Πηγή: Του Αγγελου Τσέκερη, συγγραφέα – Hot Doc History
Από το 1931 θέτει τέρμα στη φραξιονιστική διαμάχη που ταλάνιζε το ΚΚΕ. Βαρύνεται με την ηθική εξόντωση συντρόφων του και πιστώνεται την αταλάντευτη επαναστατική προσήλωσή του και το γράμμα της 30ης Οκτωβρίου 1940, το οποίο προηγείτο της εποχής του και αποτέλεσε την μήτρα της Εθνικής Αντίστασης. Πιστός φιλοσοβιετικός, συγκρούστηκε με την Μόσχα.
Η χαρισματική και γοητευτική προσωπικότητα, το θάρρος και το πείσμα του, η αταλάντευτη προσήλωση στους στόχους του και η βαθιά κομματικότητα ήταν τα χαρακτηριστικά που επέβαλαν τον Νίκο Ζαχαριάδη ως αδιαφιλονίκητο ηγέτη του ΚΚΕ για δυόμισι ταραγμένες δεκαετίες. Ηταν, επίσης, τα χαρακτηριστικά αυτά που τον οδήγησαν σε ασύλληπτες πράξεις ηθικής εξόντωσης στενών συνεργατών και φίλων του, αλλά και στο να προαναγγείλει και να διαπράξει τη δική του αυτοκτονία, όχι εξαιτίας προσωπικής κατάρρευσης και απελπισίας, αλλά ως κραυγή διαμαρτυρίας για τη δεκαεπτάχρονη πολιτική, κομματική και προσωπική απομόνωση και εξορία στην οποία τον καταδίκασαν οι σοβιετικοί μηχανισμοί.
Χωρίς ιδιαίτερη θεωρητική κατάρτιση αλλά εξοπλισμένος με τόλμη, ενεργητικότητα και οργανωτική αποτελεσματικότητα, ο Νίκος Ζαχαριάδης κέρδισε την εμπιστοσύνη των ηγετών της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οι οποίοι το 1931 τον επέβαλαν, σε πολύ μικρή ηλικία, στην ηγεσία του ΚΚΕ.
Από την πρώτη στιγμή ο Ζαχαριάδης ανταποκρίθηκε στον ρόλο του, τερματίζοντας οριστικά μια μακρά περίοδο κλυδωνισμών και οξύτατης φραξιονιστικής αντιπαράθεσης και αναπροσανατολίζοντας το κόμμα στη γραμμή της «αστικοδημοκρατικής επανάστασης» και των λαϊκών μετώπων, που προωθούσε η Διεθνής στις ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να αντιμετωπίσει την άνοδο του φασιστικού φαινομένου. Τα μέτρα αυτά, καθώς και οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του '29 στην ελληνική κοινωνία, έδωσαν στο ΚΚΕ, για πρώτη φορά στην ιστορία του, υπολογίσιμη πολιτική και κοινωνική δύναμη.
Οταν ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ επέβαλε με κοινοβουλευτικό πραξικόπημα τη δικτατορία Μεταξά για να ανακόψει προοδευτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, ο αρχηγός του ΚΚΕ διέθετε ήδη μεγάλο κύρος, το οποίο θα επεκτεινό ταν πέρα από τις τάξεις των κομμουνιστών με το ιστορικό γράμμα του 1940 και θα απογειωνόταν όταν ο Ζαχαρώδης παραδόθηκε αναίσχυντα από τις ελληνικές στις γερμανικές αρχές, για να κρατηθεί μέχρι το τέλος του πολέμου στο Νταχάου.
Ο Ζαχαρώδης ήταν μεγάλη φυσιογνωμία σε μια περίοδο συγκρούσεων, αντιφάσεων και μεταβολών. Συνομίλησε με την Ιστορία, κέρδισε όσο κανείς άλλος την τυφλή εμπιστοσύνη των Ελλήνων κομμουνιστών, καθώς και την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη των παγκόσμιων ηγετών του κομμουνιστικού κινήματος και πρώτα από όλους του Στάλιν.
Εχασε όμως και τις δύο μεγάλες μάχες που έδωσε, μία απέναντι στους εχθρούς και μία απέναντι στους συντρόφους του. Η προσωπική του περιπέτεια, που ξεκίνησε με την -πρωτοφανή για την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος- πραξικοπηματική ανατροπή του από τους Σοβιετικούς και κατέληξε στην αυτοκτονία του, έχει χωρίς υπερβολή τα χαρακτηριστικά αρχαίας τραγωδίας.
Δεν υπάρχει κομμουνιστής ηγέτης που να είχε ανάλογο τέλος, σε μια περίοδο που οι σταλινικές εκκαθαρίσεις ήταν πια παρελθόν και είχαν καταδικαστεί επίσημα και ρητά από το ΚΚΣΕ. Θύμα μεθόδων που και ο ίδιος δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει -με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Κώστα Καραγιώργη-, ο Ζαχαριάδης θάφτηκε από τους Σοβιετικούς στο χιόνι της Σιβηρίας με στόχο να ξεχαστεί για πάντα και από όλους.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον παράδοξο το γεγονός ότι, 40 και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Ζαχαρώδης παραμένει σήμερα ολοζώντανη φυσιογνωμία, αντικείμενο μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος, μορφή που ακόμη συγκινεί, γοητεύει και προβληματίζει. Ωστόσο, μέσα στην πορεία του, μια πορεία ιστορικών λαθών, αντιφάσεων και αταλάντευτων πεισματικών μαχών, υπάρχουν κάποιες πολιτικές του παρακαταθήκες που αξίζει να μελετηθούν περισσότερο.
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Ζαχαρώδης, κρατούμενος του Μεταξά σας φυλακές της Κέρκυρας, έγραψε το ιστορικό γράμμα με το οποίο καλούσε τους Ελληνες κομμουνιστές να στρατευτούν και να πολεμήσουν. Το γράμμα αναφέρει ρητά και εμφατικά ότι τον πόλεμο τον διεξάγει «η κυβέρνηση Μεταξά», ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για το ποια έπρεπε να ήταν η στάση και η γραμμή του ΚΚΕ.
Σε αντίθεση με τη μικρασιατική εκστρατεία, όπου το κόμμα είχε καλέσει τους στρατιώτες να εξεγερθούν απέναντι σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους, αυτό που προείχε τώρα ήταν το αντιφασιστικό μέτωπο.
Η δικτατορία Μεταξά, που έβρισκε έναν ανέλπιστο σύμμαχο στην υπόθεση της εθνικής ενότητας, εξασφάλισε τη μέγιστη προβολή στην πρωτοβουλία του Ζαχαριάδη, ρισκάροντας πάντως, να διευρύνει το κύρος του φυλακισμένου κομμουνιστή αρχηγού σε επίπεδο εθνικής εμβέλειας.
Ταυτόχρονα, το γράμμα απελευθέρωσε την εναργή αντιφασιστική συνείδηση και τον ενθουσιασμό των Ελλήνων κομμουνιστών, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξεραν αν το κόμμα θα κήρυσσε πανστρατιά καθορίζοντας ως κύριο εχθρό τους Ιταλούς φασίστες ή θα καλούσε σε ουδετερότητα και ανυπακοή, χαρακτηρίζοντας τη σύγκρουση ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη και στοχοποιώντας εξίσου τους Αγγλους, που ασκούσαν απόλυτη κυριαρχία στην Ελλάδα.
Με την ιστορική αυτή ενέργεια ο Ζαχαριάδης κονιορτοποίησε κάθε σύγχυση και αμφιβολία γύρω από το θέμα, έτσι ώστε, παρά την αναφορά του στην κυβέρνηση Μεταξά, το γράμμα αυτό δικαίως να θεωρείται η ιδρυτική πράξη της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης.
Ενα στοιχείο άξιο προσοχής, όμως, είναι ότι η γραμμή που χάραξε ο Ζαχαρώδης με το γράμμα του προσπερνούσε επιδεικτικά το σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ, το οποίο την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου βρισκόταν ακόμη σε πλήρη ισχύ. Βάσει του συμφώνου εκείνου, η Σοβιετική Ενωση δεσμευόταν να κρατήσει απόλυτη ουδετερότητα σε κάθε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης της ναζιστικής Γερμανίας με τους Αγγλογάλλους και είναι απολύτως σαφές ότι ο στρατηγικός στόχος της επίθεσης στην Ελλάδα ήταν η εξουδετέρωση της βρετανικής κυριαρχίας στην περιοχή.
Εισβολέας βέβαια στην Ελλάδα ήταν ο Μουσολίνι, κανείς όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι σε περίπτωση που η επίθεση γινόταν από το Ράιχ, η στάση του Ζαχαρώδη θα ήταν διαφορετική. Αυτή ήταν η γεωπολιτική κατάσταση που δημιουργούσε σύγχυση στις τάξεις και τις συνειδήσεις των Ελλήνων κομμουνιστών, σύγχυση την οποία ξεδιάλυνε ο Ζαχαρώδης με την επιστολή του. Ας σημειωθεί, προς επιβεβαίωση του γεγονότος αυτού, ότι μια ομάδα της κατακερματισμένης και διαλυμένης από τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη κομματικής ηγεσίας είχε σπεύσει να χαρακτηρίσει το γράμμα πλαστό και να διακηρύξει ότι ο ελληνικός λαός δεν είχε κανέναν λόγο να πάρει μέρος σε μια σύγκρουση ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Το μήνυμα του Ζαχαριάδη λοιπόν ήταν σαφές: «Εδώ το σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ δεν ισχύει. Τελεία και παύλα». Και αυτό αποτελεί πράξη αυτονόμησης απέναντι στο σοβιετικό κέντρο, πρωτοφανή για τα δεδομένα του κομμουνιστικού κινήματος της εποχής. Τα ιστορικά δεδομένα δικαίωσαν φυσικά τον αρχηγό. Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο είχε προδιαγεγραμμένη ημερομηνία λήξης και η αντίσταση του ελληνικού λαού στους Ιταλούς και τους Γερμανούς έδωσε μια μεγάλη δυνατότητα στη Σοβιετική Ενωση να ανασυγκροτηθεί στρατιωτικά απέναντι στη γερμανική επίθεση.
Ομως ο Ζαχαριάδης είχε δείξει ηγετικά χαρακτηριστικά που δεν συμβάδιζαν με την απόλυτη και δογματική υπακοή στο σοβιετικό κέντρο και αυτό, αν και δεν φάνηκε να πείραξε ποτέ τον Στάλιν, ήταν κάτι που οι αντίπαλοί του τόσο στο ΚΚΕ όσο και στο ΚΚΣΕ δεν επρόκειτο να ξεχάσουν ποτέ.
Το τέλος του πολέμου βρήκε σε κοινωνικό αναβρασμό τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες: τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Στις χώρες αυτές οι κομμουνιστές, λόγω του αδιάλλακτου αντιφασιστικού αγώνα τους, είχαν ισχυροποιηθεί εξαιρετικά από κοινωνική, πολιτική, αλλά και στρατιωτική άποψη και το ζήτημα της εξουσίας έμπαινε μπροστά τους αντικειμενικά. Παράλληλα η ανασύνταξη των αστικών δυνάμεων και η ανοιχτή εμπλοκή της Βρετανίας και των ΗΠΑ δημιουργούσαν κινδύνους εμφύλιων συρράξεων - κάτι που τελικά εκδηλώθηκε στην Ελλάδα με την καταστροφική σύγκρουση του Δεκέμβρη.
Γραμμή του Στάλιν -προφανώς προϊόν συνεννόησης και συμβιβασμού με τις άλλες συμμαχικές δυνάμεις- δεν ήταν η κατάληψη της εξουσίας από τα κομμουνιστικά κόμματα στις χώρες αυτές. Αντίθετα, αυτό που θα έπρεπε να επιδιωχθεί ήταν η πολιτική εξομάλυνση και η αξιοποίηση της ισχύος των κομμουνιστών με δημοκρατικά μέσα.
Ο Τίτο -που από την περίοδο της αντίστασης, σε αντίθεση με τους Ελληνες κομμουνιστές, είχε αρνηθεί να ενδώσει στις σοβιετικές πιέσεις και να συνεννοηθεί με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας του- αγνόησε για μια ακόμη φορά τον Στάλιν και κατέλαβε την εξουσία «που κυλούσε στους δρόμους». Αντίθετα, ο Παλμίρο Τολιάτι στην Ιταλία και ο Μορίς Τορέζ στη Γαλλία, πιστοί στις σοβιετικές υποδείξεις, ανέλαβαν να κατευνάσουν τις επαναστατικές τάσεις στο κόμμα τους και να χαράξουν με συνέπεια έναν δημοκρατικό δρόμο για το μεταπολεμικό μέλλον της χώρας τους. Ηταν ένας δρόμος δύσκολος, με σκληρότατες πολιτικές μάχες, δοκιμασίες και απογοητεύσεις, όμως ο κίνδυνος ενός εμφύλιου πολέμου στις χώρες αυτές τελικά αποφεύχθηκε.
Την ίδια ακριβώς γραμμή ήρθε να υλοποιήσει στην Ελλάδα ο Ζαχαρώδης αμέσως μετά την απελευθέρωση του από το Νταχάου στις αρχές του 1945. Οταν έφτασε στη χώρα βρήκε το κόμμα ηττημένο από τη σύγκρουση του Δεκέμβρη και τα μέλη του, ιδιαίτερα στην επαρχία, σε άμεσο κίνδυνο από τη λυσσαλέα μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία.
Ο ερχομός του προκάλεσε ενθουσιασμό στις κομματικές δυνάμεις, οι οποίες ένιωθαν ότι η μέχρι τότε ηγεσία είχε υποπέσει σε ασυγχώρητα πολιτικά και στρατιωτικά λάθη και έβλεπαν στον αρχηγό την ελπίδα μιας ριζικής ανασυγκρότησης. Ομως ο Ζαχαριάδης κατέστησε σαφές ότι δεν θα επιδίωκε έναν επόμενο γύρο. Από την πρώτη στιγμή έδωσε πλήρη πολιτική κάλυψη στην ηγεσία του Σιάντου και καταδίκασε με απερίφραστη σκληρότητα τον Αρη που είχε αρνηθεί να πειθαρχήσει στη Συμφωνία της Βάρκιζας, επισπεύδοντας έτσι τη φυσική εξόντωση του φυσικού ηγέτη του ΕΛΑΣ.
Παράλληλα, ξεκαθάρισε ότι η γραμμή του ΚΚΕ ήταν ο αναπροσανατολισμός της χώρας στη δημοκρατική ομαλότητα, μέσα από την οποία το κόμμα και οι σύμμαχοί του θα επιδίωκαν την απελευθέρωση από τη βρετανική εξάρτηση και την εφαρμογή ενός προοδευτικού κοινωνικού προγράμματος μέχρι τη Λαϊκή Δημοκρατία.
Αυτή η γραμμή του δημοκρατικού δρόμου επιβεβαιώθηκε από το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, μαζί με μια άλλη ιστορική θέση: τη θεωρία των δύο πόλων. Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η Ελλάδα βρισκόταν ανάμεσα σε δύο γεωστρατηγικούς πόλους, τον βρετανικό - μεσογειακό και τον σοβιετικό - βαλκανικό και επομένως η βιώσιμη στρατηγική του ΚΚΕ δεν μπορούσε να είναι παρά η ανεξαρτησία και η ουδετερότητα της χώρας και η εδραίωση ισότιμων σχέσεων φιλίας και συνεργασίας με όλες τις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία, ο αδιατάρακτος δημοκρατικός δρόμος μέχρι τον σοσιαλισμό και η γεωπολιτική ουδετερότητα, ήταν που εισήγαγαν στη γραμμή του κόμματός τους και ο Τορέζ με τον Τολιάτι.
Δεκαετίες αργότερα, τα ζητήματα αυτά θα έρχονταν στο προσκήνιο ως κεντρικοί στρατηγικοί στόχοι του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος. Ομως, σε αντίθεση με το Ιταλικό και το Γαλλικό ΚΚ, ο δρόμος της ανανέωσης που άνοιξαν για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα το 7ο Συνέδριο του ’45 και ο Ζαχαριάδης επρόκειτο να ανακοπεί βίαια από τον Εμφύλιο, φυσική συνέχεια του μεταβαρκιζιανού τρομοκρατικού αίσχους στο οποίο επιδόθηκαν οι Βρετανοί, οι πολιτικές και στρατιωτικές μαριονέτες τους στην Ελλάδα και οι ατιμώρητοι δωσίλογοι της γερμανικής Κατοχής.
Το 1976, το 1ο Συνέδριο του ΚΚΕ Εσωτερικού επιχείρησε να δώσει απαντήσεις σε ανοιχτά ιστορικά θέματα που αφορούσαν την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι θέσεις του συνεδρίου, μαζί με την καταδίκη του «ζαχαριαδισμού», είχαν ισόρροπες καταδικαστικές αναφορές και για τον τρόπο με τον οποίο ανατράπηκε και αντιμετωπίστηκε ο αρχηγός του ΚΚΕ (η αυτοκτονία δεν ήταν ακόμη γνωστή ως αιτία θανάτου του) και για τις σκληρές διώξεις τις οποίες υπέστησαν επί μια ολόκληρη δεκαετία οι οπαδοί του στην Τασκένδη.
Επρόκειτο για μια γενναία αναφορά, καθώς τουλάχιστον τρία από τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ Εσωτερικού την εποχή εκείνη, ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Πάνος Δημητρίου και ο Λεωνίδας Τζεφρώνης, είχαν διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη μαζική και βίαιη εκρίζωση του ζαχαριαδικού στοιχείου από το ΚΚΕ, στο οποίο τόσο το ΚΚΕ Εσωτερικού όσο και το ΚΚΕ επιχειρούσαν να απευθυνθούν ξανά μετά τη διάσπαση του ’68.
Προκαλεί ωστόσο εντύπωση ότι από τα ντοκουμέντα του συνεδρίου εκείνου απουσιάζει κάθε αναφορά στη γραμμή της δημοκρατικής εξέλιξης και της ουδετερότητας που ο Ζαχαριάδης εισήγαγε στο κόμμα το 1945. Είναι προφανές ότι οι Ελληνες ευρωκομμουνιστές δεν θέλησαν ποτέ να αποδεχτούν το γεγονός ότι ο ευρωκομμουνισμός εκτός από τομή αποτέλεσε παράλληλα και φυσική συνέχεια της γραμμής που ο Στάλιν επέβαλε στα δυτικά ΚΚ, μια ιστορική στροφή στην οποία ο ρόλος του Ζαχαρώδη ήταν αρχικά αντίστοιχος με αυτόν του Τολιάτι και του Τορέζ.
Η σύγκρουση του Ζαχαρώδη με το τμήμα Διεθνών Σχέσεων του ΚΚΣΕ έχει καταγραφεί ήδη από την τελευταία περίοδο του Εμφυλίου. Ο πανίσχυρος αυτός μηχανισμός ήταν ουσιαστικά ο καθοδηγητής των κομμουνιστικών κομμάτων μετά τη διάλυση της Διεθνούς και παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις στην Ελλάδα, όπου διεξαγόταν μια από τις πιο κρίσιμες περιφερειακές συγκρούσεις ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα του μεταπολεμικού κόσμου.
Τα αίτια της σύγκρουσης αυτής δεν έχουν διερευνηθεί πλήρως, αν και ως βάση της θεωρείται η επιλογή του Ζαχαρώδη για την ένοπλη σύγκρουση, οι στρατηγικές επιλογές του αρχηγού και η απουσία ουσιαστικής στρατιωτικής βοήθειας από τη Σοβιετική Ένωσή προς τον ΔΣΕ.
Είναι όμως χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί φρόντισαν να εξασφαλίσουν ασυλία τόσο στον Μάρκο όσο αργότερα και στον Παρτσαλίδη, τους οποίους η ηγεσία του ΚΚΕ επιχείρησε να απομονώσει και να εξοντώσει πολιτικά. Σε κάθε περίπτωση, όσο ζούσε ο Στάλιν η αντιπαράθεση αυτή δεν πήρε ποτέ εκρηκτικό χαρακτήρα και φαίνεται ότι με τις κατάλληλες διαμεσολαβήσεις μπορούσε να διατηρείται υπό κάποιον έλεγχο. Οταν όμως ο Στάλιν πέθανε και ξεκίνησε η μάχη της διαδοχής, η σύγκρουση αυτή θα εκδηλωνόταν με απροσδόκητο και πρωτοφανή τρόπο.
Η μάχη δόθηκε στην Τασκένδη, όπου μετά το τέλος του Εμφυλίου είχαν εγκατασταθεί περίπου 15.000 μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, δημιουργώντας μια ζωντανή και δραστήρια κοινότητα.
Παρεμβαίνοντας ανοιχτά στη λειτουργία της κοινότητας αυτής, το τμήμα Διεθνών Σχέσεων του ΚΚΣΕ είχε καταφέρει να αποκόψει το ανώτερο στελεχικό δυναμικό του ΚΚΕ στην Τασκένδη από την καθοδήγηση του Ζαχαριάδη και να το θέσει υπό τον δικό του πολιτικό έλεγχο, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων και την ανάγκη που εκφραζόταν σε μερίδα των πολιτικών προσφύγων για επανεξέταση της γραμμής του ΚΚΕ και καταλογισμό ευθυνών για την ήττα του Εμφυλίου.
Με αυτά τα δεδομένα οι Σοβιετικοί αποφάσισαν, χρησιμοποιώντας την τοπική κομματική ηγεσία, να δρομολογήσουν από το 1954 καταστατικές διαδικασίες που θα οδηγούσαν στην ανατροπή του Ζαχαριάδη. Ομως η βάση των προσφύγων και συνεπώς η πλειονότητα των κομματικών δυνάμεων παρέμενε πιστή στον αρχηγό της, ο οποίος χρησιμοποιώντας το μεγάλο προσωπικό του κύρος κατάφερε να βάλει προσωρινά φρένο στα σοβιετικά σχέδια.
Η κλιμάκωση της έντασης οδήγησε τη σύγκρουση εκτός ορίων τον Σεπτέμβριο του 1955, όταν γύρω από την έδρα της Κομματικής Οργάνωσης Τασκένδης και αργότερα στις συνοικίες των προσφύγων ξέσπασαν πρωτοφανούς έκτασης επεισόδια μεταξύ ζαχαριαδικών και αντιζαχαριαδικών. Οι Σοβιετικοί επενέβησαν κατασταλτικά, μεροληπτώντας σαφώς υπέρ των αντιζαχαριαδικών, και έστειλαν μια επιτροπή του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ -ενδεικτικό του πόσο τους ανησυχούσε η κατάσταση- για να διερευνήσει τα γεγονότα.
Η απάντηση του Ζαχαριάδη ήταν να συγκαλέσει την ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, την τελευταία που συνεδρίασε υπό την ηγεσία του, και να εκδώσει μια απόφαση η οποία καταλογίζει άμεσες ευθύνες στη σοβιετική πλευρά για τα επεισόδια της Τασκένδης. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ θα επιβεβαίωνε την επικράτηση του Νικήτα Χρουστσόφ και την επόμενη ημέρα θα ξεκινούσε με συνοπτικές διαδικασίες η επιχείρηση ανατροπής του Ζαχαριάδη. Οι Σοβιετικοί υπό την κάλυψη μιας επιτροπής «αδελφών Κομμουνιστικών Κομμάτων» συγκάλεσαν οι ίδιοι την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, η οποία με ελάχιστες αντιρρήσεις δέχτηκε να ανατρέψει τον αρχηγό που μέχρι πρότινος εμπιστευόταν και ακολουθούσε πιστά.
Αμέσως μετά ξεκίνησαν στην Τασκένδη οι διαδικασίες πειθάρχησης των ζαχαριαδικών, οι οποίοι αρνήθηκαν να το βάλουν κάτω και, γνωρίζοντας ότι έχουν την πλειοψηφία, απαιτούσαν τη λήψη αποφάσεων με καταστατικά κατοχυρωμένες διαδικασίες. Το θέμα αντιμετωπίστηκε από τους Σοβιετικούς και τη νέα ηγεσία του κόμματος με μαζικές διαγραφές και, λίγο αργότερα, όταν οι ζαχαριαδικοί προσπάθησαν να διατηρήσουν τις οργανωτικές τους δομές, με άμεσες διώξεις και εκτοπίσεις. Παράλληλα, ο Ζαχαριάδης, που ήταν ακόμη επικίνδυνος για τις νέες ισορροπίες, κατηγορήθηκε ως χαφιές ώστε να δικαιολογηθεί η εκτόπιση και η πολιτική του απομόνωση.
Στη σύγκρουση αυτή ο Ζαχαριάδης δεν επικαλέστηκε τίποτε περισσότερο από την απαίτηση να αντιμετωπίζεται το ΚΚΕ από το ΚΚΣΕ με όρους ισότιμων συντροφικών σχέσεων. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις του κομμουνιστικού κινήματος, το ΚΚΣΕ δεν είχε κανένα δικαίωμα να επεμβαίνει στα εσωτερικά του ελληνικού ΚΚ, πόσο μάλλον να χειραγωγεί τις διαδικασίες του και να τις κατευθύνει εκεί που το ίδιο επιθυμεί.
Τόσο η ηγεσία όσο και η γραμμή του ΚΚΕ ήταν αποκλειστική υπόθεση των Ελλήνων κομμουνιστών, που μπορούσαν να συζητήσουν μόνοι τις υποθέσεις τους με βάση το καταστατικό τους και δεν χρειάζονταν την «αδελφική βοήθεια» κανενός.
Αυτή θα ήταν και η γραμμή των ζαχαριαδικών της Τασκένδης μετά την πραξικοπηματική απομάκρυνση του ηγέτη τους - μια γραμμή που απαιτούσε το ξεκαθάρισμα της κατάστασης με βάση τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας και, κυρίως, χωρίς καμία επέμβαση από τους Σοβιετικούς. Αυτή η ανοιχτή και δημόσια αμφισβήτηση της σοβιετικής πρωτοκαθεδρίας, που πληρώθηκε με εξορίες κα διώξεις, παίρνει ακόμη μεγαλύτερη σημασία από το γεγονός ότι έγινε σε σοβιετικό έδαφος και σε συνθήκες πολιτικής προσφυγιάς.
Ο Ζαχαριάδης, ορκισμένος φιλοσοβιετικός και πιστός στο ΚΚΣΕ, είχε την επιλογή να κατεβάσει το κεφάλι και να αποχωρήσει ήσυχα. Προτίμησε να δώσει μέχρι τέλους μια μάχη αρχών, υπερασπιζόμενος την αυτονομία και την αξιοπρέπεια του ΚΚΕ έναντι του πανίσχυρου σοβιετικού κέντρου, κάτι που πρέπει να του πιστωθεί ιστορικά.
Εθιξε το ζήτημα της ισοτιμίας, ένα τεράστιο θέμα που, σε αντίθεση με άλλα ΚΚ, το ΚΚΕ δεν θα κατάφερνε ποτέ να λύσει μέχρι την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου το 1989.
Προφανώς η φυσιογνωμία του Ζαχαριάδη δεν προσφέρεται για εξιδανικεύσεις και αγιοποιήσεις. Ο Ζαχαριάδης βαρύνεται με πολύ σοβαρά λάθη, τόσο εθνικιστικού όσο και σεχταριστικού χαρακτήρα, που παγίδευσαν το ΚΚΕ κατά την περίοδο της ηγεσίας του.
Βαρύνεται επίσης με την ηθική δολοφονία αγωνιστών όπως ο Σιάντος, με την εκτέλεση δύο ταξιαρχών του ΔΣΕ, με το ασφυκτικό καθεστώς που επέβαλε στους πολιτικούς πρόσφυγες μετά την υποχώρηση στο ανατολικό μπλοκ, με την πολιτική και βιολογική εξόντωση του Κώστα Καραγιώργη, με την πάγια τακτική του να φορτώνει τα λάθη του σε άλλους.
Γεγονός όμως είναι ότι ούτε πριν ούτε ύστερα από αυτόν υπήρξε σε οποιαδήποτε τάση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος ηγέτης με ανάλογο εκτόπισμα, ικανός για αποφάσεις και πρωτοβουλίες έξω από τα στενά δογματικά πλαίσια Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Ζαχαριάδης αντιλαμβανόταν το ΚΚΕ τόσο ως ταξική όσο και ως πατριωτική δημοκρατική δύναμη.
Η αταλάντευτη αποφασιστικότητά του, πέρα από τη θετική της συνεισφορά στο κομμουνιστικό κίνημα προκάλεσε ταυτόχρονα και μεγάλες ζημιές. Με τελευταία αυτήν που προκάλεσε στον ίδιο τον εαυτό του.
Από το 1931 θέτει τέρμα στη φραξιονιστική διαμάχη που ταλάνιζε το ΚΚΕ. Βαρύνεται με την ηθική εξόντωση συντρόφων του και πιστώνεται την αταλάντευτη επαναστατική προσήλωσή του και το γράμμα της 30ης Οκτωβρίου 1940, το οποίο προηγείτο της εποχής του και αποτέλεσε την μήτρα της Εθνικής Αντίστασης. Πιστός φιλοσοβιετικός, συγκρούστηκε με την Μόσχα.
Η χαρισματική και γοητευτική προσωπικότητα, το θάρρος και το πείσμα του, η αταλάντευτη προσήλωση στους στόχους του και η βαθιά κομματικότητα ήταν τα χαρακτηριστικά που επέβαλαν τον Νίκο Ζαχαριάδη ως αδιαφιλονίκητο ηγέτη του ΚΚΕ για δυόμισι ταραγμένες δεκαετίες. Ηταν, επίσης, τα χαρακτηριστικά αυτά που τον οδήγησαν σε ασύλληπτες πράξεις ηθικής εξόντωσης στενών συνεργατών και φίλων του, αλλά και στο να προαναγγείλει και να διαπράξει τη δική του αυτοκτονία, όχι εξαιτίας προσωπικής κατάρρευσης και απελπισίας, αλλά ως κραυγή διαμαρτυρίας για τη δεκαεπτάχρονη πολιτική, κομματική και προσωπική απομόνωση και εξορία στην οποία τον καταδίκασαν οι σοβιετικοί μηχανισμοί.
Χωρίς ιδιαίτερη θεωρητική κατάρτιση αλλά εξοπλισμένος με τόλμη, ενεργητικότητα και οργανωτική αποτελεσματικότητα, ο Νίκος Ζαχαριάδης κέρδισε την εμπιστοσύνη των ηγετών της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οι οποίοι το 1931 τον επέβαλαν, σε πολύ μικρή ηλικία, στην ηγεσία του ΚΚΕ.
Από την πρώτη στιγμή ο Ζαχαριάδης ανταποκρίθηκε στον ρόλο του, τερματίζοντας οριστικά μια μακρά περίοδο κλυδωνισμών και οξύτατης φραξιονιστικής αντιπαράθεσης και αναπροσανατολίζοντας το κόμμα στη γραμμή της «αστικοδημοκρατικής επανάστασης» και των λαϊκών μετώπων, που προωθούσε η Διεθνής στις ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να αντιμετωπίσει την άνοδο του φασιστικού φαινομένου. Τα μέτρα αυτά, καθώς και οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του '29 στην ελληνική κοινωνία, έδωσαν στο ΚΚΕ, για πρώτη φορά στην ιστορία του, υπολογίσιμη πολιτική και κοινωνική δύναμη.
Απέναντι στον φασισμό η Κομμουνιστική Διεθνής αντέταξε τα λαϊκά μέτωπα. Η πορεία των φασιστών προς τη Ρώμη το 1922
Οταν ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ επέβαλε με κοινοβουλευτικό πραξικόπημα τη δικτατορία Μεταξά για να ανακόψει προοδευτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, ο αρχηγός του ΚΚΕ διέθετε ήδη μεγάλο κύρος, το οποίο θα επεκτεινό ταν πέρα από τις τάξεις των κομμουνιστών με το ιστορικό γράμμα του 1940 και θα απογειωνόταν όταν ο Ζαχαρώδης παραδόθηκε αναίσχυντα από τις ελληνικές στις γερμανικές αρχές, για να κρατηθεί μέχρι το τέλος του πολέμου στο Νταχάου.
Προπολεμικά ο Ζαχαριάδης κέρδισε όσο κανένας την τυφλή εμπιστοσύνη των Ελλήνων κομμουνιστών αλλά και του Στάλιν. Τριάντα χρόνια αργότερα βρίσκεται απομονωμένος στη Σιβηρία. Από αριστερά, με ένα τοπικό Σοβιετικό αξιωματούχο, τον Ζήση Ζωγράφο, τη γραμματέα του τοπικού Σοβιέτ και τον Βασίλη Ζάχο.
Ο Ζαχαρώδης ήταν μεγάλη φυσιογνωμία σε μια περίοδο συγκρούσεων, αντιφάσεων και μεταβολών. Συνομίλησε με την Ιστορία, κέρδισε όσο κανείς άλλος την τυφλή εμπιστοσύνη των Ελλήνων κομμουνιστών, καθώς και την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη των παγκόσμιων ηγετών του κομμουνιστικού κινήματος και πρώτα από όλους του Στάλιν.
Η πολιτική των λαϊκών μετώπων στην Ευρώπη ανέδειξε για πρώτη φορά τους κομμουνιστές σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Η κοινοβουλευτική ομάδα του Παλαϊκού Μετώπου το 1936. Από αριστερά, Διονύσης Μενύχτας (2η σειρά), Δημ. Γληνός, Δημ. Παρτσαλίδης, (2η σειρά), Στέλιος Σκλάβαινας, Μιχ. Σινάκος (2η σειρά), Κ. Θέος, Μιλτ. Πορφυρογένης (3η σειρά) Γ. Σιάντος (2η σειρά) Μιχ. Τυρίμος, Βασ. Νεφελούδης (4η σειρά) Μανώλης Μανωλέας (2η σειρά τελευταίος).
Εχασε όμως και τις δύο μεγάλες μάχες που έδωσε, μία απέναντι στους εχθρούς και μία απέναντι στους συντρόφους του. Η προσωπική του περιπέτεια, που ξεκίνησε με την -πρωτοφανή για την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος- πραξικοπηματική ανατροπή του από τους Σοβιετικούς και κατέληξε στην αυτοκτονία του, έχει χωρίς υπερβολή τα χαρακτηριστικά αρχαίας τραγωδίας.
Δεν υπάρχει κομμουνιστής ηγέτης που να είχε ανάλογο τέλος, σε μια περίοδο που οι σταλινικές εκκαθαρίσεις ήταν πια παρελθόν και είχαν καταδικαστεί επίσημα και ρητά από το ΚΚΣΕ. Θύμα μεθόδων που και ο ίδιος δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει -με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Κώστα Καραγιώργη-, ο Ζαχαριάδης θάφτηκε από τους Σοβιετικούς στο χιόνι της Σιβηρίας με στόχο να ξεχαστεί για πάντα και από όλους.
Είναι λοιπόν τουλάχιστον παράδοξο το γεγονός ότι, 40 και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Ζαχαρώδης παραμένει σήμερα ολοζώντανη φυσιογνωμία, αντικείμενο μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος, μορφή που ακόμη συγκινεί, γοητεύει και προβληματίζει. Ωστόσο, μέσα στην πορεία του, μια πορεία ιστορικών λαθών, αντιφάσεων και αταλάντευτων πεισματικών μαχών, υπάρχουν κάποιες πολιτικές του παρακαταθήκες που αξίζει να μελετηθούν περισσότερο.
Ενας πρόσθετος λόγος που κάνει σημαντικό το γράμμα του 1940
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Ζαχαρώδης, κρατούμενος του Μεταξά σας φυλακές της Κέρκυρας, έγραψε το ιστορικό γράμμα με το οποίο καλούσε τους Ελληνες κομμουνιστές να στρατευτούν και να πολεμήσουν. Το γράμμα αναφέρει ρητά και εμφατικά ότι τον πόλεμο τον διεξάγει «η κυβέρνηση Μεταξά», ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για το ποια έπρεπε να ήταν η στάση και η γραμμή του ΚΚΕ.
Σε αντίθεση με τη μικρασιατική εκστρατεία, όπου το κόμμα είχε καλέσει τους στρατιώτες να εξεγερθούν απέναντι σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους, αυτό που προείχε τώρα ήταν το αντιφασιστικό μέτωπο.
Η δικτατορία Μεταξά, που έβρισκε έναν ανέλπιστο σύμμαχο στην υπόθεση της εθνικής ενότητας, εξασφάλισε τη μέγιστη προβολή στην πρωτοβουλία του Ζαχαριάδη, ρισκάροντας πάντως, να διευρύνει το κύρος του φυλακισμένου κομμουνιστή αρχηγού σε επίπεδο εθνικής εμβέλειας.
Ταυτόχρονα, το γράμμα απελευθέρωσε την εναργή αντιφασιστική συνείδηση και τον ενθουσιασμό των Ελλήνων κομμουνιστών, οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήξεραν αν το κόμμα θα κήρυσσε πανστρατιά καθορίζοντας ως κύριο εχθρό τους Ιταλούς φασίστες ή θα καλούσε σε ουδετερότητα και ανυπακοή, χαρακτηρίζοντας τη σύγκρουση ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη και στοχοποιώντας εξίσου τους Αγγλους, που ασκούσαν απόλυτη κυριαρχία στην Ελλάδα.
Με την ιστορική αυτή ενέργεια ο Ζαχαριάδης κονιορτοποίησε κάθε σύγχυση και αμφιβολία γύρω από το θέμα, έτσι ώστε, παρά την αναφορά του στην κυβέρνηση Μεταξά, το γράμμα αυτό δικαίως να θεωρείται η ιδρυτική πράξη της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης.
Ενα στοιχείο άξιο προσοχής, όμως, είναι ότι η γραμμή που χάραξε ο Ζαχαρώδης με το γράμμα του προσπερνούσε επιδεικτικά το σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ, το οποίο την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου βρισκόταν ακόμη σε πλήρη ισχύ. Βάσει του συμφώνου εκείνου, η Σοβιετική Ενωση δεσμευόταν να κρατήσει απόλυτη ουδετερότητα σε κάθε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης της ναζιστικής Γερμανίας με τους Αγγλογάλλους και είναι απολύτως σαφές ότι ο στρατηγικός στόχος της επίθεσης στην Ελλάδα ήταν η εξουδετέρωση της βρετανικής κυριαρχίας στην περιοχή.
Εισβολέας βέβαια στην Ελλάδα ήταν ο Μουσολίνι, κανείς όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι σε περίπτωση που η επίθεση γινόταν από το Ράιχ, η στάση του Ζαχαρώδη θα ήταν διαφορετική. Αυτή ήταν η γεωπολιτική κατάσταση που δημιουργούσε σύγχυση στις τάξεις και τις συνειδήσεις των Ελλήνων κομμουνιστών, σύγχυση την οποία ξεδιάλυνε ο Ζαχαρώδης με την επιστολή του. Ας σημειωθεί, προς επιβεβαίωση του γεγονότος αυτού, ότι μια ομάδα της κατακερματισμένης και διαλυμένης από τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη κομματικής ηγεσίας είχε σπεύσει να χαρακτηρίσει το γράμμα πλαστό και να διακηρύξει ότι ο ελληνικός λαός δεν είχε κανέναν λόγο να πάρει μέρος σε μια σύγκρουση ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Ενώ το σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ τον Οκτώβριο του 1940 δεν είχε ακόμα καταρρεύσει, ο Ζαχαριάδης με γράμμα του το προσπερνούσε επιδεικτικά χωρίς να έρχεται σε σύγκρουση με τη Σοβιετική πολιτική. Ο Ρίμπεντροπ αριστερά, ο Μολότοφ δεξιά και ο Στάλιν στη μέση.
Το μήνυμα του Ζαχαριάδη λοιπόν ήταν σαφές: «Εδώ το σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μολότοφ δεν ισχύει. Τελεία και παύλα». Και αυτό αποτελεί πράξη αυτονόμησης απέναντι στο σοβιετικό κέντρο, πρωτοφανή για τα δεδομένα του κομμουνιστικού κινήματος της εποχής. Τα ιστορικά δεδομένα δικαίωσαν φυσικά τον αρχηγό. Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο είχε προδιαγεγραμμένη ημερομηνία λήξης και η αντίσταση του ελληνικού λαού στους Ιταλούς και τους Γερμανούς έδωσε μια μεγάλη δυνατότητα στη Σοβιετική Ενωση να ανασυγκροτηθεί στρατιωτικά απέναντι στη γερμανική επίθεση.
Ομως ο Ζαχαριάδης είχε δείξει ηγετικά χαρακτηριστικά που δεν συμβάδιζαν με την απόλυτη και δογματική υπακοή στο σοβιετικό κέντρο και αυτό, αν και δεν φάνηκε να πείραξε ποτέ τον Στάλιν, ήταν κάτι που οι αντίπαλοί του τόσο στο ΚΚΕ όσο και στο ΚΚΣΕ δεν επρόκειτο να ξεχάσουν ποτέ.
Η λήξη του Β' Πολέμου βρήκε τα αντιστασιακά κινήματα σε Γαλλία, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα δικαιωμένα και τους κομμουνιστές, λόγω του αδιάλλακτου αντιφασιστικού αγώνα, εξαιρετικά ισχυροποιημένους από πολιτική και στρατιωτική άποψη. Γάλλοι Μακί έτοιμοι για την εκτέλεση δωσίλογων της κυβέρνησης Βισύ.
Η γραμμή το 1945: Δημοκρατία και ουδετερότητα
Το τέλος του πολέμου βρήκε σε κοινωνικό αναβρασμό τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες: τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Στις χώρες αυτές οι κομμουνιστές, λόγω του αδιάλλακτου αντιφασιστικού αγώνα τους, είχαν ισχυροποιηθεί εξαιρετικά από κοινωνική, πολιτική, αλλά και στρατιωτική άποψη και το ζήτημα της εξουσίας έμπαινε μπροστά τους αντικειμενικά. Παράλληλα η ανασύνταξη των αστικών δυνάμεων και η ανοιχτή εμπλοκή της Βρετανίας και των ΗΠΑ δημιουργούσαν κινδύνους εμφύλιων συρράξεων - κάτι που τελικά εκδηλώθηκε στην Ελλάδα με την καταστροφική σύγκρουση του Δεκέμβρη.
Οι ελπίδες και ο ενθουσιασμός που έθρεψε η επιστροφή του "δεσμώτη αρχηγού του ΚΚΕ" για αμφισβήτηση της Συμφωνίας της Βάρκιζας γρήγορα εξανεμίστηκαν, καθώς ο Ζαχαριάδης κατέστησε αμέσως σαφές πως θα επιμείνει στη δημοκρατική εξέλιξη.
Γραμμή του Στάλιν -προφανώς προϊόν συνεννόησης και συμβιβασμού με τις άλλες συμμαχικές δυνάμεις- δεν ήταν η κατάληψη της εξουσίας από τα κομμουνιστικά κόμματα στις χώρες αυτές. Αντίθετα, αυτό που θα έπρεπε να επιδιωχθεί ήταν η πολιτική εξομάλυνση και η αξιοποίηση της ισχύος των κομμουνιστών με δημοκρατικά μέσα.
Ο Τίτο -που από την περίοδο της αντίστασης, σε αντίθεση με τους Ελληνες κομμουνιστές, είχε αρνηθεί να ενδώσει στις σοβιετικές πιέσεις και να συνεννοηθεί με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας του- αγνόησε για μια ακόμη φορά τον Στάλιν και κατέλαβε την εξουσία «που κυλούσε στους δρόμους». Αντίθετα, ο Παλμίρο Τολιάτι στην Ιταλία και ο Μορίς Τορέζ στη Γαλλία, πιστοί στις σοβιετικές υποδείξεις, ανέλαβαν να κατευνάσουν τις επαναστατικές τάσεις στο κόμμα τους και να χαράξουν με συνέπεια έναν δημοκρατικό δρόμο για το μεταπολεμικό μέλλον της χώρας τους. Ηταν ένας δρόμος δύσκολος, με σκληρότατες πολιτικές μάχες, δοκιμασίες και απογοητεύσεις, όμως ο κίνδυνος ενός εμφύλιου πολέμου στις χώρες αυτές τελικά αποφεύχθηκε.
Την ίδια ακριβώς γραμμή ήρθε να υλοποιήσει στην Ελλάδα ο Ζαχαρώδης αμέσως μετά την απελευθέρωση του από το Νταχάου στις αρχές του 1945. Οταν έφτασε στη χώρα βρήκε το κόμμα ηττημένο από τη σύγκρουση του Δεκέμβρη και τα μέλη του, ιδιαίτερα στην επαρχία, σε άμεσο κίνδυνο από τη λυσσαλέα μεταβαρκιζιανή τρομοκρατία.
Ο ερχομός του προκάλεσε ενθουσιασμό στις κομματικές δυνάμεις, οι οποίες ένιωθαν ότι η μέχρι τότε ηγεσία είχε υποπέσει σε ασυγχώρητα πολιτικά και στρατιωτικά λάθη και έβλεπαν στον αρχηγό την ελπίδα μιας ριζικής ανασυγκρότησης. Ομως ο Ζαχαριάδης κατέστησε σαφές ότι δεν θα επιδίωκε έναν επόμενο γύρο. Από την πρώτη στιγμή έδωσε πλήρη πολιτική κάλυψη στην ηγεσία του Σιάντου και καταδίκασε με απερίφραστη σκληρότητα τον Αρη που είχε αρνηθεί να πειθαρχήσει στη Συμφωνία της Βάρκιζας, επισπεύδοντας έτσι τη φυσική εξόντωση του φυσικού ηγέτη του ΕΛΑΣ.
Παράλληλα, ξεκαθάρισε ότι η γραμμή του ΚΚΕ ήταν ο αναπροσανατολισμός της χώρας στη δημοκρατική ομαλότητα, μέσα από την οποία το κόμμα και οι σύμμαχοί του θα επιδίωκαν την απελευθέρωση από τη βρετανική εξάρτηση και την εφαρμογή ενός προοδευτικού κοινωνικού προγράμματος μέχρι τη Λαϊκή Δημοκρατία.
Αυτή η γραμμή του δημοκρατικού δρόμου επιβεβαιώθηκε από το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, μαζί με μια άλλη ιστορική θέση: τη θεωρία των δύο πόλων. Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η Ελλάδα βρισκόταν ανάμεσα σε δύο γεωστρατηγικούς πόλους, τον βρετανικό - μεσογειακό και τον σοβιετικό - βαλκανικό και επομένως η βιώσιμη στρατηγική του ΚΚΕ δεν μπορούσε να είναι παρά η ανεξαρτησία και η ουδετερότητα της χώρας και η εδραίωση ισότιμων σχέσεων φιλίας και συνεργασίας με όλες τις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία, ο αδιατάρακτος δημοκρατικός δρόμος μέχρι τον σοσιαλισμό και η γεωπολιτική ουδετερότητα, ήταν που εισήγαγαν στη γραμμή του κόμματός τους και ο Τορέζ με τον Τολιάτι.
Δεκαετίες αργότερα, τα ζητήματα αυτά θα έρχονταν στο προσκήνιο ως κεντρικοί στρατηγικοί στόχοι του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος. Ομως, σε αντίθεση με το Ιταλικό και το Γαλλικό ΚΚ, ο δρόμος της ανανέωσης που άνοιξαν για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα το 7ο Συνέδριο του ’45 και ο Ζαχαριάδης επρόκειτο να ανακοπεί βίαια από τον Εμφύλιο, φυσική συνέχεια του μεταβαρκιζιανού τρομοκρατικού αίσχους στο οποίο επιδόθηκαν οι Βρετανοί, οι πολιτικές και στρατιωτικές μαριονέτες τους στην Ελλάδα και οι ατιμώρητοι δωσίλογοι της γερμανικής Κατοχής.
Το 1976, το 1ο Συνέδριο του ΚΚΕ Εσωτερικού επιχείρησε να δώσει απαντήσεις σε ανοιχτά ιστορικά θέματα που αφορούσαν την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι θέσεις του συνεδρίου, μαζί με την καταδίκη του «ζαχαριαδισμού», είχαν ισόρροπες καταδικαστικές αναφορές και για τον τρόπο με τον οποίο ανατράπηκε και αντιμετωπίστηκε ο αρχηγός του ΚΚΕ (η αυτοκτονία δεν ήταν ακόμη γνωστή ως αιτία θανάτου του) και για τις σκληρές διώξεις τις οποίες υπέστησαν επί μια ολόκληρη δεκαετία οι οπαδοί του στην Τασκένδη.
Επρόκειτο για μια γενναία αναφορά, καθώς τουλάχιστον τρία από τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ Εσωτερικού την εποχή εκείνη, ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Πάνος Δημητρίου και ο Λεωνίδας Τζεφρώνης, είχαν διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη μαζική και βίαιη εκρίζωση του ζαχαριαδικού στοιχείου από το ΚΚΕ, στο οποίο τόσο το ΚΚΕ Εσωτερικού όσο και το ΚΚΕ επιχειρούσαν να απευθυνθούν ξανά μετά τη διάσπαση του ’68.
Προκαλεί ωστόσο εντύπωση ότι από τα ντοκουμέντα του συνεδρίου εκείνου απουσιάζει κάθε αναφορά στη γραμμή της δημοκρατικής εξέλιξης και της ουδετερότητας που ο Ζαχαριάδης εισήγαγε στο κόμμα το 1945. Είναι προφανές ότι οι Ελληνες ευρωκομμουνιστές δεν θέλησαν ποτέ να αποδεχτούν το γεγονός ότι ο ευρωκομμουνισμός εκτός από τομή αποτέλεσε παράλληλα και φυσική συνέχεια της γραμμής που ο Στάλιν επέβαλε στα δυτικά ΚΚ, μια ιστορική στροφή στην οποία ο ρόλος του Ζαχαρώδη ήταν αρχικά αντίστοιχος με αυτόν του Τολιάτι και του Τορέζ.
Η απαίτηση για ισότιμες σχέσεις με το ΚΚΣΕ: Μια αντιπαράθεση αρχών.
Η σύγκρουση του Ζαχαρώδη με το τμήμα Διεθνών Σχέσεων του ΚΚΣΕ έχει καταγραφεί ήδη από την τελευταία περίοδο του Εμφυλίου. Ο πανίσχυρος αυτός μηχανισμός ήταν ουσιαστικά ο καθοδηγητής των κομμουνιστικών κομμάτων μετά τη διάλυση της Διεθνούς και παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις στην Ελλάδα, όπου διεξαγόταν μια από τις πιο κρίσιμες περιφερειακές συγκρούσεις ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα του μεταπολεμικού κόσμου.
Τα αίτια της σύγκρουσης αυτής δεν έχουν διερευνηθεί πλήρως, αν και ως βάση της θεωρείται η επιλογή του Ζαχαρώδη για την ένοπλη σύγκρουση, οι στρατηγικές επιλογές του αρχηγού και η απουσία ουσιαστικής στρατιωτικής βοήθειας από τη Σοβιετική Ένωσή προς τον ΔΣΕ.
Είναι όμως χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί φρόντισαν να εξασφαλίσουν ασυλία τόσο στον Μάρκο όσο αργότερα και στον Παρτσαλίδη, τους οποίους η ηγεσία του ΚΚΕ επιχείρησε να απομονώσει και να εξοντώσει πολιτικά. Σε κάθε περίπτωση, όσο ζούσε ο Στάλιν η αντιπαράθεση αυτή δεν πήρε ποτέ εκρηκτικό χαρακτήρα και φαίνεται ότι με τις κατάλληλες διαμεσολαβήσεις μπορούσε να διατηρείται υπό κάποιον έλεγχο. Οταν όμως ο Στάλιν πέθανε και ξεκίνησε η μάχη της διαδοχής, η σύγκρουση αυτή θα εκδηλωνόταν με απροσδόκητο και πρωτοφανή τρόπο.
Η μάχη δόθηκε στην Τασκένδη, όπου μετά το τέλος του Εμφυλίου είχαν εγκατασταθεί περίπου 15.000 μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, δημιουργώντας μια ζωντανή και δραστήρια κοινότητα.
Παρεμβαίνοντας ανοιχτά στη λειτουργία της κοινότητας αυτής, το τμήμα Διεθνών Σχέσεων του ΚΚΣΕ είχε καταφέρει να αποκόψει το ανώτερο στελεχικό δυναμικό του ΚΚΕ στην Τασκένδη από την καθοδήγηση του Ζαχαριάδη και να το θέσει υπό τον δικό του πολιτικό έλεγχο, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων και την ανάγκη που εκφραζόταν σε μερίδα των πολιτικών προσφύγων για επανεξέταση της γραμμής του ΚΚΕ και καταλογισμό ευθυνών για την ήττα του Εμφυλίου.
Με αυτά τα δεδομένα οι Σοβιετικοί αποφάσισαν, χρησιμοποιώντας την τοπική κομματική ηγεσία, να δρομολογήσουν από το 1954 καταστατικές διαδικασίες που θα οδηγούσαν στην ανατροπή του Ζαχαριάδη. Ομως η βάση των προσφύγων και συνεπώς η πλειονότητα των κομματικών δυνάμεων παρέμενε πιστή στον αρχηγό της, ο οποίος χρησιμοποιώντας το μεγάλο προσωπικό του κύρος κατάφερε να βάλει προσωρινά φρένο στα σοβιετικά σχέδια.
Η κλιμάκωση της έντασης οδήγησε τη σύγκρουση εκτός ορίων τον Σεπτέμβριο του 1955, όταν γύρω από την έδρα της Κομματικής Οργάνωσης Τασκένδης και αργότερα στις συνοικίες των προσφύγων ξέσπασαν πρωτοφανούς έκτασης επεισόδια μεταξύ ζαχαριαδικών και αντιζαχαριαδικών. Οι Σοβιετικοί επενέβησαν κατασταλτικά, μεροληπτώντας σαφώς υπέρ των αντιζαχαριαδικών, και έστειλαν μια επιτροπή του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ -ενδεικτικό του πόσο τους ανησυχούσε η κατάσταση- για να διερευνήσει τα γεγονότα.
Ο νέος Σοβιετικός ηγέτης Νικήτα Χρουτσόφ εκφωνεί τον ιστορικό λόγο του στο 20ο Συνέδριο τον Φεβρουάριο του 1956. Αμέσως ξεκινούσε η επιχείρηση ανατροπής του Ζαχαριάδη με συνοπτικές διαδικασίες
Η απάντηση του Ζαχαριάδη ήταν να συγκαλέσει την ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, την τελευταία που συνεδρίασε υπό την ηγεσία του, και να εκδώσει μια απόφαση η οποία καταλογίζει άμεσες ευθύνες στη σοβιετική πλευρά για τα επεισόδια της Τασκένδης. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ θα επιβεβαίωνε την επικράτηση του Νικήτα Χρουστσόφ και την επόμενη ημέρα θα ξεκινούσε με συνοπτικές διαδικασίες η επιχείρηση ανατροπής του Ζαχαριάδη. Οι Σοβιετικοί υπό την κάλυψη μιας επιτροπής «αδελφών Κομμουνιστικών Κομμάτων» συγκάλεσαν οι ίδιοι την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, η οποία με ελάχιστες αντιρρήσεις δέχτηκε να ανατρέψει τον αρχηγό που μέχρι πρότινος εμπιστευόταν και ακολουθούσε πιστά.
Αμέσως μετά ξεκίνησαν στην Τασκένδη οι διαδικασίες πειθάρχησης των ζαχαριαδικών, οι οποίοι αρνήθηκαν να το βάλουν κάτω και, γνωρίζοντας ότι έχουν την πλειοψηφία, απαιτούσαν τη λήψη αποφάσεων με καταστατικά κατοχυρωμένες διαδικασίες. Το θέμα αντιμετωπίστηκε από τους Σοβιετικούς και τη νέα ηγεσία του κόμματος με μαζικές διαγραφές και, λίγο αργότερα, όταν οι ζαχαριαδικοί προσπάθησαν να διατηρήσουν τις οργανωτικές τους δομές, με άμεσες διώξεις και εκτοπίσεις. Παράλληλα, ο Ζαχαριάδης, που ήταν ακόμη επικίνδυνος για τις νέες ισορροπίες, κατηγορήθηκε ως χαφιές ώστε να δικαιολογηθεί η εκτόπιση και η πολιτική του απομόνωση.
Ομάδα φιλοζαχαριαδικών στις φυλακές Τασκένδης ενόψει δίκης τους το 1956. Ορθιοι: Κώστας Σκαρλάτος, Γιώργος Μακρής, Νίκος Φράγκις, Κώστας Νασιάκας, Γιώργος Καλιανέσης. Καθιστοί: Φωκάς, Παύλος, Ζώρας.
Στη σύγκρουση αυτή ο Ζαχαριάδης δεν επικαλέστηκε τίποτε περισσότερο από την απαίτηση να αντιμετωπίζεται το ΚΚΕ από το ΚΚΣΕ με όρους ισότιμων συντροφικών σχέσεων. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις του κομμουνιστικού κινήματος, το ΚΚΣΕ δεν είχε κανένα δικαίωμα να επεμβαίνει στα εσωτερικά του ελληνικού ΚΚ, πόσο μάλλον να χειραγωγεί τις διαδικασίες του και να τις κατευθύνει εκεί που το ίδιο επιθυμεί.
Τόσο η ηγεσία όσο και η γραμμή του ΚΚΕ ήταν αποκλειστική υπόθεση των Ελλήνων κομμουνιστών, που μπορούσαν να συζητήσουν μόνοι τις υποθέσεις τους με βάση το καταστατικό τους και δεν χρειάζονταν την «αδελφική βοήθεια» κανενός.
Αυτή θα ήταν και η γραμμή των ζαχαριαδικών της Τασκένδης μετά την πραξικοπηματική απομάκρυνση του ηγέτη τους - μια γραμμή που απαιτούσε το ξεκαθάρισμα της κατάστασης με βάση τη δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας και, κυρίως, χωρίς καμία επέμβαση από τους Σοβιετικούς. Αυτή η ανοιχτή και δημόσια αμφισβήτηση της σοβιετικής πρωτοκαθεδρίας, που πληρώθηκε με εξορίες κα διώξεις, παίρνει ακόμη μεγαλύτερη σημασία από το γεγονός ότι έγινε σε σοβιετικό έδαφος και σε συνθήκες πολιτικής προσφυγιάς.
Ο Ζαχαριάδης, ορκισμένος φιλοσοβιετικός και πιστός στο ΚΚΣΕ, είχε την επιλογή να κατεβάσει το κεφάλι και να αποχωρήσει ήσυχα. Προτίμησε να δώσει μέχρι τέλους μια μάχη αρχών, υπερασπιζόμενος την αυτονομία και την αξιοπρέπεια του ΚΚΕ έναντι του πανίσχυρου σοβιετικού κέντρου, κάτι που πρέπει να του πιστωθεί ιστορικά.
Εθιξε το ζήτημα της ισοτιμίας, ένα τεράστιο θέμα που, σε αντίθεση με άλλα ΚΚ, το ΚΚΕ δεν θα κατάφερνε ποτέ να λύσει μέχρι την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου το 1989.
Επίλογος
Προφανώς η φυσιογνωμία του Ζαχαριάδη δεν προσφέρεται για εξιδανικεύσεις και αγιοποιήσεις. Ο Ζαχαριάδης βαρύνεται με πολύ σοβαρά λάθη, τόσο εθνικιστικού όσο και σεχταριστικού χαρακτήρα, που παγίδευσαν το ΚΚΕ κατά την περίοδο της ηγεσίας του.
Βαρύνεται επίσης με την ηθική δολοφονία αγωνιστών όπως ο Σιάντος, με την εκτέλεση δύο ταξιαρχών του ΔΣΕ, με το ασφυκτικό καθεστώς που επέβαλε στους πολιτικούς πρόσφυγες μετά την υποχώρηση στο ανατολικό μπλοκ, με την πολιτική και βιολογική εξόντωση του Κώστα Καραγιώργη, με την πάγια τακτική του να φορτώνει τα λάθη του σε άλλους.
Γεγονός όμως είναι ότι ούτε πριν ούτε ύστερα από αυτόν υπήρξε σε οποιαδήποτε τάση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος ηγέτης με ανάλογο εκτόπισμα, ικανός για αποφάσεις και πρωτοβουλίες έξω από τα στενά δογματικά πλαίσια Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Ζαχαριάδης αντιλαμβανόταν το ΚΚΕ τόσο ως ταξική όσο και ως πατριωτική δημοκρατική δύναμη.
Η αταλάντευτη αποφασιστικότητά του, πέρα από τη θετική της συνεισφορά στο κομμουνιστικό κίνημα προκάλεσε ταυτόχρονα και μεγάλες ζημιές. Με τελευταία αυτήν που προκάλεσε στον ίδιο τον εαυτό του.
Οχι και να γραφει το απολειφαδι ο Τσεκερης για το Ζαχαριαδη! Ας γραψει για τους Κυρκους και τους Παρτσαλιδηδες!
ΑπάντησηΔιαγραφή