Ξαναρχίζει το γνωστό μου πρόγραμμα. Η ορθοστασία προς το παρόν έχει τελειώσει. Δεν μπορώ να περπατήσω σωστά. Τα πόδια μου είναι πάντα πρησμένα και πονάνε. Στο κελί No 1 ακούω που χτυπάνε ένα νεοφερμένο. Τον είδα αργότερα απ’ την τρύπα της πόρτας μου. Είναι ο Διονύσης ο Μπουλούκος.
Συνεχίζω τη νέα μου κατάθεση. Επιμένουν να μου αποσπάσουν ενοχοποιητικές πληροφορίες γύρω απ’ την ίδρυση και τη λειτουργία της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων. Για καθοδήγηση και βόμβες δεν μου κάνουν πια λόγο. Θα επανέλθουν αργότερα. Από τις 9 το πρωί μέχρι το μεσημέρι με ανακρίνει πάλι ο Αντωνόπουλος. Τα πράγματα είναι σχετικά ήρεμα, αν και κάθε τόσο με απειλεί ότι θ’ αναγκαστεί ν’ αρχίσει τον second round. Μου δίνουν ένα πακέτο τσιγάρα.
Για μεσημεριανό έχει κοτόπουλο και σαλάτα. Λίγο αργότερα μπαίνει στο κελί μου ο Πέτρου μαζί μ’ άλλον έναν. Αρχίζουν να με χτυπάνε με το κλομπ. Το βρίσκω παράλογο να με χτυπάνε μετά απ’ όλη την ταλαιπωρία που ’χω υποστεί. Κάποια στιγμή τους διακόπτω. Λέω στον Πέτρου πως θέλω να του μιλήσω ένα λεπτό. Σταματάει. «Τι θες;» μου λέει. Τον ρωτάω πώς είναι δυνατόν να με χτυπάει, αφού του είμαι τελείως άγνωστος, δεν ξέρει καν τι έχω κάνει κι ακόμη ξέρει πως δεν μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Μου απαντάει ήρεμα και χαμογελαστά: «Μα εγώ είμαι σαδιστής, δεν το ξέρεις; Δεν μ’ ενδιαφέρει ποιος είσαι και τι έχεις κάνει· εμένα η χαρά μου είναι να σε βλέπω να πονάς». Και συνεχίζει το ξύλο.
Φοβάμαι πως λέει την αλήθεια. Σε κάθε χτύπημα που καταλαβαίνει ότι με πόνεσε, βλέπω καθαρά πως χαίρεται. Σε μια στιγμή πέφτω κάτω. Με πιάνει από τα μαλλιά και με τραβάει. Προσπαθεί να μου ξεριζώσει τις φαβορίτες. Απ’ το τράβηγμα των μαλλιών δακρύζουν τα μάτια μου. Προσπαθώ να το κρύψω για να μη νομίσουν πως κλαίω. Κάποτε, τέλος, μ’ αφήνουν.
Συνεχίζω να γράφω με αργό ρυθμό γιατί τα χέρια μου τρέμουν. Τα πόδια μου αρχίζουν σιγά σιγά να ξεπρήζονται. Τους κάνω μασάζ. Για βραδινό έχει ψαρόσουπα. Είναι ωραία. Πεινάω διαρκώς, θα 'χω χάσει κάπου 6 κιλά μέσα σε δυο βδομάδες. Εξω από τα κελιά ο Πέτρου φωνάζει: «Μπες και συ στη φυλακή, μπορείς».
16 Μαρτίου 1973, Παρασκευή
Απ’ το παραθυράκι του κελιού, που ’ναι ψηλά, πέφτουν μερικές αχτίδες ήλιου στον τοίχο απέναντι. Καμιά φορά ακούγεται το ραδιόφωνο που λέει την ώρα. Βάζω σημάδι πάνω στον τοίχο στο σημείο που βρίσκεται ο ήλιος κι έτσι μπορώ κάπως να παρακολουθώ τι ώρα είναι.
Συνεχίζω το γράψιμο. Μου 'χουν ζητήσει πληροφορίες για τον Γιώργο τον Βερνίκο. Τους γράφω καμιά δεκαριά σελίδες. Από τις 10 μέχρι τις 2 πάλι ανάκριση από τους δυο λοχαγούς. Σε μια στιγμή έρχεται η κουβέντα για τον ρόλο που παίζει ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός. Ο λοχαγός Τσάλας θυμώνει πολύ. Βρίσκει πως οι παρεμβάσεις του Ερυθρού Σταυρού θίγουν την εθνική μας ανεξαρτησία. Μου πετάει ένα ποτήρι νερό στα μούτρα. Ολα τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι γίνονται μούσκεμα. Μες στην αναμπουμπούλα βούτηξα ένα κουτί σπίρτα.
Πίσω στο κελί μου πάλι. Για μεσημεριανό έχει φασολάδα. Μου δίνουν να τη φάω με πιρούνι. Η στρατιωτική κουραμάνα είναι υπέροχη. Καπνίζω το τελευταίο μου τσιγάρο. Χτυπάω συνθηματικά στον τοίχο προς την πλευρά που είναι το κελί No 5. Σε λίγο μου απαντάνε. Είναι ο Νίκος Καραμανλής. Ξαπλώνω και κοιμάμαι για λίγο. Τσιγάρα άλλα δεν μου δίνουν.
Βραδινό -πατάτες τηγανητές κρύες και σαλάτα. Εχω κρατήσει ένα κομμάτι παλιάς εφημερίδας που μου δώσανε για να σκουπιστώ στην τουαλέτα. Με πάνε στον Αντωνόπουλο πάλι για ανάκριση. Απόψε είναι ευδιάθετος. Κάνει συνέχεια καλαμπούρια. Εκλεψα τρεις γόπες απ’ το τασάκι.
Με γυρίζουν στο κελί μου. Μου δίνουν κι ένα κύπελλο με νερό, γεμάτο μέχρι επάνω. Θα 'ναι 11 η ώρα το βράδυ. Οι άλλοι κοιμούνται. Ξαπλώνω στο κρεβάτι, ανοίγω ήσυχα την εφημερίδα και πριν με πάρει ο ύπνος διαβάζω, καπνίζοντας τις γόπες και πίνοντας πού και πού μικρές γουλιές νεράκι απ’ το κύπελλο. Αισθάνομαι κάτι σαν ευτυχία. Δεν μου λείπει τίποτα.
Υστερόγραφο
Βγήκα από την ΕΣΑ στις 25 Ιουλίου του 1973. Με τα ξεφαντώματα της απελευθέρωσης το ημερολόγιο ξεχάστηκε. Το μεγαλύτερο μέρος του καταστράφηκε στο πλυντήριο. Πλύθηκε κατά λάθος μαζί με το σακάκι που το έκρυβε στις φόδρες του. Τυχαία σώθηκε το παραπάνω κομμάτι, που αναφέρεται στις 16 πρώτες ημέρες της κράτησής μου.
Ηταν μία περίοδος μεστή σε εμπειρίες και βιώματα.
Στα βιώματα αυτά δεν είναι εύκολο να αναφερθεί κανείς, φιλοδοξώντας να τα εκφράσει· να τα διατυπώσει δηλαδή έτσι ώστε να μεταδώσει στον αναγνώστη την αίσθηση εκείνη.
Η απομόνωση, η πίκρα, η άγνοια για το αύριο, η δίψα (εκείνη η δίψα) είναι πράγματα προσωπικά, που σε σημαδεύουν μ’ έναν τρόπο μοναδικό και αποκλειστικά δικό σου. Εναν τρόπο που δεν κοινολογείται. Μπορείς να μιλήσεις για τα βιώματα αυτά, να τα περιγράψεις, να τα αναλύσεις ή να τα επιμεληθείς λογοτεχνικά. Μπορείς να ιστορήσεις τη θηριωδία, τον σωματικό πόνο, τον εξευτελισμό, τη λύσσα τους, τη θλίψη σου. Αποτελεί όμως ματαιοπονία να προσπαθήσεις να μεταφέρεις στο χαρτί τη φρίκη ή να μεταδώσεις στον αναγνώστη την αίσθηση τον τρόμου και του πανικού. Ο λόγος, προφορικός ή γραπτός, ακόμη και η τέχνη του λόγου είναι μέσα φτωχά και απρόσφορα για να μεταδώσουν την ένταση και την ποιότητα τέτοιων βιωμάτων. Το εσωτερικά βιωμένο παραμένει και προσωπικά σφραγισμένο.
Αυτό είναι κάτι πολύ γνωστό στους παλιούς συντρόφους, που μοιράστηκαν στο παρελθόν τέτοιες στιγμές. Οσο εύκολο είναι να συνεννοηθούν μεταξύ τους γύρω από θέματα σχετικά με τις κοινές τους εμπειρίες, τόσο δύσκολο γίνεται το να τις μοιραστούν με τους άλλους.
Είναι όμως εντυπωσιακό, ή μάλλον συγκινητικό, το πώς ενώνει τους ανθρώπους η κοινή εμπειρία της σπάταλης βαρβαρότητας της εξουσίας. Χωρίς να τους βλέπεις, χωρίς ν’ ακούς τα λόγια τους, παρά μόνο φωνές ή οιμωγές, αισθανόσουν να δένεσαι με ανθρώπους που μέχρι τότε σου ήταν άγνωστοι ή ελάχιστα γνωστοί. Μέσα στην ΕΣΑ δεν ήταν σπάνιες οι στιγμές που ένιωθες να επαίρεσαι πάνω από την επικρατούσα αθλιότητα, έχοντας την αίσθηση πως αποτελείς μέλος μιας ξεχωριστής οικογένειας πολιτών, που δοκιμάζεται για τις ιδέες και τις αξίες στις οποίες πιστεύει.
Το παράγωγο της τρομοκρατίας, το προϊόν της επιβολής του κράτους του τρόμου, είναι ο πανικός. Η αποτελεσματικότατα της τρομοκρατίας μετριέται από την ένταση του πανικού που παράγει. Και η τρομοκρατία στην ΕΣΑ, κεκλεισμένων των θυρών, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική. Είχε πετύχει το καθεστώς να κατασκευάσει ένα γκέτο, έναν χώρο στεγανό, όπου βασίλευε η αίσθηση του πανικού. Ο πανικός του κυνηγημένου ζώου, που ψάχνει μάταια κάτω από διαρκή καταδίωξη μια γωνιά να κρυφτεί, να αισθανθεί λίγη ασφάλεια. Εναν χώρο όπου δεν αναγνωριζόταν η ανθρώπινη σου υπόσταση, δεν ακουγόταν η φωνή σου. Ξεχνούσες αξίες, απόψεις, συναισθήματα, όλα εκείνα τα πράγματα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να συνεννοούνται και να συνδέονται μεταξύ τους.
Ζούσες μέσα σε μια αγριότητα ασταμάτητη, που διαπερνούσε ατόφια ακόμη κι εκείνους από τους συγκροτούμενους, που για κάποιους λόγους είχαν εξαιρεθεί από τη σωματική βία με τη στενή έννοια.
Ο πανικός ήταν το αίσθημα με το οποίο έπρεπε να ζεις όλο το εικοσιτετράωρο. Να κοιμάσαι και να ξυπνάς μαζί του. Και σχεδόν πάντα να ξυπνάει αυτός πριν από σένα και να σε περιμένει.
Ο διαρκής πανικός σε παραμόρφωνε, σου διέλυε την προσωπικότητα, σε γερνούσε, σου αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά. Την έκφραση του προσώπου σου έπαυες να την ορίζεις. Δεν υπήρχε μια στιγμή ιδιωτική, να βρεθείς λίγο μόνος με τον εαυτό σου, να πάρεις μιαν ανάσα. Δεν είχες κάπου ν’ ακουμπήσεις, να βρεις κουράγιο για να συνεχίσεις. Ησουν αποκομμένος από κάθε τι το αληθινό ή το ανθρώπινό. Κι επιπλέον δεν είχες καμία πληροφορία. Δεν ήξερες τι συμβαίνει έξω ή δίπλα σου· τι γίνεται στην Αθήνα ή στο διπλανό κελί. Δεν είχες ποτέ καμία επαφή μ’ έναν κοινό, μ’ έναν κανονικό άνθρωπο.
Το βίωμα του πανικού δεν είναι απλά μια κατάσταση του ανθρώπινου ψυχισμού. Κυρίως είναι μια υπόθεση εσωτερικών εκκρίσεων. Μια υπόθεση ξεχωριστής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού. Ετσι αποτυπώθηκε στη δική μου συνείδηση. Ως μία ειδική μορφή «ζην», που δεν αφορά μόνο το μυαλό ή το σώμα αλλά την ύπαρξη, την υπόσταση του ανθρώπου συνολικά.
Σήμερα, όλα αυτά αποτελούν μνήμες από μια ζωή μακρινή, μια ζωή ξένη αλλά ταυτόχρονα τόσο ζωντανή και οικεία, που ώρες ώρες, ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο, αναρωτιέμαι πώς ήταν εκείνος που τα 'ζησε αυτά. Τι κοινό μπορεί να έχει με μένα σήμερα. Πόσο έχω αποξενωθεί από τη συνείδηση κι απ’ το πετσί εκείνου.
Η αναζήτηση απαντήσεων σε τέτοια ερωτήματα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ομως υπάρχει το όνειρο. Αυτή η ελευθεριότητα του νου, που όχι σπάνια έρχεται τη νύχτα σαν καταλύτης να επιβεβαιώσει την υπαρξιακή συνέχεια. Εκεί στον ύπνο, κάπου παραμονεύει η συνείδηση ή το υποσυνείδητο του δεσμώτη. Παραμονεύουν εκείνο το κελί, εκείνες οι φάτσες, εκείνες οι φωνές. Καιροφυλακτεί η γνώριμη αυτή γεύση της παραλυσίας. Του φόβου πως τα βήματα που ακούγονται απ’ έξω, στην πόρτα του ονείρου, οδηγούν στο κελί μου, σε μένα. «Ερχονται για μένα πάλι».
Δεν είναι ακριβώς η πρώτη φορά που το κείμενο αυτό βλέπει τη δημοσιότητα. Μερικούς μήνες μετά τη Μεταπολίτευση, τον Ιανουάριο του 1975, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» σε εβδομαδιαίες συνέχειες.
Ηταν μια έκδοση με έκδηλα τα χαρακτηριστικά ενός αναγνώσματος ηρωικο-εμπορικού, που συνοδευόταν από χτυπητές λεζάντες, του τύπου «ανατριχιαστικά βασανιστήρια από τα κάτεργα της ΕΣΑ». Μια έκδοση ατυχής, κακόγουστη και ολίγον μελό.
Την εποχή εκείνη η δημοσίευση του ημερολογίου υπηρετούσε έναν σκοπό, την επίταση του αιτήματος για αποχουντοποίηση και παραπομπή των απριλιανών στη Δικαιοσύνη. Ηταν η εποχή που ο Ιωαννίδης και τα πρωτοπαλίκαρά του κυκλοφορούσαν ελεύθερα και το χουντικό σενάριο ακόμη παιζόταν.
Σήμερα, με το ίδιο αυτό κείμενο γίνεται επίκαιρο το αντίστροφο περίπου αίτημα- το αίτημα για την αποφυλάκιση των χουντικών υπολειμμάτων. Δεν υπάρχει κρίμα ανθρώπινο που να δικαιολογεί τη στέρηση της ελευθερίας από άνθρωπο πέραν μιας εικοσαετίας. Και η παρατήρηση αυτή γίνεται με κάθε επίγνωση της βαρύτητας που αποκτά η καταδίκη της παρατεινόμενης αυτής ανούσιας σκληρότητας, όταν προέρχεται από πρόσωπα που υπήρξαν θύματα των σημερινών ισοβιτών.
Ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύεται το ημερολόγιο ακέραιο, χωρίς παρεμβολές και σχόλια. Χρειάστηκε να ξεπεράσω δισταγμούς μιας εικοσαετίας για να πάρω την απόφαση να εκθέσω στην αδιάφορη βουλιμία ενός απροσδιόριστου αναγνωστικού κοινού ένα τόσο προσωπικό κομμάτι από τη ζωή μου.
Πάντως, σίγουρα η παρούσα έκδοση δεν αποτελεί εκπλήρωση κάποιου «χρέους». Τα «χρέη» γενικά τα αποφεύγω. Το μόνο που ίσως χρωστούσα στον εαυτό μου ήταν η απόσβεση εκείνης της διακινδύνευσης -διόλου αμελητέας- που συνεπαγόταν η καταγραφή του ημερολογίου και η διαφύλαξή του κάτω από τις συνθήκες εκείνες. Εξάλλου, χρήσιμο είναι τέτοιες μικρές μαρτυρίες από τις μαύρες σελίδες της νεοελληνικής πολιτικής Ιστορίας να μη μένουν για πάντα στο συρτάρι.
Είναι ακόμη μια προσωπική, αντανακλαστική κίνηση μπροστά στην άχρωμη κι επίπεδη γραμμικότητα που σημαδεύει τη σημερινή ζωή. Είναι ο μόνος φθόγγος που μπορώ να εκφέρω σχεδόν αυθόρμητα, παρακολουθώντας το κενό που ζωγραφίζεται σε νεαρά πρόσωπα, καθώς συνωστίζονται παθητικά και άβουλα μπροστά στο face control ενός νυχτερινού κέντρου.
Βίος αβίωτος, τότε και τώρα..
Τότε λόγω της έντασης του βιωμένου.
Τώρα λόγω απουσίας εντάσεων στα βιώματα.
Κυρίως όμως πρόκειται για μια πράξη περίπου αντιστασιακή απέναντι στην ευτέλεια που χαρακτηρίζει τη σημερινή ενασχόληση με τα κοινά. Μια ενθύμηση προς ορισμένους από τους συντρόφους της εποχής εκείνης, τα πρόσωπα των οποίων άθελά τους αλλοιώθηκαν, σχεδόν παραμορφώθηκαν από την αυταρέσκεια της πολιτικής εξουσίας που επάξια κατέλαβαν, εξαργυρώνοντας βιώματα όπως εκείνα.
Π.Κ. (1996)
Βιογραφικό
0 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΑΚΗΣ γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα της Ολυμπίας μέσα στον πόλεμο. Ο πατέρας του, Γεώργιος Κανελλάκης, ήταν τότε αξιωματικός του ιππικού, ίλαρχος. Αργότερη έγινε αυλικός στο παλάτι του Παύλου και στη συνέχεια του Κωνσταντίνου. Η μητέρα του, Giselle Vivier, καθηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας και φορέας μιας αντιαυταρχικής παιδείας, έχει σημαδέψει με την προσωπικότητά της την αγωγή ουκ ολίγων που μαθήτευσαν κοντά της στις ανθρωπιστικές σπουδές και τα φιλελεύθερα πνευματικά ιδεώδη.
Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο το 1959 στη Σχολή Αναβρύτων, ακολούθησε Νομικές Σπουδές κι έγινε δικηγόρος. Σπούδασε στην Αθήνα, το Λονδίνο και το Αμβούργο, όπου το 1967 απέκτησε τον τίτλο του διδάκτορα του Δικαίου.
Στη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε συνήγορος υπερασπίσεως σε πολιτικές δίκες.
Το 1970 γίνεται ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της οργάνωσης Ελληνοευρωπάίκή Κίνηση Νέων (ΕΚΙΝ), που πρόλαβε, πριν διαλυθεί από το δικτατορικό καθεστώς το 1972, να συσπειρώσει ένα μεγάλο αριθμό φοιτητών και άλλων νέων γύρω από τις πολιτιστικές της εκδηλώσεις.
Με τη Μεταπολίτευση, το καλοκαίρι του 1974, χρηματίζει για ένα τετράμηνο ειδικός σύμβουλος στο υπουργείο Παιδείας, μετέχοντας στην προσπάθεια τότε του υφυπουργού Δημήτρη Τσάτσου για κάθαρση στον χώρο της ανώτατης παιδείας.
Είναι το μόνο δημόσιο πόστο από το οποίο πέρασε.
Μανιώδης της ιδιωτικής ζωής, διατήρησε πάντα αποστάσεις από τον δημόσιο βίο, χωρίς να διεκδικήσει θέσεις, ψήφους ή αξιώματα στον χώρο του Δημοσίου ή των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Παραμένει ενεργός πολίτης με ποικίλα ενδιαφέροντα και δραστηριότητες, κυρίως γύρω από θέματα σχετικά με την τρομοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το φυσικό περιβάλλον, τα ναρκωτικά αλλά και την ξυλουργική.
Σήμερα είναι επαγγελματίας δικηγόρος στον Αρειο Πάγο και ερασιτέχνης πολιτικός και μαραγκός, με την κυριολεξία του όρου «ερασιτέχνης» (έρωτας και τέχνη). Επίσης είναι πρόεδρος του ελληνικού γραφείου της διεθνούς οικολογικής οργάνωσης Greenpeace.
Παραμένει ακόμη ένας από τους 251 πιο επικίνδυνους πολίτες της χώρας, ύποπτος για εξτρεμιστικές ενέργειες, σύμφωνα με σχετικό έγγραφο της Ασφάλειας, που δημοσιεύτηκε στον τύπο πρόσφατα («Ελευθεροτυπία», 6.12.1995).
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Στη δίκη των βασανιστών
Κατάθεση Παναγιώτη Κανελλάκη
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ που ακολουθεί είναι η κατάθεση του Παναγιώτη Κανελλάκη στη δίκη των βασανιστών του ΕΑΤ/ΕΣΑ στις 21 Οκτωβρίου 1975, όπως καταγράφεται στο Π. Ροδάκης (επιμ.), «Οι δίκες των βασανιστών της επταετίας», εκδ. Δημοκρατικοί Καιροί, Αθήνα 1 976, τ. Β', σ. 869-871.
Ακολούθως εξετάσθηκε ο δικηγόρος κ. Παν. Κανελλάκης, ο οποίος ήταν πρόεδρος της οργανώσεως Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων και διετέλεσε κρατούμενος στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, όπου υπέστη συνεχείς ξυλοδαρμούς και υπεβλήθη και στο μαρτύριο της ορθοστασίας επί τέσσερις ημέρες και τέσσερις νύχτες, δηλαδή επί εκατό περίπου ώρες συνεχώς. Κρατήθηκε και στο ΚΕΣΑ και στον 952 Λόχο ΕΣΑ.
Κατέθεσε πως στις τριάντα πέντε ημέρες που έμεινε στο ΕΑΤ/ ΕΣΑ, μόνο πέντε ή έξι ημέρες πέρασαν χωρίς ξυλοδαρμό.
Κυρίως τον έδερναν οι Πέτρου και Τσέλιγκας. Του έριξε και μια γροθιά ο ανακριτής του Αντωνόπουλος, ενώ ο άλλος ανακριτής του, ο Τσάλας, δεν τον εκτύπησε. Και οι δυο τον απειλούσαν και αυτοί ήταν που μαζί με τον Χατζηζήση καθόριζαν τα μαρτύριά του. Ο Χατζηζήσης χρησιμοποιούσε την πλέον απαίσια και αισχρότατη φρασεολογία σε βάρος του ιδίου και των συγγενών του.
«Την τελευταία νύχτα -είπε χαρακτηριστικά- κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου της συνεχούς επί εκατό ώρες ορθοστασίας, ήλθαν δέκα εσατζήδες που με έδερναν, με έβριζαν, με έφτυναν και χόρευαν δίπλα μου διονυσιαζόμενοι. Κάποιος με περιέλουσε και με χαρτοπόλεμο».
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Φαγητό σας έδιναν;
ΜΑΡΤΥΣ: Φαγητό μου έδιναν, αλλά με υποχρεώνανε να τρώγω με το ένα χέρι, για να μην ακουμπώ με το άλλο επάνω στο κομοδίνο που είχε την επιγραφή: «Δωρεά Τραπέζης Ελλάδος». Μου έδιναν και μισό ποτήρι νερό.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι είχατε κάνει και σας πιάσανε;
ΜΑΡΤΥΣ: Ημουν πρόεδρος στην Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων, που διελύθη το 1972, αλλά μέχρι την 1 Μαρτίου 1973 που συνελήφθην είχα συμμετοχή στο φοιτητικό κίνημα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι ζητούσαν οι ανακριτές;
ΜΑΡΤΥΣ: Να τους πω για την καθοδήγηση, όπως έλεγαν, του κινήματος, ονόματα μετεχόντων και για βόμβες. Ο Τσάλας μου έλεγε πως και ζωντανός να βγω, θα μου έχει μείνει και κάτι. Εφέροντο με κυνικότητα. Ο Πέτρου μου έβρεχε τα δώδεκα ημερών γένια μου και έσβηνε επάνω σ’ αυτά τσιγάρα. Μου έβαζε το γκάζι αναπτήρος στη μύτη. Μία ημέρα όπλισε το πιστόλι. «Θα σε σκοτώσω», είπε και με σκόπευσε στα μάτια. Πίεσε τη σκανδάλη και ακούστηκε μόνο ο κρότος.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εχετε καταθέσει πως σας έσπασαν ένα πλευρό και δύο δόντια.
ΜΑΡΤΥΣ: Ναι, το πλευρό και το ένα δόντι στο ΕΑΤ/ΕΣΑ και το άλλο δόντι στο ΚΕΣΑ. Είπα στον γιατρό Κόφα για το πλευρό και μου απάντησε: «Δεν είναι τίποτα, θα περάσει». Του έλεγα για τους ξυλοδαρμούς και έκανε πως δυσανασχετούσε, αλλά ο Κόφας ήταν ο πλέον αποτελεσματικός συνεργάτης της ΕΣΑ. Πρόθεση όλων τους ήταν να σπάσουν τη θέλησή μας για να βρουν ανακριτικό υλικό. Είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα τρομοκρατίας και πανικού. Ημασταν σαν τρομαγμένα ζώα, που διαρκώς φοβόμασταν μήπως ανοίξει η πόρτα και μπουν οι βασανιστές. Στο ΚΕΣΑ, όπου έμεινα τρεις μήνες, με παρέλαβε ο Δεμερτζίδης. Ερχόντουσαν ο Αντωνόπουλος και ο Τσάλας, οι οποίοι με απείλησαν ότι θα με βάλουν στο χώμα και θα με χτίσουν με τσιμέντο μέχρι να ομολογήσω. Ο Τσάλας έλεγε πως θα με βάλει σε τσουβάλι μέχρι τα χέρια και στο τσουβάλι θα βάλει γάτες που θα τις ενοχλεί να με ξεσκίσουν.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιος σας έσπασε τα δύο δόντια;
ΜΑΡΤΥΣ: Το ένα αντιλήφθηκα πως έλειπε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, χωρίς να μπορώ να εντοπίσω από ποιο χτύπημα. Το άλλο το έσπασε στο ΚΕΣΑ ο Δεμεριζίδης με γροθιά, παρουσία του Καίνιχ. Ο Δεμερτζίδης με χτυπούσε με ιδιαίτερη σκληρότητα και έχω την εντύπωση με πρωτοβουλία του και όταν δεν έπαιρνε διαταγή. Το ίδιο και ο Πέτρου, ο οποίος το χαιρότανε το χτύπημα. Ο Αντωνόπουλος, που μου είχε φερθεί σαν χασάπης και μπόγιας, που μου είπε με φυσικό τρόπο πως ο πατέρας μου πέθανε. Γενικά συμπεριφέρονταν τόσο άσχημα, που είχα βρει ένα ξυραφάκι με απόφαση να κόψω τις φλέβες μου, όχι για να αυτοκτονήσω, αλλά για να πάω έστω δυο-τρεις ημέρες στο νοσοκομείο. Οταν στο επισκεπτήριο της 4ης Μαΐου ο αδελφός μου προσπάθησε να μου δώσει ένα σημείωμα, εθίγη το εσατζίδικο φιλότιμο. Με εκτύπησαν πολύ και τον αδελφό μου τον έδερναν κι αυτόν. Αφριζε και ο Χατζηζήσης και έβριζε και απειλούσε κατά τρόπο που δεν περιγράφεται.
ΠΡΌΕΔΡΟΣ: Στον 952 Λόχο ΕΣΑ σας εκτύπησαν;
ΜΑΡΤΥΣ: Με πήγαν στο στρατόπεδο Αγ. Ιωάννη Ρέντη την 30ή Ιουλίου. Με εκτύπησε εκεί ο Γιαννούσης, που τον έλεγαν ο Αμερικάνος. Με εκτύπησε την πρώτη ημέρα και άλλες δύο φορές.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είδατε να χτυπούν άλλους κρατουμένους;
ΜΑΡΤΥΣ: Τον Αλαβάνο να τον χτυπούν ο Τσέλιγκας και ο Πέτρου. Άκουσα τις φωνές του Λάζου που τον έδερναν. Τον Σαμπατακάκη και τον Λάζο τους κτυπούσαν καθημερινά.
Στο σημείο αυτό ο εξεταζόμενος μάρτυς δικηγόρος κ. Π. Κανελλάκης ετόνισε:
«Εχουν περάσει μάρτυρες οι οποίοι έχουν δώσει άφεση αμαρτιών. Εγώ προσωπικά δεν συγχωρώ κανέναν. Εχω υποχρέωση, για να μην επαναληφθούν παρόμοια στο μέλλον, να αναφερθώ όχι τόσο στα πρόσωπα, που δεν με ενδιαφέρουν, αλλά στον μηχανισμό των βασανιστηρίων. Νομίζω πως δεν υπάρχουν ποινές ανάλογες με τις πράξεις των και πρέπει να θεσπισθούν νέες ποινές. Θα πρέπει ίσως να τους κλείσουν μέσα σε κλουβιά και να τους περιφέρουν για να δουν όλοι το πρόσωπο του βασανιστή και του φασίστα. Δεν μπορούμε να ζούμε στην ίδια κοινωνία εγώ και ο βασανιστής μου. Για να κρίνει κανείς σωστά τις πράξεις των βασανιστών, θα πρέπει να τους δει και σε σχέση με τα πολιτικά γεγονότα της εποχής εκείνης».
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον λόγο έχει ο κ. επίτροπος.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Με τον Χατζηζήση πόσες φορές ήλθατε σε επαφή;
ΜΑΡΤΥΣ: Εγώ προσωπικά 3 φορές. Αυτός περισσότερες διότι με παρακολουθούσε και τα γνώριζε όλα.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Πείτε μας ακριβώς τις λέξεις που χρησιμοποιούσε να σας απειλεί.
ΜΑΡΤΥΣ: Μα δεν μπορώ να τις εκστομίσω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πείτε, παρακαλώ.
ΜΑΡΤΥΣ: Ελεγε την Παν..., τον Χρ.., κ.λπ. καθώς και άλλες πως «εγώ εσένα θα σε... και εσένα και τη μητέρα σου και τον αδελφό σου». Μου έλεγε επειδή ο πατέρας μου ήταν στα ανάκτορα θα με...
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο πατέρας σας ήταν στα ανάκτορα;
ΜΑΡΤΥΣ: Ναι, ο πατέρας μου ήταν στα ανάκτορα... Και ήταν καταφανές πως βρίζοντας για σεξουαλικές πράξεις αυτοερωτιζότανε βερμπαλιστικά. Εφτανε σε σημείο ηδονιστικό πλέον. Εβλεπα στο πρόσωπό του ότι ηδονιζότανε.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Οταν σας κτυπούσαν ήθελαν να σας αναγκάσουν να ομολογήσετε;
ΜΑΡΤΥΣ: Δεν ενδιεφέροντο τόσο να υπογράψω ένα χαρτί. Τους ενδιέφερε να αποσπάσουν ορισμένα στοιχεία. Ακόμη το ξύλο είχε μικτό χαρακτήρα. Αφενός να συνεργασθώ στην ανάκριση και γενικότερα. Επί πλέον το ξύλο είχε εκδικητικό χαρακτήρα και ήταν ανάλογο με τον βαθμό που διαπίστωναν πως είχα πλήξει το καθεστώς. Δεν χτυπούσαν μόνο να αποσπάσουν ομολογίες, αλλά και να εκδικηθούν.
Στη συνέχεια της καταθέσεώς του ο κ. Π. Κανελλάκης είπε: «Τα βασανιστήρια δεν εγίνοντο με βάση ιδεολογικά κριτήρια, διότι αν είχαν χτυπήσει μόνο αριστερούς δεν θα γινότανε αυτή η δίκη. Ακριβώς όπως κατά το παρελθόν δεν έγινε καμία δίκη παρ’ όλο ότι όλοι γνωρίζουμε πως τα βασανιστήρια στον τόπο αυτό έχουν μια θλιβερή παράδοση».
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αλλες ήσαν οι τότε συνθήκες.
ΜΑΡΤΥΣ: Θέλω να πω ότι δεν είχαν τέτοια κριτήρια. Χτυπάγανε και τους δεξιούς και τους αριστερούς.
Ακολούθως ο μάρτυς ανεφέρθηκε στους ανακριτές του που ανέπτυσσαν «ιδιότυπες φασιστικές απόψεις με λυρισμό και κυνικότητα».
Η υπεράσπιση παρουσίασε κατάθεση από 40 σελίδες του μάρτυρος με ημερομηνία 2 Μαρτίου. Είπε πως τα 'πε όλα μέχρι την άλλη μέρα. Ο μάρτυς είπε πως την κατάθεση αυτή την υπέγραψε μεταξύ 25 έως 28 Μαρτίου. Αμφισβήτησε δηλαδή την ημερομηνία.
ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: Δηλαδή, κ. συνήγορε, ο μάρτυς συνελήφθη την 1 Μαρτίου και την άλλη μέρα το πρωί ήταν έτοιμη η κατάθεσή του διαστάσεων 40 σελίδων!
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ: Εδώ στο ημερολόγιό σας που δημοσιεύθηκε, κ. μάρτυς, λέτε πως παραγγείλατε 3 τσάγια, Κόκα Κόλα και νερό και παραδόξως σας τα έφεραν. Αυτή ήταν ή κακομεταχείρισή σας;
ΜΑΡΤΥΣ: Γράφω πως ύστερα από ορθοστασία 10 ωρών, όταν το στόμα μου είχε γίνει σαν πετσί, εξεπλάγην που μου έφεραν ό,τι ζήτησα σαν με ρώτησαν: «Τι θέλεις να σου φέρουμε;». Ηταν μια καλή στιγμή στην ΕΣΑ. Δεν μπορούσα να μιλήσω τότε. Ο Κόφας ερχόταν κάθε μέρα. Εξέταζε τους σφυγμούς μου και τη ροή του αίματος, ενώ η ορθοστασία συνεχιζότανε.
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ: Γράφατε πως ήταν καλό και το φαγητό.
ΜΑΡΤΥΣ: Ναι, από απόψεως ποιότητος. Ηταν το ίδιο με το συσσίτιο των εσατζήδων. Με μια διαφορά: Εφερναν ένα δίσκο με 10 πιάτα. Επαιρναν δυο πιάτα οι δεσμοφύλακες. Τα έτρωγαν και ξαναγύριζαν. Τσιμπούσαν από τα άλλα πιάτα και τα ξαναγέμιζαν μία ή δύο φορές. Υστερα μας φώναζαν να φάμε όσο φαγητό είχε απομείνει. Υπέφερα συνεχώς από πείνα. Αρκετές φορές ζήτησα λίγο ψωμί. Οταν απολύθηκα, παρ’ όλο ότι δεν είμαι εύσωμος, είχα χάσει 12 κιλά.
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ: Βόμβες είχε η οργάνωσή σας;
ΜΑΡΤΥΣ: Οχι, βόμβες δεν είχαμε.
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ.· Λέτε στο ημερολόγιό σας πως κάποτε σκεφθήκατε να γράψετε ημερολόγιο.
ΜΑΡΤΥΣ: Ηταν μία σχιζοφρενική στιγμή έκδηλης ψυχολογικής αντίδρασης μέσα σ’ εκείνα τα βασανιστήρια. Ενδεικτικό του παραλόγου περιβάλλοντος.
Στη συνέχεια ο μάρτυς, απαντών σε ερωτήσεις συνηγόρων υπερασπίσεως, ετόνισε ότι ο Πέτρου τον κτυπούσε στους μηρούς και στα νεφρά. Ιδιαίτερα στα νεφρά, γιατί ήταν το πιο ευαίσθητο στον πόνο σημείο του. Στο κεφάλι του συχνά γινότανε καρούμπαλο και επάνω στο ένα καρούμπαλο δεύτερο. Εχουν σπάσει κλομπ επάνω του. Τους βασανισμούς που υπέστη γνωρίζουν οι Κ. Αλαβάνος, Ν. Καραμανλής, Διον. Μπουλούκος, Παππάς και άλλοι. Ο ίδιος έφυγε παράνομα στο εξωτερικό, όταν τον ξαναζήτησε η ΕΣΑ, μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, να τον ξανασυλλάβει. Τον Τσάλα τον χαρακτήριζε ένα πατριωτικό ημιφασιστικό πάθος. Είχε εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία. Δεν ήταν σκέτος φασίστας, είχε τον γραφικό χαρακτήρα.
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ: Πολλά από αυτά που είπατε τώρα δεν τα έχετε γράψει ούτε στο ημερολόγιό σας.
ΜΑΡΤΥΣ: Δεν έχω καταθέσει ούτε το ένα εκατοστό από όσα έγιναν εκεί στην ΕΣΑ.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου