9.5.17

Θεσσαλονίκη. 9 Μάη 1935: Σαδιστικός τρόπος εκτέλεσης εργατών άοπλων από αστυνομικές ορδές. Συγκλονιστικό απόσπασμα από βιβλίο του Θέμου Κορνάρου

09/05/1936. Άλλη μια μέρα που το ελληνικό αστικό κράτος σφραγίζει την πορεία του με εργατικό αίμα για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης που υπηρετεί. 

Αναλυτική αναφορά γι’ αυτό το γεγονός υπάρχει στο μπλοκ μας  Θεωρούμε σκόπιμο όμως να παραθέσουμε το σχετικό κεφάλαιο από το βιβλίο του Θέμου Κορνάρου, «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 9 - 11 Μάη του 1936 (Οι αγώνες του λαού)». Είναι στην κυριολεξία συγκλονιστικό.

Να αναφέρουμε ότι η έκδοση που χρησιμοποιούμε είναι του 1981 από τον εκδοτικό οίκο «Χρόνος», ενώ το βιβλίο επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από την Σύγχρονη Εποχή. Μάλιστα στην παρουσίαση του βιβλίου από τον «Ριζοσπάστη» σημειωνόταν: Ο Θέμος Κορνάρος ήταν υπόδειγμα στρατευμένου λογοτέχνη, που αφιέρωσε το έργο του στην αποκάλυψη της εκμετάλλευσης και της αδικίας, που ύμνησε τους αγώνες του λαού μας, που αφιέρωσε το έργο του στο να κρατήσει ζωντανούς στις μνήμες του λαού αυτούς τους αγώνες. Αλλωστε, εικοσιένα ολόκληρα χρόνια πέρασε στις φυλακές και τις εξορίες, τα περισσότερα απ' όλους τους ομότεχνούς του, με κάποια μικρά διαστήματα ανάπαυλας, μένοντας αλύγιστος μέχρι τέλους.

Πριν απ’ το συγκεκριμένο κεφάλαιο του βιβλίου όμως να παραθέσουμε την εισαγωγή του που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αλήθεια, υπάρχει καμιά διαφορά στην λειτουργία των κατασταλτικών δυνάμεων και στον ρόλο που επιτελούν οι πολιτικοί προϊστάμενοι τους από την εποχή που γραφόταν το βιβλίο μέχρι σήμερα;  (Οι υπογραμμίσεις δικές μας, καθώς και η μετατροπή του κειμένου από πολυτονικό σε μονοτονικό)

Δυο λόγια σαν εισαγωγή:

Με το να προσπαθούμε να σημειώσουμε τη δράση της Γενικής «Ασφάλειας» και των χαφιέδων, σε τούτες τις σελίδες που ακoλουθούνε, δε θα πει πώς μας ξαφνιάζουνε τα εγκληματικά ένστικτα κι ο σαδισμός των ανθρώπων αυτών.
Στο κάτω κάτω αυτά είναι τα προσόντα που ζητάει το κράτος απ’ αυτούς  για να τους ταΐσει. Τους διαλέγει όπως ο τσομπάνος τα μαντρόσκυλά του. Και τους περιποιείται και τους μεταχειρίζεται με τον ίδιον ακριβώς τρόπο.

Δε μας ξαφνιάζει λοιπόν η διαγωγή εξ επαγγέλματος δολοφόνων, πολύ περισσότερο όταν έχουμε υπόψη διαγωγή υπουργών που ξεπερνάνε κάθε τέτοιο υπάνθρωπο σ’ αυτό το κεφάλαιο.

Ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα: Ήταν η απεργία των κεραμοποιών. Ο Καρτάλης, υπουργός της Εθνικής Οικονομίας.

Γυναίκες, άνδρες και παιδιά από 10 χρονώ κι απάνω, μαζευτήκανε από το πρωί έξω από το υπουργείο.

Εβλεπες τις χιλιάδες αυτές των ανθρώπων, μέσα στο λιοπύρι, στον ίδρωτα, να φωνάζουνε, να διαμαρτύρονται, να ζητούνε να εξεταστούνε τα αιτήματα τους. Και ταυτόχρονα να μάχονται με τις ομάδες των οπλισμένων αστυνομικών.

Οποιος κι αν ήσουν, θα λύγιζες σ’ αυτό το θέαμα μπροστά.

Ο Καρτάλης, θέλοντας να κάμει επίδειξη της ζωώδικης αδιαφορίας του, ρώτησε απαθέστατα έναν υπάλληλο του υπουργείου, «αν δε θα ’τανε σωστό να στείλει μερικές λεμονάδες σ’ αυτούς τους ανθρώπους!...»
- Από το πρωί φωνάζουνε! Θα ξεράθηκε ό λαιμός τους!...
Ετσι εξήγησε υστέρα.

Του άρεσε να τους ακούει να φωνάζουνε. Αισθανότανε ηδονή να βλέπει τόσον κόσμο να περιμένει απ’ αυτόν κάτι και κείνος να μη βιάζεται να δώσει καμιάν απάντηση.
Και για να παρατείνει το σαδιστικό ηδονισμό του, ζητούσε σοβαρότατος πληροφορίες αν το καφενείο του υπουργείου είχε αρκετές λεμονάδες. Και την ίδια στιγμή ειδοποιούσε την Ασφάλεια να στείλει περισσότερη δύναμη για να τσακίσει τους απεργούς, που υπερασπίζονταν το ψωμί των παιδιών τους με το έσχατο όπλο άμυνας, τη μαχητική απεργία.

Στη θέση του είναι σήμερα ο καθηγητής Κασιμάτης. Ενας διανοητικός μόρτης που δίδει τώρα εξετάσεις μπροστά στους βιομήχανους, προσπαθώντας να τους πείσει πως άδικα ως τα σήμερα τον είχανε παραγνωρίσει.
Περιεχόμενο στο κεφάλι του μη ζητάει κανένας. Ολη του την «επιτυχία» τη στηρίζει σ’ ένα γνώρισμα εξωτερικό, που ο καθρέφτης τον βοήθησε πολύ να το καλλιεργήσει και να το εκμεταλλευτεί…
Ανέβηκε σ’ έδρες καθηγητικές και γίνηκε υπουργός. Αντέγραψε σ’ αυτό το κεφάλαιο την ταχτική της κοκέτας γυναίκας.

Και με τον ίδιο τρόπο φαντάστηκε πώς μπορούσε ν’ αντικρίσει και την απεργία των καπνεργατών, σαν υπεύθυνος υπουργός.
Μα σαν άκουσε τις δηλώσεις των απεργών του Βόλου, πώς «για να βάλουν έστω και έναν Απεργοσπάστη στα καπνομάγαζα θα πρέπει να περάσουν πάνω από τα πτώματα των καπνεργατών και καπνεργατριών», τα ’χασε. Και κάλεσε τους φυσικούς του συμβούλους, τους καπνεμπόρους και βιομήχανους, να λύσουνε το ζήτημα σε συνεργασία με την Αστυνομία και τη χωροφυλακή.

Από κείνη την ημέρα, Τετάρτη 6 του Μάη, η κυβέρνηση του κράτους περνάει ολοκληρωτικά στα χέρια των δυο Ασφαλειών και των καπνεμπόρων. …

ΣΑΒΒΑΤΟ, 9 TOY ΜΑΗ


Εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο από τα τραγικά γεγονότα της 9ης του Μάη, δεν είναι ούτε ο ασύγκριτος ηρωισμός του λαού, ούτε ο σαδιστικός τρόπος της εκτέλεσης εργατών άοπλων από τις αστυνομικές ορδές. Αλλά είναι το τρομερό κι ανήκουστο συμπέρασμα που βγαίνει, πως η αστυνομία κινήθηκε κι έδρασε πάνω σε βάση προκαταρτισμένου σχεδίου, επιτελικού σχεδίου, όπως το παραδέχεται και το αποδείχνει κάθε πολίτης της Θεσσαλονίκης.

Παρακάτω θα σημειώσουμε την περιγραφή της πιο μεγάλης σύγκρουσης, όπως τη δίνουνε ένας διακεκριμένος γιατρός κι ένας ευσυνείδητος δημοσιογράφος.

Τώρα, ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα.
Κι αντί ν’ αρχίσουμε από το καπνεργοστάσιο της Αυστροελληνικής Εταιρείας, που η αστυνομία κάνει επίθεση ενάντια στην απεργιακή φρουρά και τραυματίζει με τους υποκόπανους και με τα γκλομπς δεκάδες εργάτριες κι εργάτες, ας κάνουμε αρχή από κει που το πιστόλι καπνίζει και το όπλο έχει στόχο κορμιά ανθρώπινα.

Στην οδό Συγγρού είναι ένα μεγάλο λαϊκό καφενείο. Στις 9 η ώρα το πρωί, ο σωφέρ Τάσος Τούσης, μαζί με φίλους του, τραβάει κατά το καφενείο αυτό. Στη μέση του δρόμου, μεταξύ του ενός πεζοδρομίου και του άλλου, τόνε σταματά ένας ψηλός χωροφύλακας της Τροχαίας, που αποσπάστηκε από το απόσπασμα που στεκότανε παρακάτω.

Το τί ειπώθηκε μεταξύ τους δεν ξέρουμε. Κείνο που είναι γνωστό είναι πώς ο σωφέρ ήτανε ο Τάσος Τούσης, γνωστός από προηγούμενες απεργίες για την επιμονή του στον αγώνα.

Το μόνο που ακούστηκε από το στόμα του χωροφύλακα ήτανε τούτο:
- Περίμενε και θα δούμε. Μετά μισή ώρα λογαριαζόμαστε...
- Ό,τι σου περάσει κάνε το, ήτανε η απάντηση του σωφέρ.

Στην οδό Συγγρού και σ' όλη τη γύρω περιοχή ήτανε ησυχία απόλυτη κείνη την ώρα.
Ξένοιαστος ο Τούσης, χωρίς να πάρει στα σοβαρά την απειλή του χωροφύλακα, κουβέντιαζε με μια γριά γυναίκα, που, όπως γίνηκε γνωστό αργότερα, ήτανε η μάνα του.

Μόλις χωρίσανε, ακούγονται μερικοί πυροβολισμοί. Ο Τούσης σωριάστηκε κάτω, χτυπημένος από μια σφαίρα.
Ο σκοπευτής σημάδεψε με υπομονή τον ορισμένο στόχο του, για να μη λαθέψει. Μια άλλη σφαίρα τραυμάτισε σοβαρά έναν εισπράκτορα λεωφορείου.

ΟΙ άνθρωποι πού βρίσκονταν γύρω τρέξανε σε βοήθεια. Μα ο Τούσης ξεψύχησε γρήγορα, πριν προφτάσουν να του δώσουν καμιά βοήθεια.

- Τό ’πε και τό 'κάνε το σκυλί!

Αυτή η κραυγή ακούστηκε ταυτόχρονα από πολλά στόματα.
Όπως καταθέτουν μάρτυρες, δεν είχε μεσολαβήσει από τη στιγμή της απειλής ως τη στιγμή της εκτέλεσης ούτε μισή ώρα σωστή.

Ο κόσμος μαζεύεται γύρω από το νεκρό, Αναθεματίζει, Απειλεί, κλαίει.

Τα καφενεία και τα’ άλλα μαγαζιά κλείνουν. Οχι από φόβο, άλλα για να ενωθούν με τους άλλους πολίτες πού μαζεύονται γύρω από το πτώμα τού δολοφονημένου. Η μάνα του, στο άκουσμα των πυροβολισμών, γύρισε πίσω φοβισμένη. Δεν είχε υποψιαστεί τίποτε κακό. Είχε μόνο φοβηθεί και δεν μπορούσε να προχωρήσει μόνη.

Προσπαθεί κι εκείνη να μπει μέσα στο πλήθος, να μάθει τί συμβαίνει. Σπρώχνεται, σπρώχνει, ώσπου ξαφνικά βρίσκεται μπροστά στο πτώμα του παιδιού της, που πριν από 5 λεπτά μιλούσε μαζί του.
Μένει βουβή. Δεν μπορεί να πιστέψει τα μάτια της. Κοιτάζει μια τον κόσμο, μια το νεκρό. Προσπαθεί να ανακαλύψει στα πρόσωπα των ανθρώπων αν βλέπει όνειρο, ή το παιδί της πνιγμένο στα αίματα,
Χτυπάει το στήθος της, κοιτάζοντας έναν ένα χωριστά. Ακόμη επιμένει η καρδιά της μάνας να θέλει το παιδί της ζωντανό.


Ενας από το πλήθος, χωρίς να ξέρει ποια είναι, την παίρνει από το χέρι.
- Εδώ, γερόντισσα, θα σε τσαλαπατήσουνε. Κάθισε του λόγου σου σε μιαν άκρη, να κάνουνε κι οι άλλοι τη δουλειά τους.

Αυτή η σύσταση τη συνέφερε. Την έκανε να δει ξερή, γυμνή την τρομερή πραγματικότητα.

- Το παιδί μου είναι! Πού μου το πάτε το παιδί μου!

Ετσι φωνάζει στους ανθρώπους που σηκώνουν στα χέρια το σκοτωμένο, χωρίς να ξέρουνε κι οι ίδιοι τί πρόκειται να κάνουνε.

Μόλις ακούσανε της μάνας τη φωνή, στέκονται όλοι ακίνητοι, βουβοί. Σκίζεται το πλήθος στα δυο κι αφήνει ανάμεσα του το ματοβαμμένο πτώμα που καίει ακόμα και την αλλόφρονη μάνα που ξεπατώνει τα μαλλιά της, δέρνει το στήθος της και γδέρνει με τα νύχια της τα μάγουλά της, χωρίς να μπορεί ν’ αρθρώσει σωστή λέξη. Μουγγρίζει μόνο, χτυπιέται, σπαράσσεται.

Αυτή η σκηνή εξαγριώνει τον κόσμο που παρακολουθεί. Αρπάζουνε αυθόρμητα νεκρό και μάνα, συγκροτούνε διαδήλωση και τρέχουνε άγριοι, ζητώντας εκδίκηση, χειρονομώντας και κλαίγοντας από αγανάχτηση.

Δεξιά κι αριστερά της οδού Εγνατίας έχουνε τοποθετηθεί οι αστυνομικές δυνάμεις, σε διάταξη ταχτικής μάχης.

Οι δυνάμεις αυτές όμως οπισθοχωρούν κανονικά όσο προχωρεί η διαδήλωση, μέχρι την ώρα που ενώνονται με τις δυνάμεις της χωροφυλακής που βρίσκονταν ακίνητες μπρός στο ΤΑΚ, φράζοντας το δρόμο μέχρι την Παναγία Χαλκέων.

Κάνει εντύπωση η ακινησία τους αυτή. Τί περιμένουν; Αυτή την ώρα φτάνει και η αυθόρμητη μικροδιαδήλωση με το νεκρό  σωφέρ Τούση και την ξεμαλλιασμένη, αλλόφρονη, ξεγδαρμένη μάνα του, που ζητάει από το λαό Εκδίκηση για το αίμα του γιου της.

Η θέα του νεκρού που στάζει τα αίματα και η σπαραχτική φωνή της μάνας μιλήσανε ολόισα στην καρδιά του μαχόμενου πλήθους. Ο νεκρός αρπάζεται. Περνάει από χέρι σε χέρι, πάνω από τα κεφάλια του πλήθους, στην μπρός μεριά της διαδήλωσης.

Η μάνα έτσι απομονώνεται από το παιδί της. Ζητάει με σπαραχτικές κραυγές να μην την αποχωρήσουνε από το νεκρό.

Ο κόσμος την αρπάζει και κείνη και με τον ίδιο τρόπο τη μεταφέρει μπροστά, πλάι στο σκοτωμένο.

Μια φωνή μονάχα ακούγεται από τις χιλιάδες αυτές του κόσμου.

- Εκδίκηση!

Η λαοθάλασσα αναταράσσεται. Νιώθεις να σε κυριεύει φρίκη καθώς βλέπεις αυτή την αναταραχή, αυτό το φρικίασμα μέσα στις αμέτρητες χιλιάδες της μάζας.
Σαν ένας άνθρωπος κινιέται, σκέφτεται και κραυγάζει αυτός ό λαός.

Σημαίες πρόχειρες σηκώνονται ψηλά, κι είναι βαμμένες στο αίμα του δολοφονημένου.

Στ’ αντίκρισμά τους, ακούγεται αλλόφρονη μια μυριόστομη φωνή:

- Αίσχος! Κάτω η κυβέρνηση! Εκδίκηση! Εκδίκηση!...


Και την επαναλαμβάνουνε αυτή τη φωνή της εκδίκησης όλα τα παράθυρα κι οι εξώστες κι οι ταράτσες των γύρω σπιτιών, που είναι ασφυκτικά γεμάτες, από κόσμο που μ’ αγωνία παρακολουθεί την οργανωμένη δολοφονία.

Μα τη στιγμή που ο κόσμος όλος ζητάει εκδίκηση, την ώρα που η μάνα του λαού, σηκωμένη στα χέρια, μοιρολογιέται τον αδικοσκοτωμένο γιο της, δίνεται το παράγγελμα:

- Πυρ!...

Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Τα αποσπάσματα που παραφύλαγαν στις γύρω παρόδους της οδού Εγνατίας, οι χαφιέδες που ’χαν τοποθετηθεί σ’ επίκαιρες θέσεις στα γύρω μέγαρα, οι «Ακίνητοι» χωροφύλακες, όλοι  ανοίγουν πυκνή φωτιά κατά του λαού. Ο ένας μετά τον άλλο στρώνονται χάμω οι νεκροί και δεκάδες τραυματίες ζητούνε βοήθεια.
Ο κόσμος σκορπίζει τρέχοντας να σωθεί από τις δολοφονικές σφαίρες των εκτελεστικών αποσπασμάτων.

Στη μέση του δρόμου μένει μονάχα μια μαυροφορεμένη γριούλα, η μάνα του Τούση, γονατιστή μπρός στο νεκρό γιό της κι ανάμεσα στις δεκάδες τα κορμιά των σκοτωμένων και τραυματιών που στρώνουν τον αιματοβαμμένο δρόμο.

Οπως μαρτυράει συντάκτης της εφημερίδας «Ελεύθερο Βήμα», σ’ αυτή την αναμπουμπούλα μέσα, διέκρινε «αστυνομικά όργανα εν πολιτική περιβολή τοποθετημένα εις διαφόρους εξώστας καταστημάτων να βάλουν με τα περίστροφα κατά των διαδηλωτών. Οι διαδηλωταί παρελάμβανον τα πτώματα των νεκρών συναδέλφων των και τα μετέφερον μόνοι των εις τον σταθμόν Α' Βοηθειών και τας κλινικάς... Εν τω μεταξύ ελάμβανον χώραν και μεμονωμέναι συμπλοκαί μεταξύ στρατιωτών και χωροφυλάκων. Οι στρατιώται, βλέποντες τους χωροφύλακας πυροβολούντας κατά ομάδων διαδηλωτών, συνεκράτουν αυτούς ή επετίθεντο εναντίον των...»

Σ’ αυτή τη δαιμονική ταραχή, στο θόρυβο των όπλων, στις κραυγές, τους θρήνους, στα βογγητά των τραυματισμένων, έρχονται να προστεθούνε και οι πένθιμοι ήχοι της συνοικιακής καμπάνας, που καλεί τον κόσμο σε συναγερμό...

Ανθρωπος δε μένει μέσα στο σπίτι. Ολοι γίνονται διαδηλωτές. Ολοι κατεβαίνουνε στο δρόμο να ζητήσουνε, μαζί με τους συγγενείς των σκοτωμένων, εκδίκηση. Να ζητήσουνε την παραίτηση της κυβέρνησης και τη σύλληψη των δολοφόνων.

Μα εδώ πρέπει ν’ αφήσουμε το δημοσιογράφο κ. Καστρινό να μιλήσει. Είναι διευθυντής της «Εφημερίδος των Βαλκανίων», που βγαίνει στη Θεσσαλονίκη, και παρακολούθησε τα γεγονότα σαν ευσυνείδητος δημοσιογράφος, που δεν έχει και τόση σημασία η ζωή του μπροστά στο καθήκον:

«... Κατέβαινα», λέει, «προς το Βαρδάρι απ’ την οδόν  Εγνατίας. Αλλά, μπροστά στο ΤΑΚ, οι χωροφύλακες με ημπόδισαν. Ενας ανθυπομοίραρχος, μ’ όλο που του εδήλωσα την ταυτότητά μου και την Ιδιότητά μου, με διέταξε βιαίως να απομακρυνθώ αμέσως.

» Ο ταγματάρχης Ηρακλόπουλος, στον οποίον διεμαρτυρήθην, μου είπε με νευρικότητα: "Τό καλό
που σου θέλω φύγε ...”

» Είναι προφανές ότι αι αστυνομικαί αρχαί επεδίωκον την απομάκρυνσιν του δημοσιογραφικού οφθαλμού από την ζώνην των επιχειρήσεων... 

Τράβηξα από τον άλλον δρόμον και έφθασα εις το Βαρδάρι. Εκεί συνηντήθην με την διαδήλωσιν, με τον νεκρόν Τούση καί την ηκολούθησα. 

Οταν η διαδήλωσις έφθασεν εις την στάσιν Κολόμβου, παρετήρησα ότι αι αστυνομικαί δυνάμεις που ευρίσκοντο εις την διασταύρωσιν  Εγνατίας - Μεγ. Αλεξάνδρου ήρχισαν να υποχωρούν κανονικώς. Η υποχώρησις αυτή εξηκολούθη όσον επροχώρει η διαδήλωσις και μου εδημιούργησε την εντύπωσιν ότι η χωροφυλακή δεν είχε σκοπόν να διαλύσει ή ν’ αναχαίτιση την διαδήλωσιν, άλλα  να προπορευθή αυτής δια να προλάβη τυχόν παρεκτροπάς. Οταν η διαδήλωσις έφθασεν ανενόχλητος κοντά εις το μέγαρον ''Αίγλη”, εις το ύψος της οδού Βενιζέλου, εμφανίσθηκε ένα τεθωρακισμένον αυτοκίνητον, το όποιον έβαλε ριπές πολυβόλου εις τον αέρα.

»Την ιδίαν στιγμήν εγένετο απότομος μεταβολή των προπορευομένων αστυνομικών δυνάμεων, αίτινες ήρχισαν να πυροβολούν...»

Ετσι μιλεί ο κ. Καστρινός, όταν η  κυβέρνηση δικαιολογείται για την πρωτάκουστη σφαγή έτσι:

- Το κράτος ευρίσκέτο εν αμύνη. Αι αρχαί εκινδύνευσαν να αφοπλισθούν. Επυροβόλησαν αμυνόμεναι, την εσχάτην στιγμήν...

Οι κυβερνητικές εφημερίδες πάλι χύνουνε δάκρυα υποκριτή για τον αδικοσκοτωμό εργαζόμενων ανθρώπων, που ζητούσανε οικονομική βελτίωση της θέσης τους. Ρίχνουνε την ευθύνη στ’ αστυνομικά όργανα -στα κατώτερα αστυνομικά όργανα -  για ν’ αποπειραθούνε να τα δικαιολογήσουνε αμέσως, με περισσότερη σιγουριά:
- ... Αναγνωρίζομεν  ότι διά μίαν ακόμη φοράν τα όργανα της τάξεως έχασαν την ψυχραιμίαν των...

Ετσι και η κυβέρνηση και ο τύπος στο ίδιο πράμα καταλήγουνε: Στο ότι δεν υπήρξε πρόθεση.

Οι αυτόπτες μάρτυρες δε λένε το ίδιο. Από τους τόσους που ακούσαμε να μιλούνε γι' αυτή την υπόθεση, κι από όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις που διαβάσαμε, βγαίνει ένα συμπέρασμα: Η σφαγή ήτανε προετοιμασμένη ως την τελευταία της λεπτομέρεια.

Ο διακεκριμένος γιατρός της Θεσσαλονίκης κ. Χαριτάντης, που δεν υπήρξε ποτέ σε κανένα κόμμα, μιλεί με τον παρακάτω τρόπο:

«Πήγαινα να δω έναν άρρωστο. Βρέθηκα ξαφνικά μεταξύ των αποσπασμάτων, που είχανε πιάσει θέσεις κατά μήκος του δρόμου. Ρίχνανε αραιούς πυροβολισμούς εναντίον των ανθρώπων που προσπαθούσανε να φυλαχτούνε στα μαγαζιά και στις στοές μέσα.

» Ή διαδήλωση προχωρούσε. Βρέθηκα σε κάποια απόσταση. Πάντα μεταξύ διαδήλωσης και χωροφυλακής. Μου 'κάμε εντύπωση τούτο το χαρακτηριστικό: Ο δρόμος της Εγνατίας είναι στενός σ’ όλο το μήκος του. Σε τρία τέσσερα σημεία μόνο σχηματίζονται μεγάλες πλατείες. Η αστυνομική δύναμη είχε ταμπουρωθεί όχι στις πλατείες, που λόγω του ανοιχτού χώρου θα μπορούσε να ’χει περισσότερη ελευθερία κινήσεως. (Εκεί θα μπορούσε να κινηθεί πιο άνετα και η έφιππη χωροφυλακή. Και ο άνθρωπος με τον κοινό νου, καταλαβαίνει πώς ακριβώς σ’ αυτά τα ανοιχτά σημεία θα μπορούσανε να πετύχουνε τη διάλυση των διαδηλωτών.) Αλλά οι αστυνομικές δυνάμεις είχανε οχυρωθεί από τη μια κι από την άλλη πλευρά του δρόμου και ακριβώς στα σημεία που αρχίζει απότομα να στενεύει ο δρόμος.

»Χωρίς να το θέλω, έκανα τούτο το συλλογισμό: Μα πρόκειται να διαλύσουνε τη διαδήλωση, ή έχουνε σκοπό να τη θερίσουνε; Παραμέρισα για να προφυλαχτώ σε μια γωνιά. Γιατί ήμουνα απόλυτα πεπεισμένος απ’ αυτό που αντιλήφτηκα, πως υπήρχε σχέδιο καταρτισμένο και με ακρίβεια ζυγιασμένο. Κι είχε σκοπό όχι τη διάλυση, αλλά το φόνο.

«Έπειτα παρατήρησα μετακινήσεις δυνάμεων από τ’ ανοιχτά προς τα στενά σημεία. Δηλαδή γινότανε κανονική υποχώρηση της χωροφυλακής, για να αφήσει το πυκνό μέρος της διαδήλωσης να στριμωχτεί στο στενό σημείο.

«Σας είπα πως οι πυροβολισμοί πέφτανε πολύ αραιοί και όχι εναντίον των διαδηλωτών, αλλά επάνω σε απομονωμένες ομάδες ή άτομα που τρέχανε πανικόβλητα να φυλαχτούνε, καθώς βλέπανε την αστυνομία να γεμίζει και τους διαδηλωτές να πλησιάζουνε.

«Μόλις το πλήθος μπήκε στον περιορισμένο χώρο και στριμώχτηκε και γίνηκε πιο πυκνή η μάζα, ακουστήκανε οι πρώτες ομοβροντίες κι από τα δεξιά κι από τ αριστερά του δρόμου».

Ακριβώς αυτή τη στιγμή - συμπληρώνει άλλος αυτόπτης μάρτυρας, ο κ. Λαϊνάς -  είδα γνωστούς μυστικούς αστυνομικούς να ρίχνουνε με το πιστόλι από τα παράθυρα των γύρω μεγάρων στο ψαχνό. Στο πιο πυκνό μέρος της διαδήλωσης.

Κι ο γιατρός συνεχίζει:

«Βρε παιδιά - συλλογίζομαι τότε - αυτή είναι καθαρή ενέδρα. Αυτό είναι σωστό σχέδιο επιτελείου.

»Η εκλογή του μέρους, η κανονική υποχώρηση, η στιγμή που πυροβολήσανε, οι ταυτόχρονες ομοβροντίες, ο συντονισμός της δράσης, τίποτ’ άλλο δε σ’ αφήνουνε να πιστέψεις, παρά πως επρόκειτο περί προθέσεως, περί σχεδίου καταστρωμένου από ειδικούς.

- Εκείνη τη στιγμή, γιατρέ, ρωτούμε, ακούστηκε από το πλήθος πυροβολισμός; Εγινε, πριν να πυροβολήσουνε οι αστυνομικές δυνάμεις, καμιά επίθεση εναντίον τους από το μέρος απεργών;

- Όχι. Τέτοιο πράμα δεν άκουσα και καμιά επιθετική ενέργεια του πλήθους δεν παρατήρησα αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή.  Αλλά ούτε κι ακούστηκε από μέρους της χωροφυλακής καμιά σύσταση προς τους απεργούς να διαλυθούνε. Καμιά προειδοποίηση πως θα πυροβολήσουνε. Ερίξανε αιφνιδιαστικά, όχι για εκφοβισμό αλλά στο ψαχνό...

Τα λόγια αυτά προέρχονται από ένα ψύχραιμο άνθρωπο, που είναι γνωστός και σαν εξαίρετος επιστήμονας και ως τελείως ακομμάτιστος.

Κι έχουνε βάρος ανυπολόγιστο.

Αν πάρουμε ως βάση αυτά και κάνουμε μια πρόχειρη έρευνα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, θα δούμε πως είναι όχι μόνο ακριβή, αλλά και υπογραμμένα με 9 υπογραφές που δε σβήνουνε με καμιά γομολάστιχα:

Σ’ αυτά ακριβώς τα σημεία του δρόμου εξετέλεσε ή χωροφυλακή τους 9 εργάτες.

Σ’ αυτή τη δολοφονική ενέδρα πέσανε τα 9 ηρωικά παιδιά του λαού. Οι:

1) Τάσος Τούσης

2) Αναστασία Καρανικόλα

3) Ιντο Σενόρ

4) Σαλβατόρ Μασαράνο

5) Δημ. Άγλαμίδης

6) I. Πανόπουλος

7) Εύαγ. Χόλης

8) Δ. Λαϊνάς

9) Εύθ. Άδαμαντίου

Κανένας στη Θεσσαλονίκη δε λέει πια αυτό το μέρος με την παλιά του ονομασία. Λεγότανε πριν Στάσις Κολόμβου. Πεισματικά αγνοούνε οι κάτοικοι τής Θεσσαλονίκης αυτή την ονομασία και επιβάλανε μέσα σε λίγες μέρες ττ δική τους: Στάση των 9.

Μπορεί να υπάρχει άνθρωπος στην πόλη αυτή να μην ξέρει που βρίσκεται ο Λευκός Πύργος. Μα στη στάση των 9 ξέρουνε να σε οδηγήσουν και τα μικρά παιδιά.

Το ίδιο γίνεται και με μερικά άλλα μέρη.

Ώρα πολλή βασανιζόμαστε να βρούμε την οδό Ελένης Σβορώνου. Δεν ξέρανε να μας οδηγήσουν.

- Που είναι το καπνεργατικό σωματείο; ρωτούμε.

- Α! εκεί είναι η οδός Σβορώνου; Πώς την είπες; Να, από δω θα στρίψετε, θα βγείτε στον τάδε δρόμο. Θα δείτε μια μικρή τρίγωνη πλατεΐτσα με σωρούς χαλίκια. Εκεί είναι.
Έτσι το βρήκαμε. Με μόνη τη διαφορά πώς τα χαλίκια έχουνε ακόμα αίμα.

Εκεί συγκρούστηκε την Παρασκευή η απεργιακή φρουρά του Κέντρου με τριπλάσιες δυνάμεις έφιππης χωροφυλακής και κατάφερε να κρατήσει επί ολόκληρη ώρα άμυνα εναντίον των συνεχών επελάσεων και της κανονικής βολής.

Κείνη την ήμερα έβαψαν αυτά τα χαλίκια με το αίμα τους οι 150 ηρωικοί καπνεργάτες, για να διευκολύνουνε την πορεία των υφαντουργίνων προς τη Γενική Διοίκηση.

Πραγματικοί κύριοι τής Θεσσαλονίκης γίνονται οι εργάτες, γίνεται ο λαός όλος. Το απόγευμα της 9ης του Μάη, δε φρουρούνε την πόλη πια οι δολοφόνοι των αστυνομικών τμημάτων. Αυτούς τους έκλεισε ό λαός μέσα στα τμήματα. Τους αφαίρεσε κάθε εξουσία, τους απομόνωσε. Ουσιαστικά τους προφυλάκισε σαν ενόχους φόνων και εκατοντάδων τραυματισμών.

Φωτογραφίες από το βιβλίο του Θέμου Κορνάρου:














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου