Πολλοί θεώρησαν ότι αυτός ο άνθρωπος υπέβαλε κάποιο αίτημα, καθώς φαινόταν μόνο το χαρτί που κάλυπτε το στιλέτο, και δεν αντιλήφτηκαν ότι ο πρόεδρος έπεφτε μες στην άμαξα πληγωμένος θανάσιμα. Ο Caserio είχε ακόμα χρόνο να χαθεί μέσα στο πλήθος, αντιθέτως όμως έτρεξε μπροστά στην άμαξα φωνάζοντας: «Ζήτω η Αναρχία! Ζήτω η Επανάσταση!» Αμέσως οι ιππείς τον άρπαξαν και τον τράβηξαν από το εξαγριωμένο πλήθος ενώ η προεδρική άμαξα επιτάχυνε προς το νομαρχιακό μέγαρο. Εκεί ο πρόεδρος πέθανε λίγο μετά τα μεσάνυχτα.

Αυτή η ακολουθία γεγονότων που αναπαραστάθηκαν εδώ ακολουθώντας τη λεπτομερή και αληθοφανή εκδοχή που δόθηκε από τον Caserio κατά τις ανακρίσεις και τη δίκη, αποδεικνύουν ότι ο νεαρός αναρχικός έδρασε μόνος του, δίχως τη βοήθεια οποιουδήποτε. Η επίθεση ήταν η ατομική πράξη ενός και μοναδικού ανθρώπου που σκόπευε να χτυπήσει έναν και μοναδικό στόχο. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο εισαγγελέας προσπάθησε να αναδείξει τη θεωρία μιας συνωσίας, όμως το μοναδικό πράγμα που ο Caserio είχε σχεδιάσει ήταν η αποδοχή του θανάτου του. Κι αυτό ήταν η μεγάλη του δύναμη.

Η δίκη

Η δίκη ξεκίνησε στις 2 Αυγούστου 1894 στη Lyon και κράτησε οκτώ μέρες. Στον νεαρό αναρχικό, κατά την πρώτη μέρα της δίκης, τέθηκαν ερωτήσεις από τον δικαστή De Breuillac.

Πρόεδρος: Caserio, γεννήθηκες το 1873. Ο πατέρας σου ήταν βαρκάρης από τη Motta Visconti και πέθανε το 1887. Η οικογένεια σου ακόμα κατοικεί στη Motta. Ένας από τους αδελφούς σου έχει πανδοχείο, ο άλλος είναι υπηρέτης και ο τρίτος είναι βαρκάρης. Ως νεαρό παιδί ήσουν καλός και τίμιος εργαζόμενος. Κανείς δεν φανταζόταν που θα κατέληγες. Όπως πολλοί νέοι της ηλικίας σου ήσουν έξυπνος, παρορμητικός, με μεγάλη ζωτικότητα. Λέγεται ακόμα ότι είχες κατηφή έκφραση.

Caserio: (σηκώνεται βαριεστημένα και χαμογελώντας διακόπτει): Αυτό δεν είναι αληθές κύριε δικαστή.

Π: Σε ό,τι αφορά την υγεία σου, ο γαλλικός νόμος τιμωρεί μόνο άτομα που έχουν πλήρη συναίσθηση των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνται και, ως εκ τούτου, μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για αυτά. Έχεις ποτέ υποφέρει από ψυχικές διαταραχές; Είχες πάντοτε πλήρεις νοητικές ικανότητες; Υπήρξες ποτέ παράφρων;

C: Όχι. Διακηρύσσω ότι είμαι πλήρως υπεύθυνος των πράξεων μου.

Π: Ο πατέρας σου υπέφερε από επιληπτικές κρίσεις. Μια μέρα είχε δει, κατά την αυστριακή κατοχή, να κακοποιούν τον αδελφό του τρεις γερμανοί στρατιώτες και υπέστη σοκ και ακραίο τρόμο από αυτή την πράξη. Ποτέ δεν το ξεπέρασε αλλά δεν φαίνεται να υπήρξε παράφρων.
Εσύ, δηλώνεις ότι έχεις πλήρως τα λογικά σου σε μια επιστολή της 25ης Ιούλη, κάτι που επίσης αποδεικνύεται από την κατάθεσή σου σχετικά με την επίθεση, που πραγματοποιήθηκε με πλήρη συνείδηση, καθώς επίσης και από τις σταθερές και ακριβείς απαντήσεις που έδωσες κατά την ανάκριση.
Η φτωχή μητέρα σου προσπάθησε όσο περισσότερο μπορούσε να σε μορφώσει. Παρακολούθησες το δημοτικό σχολείο της Motta Visconti, δίχως όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Δεν ήσουν και τόσο καλός μαθητής. Σου αναφέρω αυτό το γεγονός επειδή θέλω να φωτίσω μια κατάσταση που ενδεχομένως θα είναι χρήσιμη ως προς την αμεροληψία της απόφασης. Δεν ήσουν λοιπόν και τόσο επιτυχημένος μαθητής...

C: Είμαι ο πρώτος που λυπάται για αυτό. Αν είχα μια σωστή παιδεία θα ήμουν δυνατότερος και καλύτερος άνθρωπος και θα είχα προσφέρει στο αναρχικό ιδανικό κάτι πολύ περισσότερο από τη φτωχή ζωή μου.

Π: Δεν υπάρχει τίποτα, ωστόσο, στο παρελθόν σου που να δηλώνει ότι θα γινόσουν δολοφόνος. Στην ομιλία του, στις 24 Ιουνίου, ο πρόεδρος Carnot εξέφρασε την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι «.. .στη Γαλλία πλέον υπάρχει μία και μόνη παράταξη στην οποία όλες οι καρδιές χτυπούν ενωμένες». Στη μεγαλόψυχη καρδιά του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ξεχνούσε ότι υπήρχε ακόμα μια παράταξη που δεν επιθυμούσε να αφοπλιστεί, η αναρχική παράταξη, και ότι ένα μέλος της ήταν έτοιμο να στήσει ενέδρα με σκοπό να τον δολοφονήσει. Εσύ, ένας εκπρόσωπος της αναρχικής εγκληματικότητας, στεκόσουν έξω από την είσοδο του μεγάρου.

Έγινες αναρχικός μετά τη δίκη του Amilcare Cipriani και των άλλων αναρχικών που έγινε στο δικαστήριο της Ρώμης, μετά την εξέγερση της 1ης Μαΐου στην Πλατεία του Αγίου Σταυρού;

C: Ήμουν ήδη αναρχικός αλλά αυτό το αισχρό θέαμα ταξικής ανισότητας έκανε ισχυρότερη την πίστη μου και ανακίνησε την επιθυμία μου για εκδίκηση.

Π: Κι ύστερα, οι συναντήσεις που οργάνωνε ο δικηγόρος Gori...

C: Ήμουν ήδη για πολύ καιρό αναρχικός πριν γνωρίσω τον Gori τον οποίο προσπαθείτε να εμπλέξετε σε αυτή τη δίκη. Οι συναντήσεις που οργάνωνε ήταν δημόσιες και αρκετά πολυπληθείς, και εκεί έμαθα ορισμένα καλά πράγματα που το σχολείο του συστήματος ξέχασε να μου διδάξει.

Π: Ναι, έμαθες να αψηφάς τις συμβουλές της φτωχής μητέρας σου και του αδελφού σου καθώς προσπαθούσαν να σε απομακρύνουν από τις κακές ιδέες σου. Στην αρχή θύμωσες μαζί τους κι ύστερα απαρνήθηκες ολοκληρωτικά την οικογένειά σου.

C: Αυτό δεν είναι αλήθεια! Τώρα αγαπώ και τιμώ τη μητέρα μου όσο κι όταν ήμουν παιδί, και η στοργή που νιώθω για τους συγγενείς μου είναι ίδια όπως πάντα, Μονάχα που δεν ήθελα να αποδεχτώ τον ζυγό τους που απαρτίζεται από προλήψεις. Εγώ απλώς κοίταξα πέρα από την μικρο-οικογένεια που ενώνεται από μικρο-συμφέροντα, κοίταξα προς μια μεγαλύτερη οικογένεια, την ανθρωπότητα, στην οποία ένιωσα ότι ήθελα να δώσω το όλον του εαυτού μου.

Ο πρόεδρος, που θέλει να ενισχύσει τη θεωρία της συνομωσίας και προσπαθεί να φέρει τον Caseno σε αντιφάσεις, διαβάζει τα ονόματα αρκετών αναρχικών από το Μιλάνο και τον ρωτάει αν τους ξέρει.

C: Αυτές είναι ανούσιες ερωτήσεις και χάσιμο χρόνου. Δεν γνωρίζω κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους που ανέφερες, αλλά κι αν τους γνώριζα δεν θα στο έλεγα.

Π: Η ανάκριση τεκμηρίωσε ότι ήσουν σε επαφή μαζί τους και η αστυνομία παρείχε πλήρεις αποδείξεις για αυτό.

C: Τότε αρκέσου στην αστυνομία σου, εγώ αηδιάζω μαζί τους.

Π: Η αστυνομία κάνει τη δουλειά της.

C: Δεν είναι δικό μου θέμα.

Π: Αρνείσαι ότι ξύρισε το γένι σου ο σύντροφός σου, ο κουρέας Faure;

C: Και ποιος ήθελες να με ξύριζε; Κανένας φούρναρης;

Π: Και είναι αλήθεια ότι στο Cafe du Garde στο Cette έκανες αποκλειστικά παρέα με αναρχικούς;

C: Κι αυτό είναι αλήθεια. Ποτέ δεν συναναστρεφόμουν την “υψηλή κοινωνία”, και δεν φαντάζομαι ότι θα με καλοδέχονταν. Είναι όμως ανόητο το να ισχυρίζεται κάποιος ότι μόνο αναρχικοί σύχναζαν στο Cafe du Garde. Θυμάμαι μάλιστα μια φορά που είχα παίξει μπιλιάρδο με έναν από τους πολλούς ασφαλίτες που έρχονταν για να μας παρακολουθούν, δίχως να γνωρίζουν ότι εμείς τους παρακολουθούσαμε περισσότερο απ’ ότι εκείνοι.

Π: Πρώτα περιφρόνησες την οικογένεια σου και ύστερα την πατρίδα σου. Έφυγες από την Ιταλία ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να εκπληρώσεις το ιερό σου χρέος σε αυτήν, να γίνεις στρατιώτης.

C: Πάντα θεωρούσα ότι εμείς οι φτωχοί εκπληρώνουμε περισσότερα χρέη στην πατρίδα απ’ ότι οι πλούσιοι. Και αποφάσισα να αφήσω απλήρωτο ένα από αυτά τα χρέη. Ας υπερασπιστούν την πατρίδα αυτοί που τη χαίρονται. Εμείς από την πατρίδα λαμβάνουμε μονάχα φτώχια και καταφρόνια και είμαστε όλοι διατεθειμένοι να την ξεχώσουμε προς χάρη μιας μεγαλύτερης πατρίδας που δεν έχει ειδεχθή εμβλήματα αδελφοκτόνων σημαιών, που δεν έχει ανόητα σύνορα· την πατρίδα ολόκληρης της Γης όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να μεγαλώνουν ελεύθεροι μέσα από τις νίκες της προόδου και του πολιτισμού.

Π: Πήγες στην Ελβετία και ύστερα στη Γαλλία, με πρώτη στάση τη Lyon. Εκεί σε υποδέχτηκαν οι σύντροφοί σου και κανόνισαν να μείνεις στο σπίτι της Maria, μιας γυναίκας που είναι γνωστή ως “η μητέρα των αναρχικών”. Σύντομα γνωρίστηκες με όλους τους αναρχικούς της περιοχής αλλά σε λίγο μετακόμισες στο Vienne. Γιατί;

C: Επειδή έλπιζα ότι θα έβρισκα καλύτερα πράγματα να κάνω εκεί.

Π: Η ίσως επειδή ωθήθηκες από τον Delahaye, πρώην συνεργάτη της Pere Peinard, (“Αιρετική” αναρχική εφημερίδα της εποχής) και τον Faure, τον κουρέα με τον οποίο ήσουν φίλος μέχρι και τη μέρα της αποτρόπαιης επίθεσής σου.

C: Όλα αυτά δεν αφορούν ούτε εσένα ούτε αυτό το δικαστήριο.

Π: Από το Vienne πήγες στο Cette. Σκέφτηκες ίσως ότι το Cette ήταν ένα πιο ζωντανό κέντρο προπαγάνδας;

C: Αυτό ακριβώς σκέφτηκα και αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίο μετακινήθηκα. Μου αρέσει να ζω με συντρόφους που είναι καλλιεργημένοι, καλά πληροφορημένοι και δραστήριοι.
Π: Σίγουρα θα συνάντησες τον σύντροφό σου τον Lacroix στο Cette.

C: Ήδη σε έχω προειδοποιήσει ότι στο δικαστήριο θα δώσω πληροφορίες για πράγματα, γεγονότα και καταστάσεις που αφορούν εμένα, αλλά πάντα θα αρνούμαι να κάνω τη δουλειά της αστυνομίας και να εξυπηρετήσω τη διωκτική σου μανία αναφερόμενος σε ονόματα και γεγονότα που με βεβαιότητα είναι άσχετα με την επίθεσή μου, με αυτή τη δίκη και τον εκδικητικό σκοπό της.

Π: Οι αρχές του Cette δεν έδωσαν και μεγάλη σημασία στη νομοθεσία που αφορά τους αλλοδαπούς. Δεν ασχολήθηκαν με τη νομιμότητα της παρουσίας σου αν και γνώριζαν ότι είσαι ένας από τους πλέον διαβόητους αναρχικούς και επίκεντρο μιας δραστηριότητας που αποκάλυπτε το ποιόν σου.

C: Τι υπερβολή!

Π: Οι σύντροφοί σου σε επισκέπτονταν όταν νοσηλεύτηκες για κάποιο διάστημα στο νοσοκομείο και σου έφερναν εφημερίδες και τυπωμένα πορτραίτα του Ravachol, του Pallas και των αναρχικών του Σικάγο.  (Ο Pallas ήταν ισπανός αναρχικός που καταδικάστηκε σε θάνατο για την απόπειρα εκτέλεσης ενός στρατηγού το 1893. Οι αναρχικοί του Σικάγο είναι προφανώς οι εκτελεσμένοι της Πρωτομαγιάς).
Ύστερα βρήκες δουλειά στον φούρνο των Viala. Λέγεται ότι μια έκρηξη συνέβη εκεί τον καιρό που εσύ εργαζόσουν.

C: Ανοησίες! Χρησιμοποιούσαν χλωρά ξύλα για το κάψιμο του φούρνου.

Π: Εγκατέλειψες αιφνιδιαστικά το αφεντικό σου στις 23 Ιουνίου και ζήτησες να πληρωθείς. Έλαβες περίπου τριάντα φράγκα. Έφυγες από του Viala και πήγες στον σύντροφό σου Saurel για να ζητήσεις τη διεύθυνση του συντρόφου σου Laborie στο Montpellier. Ύστερα αγόρασες το μαχαίρι.
-Σ’ αυτό το σημείο ζητήθηκε από τον Caserio νε περιγράφει τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του από το Cette ως τη Lyon. Μιλά για τα χωριά που διέσχισε.

C; Εντόπιζα τμήματα της χωροφυλακής σχεδόν σε κάθε χωριό που περνούσα. Μικρά φτωχόσπιτα βρίσκονταν παντού και άνθρωποι κουβέντιαζαν και κάπνιζαν στα κατώφλια τους.

Π: Δεν σε αποθάρρυνε το θέαμα αυτών των ειρηνικών ανθρώπων και των μικρών χωριών από το να φέρεις σε πέρας το αχρείο σχέδιό σου;

C: Ωχ! Οι σκλάβοι που πέφτουν για ύπνο υπό τον ίδιο τους τον ζυγό, δεχόμενοι χτυπήματα και καθημερινούς εξευτελισμούς, που βρίσκουν παρηγοριά παίζοντας χαρτιά ή κάτι άλλο τις Κυριακές, δεν μου προκαλούν τίποτα άλλο παρά περιφρόνηση. Είναι χάρη σε αυτούς που οι κυβερνώντες ατιμώρητα απολαμβάνουν το να μας καταπιέζουν και τα αφεντικά να μας εκμεταλλεύονται. Αν οι άνθρωποι ενώνονταν για να μαθαίνουν, να συζητούν, να κατανοούν ο ένας τον άλλον και να προετοιμάζονται έστω και για μικρές απαιτήσεις αντί να πνίγουν τις λύπες τους και τα ελάχιστα χρήματά τους στο κρασί και τα παίγνια, τότε αυτοί που μας κυβερνούν, μας εκμεταλλεύονται και μας δικάζουν δεν θα ήταν τόσο αλαζόνες.

Π: Και μια ιστορική μνήμη θα έπρεπε να σε έχει σταματήσει. Η 24η Ιουνίου είναι επέτειος της μάχης του Solferino (Μεγάλη μάχη που έδωσε το 1859 ο γαλλικός στρατός, σε συμμαχία με τον ιταλό βασιλιά Victor Emmanuele, κατά του αυστριακού στρατού) όπου από κοινού χύθηκε ιταλικό και γαλλικό αίμα στα πεδία μάχης της Λομβαρδίας.

C: Αυτή η μάχη δεν έγινε για τα συμφέροντα των προλετάριων αλλά σε υπακοή στις διαταγές του Βοναπάρτη και του βασιλικού οίκου των Savoia. Ο πρώτος καλύφθηκε από την ατιμία ενώ οι δεύτεροι επωφελήθηκαν της ηρωικής υπομονής των ιταλών εργατών μέχρι που και αυτοί ξεβράστηκαν από την ίδια δίνη.

Π: Υπήρξε η αναρχική ιδέα τόσο ισχυρή και μοναδική μέσα σου που σε έκανε να λησμονήσεις, αχάριστε άνθρωπε, ότι θα έδινες μονάχα εκδίκηση και πόνο στη Γαλλία, τη χώρα που σου είχε προσφέρει εργασιακή φιλοξενία;

C: Όσο για την πράξη μου, ήταν καλά αποφασισμένη και προσεκτικά φροντισμένη, και τίποτα δεν θα μπορούσε να την αλλάξει ή να τη ματαιώσει. Όσο για την εργασιακή φιλοξενία, κύριε πρόεδρε, είσαι μεταξύ αυτών που απολαμβάνουν τους καρπούς της εργασίας άλλων ανθρώπων δίχως να έχεις τέτοιο δικαίωμα. Εγώ, αντιθέτως, είμαι μεταξύ αυτών που υποφέρουν ταπεινώσεις και προβλήματα από τη δουλειά δίχως να τους πρέπει κάτι τέτοιο. Όταν μας παρέχετε αυτό που αποκαλείς εργασιακή φιλοξενία, μας αφήνετε να επιβιώνουμε χάρη της “μεγαλοψυχίας” σας, και για αυτό ζητάτε την ευγνωμοσύνη μας. Όταν, υποχρεωμένοι από την ανάγκη και με αντάλλαγμα λίγο ψωμί, πουλάμε την κούραση και τον ιδρώτα μας, διασφαλίζοντας τη ζωή σας, τις χαρές σας, την ασφάλειά σας, καλά γνωρίζουμε ότι σας παρέχουμε τη φιλοξενία της ευζωίας και ως εκ τούτου δεν νιώθουμε ότι σας χρωστάμε κάτι. Αν κάποιο χρέος παραμένει απλήρωτο είναι το ιερό χρέος του μίσους, της εκδίκησης, του μακελειού- και μην εξαπατάστε, θα ξεπληρώσουμε αυτό τον λογαριασμό μια απ’ αυτές τις ημέρες.

Π: Είσαι αναρχικός, ενστερνίζεσαι την ιδέα της καταστροφής της κοινωνίας και είσαι ορκισμένος εχθρός των ηγετών του κράτους, δημοκρατικού ή μοναρχικού.

C: Είναι το ίδιο και το αυτό.

Π: Ενέκρινες την πράξη του Henry, με μια αντίρρηση την οποία εκφέρω με τα δικά σου λόγια: «Αντί να ρίξει τη βόμβα του σε ένα cafe, καλύτερα να την έριχνε στο άντρο κάποιας χοντρής μπουρζουάδικης οικογένειας».

C: Αλήθεια, έτσι το είπα.

Π: Μια μέρα είπες: «Τον καημένο τον Vaillant τον σκοτώσανε δίχως αυτός να έχει σκοτώσει κανέναν». Και πρόσθεσες: «Όταν έρθει η ώρα μου, θα σκοτώσω κάποιο σημαντικό πρόσωπο και δεν θα με σταματήσει ούτε η σκέψη της μητέρας μου, της ζωής μου, του οτιδήποτε». Επίσης, δεν είπες ότι θα επιτιθόσουν στον βασιλιά και στον πάπα που επέστρεφε στην Ιταλία;

C: (χαμογελώντας): Ω, όχι ταυτόχρονα, ποτέ δεν κυκλοφορούν μαζί.

Π: Δεν είσαι πράκτορας μιας αναρχικής συνομωσίας;

C: Όχι, είμαι μόνος μου και ήρθα ως εδώ για να φέρω σε πέρας τη δική μου πράξη δικαιοσύνης.

Π: Όμως οι αναρχικοί συνωμοτούσαν για να υπερασπιστούν τους Ravachol, Vaillant και Henry. Ο πρόεδρος Carnot αποφάσισε να μη μετατρέψει την ποινή που επιβλήθηκε στους προκατόχους σου από ορκωτά δικαστήρια, αποτελούμενα από  πολίτες που έπραξαν με πλήρη συνείδηση. Για αυτό τον λόγο, μετά τον θάνατο του Henry, ο πρόεδρος, η σύζυγος και τα παιδιά του έλαβαν απειλητικές επιστολές. Δεν είναι αλήθεια ότι οι αρχηγοί τους οποίους υπακούς έγραψαν αυτές τις επιστολές;

C: Οι αναρχικοί δεν έχουν αρχηγούς. Αποφάσισα μόνος μου την πράξη μου και ελεύθερα μόνος μου τη διέπραξα.

Π: Υπάρχει ωστόσο ένα περιστατικό που το δικαστήριο και το κοινό θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους: μετά τον θάνατο του Carnot, μια εικόνα του Ravachol στάλθηκε στη χήρα του προέδρου. Στο πίσω της μέρος ήταν γραμμένο: «Επετεύχθη η δικαίωσή του κατά τον καλύτερο τρόπο». Αν δεν είσαι πράκτορας εκείνων που έστειλαν αυτή την εικόνα, έχεις το θάρρος να τους αποκηρύξεις;

C: Έχω το θάρρος να μην τους αποκηρύξω, δεν αποκηρύσσω τις ενέργειες άλλων ανθρώπων. Μου αρκεί με ειλικρίνεια να σας διαβεβαιώσω ότι ήμουν μονάχα εγώ αυτός που προετοίμασε και διέπραξε αυτήν την επίθεση.

Π: Η εξέτασή σου τελειώνει εδώ. Μια απλή σκέψη θα πρέπει να γίνει: απαρνήθηκες τους ανθρώπινους νόμους και αυτό είναι δικό σου θέμα· περιφρόνησες όμως και τον ύψιστο νόμο που απαγορεύει τον φόνο. Όταν ένας δικαστής επιβάλλει τη θανατική ποινή, έχει ακούσει την υπεράσπιση, έχει σκεφτεί προσεκτικά, έχει συζητήσει, έχει λάβει υπόψη όλες τις πλευρές και έχει ερευνήσει όλους τους κανόνες. Εσύ, ένα εικοσάχρονο αγόρι, στάθηκες κατήγορος, δικαστής και δήμιος.

C: Αν υφίσταται ένας τέτοιος ύψιστος νόμος, τότε γιατί εσείς δεν τον σέβεστε; Είμαι μόλις είκοσι χρονών, η ηλικία που οι κυβερνήσεις εντάσσουν στον στρατό ανθρώπους παρμένους από τα σπίτια των φτωχών, προκειμένου να σκοτώνουν τους αδελφούς τους.

Π: Δεν σκότωσες απλώς τον ηγέτη του έθνους αλλά επίσης έναν άριστο σύζυγο και πατέρα.

C: Πατεράδες; Σκοτώνονται κατά χιλιάδες από τη φτώχια και τη σκληρή δουλειά. Ο Vaillant δεν ήταν πατέρας; Δεν είχε μια σύντροφο κι ένα παιδί; Ο Henry δεν άφησε πίσω του μια μητέρα κι έναν αδελφό; Δείξατε επιείκεια σε αυτούς;

Πήρε είκοσι λεπτά στο δικαστήριο να αποφασίσει τη θανατική καταδίκη του Caseno. Όταν ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι ο Caseno θα εκτελούταν στη γκιλοτίνα και ότι είχε το δικαίωμα να ασκήσει έφεση εντός τριών ημερών, ο Caseno χαμογέλασε και ανασήκωσε τους ώμους. Ύστερα, βαδίζοντας πίσω για το κελί του, φώναξε: «Να είστε γενναίοι, σύντροφοι! Πάντα ζήτω η Αναρχία!».

Καθώς ανέβαινε στο ικρίωμα το πρωινό της 16ης Αυγούστου 1894, ο Casern είχε ένα ενστικτώδες ρίγος εξέγερσης, εξέγερση της ζωής που δεν μπορεί να παραδοθεί στον θάνατο, και κραύγασε: «Voeri nob» (Δεν θέλω). Σύντομα όμως συνήλθε, κοίταξε τον δήμιο με προκλητικό βλέμμα και φώναξε «Ζήτω η Αναρχία!» αντίκρυ στον ήλιο. Ήταν ο τελευταίος του χαιρετισμός προς το ιδανικό που ήταν η μοναδική χαρά της σύντομης ζωής του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου