8.6.17

Α. ΜΠΕΝΑΡΟΓΙΑ-Σ. ΓΙΟΝΑ Οι πρώτοι εκτοπισμένοι


Από τους ιστορικούς θεωρείται ως η πρώτη οργανωμένη δίωξη του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος στον τόπο μας: στις 8 Ιουνίου 1914 συλλαμβάνονται στη Θεσσαλονίκη και μεδιαταγή του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας Θεμιστοκλή Σοφούλη εκτοπίζονται στη Νάξο, ως «επικίνδυνοι διά την δημοσίαν ασφάλειαν», οι Αβραάμ Μπεναρόγια και Σαμουέλ Γιονά.

*Ο πρώτος ήταν γραμματέας της Σοσιαλιστικής Εργατικής Ομοσπονδίας της πόλης, γνωστότερης ως Φεντερασιόν.

*Ο δεύτερος, γραμματέας του καπνεργατικού συνδικάτου κι επικεφαλής της απεργιακής επιτροπής που μόλις είχε καθοδηγήσει μια από τις μεγαλύτερες -και νικηφόρες- απεργίες του κλάδου.

Στην εξορία θα παραμείνουν για περισσότερα από δυόμισι χρόνια, εγκαινιάζοντας μια πολιτική εξωδικαστικής καταστολής του «κοινωνικού εχθρού» που έμελλε να κρατήσει για δεκαετίες.

Τίποτα σ’ αυτή τη δίωξη δεν ήταν τυχαίο -ούτε τα θύματά της, ούτε η γενικότερη συγκυρία. Η εικοσαήμερη απεργία των καπνεργατών της Μακεδονίας, την άνοιξη του 1914, έχει καταγραφεί όχι μόνο ως η σημαντικότερη μέχρι τότε κινητοποίηση του είδους στον ελλαδικό χώρο, αλλά και ως η πρώτη επαφή της ελληνικής διοίκησης με το αναπτυγμένο εργατικό κίνημα της Θεσσαλονίκης και των άλλων μακεδονικών βιομηχανικών κέντρων.

Μπροστά στη μαζικότητα της κινητοποίησης (κάπου 32.000 απεργοί -ως επί το πλείστον εβραίοι στη Θεσσαλονίκη, Ελληνες και μουσουλμάνοι στη Δράμα, την Καβάλα και το Πράβι) και την αποφασιστικότητά της (αλλεπάλληλες συγκρούσεις με απεργοσπάστες, τη χωροφυλακή και το στρατό), η κυβέρνηση Βενιζέλου θα υποχρεωθεί να μεσολαβήσει για τη μερική ικανοποίηση των καπνεργατικών αιτημάτων και την υπογραφή της πρώτης συλλογικής σύμβασης στην ελληνική ιστορία.

Για πρώτη επίσης φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, ενάντια στους απεργούς επιστρατεύτηκε, εκτός από τις συνήθεις επικλήσεις υπέρ του νόμου και της τάξης, και η εθνική κινδυνολογία.

Οι ηγέτες της απεργίας, διαβάζουμε σε ένα τυπικό δημοσίευμα των ημερών, «επιδιώκουν να παρασύρουν Ελληνας αδελφούς μας εις τον διεθνισμόν, δηλαδή να μην προσκυνούν τον Σταυρόν και να μην χαιρετούν την γλυκείαν Γαλανόλευκον, αλλά να έχουν ως έμβλημά τους την κόκκινη σημαία του σοσιαλισμού, όστις ως απεδείχθη τουλάχιστον εν Θεσσαλονίκη, είναι απλούστατα μία οργάνωσις στρεφομένη κατά του Ελληνισμού» («Νέα Αλήθεια» 20.4.14).

Ως «αποδεικτικά στοιχεία» αυτής της επιχειρηματολογίας επιστρατεύονται η εθνική σύνθεση των απεργών της συμπρωτεύουσας και, κυρίως, η πολιτική προϊστορία της οργάνωσης που υπήρξε η ψυχή του κινήματος:

*Η Φεντερασιόν ιδρύθηκε το 1909, την επαύριο των μαζικών απεργιακών αγώνων που ακολούθησαν την ανακήρυξη του οθωμανικού συντάγματος από τους Νεότουρκους.

*Δεκτή στη Σοσιαλιστική Διεθνή -όπως και οι αρμένιοι σοσιαλιστές- σαν τμήμα ενός υπό ίδρυση Οθωμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (που τελικά ουδέποτε συγκροτήθηκε), στελεχωνόταν κυρίως από εβραίους και δευτερευόντως από σλάβους εργάτες.

*Η συμμετοχή των ελλήνων εργατών, συσπειρωμένων κυρίως γύρω από την Εκκλησία και το προξενείο, υπήρξε σχετικά περιορισμένη, όπως και των μουσουλμάνων που -ως τμήμα του «κυρίαρχου έθνους»- εμφάνιζαν εξαιρετικά χαμηλό βαθμό ταξικής συνειδητοποίησης.

*Από τον Αύγουστο του 1910, η ομοσπονδία διαθέτει και εκπρόσωπο στο οθωμανικό Κοινοβούλιο -τον ριζοσπάστη βουλευτή Ντίμιταρ Βλάχωφ, εκλεγμένο το 1908 με το Λαϊκό Ομοσπονδιακό Κόμμα των αριστερών κομιτατζήδων Σαντάνσκι και Πανίτσα.

*Στο εθνικό ζήτημα, η Φεντερασιόν προβάλλει ως λύση την παροχή εκτεταμένης πολιτιστικής αυτονομίας στις επιμέρους εθνότητες της αυτοκρατορίας και τη συνένωση των Βαλκανίων σε μια σοσιαλιστική συνομοσπονδία.

*Ολα αυτά θα τη θέσουν μετά το 1912 στο στόχαστρο των ελληνικών αρχών, που συλλαμβάνουν κι απελαύνουν τα σλαβικής καταγωγής στελέχη της (Ντ. Βλάχωφ, Α. Τόμωφ) και αντιμετωπίζουν τη συνδικαλιστική δραστηριότητά της ως απλό συστατικό στοιχείο των «μηχανορραφιών Βουλγάρων, Τούρκων, Αυστριακών και Ισραηλιτών» κατά της ελληνικής κυριαρχίας (Λιάκος 1985, σ. 101-2).

*Μολονότι στις αρχές του 1914 αυτή η τελευταία έχει όχι μόνο σταθεροποιηθεί αλλά και έχει γίνει πλέον ρητά αποδεκτή από την ίδια τη Φεντερασιόν, το βάρος του πρόσφατου παρελθόντος θα αποδειχτεί καθοριστικό για τα περαιτέρω.

Η αντεπίθεση των κατασταλτικών μηχανισμών ξεκινάει ήδη από την επαύριο της μεγάλης απεργίας, που αποκάλυψε τη διεύρυνση της επιρροής της Φεντερασιόν και στους έλληνες εργάτες της Ανατολικής Μακεδονίας.

Στις 12 Μαΐου, η αστυνομία εισβάλλει στα γραφεία της Ομοσπονδίας και κατάσχει το αρχείο της. Ακολουθεί στα τέλη του μήνα, η δίωξη του αρχισυντάκτη της σοσιαλιστικής εφημερίδας «Αβάντι», Αλβέρτου Αρδίττι, για ένα μάλλον ήπιο άρθρο, στο οποίο εξέφραζε τη διαφωνία του με τη μετατροπή της ονομαστικής γιορτής του βασιλιά σε αργία. Και η κλιμάκωση της καταστολής θα έρθει με την εκτόπιση των Μπεναρόγια και Γιονά, που ουσιαστικά αποκεφαλίζει τη σοσιαλιστική και εργατική κίνηση της Βόρειας Ελλάδας.

Ως νομική βάση για τη δίωξή τους χρησιμοποιήθηκε ο νόμος ΤΟΔ’ του 1871 «περί καταστολής της ληστείας», ένας από τους πρώτους κανόνες του ελληνικού Δικαίου που τέθηκε σε εφαρμογή στην άρτι απελευθερωθείσα Μακεδονία -κατάλληλα τροποποιημένος μάλιστα, έτσι ώστε να επιτρέπει τη διοικητική εκτόπιση με συνοπτικές διαδικασίες όχι μόνο των στενών συγγενών των επικηρυγμένων ως ληστών, αλλά και κάθε ατόμου που κρινόταν ύποπτο για διατάραξη της δημόσιας τάξης. Ασκώντας τα προβλεπόμενα από το νόμο δικαιώματά τους, οι συλληφθέντες άσκησαν ανακοπή κατά της απόφασης.

Μια δικογραφία απόρρητη

Οπως όμως διαβάζουμε σε υπόμνημα της Φεντερασιόν προς τον Βενιζέλο, «εις μάτην οι πληρεξούσιοι δικηγόροι εζήτησαν την δικογραφίαν, ίνα λάβωσι γνώσιν της γνωμοδοτήσεως των αρμοδίων αρχών και των εν αυτή αναφερομένων λόγων, εφ’ ών εβασίζετο το”ύποπτον διά την δημοσίαν ασφάλειαν” των πελατών των. Η Γεν. Διοίκησις ηρνήθη την παράδοσιν της δικογραφίας» (Λιάκος, όπ.π., σ. 134).

Η ανακοπή θα γίνει έτσι στα τυφλά, ενώ οι δύο συνδικαλιστές έχουν ήδη εκτοπιστεί. Το αποτέλεσμά της ήταν προδιαγεγραμμένο: η απόφαση του γενικού διοικητή επικυρώνεται δικαστικά, με την πρόσθετη διευκρίνιση ότι η εξορία των δυο σοσιαλιστών είναι επ’ αόριστον. Οι συνήγοροι της υπεράσπισης θα αποχωρήσουν από τη διαδικασία, όταν διαπιστώνουν ότι οι περίφημες γνωμοδοτήσεις για την επικινδυνότητα των εκτοπισμένων, καθώς και το αποδεικτικό υλικό που έπρεπε να τις στηρίζει, απουσιάζουν ξανά από τη δικογραφία!

Καθαρά αντιδικονομικές, οι παραλείψεις αυτές δεν ήταν καθόλου συμπτωματικές. Το αποδεικνύει η μελέτη των εγγράφων της περιβόητης αυτής δικογραφίας, που εντοπίσαμε στο τμήμα του Αρχείου Βενιζέλου που φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη (φάκελος 98).

Αδημοσίευτα μέχρι σήμερα, τα ντοκουμέντα αυτά είναι εξόχως αποκαλυπτικά για τις τεχνικές λεπτομέρειες αλλά και τη συλλογιστική της πρώτης αυτής πολιτικής δίωξης στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος.

Από τη χρονολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, πληροφορούμαστε ότι η όλη διαδικασία ξεκίνησε στις 10 Μαΐου -και, συνεπώς, η αστυνομική επιδρομή στα γραφεία της Φεντερασιόν αποσκοπούσε στη συμπλήρωση των μαρτυρικών καταθέσεων με πιο «σπαρταριστά» στοιχεία. Τίποτα τέτοιο δεν βρέθηκε, οπότε η δίωξη προχώρησε αναγκαστικά με βάση μονάχα αυτές τις καταθέσεις. Οι οποίες μπορεί μεν να μην μπορούσαν να στηρίξουν αξιοπρεπώς οποιοδήποτε κατηγορητήριο, είναι ωστόσο εξαιρετικά διαφωτιστικές για τη λογική με την οποία αναγορεύθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας η σοσιαλιστική δράση σε «αντεθνικό» αδίκημα.

Πρώτος μάρτυρας κατηγορίας κατά των Μπεναρόγια και Γιονά ήταν ο «Παύλος Ιωάννου Αστεριάδης, ετών 38, μυστικός πράκτωρ».

Πρόκειται για επαγγελματία σαλονικιό χαφιέ που η ελληνική διοίκηση κληρονόμησε από το προηγούμενο, οθωμανικό καθεστώς. Αυτή η προϋπηρεσία του είναι, άλλωστε, εκείνη που του προσέδωσε την ιδιότητα του «εμπειρογνώμονα» όσον αφορά την επικινδυνότητα των δύο σοσιαλιστών:

Ο επαγγελματίας χαφιές…

«Αμφότερους», καταθέτει, «[τους] εγνώρισα κατά το έτος 1908, οπότε ανεκηρύχθη το Τουρκικόν Σύνταγμα. Την εποχήν εκείνην αφίχθη ομάς φοιτητών εκ Σόφιας ίνα επισκεφθή την Θεσσαλονίκην και να συγχαρή το Νεοτουρκικόν Κομιτάτον διά την ανακήρυξιν του Συντάγματος. Των φοιτητών τούτων προΐστατο ο Μπεναρόγιας, όστις εξεφώνησε λόγον Εβραϊστί υπέρ της ευημερίας, του Συντάγματος και συναδελφώσεως του Ισραηλιτικού, Οσμανικού και Βουλγαρικού στοιχείου.

Μετά την απαγγελίαν του λόγου συνεχάρησαν αυτόν διάφοροι Ισραηλίται και τη συστάσει των αρχηγών του Βουλγαρικού Κομιτάτου Σανδάσκη, Πανίτσα και του Βουλγάρου Βουλευτού Βλάχωφ εξελέγη μέλος του τότε εργατικού κέντρου, όπερ συν τω χρόνω ο Μπεναρόγια διά καταλλήλου ενεργείας μετέβαλε εις Σοσιαλιστικόν ή κάλλιον ειπείν ανατρεπτικόν».

Πρόκειται για μια αρκετά διαστρεβλωμένη περιγραφή των συνθηκών κάτω από τις οποίες ιδρύθηκε η Φεντερασιόν -με πάμπολλες, όπως αποδεικνύει η διασταύρωση με άλλες πηγές, ανακρίβειες στις ουσιώδεις λεπτομέρειες. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει είναι η άνεση με την οποία ο «μυστικός πράκτωρ» επικαλείται, ως αποδείξεις της «επικινδυνότητας» των διωκόμενων, τη συνδικαλιστική δράση τους επί τουρκοκρατίας:

«Ο Μπεναρόγια μετά πάροδον ενός μηνός, διά της ευγλωττίας και επιτηδειότητός του κατώρθωσε να διορισθή σύμβουλος του δήθεν [sic] εργατικού κέντρου, όπερ τη συνεργασία του ειρημένου Σαμουέλ Γιουνά, Συμβούλου του αυτού Κέντρου, διέθετε κατά βούλησιν, προκαλέσας ούτω την απεργίαν των εργατών του Τελωνείου και καραγωγέων, μετά την απεργίαν των καπνεργατών, ήτις εγένετο μετά διαδηλώσεως και θορύβου, προκαλέσασα την προσοχήν της τότε Κυβερνήσεως. Κατόπιν τούτων η [οθωμανική] αστυνομία εξέλαβε το εργατικόν Κέντρον ως ύποπτον και παρακολουθεί τας κινήσεις και ενεργείας του Μπεναρόγια, όστις είρχετο εις διαρκή συνεννόησιν μετά των ειρημένων τριών Βουλγάρων και του τότε Διευθυντού της εφημερίδος “Μπράβο” ονόματι Ναούμωφ, κατασχέσασα κατά το έτος 1912 διάφορα έγγραφα αφορώντα το Σοσιαλιστικόν Κέντρον διά των οποίων απεδείχθη ότι άπασα η ενέργεια αυτού εστρέφετο κατά του καθεστώτος και διατάξασα συγχρόνως την αυστηράν επίβλεψιν των μελών αυτού».

Επικίνδυνοι, κατά την οθωμανική αστυνομία, άρα επικίνδυνοι και για το ελληνικό κράτος… Η αίσθηση του διαχρονικού χαφιέ γι’ αυτή την ιστορική συνέχεια κορυφώνεται με την αφήγηση των διώξεων της Φεντερασιόν επί τουρκοκρατίας:

«Μετά πάροδον χρόνου τινός, ότε αφίκετο εκ Κωνσταντινουπόλεως ο υπουργός των Οικονομικών Τζαβίτ Βέης, εις την απαγγελίαν του λόγου του έθιξε τας ενεργείας του Σοσιαλιστικού Κέντρου, ότι στρέφονται κατά του Κράτους και ότι δεν εμφορείται εξ αγαθών διαθέσεων, συνέστησε δε εις την Διοίκησιν να λάβη αυστηρά μέτρα κατά του Κέντρου τούτου. Κατόπιν τούτων η Αστυνομία προέβη εις γενικήν έρευναν εν τω καταστήματι του Σοσιαλιστικού Κέντρου κατασχέσασα άπαντα τα εν αυτώ ευρισκόμενα βιβλία, σφραγίσασα το κατάστημα τούτο και συλλαβούσα διάφορα μέλη αυτού μεταξύ των οποίων και τους Μπεναρόγια, Σαμουέλ Γιουνά και Σαμουέλ Αμόν και τον μεν Μπεναρόγια απήλασεν εις Βουλγαρίαν, τους δε Γιουνά και Αμόν εις Δράμαν με την ρητήν εντολήν να μη επανέλθωσιν πλέον εις Θεσσαλονίκην».

Ακολουθούν διάφορες λίγο-πολύ φανταστικές «πληροφορίες» για τις επαφές του Μπεναρόγια στη Βουλγαρία, η επιστροφή του τελευταίου στη Θεσσαλονίκη μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού (στην πραγματικότητα, είχε επιστρέψει μερικούς μήνες νωρίτερα), η επαναλειτουργία της Φεντερασιόν και το διά ταύτα:

«Ο Μπεναρόγια παραμένει ενταύθα, συνεργαζόμενος μετά του Γιουνά και κατηχών τους εργάτας, λέγων αυτοίς να μη παραδέχονται θρησκείαν, Εθνος, Κυβέρνησιν και Βασιλείς, παριστάνων αυτά ως γελοία και βάρη του εργατικού κόσμου, συνιστών άμα αυτοίς ν’ αποφεύγουν την καταβολήν δημοσίων φόρων και την Στρατολογίαν, και εάν τις εξ αυτών δεν συνηθή ν’ αποφύγη την Στρατολογίαν, εν καιρώ πολέμου να μη βάλη κατά του αντιμετώπου αδελφού του αλλά κατά του αξιωματικού του του οδηγήσαντος αυτόν εις το πεδίον της μάχης. Εν τέλει αναφέρω ότι οι ανωτέρω Μπεναρόγιας και Γιουνάς είναι τα μάλα επικίνδυνοι εις την Δημοσίαν Ασφάλειαν».

…ο ρουφιάνος…

Δεύτερος κατά σειρά μάρτυρας, ήταν ο 35χρονος καπνεργάτης Χαράλαμπος Κόλλας, «γεννηθείς εις Σέρρας και διαμένων εν Θεσσαλονίκη, Ελλην υπήκοος και χριστιανός ορθόδοξος», για τον οποίο αγνοούμε τα πάντα εκτός από την κατάθεσή του αυτή. Με μοναδική διαφορά τη γνωριμία του με το Γιονά «προ ένδεκα περίπου ετών», το πρώτο μέρος της κατάθεσής του επαναλαμβάνει όσα έχει ήδη καταθέσει ο Αστεριάδης -ακόμη και κάποια λάθη στην απόδοση των ξένων ονομάτων.

Επαναλαμβάνει, επίσης, τα σχετικά με την αντιπολεμική προπαγάνδα της Φεντερασιόν: μεταξύ άλλων, τα στελέχη της τελευταίας επικαλούνται «ως παράδειγμα τους Γάλλους οίτινες διαταχθέντες να πολεμήσουν κατά του Μαρόκου ηρνήθησαν ρίψαντες τα όπλα», γεγονός που τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι σοσιαλιστές «λαμβάνουν χρήματα εκ διαφόρων βουλγαρικών μερών προς συντήρησιν του δήθεν εργατικού Κέντρου».

Το πιο ενδιαφέρον στην κατάθεσή του, ωστόσο, είναι η ρητή αναφορά στην πρόσφατη εμπειρία της καπνεργατικής απεργίας: «Εν τω κέντρω τούτω και ιδίως κατά τας συνεδριάσεις λαμβάνουν μέρος τρεις γυναίκαι, αίτινες έχουν προσληφθή υπό του Μπεναρόγια, άγνωστον πόθεν έφερεν αυτάς, τα ονόματα των οποίων δεν γνωρίζω, αίτινες έπαιξαν σπουδαίον ρόλον κατά την προχθεσινήν απεργίαν, καθ’ όλην την διάρκειαν της οποίας προΐσταντο παρακινούντες [sic] τας λοιπάς εργάτιδας ν’ ανθίστανται κατά της αρχής κ.λπ». Δεν λείπουν, τέλος, κάποιοι σαφείς υπαινιγμοί για την επαγγελματική σχέση των δυο συνδικαλιστών με το εργατικό κέντρο της πόλης.

… κι ο δημοσιογράφος

Τρίτος και τελευταίος μάρτυρας κατηγορίας, όπως απαιτούσε ο σχετικός νόμος, ήταν ο 47χρονος Ιωάννης Κούσκουρας, διευθυντής της εφημερίδας «Νέα Αλήθεια».

Πρόκειται για ένα από τα τρία καθημερινά φύλλα της συμπρωτεύουσας εκείνη την εποχή -κι εκείνο που κράτησε την πιο αποφασιστική στάση κατά της απεργίας, επιστρατεύοντας αντισημιτικά κηρύγματα και την προβοκατορολογία περί «βουλγαρικού δακτύλου».

Τα εθνικά πιστοποιητικά του μάρτυρα είναι άψογα: γεννημένος στο ελληνόφωνο Βογατσικό της Καστοριάς, απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής και πρώην διευθυντής των ελληνικών σχολείων της Στρώμνιτσας και της Κλεισούρας, δημοσιογράφος επιχορηγούμενος από τα μυστικά κονδύλια του ελληνικού προξενείου μετά το 1903 και υποστηρικτής μιας πολιτικής γραμμής που «καίτοι επιφανειακώς φιλοτουρκική, ήτο ακραιφνώς φιλελληνική» (Κ. Μάγερ, «Ιστορία του ελληνικού Τύπου», Αθήνα 1960, τ.Γ’, σ. 42).

Στο υπόμνημά της, η Φεντερασιόν θα θυμίσει βέβαια ότι, όταν το 1911 τα στελέχη της διώκονταν επειδή αρνήθηκαν να καταδικάσουν το αίτημα για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, ο Κούσκουρας έβγαζε λόγους από τα μπαλκόνια κατά των απείθαρχων Κρητικών, αυτά όμως θεωρούνται πια μικρολεπτομέρειες…

Στην κατάθεσή του, επαναλαμβάνει κατά γράμμα το «ιστορικό» μέρος της αφήγησης του Αστεριάδη, για να καταλήξει κι αυτός στο διά ταύτα:

«Ο Μπεναρόγια ουδέν επάγγελμα εξασκεί εν τη πόλει ταύτη, υπάρχει υπόνοια ότι μισθοδοτείται υπό της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως διά να συντηρή το εν λόγω Κέντρον, όπερ κατά την αντίληψίν μου έχει μεταβληθή εις ανατρεπτικόν ως απέδειξεν η τελευταία απεργία των καπνεργατών την οποία απεπειράθη να χρησιμοποιήση προς διατάραξιν της δημοσίας τάξεως εν Θεσσαλονίκη, όπως αποδείξη ότι δεν υφίσταται ασφάλεια εν Θεσσαλονίκη. Επίσης ο Μπεναρόγια αποδεικνύει διά της στάσεώς του ότι ουδένα τρέφει σεβασμόν προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, διότι καίτοι του έγινον σχετικαί προτάσεις όπως αναρτήση την Ελληνικήν σημαίαν επί της θύρας του Κέντρου, απέρριψε τας προτάσεις ταύτας περιφρονητικώς ειπών ότι ο Σοσιαλισμός ουδεμία σχέσιν έχει με την Ελληνικήν Κυβέρνησιν. Ολαι αύται αι ενέργειαι γίνονται εν γνώσει και τη συνεργασία του Σαμουέλ Γιουνά. Αλλο τι δεν έχω να προσθέσω και γράμματα γνωρίζω».

Μετά την κατάθεση

Ηταν 12 Μαΐου 1914. Τα στοιχεία είχαν πλέον συγκεντρωθεί και, λίγες ώρες αργότερα, η αστυνομία εισέβαλλε στα γραφεία της «αντεθνικής» Ομοσπονδίας. Με βάση την «αντίληψιν» του δημοσιογράφου, την «ιδέαν» του καπνεργάτη και τις αναμνήσεις του «μυστικού πράκτορος» όλων των εποχών, η τύχη των πρώτων ηγετών του ελληνικού προλεταριάτου είχε σφραγιστεί.

Στις 22 Μαΐου, ο αστυνομικός διευθυντής διαβιβάζει στον εισαγγελέα τις ένορκες καταθέσεις τους, «εξ ών καταδεικνύεται ότι οι Αβραάμ Μπεναρόγια και Σαμουέλ Γιουνά άγοντες και φέροντες κατά βούλησιν του ενταύθα Σοσιαλιστικού Κέντρου, εισί λίαν επικίνδυνοι εις την δημοσίαν ασφάλειαν και συνεπώς εκτοπιστέοι». Στις 31, ο εισαγγελέας εκτιμά κι αυτός με τη σειρά του πως οι εν λόγω καταθέσεις «παρέχουν πολλάς και ποικίλας πληροφορίας περί της ενεργείας και δράσεως του σοσιαλιστικού κέντρου» και «πεισθείς ότι τα δύο ταύτα πρόσωπα εκ της εν γένει διαγωγής και πολιτείας αυτών εν Θεσσαλονίκη παρέχουσι σοβαράς υπονοίας δια την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν», γνωμοδοτεί υπέρ της εκτόπισής τους.

Την επομένη τα έγγραφα στέλνονται από την αστυνομική διεύθυνση στο Σοφούλη, με την παράκληση να εγκρίνει «την πραγματοποίησιν της εκτοπίσεως το ταχύτερον, επιβαλλομένης ως εκ των περιστάσεων». Το τελικό έγγραφο του γενικού διοικητή υπογράφεται στις 5 Ιουνίου. Ισως για να διαλύσει τις εντυπώσεις, ίσως και άλλους λόγους, ο τελευταίος θα δηλώσει δημόσια ύστερα από μερικές μέρες ότι «το ελληνικόν κράτος ακολουθεί πολιτικήν ήτις έχει τέρμα τον σοσιαλισμόν, τον αληθινόν σοσιαλισμόν» -και όχι, προφανώς, αυτόν που ευαγγελίζονταν οι δυο εκτοπισμένοι διεθνιστές («Μακεδονία» 16.6.14). Ορισμένες παραδόσεις έχουν, όντως, βαθιές ρίζες σε τούτο τον τόπο!

Και μετά; Η «επ’ αόριστον» εξορία των Μπεναρόγια και Γιονά τερματίστηκε τον Ιανουάριο του 1917, στο φόρτε του Εθνικού Διχασμού -από την «επαναστατική», πλέον, κυβέρνηση Βενιζέλου. Οι δύο αγωνιστές πρωταγωνίστησαν στη δημιουργία του ΣΕΚΕ, για να διαγραφούν ως υπερβολικά μετριοπαθείς όταν εκείνο μετονομάστηκε ΚΚΕ το 1924. Ο Γιονά «εξαφανίστηκε» στο Αουσβιτς το 1943.

Ο Μπεναρόγια επέζησε, παρέμεινε σοσιαλιστής και πέθανε σε βαθιά γεράματα το 1979. Ο φιλελεύθερος Θεμιστοκλής Σοφούλης υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός του εμφυλίου πολέμου το 1946. Οσο για το θεσμό της διοικητικής εκτόπισης, αυτός -όπως και η ταύτιση του «κοινωνικού» εχθρού με τον «εθνικό»- είχε πολύ μέλλον μπροστά του…

Πηγή: Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου