Έξω πάνω στο δρόμο γίνονταν το σώσε!. Η Κ. φώναζε: «Τώρα, τώρα, εδώ να τον σκοτώσουν, άμα φύγει από δω θα γλυτώσει» κι άλλα πολλά. Τα ίδια έλεγαν κι άλλες από τα γύρω χωριά. Ο χωροφύλακας που ήταν σκοπός κι άκουσε όλα αυτά, σαν Κρητικός που ήταν του φάνηκαν παράξενα. Και με ρώτησε: «Μωρέ κοπέλι άκουσα καλά ότι αυτοί ήταν με τους Γερμανούς και συ αντάρτης;» Ναι του απάντησα. «Και γι’ αυτό σε κυνήγησαν και βγήκες ξανά στο βουνό;» Ναι του απάντησα πάλι και τότε ξέσπασε: «Μωρέ εμείς στην Κρήτη τους δοσίλογους τους σφάξαμε σαν τραγιά κι αυτοί εδώ κάνουν κουμάντο. Τι πράγματα είναι αυτά. Πρώτη φορά τα βλέπω». Δεν είπα τίποτα. Κούνησα μόνο το κεφάλι. Πήρα ένα τσιγάρο απ’ αυτά που μου είχαν πετάξει και ζήτησα να τ’ ανάψω. Μούδωσε φωτιά και μετά έκλεισε την πόρτα.
Η γιορτή τέλειωσε. Είπα όσα είχα να πω κι άκουσα τον επικήδειο από τους συγχωριανούς μου. Κάπως έτσι θα μου τάψελναν όταν θα ήμουν νεκρός μπροστά τους. Δε μου κακοφάνηκε. Δεν περίμενα και καλύτερα. Ξάπλωσα και ο νους μου έτρεχε στα περασμένα. Ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα τι θα γίνει, τι θα ακολουθήσει. Φαίνεται ότι τόχα σίγουρο ότι κάπου εδώ κοντά είναι το τέλος γι’ αυτό σκεφτόμουνα τα περασμένα. Άρχισε να νυχτώνει. Ακόμη τίποτα για να με διώξουν. Ούτε και τα ρούχα, μου έφεραν. Σημάδια λέω ότι τελειώνουμε εδώ στο Ίσσαρι. Νύχτωσε καλά, ο δρόμος ησύχασε. Καμιά φορά άνοιξαν την πόρτα κρατώντας στα χέρια τους φακό. Με βοήθησαν να σηκωθώ. Μούδωσαν δύο μαγκούρες να στηριχτώ. Μ’ έβγαλαν έξω.
Ήταν έτοιμη η κουστωδία. Χωροφύλακες μπροστά, χωροφύλακες πίσω και οδηγός ο Κώστας Μεντής, ένας χίτης που είχε υπηρετήσει στον ΕΛΑΣ στο τάγμα του Ηλ. Καραμούζη. Πέρασε δίπλα μου και μου είπε: «Σε λίγο ξεμπερδεύεις συμμορίτη». Ήταν ο δεύτερος Ισσαραίος που μίλησε έτσι με κακία. Ο πρώτος ήταν ο τότε πρόεδρος ο Ανδρέας Νταμάλας ή Κατριβάνος. Αυτός μπήκε στην αστυνομία όταν ακόμη με είχαν στην καρέκλα και μου είπε: «Τώρα θα τα πληρώσεις, να μάθεις να κόβεις το κεφάλι του νοματάρχη με το τσεκούρι στον σιδηροδρομικό σταθμό». Τούχα απαντήσει ότι «όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό που λες είναι βλακεία».
Άρχισε η συνοδεία να κινείται σιγά - σιγά γιατί εγώ δε μπορούσα να βαδίσω γρήγορα. Ο δρόμος ήταν έρημος και το σκοτάδι βαθύ. Οι διαμαρτυρόμενοι διαλύθηκαν γιατί όπως έμαθα μετά, τους διαβεβαίωσαν ότι μόλις νυχτώσει θα με βγάλουν από το χωριό και θα με σκοτώσουν. Βγήκαμε από το χωριό και κάτω στις λεύκες σταματήσαμε. Τότε είπα μέσα μου: «Εδώ είναι το τέρμα». Μετά από τρία - τέσσερα λεπτά ξαναξεκινήσαμε. Σε απόσταση εκατό μέτρων ήταν ένα τζιπ. Μ’ ανέβασαν επάνω κι ανέβηκαν ακόμη δύο χωροφύλακες, ο μοίραρχος και ο οδηγός. Καθώς ξεκινήσαμε έριξαν μια ντουφεκιά. Τον ίδιο δρόμο είχα περάσει πριν τέσσερα χρόνια περίπου, δεμένος. Κι έτσι ήρθαν τα πράγματα και τώρα πάλι σακατεμένος ξαναπερνώ. Φθάσαμε στο Μεγαμπέλι. Σταμάτησαν. Πάλι εγώ είπα το ίδιο. Όμως είχαν σταματήσει γιατί τα φώτα του τζιπ είχαν στραβώσει έναν λαγό. Κατέβηκαν να τον πιάσουν αλλά ο λαγός τόσκασε.
Όταν φθάσαμε στο τέλος του δάσους εκεί που είναι ένα πηγαδάκι πριν από το χωριό Ντεληχασάνι ή Απιδίτσα, ξανασταμάτησαν. Κατέβηκαν κάτω και παραμέρισαν. Τότε πραγματικά πίστεψα ότι εκεί θα με παραχώσουν. Όμως ξαναγύρισαν σε λίγο και ξεκινήσαμε. Είχαν κατέβει οι δύο για την ανάγκη τους. Μετά πέσαμε στον κάμπο. Μπήκαμε στο χωριό Ντεληχασάνι. Τότε είπα: «Τώρα πάμε για τη Μεγαλόπολη. Από αύριο θα φανεί τι θα γίνει» και ηρέμησα. Φθάσαμε στη Μεγαλόπολη. Η αστυνομία ήταν στο σπίτι του Φασουλά. Στην πλατεία ήταν κόσμος πολύς. Κατέβηκε ο μοίραρχος και τους διέλυσε. Όπως έμαθα αργότερα τους είπε ότι λάθος πληροφορία ήταν. Δεν ήμουν εγώ αλλά άλλος αντάρτης.
Φθάσαμε στην αστυνομία, με βοήθησαν και κατέβηκα και μετά με κατέβασαν στο υπόγειο προς το δρόμο, που ήταν το κρατητήριο. Τα φώτα του δρόμου φώτιζαν λίγο και είδα μέσα μια γριά. Κάθισα στο τελευταίο σκαλοπάτι χωρίς να πω τίποτα. Το υπόγειο βρομούσε φοβερά. Μόλις ξημέρωσε είδα ότι είχε σπάσει η αποχέτευση και το υπόγειο ήταν γεμάτο ακαθαρσίες. Στο βάθος δεν έβλεπα καλά. Κάθισα στο τελευταίο σκαλοπάτι και γύρισα προς τα πίσω και στηρίχτηκα με τον αγκώνα μου. Δεν μπορούσα να προσαρμοστώ. Έγιναν τόσα πολλά και τόσο γρήγορα που φαίνονταν σαν όνειρο. Η γιαγιά φαίνεται ότι την έφερναν από κάποιο άσυλο ή την πήγαιναν σε άσυλο. Δε ρώτησα.
Αφού περίμενε δέκα λεπτά περίπου, να κινηθώ ή να πω κάτι με ρώτησε εκείνη ποιος είμαι και γιατί μ’ έφεραν εκεί. Της απάντησα μ’ ένα «δε βαριέσαι γιαγιά, δεν έχουν σημασία αυτά, τι τα θέλεις». Μετά με ρώτησε πάλι: «Εκεί θα καθίσεις; Δεν έχει κανένα σκέπασμα να ρίξεις κάτω και να καθίσεις πάνω γιατί έτσι θα πουντιάσεις». «Δεν έχω» της απάντησα. «Δεν πειράζει μην ανησυχείς, καλά είμαι». Τράβηξε η γιαγιά από το στρώμα της και μου έδωσε ένα τσόλι που έμοιαζε σα διάδρομος δηλαδή στενόμακρο κάπου δύο μέτρα. Το πήρα, το δίπλωσα, τόβαλα στο σκαλοπάτι και κάθισα πάνω. Ετοιμάστηκα δηλαδή δίπλωσα το χιτώνιό μου για να σκεπάσω τη γυμνή κοιλιά μου γιατί δεν είχα πουκάμισο, είχε λειώσει κι έγειρα στο πίσω σκαλοπάτι για να βγάλω τη νύχτα.
Δεν πρόλαβα όμως. Με φώναξε ο σκοπός ν’ ανέβω πάνω. Ανέβηκα με τα τέσσερα και κάθισα στο πλατύσκαλο που το φώτιζε καλά το φως του δρόμου. Εκεί στο κεφαλόσκαλο στην άκρη στο πεζοδρόμιο, στέκονταν ο Γιάννης Φασουλάς, τραπεζίτης και μπρούκλης, διευθυντής της Τράπεζας Αθηνών. Τον γνώριζα πολύ καλά γιατί και στην Αμερική και δω, ήταν γνωστοί και φίλοι με τον πατέρα μου. Ήταν και πρόεδρος της σχολικής εφορίας του Γυμνασίου Μεγαλόπολης πολλά χρόνια. Ήταν από τις πιο σπουδαίες πολιτικές και κοινωνικές προσωπικότητες της Μεγαλόπολης, γαμπρός του πολιτευτή Ζέρβα κ.λπ. Στην κατοχή συνεργάστηκε με τους Ιταλούς και Γερμανούς δεν ήταν όμως και ταγματασφαλίτης καθαρός, δηλαδή σαν πολιτευτής χρησιμοποιούσε τις γνωριμίες του με τους διοικητές των Ιταλών και των Γερμανών.
Μόλις τον είδα νόμισα ότι ήρθε για να καταγγείλει ή να ικανοποιήσει το πολιτικό του πάθος απολαμβάνοντας το θέαμα, Τα χάλια μου. Αυτό με ερέθισε. Για πρώτη φορά όλη αυτήν τη μέρα, άρχισα να αντιδρώ. Άρχισε να δουλεύει το μυαλό μου. Είχα τα χάλια μου. Το κεφάλι μου ήταν στο ντορβά. Κι όμως σκεφτόμουνα ότι είμαι κουρελής. Αυτό βλέπεις με πείραζε, σαν τη Μαριωρή που τις έλειπε ο φερετζές. Η ψυχολογία του ανθρώπου είναι απέραντο μυστήριο. Μόλις με είδε είπε: «Πω - πω τι κατάσταση είναι αυτή!. Πως έγινες έτσι, τι κακό χάλι είναι αυτό!. Αυτός είναι σωστό ερείπιο!». Τούριξα μια λοξή ματιά και δεν είπα τίποτα. Γύρισε στο χωροφύλακα και λέει: "Ξέρεις τι
ήταν"
Μετά απευθύνθηκε σε μένα και με ρώτησε: «Με γνωρίζεις ρε Παπακωνσταντίνου:» Του απάντησα «όχι». Επανέλαβε το ίδιο «αλήθεια δε με γνωρίζεις, για κοίταξέ με καλά». Του απάντησα πάλι: «όχι δε σε γνωρίζω». «Αν είναι αλήθεια αυτό που λες, τότε δεν είσαι καλά. Είμαι ο Γιάννης Φασουλάς φίλος του πατέρα σου και χρόνια πολλά πρόεδρος της σχολικής επιτροπής του Γυμνασίου. Κι αν αυτά δεν τα θυμάσαι, τότε πρέπει να θυμάσαι ότι ήρθες και με είδες στους στρατώνες της Τρίπολης όταν ήμουνα κρατούμενος και μου έδωσες λίγα τσιγάρα, πολύ κουράγιο και μια υπόσχεση που νομίζω, ότι την τήρησες και συ και ο Μήτσος Πέρδικας και γι’ αυτό δε θα σας ξεχάσω ποτέ και δε θα φανώ αχάριστος. Μια κι έφθασες εδώ μη φοβάσαι. Δε θ ’ αφήσω να πάθεις κακό όσο είσαι εδώ» και ρώτησε το χωροφύλακα «του δώσατε να φάει;» «όχι» είπε ο χωροφύλακας. Τότε του λέει: «Είναι πάνω ο μοίραρχος;» «όχι» του λέει ο χωροφύλακας είναι στην πλατεία. Ο Φασουλάς μου είπε καληνύχτα κι έφυγε.
Κατέβηκα και γω στο σκαλοπάτι μου. Σε λίγο με ξαναφώναξε ο σκοπός. Ανέβηκα στο κεφαλόσκαλο. Εκεί ένα παιδί, βοηθός σερβιτόρου, μου είχε φέρει σ’ ένα δίσκο ένα πιάτο γεμάτο κρέας με μπάμιες, είναι η μοναδική φορά που τις έφαγα και μάλιστα με τόση όρεξη, ψωμί λευκό και δέκα τσιγάρα. «Είναι από τον κ. Φασουλά» μου είπε. Κάθισα και τάφαγα γρήγορα - γρήγορα. Η οκτάμηνη πείνα με είχε κάνει λαίμαργο και πειναλέο. Πέρασαν άλλοι οκτώ μήνες για να συνέλθω.
Η περίπτωση με το Φασουλά είναι τραγική και αστεία. Το ιστορικό είναι το παρακάτω. Μετά την ενέδρα του ΕΛΑΣ έξω από το χωριό Βάγγου που σκοτώθηκαν επτά Γερμανοί αν θυμάμαι καλά, οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό. Μετά από δεκαπέντε μέρες, συνέλαβαν τον αδερφό του Πέρδικα τον Ηλία που ήταν τότε 16 περίπου χρονών. Τον πήγαν στη Μεγαλόπολη. Τότε εγώ ήμουνα γραμματέας της ΕΠΟΝ του τμήματος της Μεγαλόπολης και καθοδηγητής των επονίτικων μαχητικών ομάδων που δρούσαν γύρω στη Μεγαλόπολη. Ειδοποιήθηκε ο Μήτσος Πέρδικας που ήταν καπετάνιος διμοιρίας, για τη σύλληψη του αδερφού του κι ήρθε να κάνει ότι μπορεί για να τον σώσει. Εγώ δεν μπορούσα να του προσφέρω πολλά πράγματα. Πέρα από διευκολύνσεις και πληροφορίες τίποτα άλλο. Με τα πολλά τελικά, πήραμε επαφή με τον Γιάννη Φασουλά κι αυτός τα κατάφερε και απελευθέρωσαν οι Γερμανοί το Λια Πέρδικα. Αυτή η ενέργεια του Γιάννη Φασουλά ήταν πραγματικά μια πατριωτική χειρονομία και για το Μήτσο Πέρδικα, που μέχρι εκείνη τη μέρα είχε χάσει δύο αδερφούς και το γαμπρό του, μεγάλη ευεργεσία που δεν την ξέχασε ποτέ.
Μετά από καιρό, όταν οι Γερμανοί φεύγοντας από την Ελλάδα, αποσύρθηκαν κι από τη Μεγαλόπολη, ακολούθησαν καμιά εικοσαριά, αυτοί ήταν όλοι κι όλοι, ταγματασφαλίτες και μερικοί πολίτες, ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Γιάννης Φασουλάς. Πήγαν στην Τρίπολη. Εκεί έμειναν γιατί την πόλη την κατείχαν οι Ταγματασφαλίτες του προδότη συνταγματάρχη Παπαδόγκωνα. Μετά την συμφωνία του ΕΛΑΣ με τους ταγματασφαλίτες και τους Εγγλέζους, ο Παπαδόγκωνας και καμιά τρακοσαριά ταγματασφαλίτες έφυγαν σαν προστατευόμενοι των Εγγλέζων για τη Σαλαμίνα. Ο Φασουλάς δεν ακολούθησε τον Παπαδόγκωνα κι έμεινε στην Τρίπολη. Όταν μπήκε ο ΕΛΑΣ συνέλαβε τους ταγματασφαλίτες που δεν έφυγαν, ανάμεσά τους και το Γιάννη Φασουλά και τους έκλεισαν σ’ ένα θάλαμο των στρατώνων της Τρίπολης και στις φυλακές. Οι άνθρωποι αυτοί πέρασαν στιγμές αφάνταστης αγωνίας μέχρι να απολυθούν, γιατί είχαν προηγηθεί οι μάχες στη Μεσσηνία μ’ όλα τα θλιβερά επακόλουθα.
Μάθαμε λοιπόν και μεις σα Μεγαλοπολίτες που είμασταν, ότι ο Φασουλάς είναι κρατούμενος. Εγώ δεν έδωσα και πολλή σημασία γιατί δεν είχα λόγους, ο Πέρδικας όμως είχε λόγους να ενδιαφερθεί. Με συνάντησε λοιπόν και μου πρότεινε να επισκεφτούμε το Φασουλά και να του δόσουμε θάρρος μια και φέρθηκε τόσο καλά στην υπόθεση του αδερφού του. Ακόμη να του πούμε ότι εάν τον καλέσουν για ανάκριση να μας βάλει μάρτυρες, για να βεβαιώσουμε τη βοήθεια που έδωσε στον αδερφό του Μήτσου. Το συζητήσαμε κι αποφασίσαμε να κάνουμε την επίσκεψη χωρίς να ρωτήσουμε την καθοδήγηση. Όταν πήγαμε όμως εκεί δε μας άφηναν. Ευτυχώς κατορθώσαμε να βρούμε το διμοιρίτη που ήταν επικεφαλής της φρουράς, ήταν γνωστός μας και μας άφησε.
Κάναμε την επίσκεψη. Ο Φασουλάς ήταν σα πεθαμένος και άθαφτος. Όταν μας είδε δάκρυσε και δεν είχε λόγια να μας πει. Καθίσαμε είκοσι λεπτά. Φοβόταν πολύ, τον καθησυχάσαμε. Τον διαβεβαιώσαμε ότι σύντομα θα απολυθεί. Εμείς είμασταν σίγουροι γι’ αυτό, γιατί ο ΕΛΑΣ δεν πείραζε κανέναν όταν παραδίνονταν. Για να τον ηρεμήσουμε του είπαμε ότι θα πάμε στη διοίκηση να πούμε αυτό που γνωρίζαμε κι αν τον καλέσουν να επικαλεστεί την μαρτυρία μας. Αυτή την ενέργειά του την γνώριζε η περιφερειακή επιτροπή Αρκαδίας και δε χρειάζονταν να ρωτήσει εμάς. Του δώσαμε καμιά δεκαριά τσιγάρα και κάποια κονσέρβα και φύγαμε. Δεν πήγαμε πουθενά να πούμε τίποτα. Δεν υπήρχε λόγος να κάνουμε κάτι τέτοιο. Στο τέλος - τέλος ήταν γνωστή όλη η δράση του.
Μετά από μια ή δυό μέρες νομίζω, ο Φασουλάς απολύθηκε. Φαίνεται λοιπόν ότι αυτός πίστεψε ότι εμείς ενεργήσαμε και βγήκε. Άντε τώρα να τον πείσεις ότι εμείς δεν κάναμε τίποτα. Ακόμη εκτίμησε και το γεγονός ότι τον επισκεφτήκαμε και του δώσαμε θάρρος. Όσοι πήγαιναν τότε εκεί για επισκεπτήριο, συνήθως τους έβριζαν γιατί είχαν θύματα δικούς τους. Με το Μήτσο δύο - τρεις φορές στο βουνό, σκεφτήκαμε να πάρουμε επαφή με το Φασουλά για να αξιοποιήσουμε τη γνωριμία μας, όμως δε θυμάμαι γιατί η διοίκηση δεν έδωσε σημασία. Τώρα λοιπόν ο Φασουλάς είχε πάρει στα σοβαρά μια αστεία περιέργεια δική μου Και υπόσχονταν πολλά.
Ήταν ο δεύτερος, πιο κάτω θα πω ποιος ήταν ο πρώτος, που αποφάσισε να με βοηθήσει χωρίς να τον καλέσει κανείς. Ο ανθρωπισμός πολλές φορές συγκατοικεί μ’ άλλες φοβερές αδυναμίες του ανθρώπου και το φιλότιμο του Έλληνα είναι προσόν που δεν έχει σα βάση το συμφέρον. Από τα γεγονότα που ακολούθησαν, βγάζω το συμπέρασμα ότι ο Φασουλάς βοήθησε αρκετά και το πιο σημαντικό να μη με βασανίσουν και να μη με εξαφανίσουν. Δεν τον είδα ξανά από τότε. Δεν ξέρω αν ζει. Έμαθα ότι έφυγε ξανά για την Αμερική. Αν τον συναντούσα, θα μάθαινα πολλά για τότε.
Κάθισα στη σκάλα σχεδόν μέχρι τα μεσάνυχτα. Μετά κόπηκα, με πόνεσε η μέση μου και το τραυματισμένο πόδι και σηκώθηκα κούτσα - κούτσα και έστρωσα το διάδρομο της γιαγιάς κοντά στον τοίχο και ξάπλωσα. Τότε η γιαγιά κατάλαβε ότι είμαι τραυματίας. Μέχρι το πρωί νομίζω ότι ήμουνα ξάγρυπνος. Δεν κατάλαβα αν κοιμήθηκα ή ήμουν ξύπνιος. Ήταν μια κατάσταση θαμπή, ανακατεμένη. Το πρωί κατάλαβα ότι ο πυρετός υποχώρησε κι αλάφρωσε το κεφάλι μου. Μέσα εκεί ήταν μια βρύση. Πήγα τοίχο - τοίχο και τόβρεξα και άνοιξα τα μάτια μου. Κατά τις δέκα έφεραν και το γιατρό, το Χανηλομάτη. Πολιτικός τυχοδιώκτης και γιατρός χωρίς επιστημονική κατάρτιση, περισσότερο εμπειρικός γιατρός της πεντάρας, ήταν έτοιμος να συνεργαστεί και με το διάβολο αρκεί να έβγαζε χρήματα. Πολιτικάντης μεγάλης ολκής, κατάφερνε με όλες τις καταστάσεις, καλυπτόμενος πάντα κάτω από την επιστημονική του ιδιότητα να κερδίζει.
Τον είχε στείλει ο Φασουλάς. Ήρθε να δει το τραύμα μου. Το είδε από μακρυά και γυρίζοντας στο μοίραρχο του είπε ακριβώς αυτά: «Κοίτα, γαμώ την Παναγία του. Τόσες μέρες ακάλυπτο μέσα στη βρώμα και δε γαγραίνιασε. Οι δικοί μας με τόσα φάρμακα και μέσα στα νοσοκομεία παθαίνουν αμέσως μόλυνση. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι είναι κάτι άλλο». Αυτή ήταν η γνωμάτευση και η συνταγή του γιατρού. Είπε να μου δώσουν έναν επίδεσμο να το δέσω κι έφυγε. Δε μου έδωσαν τίποτα. Μετά από τέσσερις μέρες μου έφερε η μάνα μου όταν την άφησαν να με δει.
Το μεσημέρι 14 Αυγούστου έφεραν κάτω και τον Κανατά Κώστα. Μου είπε όλα όσα έπαθε από την ημέρα που χωρίσαμε. Βάδιζε με δυσκολία. Το τραύμα του ήταν σαν το δικό μου αλλά το στραμπούληγμα είχε βελτιωθεί σημαντικά. Δεν πίστευε ότι θα συναντιόμασταν. Δεν πίστευε ότι θα πήγαινα για το χωριό μου και γι’ αυτό τους είπε ότι πηγαίνω κατά κει. Τούπα ότι δεν έφταιξε αυτό. Το πόδι μου και ο πυρετός με γονάτησαν κι όχι αυτά που έμαθαν από αυτόν. Τους είχε πει όσα ήξερε, δηλαδή ότι σχεδόν ήξεραν κι αυτοί. Δεν υπήρχαν μυστικά, δεν υπήρχαν νοσοκομεία κρυφά ούτε κρύπτες, ούτε αποθήκες τροφίμων, ούτε τροφοδότες, ούτε πληροφοριοδότες πια, για να τα καταδώσει. Δεν υπήρχε τίποτε μόνο εμείς που γυρίζαμε τις νύχτες σαν τ’ αγρίμια και λουφάζαμε τη μέρα πότε δω και πότε εκεί.
Οι πληροφορίες που έδωσε ο Κανατάς και για μένα και για τους άλλους, αφορούσαν κυρίως τις κινήσεις μας δηλαδή τον τρόπο που κινιόμασταν και τους βασικούς χώρους που συχνάζαμε και τους τρόπους που είχαμε καθιερώσει για τις συναντήσεις μας. Σ’ όλα αυτά ήταν φανερή μια βασική αρχή πάνω στην οποία χτίζονταν τ’ άλλα. Η αρχή αυτή ήταν: Καμιά σιγουριά, όλα μπορεί να συμβούν με όλους. Εμπιστοσύνη μόνο στα μέτρα και πουθενά αλλού. Αυτή η ταχτική ήταν αποτέλεσμα πικρών εμπειριών.
Έδωσε βέβαια και τον χώρο συνάντησης που είχαμε ορίσει, όπως κάναμε κάθε φορά που βγαίναμε από το Μαίναλο για να συναντηθούμε, σε περίπτωση που θα μας τύχαινε κάτι, όπως μια ενέδρα ή μια σύγκρουση και σκορπίζαμε. Αυτός ο χώρος όμως ήταν για τη βραδιά εκείνη ή την άλλη το πολύ, μετά έπαυε να ισχύει. Δηλαδή «πέθαινε» όπως λέγαμε τότε, ήταν νεκρός και επικίνδυνος. Γι’ αυτό δεν ξαναπερνούσαμε από εκεί για πολύ καιρό, μέχρι να περνούσε ο κίνδυνος να απελπίζονταν και ο εχθρός να περιμένει. Αυτό το κάναμε γιατί όπως είπα παραπάνω, ξεκινούσαμε από την αρχή, ότι «όλα μπορεί να συμβούν, όταν πέσουμε στα χέρια του εχθρού». Αυτό το είχαμε αποφασίσει από τότε που κουβεντιάσαμε και διαπιστώσαμε ότι νικηθήκαμε και διαλύθηκαν τα πάντα. Τότε κάψαμε κι ότι γραφτό είχαμε πάνω μας.
Έτσι λοιπόν, για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα γιατί πολλά ειπώθηκαν και πολλά αναθέματα πέσανε από πολλούς που ενώ δεν ξέρουνε τίποτα, βγάζουν καταδίκες απ’ αυτά που ακούσανε. Οι πληροφορίες που έδωσε ο Κανατάς Κώστας και το ομολόγησε σε μένα ότι τις έδωσε, για το χώρο συνάντησης που είχαμε ορίσει σε περίπτωση που θα πέφταμε σε ενέδρα, και όπως πέσαμε, ήταν ουσιαστικά άχρηστες γιατί τις έδωσε την έβδομη μέρα από τη μέρα που πέσαμε σ’ ενέδρα. Άρα είχαν περάσει έξι βραδιές (5.8. - 11). Ο Κανατάς τραυματίστηκε, όπως κι εγώ στις 5.8.49 και παραδόθηκε στις 11.8.49. Συνεπώς ο χώρος ήταν «πεθαμένος», «νεκρός κι επικίνδυνος». Για είκοσι τουλάχιστον μέρες δεν έπρεπε να περάσει κανένας από εκεί ούτε από χίλια μέτρα απόσταση εάν δεν είχαμε συναντηθεί όλοι, δηλαδή να μη λείπει κάποιος.
Αυτό το ξέρουν όλοι όσοι επέζησαν και δυστυχώς επέζησαν μόνο τέσσερις. Ο Αποστολάκος Μήτσος, ο Χαλάτσης Νίκος ή Βολιώτης και ο Γιάννης Σπυρόπουλος ή Κάπας. Αυτοί μπορούν να το βεβαιώσουν και ίσως έχουν γράψει κάτι γι’ αυτό. Τώρα ο Κανατάς είναι νεκρός και θα ήταν εύκολο να τα φορτώσουμε σ’ αυτόν κι έτσι να πούμε ότι χαθήκαμε τότε, κι όχι αργότερα, γιατί έτσι κι αλλιώς θα χανόμασταν, επειδή αυτός μαρτύρησε το χώρο συνάντησης.
Αυτό όμως δεν είναι δίκαιο, ας μην έχει τώρα πια σημασία. Αυτός έχει ευθύνη γιατί έδωσε τους τόπους συνάντησης αλλά υπάρχει κι ευθύνη σ’ αυτούς που παραβίασαν τους κανόνες συνάντησης. Αυτό έκανε ο Πέρδικας και οι άλλοι. Άρα έχουν κι αυτοί ευθύνη.
Ακόμη κάτι περισσότερο που επιβεβαιώνει ότι η πληροφορία ήταν νεκρή, είναι το γεγονός ότι κανένας δεν πλησίασε στο χώρο αυτό και κανένας δεν έπαθε ζημιά ούτε την πρώτη ούτε τη δεύτερη ούτε την τρίτη βραδιά. Μετά από έντεκα και (16.8.49) παραπάνω μέρες τρακαρίστηκαν με τους χωροφύλακες ακριβώς πίσω από το Μπλεσίβο στη θέση Συνέσοβα περίπου, ο Πέρδικας, ο Μπάρμπα Παύλος, ο Γιάνης Σπυρόπουλος, ο Νίκος Βολιώτης και ο Θανάσης Κολοβός, όχι βράδυ, αλλά κατά τις εννιά η ώρα το πρωί. Τους είδαν πρώτα οι δικοί μας, δεν τους έριξαν αλλά έτρεξαν να φύγουν, εκεί τραυματίστηκε ο Πέρδικας στο χέρι και μετά σε απόσταση χιλίων μέτρων τον ξαναχτύπησαν και τον σκότωσαν καθώς κάθονταν για να ξεκουραστεί χωρίς να υπολογίσει ότι άφηνε πίσω του ίχνη από αίματα. Ίσως δεν τους άκουσε γιατί βούιζαν τ’ αυτιά του. Από την νευρασθένειά του δεν άκουγε καλά.
Αυτά όλα που γράφω τ’ άκουσα από το Νίκο Χαλάτση, μου τα είπε στο στρατόπεδο της Τρίπολης όταν τον συνάντησα. Αν αυτός μου είπε ψέματα τότε κι αυτές οι λεπτομέρειες που αναφέρω είναι ψεύτικες. Έχω όμως διασταυρώσει κι άλλες πληροφορίες από δεύτερο και τρίτο χέρι και με επουσιώδεις παραλλαγές που συμπίμτουν. Αυτά που έμαθα από το Νίκο Χαλάτση και τους άλλους υποστηρίζονται και από την εφημερίδα «ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΤΙΣ» που έβγαινε κείνη την εποχή από έναν άκρο - δεξιό. Σ’ αυτήν αναφέρεται όλο το ιστορικό της δολοφονίας του Πέρδικα...
Γράφει ότι ο Κανατάς έδωσε όλους τους χώρους συνάντησης, ότι τον μετέφεραν πάνω σ’ ένα μουλάρι «επί τόπου» και υπέδειξε τα σημεία αυτά δηλ. τα ραντεβού - χώρου και το τελευταίο ραντεβού χώρου - χρόνου. Αναφέρει ακόμη και τις ημερομηνίες. Αναφέρει τοποθεσίες στο Μαίναλο. Επίσης αναφέρει ότι την «13ην Αυγούστου άπαντα τα αποσπάσματα και τα Μ.Ε.Α οδηγούμενα... κ.λπ. κατέλαβαν τας θέσεις των». Απ’ όλα αυτά βγαίνει το συμπέρασμα ότι το ραντεβού χώρου - χρόνου για τις πέντε και έξη Αυγούστου ήταν πια νεκρό. Η εφημερίδα αυτή είχε πληροφορίες από πρώτο χέρι γιατί ήταν δεξιά. Υπάρχει και η πληροφορία, που είναι βάσιμη ότι ο Πέρδικας όταν ξέφυγε από την ενέδρα, σε απόσταση χιλίων περίπου μέτρων, αυτοκτόνησε κι αυτοί άκουσαν τον πυροβολισμό και πήγαν και τον βρήκαν. Μετά διέδωσαν ότι τον σκότωσαν για να πάρουν την επικήρυξη. Αυτό υποστηρίζεται και σήμερα από ανθρώπους στα χωριά που είδαν το νεκρό από κοντά. Εγώ στις δεκατρείς Αυγούστου ήμουνα ξαπλωμένος τραυματίας κι άρρωστος στο χωράφι μου, όπως είναι γνωστό σ’ όλους. Αυτό επιβεβαιώνεται και απ’ τα επίσημα έγγραφα που αναφέρονται στη σύλληψή μου. Γι' αυτό αναφέρω όλες τις εκδοχές που έμαθα μετά την δολοφονία.
Τώρα για την πληροφορία που έδωσε για μένα, επαναλαμβάνω ότι δεν ήταν αυτή που μ’ έριξε στα χέρια του εχθρού αλλά η κατάρρευση του ηθικού των δικών μου και η κατάρρευση η σωματική η δική μου δηλαδή η πείνα, ο πυρετός και το τραύμα στο πόδι, μ’ έριξαν στα χέρια του εχθρού. Η έρευνα που έγινε εξ αιτίας της πληροφορίας δεν με χτύπησε όπως παραπάνω ανάφερα. Πρέπει εδώ να σταθώ με λεπτομέρειες γιατί αυτές οι ημέρες είναι το κρίσιμο σημείο για το ξεκαθάρισμα των γεγονότων της διάλυσης της τελευταίας ομάδας μας στο Μαίναλο.
Όταν με πήγαν στο κρατητήριο, ο Κανατάς δεν ήταν εκεί, τον έφεραν την άλλη μέρα. Όπως μου είπε τον είχαν πάει στο Μαίναλο δια μέσου Χρυσοβίτσι. Τον πήγαν για να τους παραδώσει κάποιο οπλοπολυβόλο που είχε κρύψει και κάτι ανταλλακτικά παραχωμένα. Αυτά που γράφει η εφημερίδα της Μεγαλόπολης, που έβγαζε ο δεξιός Τάσος Σουλαντίκας, ότι ο Κανατάς παρέδωσε έξι οπλοπολυβόλα δεν είναι σωστά, γιατί δεν υπήρχαν απ’ ότι ξέρω. Αυτή η εφημερίδα γράφει κι άλλες ανακρίβειες. Μου είπε ότι ήταν όλα καταστραμένα αφού ήταν πρόχειρα τακτοποιημένα και βρέχονταν όλο το χειμώνα. Την κρύπτη με τα ανταλλακτικά την ήξερε όλη η ομάδα γιατί δύο - τρεις φορές την είχαμε ανοίξει μήπως συναρμολογίσουμε κανένα όπλο.
Ήταν πραγματικά σε κακά χάλια, όπως και κείνα που παρέδωσε ο Μήτσος Αποστολάκος αργότερα όταν εγώ ήμουνα στη φυλακή. Ήταν σπασμένα όπλα, άχρηστα, που τα φυλάγαμε για ανταλλακτικά. Υπήρχε μόνο ένα βαρύ πολυβόλο τύπου «Μπρέντα» Ιταλικό, ολόκληρο, αλλά κι αυτό θα ήταν άχρηστο γιατί τόχαν παραχώσει δύο χρόνια, επειδή εξαντλήθηκαν τα φυσίγγια που είχαμε.
Στη συζήτηση με τον Κανατά που κράτησε κατά διαστήματα όλη τη νύχτα, έμαθα τι είπε και τι δεν είπε, τι έκανε και τι δεν έκανε. Δε μου είπε ότι τον πήγαν καβάλα στο μουλάρι για να υποδείξει επί τόπου τις τοποθεσίες, όπως γράφει η εφημερίδα. Ίσως να ντράπηκε. Έτσι πήρα τα μέτρα μου και γλίτωσα από μια σειρά περιπέτειες που θα περνούσα για πράγματα γνωστά σ’αυτούς τα οποία εγώ θα προσπαθούσα να κρύψω, όπως τακτική, αριθμητική δύναμη της ομάδας, ονόματα, κατάσταση οπλισμού κ.λπ. Ο Κανατάς δεν είχε αναφέρει ονόματα προσώπων που είχαμε επαφές, τροφοδότες κ.λπ. Αυτό ήταν το κυριότερο. Δεν έπρεπε να πάρουμε κι άλλους ανθρώπους στο λαιμό μας. Αυτοί μας βοήθησαν με κίνδυνο της ζωής τους και έχοντας εμπιστοσύνη σε μας, τάπαιξαν κορώνα - γράμματα.
Την άλλη μέρα τον πήραν κι όπως του είπαν εκεί, θα τον πήγαιναν στην Σπάρτη γιατί από κει ήταν η καταγωγή του. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Μου είπε ότι είχε στείλει γράμμα στους δικούς του αλλά δεν ήξερε αν το πήραν. Φοβόταν μήπως οι χίτες του χωριού του, τον σκοτώσουν. Από τότε έχασα τα ίχνη του. Δεν μπόρεσα να μάθω τι έγινε και πως έγινε. Δεν μπόρεσα να μάθω που τον εξαφάνισαν. Στης Σπάρτης τις φυλακές δεν έφθασε, ούτε και στο στρατόπεδο της Τρίπολης, ούτε και στις φυλακές της Τρίπολης. Αυτά τα εξακρίβωσα. Συνεπώς τον εξαφάνισαν από τη Μεγαλόπολη μέχρι την Τρίπολη το πιθανότερο ή μέχρι την Σπάρτη. Τον δολοφόνησαν, τον σκότωσαν χωρίς δίκη, χωρίς να δώσουν λόγο σε κανέναν. Δεν ήθελαν να μείνει στη ζωή κι αποτελέσει τεκμήριο μαρτυρίας για την αυτοκτονία του Πέρδικα, γιατί έτσι δε θα εισέπραταν την επικήρυξη,που ανέρχονταν σε 70 εκατομμύρια,από το Ελληνικό Δημόσιο και πολλά άλλα από ιδιώτες δεξιούς, ντόπιους κι ελληνοαμερικάνους.
Δεν υπήρχε άλλωστε κανένας να ενδιαφερθεί, αφού τον πατέρα του τον είχαν δολοφονήσει στο χωριό του, στη Βαμπακού, μέσα στο σπίτι του, οι συμμορίτες των χιτών Κατσαρέα - Παυλάκου. Τ’ αδέρφια του ήταν μικρότερα και σκόρπισαν εδώ και εκεί στους συγγενείς του. Ποιος τολμούσε τώρα να ενδιαφερθεί. Έτσι χάθηκε ένα παλικάρι, ένας άριστος μαχητής ένας επαναστάτης, αγροτόπαιδο είκοσι χρονών. Τους αγώνες του δεν τους σβήνει το γεγονός ότι, τραυματισμένος στο ένα πόδι και άχρηστο το άλλο, νηστικός κι εξαντλημένος, χωρίς πυρομαχικά, αναγκάστηκε να παραδοθεί και δεν προτίμησε την αυτοκτονία. Γιατί να αυτοκτονήσει; τι κακό είχε κάνει;
Οι χώροι που έδωσε περιλάμβαναν όλο τον όγκο του Μαινάλου, όλο τον όγκο του Λύκειου, το βορειοδυτικό όγκο του Ταΰγετου, την επαρχία Μεγαλόπολης, την ορεινή Ολυμπία και μέρος της επαρχίας Μαντινείας και Λακεδαίμονος. Κοιτάχτε το χάρτη και θα δείτε τι απέραντη έκταση είναι αυτή. Όσο για την τακτική μας και τις μεθόδους μας, αυτές άλλαζαν από τόπο σε τόπο, από μέρα σε μέρα. Οι χώροι συνάντησης και επαφής μεταξύ μας, δηλαδή οι χώροι για ορισμένα χρονικά ραντεβού ζούσαν μια ή δύο βραδυές, μετά νέκρωναν. Οι άλλοι, που υπήρχε πιθανότητα να συναντηθούμε,αν αποκοβόμασταν πάνω από δύο τρεις μέρες, ήταν εκτεταμένοι και η συνάντηση δεν είχε ούτε ώρα, ούτε μέρα, ούτε συγκεκριμένο μέρος, ούτε καν σύνθημα. Εξαρτιόνταν μόνο κι αποκλειστικά από την ανίχνευση και την έρευνα.
Πολλοί, εχθροί και φίλοι κατά καιρούς αναρωτήθηκαν γιατί ζήσαμε. Αν έπρεπε ο Κανατάς και μεις οι άλλοι τρεις - τέσσερις που μείναμε τελευταίοι στο Μωριά, να πεθάνουμε οπωσδήποτε για να είμαστε καλοί επαναστάτες. Αν ο Κανατάς δεν είναι καλός και άξιος επαναστάτης γιατί τραυματισμένος κι άοπλος παραδόθηκε, τότε τα τέσσερα εκατομμύρια των Σοβιετικών αιχμαλώτων στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τι είναι; δεν είναι καλοί επαναστάτες; Εγώ λέω ότι είναι και παραείναι γι’ αυτό και το σοβιετικό κράτος τους αντάμειψε σαν ήρωες. Όλων αυτών που κάναν και κάνουν τον «καθαρόαιμο» επαναστάτη και ευτυχώς αυτοί είναι ελάχιστοι, τους διαφεύγει κάτι σημαντικό ή θέλουν να αγνοούν κάτι σημαντικό. Αυτό το σημαντικό ήταν ότι εμείς είμασταν στρατός με όλα τα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού στρατού και συνεπώς θα έχουμε και ήττες και νίκες και τραυματίες και αιχμαλώτους. Δεν είμαστε παράνομη πολιτική οργάνωση, ούτε κλιμάκια με ειδική αποστολή στις εσωτερικές γραμμές του εχθρού. Συνεπώς όταν νικηθήκαμε, όταν διαλυθήκαμε σαν στρατός, από εκεί και ύστερα θάχουμε και αιχμαλώτους και παράδοση. Κανένας πολιτικός ηγέτης μέχρι σήμερα, κανένα πολιτικό κόμμα δεν απαίτησε από τους μαχητές του στρατού του ή να νικήσουν ή να πεθάνουν οπωσδήποτε, ακόμη και αυτοκτονώντας όταν χαθεί ο πόλεμος.
Το γεγονός ότι δε μας σεβάστηκαν σαν αιχμαλώτους πολέμου, δείχνει τη θηριωδία τους, τα εγκληματικά τους κίνητρα για ένα λόγο περισσότερο γιατί ήταν κράτος. Κι αφού το Αμερικανόδουλο κράτος των δοσίλογων είναι κατηγορούμενο απέναντι στην ιστορία, γαιτί δε μας μεταχειρίστηκε σαν αιχμαλώτους πολέμου, το ίδιο κατηγορούμενος είναι όποιος δε μας αναγνωρίζει αυτή την ιδιότητα, μ’ όλα τα διεθνώς αναγνωρισμένα δικαιώματα, ανεξάρτητα αν είναι αριστερός ή κομμουνιστής ή ντόπιος ή ξένος.
Θα πρέπει να σκεφτούν πολύ, πάρα πολύ, αυτά τα στελέχη που για χρόνια πολλά στις φυλακές και τις εξορίες βασάνισαν με τα ερωτήματά τους, την υπεροψία τους, τον κακοήθη εγωισμό τους, την περιφρόνηση κι άλλες πράξεις, τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και τους πότισαν φαρμάκι ρωτώντας τους. Πως δε σε εκτέλεσαν; πως σ’ έπιασαν; γιατί παραδόθηκες; πως γλύτωσες; Κι όχι μόνο να το σκεφτούν αλλά να δώσουν και λόγο, γιατί με μια κοντυλιά, χαρακτήρισαν όλους αυτούς που σώθηκαν και βρέθηκαν στις φυλακές, λιπόψυχους και ξεθυμασμένους επαναστάτες, δηλαδή επαναστάτες τρίτης κατηγορίας ή όπως τόλεγαν τότε και το ξέρουν όλοι «της πλατειάς επαφής» και της «επιρροής» ενώ για τον εαυτό τους φύλαγαν την «στενή επαφή» κ.λπ. κλπ. Είναι φανερό ότι αυτή η στάση, αυτή η συμπεριφορά είναι αντικομματική. Δεν έχει καμιά σχέση με την κομμουνιστική ηθική. Γι ’ αυτό πρέπει ανοιχτά να στιγματιστεί. Εδώ δεν υπάρχουν ευθύνες γενικά. Υπάρχει ατομική ευθύνη για όποιον συμπεριφέρθηκε έτσι.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Η γιορτή τέλειωσε. Είπα όσα είχα να πω κι άκουσα τον επικήδειο από τους συγχωριανούς μου. Κάπως έτσι θα μου τάψελναν όταν θα ήμουν νεκρός μπροστά τους. Δε μου κακοφάνηκε. Δεν περίμενα και καλύτερα. Ξάπλωσα και ο νους μου έτρεχε στα περασμένα. Ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα τι θα γίνει, τι θα ακολουθήσει. Φαίνεται ότι τόχα σίγουρο ότι κάπου εδώ κοντά είναι το τέλος γι’ αυτό σκεφτόμουνα τα περασμένα. Άρχισε να νυχτώνει. Ακόμη τίποτα για να με διώξουν. Ούτε και τα ρούχα, μου έφεραν. Σημάδια λέω ότι τελειώνουμε εδώ στο Ίσσαρι. Νύχτωσε καλά, ο δρόμος ησύχασε. Καμιά φορά άνοιξαν την πόρτα κρατώντας στα χέρια τους φακό. Με βοήθησαν να σηκωθώ. Μούδωσαν δύο μαγκούρες να στηριχτώ. Μ’ έβγαλαν έξω.
Ήταν έτοιμη η κουστωδία. Χωροφύλακες μπροστά, χωροφύλακες πίσω και οδηγός ο Κώστας Μεντής, ένας χίτης που είχε υπηρετήσει στον ΕΛΑΣ στο τάγμα του Ηλ. Καραμούζη. Πέρασε δίπλα μου και μου είπε: «Σε λίγο ξεμπερδεύεις συμμορίτη». Ήταν ο δεύτερος Ισσαραίος που μίλησε έτσι με κακία. Ο πρώτος ήταν ο τότε πρόεδρος ο Ανδρέας Νταμάλας ή Κατριβάνος. Αυτός μπήκε στην αστυνομία όταν ακόμη με είχαν στην καρέκλα και μου είπε: «Τώρα θα τα πληρώσεις, να μάθεις να κόβεις το κεφάλι του νοματάρχη με το τσεκούρι στον σιδηροδρομικό σταθμό». Τούχα απαντήσει ότι «όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό που λες είναι βλακεία».
Άρχισε η συνοδεία να κινείται σιγά - σιγά γιατί εγώ δε μπορούσα να βαδίσω γρήγορα. Ο δρόμος ήταν έρημος και το σκοτάδι βαθύ. Οι διαμαρτυρόμενοι διαλύθηκαν γιατί όπως έμαθα μετά, τους διαβεβαίωσαν ότι μόλις νυχτώσει θα με βγάλουν από το χωριό και θα με σκοτώσουν. Βγήκαμε από το χωριό και κάτω στις λεύκες σταματήσαμε. Τότε είπα μέσα μου: «Εδώ είναι το τέρμα». Μετά από τρία - τέσσερα λεπτά ξαναξεκινήσαμε. Σε απόσταση εκατό μέτρων ήταν ένα τζιπ. Μ’ ανέβασαν επάνω κι ανέβηκαν ακόμη δύο χωροφύλακες, ο μοίραρχος και ο οδηγός. Καθώς ξεκινήσαμε έριξαν μια ντουφεκιά. Τον ίδιο δρόμο είχα περάσει πριν τέσσερα χρόνια περίπου, δεμένος. Κι έτσι ήρθαν τα πράγματα και τώρα πάλι σακατεμένος ξαναπερνώ. Φθάσαμε στο Μεγαμπέλι. Σταμάτησαν. Πάλι εγώ είπα το ίδιο. Όμως είχαν σταματήσει γιατί τα φώτα του τζιπ είχαν στραβώσει έναν λαγό. Κατέβηκαν να τον πιάσουν αλλά ο λαγός τόσκασε.
Όταν φθάσαμε στο τέλος του δάσους εκεί που είναι ένα πηγαδάκι πριν από το χωριό Ντεληχασάνι ή Απιδίτσα, ξανασταμάτησαν. Κατέβηκαν κάτω και παραμέρισαν. Τότε πραγματικά πίστεψα ότι εκεί θα με παραχώσουν. Όμως ξαναγύρισαν σε λίγο και ξεκινήσαμε. Είχαν κατέβει οι δύο για την ανάγκη τους. Μετά πέσαμε στον κάμπο. Μπήκαμε στο χωριό Ντεληχασάνι. Τότε είπα: «Τώρα πάμε για τη Μεγαλόπολη. Από αύριο θα φανεί τι θα γίνει» και ηρέμησα. Φθάσαμε στη Μεγαλόπολη. Η αστυνομία ήταν στο σπίτι του Φασουλά. Στην πλατεία ήταν κόσμος πολύς. Κατέβηκε ο μοίραρχος και τους διέλυσε. Όπως έμαθα αργότερα τους είπε ότι λάθος πληροφορία ήταν. Δεν ήμουν εγώ αλλά άλλος αντάρτης.
Φθάσαμε στην αστυνομία, με βοήθησαν και κατέβηκα και μετά με κατέβασαν στο υπόγειο προς το δρόμο, που ήταν το κρατητήριο. Τα φώτα του δρόμου φώτιζαν λίγο και είδα μέσα μια γριά. Κάθισα στο τελευταίο σκαλοπάτι χωρίς να πω τίποτα. Το υπόγειο βρομούσε φοβερά. Μόλις ξημέρωσε είδα ότι είχε σπάσει η αποχέτευση και το υπόγειο ήταν γεμάτο ακαθαρσίες. Στο βάθος δεν έβλεπα καλά. Κάθισα στο τελευταίο σκαλοπάτι και γύρισα προς τα πίσω και στηρίχτηκα με τον αγκώνα μου. Δεν μπορούσα να προσαρμοστώ. Έγιναν τόσα πολλά και τόσο γρήγορα που φαίνονταν σαν όνειρο. Η γιαγιά φαίνεται ότι την έφερναν από κάποιο άσυλο ή την πήγαιναν σε άσυλο. Δε ρώτησα.
Αφού περίμενε δέκα λεπτά περίπου, να κινηθώ ή να πω κάτι με ρώτησε εκείνη ποιος είμαι και γιατί μ’ έφεραν εκεί. Της απάντησα μ’ ένα «δε βαριέσαι γιαγιά, δεν έχουν σημασία αυτά, τι τα θέλεις». Μετά με ρώτησε πάλι: «Εκεί θα καθίσεις; Δεν έχει κανένα σκέπασμα να ρίξεις κάτω και να καθίσεις πάνω γιατί έτσι θα πουντιάσεις». «Δεν έχω» της απάντησα. «Δεν πειράζει μην ανησυχείς, καλά είμαι». Τράβηξε η γιαγιά από το στρώμα της και μου έδωσε ένα τσόλι που έμοιαζε σα διάδρομος δηλαδή στενόμακρο κάπου δύο μέτρα. Το πήρα, το δίπλωσα, τόβαλα στο σκαλοπάτι και κάθισα πάνω. Ετοιμάστηκα δηλαδή δίπλωσα το χιτώνιό μου για να σκεπάσω τη γυμνή κοιλιά μου γιατί δεν είχα πουκάμισο, είχε λειώσει κι έγειρα στο πίσω σκαλοπάτι για να βγάλω τη νύχτα.
Συμπαράσταση από κάποιον που νόμιζε ότι του έσωσα τη ζωή
Δεν πρόλαβα όμως. Με φώναξε ο σκοπός ν’ ανέβω πάνω. Ανέβηκα με τα τέσσερα και κάθισα στο πλατύσκαλο που το φώτιζε καλά το φως του δρόμου. Εκεί στο κεφαλόσκαλο στην άκρη στο πεζοδρόμιο, στέκονταν ο Γιάννης Φασουλάς, τραπεζίτης και μπρούκλης, διευθυντής της Τράπεζας Αθηνών. Τον γνώριζα πολύ καλά γιατί και στην Αμερική και δω, ήταν γνωστοί και φίλοι με τον πατέρα μου. Ήταν και πρόεδρος της σχολικής εφορίας του Γυμνασίου Μεγαλόπολης πολλά χρόνια. Ήταν από τις πιο σπουδαίες πολιτικές και κοινωνικές προσωπικότητες της Μεγαλόπολης, γαμπρός του πολιτευτή Ζέρβα κ.λπ. Στην κατοχή συνεργάστηκε με τους Ιταλούς και Γερμανούς δεν ήταν όμως και ταγματασφαλίτης καθαρός, δηλαδή σαν πολιτευτής χρησιμοποιούσε τις γνωριμίες του με τους διοικητές των Ιταλών και των Γερμανών.
Μόλις τον είδα νόμισα ότι ήρθε για να καταγγείλει ή να ικανοποιήσει το πολιτικό του πάθος απολαμβάνοντας το θέαμα, Τα χάλια μου. Αυτό με ερέθισε. Για πρώτη φορά όλη αυτήν τη μέρα, άρχισα να αντιδρώ. Άρχισε να δουλεύει το μυαλό μου. Είχα τα χάλια μου. Το κεφάλι μου ήταν στο ντορβά. Κι όμως σκεφτόμουνα ότι είμαι κουρελής. Αυτό βλέπεις με πείραζε, σαν τη Μαριωρή που τις έλειπε ο φερετζές. Η ψυχολογία του ανθρώπου είναι απέραντο μυστήριο. Μόλις με είδε είπε: «Πω - πω τι κατάσταση είναι αυτή!. Πως έγινες έτσι, τι κακό χάλι είναι αυτό!. Αυτός είναι σωστό ερείπιο!». Τούριξα μια λοξή ματιά και δεν είπα τίποτα. Γύρισε στο χωροφύλακα και λέει: "Ξέρεις τι
ήταν"
Μετά απευθύνθηκε σε μένα και με ρώτησε: «Με γνωρίζεις ρε Παπακωνσταντίνου:» Του απάντησα «όχι». Επανέλαβε το ίδιο «αλήθεια δε με γνωρίζεις, για κοίταξέ με καλά». Του απάντησα πάλι: «όχι δε σε γνωρίζω». «Αν είναι αλήθεια αυτό που λες, τότε δεν είσαι καλά. Είμαι ο Γιάννης Φασουλάς φίλος του πατέρα σου και χρόνια πολλά πρόεδρος της σχολικής επιτροπής του Γυμνασίου. Κι αν αυτά δεν τα θυμάσαι, τότε πρέπει να θυμάσαι ότι ήρθες και με είδες στους στρατώνες της Τρίπολης όταν ήμουνα κρατούμενος και μου έδωσες λίγα τσιγάρα, πολύ κουράγιο και μια υπόσχεση που νομίζω, ότι την τήρησες και συ και ο Μήτσος Πέρδικας και γι’ αυτό δε θα σας ξεχάσω ποτέ και δε θα φανώ αχάριστος. Μια κι έφθασες εδώ μη φοβάσαι. Δε θ ’ αφήσω να πάθεις κακό όσο είσαι εδώ» και ρώτησε το χωροφύλακα «του δώσατε να φάει;» «όχι» είπε ο χωροφύλακας. Τότε του λέει: «Είναι πάνω ο μοίραρχος;» «όχι» του λέει ο χωροφύλακας είναι στην πλατεία. Ο Φασουλάς μου είπε καληνύχτα κι έφυγε.
Κατέβηκα και γω στο σκαλοπάτι μου. Σε λίγο με ξαναφώναξε ο σκοπός. Ανέβηκα στο κεφαλόσκαλο. Εκεί ένα παιδί, βοηθός σερβιτόρου, μου είχε φέρει σ’ ένα δίσκο ένα πιάτο γεμάτο κρέας με μπάμιες, είναι η μοναδική φορά που τις έφαγα και μάλιστα με τόση όρεξη, ψωμί λευκό και δέκα τσιγάρα. «Είναι από τον κ. Φασουλά» μου είπε. Κάθισα και τάφαγα γρήγορα - γρήγορα. Η οκτάμηνη πείνα με είχε κάνει λαίμαργο και πειναλέο. Πέρασαν άλλοι οκτώ μήνες για να συνέλθω.
Η περίπτωση με το Φασουλά είναι τραγική και αστεία. Το ιστορικό είναι το παρακάτω. Μετά την ενέδρα του ΕΛΑΣ έξω από το χωριό Βάγγου που σκοτώθηκαν επτά Γερμανοί αν θυμάμαι καλά, οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό. Μετά από δεκαπέντε μέρες, συνέλαβαν τον αδερφό του Πέρδικα τον Ηλία που ήταν τότε 16 περίπου χρονών. Τον πήγαν στη Μεγαλόπολη. Τότε εγώ ήμουνα γραμματέας της ΕΠΟΝ του τμήματος της Μεγαλόπολης και καθοδηγητής των επονίτικων μαχητικών ομάδων που δρούσαν γύρω στη Μεγαλόπολη. Ειδοποιήθηκε ο Μήτσος Πέρδικας που ήταν καπετάνιος διμοιρίας, για τη σύλληψη του αδερφού του κι ήρθε να κάνει ότι μπορεί για να τον σώσει. Εγώ δεν μπορούσα να του προσφέρω πολλά πράγματα. Πέρα από διευκολύνσεις και πληροφορίες τίποτα άλλο. Με τα πολλά τελικά, πήραμε επαφή με τον Γιάννη Φασουλά κι αυτός τα κατάφερε και απελευθέρωσαν οι Γερμανοί το Λια Πέρδικα. Αυτή η ενέργεια του Γιάννη Φασουλά ήταν πραγματικά μια πατριωτική χειρονομία και για το Μήτσο Πέρδικα, που μέχρι εκείνη τη μέρα είχε χάσει δύο αδερφούς και το γαμπρό του, μεγάλη ευεργεσία που δεν την ξέχασε ποτέ.
Μετά από καιρό, όταν οι Γερμανοί φεύγοντας από την Ελλάδα, αποσύρθηκαν κι από τη Μεγαλόπολη, ακολούθησαν καμιά εικοσαριά, αυτοί ήταν όλοι κι όλοι, ταγματασφαλίτες και μερικοί πολίτες, ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Γιάννης Φασουλάς. Πήγαν στην Τρίπολη. Εκεί έμειναν γιατί την πόλη την κατείχαν οι Ταγματασφαλίτες του προδότη συνταγματάρχη Παπαδόγκωνα. Μετά την συμφωνία του ΕΛΑΣ με τους ταγματασφαλίτες και τους Εγγλέζους, ο Παπαδόγκωνας και καμιά τρακοσαριά ταγματασφαλίτες έφυγαν σαν προστατευόμενοι των Εγγλέζων για τη Σαλαμίνα. Ο Φασουλάς δεν ακολούθησε τον Παπαδόγκωνα κι έμεινε στην Τρίπολη. Όταν μπήκε ο ΕΛΑΣ συνέλαβε τους ταγματασφαλίτες που δεν έφυγαν, ανάμεσά τους και το Γιάννη Φασουλά και τους έκλεισαν σ’ ένα θάλαμο των στρατώνων της Τρίπολης και στις φυλακές. Οι άνθρωποι αυτοί πέρασαν στιγμές αφάνταστης αγωνίας μέχρι να απολυθούν, γιατί είχαν προηγηθεί οι μάχες στη Μεσσηνία μ’ όλα τα θλιβερά επακόλουθα.
Μάθαμε λοιπόν και μεις σα Μεγαλοπολίτες που είμασταν, ότι ο Φασουλάς είναι κρατούμενος. Εγώ δεν έδωσα και πολλή σημασία γιατί δεν είχα λόγους, ο Πέρδικας όμως είχε λόγους να ενδιαφερθεί. Με συνάντησε λοιπόν και μου πρότεινε να επισκεφτούμε το Φασουλά και να του δόσουμε θάρρος μια και φέρθηκε τόσο καλά στην υπόθεση του αδερφού του. Ακόμη να του πούμε ότι εάν τον καλέσουν για ανάκριση να μας βάλει μάρτυρες, για να βεβαιώσουμε τη βοήθεια που έδωσε στον αδερφό του Μήτσου. Το συζητήσαμε κι αποφασίσαμε να κάνουμε την επίσκεψη χωρίς να ρωτήσουμε την καθοδήγηση. Όταν πήγαμε όμως εκεί δε μας άφηναν. Ευτυχώς κατορθώσαμε να βρούμε το διμοιρίτη που ήταν επικεφαλής της φρουράς, ήταν γνωστός μας και μας άφησε.
Κάναμε την επίσκεψη. Ο Φασουλάς ήταν σα πεθαμένος και άθαφτος. Όταν μας είδε δάκρυσε και δεν είχε λόγια να μας πει. Καθίσαμε είκοσι λεπτά. Φοβόταν πολύ, τον καθησυχάσαμε. Τον διαβεβαιώσαμε ότι σύντομα θα απολυθεί. Εμείς είμασταν σίγουροι γι’ αυτό, γιατί ο ΕΛΑΣ δεν πείραζε κανέναν όταν παραδίνονταν. Για να τον ηρεμήσουμε του είπαμε ότι θα πάμε στη διοίκηση να πούμε αυτό που γνωρίζαμε κι αν τον καλέσουν να επικαλεστεί την μαρτυρία μας. Αυτή την ενέργειά του την γνώριζε η περιφερειακή επιτροπή Αρκαδίας και δε χρειάζονταν να ρωτήσει εμάς. Του δώσαμε καμιά δεκαριά τσιγάρα και κάποια κονσέρβα και φύγαμε. Δεν πήγαμε πουθενά να πούμε τίποτα. Δεν υπήρχε λόγος να κάνουμε κάτι τέτοιο. Στο τέλος - τέλος ήταν γνωστή όλη η δράση του.
Μετά από μια ή δυό μέρες νομίζω, ο Φασουλάς απολύθηκε. Φαίνεται λοιπόν ότι αυτός πίστεψε ότι εμείς ενεργήσαμε και βγήκε. Άντε τώρα να τον πείσεις ότι εμείς δεν κάναμε τίποτα. Ακόμη εκτίμησε και το γεγονός ότι τον επισκεφτήκαμε και του δώσαμε θάρρος. Όσοι πήγαιναν τότε εκεί για επισκεπτήριο, συνήθως τους έβριζαν γιατί είχαν θύματα δικούς τους. Με το Μήτσο δύο - τρεις φορές στο βουνό, σκεφτήκαμε να πάρουμε επαφή με το Φασουλά για να αξιοποιήσουμε τη γνωριμία μας, όμως δε θυμάμαι γιατί η διοίκηση δεν έδωσε σημασία. Τώρα λοιπόν ο Φασουλάς είχε πάρει στα σοβαρά μια αστεία περιέργεια δική μου Και υπόσχονταν πολλά.
Ήταν ο δεύτερος, πιο κάτω θα πω ποιος ήταν ο πρώτος, που αποφάσισε να με βοηθήσει χωρίς να τον καλέσει κανείς. Ο ανθρωπισμός πολλές φορές συγκατοικεί μ’ άλλες φοβερές αδυναμίες του ανθρώπου και το φιλότιμο του Έλληνα είναι προσόν που δεν έχει σα βάση το συμφέρον. Από τα γεγονότα που ακολούθησαν, βγάζω το συμπέρασμα ότι ο Φασουλάς βοήθησε αρκετά και το πιο σημαντικό να μη με βασανίσουν και να μη με εξαφανίσουν. Δεν τον είδα ξανά από τότε. Δεν ξέρω αν ζει. Έμαθα ότι έφυγε ξανά για την Αμερική. Αν τον συναντούσα, θα μάθαινα πολλά για τότε.
Κάθισα στη σκάλα σχεδόν μέχρι τα μεσάνυχτα. Μετά κόπηκα, με πόνεσε η μέση μου και το τραυματισμένο πόδι και σηκώθηκα κούτσα - κούτσα και έστρωσα το διάδρομο της γιαγιάς κοντά στον τοίχο και ξάπλωσα. Τότε η γιαγιά κατάλαβε ότι είμαι τραυματίας. Μέχρι το πρωί νομίζω ότι ήμουνα ξάγρυπνος. Δεν κατάλαβα αν κοιμήθηκα ή ήμουν ξύπνιος. Ήταν μια κατάσταση θαμπή, ανακατεμένη. Το πρωί κατάλαβα ότι ο πυρετός υποχώρησε κι αλάφρωσε το κεφάλι μου. Μέσα εκεί ήταν μια βρύση. Πήγα τοίχο - τοίχο και τόβρεξα και άνοιξα τα μάτια μου. Κατά τις δέκα έφεραν και το γιατρό, το Χανηλομάτη. Πολιτικός τυχοδιώκτης και γιατρός χωρίς επιστημονική κατάρτιση, περισσότερο εμπειρικός γιατρός της πεντάρας, ήταν έτοιμος να συνεργαστεί και με το διάβολο αρκεί να έβγαζε χρήματα. Πολιτικάντης μεγάλης ολκής, κατάφερνε με όλες τις καταστάσεις, καλυπτόμενος πάντα κάτω από την επιστημονική του ιδιότητα να κερδίζει.
Τον είχε στείλει ο Φασουλάς. Ήρθε να δει το τραύμα μου. Το είδε από μακρυά και γυρίζοντας στο μοίραρχο του είπε ακριβώς αυτά: «Κοίτα, γαμώ την Παναγία του. Τόσες μέρες ακάλυπτο μέσα στη βρώμα και δε γαγραίνιασε. Οι δικοί μας με τόσα φάρμακα και μέσα στα νοσοκομεία παθαίνουν αμέσως μόλυνση. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι είναι κάτι άλλο». Αυτή ήταν η γνωμάτευση και η συνταγή του γιατρού. Είπε να μου δώσουν έναν επίδεσμο να το δέσω κι έφυγε. Δε μου έδωσαν τίποτα. Μετά από τέσσερις μέρες μου έφερε η μάνα μου όταν την άφησαν να με δει.
Το μεσημέρι 14 Αυγούστου έφεραν κάτω και τον Κανατά Κώστα. Μου είπε όλα όσα έπαθε από την ημέρα που χωρίσαμε. Βάδιζε με δυσκολία. Το τραύμα του ήταν σαν το δικό μου αλλά το στραμπούληγμα είχε βελτιωθεί σημαντικά. Δεν πίστευε ότι θα συναντιόμασταν. Δεν πίστευε ότι θα πήγαινα για το χωριό μου και γι’ αυτό τους είπε ότι πηγαίνω κατά κει. Τούπα ότι δεν έφταιξε αυτό. Το πόδι μου και ο πυρετός με γονάτησαν κι όχι αυτά που έμαθαν από αυτόν. Τους είχε πει όσα ήξερε, δηλαδή ότι σχεδόν ήξεραν κι αυτοί. Δεν υπήρχαν μυστικά, δεν υπήρχαν νοσοκομεία κρυφά ούτε κρύπτες, ούτε αποθήκες τροφίμων, ούτε τροφοδότες, ούτε πληροφοριοδότες πια, για να τα καταδώσει. Δεν υπήρχε τίποτε μόνο εμείς που γυρίζαμε τις νύχτες σαν τ’ αγρίμια και λουφάζαμε τη μέρα πότε δω και πότε εκεί.
Οι πληροφορίες που έδωσε ο Κανατάς και για μένα και για τους άλλους, αφορούσαν κυρίως τις κινήσεις μας δηλαδή τον τρόπο που κινιόμασταν και τους βασικούς χώρους που συχνάζαμε και τους τρόπους που είχαμε καθιερώσει για τις συναντήσεις μας. Σ’ όλα αυτά ήταν φανερή μια βασική αρχή πάνω στην οποία χτίζονταν τ’ άλλα. Η αρχή αυτή ήταν: Καμιά σιγουριά, όλα μπορεί να συμβούν με όλους. Εμπιστοσύνη μόνο στα μέτρα και πουθενά αλλού. Αυτή η ταχτική ήταν αποτέλεσμα πικρών εμπειριών.
Έδωσε βέβαια και τον χώρο συνάντησης που είχαμε ορίσει, όπως κάναμε κάθε φορά που βγαίναμε από το Μαίναλο για να συναντηθούμε, σε περίπτωση που θα μας τύχαινε κάτι, όπως μια ενέδρα ή μια σύγκρουση και σκορπίζαμε. Αυτός ο χώρος όμως ήταν για τη βραδιά εκείνη ή την άλλη το πολύ, μετά έπαυε να ισχύει. Δηλαδή «πέθαινε» όπως λέγαμε τότε, ήταν νεκρός και επικίνδυνος. Γι’ αυτό δεν ξαναπερνούσαμε από εκεί για πολύ καιρό, μέχρι να περνούσε ο κίνδυνος να απελπίζονταν και ο εχθρός να περιμένει. Αυτό το κάναμε γιατί όπως είπα παραπάνω, ξεκινούσαμε από την αρχή, ότι «όλα μπορεί να συμβούν, όταν πέσουμε στα χέρια του εχθρού». Αυτό το είχαμε αποφασίσει από τότε που κουβεντιάσαμε και διαπιστώσαμε ότι νικηθήκαμε και διαλύθηκαν τα πάντα. Τότε κάψαμε κι ότι γραφτό είχαμε πάνω μας.
16 Αυγούστου 1949 = Ο Πέρδικας νεκρός
Έτσι λοιπόν, για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα γιατί πολλά ειπώθηκαν και πολλά αναθέματα πέσανε από πολλούς που ενώ δεν ξέρουνε τίποτα, βγάζουν καταδίκες απ’ αυτά που ακούσανε. Οι πληροφορίες που έδωσε ο Κανατάς Κώστας και το ομολόγησε σε μένα ότι τις έδωσε, για το χώρο συνάντησης που είχαμε ορίσει σε περίπτωση που θα πέφταμε σε ενέδρα, και όπως πέσαμε, ήταν ουσιαστικά άχρηστες γιατί τις έδωσε την έβδομη μέρα από τη μέρα που πέσαμε σ’ ενέδρα. Άρα είχαν περάσει έξι βραδιές (5.8. - 11). Ο Κανατάς τραυματίστηκε, όπως κι εγώ στις 5.8.49 και παραδόθηκε στις 11.8.49. Συνεπώς ο χώρος ήταν «πεθαμένος», «νεκρός κι επικίνδυνος». Για είκοσι τουλάχιστον μέρες δεν έπρεπε να περάσει κανένας από εκεί ούτε από χίλια μέτρα απόσταση εάν δεν είχαμε συναντηθεί όλοι, δηλαδή να μη λείπει κάποιος.
Αυτό το ξέρουν όλοι όσοι επέζησαν και δυστυχώς επέζησαν μόνο τέσσερις. Ο Αποστολάκος Μήτσος, ο Χαλάτσης Νίκος ή Βολιώτης και ο Γιάννης Σπυρόπουλος ή Κάπας. Αυτοί μπορούν να το βεβαιώσουν και ίσως έχουν γράψει κάτι γι’ αυτό. Τώρα ο Κανατάς είναι νεκρός και θα ήταν εύκολο να τα φορτώσουμε σ’ αυτόν κι έτσι να πούμε ότι χαθήκαμε τότε, κι όχι αργότερα, γιατί έτσι κι αλλιώς θα χανόμασταν, επειδή αυτός μαρτύρησε το χώρο συνάντησης.
Αυτό όμως δεν είναι δίκαιο, ας μην έχει τώρα πια σημασία. Αυτός έχει ευθύνη γιατί έδωσε τους τόπους συνάντησης αλλά υπάρχει κι ευθύνη σ’ αυτούς που παραβίασαν τους κανόνες συνάντησης. Αυτό έκανε ο Πέρδικας και οι άλλοι. Άρα έχουν κι αυτοί ευθύνη.
Ακόμη κάτι περισσότερο που επιβεβαιώνει ότι η πληροφορία ήταν νεκρή, είναι το γεγονός ότι κανένας δεν πλησίασε στο χώρο αυτό και κανένας δεν έπαθε ζημιά ούτε την πρώτη ούτε τη δεύτερη ούτε την τρίτη βραδιά. Μετά από έντεκα και (16.8.49) παραπάνω μέρες τρακαρίστηκαν με τους χωροφύλακες ακριβώς πίσω από το Μπλεσίβο στη θέση Συνέσοβα περίπου, ο Πέρδικας, ο Μπάρμπα Παύλος, ο Γιάνης Σπυρόπουλος, ο Νίκος Βολιώτης και ο Θανάσης Κολοβός, όχι βράδυ, αλλά κατά τις εννιά η ώρα το πρωί. Τους είδαν πρώτα οι δικοί μας, δεν τους έριξαν αλλά έτρεξαν να φύγουν, εκεί τραυματίστηκε ο Πέρδικας στο χέρι και μετά σε απόσταση χιλίων μέτρων τον ξαναχτύπησαν και τον σκότωσαν καθώς κάθονταν για να ξεκουραστεί χωρίς να υπολογίσει ότι άφηνε πίσω του ίχνη από αίματα. Ίσως δεν τους άκουσε γιατί βούιζαν τ’ αυτιά του. Από την νευρασθένειά του δεν άκουγε καλά.
Αυτά όλα που γράφω τ’ άκουσα από το Νίκο Χαλάτση, μου τα είπε στο στρατόπεδο της Τρίπολης όταν τον συνάντησα. Αν αυτός μου είπε ψέματα τότε κι αυτές οι λεπτομέρειες που αναφέρω είναι ψεύτικες. Έχω όμως διασταυρώσει κι άλλες πληροφορίες από δεύτερο και τρίτο χέρι και με επουσιώδεις παραλλαγές που συμπίμτουν. Αυτά που έμαθα από το Νίκο Χαλάτση και τους άλλους υποστηρίζονται και από την εφημερίδα «ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΤΙΣ» που έβγαινε κείνη την εποχή από έναν άκρο - δεξιό. Σ’ αυτήν αναφέρεται όλο το ιστορικό της δολοφονίας του Πέρδικα...
Γράφει ότι ο Κανατάς έδωσε όλους τους χώρους συνάντησης, ότι τον μετέφεραν πάνω σ’ ένα μουλάρι «επί τόπου» και υπέδειξε τα σημεία αυτά δηλ. τα ραντεβού - χώρου και το τελευταίο ραντεβού χώρου - χρόνου. Αναφέρει ακόμη και τις ημερομηνίες. Αναφέρει τοποθεσίες στο Μαίναλο. Επίσης αναφέρει ότι την «13ην Αυγούστου άπαντα τα αποσπάσματα και τα Μ.Ε.Α οδηγούμενα... κ.λπ. κατέλαβαν τας θέσεις των». Απ’ όλα αυτά βγαίνει το συμπέρασμα ότι το ραντεβού χώρου - χρόνου για τις πέντε και έξη Αυγούστου ήταν πια νεκρό. Η εφημερίδα αυτή είχε πληροφορίες από πρώτο χέρι γιατί ήταν δεξιά. Υπάρχει και η πληροφορία, που είναι βάσιμη ότι ο Πέρδικας όταν ξέφυγε από την ενέδρα, σε απόσταση χιλίων περίπου μέτρων, αυτοκτόνησε κι αυτοί άκουσαν τον πυροβολισμό και πήγαν και τον βρήκαν. Μετά διέδωσαν ότι τον σκότωσαν για να πάρουν την επικήρυξη. Αυτό υποστηρίζεται και σήμερα από ανθρώπους στα χωριά που είδαν το νεκρό από κοντά. Εγώ στις δεκατρείς Αυγούστου ήμουνα ξαπλωμένος τραυματίας κι άρρωστος στο χωράφι μου, όπως είναι γνωστό σ’ όλους. Αυτό επιβεβαιώνεται και απ’ τα επίσημα έγγραφα που αναφέρονται στη σύλληψή μου. Γι' αυτό αναφέρω όλες τις εκδοχές που έμαθα μετά την δολοφονία.
Τώρα για την πληροφορία που έδωσε για μένα, επαναλαμβάνω ότι δεν ήταν αυτή που μ’ έριξε στα χέρια του εχθρού αλλά η κατάρρευση του ηθικού των δικών μου και η κατάρρευση η σωματική η δική μου δηλαδή η πείνα, ο πυρετός και το τραύμα στο πόδι, μ’ έριξαν στα χέρια του εχθρού. Η έρευνα που έγινε εξ αιτίας της πληροφορίας δεν με χτύπησε όπως παραπάνω ανάφερα. Πρέπει εδώ να σταθώ με λεπτομέρειες γιατί αυτές οι ημέρες είναι το κρίσιμο σημείο για το ξεκαθάρισμα των γεγονότων της διάλυσης της τελευταίας ομάδας μας στο Μαίναλο.
Όταν με πήγαν στο κρατητήριο, ο Κανατάς δεν ήταν εκεί, τον έφεραν την άλλη μέρα. Όπως μου είπε τον είχαν πάει στο Μαίναλο δια μέσου Χρυσοβίτσι. Τον πήγαν για να τους παραδώσει κάποιο οπλοπολυβόλο που είχε κρύψει και κάτι ανταλλακτικά παραχωμένα. Αυτά που γράφει η εφημερίδα της Μεγαλόπολης, που έβγαζε ο δεξιός Τάσος Σουλαντίκας, ότι ο Κανατάς παρέδωσε έξι οπλοπολυβόλα δεν είναι σωστά, γιατί δεν υπήρχαν απ’ ότι ξέρω. Αυτή η εφημερίδα γράφει κι άλλες ανακρίβειες. Μου είπε ότι ήταν όλα καταστραμένα αφού ήταν πρόχειρα τακτοποιημένα και βρέχονταν όλο το χειμώνα. Την κρύπτη με τα ανταλλακτικά την ήξερε όλη η ομάδα γιατί δύο - τρεις φορές την είχαμε ανοίξει μήπως συναρμολογίσουμε κανένα όπλο.
Ήταν πραγματικά σε κακά χάλια, όπως και κείνα που παρέδωσε ο Μήτσος Αποστολάκος αργότερα όταν εγώ ήμουνα στη φυλακή. Ήταν σπασμένα όπλα, άχρηστα, που τα φυλάγαμε για ανταλλακτικά. Υπήρχε μόνο ένα βαρύ πολυβόλο τύπου «Μπρέντα» Ιταλικό, ολόκληρο, αλλά κι αυτό θα ήταν άχρηστο γιατί τόχαν παραχώσει δύο χρόνια, επειδή εξαντλήθηκαν τα φυσίγγια που είχαμε.
Στη συζήτηση με τον Κανατά που κράτησε κατά διαστήματα όλη τη νύχτα, έμαθα τι είπε και τι δεν είπε, τι έκανε και τι δεν έκανε. Δε μου είπε ότι τον πήγαν καβάλα στο μουλάρι για να υποδείξει επί τόπου τις τοποθεσίες, όπως γράφει η εφημερίδα. Ίσως να ντράπηκε. Έτσι πήρα τα μέτρα μου και γλίτωσα από μια σειρά περιπέτειες που θα περνούσα για πράγματα γνωστά σ’αυτούς τα οποία εγώ θα προσπαθούσα να κρύψω, όπως τακτική, αριθμητική δύναμη της ομάδας, ονόματα, κατάσταση οπλισμού κ.λπ. Ο Κανατάς δεν είχε αναφέρει ονόματα προσώπων που είχαμε επαφές, τροφοδότες κ.λπ. Αυτό ήταν το κυριότερο. Δεν έπρεπε να πάρουμε κι άλλους ανθρώπους στο λαιμό μας. Αυτοί μας βοήθησαν με κίνδυνο της ζωής τους και έχοντας εμπιστοσύνη σε μας, τάπαιξαν κορώνα - γράμματα.
Την άλλη μέρα τον πήραν κι όπως του είπαν εκεί, θα τον πήγαιναν στην Σπάρτη γιατί από κει ήταν η καταγωγή του. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Μου είπε ότι είχε στείλει γράμμα στους δικούς του αλλά δεν ήξερε αν το πήραν. Φοβόταν μήπως οι χίτες του χωριού του, τον σκοτώσουν. Από τότε έχασα τα ίχνη του. Δεν μπόρεσα να μάθω τι έγινε και πως έγινε. Δεν μπόρεσα να μάθω που τον εξαφάνισαν. Στης Σπάρτης τις φυλακές δεν έφθασε, ούτε και στο στρατόπεδο της Τρίπολης, ούτε και στις φυλακές της Τρίπολης. Αυτά τα εξακρίβωσα. Συνεπώς τον εξαφάνισαν από τη Μεγαλόπολη μέχρι την Τρίπολη το πιθανότερο ή μέχρι την Σπάρτη. Τον δολοφόνησαν, τον σκότωσαν χωρίς δίκη, χωρίς να δώσουν λόγο σε κανέναν. Δεν ήθελαν να μείνει στη ζωή κι αποτελέσει τεκμήριο μαρτυρίας για την αυτοκτονία του Πέρδικα, γιατί έτσι δε θα εισέπραταν την επικήρυξη,που ανέρχονταν σε 70 εκατομμύρια,από το Ελληνικό Δημόσιο και πολλά άλλα από ιδιώτες δεξιούς, ντόπιους κι ελληνοαμερικάνους.
Δεν υπήρχε άλλωστε κανένας να ενδιαφερθεί, αφού τον πατέρα του τον είχαν δολοφονήσει στο χωριό του, στη Βαμπακού, μέσα στο σπίτι του, οι συμμορίτες των χιτών Κατσαρέα - Παυλάκου. Τ’ αδέρφια του ήταν μικρότερα και σκόρπισαν εδώ και εκεί στους συγγενείς του. Ποιος τολμούσε τώρα να ενδιαφερθεί. Έτσι χάθηκε ένα παλικάρι, ένας άριστος μαχητής ένας επαναστάτης, αγροτόπαιδο είκοσι χρονών. Τους αγώνες του δεν τους σβήνει το γεγονός ότι, τραυματισμένος στο ένα πόδι και άχρηστο το άλλο, νηστικός κι εξαντλημένος, χωρίς πυρομαχικά, αναγκάστηκε να παραδοθεί και δεν προτίμησε την αυτοκτονία. Γιατί να αυτοκτονήσει; τι κακό είχε κάνει;
Οι χώροι που έδωσε περιλάμβαναν όλο τον όγκο του Μαινάλου, όλο τον όγκο του Λύκειου, το βορειοδυτικό όγκο του Ταΰγετου, την επαρχία Μεγαλόπολης, την ορεινή Ολυμπία και μέρος της επαρχίας Μαντινείας και Λακεδαίμονος. Κοιτάχτε το χάρτη και θα δείτε τι απέραντη έκταση είναι αυτή. Όσο για την τακτική μας και τις μεθόδους μας, αυτές άλλαζαν από τόπο σε τόπο, από μέρα σε μέρα. Οι χώροι συνάντησης και επαφής μεταξύ μας, δηλαδή οι χώροι για ορισμένα χρονικά ραντεβού ζούσαν μια ή δύο βραδυές, μετά νέκρωναν. Οι άλλοι, που υπήρχε πιθανότητα να συναντηθούμε,αν αποκοβόμασταν πάνω από δύο τρεις μέρες, ήταν εκτεταμένοι και η συνάντηση δεν είχε ούτε ώρα, ούτε μέρα, ούτε συγκεκριμένο μέρος, ούτε καν σύνθημα. Εξαρτιόνταν μόνο κι αποκλειστικά από την ανίχνευση και την έρευνα.
Πολλοί, εχθροί και φίλοι κατά καιρούς αναρωτήθηκαν γιατί ζήσαμε. Αν έπρεπε ο Κανατάς και μεις οι άλλοι τρεις - τέσσερις που μείναμε τελευταίοι στο Μωριά, να πεθάνουμε οπωσδήποτε για να είμαστε καλοί επαναστάτες. Αν ο Κανατάς δεν είναι καλός και άξιος επαναστάτης γιατί τραυματισμένος κι άοπλος παραδόθηκε, τότε τα τέσσερα εκατομμύρια των Σοβιετικών αιχμαλώτων στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τι είναι; δεν είναι καλοί επαναστάτες; Εγώ λέω ότι είναι και παραείναι γι’ αυτό και το σοβιετικό κράτος τους αντάμειψε σαν ήρωες. Όλων αυτών που κάναν και κάνουν τον «καθαρόαιμο» επαναστάτη και ευτυχώς αυτοί είναι ελάχιστοι, τους διαφεύγει κάτι σημαντικό ή θέλουν να αγνοούν κάτι σημαντικό. Αυτό το σημαντικό ήταν ότι εμείς είμασταν στρατός με όλα τα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού στρατού και συνεπώς θα έχουμε και ήττες και νίκες και τραυματίες και αιχμαλώτους. Δεν είμαστε παράνομη πολιτική οργάνωση, ούτε κλιμάκια με ειδική αποστολή στις εσωτερικές γραμμές του εχθρού. Συνεπώς όταν νικηθήκαμε, όταν διαλυθήκαμε σαν στρατός, από εκεί και ύστερα θάχουμε και αιχμαλώτους και παράδοση. Κανένας πολιτικός ηγέτης μέχρι σήμερα, κανένα πολιτικό κόμμα δεν απαίτησε από τους μαχητές του στρατού του ή να νικήσουν ή να πεθάνουν οπωσδήποτε, ακόμη και αυτοκτονώντας όταν χαθεί ο πόλεμος.
Το γεγονός ότι δε μας σεβάστηκαν σαν αιχμαλώτους πολέμου, δείχνει τη θηριωδία τους, τα εγκληματικά τους κίνητρα για ένα λόγο περισσότερο γιατί ήταν κράτος. Κι αφού το Αμερικανόδουλο κράτος των δοσίλογων είναι κατηγορούμενο απέναντι στην ιστορία, γαιτί δε μας μεταχειρίστηκε σαν αιχμαλώτους πολέμου, το ίδιο κατηγορούμενος είναι όποιος δε μας αναγνωρίζει αυτή την ιδιότητα, μ’ όλα τα διεθνώς αναγνωρισμένα δικαιώματα, ανεξάρτητα αν είναι αριστερός ή κομμουνιστής ή ντόπιος ή ξένος.
Θα πρέπει να σκεφτούν πολύ, πάρα πολύ, αυτά τα στελέχη που για χρόνια πολλά στις φυλακές και τις εξορίες βασάνισαν με τα ερωτήματά τους, την υπεροψία τους, τον κακοήθη εγωισμό τους, την περιφρόνηση κι άλλες πράξεις, τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και τους πότισαν φαρμάκι ρωτώντας τους. Πως δε σε εκτέλεσαν; πως σ’ έπιασαν; γιατί παραδόθηκες; πως γλύτωσες; Κι όχι μόνο να το σκεφτούν αλλά να δώσουν και λόγο, γιατί με μια κοντυλιά, χαρακτήρισαν όλους αυτούς που σώθηκαν και βρέθηκαν στις φυλακές, λιπόψυχους και ξεθυμασμένους επαναστάτες, δηλαδή επαναστάτες τρίτης κατηγορίας ή όπως τόλεγαν τότε και το ξέρουν όλοι «της πλατειάς επαφής» και της «επιρροής» ενώ για τον εαυτό τους φύλαγαν την «στενή επαφή» κ.λπ. κλπ. Είναι φανερό ότι αυτή η στάση, αυτή η συμπεριφορά είναι αντικομματική. Δεν έχει καμιά σχέση με την κομμουνιστική ηθική. Γι ’ αυτό πρέπει ανοιχτά να στιγματιστεί. Εδώ δεν υπάρχουν ευθύνες γενικά. Υπάρχει ατομική ευθύνη για όποιον συμπεριφέρθηκε έτσι.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου