Βασίλης Παπακωνσταντίνου απ' το χωριό Βάστα Αρκαδίας. Απόφοιτος Γυμνασίου, Επονίτης. Διμοιρίτης του Δ.Σ.Ε. στο Αρχηγείο Μαίναλου. Δολοφονήθηκε τον Αύγουστο του 1949 απ ’ έξω απ’ το χωριό του.
Τραυματισμός Ετεοκλή Δουμουλάκη
Σε μια έξοδο από το Μαίναλο η αποστολή του Γιαλαμά - Ετεοκλή, προς την Λυκοσούρα άργησε να γυρίσει. Ανησυχήσαμε. Μετά από δύο - τρεις μέρες γύρισε μόνος του ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Μόλις τον είδαμε μας δάγκωσαν τα φίδια. Μας είπε ότι πήγαν να πάρουν αρνιά σ’ ένα μαντρί έξω από το χωριό Ίσιωμα Καρύων της Μεγαλόπολης. Έπεσαν σε ενέδρα και τραυματίστηκε στο πόδι και στο χέρι ο Ετεοκλής Δουμουλάκης. Ακόμη ότι έχασε και το αυτόματο. Ξέφυγαν όμως και τώρα τον έχουν κριμένο στον πουρναρόλογγο απέναντι από το χωριό Δραγουμάνου, πάνω από το χωριό Παλάτου. Το χωριό αυτό ήταν στα Βορειοδυτικά του Λύκαιου. Μαζί του είχε μείνει ο Γιαλαμάς και ο μπάρμπα Γιώργης Λεμπέσης.
Ο Βασίλης ήρθε να μας πει ότι έγινε και να δούμε τι θα κάνουν. Ακόμη ήρθε να πάρει τον έναν και μοναδικό επίδεσμο που είχα εγώ. Ηταν καλός επίδεσμος μέσα είχε και μια αμπούλα με ιώδιο. Αυτόν τον φιλάγαμε για ώρα ανάγκης και να που ήρθε η ώρα. Μας είπε ακόμη ότι ο Ετεοκλής και ο Γιαλαμάς είπαν να πάω κι εγώ εκεί για να δούμε τι θα κάνουμε. Ο Πέρδικας κούνησε το κεφάλι του και δεν είπε ούτε ναι ούτε όχι. Οι άλλοι όμως δεν συμφώνησαν. Δεν ήθελαν να φύγω. Εγώ τελικά σκέφτηκα ότι και να πάω δεν μπορώ να προσφέρω τίποτα. Είπα λοιπόν στον ξάδερφό μου Βασίλη, να τους πει ότι αν ο Ετεοκλής μπορεί να κινηθεί ας τον φέρουν στο Μαίναλο. Αν δεν μπορεί να τον αφήσουν εκεί μια βδομάδα μέχρι να μαζέψει το πόδι του και μετά να τον φέρουν επάνω, ή και το καλύτερο, να τον κατεβάσουν στη Μεσσηνία στο Γκλιατέικο δάσος και να τον αφήσουν να τον φροντίζει η μάνα του Νίκου Κόλλια. Την Κόλλιενα την είχαμε το τελευταίο αποκούμπι για μια τέτοια κακιά ώρα.
Τους παράγγειλα ακόμη ότι ώσπου να πατήσει ο Ετεοκλής το πόδι του καλά, να αφήσουν εκεί μαζί του τον μπάρμπα Γιώργη Λεμπέση και ο Βασίλης με τον Γιαλαμά να κατέβουν στην Πάνω Μεσσηνία και να πάνε στο χωριό Γκλιάτα να πάρουν επαφή με την θειά Κόλλιενα και μετά να γυρίσουν να πάρουν τον Ετεοκλή. Είπα στον Βασίλη όταν χωριστήκαμε και του τόνισα να προσέξουν κι όταν θα πηγαίνουν κι όταν θα γυρίζουν να μην σταματήσουν στα Βαστέικα βουνά, δηλαδή τα μέρη του χωριού μας γιατί είναι γυμνά και το κυριότερο εκεί θα γίνεται της κακομοίρας, αφού μόνο εμείς οι δύο έχουμε μείνει ακόμη ζωντανοί απ’ όλη την επαρχία. Το τόνισα αυτό γιατί ήξερα ότι και το μέρος ήταν αδύνατο, αλλά και γιατί ήξερα ότι ο Γιαλαμάς ήθελε να πάρει επαφή με τους δικούς του. Όμως για να το κάνει αυτό, έπρεπε να μείνουν σ’ αυτά τα μέρη δύο - τρεις μέρες. Σαν να τους παράγγειλα να κάνουν ακριβώς αυτό που φοβόμουνα.
Δολοφονία Ανδρέα Γιαλαμά
Εκείνο το ηλιοβασίλεμα, χωρίσαμε με τον ξάδερφό μου. Χαιρετιστήκαμε και δεν ήταν τυχερό να ξανασμίξουμε. Ηταν η τελευταία φορά που τον είδα. Καθώς γλίστρησε μέσα στα έλατα, πάνω από το Στεμνιτσιώτικο πηγάδι είχε πάρει το δρόμο που θα τον οδηγούσε στο θάνατο. Ο δρόμος αυτός τραβούσε για τα μέρη μας για το χωριό μας. Αλίμονο όμως. Στο χωριό μας θα έφθανε μόνο το κεφάλι του που οι καλοί χριστιανοί και υπερεθνικόφρονες, αφού το κλότσησαν σαν να ήταν κλωτσοτόμαρο, το κρέμασαν στο καμπαναριό και μετά μεθοκόπησαν και γλένταγαν σαν κανίβαλοι κάτω απ’ αυτό, στο αλώνι της εκκλησιάς. Έτσι αντάμειψαν το Βασίλη, αυτόν που τόσες φορές τους γλύτωσε τα κεφάλια. Και πρέπει να το εξομολογηθώ. Όσες φορές αποφάσισα να γυρίσω τα ρέστα σ’ αυτά τα καθυστερημένα υποκείμενα, ο Βασίλης και ο Μήτσος Χρονόπουλος δεν με άφησαν. Δεν έπρεπε να τους ακούσω κι ίσως ο Βασίλης να ζούσε σήμερα. Αυτός χάθηκε και ζουν οι δολοφόνοι.
Απ ’ ότι μπορώ τώρα πια να συμπεράνω γιατί δεν ήμουνα εκεί, σ’ αυτά τα γεγονότα, ο Βασίλης γύρισε στου Παλάτου, βρήκε τους άλλους και κουβέντιασαν. Αποφάσισαν να μείνει ο Λεμπέσης με τον Ετεοκλή εκεί και ο Γιαλαμάς με το Βασίλη να πάνε στα Βαστέικα βουνά, δηλαδή στο Τετράζι, και να πάρουν επαφή με τους δικούς τους και μετά να κατέβουν στην Μεσσηνία. Πρέπει να κάθισαν δύο ή τρεις μέρες στο Τετράζι. Ίσως πήραν και την μοιραία επαφή με το Γιάννη Γιαλαμά, θείο του Αντρέα Γιαλαμά. Λέω ίσως γιατί δεν είναι εξακριβωμένο αν πήραν επαφή. Εγώ αξιολογώντας τα όσα λέγονται και όσα εγώ ξέρω για την τακτική μας περισσότερο, θεωρώ βάσιμη την εκδοχή να μην πήραν επαφή.
Πρώτα - πρώτα ποτέ εμείς δεν κλείναμε ραντεβού, μετά τα όσα είχαμε πάθει τελευταία, σε συγκεκριμένο μέρος και συγκεκριμένη ώρα. Δεύτερον, όταν πετυχαίναμε μια συνάντηση, την προετοιμάζαμε εμείς χωρίς να ξέρει ο άλλος, δηλαδή για τον άλλον ήταν αναπάντεχη. Ποτέ δεν πηγαίναμε για συνάντηση χωρίς όλη την μέρα να μην παρακολουθούμε γύρω όλο το μέρος και τρίτον μετά την συνάντηση το ίδιο βράδυ φεύγαμε γι' άλλο βουνό. Αυτή η τακτική ήταν για μας πια νόμος. Την είχαμε επεξεργαστεί και την εφαρμόζαμε πιστά και απαρέκλιτα. Ακόμη την εφαρμόζαμε και στις μεταξύ μας συναντήσεις. Ποτέ δεν ορίζαμε μέρα, ώρα, κ.λπ. Όλες τις συναντήσεις τις κάναμε μόλις σουρούπωνε δηλαδή βλέπαμε 200 -300 μέτρα. Μόλις σκοτείνιαζε δεν κάναμε συναντήσεις γιατί δεν βλέπαμε. Ύστερα πριν συναντηθούμε χτυπούσαμε δύο - τρεις φορές με δύο πέτρες και αν ακούγαμε το ίδιο, τότε έβγαινε ένας στα φανερά και έβλεπε τον άλλον. Μετά ποτέ δεν βγαίναμε όλοι στο ξέφωτο. Η συνάντηση γίνονταν μέσα στο δάσος. Όταν συναντιόμασταν με πολίτες έπρεπε απαραίτητα να έρθουν αυτοί και μετά εμείς, όταν τελειώναμε φεύγαμε όλη τη νύχτα, εγκαταλείπαμε την περιοχή.
Έτσι κάναμε και γι’ αυτό διατηρηθήκαμε τόσο καιρό σε τέτοια παρανομία και καταδίωξη. Μετά τις απόπειρες του εχθρού να μας παγιδέψει, όπως στο εξώσπιτο στου Βάγγου, με τις απόπειρες να μας δηλητηριάσουν όπως με τις τέσσερις κυψέλες στο χωριό Νεμνίτσα και μετά από τόσα και τόσα άλλα, ποτέ δεν παραγγέλναμε τρόφιμα. Παίρναμε αυτά που βρίσκαμε. Γι’ αυτό κανονικά δεν ήταν δυνατό ο Γιαλαμάς και ο Βασίλης να την πάτησαν τόσο σαν πρωτόβγαλτοι. Βέβαια ο Γιάννης Γιαλαμάς δηλαδή ο Γιάννης Δήμος, ήταν παλιοχαρακτήρας, ψωμοπάτης και ύπουλος. Ήταν κατ’ αρχήν ζωοκλέφτης που δεν είχε, όπως όλοι οι ζωοκλέφτες, φιλότιμο και μπέσα. Ήταν και δεξιός αλλά όλα αυτά τα ήξερε ο ανιψιός του ο Ανδρέας.
Τα ήξερε, γιατί άλλη μια φορά το 1945 μας κάρφωσε όταν είμασταν στην παρανομία και τυχαία συναντηθήκαμε στα Γιαλαμέικα μαντριά στο Μουρίκη, εγώ, ο Αντρέας, ο Γιώργης Τσιρούνης, ο Παναγιώτης Αναστασόπουλος ή Βλάχος και ο Γιώργης Μπουτουνής. Αυτό το μάθαμε αργότερα από τον Μήτσο Χρονόπουλο ή Καλατζή ή Καλατζομήτσο, ο οποίος για να δείξει ότι ξέρει τι κάνουμε ανάφερε κάτι υπονοούμενα για την συνάντηση αυτή. Όταν αργότερα έγινε το μπλόκο στο χωριό Γαράτζα και πιάσανε το Γιώργο Τσιρούνη, που τον σκότωσαν μετά από δέκα περίπου μέρες, μέσα στις Κωνσταντινέικες σταφίδες, καθώς τον βρήκαν κριμένο που είχε δραπετεύσει από το
κρατητήριο Διαβολιτσίου, ο Αντρέας Γιαλαμάς ανάμεσα στους πρώτους που θεωρούσε ότι τους κάρφωσαν, έβαζε και τον μπάρμπα του τον Γιάννη Δήμο. Και τότε, ο Μπουτουνής Γιώργης κι εγώ, είπαμε να κόψουμε τη γλώσσα του Γιάννη Γιαλαμά αλλά ο ανιψιός του ο Αντρέας δεν μας άφησε. Ήταν για να κάνει κι άλλο κακό. Συνεπώς δεν ήταν δυνατό τώρα ο Αντρέας να το είχε ξεχάσει.
Μ' όλα αυτά που αναφέρω, δεν θέλω να αποκλείσω και την εκδοχή να πήρε επαφή μαζί του, γιατί ο άνθρωπος καμιά φορά πάνω στην απελπισία του κάνει παραχωρήσεις ή και ενέργειες απερίσκεπτες. Ενισχύει αυτή την εκδοχή αυτό που αναφέρεται ότι βρήκαν κόκαλα από σφαχτό, μικρό σφαχτό κατσίκι ή αρνί, στην θέση που είχαν λημεριάσει και ότι εκείνες τις μέρες ο Γιάννης Δήμος ή Γιαλαμάς είχε σφάξει κάποιο σφαχτό. Ο Γιάννης Δήμος ήταν πονηρός κατσικοκλέφτης. Δεν έβαζε εύκολα το κεφάλι του στον ντορβά. Μπορεί να έδωσε τρόφιμα στον ανιψιό του και να το είπε μετά στους χίτες του χωριού για να είναι εντάξει. ίσως υπολόγιζε ότι ο ανιψιός του θα είχε φύγει πια από την περιοχή οπότε έκανε και τις δύο δουλειές χωρίς να πάθει κακό κανένας. Δηλαδή έδωσε τρόφιμα στον ανιψιό του και αφού υπολόγισε ότι θα έχει φύγει, το ανέφερε και στους χίτες. Αυτό που λέγεται ότι ο γυιός του ο Δημήτρης τον έβριζε όταν έφεραν νεκρό τον Αντρέα Γιαλαμά στο χωριό κι αυτός έκλαιγε, κάτι τέτοιο κρύβει. Ακόμη έμαθα από κάποιον που πήρε μέρος στην παγάνα. Όταν πήγαιναν, συνάντησαν τον Γιάννη Γιαλαμά στο Χαρατζέικο νεκροταφείο. Ο Γιάννης Γιαλαμάς, ρώτησε αν τον θέλουν να πάει μαζί τους και του απάντησε ο επικεφαλής: « Όχι εσύ την έκανες τη δουλειά σου».
Τέλος ο τρόπος που τρακαρίστηκαν οι χίτες του χωριού με τον Γιαλαμά και το Βασίλη και η ώρα που τρακαρίστηκαν και το γεγονός ότι αλληλοπυροβολήθηκαν όπως λένε, δείχνει ότι η συνάντηση ήταν αναπάντεχη δηλαδή δεν ήταν καρφωμένο ραντεβού. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι ο Βασίλης κατόρθωσε να απομακρύνει το Γιαλαμά από το σημείο της σύγκρουσης σε αρκετή απόσταση χωρίς να τους καταδιώξουν. Αν ήξεραν ότι είναι δύο μόνο θα τους καταδίωκαν. Ο Βασίλης παιδεύτηκε τρεις - τέσσερις ώρες απ’ ότι φαίνεται για να τραβήξει το Γιαλαμά, γιατί είχε τραυματιστεί στο μπούτι και αιμορραγούσε ακατάσχετα. Ακόμη το γεγονός ότι τον έκρυψε κι έφυγε αποδείχνει ότι ο Αντρέας δεν μπορούσε να βαδίσει καθόλου και ο Βασίλης τον μετέφερε κουβαλώντας τον στην πλάτη. Αν είχαν ραντεβού και τους είχαν καρφώσει, ο Αντρέας θα τόλεγε ή κάτι θάλεγε, κάποιον θα βλαστημούσε και θα αναθεμάτιζε όταν τον πήγαν τραυματισμένο στ’ αλώνι στο Μουρίκη, πριν ακόμη τον σκοτώσει ο Θεοφάνης Τσέκερης ο παλικαράς και η παρέα του.
Οι νταήδες της εθνικοφροσύνης, κατάφεραν να σκοτώσουν έναν βαριά τραυματισμένο. Το σκυλολόι αυτό διαφέντεψε την περιοχή για χρόνια και χρόνια και σήμερα παρουσιάζονται σαν υπερασπιστές της πατρίδας, της δημοκρατίας, της θρησκείας και της οικογένειας. Ακόμη έφθασαν να θεωρούν τον εαυτό τους σαν καινούργιο Κολοκοτρώνη. Και πως να μην τον θεωρούν, όταν ο Νάκης ο γυμνασιάρχης, στο Γυμνάσιο Διαβολιτσίου, έβγαζε λόγους και τους αποκαλούσε Κολοκοτρωναίους κι έκανε έρανο για να φτιάσουν στο χωριό Διαβολίτσι ανδριάντα του Ζάρα! Ευτυχώς που ο ίδιος ο Ζάρας κατάλαβε την γελοιοποίησή του και τα λεπτά τα μοίρασε στα θύματα των χωροφυλάκων και δεν έκανε ανδριάντα.
Υπάρχει ακόμη και μια άλλη πολύ πιθανή εκδοχή. Δηλαδή κάποιος να τους είδε ή να είδε κάποιο ίχνος και αυτός να είναι ο Γιάννης Γιαλαμάς ή κι άλλος και να το ανέφερε στους χίτες της Γαράτζας. Γιατί να το αποκλείσουμε κι αυτό; Τα πλάγια ήταν γεμάτα από τσοπάνηδες και χωριάτες. Μπορεί να έγινε κι έτσι και μετά την καταγγελία να βγήκαν οι χίτες να στήσουν ενέδρα. Για όλους αυτούς τους λόγους εγώ τους είχα παραγγείλει να μη σταθούν σε κείνα τα βουνά αλλά από το Καρυώτικο να τραβήξουν κατ’ ευθείαν για το Γκλιατέϊκο κι αν δεν τους έπαιρνε η βραδιά να καθίσουν εκεί σε πλήρη αφάνεια. Αυτοί όμως έκαναν το αντίθετο. Παρέμειναν εκεί δύο - τρεις μέρες και όχι μόνο αυτό, πλησίασαν και στα μαντριά των Γιαλαμαίων δηλαδή στο στόμα του λύκου.
Αυτή είναι η ιστορία για τον τραγικό θάνατο του Αντρέα Γιαλαμά, ενός ήρωα που τίμησε με την δράση του στην κατοχή και μετά, ολόκληρη την Μεσσηνία και το χωριό του ιδιαίτερα. Είναι ο μόνος που περπάτησε στ’ αχνάρια του γέρου Μήτρου Πέτροβα που το 1821 εβδομήντα χρονών, πήρε μέρος σ’ όλες τις μάχες που έδωσε ο Κολοκοτρώνης σαν οπλαρχηγός και μετά την απελευθέρωση σήκωσε ντουφέκι στην Βαβαροκρατία. Ο Αντρέας Γιαλαμάς, δάσκαλος στο επάγγελμα ήταν από τους πρώτους που πήρε μέρος στην οργάνωση της Αντίστασης στην Πάνω Μεσσηνία. Ακόμη από την εποχή που υποχωρούσαν οι Εγγλέζοι δηλαδή τον Απρίλιο του 1941, είχε κρύψει δύο οπλοπολυβόλα στην σταφίδα του πεθερού του. Στην Μεταξική διχτατορία ήταν στον κομματικό πυρήνα του Γυμνασίου Μελιγαλά. Ποτέ δεν συμβιβάστηκε, ποτέ δεν απούσιασε. Στην κατοχή εκλέχτηκε Γραμματέας της κομματικής οργάνωσης Μελιγαλά, πιάστηκε από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και μετά ένα μήνα δραπέτευσε από τις φυλακές Τρίπολης. Δούλεψε στις κομματικές οργανώσεις, διώχτηκε, βγήκε στην παρανομία, πέρασε στον Δημοκρατικό Στρατό, τραυματίστηκε στην κοιλιά στη μάχη στο Εξωχώρι της Μεσηνιακής Μάνης, έφθασε στο βαθμό του επιτρόπου λόχου, έκανε για κάμποσο καιρό διοικητής των εμπέδων και μετά δούλεψε σε διάφορα πόστα. Για όλη αυτή την δράση οι συμπατριώτες του τον δολοφόνησαν, ενώ αυτός ξεψυχούσε. Έμεινε μέχρι τέλους παληκάρι.
Πριν τον εκτελέσουν κάτι τον ρώτησαν για μας. Τους είπε ότι: «γυρίζουν στα βουνά λεύτεροι, δεν έχω τίποτα άλλο να σας πω». Κι όταν όλοι γύρω του τον πίεζαν αυτός τους είπε: «Ο ήλιος βασίλεψε για μένα, κοιτάτε τι θα κάνετε εσείς». Δεν αυτοκτόνησε γιατί όπως φαίνεται γνώρισε τη φωνή του Αντρέα Σπυρόπουλου του πρώτου ξαδέρφου του και πίστεψε ότι αυτός θα μπει στην μέση για να μην σκοτώσουν έναν τραυματία. Αυτός όμως τους άφησε και τον δολοφόνησαν. Τέτοιο φιλότιμο είχε. Ούτε τσίπα ούτε ντροπή, όπως όλοι τους.
Μετά τον σκότωσαν στ’ αλώνι στο Ριζόβραχο,εκεί που μικρός γνώρισε τη ζωή, εκεί που μικρός πηδούσε ανέμελος και τραγουδούσε, εκεί που σαν μαθητής Γυμνασίου περνούσε τις διακοπές του, εκεί τέλος που κάτω από τον ίσκιο του γεροπλάτανου κοντά στην κρυσταλλένια βρύση, έκανε τα πιο καλύτερα όνειρα, τα μεγάλα όνειρα, για μια Ελλάδα λεύτερη, ανεξάρτητη κι ευτυχισμένη. Ξαναγύρισε να πεθάνει εκεί που γεννήθηκε σαν να ήθελε να αφήσει την συνέχεια σε κάποιον δικό του, σε κάποιους δικούς του. Σαν να ήθελε και με τον θάνατό του να στιγματίσει αιώνια τους δολοφόνους και τους κακούργους, τα άβουλα όργανα της ξενοκρατίας, στερώντας τους το προπέτασμα της ανωνυμίας.
Τώρα είναι γνωστοί οι δολοφόνοι του. Αυτή είναι η τιμωρία που τους επέβαλλε και από την οποία ότι και να κάνουν δεν θα ξεπλύνουν την ντροπή. Εκεί λοιπόν πιο πάνω στην κορυφή του βουνού, στου Καρβούνη, να στήσουν πρέπει κάποτε οι νεολαίοι το άγαλμά του, πάνω στο βράχο, να βλέπει τον κάμπο της Μεσσηνίας μέχρι τη θάλασσα, να βλέπει να χτίζεται η καινούργια ζωή, να βλέπει τον κόλπο της Αρκαδίας και πέρα ως τα Σουλιμοχώρια, ως το Βουρκάνο και του Μήλα ως τον Ταΰγετο, που τόσοι και τόσοι σύντροφοί του άφησαν την τελευταία πνοή της ψυχής τους και τα κόκαλά τους κείτονται σκορπισμένα από τα αγρίμια εδώ κι εκεί για να αγιάζουν όλο τον τόπο, κάθε κορφή και να θυμίζουν σ' αυτούς που έρχονται ότι σε τούτο τον τόπο ποτέ δεν σταμάτησε ο χορός της λευτεριάς.
Αυτή ήταν η ιστορία και το τέλος ενός ήρωα. Δεν πρέπει να τον ζηλοφθονούνε. Να τον μιμηθούν πρέπει όσοι μπορέσουν. Και θα μπορέσουν πολλοί γιατί ο λαός είναι αστήρευτη πηγή. Όπως ο Γιαλαμάς, χιλιάδες κομμουνιστές έτσι υπεράσπισαν την πατρίδα και θυσιάστηκαν για τον λαό γιατί τον αγάπησαν. Και δεν χρειάζονται μαθήματα από τους νεόκοπους πολιτικούς, τους επαναστάτες των μπαλκονιών και της ρεκλάμας. Όσοι θέλουν να δώσουν μαθήματα στο ΚΚΕ πρέπει πρώτα να διαβάσουν ιστορία, να ρωτήσουν, να μάθουν, όπως τόμαθαν οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι, ποιό είναι το ΚΚΕ. Τότε θα μάθουν ότι όσα κατάκτησε ο λαός, όποια πρόοδος έγινε στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή, οφείλεται στους αγώνες που οργάνωσε και καθοδήγησε το ΚΚΕ.
Δολοφονία Βασίλη Παπακωνσταντίνου
Μετά τον βαρύ τραυματισμό του Αντρέα Γιαλαμά στην τυχαία νυχτερινή σύγκρουση με τους γαρατζαίους χιτομάυδες, ο Βασίλης μετέφερε τον Αντρέα στην πλάτη πάνω στο βουνό Τετράζι, στη θέση Τσαγγαράκι. Παιδεύτηκε, όπως φαίνεται, μέχρι τα ξημερώματα. Ο Γιαλαμάς αφού είδε την κατάστασή του, είπε στο Βασίλη να φροντίσει για την ασφάλεια τη δική του. Εκεί που ήταν, σίγουρα την άλλη μέρα θα τους έβρισκαν γιατί το μέρος ήταν γυμνό και θα έπαιρναν τα αίματα σαν οδηγό. Την απόφαση πρέπει να την πήρε ο Γιαλαμάς. Ο Βασίλης δεν μπορούσε να πάρει τέτοια απόφαση μόνος του. Έτσι γίνονταν πάντα. Σε τέτοιες στιγμές ο καταδικασμένος παίρνει την απόφαση για να σωθεί ο γερός σύντροφός του. Ο γερός δεν τον εγκαταλείπει ποτέ.
Πρέπει η ώρα να ήταν περασμένη. Ο Βασίλης αποφάσισε να κάνει λούφα στην περιοχή Πετροκαυκιά, ανάμεσα στα χωριά Βάστα - Λύκειο Αρκαδίας. Η θέση που άφησε το Γιαλαμά απείχε περίπου μιάμισυ ώρα. Όταν ο Βασίλης έφθασε στην Πετροκαυκιά είχε φωτίσει. Κανένας δεν ξέρει πως έγιναν τα πράγματα όταν έφθασε εκεί, παρά μόνον αυτός που τον κατέδοσε, δηλαδή ο Κώστας Ν. Γαλάνης, από το χωριό Βάστα. Μπορεί να τρακαριστήκαν τυχαία και να του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον καταδώσει. Μπορεί να τον είδε τη στιγμή που πήγαινε για τη λούφα και να μην το κατάλαβε ο Βασίλης. Μπορεί να έπεσε πάνω στη λούφα και να τον είδε και ο Βασίλης και τον άφησε να γυρίζει εκεί γύρω με τα πρόβατα κάτω από την επιτήρησή του κι αυτός να έφυγε κρυφά. Μπορεί ο Βασίλης ν’ αποκοιμήθηκε όπως ήταν κουρασμένος και ο Γαλάνης βρήκε την ευκαιρία κι έφυγε. Εγώ πιστεύω ότι ο Βασίλης τον εμπιστεύτηκε γι ’ αυτό και κοιμήθηκε. Όπως και να έγινε είναι μπαμπεσιά. Ο Γαλάνης οδήγησε το απόσπασμα των χωροφυλάκων από το χωριό Ίσσαρι κι αυτοί οι παληκαράδες δολοφόνησαν το Βασίλη ενώ κοιμόταν. Γι’ αυτό είναι μπαμπεσιά και δολοφονία. Αυτό ήταν το τραγικό τέλος του Βασίλη Παπακωνσταντίνου διμοιρίτη του Δ.Σ.Ε.
Ο Βασίλης ήταν ένα αγνό, σεμνό αγροτόπαιδο. Έβγαλε το Γυμνάσιο κουβαλώντας την τεψόπιττα πέντε ώρες στην πλάτη. Έμαθε γράμματα με το ψωμοτύρι. Ονειρεύτηκε μια Ελλάδα λεύτερη, πατρίδα για όλους. Δεν ζήτησε μεγαλεία, μια θέση ζήτησε για να δουλέψει, να προσφέρει κι όχι να κλέψει. Στα στήθια του χτυπούσε μια καρδιά γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Ήταν ένα άκακο παιδί. Τέτοια τρώει ο πόλεμος όπως το Πάσχα τ’ αθώα αρνιά. Αγαπούσε το χωριό, αγαπούσε όλους τους συγχωριανούς, δεν ήθελε να πάθει κανένας κακό γι’ αυτό πάσκιζε σ’ όλη αυτή την διάρκεια κι αυτοί για ανταμοιβή του κρέμασαν το κεφάλι.
Όταν θάρθει λευτεριά κι η Ελλάδα θα γίνει Ελληνική πατρίδα για όλους, θα πρέπει στο καμπαναριό του χωριού μου, στην θέση που κρέμασαν το κεφάλι με το ματωμένο λαιμό του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, να κρεμάσουν μια γλάστρα με γεράνια, που αντέχουν στο κρύο και την ζέστη, στο ξεροβόρι και την δίψα και ανθίζουν χειμώνα - καλοκαίρι, όπως κι ο Βασίλης γελούσε όσο κι αν ήταν άσχημη η ζωή. Και τα γεράνια αυτά να κάνουν κόκκινα, κατακόκκινα άνθη, για να θυμίζουν με το κόκκινο χρώμα τους τον ματωμένο λαιμό του δολοφονημένου παληκαριού και τις σταλαγματιές το αίμα που σκόρπισαν πάνω στα πελεκητά αγκωνάρια. Και κάτω στο χώμα, που ρούφηξε το αίμα που έσταζε, να κάνουν μια πρασιά και να φυτέψουν βασιλικούς και δυόσμους για να γεμίζει τ' αλώνι της εκκλησιάς ευωδιές κι αρώματα, που θα θυμίζουν τ ’ αγνά κι ωραία αισθήματα του προδομένου ήρωα. Η γλάστρα και η πρασιά, θα είναι μια σελίδα ξεχωριστή της δοξασμένης ιστορίας του λαού μας μα και ταυτόχρονα μια αιώνια τιμωρία των δολοφόνων. Τέτοιες είναι οι σελίδες της ιστορίας που γράφουν οι κομμουνιστές και που δεν σβύνουν ποτέ όσο και να πασκίζουν οι πληρωμένοι κοντυλοφόροι.
Το τέλος
Ο Γιαλαμάς και ο Παπακωνσταντίνου δολοφονήθηκαν. Ο Ετεοκλής Δουμουλάκης ήταν τραυματίας στο πόδι και στο χέρι πάνω από το χωριουδάκι Παλάτου, μέσα στον πουρναρόλογγο στη βορειοδυτική πλευρά του Λύκειου. Είχε μια συντροφιά τον μπάρμπα Γιώργη Λεμπέση. Ο Αποστολάκος Μήτσος μετά το επεισόδιο με τον Πέρδικα έφυγε για το χωριό του. Στο Μαίναλο μείναμε εμείς οι υπόλοιποι. Εγώ, ο Πέρδικας, ο Κανατάς Κώστας, ο Γεροπαύλος Κούζουνας, ο Γιάννης Σπυρόπουλος ή Κάπας, ο Θανάσης Κολοβός και ο τραυματίας Νίκος Χαλάτσης τον λέγαμε και δεκανέα γιατί ήταν δεκανέας στον στρατό όταν τον πήραμε μαζί μας μετά την ενέδρα στο σιδηροδρομικό σταθμό, στο χωριό Ίσσαρι.
Καιρό είχαμε να πάθουμε ζημιά μεγάλη. Τώρα χάσαμε τρεις από την ομάδα. Εμείς βέβαια δεν είχαμε μάθει ακόμη τη δολοφονία του Γιαλαμά και του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ξέραμε μόνο για τον τραυματισμό του Ετεοκλή. Όμως μας δάγκωσαν τα φίδια όταν μάθαμε για την ατυχία της αποστολής και λίγες ελπίδες είχαμε ότι θα γυρίσουν οι άλλοι γεροί στο Μαίναλο. Τι να κάναμε όμως; Περιμέναμε και το δικό μας τέλος. Μέσα μας ευχόμασταν να είναι καλό, δηλαδή μια κι έξω. Τραυματισμός ή σύλληψη σήμαινε βασανιστικός θάνατος, σήμαινε βασανισμός μέχρι να μας κόψουν το κεφάλι και να το μπίξουν στο κοντάρι. Όλη η υπόθεση ήταν μέχρι να το κόψουν. Μετά ας το έκαναν ότι ήθελαν.
Η παράδοσή μας με συμφωνία ήταν για μας αδιανόητη τότε. Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε τέτοια λύση αφού ακόμη είμασταν γεροί. Αλλά κι αυτή η λύση δεν θ’ άλλαζε την κατάληξη. Τα κεφάλια μας θα τα έκοβαν. Αυτοί ήταν μεθυσμένοι από τη νίκη τους, ήταν δολοφόνοι ευλογημένοι από την εκκλησία και νομιμοποιημένοι, ήταν το ίδιο το κράτος δολοφόνος. Μια πιθανότητα υπήρχε, να πέσουμε σε κανέναν αξιωματικό με φιλότιμο. Λίγοι ήταν αυτοί όμως.
Ίσως να μην ήταν κι έτσι. Εμείς όμως έτσι το βλέπαμε. Ακόμη και τότε που η μάνα του Παναγιώτη Ξηνταβελώνη από το χωριό Βάγγου, είπε στον Πέρδικα που την συνάντησε έξω από το χωριό μέσα στον κουμαρόλογγο, ότι στο χωριό λένε ότι «η βασίλισσα Φρειδερίκη είπε, αν παραδοθεί ο Πέρδικας θα πάρει αμνηστία» και τότε που το κουβεντιάσαμε στην ίδια εκτίμηση καταλήξαμε, δηλαδή ότι αυτοί είναι δολοφόνοι. Ίσως αν τότε παραδινόμαστε με μια συμφωνία όπως έκαμε ο Κονταλώνης, να υπήρχαν σήμερα κείνα τα παλικάρια, Γιαλαμάς, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Δουμουλάκης Ετεοκλής, Κανατάς, Παύλος Κούζουνας, Θανάσης Κολοβός ίσως και ο Μήτσος Πέρδικας, που χάθηκαν χωρίς λόγο πια αφού ο πόλεμος τελείωσε και ο αγώνας είχε πια χαθεί.
Τι νόημα είχε να χυθεί κι άλλο αίμα; Τι πρόσθεσαν επτά κεφάλια ακόμη στα τόσα που κόπηκαν; Η επαναστατική αδιαλαξία δεν καταλήγει, δεν ταυτίζεται πάντοτε με την αυτοκτονία και την τρελλοθυσία. Ο κόκκινος στρατός στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε τρία εκατομμύρια αιχμαλώτους, ανάμεσά τους και μέλη και στελέχη του κόμματος και κατώτεροι και ανώτεροι αξιωματικοί. Όλοι αυτοί λοιπόν έγιναν προδότες που αιχμαλωτίστηκαν και δεν αυτοκτόνησαν ή δεν συνέχισαν μέχρι να σκοτωθούν, αλλά παραδόθηκαν, όταν η συνέχιση της αντίστασης ήταν αδύνατη ήταν καθαρή αυτοκτονία; Δεν νομίζω ότι αυτοί ήταν προδότες ούτε άκουσα ούτε διάβασα πουθενά κάτι τέτοιο.
Εμείς λοιπόν γιατί να αυτοκτονήσουμε; Γιατί να πεθάνουμε και να μην παραδοθούμε αφού ο ένοπλος αγώνας χάθηκε και ήταν αδύνατη η συνέχισή του μ ’ άλλη μορφή; Όποιος θα υποστηρίξει ότι ήταν δυνατή η συνέχιση του αγώνα μ ' άλλη μορφή στον Μωριά τότε από μας, θα είναι ή υπερεπαναστάτης ή βλάκας. Ένα παράδειγμα: Ο Αρίστος Καμαρινός είχε τον τρόπο και μπήκε στην Καλαμάτα και κρύφτηκε σε φιλικό του σπίτι. Νομίζω ότι έμεινε εκεί κρυμμένος κάμποσα χρόνια. Δεν μπόρεσε όμως να κάνει τίποτε, απολύτως τίποτε. Μόνο έμεινε κρυμμένος και γλύτωσε το κεφάλι του. Μετά κρυφά βοηθούμενος από την Αθήνα έφυγε για την Σοβιετική 'Ενωση και γύρισε μετά από τριάντα χρόνια. Τώρα που ήρθε, έγραψε ότι δούλεψε στις παράνομες οργανώσεις της Καλαμάτας και κάτι τέτοια. Τότε γιατί έφυγε; Εδώ το κόμμα έστελνε απ' έξω μέσα κι αυτός έφυγε; ή μήπως κουράστηκε από την πολλή δουλειά; Στην Καλαμάτα δεν υπήρχαν τότε κομματικές οργανώσεις. Κι αν υπήρχαν ποιά ήταν η δράση τους; Εκτός βέβαια αν λέει για δουλειά το να είσαι κρυμμένος και να λες ιστορίες.
'Αλλο ένα παράδειγμα στο Μωριά. Ο Βασίλης Πανόπουλος, αυτό νομίζω ήταν το όνομά του, που ήταν διοικητής πολιτοφυλακής του νομού Ηλείας κατόρθωσε να κρυφτεί στην Αμαλιάδα, μόλις χάθηκε ο Δημοκρατικός Στρατός του Μωριά, ένα ή δύο χρόνια. Κι αυτός δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να παραδοθεί. Ας πάμε τώρα και στην άλλη Ελλάδα. Τι κατόρθωσαν οι ομάδες που άφησε ο Ζαχαριάδης για να συνεχίσουν τον αγώνα μ’ άλλη μορφή; Απολύτως τίποτε παραπάνω από το να σκοτωθούν κάμποσοι ακόμη και να δίνουν επιχειρήματα στους δολοφόνους για να δολοφονούν. Ούτε κι αυτοί που μπήκαν από τις Λαϊκές Δημοκρατίες κατάφεραν τίποτα. Όλοι σχεδόν καταλήξανε στην Αθήνα και οι πιο πολλοί, εκτός από τον Μπελογιάννη και μερικούς άλλους, στις φυλακές. Εκεί ανταμώσαμε. Με την διαφορά ότι μερικοί φυγουράριζαν για καθαρόαιμοι και ήρωες, ενώ εμείς είμασταν λιπόψυχοι κ.λπ. κ.λπ.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τώρα κάνουν το σοφό, είναι ανανεωτές και υποδείχνουν για να ανανεωθούμε να μπούμε στην προστασία της Ευρώπης, του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ, δηλαδή να
βάλουμε το λύκο μάγειρα και τον σκύλο τυροκόμο στο βιός μας, όπως λέει ο λαός. Έτσι έκαναν και το 1821 οι κοτζαμπάσηδες και μάζευαν υπογραφές για να μπουν στην προστασία της Αγγλίας. Τότε όμως υπήρχε και ντροπή γι’ αυτό σταμάτησαν, τούτοι σήμερα δεν έχουν ντροπή κι επιμένουν. Σε μας έβαζαν το ερώτημα: «Γιατί δεν σας σκότωσαν;» Άρα αφού δεν σας σκότωσαν δεν είσαστε εντάξει. Συνεπώς εδώ ο εχθρός αποφασίζει ποιος είναι καλός και καθαρόαιμος και ποιος όχι. Αυτό βέβαια για μας. Γι’ αυτούς ήταν τα πράγματα αλλιώς. Σ’ αυτούς δεν έμπαινε τέτοιο ερώτημα.
Εμείς βέβαια δεν τους χαρίσαμε κάστανα ούτε και τους κρατήσαμε θαυμασμό. Τους βάλαμε και μεις το ερώτημα: «Γιατί φύγατε στις Λαϊκές Δημοκρατίες και δεν καθίσατε να πολεμήσετε μέχρι ενός, όπως λέτε για μας; Εσείς κ. κ. Ταγματάρχες, συνταγματάρχες και στρατηγοί, πού βρήκατε τώρα τον τρίτο δρόμο, για πέστε μας τι έγιναν τα τμήματά σας; και πως εσείς σωθήκατε; Εμείς με τα τμήματά μας πολεμήσαμε μέχρι το τελευταίο φυσίγγι, εσείς αφού είχατε φυσίγγια γιατί φύγατε; Κατεβάστε λοιπόν την μύτη σας και σε μας μην βάζετε τέτοια ερωτήματα γιατί δεν έχουμε ανάγκη ούτε από τα πιστοποιητικά σας ούτε από την καλημέρα σας. Εμείς δεν σας κατηγορούμε γιατί φύγατε. Σας κατηγορούμε όμως ότι μας εγκαταλείψατε κι όταν εσείς καλοβολευτήκατε στις Λαϊκές Δημοκρατίες εμείς τρώγαμε κλαδιά σαν γαϊδούρια και βόσκαμε σαν πρόβατα. Σιωπή λοιπόν!
Κι ένα ακόμη. Μην αναθέτετε στον εχθρό, στους δολοφόνους να κρίνουν τους αγωνιστές. Αυτούς, εμάς, θα μας κρίνει αυτός που μας τάισε, που μας έντυσε, που μας πόδεσε, που μας έδωσε ότι είχε και δεν είχε. Σ’ αυτουνού την κρίση μετράμε κι αυτήν περιμένουμε. Κι όπως φαίνεται αυτός μας θεωρεί δικούς του κι άξιους. Όσο για σας, έχει μερικά ερωτήματα να σας βάλει ο λαός όπως: γιατί τον εκθέσατε στους φίλους του λαούς; Γιατί φανήκατε αγενείς και αδιάντροποι και δεν εκτιμήσατε την φιλοξενία τους και την βοήθεια που μας δώσανε; Γιατί τέλος με τις φιλοδοξίες σας και τους εγωισμούς σας, δώσατε την εντύπωση ότι το κόμμα ήταν γεμάτο χαφιέδες και γι’ αυτό χάθηκε δήθεν και ο πρώτος και ο δεύτερος ένοπλος αγώνας; Γιατί βριστήκατε; Γιατί χτυπηθήκατε;
Γιατί τέλος και στον πρώτο ένοπλο και στον δεύτερον παραδόσατε τα όπλα γεμάτα; Εμάς όλα αυτά τα ερωτήματα δεν μας αφορούν γιατί δεν βριστήκαμε, δεν χτυπηθήκαμε, δεν αλληλοκατηγορηθήκαμε μεταξύ μας και τέλος δεν παραδώσαμε τα όπλα μας γεμάτα. Ο εχθρός πήρε όπλα, δεν πήρε όμως ούτε ένα φυσίγγι. Όσο για το ότι σας εγκαταλείψαμε, το λέτε και το ξαναλέτε αυτό, ότι εγκαταλείψαμε τον αγώνα, έχουμε να σας απαντήσουμε ότι εσείς μας εγκαταλείψατε πρώτοι, την φατρία σας βαρεθήκαμε κι όχι το ΚΚΕ. Μην κάνετε τον ιδιοκτήτη του ΚΚΕ. Η τότε ηγεσία μας εγκατέλειψε, αφού πρώτα μας οδήγησε στο στόμα του λύκου. Εμείς λοιπόν πρέπει να έχουμε λόγους κατηγόριας κι όχι εσείς. Σιωπή λοιπόν. Να είσαστε σεμνότεροι.
Μακάρι να είχαμε περισσότερο πρακτικό μυαλό και να ακούγαμε τον λαό. Θα υπήρχαν πολλά παλικάρια χρήσιμα σήμερα. Δεν τόχαμε όμως, είμασταν σκληροκέφαλοι, συναισθηματικοί, μικροαστοί. Δεν είμασταν ούτε λουφατζήδες. Αυτοί είχαν πρακτικό πνεύμα και πολιτικό αισθητήριο και κάθισαν στ’ αυγά τους στον δεύτερο ένοπλο αγώνα, ενώ εμείς σαράντα παλικάρια, πήγαμε να πάρουμε την Τροπολιτσά της Αμερικανοκρατίας. Σκέφτομαι ξανά και ξανά και δεν μου φεύγει από το μυαλό ότι, πόσοι δικοί μας θα υπήρχαν αν δεν είμασταν μονοκόμματοι και σκληροκέφαλοι.
Εμείς τώρα είχαμε μείνει σχεδόν άοπλοι. Κάθε τόσο βγάζαμε κι ένα ντουφέκι στην άκρη για να μαζέψουμε τα φυσίγγια στ’ άλλα. Ανοίξαμε και κάτι κρύπτες που υπήρχαν. Ανοίξαμε τρεις. Αυτές νομίζω ήταν όλες κι όλες δεν θυμάμαι τώρα πια καλά. Βρήκαμε μέσα σπασμένα όπλα, ανταλλακτικά, δύο πολυβόλα ιταλικά Μπρέντα, τάχαμε κριμένα γιατί δεν υπήρχαν πυρομαχικά. Όλα αυτά ήταν άχρηστα γιατί όπως ήταν παραχωμένα, μέσα στις κάσες στη γη, ήταν σκουριασμένα. Αυτό το περιμέναμε. Αλλά τα φυσίγγια ελπίζαμε ότι δεν θάχαν πάθει ζημιά γιατί είναι αεροστεγώς κλεισμένα. Δυστυχώς όμως δεν βρήκαμε ούτε ένα φυσίγγι. Έτσι μείναμε μ’ ότι είχαμε. Κι αυτά λιγόστευαν σιγά - σιγά γιατί πότε δω και πότε εκεί αναγκαζόμασταν να χαλάμε πότε δύο, πότε πέντε. Έτσι στο τέλος δεν έμεινε σχεδόν τίποτε. Κρύψαμε και το οπλοπολυβόλο. Το κρεμάσαμε ψηλά σχεδόν στην κορυφή σ’ ένα έλατο. Εκεί θα ήταν ακόμη αν δεν το παράδιδε ο Κανατάς. Αυτό, μου τόπε ο ίδιος.
Αυτές λοιπόν ήταν οι περιβόητες αποθήκες που είχαμε στο Μωριά, απ’ αυτά που μας κουβαλούσαν οι Ρώσοι και οι Βούλγαροι όπως έλεγαν. Αυτές τις κρύπτες τις ήξερα εγώ και ο Μήτσος Αποστολάκος. Τώρα λοιπόν είχαμε πέντε πολεμικά μακρύκανα με δέκα φυσίγγια το καθένα. Το μοναδικό αυτόματο τόχασε ο Ετεοκλής όταν έπεσε στην τελευταία ενέδρα. Ο Πέρδικας, εγώ, ο Γιαλαμάς και ο Ετεοκλής είχαμε τα πιστόλια μας. Είχαμε και από μια χειροβομβίδα μιλς. Αυτός λοιπόν ήταν ο οπλισμός μας. Ο Μπάρμπα Γιώργης ο Λεμπέσης ήταν άοπλος. Άοπλος ήταν και ο Νίκος Χαλάτσης που ήταν τραυματίας. Τα μακρύκανα τα παίρναμε πότε ο ένας και πότε ο άλλος γιατί ήταν βαριά και η πείνα μας είχε ξελιγώσει. Και τα πιστόλια ακόμη ήταν βαριά.
Μ’ αυτόν λοιπόν τον οπλισμό συνεχίζαμε. Αυτά τα όπλα θα χάνονταν με μας. Έτσι και χάθηκαν. Ήταν οι στερνοί μας σύντροφοι. Αυτά τα άψυχα σίδερα ήταν τα όπλα της τελευταίας τιμητικής φρουράς της ψυχορραγούσας ένοπλης εξέγερσης. Έτσι είχε αρχίσει, με άχρηστα όπλα, έτσι θα τελειώσει στο Μωριά, με άχρηστα όπλα και αδειανά. Εμείς το πήγαμε μέχρι τέλος. Ρίξαμε και την τελευταία ντουφεκιά. Έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη. Αυτοί που δεν την έχουν ας λένε ότι θέλουν. Εμείς δεν λέμε τίποτα. Δεν έχουμε πια φιλοδοξίες, δεν έχουμε απαιτήσεις μόνο χέρια έχουμε, όσοι μείναμε, για να χειροκροτούμε τους νεολαίους που μπήκαν τώρα μπροστά. Ούτε να τους ακολουθήσουμε μπορούμε. Εμείς μείναμε στο 1949 με τα όπλα μας. Μας ρήμαξε η φυλακή, η ψυχική κούραση, τα απανωτά εγκεφαλικά επεισόδια της ηγεσίας του κόμματος.
Τώρα πια οι νεολαίοι πήραν τα μπρος μ’ άλλους τρόπους, μ’ άλλη νοοτροπία. Κι αυτό μας γεμίζει χαρά κι ανακούφιση. Νοιώθουμε βαθιά ικανοποίηση. Είναι όλοι τους άξιοι και σεμνοί, είναι δουλευταράδες. Το κυριότερο όμως είναι ότι για κάθε τι, ερευνούν, ρωτούν και συζητούν. Καμιά φορά φέρονται με υπεροψία και λένε μερικοί για μας, ότι είμαστε αποτυχημένοι. Εμένα δεν με πειράζει. Ναι είμαστε αποτυχημένοι. Κι αυτό όχι γιατί νικηθήκαμε και μια και δυό φορές. Είμαστε αποτυχημένοι γιατί είτε νικητές είτε νικημένοι κι όταν είμασταν εδώ στην χώρα μας, είτε ελεύθεροι είτε φυλακισμένοι, είτε ελεύθεροι στις άλλες φιλικές χώρες, δεν μπορέσαμε να αποκαταστήσουμε ποτέ την λειτουργία των αρχών του κόμματος, δεν βοηθήσαμε για να μην παραβιαστούν, να μην διαστρεβλωθούν και τέλος να αποκατασταθούν γρήγορα. Ποτέ δεν λειτούργησαν σωστά όλες μαζί οι αρχές του κόμματος είτε πρόκειται για την επεξεργασία της πολιτικής γραμμής, είτε πρόκειται για την κομματική οικοδόμηση, είτε πρόκειται για την ανάδειξη στελεχών, είτε πρόκειται για την λειτουργία των οργάνων, είτε πρόκειται τέλος για την ιδεολογική δουλειά.
Έτσι πότε πέφταμε στην μια άκρη πότε στην άλλη, από τον σεχταρισμό στον, φιλελευθερισμό, από το δογματισμό στο δεξιό οπορτουνισμό με όλα τα επακόλουθα. Έτσι γεννήθηκαν οι χαμοθεοί και η προσωπολατρεία από την μια και η πληθώρα των δήθεν χαφιέδων από την άλλη, γιατί οι θεοί για να είναι θεοί πρέπει να υπάρχουν και οι διάβολοι. Για να υπάρχουν αλάθητοι σωτήρες ηγέτες πρέπει να υπάρχουν και οι χαφιέδες. Αυτά πάνε μαζί. Γι’ αυτό είμαστε αποτυχημένοι κι όχι γιατί νικηθήκαμε δύο φορές, δηλαδή γιατί δεν μπορέσαμε να στήσουμε τις αρχές, γιατί δεν μπορέσαμε να κάνουμε το κόμμα να λειτουργήσει σωστά. Έτσι απογοητέψαμε τον λαό μας και τους φίλους μας κι αναγκάσαμε τα αδελφικά κόμματα να μας βγάλουν αυτά από τον βάλτο του οπορτουνισμού και να μας σώσουν από τις βδέλλες της συκοφαντίας, της διαβολής, της διαστρέβλωσης και της αλληλοεξόντωσης.
Σήμερα βέβαια μερικοί φωστήρες που πρωτοστάτησαν στα γεγονότα αυτά και μερικοί νεόκοποι που ωφελήθηκαν απ’ αυτά κι αναδείχτηκαν σε ηγετικά στελέχη, λύνοντας έτσι και την επαγγελματική τους αποκατάσταση, γιατί έγιναν αργόμισθοι βουλευτές, διαφωτιστές, γραμματείς, γενικοί και παρακατιανοί, σκούζουν σαν τις γυναίκες του πεζοδρομίου, ότι έγινε επέμβαση του ΚΚΣΕ και των άλλων κομμάτων στα εσωτερικά του ΚΚΕ κι άλλα τέτοια και πολλά. Και τραβούν τα μαλλιά τους για την κατάφορη παραβίαση κ.λπ. κ.λπ. Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν και δεν λένε τι γίνονταν στα εσωτερικά του κόμματος.
Ο πόνος είναι πιο βαρύς και η λύπη πλακώνει την καρδιά μας σαν κρύα μαρμαρένια πλάκα, γιατί αυτή η ξεφτιλισμένη συμπεριφορά των φωστήρων έγινε ακριβώς την άλλη μέρα, ακριβώς μετά την αποκορύφωση της θυσίας μας, όταν όλοι οι λαοί σκλαβωμένοι και ελεύθεροι, όταν όλα τα κομμουνιστικά κόμματα εκτός απ ' αυτό του προδότη Τίτο, στεκόντουσαν προσοχή για να μας τιμήσουν και μας θαύμαζαν και μας ζήλευαν για την δόξα μας. Γιατί είμασταν τότε το πρώτο και μοναδικό κόμμα στον κόσμο, που αντιβγήκε στην Αμερικανοκρατία και συγκρούστηκε ένοπλα κι έτσι έδειξε στους λαούς της Ευρώπης κι όλου του κόσμου, ότι μπορούν να σπάσουν τις αλυσίδες τους και ότι η ατομική βόμβα δεν έκοψε τον δρόμο για την λευτεριά.
Ακριβώς λοιπόν εκείνη τη στιγμή, εσείς κατρακυλήσατε από την .κορυφή της δόξας, της εκτίμησης και του σεβασμού και φτάσατε στο τελευταίο σκαλοπάτι κι ακόμη παρακάτω στην λάσπη, στο βούρκο του οπορτουνισμού. Λίγο ακόμη κι αν δεν βοηθούσαν τα άλλα κόμματα, με την φόρα που είχατε πάρει, στο τέλος θα επαληθεύατε το παραμύθι της έξωθεν εισβολής και τη συκοφαντία ότι είμασταν συμμορίες, που μετά από την ήττα μας διαλυθήκαμε και αλληλοεξοντωθήκαμε. Το ότι δεν λειτούργησε το κόμμα σωστά, είναι χαρακτηριστικό της αποτυχίας μας και το γεγονός ότι αναγκάσαμε με την κατρακύλα μας τα άλλα κόμματα να επέμβουν είναι η ντροπή μας. Γι’ αυτό να μην μιλάμε, κι όταν μιλάμε μόνο ευγνωμοσύνη να εκφράζουμε για τ’ άλλα κόμματα. Και όχι να τα βρίζουμε και να τα συκοφαντούμε. Αντί γι’ αυτό μερικοί φωστήρες ανέλαβαν εργολαβικά να βρίζουν και να συκοφαντούν. Έγιναν υπηρέτες της αντίδρασης και μας καλούν να αλλάξουμε περπατησιά, να βλέπουμε ανατολικά και να βαδίζουμε δυτικά. Γιομίσανε το στόμα τους κοπριές.
Έτσι οι νεολαίοι σήμερα με τις επιτυχίες τους αν και καμιά φορά μας φέρνονται υπεροπτικά, ξαναζωντανεύουν την δόξα μας, και γι ’ αυτό τους αγαπώ και δεν τους παρεξηγώ όταν λένε καμιά κουβέντα παραπάνω. Νέοι είναι. Ο νέος είναι σαν τον μούστο που όταν βράζει για να γίνει καλό κρασί βγάζει πολλές φυσαλίδες. Αυτές σπάνε και χάνονται. Τα χοντράδια κατακάθονται και το κρασί ξεκαθαρίζει. Όταν ψηθούν θα καταλάβουν ότι κι εμείς κρατήσαμε καλά, σε πολύ δύσκολους χρόνους και ότι η φωτιά που τους καίει φούντωσε από τα αναμένα καρβουνάκια που κρύφτηκαν μέσα στις στάχτες και τα αποκαΐδια της αποτυχίας μας.
Γι' αυτό δεν έχω αμφιβολία. Άλλο με τρομάζει. Γύρω από τους κομμουνιστές νεολαίους γυροφέρνουν και παλιοί. Θέλουν λένε να τους μεταδώσουν την πείρα τους. Εγώ όμως λέω ότι με την πείρα τους θα τους μεταδώσουν πολλά μικρόβια επικίνδυνα όπως αυτό του παραγοντισμού, της προσωπολατρείας, του σεχταρισμού και του φραξιονισμού. Γι ’ αυτό καλύτερα θα ήταν να αποτραβηχτούν. Μπορεί οι νέοι μ’ άλλους τρόπους να πάρουν την καλή πείρα και να απορρίψουν τα λάθη τα οποία όμως πρέπει να μάθουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου