Πηγή: Του Πάνου Μαυρέλη, ιστορικού - Hot Doc History
Tο φθινόπωρο του 1944, η εξασφάλιση του μονοπωλίου της βίας και η διαμόρφωση ευνοϊκών συσχετισμών εξουσίας στην Ελλάδα για τους Βρετανούς περνούσαν μέσα από τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Η κρίση αποστράτευσης και η παραίτηση των υπουργών του ΕΑΜ ήταν η ευκαιρία να τεθεί σε εφαρμογή το βρετανικό πραξικόπημα,
Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Στις αρχές Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ παρέτασσε στην Αθήνα το A' Σώμα Στρατού, με την 1η και τη 2η Ταξιαρχία, το 5ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα περιχώρων και το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Πειραιά, συνολικής δύναμης 6.350 μαχητών. Επιπλέον, από τις 3 Δεκεμβρίου η ΚΕ του ΕΛΑΣ είχε διατάξει τη μετακίνηση στην Αθήνα της 2ης και της 13ης Μεραρχίας, δύναμης 4.500 μαχητών. Αν σε αυτούς προσθέσουμε και τον εφεδρικό ΕΛΑΣ (άοπλοι), οι δυνάμεις του ανέρχονταν στις 15.300! 1
Η κυβερνητική παράταξη διέθετε στους στρατώνες στο Γουδή τους στρατιώτες της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας, άντρες της Σχολής Χωροφυλακής και τους ταγματασφαλίτες που βρίσκονταν εκεί «υπό περιορισμό». Επίσης, τις δυνάμεις της Σχολής Ευελπίδων, του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη και της Αστυνομίας Πόλεων. Η συνολική δύναμη των κυβερνητικών έφτανε τις 10-12.000 ενόπλους.
Στα τέλη Νοεμβρίου, το 3ο Βρετανικό Σώμα Στρατού -όπως ονομάστηκε το εκστρατευτικό σώμα του Σκόμπι- διέθετε δυνάμεις 17.000 στρατιωτών σε όλη την Ελλάδα. Στην Αθήνα οι δυνάμεις του ανέρχονταν στις 4.500-5.000, περιλαμβάνοντας την 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία με 30 άρματα Σέρμαν, τη 2η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών και την 139η Ταξιαρχία Πεζικού. Οι δυνάμεις αυτές συνοδεύονταν από συντάγματα αντιαεροπορικού πυροβολικού, ειδικές δυνάμεις της ΡΑΦ και μοίρες μαχητικών Σπίτφαϊρ, Μπόφαϊτερ και Ουέλινγκτον. Τέλος, η 4η Ινδική Μεραρχία είχε ολοκληρώσει την εγκατάστασή της στη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα και σύντομα θα έσπευδε στην Αθήνα.
Η μεγάλη διαφορά στη δυναμική των δύο στρατοπέδων, όμως, δεν εντοπιζόταν στο ανθρώπινο δυναμικό, αλλά στον οπλισμό και στα πολεμοφόδια. Εκεί η υπεροχή των Βρετανών και των ντόπιων συνεργατών τους ήταν συντριπτική. Η έλλειψη βαρέων όπλων από τον ΕΑΑΣ αποδείχθηκε καθοριστική για την αντιμετώπιση των βρετανικών αεροπλάνων και των τεθωρακισμένων.
Με τη φροντίδα να μην προκληθεί η επέμβαση των Βρετανών, οι πρώτες επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ τον Δεκέμβρη στόχευαν αποκλειστικά τις ελληνικές δυνάμεις. Αρχικοί στόχοι ήταν τα Σώματα Ασφαλείας, η παραστρατιωτική οργάνωση «X», η 3η Ορεινή Ταξιαρχία και οι φυλακές όπου κρατούνταν οι δωσίλογοι.
Την 4η Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε εναντίον της οργάνωσης «X» που ήταν εγκατεστημένη στην περιοχή του Θησείου. Τα ξημερώματα ο λόχος Κουκακίου-Πλάκας πραγματοποίησε επίθεση αντιπερισπασμού από τον λόφο Φιλοπάππου. Την κύρια επίθεση ανέλαβαν από τη μεριά των Πετραλώνων οι λόχοι Νέας Σμύρνης, Ταύρου και Καλλιθέας και από τη μεριά της γέφυρας Πουλόπουλου ο ΕΛΑΣ Πετραλώνων, εγκλωβίζοντας του Χίτες στο αστυνομικό τμήμα και το σχολείο. Ομως, η αποφασιστική παρέμβαση βρετανικών αρμάτων απεγκλώβισε τους Χίτες, οι οποίοι με φορτηγά μεταφέρθηκαν στα παλαιό ανάκτορα
Από την επίθεση ο ΕΛΑΣ λαφυραγώγησε 3 πολυβόλα, 2 όλμους, 1 μυδράλιο, 20 αυτόματα, 70 τυφέκια και πυρομαχικά.
Ταυτόχρονα, ο ΕΛΑΣ εκδήλωνε επιθέσεις στις φυλακές Συγγρού και τις φυλακές Παραπηγμάτων στη λεωφόρο Βουλιαγμένης.
Μάλιστα, στις φυλακές Συγγρού σημειώθηκαν οι δύο πρώτοι θάνατοι Βρετανών στρατιωτών του 4ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών, τμήματα του οποίου ενίσχυαν την άμυνα των φυλακών.
Την ίδια μέρα οι αντάρτες επιχείρησαν την κατάληψη των αστυνομικών τμημάτων της πρωτεύουσας. Στις περισσότερες περιπτώσεις η παράδοση έγινε αναίμακτα, έπειτα από διαπραγματεύσεις.
Μέχρι το τέλος της μέρας ο ΕΛΑΣ είχε καταλάβει τα 19 από τα 23 αστυνομικά τμήματα της Αθήνας. Υπό τον έλεγχο της Αστυνομίας Πόλεων παρέμεναν μόνο τα τμήματα: A' στο Σύνταγμα Β' στην Πλάκα, Γ' στο Κολωνάκι, Δ ’ στην οδό Σολωμού.
Καθοριστικής σημασίας για την αναίμακτη παράδοση των αστυνομικών ήταν το γεγονός πως το ΕΑΜ τα χρόνια της Κατοχής διέθετε ευρεία επιρροή στο μεσαίο και κατώτερο στελεχικό δυναμικό της αστυνομίας.
Στις 4 Δεκεμβρίου το 2ο Σύνταγμα της 2ας Μεραρχίας περικυκλώθηκε στην περιοχή του Ψυχικού και παραδόθηκε στις βρετανικές δυνάμεις. Το σύνταγμα αυτό ήταν από τα πλέον «μπαρουτοκαπνισμένα» που διέθετε ο ΕΛΑΣ και ο αφοπλισμός του είχε αρνητική επίδραση τόσο στους σχεδιασμούς της ΚΕ όσο και στο ηθικό των μαχόμενων ανταρτών. Η παράδοσή του ανέδειξε και το βασικό πρόβλημα της τακτικής του ΕΛΑΣ κατά τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων. Την αμηχανία δηλαδή της ηγεσίας σχετικά με τη στάση που έπρεπε να υιοθετήσει απέναντι στα βρετανικά στρατεύματα. Η διστακτικότητα για το χτύπημα των βρετανικών δυνάμεων όταν ακόμη αυτές δεν είχαν καταφέρει να φέρουν ενισχύσεις και δεν ήταν αρκετά ισχυρές ήταν από τους παράγοντες που έκριναν τελικά τη μάχη της Αθήνας.
Η αποφυγή της σύγκρουσης με τους Βρετανούς αντανακλούσε την αντίληψη της ΕΑΜικής ηγεσίας για τον χαρακτήρα της σύγκρουσης, την οποία προσπαθούσε να οριοθετήσει στο πλαίσιο μιας «ένοπλης διαμαρτυρίας» με σκοπό την επίτευξη πολιτικής λύσης. Αντικειμενικός στόχος της ΚΕ του ΕΛΑΣ ήταν η συντριβή των κυβερνητικών δυνάμεων και η «ισοπαλία» με τους Βρετανούς, ώστε η διαπραγμάτευση να καταλήξει σε έναν «έντιμο συμβιβασμό». Η έλλειψη σαφούς πολιτικού προσανατολισμού και οι αμφιταλαντεύσεις της ηγεσίας του ΕΑΜικού κινήματος, αν δεν έκριναν τη μάχη, σίγουρα στέρησαν από τον ΕΛΑΣ στρατηγικά πλεονεκτήματα τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κατάληψη του κέντρου της Αθήνας. 2
Ελαφρά οπλισμένοι ΕΛΑΣίτες
Από την άλλη μεριά, η αποικιοκρατική αποφασιστικότητα ήταν έκδηλη. Ο Τσόρτσιλ εξουσιοδοτούσε τον Σκόμπι να ενεργήσει «σαν να βρίσκεται σε κατεχόμενη πόλη». Ολες οι βρετανικές δυνάμεις στην Αθήνα τέθηκαν υπό τις εντολές του διοικητή της 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας, Αρκραϊτ, και ονομάστηκαν Αρκφορς. Αντίστοιχα, στον Πειραιά η εκεί δύναμη πήρε την κωδική ονομασία Μπλόκφορς, από το όνομα του διοικητή της.
Την 6η Δεκεμβρίου οι βρετανικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν στο κέντρο της Αθήνας και οι εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις δημιούργησαν μια ζώνη από το Σύνταγμα μέχρι την Ομόνοια, τα Παλαιό Ανάκτορα και τη Ρηγιλλης. Στον Πειραιά, αντίστοιχα, κατέλαβαν την ακτή Νέου Φαλήρου και το Αρχηγείο Στόλου στη Πειραϊκή.
Η μάχη στου Μακρυγιάννη
Το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη αποτελούσε το ισχυρότερο σημείο συγκέντρωσης δύναμης από την πλευρά των σωμάτων ασφαλείας. Το Σύνταγμα στρατωνιζόταν στην περιοχή Μακρυγιάννη (στο σημερινό Μουσείο Ακρόπολης). Η συνολική του δύναμη ανερχόταν σε 1100 άντρες, όμως το στρατόπεδο προάσπιζαν περίπου 600 χωροφύλακες. Την άμυνα του στρατοπέδου είχε οργανώσει ο πρώην διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Κ. Κωστόπουλος και περιλάμβανε εφτά εξωτερικά φυλάκια εγκατεστημένα στις πέριξ από τον μαντρότοιχο των στρατώνων πολυκατοικίες.
Την επίθεση στου Μακρυγιάννη ανέλαβαν τμήματα της 1ης Ταξιαρχίας και του Συντάγματος Πειραιά του ΕΛΑΣ με 1100 μαχητές. Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 6 το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου. Τα φυλάκια έπεσαν γρήγορα, δίνοντας τη δυνατότητα στους επιτιθέμενους να πραγματοποιήσουν απόπειρες για τη δημιουργία ρηγμάτων στον μαντρότοιχο, χωρίς όμως επιτυχές αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, ο ΕΛΑΣ πολιορκούσε την πλατεία Συντάγματος από το Κολωνάκι και από τη μεριά της Πλάκας.
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας και ενώ οι επιτελείς του ΕΛΑΣ προετοίμαζαν την τελική έφοδο για την κατάληψη των στρατώνων, οι δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας εξαπέλυσαν επίθεση στην Καισαριανή.
Η επίθεση αιφνιδίασε τον ΕΛΑΣ και προκάλεσε την άτακτη αποχώρηση δύο ταγμάτων από το μέτωπο του Μακρυγιάννη προς ενίσχυση της Καισαριανής.
Η επίθεση στην Καισαριανή πέρα από τη σύγχυση που προκάλεσε στους πολιορκητές του Μακρυγιάννη, τη χαλάρωση του κλοιού και τη γενικότερη καθήλωση των επιχειρήσεων, προσέδωσε στρατηγικό πλεονέκτημα στις δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας, που επέκτειναν τον ζωτικό τους χώρο. Η Ορεινή Ταξιαρχία αρχικά επιτέθηκε κατά δύναμης του ΕΛΑΣ Καισαριανής στο ύψωμα Κοτοπούλη στου Ζωγράφου. Μετά την κατάληψη του υψώματος, οι ΕΛΑΣίτες υποχώρησαν στη γραμμή Νοσοκομείο Συγγρού - Παγκράτι - Καισαριανή και η Ορεινή Ταξιαρχία κατέλαβε τον λόφο Αλεποβούνι πάνω από την Καισαριανή και τη Μονή Αγίου Ιωάννη Προδρόμου.
Στου Μακρυγιάννη, η χαλάρωση του κλοιού και η ενίσχυση των πολιορκούμενων χωροφυλάκων από το βρετανικό πυροβολικό που έβαλλε κατά των επιτιθέμενων ΕΛΑΣιτών από τον βράχο της Ακρόπολης ανέκοψαν την ορμή των επιθέσεων του ΕΛΑΣ. Κατά αυτό τον τρόπο, η έφοδος των ΕΛΑΣιτών είχε εκφυλιστεί σε μάχη θέσεων.
Οι Βρετανοί εκμεταλλεύτηκαν πλήρως το πλεονέκτημα που τους δόθηκε να καταλάβουν τον βράχο της Ακρόπολης και βομβάρδιζαν στου Μακρυγιάννη, χωρίς μάλιστα ο ΕΛΑΣ να ανταποδίδει, πράγμα που ανέκοψε την ορμή των επιθέσεων του.
Στις 7 Δεκεμβρίου, η ηγεσία του ΕΛΑΣ διέταξε επίθεση στο ανατολικό μέτωπο με στόχους τους στρατώνες στο Γουδή, τη Σχολή Χωροφυλακής στη Μεσογείων και τις θέσεις που είχε καταλάβει την προηγούμενη μέρα η Ορεινή Ταξιαρχία στις ανατολικές συνοικίες. Στη μάχη αυτή ενεπλάκησαν περί τους 9.000 ενόπλους και ήταν η μεγαλύτερη ανάμεσα στις ελληνικές δυνάμεις.
Τους στρατώνες στου Γουδή προάσπιζαν ένα τάγμα της Σχολή Χωροφυλακής δύναμης 600 αντρών, 200 άντρες του 6ου Τάγματος Φρουρών,1.000 στρατιώτες της Ορεινής Ταξιαρχίας και 500 χωροφύλακες που είχαν καταφύγει εκεί ύστερα από τις συγκρούσεις των προηγούμενων ημερών με τον ΕΛΑΣ. Επίσης,1.200 ταγματασφαλίτες που βρίσκονταν υπό περιορισμό και επανεξοπλίστηκαν από την Ορεινή Ταξιαρχία. Τέλος, το 2ο Τάγμα (500 άντρες) της Ορεινής Ταξιαρχίας βρισκόταν στα Κουπόνια και στο Αλσος Συγγρού και το 3ο Τάγμα (700 άντρες) στον Αγιο Ιωάννη Πρόδρομο και στο Αλεποβούνι. Συνολικά οι κυβερνητικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 4.700 ενόπλους.
Από τη μεριά του ΕΛΑΣ, το 7ο και το ανασυγκροτημένο 2ο Σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας επιτέθηκαν στη δυτική πλευρά εναντίον της Σχολής Χωροφυλάκων. Το 34ο Σύνταγμα και 3/42 Τάγμα, συνολικής δύναμης 2.000 αντρών, ανέλαβε την επίθεση από τη βόρεια πλευρά στην περιοχή του νοσοκομείου «Σωτηρία». Τέλος, δυνάμεις της 1ης Ταξιαρχίας εξαπέλυσαν επιθέσεις για την ανακατάληψη του Αλσους Συγγρού και του λόφου στο Αλεποβούνι. Ο ΕΛΑΣ συγκέντρωσε συνολικά δύναμη 4.500 ενόπλων.
Οι μάχες ήταν ιδιαίτερα σφοδρές. Το Αλεποβούνι άλλαξε τρεις φορές χέρια. Αντίθετα, στου Γουδή οι επιχειρήσεις απέτυχαν. Οι δυνάμεις της 2ης Μεραρχίας που επιτέθηκαν στου Γουδή έφθασαν στις βάσεις εξόρμησής τους καθυστερημένα και ασυντόνιστα. Ετσι, η επίθεση πραγματοποιήθηκε με το φως της ημέρας και χωρίς το στοιχείο ι του αιφνιδιασμού. Τα οργανωτικά προβλήματα του ΕΛΑΣ αναδείχθηκαν σε αυτό το επιθετικό εγχείρημα και καθόρισαν το αποτέλεσμά του.
Η αποτυχία της επίθεσης στους στρατώνες στου Γουδή αποδείχθηκε ιδιαίτερης βαρύτητας για την πορεία της μάχης της Αθήνας. Εκεί ήταν το σημείο συγκέντρωσης των σημαντικότερων στρατιωτικών δυνάμεων της κυβερνητικής παράταξης.
Στην έκθεση Σιάντου υπογραμμίζεται πως η κατάληψή του θα επέτρεπε την προέλαση των δυνάμεων της 2ης Μεραρχίας και τη σύγκλισή τους με την 1η Ταξιαρχία, πράγμα που θα στένευε τον κλοιό προς το κέντρο της Αθήνας. Αντίθετα, η διατήρηση αυτού του ισχυρού κυβερνητικού θύλακα δέσμευσε για όλη τη διάρκεια των μαχών το 1/3 των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στο ανατολικό μέτωπο.
Μετά την επίθεση στου Γουδή, η ΚΕ ΕΛΑΣ αναδιάταξε τις δυνάμεις της ως εξής: το Α' Σ.Σ συνέχισε τις επιχειρήσεις στην Αθήνα και η 2η Μεραρχία την περίσφιξη στου Γουδή. Παράλληλα, η 13η Μεραρχία αναπτύχθηκε στη δυτική Αθήνα σε επαφή με το Σύνταγμα Πειραιά και λειτουργούσε σαν εφεδρεία ενισχύοντας τις δυνάμεις του A' ΣΣ.
Την 8η Δεκεμβρίου οι δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας, αφού πρώτα απέκρουσαν την επίθεση του ΕΛΑΣ στην Εφορία Υλικού Πολέμου, κατάφεραν να εκκαθαρίσουν τη Βασιλίσσης Σοφίας, να απωθήσουν τους αντάρτες από τα νοσοκομεία Αρεταίειο και Προσφυγικό (Ιπποκράτειο) και να καταλάβουν την έπαυλη Θων στη συμβολή των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Επίσης, κατέλαβαν και το νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού συλλαμβάνοντας 280 ΕΛΑΣίτες. Με τον έλεγχο της περιοχής αυτής οι Ρητινίτες απέκτησαν επικοινωνία με τη βρετανική 23η Ταξιαρχία στους στρατώνες Παραπηγμάτων (Μέγαρο Μουσικής, Πάρκο Ελευθερίας) και ελαχιστοποίησαν τον κίνδυνο κύκλωσής τους.
Το πρωί της 9ης Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ με τμήματα της 2ης Ταξιαρχίας, ένα τάγμα του 6ου Συντάγματος Πειραιά, έναν ουλαμό αντιαρματικού πυροβολικού της 8ης Μεραρχίας και αποσπάσματα καταστροφών της 2ης Μεραρχίας επιτέθηκαν εναντίον της Σχολής Ευελπίδων, στην οποία στάθμευαν τμήμα του 46ου Βασιλικού Συντάγματος Αρμάτων Μάχης και 256Ελληνες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ευέλπιδες. Η επίθεση του ΕΛΑΣ ήταν πολύ καλά οργανωμένη και ανάγκασε τους Βρετανούς να υποχωρήσουν στις 11 Δεκεμβρίου και να εκκενώσουν τα κτίρια της Σχολής.
Παρά την πρωτοβουλία κινήσεων που είχε ο ΕΛΑΣ τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων, λόγω οργανωτικών ανεπαρκειών και ελλείψεων σε δυνάμεις και οπλισμό, δεν κατάφερε να κατοχυρώσει το αρχικό του πλεονέκτημα.
Η δεύτερη γενική επίθεση του ΕΛΑΣ
Τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων του Δεκέμβρη την πρωτοβουλία είχε ο ΕΛΑΣ, ο οποίος όμως λόγω των οργανωτικών του ανεπαρκειών και των ελλείψεων σε δυνάμεις και οπλισμό δεν κατόρθωνε να κατοχυρώσει τα όποια πλεονεκτήματα του εξασφάλιζαν οι επιθέσεις του. Ταυτόχρονα, οι Βρετανοί, έχοντας υποτιμήσει τις δυνατότητες του ΕΛΑΣ, είχαν περιοριστεί στην άμυνα των οχυρωμένων τους θέσεων και την ενίσχυση των πολιορκούμενων κυβερνητικών δυνάμεων. Ετσι, η έγκαιρη άφιξη ενισχύσεων αποτέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα που μπορούσε να ανατρέψει τους συσχετισμούς δύναμης και να καθορίσει τον νικητή.
Το πρωί της 10ης Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ εξαπέλυσε γενική επίθεση σε όλα τα μέτωπα. Στα ανατολικά, δυνάμεις του επιτέθηκαν στα τμήματα της Ορεινής Ταξιαρχίας στο Αλσος Συγγρού, το Αλεποβούνι, στη Μονή Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και στο νεκροταφείο Ζωγράφου.
Υστερα από σφοδρές συγκρούσεις ο ΕΛΑΣ κατάφερε να ανακαταλάβει το Αλεποβούνι και το νεκροταφείο Ζωγράφου. Την ανακατάληψη ακολούθησε αντεπίθεση της Ορεινής Ταξιαρχίας, υπό την κάλυψη της βρετανικής αεροπορίας με οκτώ μαχητικά Σπίτφαϊρ. Την ίδια στιγμή, η 2η Πυροβολαρχία της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ από το Περιστέρι πραγματοποίησε βολές στα ξενοδοχεία Μεγάλη Βρεταννία και Κινγκ Τζορτζ στο Σύνταγμα.
Ταυτόχρονα, στου Μακρυγιάννη πραγματοποιούνταν η ισχυρότερη επίθεση για την κατάληψη των στρατώνων, με τη βοήθεια των προπαρασκευαστικών πυρών δύο πολυβόλων εγκατεστημένων στις φυλακές Παραπηγμάτων. Στις 12.30 το μεσημέρι οι αντάρτες είχαν καταφέρει να διαρρήξουν το νοτιοανατολικό τμήμα της μάντρας και το στρατόπεδο κινδύνευε άμεσα με κατάληψη. Την πολιορκία όμως έλυσε ο πολυβολισμός της περιοχής από 8 αεροπλάνα Μπόφαϊτερ και η επέμβαση του 5ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών, που με τη συνδρομή αρμάτων μάχης, μετέφερε στους πολιορκούμενους ενισχύσεις και ναρκοθέτησε το ρήγμα στον μαντρότοιχο.3
Την ίδια μέρα στο κέντρο της Αθήνας ο ΕΛΑΣ κατέλαβε το Δ' Αστυνομικό Τμήμα στη γωνία Σολωμού και Γ' Σεπτεμβρίου, την Τροχαία και το Πολυτεχνείο. Επίσης, ΕΛΑΣίτικα τμήματα εξορμώντας από το Στάδιο κατάφεραν να διεισδύσουν στον Βασιλικό Κήπο, φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής από την έδρα της κυβέρνησης και των βρετανικών δυνάμεων.
Το πρωί της 11ης Δεκεμβρίου, ισχυρές δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας και εθνοφυλάκων επιτέθηκαν και κατέλαβαν το νοσοκομείο «Σωτηρία», προκαλώντας μεγάλες απώλειες στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που το υπερασπίζονταν, οι οποίες υποχώρησαν προς Αγία Παρασκευή και Χολαργό.
Στο κέντρο της Αθήνας την ίδια μέρα και ενώ συνεχιζόταν η μάχη για την κατάληψη της Γενικής Ασφάλειας στην Πατησίων, τα τμήματα του ΕΛΑΣ προωθήθηκαν στην πλατεία Κάνιγγος και τη συμβολή των οδών Σόλωνος και Χαριλάου Τρικούπη, όπου συγκρούστηκαν με τους Χίτες που βρίσκονταν οχυρωμένοι στο Χημείο. Επίσης, αντάρτες κατέλαβαν το Βασιλικό Θέατρο στην Αγίου Κωνσταντίνου. Ο ΕΛΑΣ απειλούσε με κατάληψη την πλατεία Ομονοίας και δημιουργούσε τον κίνδυνο διάσπασης της κεντρικής αμυντικής διάταξης των Βρετανών στον άξονα Σύνταγμα-Ομόνοια.
Το ίδιο βράδυ, στη σύσκεψη όλων των διοικητών των βρετανικών και ελληνικών μονάδων, υπό το φόντο της δυσμενούς τροπής που λάμβανε η κατάσταση, ο υποστράτηγος Αρκραϊτ ανακοίνωσε την απόφασή του να συμπτύξει τις δυνάμεις του στο Δέλτα του Φαλήρου μέχρι την άφιξη ενισχύσεων. Στην προοπτική εκκένωσης της Αθήνας αντιτάχθηκε σθεναρά ο διοικητής της Ορεινής Ταξιαρχίας Θρ. Τσακαλώτος και κατάφερε να την αποτρέψει.
Την 11η Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ έσφιγγε τον κλοιό γύρω από την πλατεία Ομονοίας. Είχε καταφέρει να προωθήσει τμήματά του από τα Εξάρχεια στην Κάνιγγος και στην οδό Σόλωνος, είχε καταλάβει εκ νέου το Πολυτεχνείο και πολιορκούσε τη Γενική Ασφάλεια. Επίσης, είχε καταλάβει την Πολυκλινική στην οδό Πειραιώς και το δημαρχείο στην Αθηνάς. Αν κατάφερνε να καταλάβει και την Ομόνοια θα δημιουργούσε ενιαίο μέτωπο το οποίο θα απειλούσε την πλατεία Συντάγματος από τις οδούς Μητροπόλεως, Σταδίου, Πανεπιστημίου και Ακαδημίας.4
Οι μάχες στην περιοχή της Ομόνοιας ήταν από τις σκληρότερες του Δεκέμβρη. Σαφής μετωπική γραμμή δεν υπήρχε· κάθε ξεχωριστό κτίριο, κάθε ξεχωριστό δωμάτιο αποτελούσε διαφορετικό πεδίο πολέμου. Σε αυτού του είδους τις μάχες καθοριστικός ήταν ο ρόλος των δυναμιτιστών του ΕΛΑΣ, οι οποίοι μέσα από τα δίκτυα των υπονόμων προσέγγιζαν τα κτίρια που κατείχε ο εχθρός, τα υπονόμευαν με εκρηκτικά και τα ανατίναζαν.
Στις 12 Δεκεμβρίου οι αστυνομικοί εκκένωσαν την Υποδιεύθυνση Τροχαίας στη Γ' Σεπτεμβρίου 19, το μηχανοκίνητο τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων επί της Πατησίων 91-93 και τη Γενική Ασφάλεια. Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ πολιορκούσαν το A' Αστυνομικό Τμήμα στην οδό Λέκκα, μόλις λίγα μέτρα από το Σύνταγμα.
Στον Πειραιά στις 10 Δεκεμβρίου, τμήματα της 139ης Ταξιαρχίας και της 4ης Ινδικής Μεραρχίας εξορμώντας από το Αρχηγείο Στόλου και τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων επιχείρησαν να διευρύνουν τη ζώνη τους, ώστε να γίνει δυνατή η χρήση του λιμανιού. Στις 16 Δεκεμβρίου, ύστερα από πολύωρους βομβαρδισμούς, ινδικά τμήματα με έφοδο κατέλαβαν τον λόφο της Καστέλας. Παρά ταύτα, ο ΕΛΑΣ διατηρούσε ακόμη τον έλεγχο στις προκυμαίες τις Δραπετσώνας.
Τα ξημερώματα της 13ης Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ πραγματοποίησε σφοδρή επίθεση στην έδρα του πιο ισχυρού βρετανικού τμήματος στους στρατώνες Παραπηγμάτων, με σκοπό τη διάσπαση του ενιαίου μετώπου που είχε δημιουργηθεί από την επαφή της Ορεινής Ταξιαρχίας με τα εκεί βρετανικά τμήματα. Αυτή η κίνηση αποτελούσε την πρώτη σημαντική επιθετική ενέργεια του ΕΛΑΣ εναντίον των Βρετανών από την έναρξη των συγκρούσεων.
Η επίθεση έγινε από τον Λυκαβηττό. Οι ΕΛΑΣίτες διέρρηξαν το τείχος στη βόρεια πλευρά και εισήλθαν στους στρατώνες, καταλαμβάνοντας αρκετά κτίρια. Με το πρώτο φως της ημέρας, όμως, οι αντάρτες αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, αφού έγιναν εύκολος στόχος της βρετανικής αεροπορίας. Στο τέλος της μάχης οι ΕΛΑΣίτικες δυνάμεις είχαν καταφέρει ισχυρά πλήγματα στους Βρετανούς, οι οποίοι μετρούσαν 20 νεκρούς, 48 τραυματίες και 108 αιχμαλώτους.
Η άφιξη των ενισχύσεων
Οπως γινόταν φανερό, οι ενισχύσεις που αναμένονταν θα έγερναν αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ των Βρετανών.
Από τις 12 ως τις 16 Δεκεμβρίου έφθασαν στην Αθήνα από την Ιταλία όλες οι δυνάμεις της 4ης Μεραρχίας, χρησιμοποιώντας 300 μεταγωγικά αεροσκάφη.
Τις ίδιες μέρες έφθασε από τη Μέση Ανατολή το 22ο Ειδικό Τάγμα και από την Πελοπόννησο το 40ό Βασιλικό Σύνταγμα Αρμάτων Μάχης με 16 άρματα.
Οι βρετανικές ενισχύσεις εγκαταστάθηκαν μαζί με το επιτελείο στην ακτογραμμή Νέου και Παλαιού Φαλήρου, Καλαμακίου και Ελληνικού. Η συνολική ενίσχυση ανερχόταν σε 15 τάγματα περίπου και ήταν αρκετή για να κρίνει τη μάχη της Αθήνας. Από το χρονικό σημείο αυτό και πέρα, η πρωτοβουλία των κινήσεων πέρασε στους Βρετανούς και αυτό δεν άλλαξε μέχρι το τέλος των Δεκεμβριανών.
Ταυτόχρονα, αποφασίστηκε η αναδιοργάνωση του βρετανικού επιτελείου. Ο στρατάρχης Αλεξάντερ, αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης, έστειλε από την Ιταλία τον υποστράτηγο Τζον Χόκσγουερθ και τον ταξίαρχο Χίου Μάνερινγκ. Οι δυο τους πλαισιώθηκαν από το επιτελείο του Ι0ου Σώματος Στρατού και συγκρότησαν νέα διοίκηση, με τίτλο Military Command Athens, η οποία ανέλαβε την ευθύνη των επιχειρήσεων.
Στις 17 Δεκεμβρίου ξεκίνησε η βρετανική αντεπίθεση. Το πρωί της επομένης είχε ήδη εκκαθαριστεί η Συγγρού και τα βρετανικά τμήματα είχαν προωθηθεί μέχρι το ζυθοποιείο ΦΙΞ, το οποίο και κατέλαβαν έπειτα από σκληρές συγκρούσεις, δημιουργώντας έναν άξονα επικοινωνίας των στρατευμάτων τους που μάχονταν στο κέντρο της Αθήνας και αυτών που ήταν εγκατεστημένα στο Φάληρο. Ταυτόχρονα, εκκαθαρίστηκαν μεγάλα τμήματα της Καλλιθέας, του Κουκακίου και του Νέου Κόσμου.
Τα ξημερώματα της 18ης Δεκέμβρη, τμήματα του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στις Φυλακές Αβέρωφ από του Γκύζη και τους Αμπελόκηπους. Στόχος της επιχείρησης ήταν η κατάληψη της φυλακής και η σύλληψη των κρατούμενων δωσίλογων. Μπροστά στον κίνδυνο να πέσουν στα χέρια του ΕΛΑΣ επιφανείς δωσίλογοι, το βρετανικό επιτελείο απέστειλε ενισχύσεις, καταφέρνοντας να απεγκλωβίσει τη φρουρά των φυλακών μαζί με 200 κρατούμενους.
Με την κατάληψη της φυλακής ο ΕΛΑΣ συνέλαβε 200 δωσίλογους, πολλούς από τους οποίους εκτέλεσε το ίδιο βράδυ, ικανοποιώντας μια λαϊκή απαίτηση που έμενε ανεκπλήρωτη από τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσης.
Η ενίσχυση των βρετανικών δυνάμεων με 60.000 άντρες έκρινε την μάχη της Αθήνας
Παράλληλα αντάρτες του ΕΛΑΣ επιχειρούσαν έναντιον του αρχηγείου της ΡΑΦ που έδρευε στο Κεφαλάρι, στα ξενοδοχεία Απέργη, Πεντελικόν και Σεσίλ, με συνολική δύναμη 718 άντρες. Επειτα από πολύωρες συγκρούσεις οι ΕΛΑΣίτες κατέλαβαν τα τρία κτίρια και συνέλαβαν 518 αξιωματικούς, πιλότους και προσωπικό της ΡΑΦ και απέσπασαν πλούσιο υλικό.
Πάρα τις όποιες επιτυχίες, όμως, ήταν σαφές πλέον πως η σύγκρουση είχε πάρει δυσμενή τροπή για τον ΕΛΑΣ. Μετά την άφιξη των βρετανικών ενισχύσεων -σύμφωνα με τον ιστορικό Γ. Μαργαρίτη ξεπέρασαν τις 60.000- η μάχη της Αθήνας είχε κριθεί. Ουσιαστικά, όμως, ο ΕΛΑΣ είχε ηττηθεί κατά τις πρώτες μέρες των συγκρούσεων, όταν ενώ διατηρούσε την πρωτοβουλία των κινήσεων δεν κατόρθωσε να κατακτήσει στρατηγικό πλεονέκτημα, καταλαμβάνοντας ακόμη και το κέντρο της Αθήνας.
Σύμφωνα, με στρατιωτικές εκθέσεις των Βρετανών -όπως παρουσιάζονται από τον ιστορικό Μενέλαο Χαραλαμπίδη- ο ΕΛΑΣ παρουσίαζε μείζονα επιτελικά και οργανωτικά προβλήματα που δεν του επέτρεψαν την κατίσχυση στη μάχη της Αθήνας. Ο ΕΛΑΣ ί δεν ήταν τακτικός στρατός, ήξερε να μάχεται καλά σε ένα συγκεκριμένο είδος πολέμου, τον ανταρτοπόλεμο, όμως οι μάχες της Αθήνας είχαν άλλα χαρακτηριστικά και απαιτούσαν άλλη τακτική, που δεν μπόρεσε να την εφαρμόσει. Επίσης, ο ανεπαρκής συντονισμός, η πολυδιάσπαση των τμημάτων του και οι μεγάλες ελλείψεις σε βαρύ οπλισμό . και πολεμοφόδια υπονόμευαν τα επιθετικά του εγχειρήματα και του στερούσαν την κατοχύρωση τακτικών και στρατηγικών πλεονεκτημάτων.
Η γενική επίθεση στις ανατολικές συνοικίες
Η προώθηση των βρετανικών δυνάμεων σε όλο το νότιο τμήμα της πρωτεύουσας, από το Μοσχάτο έως και το κέντρο της Αθήνας, είχε ως συνέπεια την αποκοπή της 1ης Ταξιαρχίας και των άλλων δυνάμεων που δρούσαν στις ανατολικές συνοικίες από τις κύριες πηγές ανεφοδιασμού τους στη δυτική Αθήνα.
Το πρωινό της 29ης Δεκεμβρίου οι ανατολικές συνοικίες δέχθηκαν τη γενική επίθεση των βρετανικών στρατευμάτων από τρεις πλευρές. Νότια από το Κατσιπόδι και το Δουργούτι, δυτικά από το Ζάππειο και τη Ρηγίλλης προς κατάληψη του Παγκρατίου και βόρεια από δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας και της Εθνοφυλακής προς κατάληψη της Καισαριανής.
Της επίθεσης προηγήθηκε σφοδρός βομβαρδισμός της περιοχής.
Το απόγευμα, τα βρετανικά άρματα είχαν φτάσει στην πλατεία Πλαστήρα και στο Αλσος Παγκρατίου. Η Καισαριανή πολιορκούνταν από δυτικά και βόρεια, ενώ ταυτόχρονα δεχόταν τον ανηλεή βομβαρδισμό της ΡΑΦ. Οι υπερασπιστές της αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν στον Βύρωνα. Το βράδυ της 29ης Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη αξιωματικών της 1ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ στη Νέα Ελβετία και αποφασίστηκε η εκκένωση των ανατολικών συνοικιών και η ανασύνταξη στο Λιόπεσι (Παιανία).
Στις 31 Δεκεμβρίου η γραμμή άμυνας του ΕΛΑΣ στηριζόταν σε δύο μέτωπα. Το ένα βόρεια του Λυκαβηττού, στη γραμμή Γκύζη - Πολύγωνο - Κυψέλη, και το δεύτερο στην Ακαδημία Πλάτωνα, το οποίο υποστηριζόταν από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στο Περιστέρι.5 Τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου οι βρετανικές δυνάμεις έκαμψαν την αντίσταση των ΕΛΑΣιτών στις περιοχές Μεταξουργείο, πλατεία Ομόνοιας, Εξάρχεια. Στις 3 Ιανουαρίου η αμυντική διάταξη του ΕΛΑΣ κινδύνευε να πλευροκοπηθεί από τα Τουρκοβούνια. Τη νύχτα 4ης προς 5η Ιανουαρίου η ΚΕ του ΕΛΑΣ διέταξε την αποχώρηση όλων των δυνάμεων από την Αθήνα. Η μάχη της Αθήνας είχε τελειώσει.
1 Η έκθεση Σιάντου για τα Δεκεμβριανά, Γλάρος, Αθήνα, 1986, ο. 15,17,18.
2 Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη της Αθήνας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2014, σ. 121-124.
3 ΓΕΣ, Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου (1944-1949), Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1998, τόμος 1, σ. 216.
4 Χαραλαμπίδης, σ. 158.
5 ΓΕΣ, Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου (1944-1949), Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1998, τόμος 1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου