17.11.16

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 7

Κατάληψη Ανδραβίδας - Καβάσιλα - Λεχαινά

Την πιο σπουδαία επιχείρηση που έκαναν, ήταν η νυχτερινή επίθεση ταυτόχρονα στις πόλεις Ανδραβίδα - Καβάσιλα -Λεχαινά. Ήταν μια βαθειά διείσδυση στον κάμπο. Έφθασαν μέχρι την θάλασσα. Έκαναν μια πορεία τροχάδην περίπου τέσσερις ώρες, χτύπησαν και ξαναγύρισαν. Ο εχθρός δεν περίμενε τέτοια βαθιά διείσδυση από μεγάλα τμήματα. Αιφνιδιάστηκε, κλείστηκε σε δύο τρία κτίρια και οι πόλεις έμειναν στα χέρια μας τρεις ώρες. Οι απώλειες του εχθρού ήταν μεγάλες. Γύρω στους 30 νεκρούς. Χώρια τραυματίες. Οι δικές μας ασήμαντες.

Εμείς από το Μαζαράκι τραβήξαμε από το χωριό Φλόκα -Κάτω Βλασία - Άνω Βλασία και φωτίσαμε στο διάσελο της Βλασίας. Εκεί καθίσαμε δέκα μέρες. Έγινε ανασυγκρότηση. Δημιουργήθηκαν δύο τάγματα στο Αρχηγείο Μαινάλου. Το πρώτο τάγμα του Πέρδικα όπως πρώτα. Λοχαγούς είχε τον Αρίστο Βασιλόπουλο, το Λύσαντρο και τον Παν. Σουγλάκο.
Το δεύτερο τάγμα, το πήρε ο Ντίνος Βρεττάκος. Λοχαγούς είχε τον Αλέκο Τσουκόπουλο και τον Ετεοκλή Δουμουλάκη. Ταυτόχρονα σχεδόν ο Αλέκος Τσουκόπουλος έγινε υποδιοικητής του Αρχηγείου Μαινάλου και τον λόχο του τον πήρα εγώ. Η τοποθέτηση του Τσουκόπουλου ήταν σωστή και αναγκαία γιατί το Αρχηγείο Μαινάλου, σαν Αρχηγείο του κέντρου του Μωριά αποτελούσε σ’ όλες τις επιχειρήσεις τη βασική δύναμη με την οποία ενεργούσαν μαζί και τ’ άλλα αρχηγεία της βόρειας Πελοποννήσου που ήταν αδύνατα. Συνεπώς η διοίκηση ήταν πάντα χωρισμένη. Ένα μέλος ακολουθούσε τα τμήματα στη βόρεια Πελοπόννησο κι ένα μέλος θάμενε στο Μαίναλο κι στ’ άλλα τμήματα. Ο άλλος λόχος δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί γιατί έλλειπαν οι διμοιρίες στο Μαίναλο.

Χάρηκα που έφυγα από τη διοίκηση του Αρχηγείου. Παρέδωσα το ίδιο βράδυ στον Παναγιώτη Κατελάνο. Είχα βαρεθεί πια αυτή τη δουλειά των πληροφοριών. Ο Σαρήγιαννης δεν ήθελε να φύγω, αλλά τελικά δε μου χάλασε το χατήρι.

Από το διάσελο της Βλασίας γυρίσαμε στα χωριά - Ράχες -Χώρες. Από εκεί στο Μαίναλο. Τα τμήματα δυνάμωσαν και εκπαιδεύτηκαν καλά με βάση ένα πρόγραμμα που είχε φτιάσει ο Κανελλόπουλος. Στον Ταΰγετο είχαν εκδηλωθεί εκκαθαριστικές. Τώρα όμως ο Κονταλώνης ήταν πολύ γερός. Ελίχθηκε στο χώρο του κάμποσες μέρες και τελικά κατάφερε να χτυπήσει αιφνιδιαστικά μια διλοχία στην Αρτεμησία που τη διέλυσε. Έτσι οι εκκαθαριστικές έληξαν με βαριά ήττα του εχθρού. Τότε σκοτώθηκε και ο Μήτσος Κανελλόπουλος, ο αδερφός του Κώστα Κανελλόπουλου. Παλιός κομμουνιστής κι από τους πρώτους αντάρτες του Μωριά στην κατοχή. Δεν είχε όμως το πόστο που του άξιζε. Δεν ξέρω γιατί. ' Ισως τον ακολουθούσε κάποια κατάρα από το Μπούλκες και ενώ θα έπρεπε να είναι ανώτερο στέλεχος, ήταν επίτροπος στο λόχο της νεολαίας του Αρχηγείου Ταΰγετου. Λυπηθήκαμε όλοι. Ήταν γνωστός μου από την κατοχή και λυπήθηκα πολύ. Όταν αργότερα συνάντησα τον Κώστα τον αδερφό του, τον ρώτησα τι είχε συμβεί. Δε θέλησε να μου πει. Είχε όμως πίκρα πολύ για την υπόθεση του Μήτσου.

Από το Μαίναλο φύγαμε εκτάκτως για τη βόρεια Πελοπόννησο. Με γρήγορη πορεία περάσαμε από το χωριό Βαλτεσινίκο - Γλανιτσιά - Στρέζοβα - Χόβολη - Σωποτό και στον Πριόλιθα, στο δρόμο Σοπωτού - Καλάβρυτα, σταματήσαμε. Εκεί συναντήσαμε το Μανώλη Σταθάκη με δύο λόχους του Αρχηγείου Κορινθίας. Ήρθε και ο Μπασακίδης. Θα χτυπούσαμε για δεύτερη φορά τα Καλάβρυτα. Περιμέναμε και άλλες δυνάμεις. Όταν ήταν όλα έτοιμα πήραμε την πληροφορία ότι μια φάλαγγα τριάντα αυτοκίνητα μπήκαν στα Καλάβρυτα. Έτσι ναυάγησε η επιχείρηση.

Ξαναγυρίσαμε στη Γορτυνία. Καθίσαμε στο χωριό Κοντο-βάζαινα. Από εκεί ο λόχος μας πήρε εντολή να κατεβεί στα χωριά Νιοχώρι - Χώρες - Ράχες - Μοναστηράκι για να κάνει στρατολογία. Η δουλειά αυτή ήταν σιχαμερή. Τι να κάναμε όμως. Αυτούς που στρατολογούσαμε ήταν όλοι δικοί μας, δηλαδή παιδιά από αριστερές οικογένειες. Όμως τα κλάματα δεν έλλειπαν. Μόλις έφθασα στο χωριό Χώρες κι έκανα την πρώτη στρατολογία, ήρθε σύνδεσμος με διαταγή του Αρχηγείου να γυρίσω αμέσως πίσω για την Κοντοβάζαινα. Έκανε φοβερή ζέστη. Γύρισα πίσω. Μόλις έφθασα στην Κοντοβάζαινα εκεί με περίμενε ο καπετάνιος του Αρχηγείου, ο Κώστας Λαδάς. Είχε ετοιμάσει φαγητό για το λόχο. Έγινε διανομή, κρέας βραστό και αμέσως φύγαμε.

 Επιχείρηση στο Μοναστήρι της Βλασίας - Αχαΐας Ιούλης 1948

Μου έδωσε διαταγή ο Σαρήγιαννης να βρίσκομαι το πρωί στο χωριό Πορετσό. Έπρεπε λοιπόν να βαδίσουμε όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα. Έτσι θα συμπληρώναμε σαρανταπέντε ώρες πορεία. Η διαδρομή Κοντοβάζαινα - Βουτσί - Μοναστηράκι -Ράχες - Χώρες - και πάλι πίσω Ράχες - Μοναστηράκι - Βουτσί -Κοντοβάζαινα και από εκεί Τριπόταμα - Μορόχοβα - Πορετσό -Διάσελο Βλασίας, ήταν διαδρομή σαρανταπέντε ωρών σύντομης πορείας. Ο Λαδάς συνεχώς με πίεζε να βιαστώ. Δεν ήξερε το μέρος, δεν ήξερε την απόσταση και το κυριότερο δεν ήξερε από πορείες. Νόμιζε ότι αν ο λόχος βαδίζει συνεχώς, χωρίς να κάνει στάσεις, θα φτάσει γρηγορότερα. Εγώ όμως οργάνωσα κανονική πορεία με ωριαίες στάσεις. Έπρεπε ο λόχος να φθάσει στον προορισμό του κι όχι να διαλυθεί στο δρόμο. Τελικά γκρινιάξαμε. Όμως εγώ ακολούθησα τη δική μου ταχτική.

Νύχτωσε. Ήρθαν μεσάνυχτα. Ο κόσμος κουράστηκε αλλά βαδίζαμε με συνοχή. Κάναμε στάση για φαγητό. Ο Λαδάς είχε τσακιστεί. Ήταν άμαθος σε μεγάλες πορείες. Μόλις σηκωθήκαμε με φώναξε και μου είπε ότι είχα δίκιο. Ακόμη είπε ότι θέλει ένα ζώο να συνεχίσει και θα μείνει πίσω. Πήρε το σύνδεσμο του και τράβηξαν για το χωριό Τριπόταμα να βρουν ζώο. Εμείς συνεχίσαμε. Με τα φωτήματα φθάσαμε στο χωριό Πορετσό. Ο Γκιουζέλης δεν μας περίμενε. Ούτε και ο Σαρήγιαννης. Υπολόγιζαν να φθάσουμε το μεσημέρι. Μας συγχάρηκαν. Ο λόχος έπεσε για ύπνο αμέσως εκεί που βρίσκονταν ο καθένας. Τα πόδια μας είχαν τρίψει και έσταζαν αίμα. Ευτυχώς εκεί στη ρεματιά έτρεχε κρύο νεράκι και πλυθήκαμε δηλαδή βρέξαμε τα σκέλια μας και τα πόδια μας με νερό.

Το απόγευμα μας κάλεσαν από λοχαγό και πάνω στη διοίκηση της Μεραρχίας. Εκεί μας μίλησε ο Γκιουζέλης. Έτσι αργόστροφος όπως ήταν μετρούσε κάθε κουβέντα που μας έλεγε. Ήταν πολύ προσεχτικός σ’ αυτό που έλεγε. Δεν είχε πλούσιο λεξιλόγιο αλλά ήταν σαφής και απλός, όταν διατύπωνε τις απόψεις του. Μας ανακοίνωσε ότι ένα τάγμα εχθρικό με δύναμη γύρω τους 700 άντρες με τρεις σωλήνες όλμων και τριάντα μεταγωγικά, κινήθηκε στο χώρο της Ορεινής Αχαΐας και έφθασε στην Άνω Βλασία. Έχει πιάσει το χωριό και το Μοναστήρι. Είναι ευκαιρία να το παγιδέψουμε και να το εξοντώσουμε μια και μπήκε τόσο βαθιά στον ορεινό όγκο και αποκόπηκε από τις εχθρικές βάσεις. Η πιο κοντινή βάση είναι τα Καλάβρυτα. Από εκεί για να πάρει βοήθεια θα είναι αδύνατο. Η απόσταση είναι μεγάλη και ο δρόμος περνά μέσα από βουνά και χαράδρες. Η διοίκηση της Μεραρχίας αποφάσισε να το χτυπήσει. γι' αυτό έκαμε και τη συγκέντρωση των δύο ταγμάτων που ήταν δυνατό να φθάσουν έγκαιρα. Ίσως μέσα στη νύχτα να φθάσει και ο Μπασακίδης και ο Μανώλης αν πάρουν τη διαταγή.

Δεν είχαμε ασυρμάτους και οι διαταγές στέλνονταν με συνδέσμους. Πότε να φθάσει ο σύνδεσμος, που θα βρεις τις δυνάμεις και τη διοίκηση του κάθε Αρχηγείου και πότε θάρθουν αυτές οι δυνάμεις κι αν θα είναι αμέσως σε θέση να μπουν στη μάχη. Ο λόχος μου βάδιζε συνεχώς 45 ώρες. Τώρα κοιμήθηκε πέντε ώρες, αλλά δεν ήταν σε κατάσταση τέτοια για να μπει στη μάχη. Κι όμως θα έμπαινε. Όλες αυτές τις λεπτομέρειες η διοίκηση τις παράβλεπε. Μετά τα λίγα λόγια του Γκιουζέλη πήρε το λόγο ο Κανελλόπουλος και μας ανάπτυξε το σχέδιο της επιχείρησης.

Η επιχείρηση θα άρχιζε τα χαράματα. Πριν φωτίσει θα έπρεπε να πιάσουμε τα πρώτα σπίτια. Την επίθεση θα την έκαναν τρεις λόχοι. Δύο του Ταΰγετου κι ένας δικός μας. Ένας λόχος θα έμενε στην εφεδρεία της Μεραρχίας. Θα χτυπούσαμε ταυτόχρονα στη δημοσιά, στο χωριό και στο Μοναστήρι. Η επίθεση θα ενισχύονταν και με πυρά δύο βαρειών πολυβόλων. Ένας λόχος, ο δικός μας, θα έπιανε το ύψωμα πάνω από το Μοναστήρι για να χτυπά κάθετα μέσα στο Μοναστήρι.

Μόλις τέλειωσε μας ζήτησε να ρωτήσουμε κάτι που δεν καταλάβαμε. Μπήκαν πολλές ερωτήσεις από τους διοικητές των λόχων. Οι διοικητές των ταγμάτων δεν έκαναν καμιά. Οι ερωτήσεις έδειχναν ότι οι λοχαγοί είχαν τις μεγαλύτερες αμφιβολίες, για την εκλογή του στόχου σχετικά με την τοποθεσία. Όλες οι ερωτήσεις γίνονταν γύρω από το Μοναστήρι, δηλαδή τι δύναμη είναι εκεί, τι ύψος έχει ο τοίχος, πόσες εισόδους έχει, πως θα γκρεμιστεί ο τοίχος, αν απέξω ο τόπος έχει δέντρα ή είναι γυμνός, αν υπάρχουν καλύμματα κ.λπ.

Τελικά η συζήτηση πήρε μάκρος κι όλο για το Μοναστήρι κουβεντιάζαμε. Ο Κανελλόπουλος κατάλαβε ότι οι διοικητές των λόχων έχουν μέσα τους αντιρρήσεις. Τότε ρώτησε ανοιχτά: «Μήπως έχετε προτάσεις να κάνετε και προσπαθείτε να τις βάλετε με ερωτήσεις;» Απαντήσαμε όλοι μαζί: «Ναι, δεν πρέπει να χτυπήσουμε τώρα. Το Μοναστήρι δεν πέφτει». Ο Κανελλόπουλος απάντησε ότι αυτό το ζήτημα δεν μπαίνει για συζήτηση. Η διοίκηση αποφάσισε. Τώρα συζητάμε το πως θα γίνει καλύτερα η δουλειά. Τότε έκλεισαν όλοι τα μπλοκάκια τους κι ετοιμάστηκαν να φύγουν.

Ο Γκιουζέλης ανησύχησε. Πήρε το λόγο και μας επανέλαβε τα ίδια. Τελειώνοντας μας ρώτησε έναν - έναν να πούμε τη γνώμη μας και να κάνουμε την πρότασή μας. Άρχισε από τους Ταϋγέτιους. Όλοι είπαν ότι καλύτερα είναι να χτυπήσουμε, τον εχθρό στην κίνησή του και αν μπορέσουμε ενεδρικά ή τουλάχιστον όταν θα κινιέται σε δημοσιά. Είναι ευκαιρία να γεμίσουν οι χαράδρες σκοτωμένους. Εμείς γνωρίζουμε τον τόπο, θα κινιόμαστε ελεύθερα γύρω του, θα τον παραπλανίσουμε, θα τον καταπονίσουμε, θα τον παγιδέψουμε και τελικά θα τον διαλύσουμε. Ακόμη όταν δούμε ότι δεν γίνεται αλλιώς, θα τον μπλέξουμε σε ανοιχτή μάχη. Είναι καλύτερα έτσι, παρά να τον χτυπήσουμε οχυρωμένο στο Μοναστήρι. Δεν έχουμε ούτε πυροβολικό, ούτε όλμους, ούτε νάρκες. Πως θα μπούμε στο Μοναστήρι;

Τότε ακόμη δεν είχαμε πάρει τα πάτζερ. Ένας ακόμη λόγος είναι ότι όσο αργεί ο εχθρός να βγει από την τρύπα του για να μπει στη φάκα τόσο το καλύτερο. Και μεις θα ξεκουραστούμε και θα προλάβει και ο Μπασακίδης και ο Μανώλης. Όταν έρθουν κι αυτοί η επιτυχία είναι σίγουρη. Θα πιάσουμε τους δρόμους γύρω. Ο Μανώλης θα πιάσει το δρόμο προς τα Καλάβρυτα. Ο Μπασακίδης το δρόμο προς του Φλόκα - Πάτρα και μεις θα τον έχουμε καβάλα από το Διάσελο. Όπου και να κάνει θα τον χτυπήσουμε από μπρος και από πίσω. Είναι σίγουρη δουλειά. Αυτά είπαμε όλοι.

Ο Γκιουζέλης δεν πείστηκε. Πίστευε ότι ο εχθρός θα μας ξεφύγει. Τώρα τον έχουμε κλεισμένο στη φάκα. Είχε μπροστά του τα Καλάβρυτα και τη Χαλανδρίτσα. Νόμιζε ότι ήταν εύκολο να επαναληφθεί το ίδιο. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το διοικητήριο στα Καλάβρυτα με δέκα αξιωματικούς μας παίδεψε μια μέρα και μια νύχτα και το οχυρό της διοίκησης στη Χαλανδρίτσα μας παίδεψε τέσσερις ώρες κι έπεσε με τέχνασμα. Αλλά το διοικητήριο στα Καλάβρυτα και η αστυνομία στη Χαλανδρίτσα, δεν ήταν Μοναστήρι με μεσαιωνικούς τοίχους. Στο Μοναστήρι μια διμοιρία μόνο μπορούσε να κρατήσει έξι μήνες. Καλά ο Μέραρχος επέμενε γιατί δεν είχε τίποτα υπόψη του από οχυρά, χειροβομβίδες, όλμους, δύναμη πυρός και τα τέτοια. Ούτε το πιστόλι του δεν ήξερε να καθαρίσει. Κι όμως ήξερε να επιμένει είχε αυτό το ελάττωμα. Ηταν κι αυτός ένα κομμάτι από το σώμα της τότε ηγεσίας, που νόμιζε ότι μπορεί να κάνει κάθε δουλειά, αρκεί να το αποφασίσει. Οι άλλοι όμως, Κανελλόπουλος, Σαρήγιαννης γιατί δε μίλησαν; Βέβαια ο στρατός δεν ήταν σύλλογος ή συνδικάτο. Κινείται κι ενεργεί με διαταγές που δίνει ο διοικητής, οι κατώτεροι ζητούν μόνο διευκρινήσεις. Αν τους επιτραπεί λένε τη γνώμη τους. Από κει και πέρα εκτελούν και δεν συζητούν τις διαταγές. Για τις διαταγές την ευθύνη έχει ο διοικητής κι αυτός θα υποστεί τις συνέπειες. Στο δικό μας στρατό λέγαμε τη γνώμη μας μέχρι που ήρθε ο Γκιουζέλης, σιγά - σιγά σταματήσαμε. Δεν ξέρω αν ο Κανελλόπουλος και ο Σαρήγιαννης είπαν τη γνώμη τους στη διοίκηση.

Πρώτη φορά στο Δημοκρατικό Στρατό του Μωριά παρουσιάζονταν αυτό το φαινόμενο. Από κει κι ύστερα έτσι θα πηγαίναμε. Κάθε φορά η διοίκηση θα έκανε κάτι χειρότερο για να ξεντροπιαστεί από το πρώτο και θα τάκανε πιο πολύ μούσκεμα. Έτσι συνέχισε μέχρι που σακατευτήκαμε και τελικά διαλυθήκαμε. Γι' αυτό πέσαμε όπως πέσαμε. Άλλο έπρεπε να είναι το πέσιμό μας. Δεν έπρεπε να διαλυθούμε πεινασμένοι κι άοπλοι μέσα στις πλαγιές. Θα έπρεπε να πέσουν πολλοί εχθροί για να πέσουμε ύστερα μεις. Τι να κάνουν οι ναύτες όμως, όταν έχουν έναν τσέλιγκα για καπετάνιο στο καράβι. Όσο κι αν τον σέβονται, όσο κι αν τον αγαπούν, όσο κι αν είναι παλικάρι κι αφοσιωμένος σ’ αυτούς,

Οσο κι αν αγαπά το καράβι και δίνει τη ζωή του γι’ αυτό, δεν παύει να είναι τσέλιγκας κι όχι καπετάνιος.

Μέχρι τότε δηλαδή μέχρι τη μάχη της Βλασίας, οι διοικήσεις μας ποτέ, μα ποτέ δεν έκαναν μια επιχείρηση χωρίς να δοκιμαστεί η απόφασή τους από τη γνώμη των κατωτέρων. Αν ενεργούσε ο λόχος, ο λοχαγός αποφάσιζε ακούγοντας προσεχτικά τους διμοιρίτες και ομαδάρχες. Αν ενεργούσε το τάγμα, ο ταγματάρχης αποφάσιζε ακούγοντας τη γνώμη των λοχαγών και των διμοιριτών. Αν ενεργούσε το Αρχηγείο, ο Αρχηγός αποφάσιζε με σύμφωνη γνώμη των ταγματαρχών και λοχαγών.

Όταν ξεκινούσαμε είχαμε όλοι πειστεί ότι κάναμε καλή εκλογή. Έτσι η αδυναμία μας, που δεν είχαμε επαγγελματική μόρφωση, αναπληρώνονταν και με το παραπάνω από τη συλλογική πείρα, με τη συλλογική επεξεργασία. Και μεις δηλαδή τα στελέχη, κουβαλάγαμε πάνω μας την πείρα πέντε ετών μάχης σε πολλές μορφές. Κι όταν είμαστε πέντε κι όταν γίναμε πενήντα κι όταν γίναμε πεντακόσιοι κι όταν μπήκαμε στις πόλεις με τον ΕΛΑΣ κι όταν είχαμε κανόνια κι όταν πολεμήσαμε τα εγγλέζικα τανκς στην Αθήνα. Και την πείρα της ήττας που ξαναβρεθήκαμε άοπλοι κρυμμένοι στις βατουλιές. Κουβαλάγαμε την πείρα του σκοπευτή, του πολυβολητή, του ομαδάρχη, του διμοιρίτη, του λοχαγού. Αυτά τα σκαλοπάτια τα ανεβαίναμε ένα - ένα και στο καθένα μείναμε πολύ καιρό και δώσαμε εξετάσεις για κάθε σκαλοπάτι.

Εγώ ανέβηκα δύο φορές τα σκαλοπάτια. Μια στον ΕΛΑΣ και μια τώρα. Το ίδιο και οι άλλοι. Όλοι τέτοιοι είμασταν. Γι’ αυτό ξεμασκαρέψαμε τους επαγγελματίες πολλές φορές και σχεδόν πάντοτε όταν είχαμε τις ίδιες δυνάμεις. Άσε πια όταν αποχτήσαμε υπεροπλία, τους ξεβρακώσαμε σαν να ήταν νεοσύλλεκτοι. Μασκαριλίκι δεν ήταν για τον εχθρό η απελευθέρωση των κρατουμένων στη Σπάρτη χωρίς ούτε έναν, ούτε έναν ελαφρά τραυματία; Μασκαριλίκι δεν ήταν τα Καλάβρυτα; Οι Κουμπάρες - Χαλανδρίτσα; Η Ξεροβούνα, ο Χαλκός, η Αμαλιάδα; Το Λεωνίδιο - Άγιος Βασίλειος; Το πιο μεγάλο μασκαριλίκι για τους εχθρούς μας δεν ήταν το γεγονός ότι στήσαμε στρατό στη χιτοθάλασσα του Μωριά; Τριάντα χιλιάδες όπλα είχαν μοιράσει στους χίτες του Μωριά, πέντε χιλιάδες χωροφύλακες δεκαπέντε χιλιάδες στρατό και σαράντα αποσπάσματα χωροφυλακής. Εμείς δεν είχαμε παρά πενήντα ένοπλους διωκόμενους στον Ταΰγετο, ογδόντα στον Πάρνωνα, είκοσι στο Μαίναλο και τίποτα άλλο. Οι ειδικοί πίστευαν ότι ήταν αδύνατο να σταθούμε.

Εμείς σταθήκαμε όμως και φτιάσαμε στρατό χωρίς να πάρουμε τίποτα από πουθενά ούτε κι από τους δικούς μας. Όλα τα πήραμε από τον εχθρό. Ακόμη και στρατιώτες. Διακόσιους αιχμαλώτους φαντάρους τους κάναμε αντάρτες. Οι δικοί μας, μας έστειλαν, όταν πια είχαμε συγκροτηθεί για καλά, δύο ασυρμάτους. Έναν από την Αθήνα που κι αυτός χάλασε αμέσως κι έναν έφεραν αυτοί που ήρθαν με την αποστολή Γκιουζέλη. Μας έστειλαν και δύο ασυρματιστές που άξιζαν πολλά. Τον Πέτρο Πέτρου από την Καστανίτσα της Κυνουρίας και το Μήτσο Κανελλόπουλο. Αργότερα μας έστειλαν το καΐκι με μπόλικα πυρομαχικά, οπλοπολυβόλα και τριακόσια περίπου πάτζερ. Τότε όμως είχαμε γίνει στρατός. Ελέγχαμε τα 2/3 του Μωριά. Από τη μάχη της Βλασίας η διοίκηση άρχισε τις κουτουράδες, άρχισε να βαράει τσαρουχιές.

Από τη συγκέντρωση φύγαμε όλοι με κρύα καρδιά. Ο Κανελλόπουλος το είδε αυτό. Οι διοικήσεις των Αρχηγείων έκαναν την κατανομή των αποστολών. Ο Σαρήγιαννης ανάθεσε στο λόχο της νεολαίας που τον διοικούσε ο Ετεοκλής Δουμουλάκης να χτυπήσει το Μοναστήρι. Στο λόχο του Λύσσαντρου να πιάσει το ύψωμα πάνω από το Μοναστήρι και να χτυπήσει κάθετα το Μοναστήρι. Οι λόχοι αυτοί είχαν σειρά. Ο δικός μου θα έμενε στην εφεδρεία της Μεραρχίας επειδή είχε πάρει μέρος στη μάχη στις Κουμπάρες. Είχε νυχτώσει πια. Εκεί πάνω στο Διάσελο της Βλασίας θα μέναμε τη νύχτα και από εκεί θα ξεκινούσαν τα τμήματα για τις αποστολές τους. Κατατοπίσαμε τους διμοιρίτες μας. Πριν ξεκινήσουμε θα κατατοπίζαμε και τους αντάρτες.

Όταν τελειώσαμε τη δουλειά μας τραβηχτήκαμε με τον Ετεοκλή πιο πέρα, καθίσαμε πίσω από κάτι βράχια, ανάψαμε τσιγάρο και συζητήσαμε για τη μάχη. Έλεγα στον Ετεοκλή να είναι συντηρητικός, να μην ξανοιχτεί γιατί ο τοίχος του Μοναστηριού δεν είναι χαντάκι. Αυτός ήλπιζε να καβαλήσει τον τοίχο αιφνιδιαστικά. Είδε τα τσιγάρα ο Κανελλόπουλος και πλησίασε σιγά - σιγά, μας αιφνιδίασε. 

Χαρήκαμε που ήρθε. Μας ρώτησε τι συζητάμε. Του είπαμε. Συζητήσαμε πολύ ώρα. Ήταν μουδιασμένος. Ήθελε κάτι να μας πει μα δεν το έλεγε. Στο τέλος καταλάβαμε ότι κι αυτός συμφωνούσε μάλλον μαζί μας. Δηλαδή να χτυπήσουμε το τάγμα του Δρακουλαράκου, νομίζω ότι ήταν το 516, στην κίνησή του. Το προτιμούσε για το λόγο ότι ήταν στη μέση το Μοναστήρι. Είχε όμως ελπίδες γιατί ο Δρακουλαράκος, όπως διαπιστώσαμε, στο Μοναστήρι είχε τοποθετήσει μόνο μια διμοιρία. Έτσι θα μπορούσαμε, αν μπαίναμε ανάμεσα στο Μοναστήρι και στο χωριό, να αποκλείσουμε το δρόμο και να μην μπει άλλη δύναμη μέσα. Μια διμοιρία πρόχειρα τοποθετημένη δεν θα είχε εφόδια για να αντέξει πολύ. Συνεπώς η υπόθεση ήταν να αποκλείσουμε την είσοδο κι άλλης δύναμης. Αυτούς που ήταν στη δημοσιά και στα σπίτια του χωριού, δεν τους πολυλογαριάζαμε.


Μία ώρα νύχτα ξημερώνοντας 23 Ιούλη 1948 ξεκινήσαμε. Σε μισή ώρα τα τμήματα συγκρούστηκαν. Ο εχθρός αφνιδιάστηκε παράτησε το χωριό και τόβαλε στα πόδια. Μερικοί οχυρώθηκαν στα τελευταία σπίτια. Οι πιο πολλοί όμως μοιράστηκαν. 'Αλλοι τράβηξαν για τη δημοσιά και το κύριο τμήμα για το Μοναστήρι. Όπως έπεσαν μπουλούκι πάνω στον Ετεοκλή, τον ανάγκασαν να μαζευτεί και έτσι μπήκαν στο Μοναστήρι γύρω στους τριακόσιους μαζί με τη διοίκηση δηλαδή το Δρακουλαράκο, που ήταν τραυματισμένος ελαφρά στο χέρι, και τον ασύρματό τους.

Ο Λύσσαντρος τους χτυπούσε συνέχεια και δεν μπορούσαν να κινούνται άνετα μέσα στο Μοναστήρι. Αλλά τους χτυπούσε μόνο από μια πλευρά. Οι άλλες ήταν απυρόβλητες. Ο Ετεοκλής έκαμε αμέσως επίθεση κι έφθασε στη πόρτα που την είχαν αφήσει ανοιχτή. Έκανε απόπειρα, μπήκε μια ομάδα μέσα αλλά γύρισε πίσω γιατί μέσα χαλούσε ο κόσμος. Ο Ετεοκλής τώρα χτυπούσε από γύρω - γύρω και ο λόχος του Λύσσαντρου μπιχτά. Αυτοί που οχυρώθηκαν στα τελευταία σπίτια, ανέκοψαν τους άλλους δύο λόχους. Μόλις φώτισε το Μοναστήρι βοηθούσε όλους, κι αυτούς που ήταν στα σπίτια και αυτούς που είχαν οχυρωθεί κάτω στη δημοσιά.

Εγώ παρακολουθούσα τη μάχη από το σταθμό διοίκησης της Μεραρχίας. Με το ραδιόφωνο είχαμε πιάσει τον ασύρματο του Δρακουλαράκου. Καλούσε για βοήθεια. Ήταν μέσα στο Μοναστήρι κι ήταν χεσμένος. Δεν μπορώ να καταλάβω τι φοβόταν. Έλεγε στον ασύρματο σε καθαρεύουσα γλώσσα: «Σας το είπον, σας το είπον ότι εδώ είναι ο πνεύμων τους, είναι ο πνεύμων τους. Τώρα κινδυνεύομεν. Χίλιοι και πλέον επίλεκτοι συμμορίται μας επιτίθενται μανιωδώς. Αμυνόμεθα σθεναρώς. Θα πέσωμεν μέχρι ενός. Από Καλάβρυτα δεν εφάνησαν ακόμη. Ούτε η αεροπορία. Αργεί, αργεί». Κάτι τέτοια έλεγε. Οι λόχοι του Ταΰγετου εκτόπισαν αυτούς που ήταν μέσα στο χωριό. Ο Ετεοκλής όμως δεν μπορούσε τώρα πια να κουνηθεί. Αυτοί συνήλθαν και τον χτυπούσαν από τα παράθυρα, από τις τρύπες, από παντού.

Η διοίκηση στην αρχή, ακούγοντας το Δρακουλαράκο να κλαίει χεσμένος, νόμιζε ότι πάμε καλά. Όταν ήρθε η αναφορά των διοικητών ότι εκτόπισαν τον εχθρό από το χωριό, χάρηκε. Δεν πρόσεξε όμως που έλεγαν ότι «τα μεταγωγικά διέφυγαν προς τη δημοσιά και δεν βρήκαμε υλικό». Μετά από μισή ώρα ήρθαν κι άλλες αναφορές των διοικητών. Σ’ αυτές αναφέρονταν ότι τα τμήματα έχουν καθηλωθεί. Ήρθε και η αεροπορία. Έριξε εφόδια στο Μοναστήρι. Χτύπησε το ύψωμα που είχε πιάσει ο Λύσσαντρος. Τραυμάτισε δύο - τρεις και ανάμεσα σ’ αυτούς, σοβαρά στο μάτι τον Λύσσαντρο. Απώλειες μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαμε πολλές. Ο Κανελλόπουλος πήγε να δει τι γίνεται. Έδωσε εντολή να κινηθεί και ο λόχος ο δικός μου προς το χωριό. Φθάσαμε στα πρώτα σπίτια. Εκεί περίμενα. Ήρθε ο Ετεοκλής και είπε ποια είναι η κατάσταση. Πήγε και ο Κανελλόπουλος να δει. Γύρισαν πίσω.

Το Μοναστήρι δεν έπεφτε. Έδωσε εντολή να ρίξουμε όσα βλήματα ατομικών όλμων έχουμε. Ιδιαίτερα τα εμπρηστικά. Κάναμε μια βάση με τις δύο σωλήνες. Ρίξαμε οχτώ βλήματα. Μερικά καπνογόνα. Πάνω στη σύγχιση ο Ετεοκλής έκανε επίθεση. Μπήκαν μέσα στο προαύλιο. Τους καθήλωσαν. Ο τόπος άναβε.

Εκεί στην πόρτα γατζώθηκαν δύο ομάδες. Αλλά πιο πέρα τίποτα. Αναγκάστηκαν να ξαναβγούν. Τότε ο Κανελλόπουλος έδωσε εντολή να σταματήσουν οι επιθέσεις. Σε μένα έδωσε εντολή να γυρίσω εκεί που ήμουνα. Γυρίσαμε πίσω στη διοίκηση της Μεραρχίας. Ο Γκιουζέλης κατέβασε τα μούτρα. Κατάλαβε κι αυτός ότι το Μοναστήρι τώρα που ενισχύθηκε δεν πέφτει. Στα μεταγωγικά δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε.

Από τη δημοσιά οργάνωσαν αντεπίθεση. Μου έδωσαν εντολή να τους χτυπήσουμε με το βαρύ πολυβόλο. Τους χτυπήσαμε. Ανατράπηκαν και γύρισαν πίσω. Ο Δρακουλαράκος εξακολουθούσε να κλαψουρίζει. Είχε φθάσει τώρα πια μεσημέρι και τα πράγματα είχαν σταθεροποιηθεί. Η αεροπορία πολυβολούσε τις γύρω κορυφές δηλαδή στα άσπρα βράχια και τις ελατόκλαρες. Ήταν φανερό ότι νικήσαμε χωρίς να πάρουμε τίποτα. Τι κι αν καταλάβαμε το χωριό; Τι κι αν τους προξενήσαμε σοβαρές απώλειες; Δέκα πέντε νεκρούς και χώρια οι τραυματίες. Για μας αυτά δε μέτραγαν. Στον αντάρτικο αγώνα, στο Μωριά δε μετράν αυτά. Στο Μωριά έπρεπε να ρίχνεις ένα φυσίγγι και να παίρνεις εκατό. Έπρεπε να σκοτώνεις εκατό και να χάνεις έναν δικό σου.

Τέλος διέταξε υποχώρηση. Φύγαμε ανενόχλητοι. Ο λόχος μου έμεινε οπισθοφυλακή. Όταν αποσύρθηκαν τα τμήματά μας πίσω από το Διάσελο, τότε κι αυτοί αναθάρρησαν. Έκαναν απόπειρα να βγουν από το χωριό. Μερικές ριπές με το βαρύ πολυβόλο και ξαναχώθηκαν στις τρύπες τους μέχρι που νύχτωσε. Δέκα νεκροί δικοί μας έμειναν εκεί. Οι πιο πολλοί μπροστά στο Μοναστήρι. Είκοσι δύο τραυματίες πήραμε μαζί μας, μόνο τέσσερις σοβαρά. Ο ένας πέθανε την άλλη μέρα από ακατάσχετη αιμορραγία. Οι άλλοι ήταν ελαφρά κι ακολούθησαν τα τμήματά τους. Στο νοσοκομείο πήγαιναν μόνο οι βαριά. Οι άλλοι θεραπεύονταν περπατώντας και ξεψυχώντας. Το μόνο που δεν τους βάζαμε σκοπιά και δεν τους φορτώναμε το οπλοπολυβόλο. Φίλε αναγνώστη έχεις δει άλλο τέτοιο στρατό, που να παίρνουν άδεια μόνο οι σκοτωμένοι; Τέτοιο στρατό είχαμε στο Μωριά.

Είχα πικραθεί πολύ. Καθώς ήμουνα οπισθοφυλακή πέρασαν από μπροστά μου όλοι οι τραυματίες. Από τους τέσσερις βαριά τραυματισμένους οι δύο ήταν παλαιοί δικοί μου αντάρτες. Ένας, φαντάρος απ’ αυτούς που είχαμε πιάσει αιχμαλώτους στη μάχη στου Βάγγου κι είχε μείνει αντάρτης στη διμοιρία μου, και το Βλαχόπουλο, ο Κώστας Βλάχος ή Αναστασόπουλος, ο αδερφός του Παναγιώτη Βλάχου ή Αναστασόπουλου, από το χωριό Τσιωρωτά της Μεσσηνίας. Τον είχα πάρει αντάρτη στην ομάδα μου από τότε που λευτερώσαμε τους θανατοποινίτες από το τραίνο στο σταθμό του Ίσσαρι. Δούλευε εκεί εργάτης. Ήταν τότε 18 χρονών που τον πήρα. Τώρα ήταν ομαδάρχης στου Ετεοκλή το λόχο. Ο φαντάρος την άλλη μέρα πέθανε από αιμορραγία. Είχε τραυματιστεί στο μπούτι και στην κοιλιά. Το Βλαχόπουλο είχε τραυματιστεί στο θώρακα, στην κοιλιά και στα πόδια. Ένα βλήμα βαριού όλμου έσκασε μπροστά του και τον λιάνισε. Είκοσι θραύσματα καρφώθηκαν επάνω του. Του τρύπησαν το πλεμόνι, και του τσάκισαν τα πόδια. Ήταν λιώμα.

Όταν με είδαν και οι δυο έβαλαν τις φωνές: «Μπελά πεθαίνουμε». Είχαν χάσει πολύ αίμα και αισθάνονταν άσχημα. Σταμάτησα τα φορεία. Φώναξα το νοσοκόμο του λόχου. Τους έδωσα κουράγιο. Άνοιξα δύο κουτιά γάλα εβαπορέ και τους έδωσα να πιουν. Φώναζε ο νοσοκόμος να μην τους δώσω. Οι άνθρωποι είχαν ξεματώσει και διψούσαν. Το γάλα τους στήλωσε. Είπα μέσα μου «πεθαμένοι και πεθαμένοι, γιατί να βασανίζονται». Ο νοσοκόμος φώναζε. Του είπα να τους κάνει κάτι να μη πονούν. Τους έκαμε μια ένεση μισή - μισή και ησύχασαν. Τους πήραν και έφυγαν. Το Βλαχόπουλο επέζησε και ζει ακόμη. Δουλεύει σιδεράς στις οικοδομές, ας είναι γεμάτο του και το πλεμόνι του σίδερα, το έσωσε ο Ν. Ζωγράφος, ο γιατρός.

Ξανασυγκεντρωθήκαμε το βράδυ στο Διάσελο της Βλασίας. Ήμασταν όλοι πεισματωμένοι και δε θέλαμε ο Δρακουλαράκος να μας ξεφύγει. Ζητήσαμε από τη διοίκηση να μείνουμε εκεί και να τον πάρουμε καταπόδι. Περιμέναμε όπου νάναι να φθάσει και ο Μπασακίδης με το Μανώλη. Δεν το αποφάσισε γιατί μάθαμε ότι μια φάλαγγα είκοσι αυτοκίνητα κινήθηκε από Καλάβρυτα για Βλασία. Τελικά η διοίκηση διέταξε να γυρίσουμε στις βάσεις μας. Έτσι στενοχωρημένοι πήραμε το δρόμο για
τη Γορτυνία. Τσάμπα τόσα θύματα, τόσο αίμα και τόση κούραση.

Για πρώτη φορά μέχρι κείνη την ημέρα, είδα να πέφτει ο πάτος ανθρώπου από την κούραση. Είχα έναν αντάρτη από την Κερπινή της Γορτυνίας, καλό παιδί και παλικάρι. Φώτη τον έλεγαν τώρα μου διαφεύγει τον επίθετό του, νομίζω ότι τον έλεγαν Τσουλουχά. Το βράδυ της πορείας για να φθάσουμε στο Πορετσό, έμεινε πίσω. Αρρώστησε. Τον βάλαμε σ’ ένα μουλάρι. Το πρωί έρχεται ο Αντώνης ο νοσοκόμος του λόχου και μου λέει ότι ο Φώτης έχει πάθει ζημιά. Τούπεσε ο πάτος. Παραξενεύτηκα. Δεν το πίστευα. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου. Τον πήρε ο Αντώνης και σιγά - σιγά τον ξανάβαλε μέσα τον πάτο. Τον έστειλα στο χωριό του να ξεκουραστεί. Όταν βρήκα το Σαρήγιαννη τον ρώτησα. Απόρρησε που δεν το ήξερα, ότι από την κούραση πέφτει ο πάτος. Τότε μου είπε ότι: «Δεν έχεις ακούσει που λένε ότι μούπεσε ο πάτος;» γι’ αυτό το λένε. Αργότερα είχαμε άλλη μια περίπτωση τέτοια στο λόχο. Οι αντάρτες αυτοί αχρηστεύτηκαν. Βγήκαν βοηθητικοί γιατί κάθε τόσο όταν κουράζονταν τους έπεφτε ο πάτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου