Νίνα Παπαφάγου απ’ το χωριό Σκάλα Λακωνίας. Επιλοχίος του Δ.Σ.Ε. Υπεύθυνη γυναικών του II τάγματος της 55ης Ταξιαρχίας. Σκοτώθηκε στις 13 Μάρτη 1949 στη μάχη, στη θέση Δρακοβούνι της Γορτυνίας.
Αφού ξεκουραστήκαμε και έφαγαν οι αντάρτες το ψωμοτύρι τους, ξεκινήσαμε. Το χιόνι ήταν παρθένο, σημάδι πως κανένας δεν είχε περάσει από εκεί. Λημεριάσαμε απέναντι από το χωριό Χρυσοβίτσι και βλέπαμε το δρόμο που έβγαινε από το χωριό για το Μαίναλο. Όλη μέρα ανέβαιναν και κατέβαιναν από το Μαίναλο φορτηγά και τζιπ. Αυτό ήταν σημάδι ότι μέσα στο δάσος υπήρχαν εχθρικά τμήματα. Στείλαμε και περιπόλους να ερευνήσουν την περιοχή από Τρίκορφα - Ραπούνι. Γύρισαν και μας είπαν ότι εχθρικά τμήματα έχουν στρατοπεδεύσει στην περιοχή Ραπούνι κοντά στο πηγάδι κι από τις δύο μεριές του δρόμου. Είδαν πολλά φορτηγά να στέκονται εκεί Kt άλλα να κινούνται προς το χωριό Στεμνίτσα και αντίθετα. Γύρω στις παρυφές του δάσους υπάρχουν αντίσκηνα, κάπνιζαν πολλές φωτιές. Βγάλαμε το συμπέρασμα ότι το Μαίναλο είναι πιασμένο. Μείναμε εκεί και σκεφτόμασταν τι να κάνουμε. Στην αρχή σκεφτήκαμε να στήσουμε την άλλη μέρα ενέδρα στο δρόμο από Χρυσοβίτσι - Ραπούνι - Στεμνίτσα. Ήταν σίγουρο ότι θα έβγαινε το ποδοκόπι γιατί αυτοί κινούνταν ξέγνοιαστοι σαν να μας είχαν διαλύσει κι όμως πάνω στον σβέρκο τους, βρίσκονταν δύο λόχοι με δεκαπέντε οπλοπολυβόλα.
Όταν φώτισε όμως ο καιρός ήταν χάλια. Χιόνιζε πυκνό χιόνι που δεν έβλεπες τη μύτη σου. Σκεφτήκαμε λοιπόν να αναβάλουμε την επιχείρηση και να στείλουμε περίπολο μέχρι την περιοχή Καρκαλούς, να δούμε τι γίνεται από εκεί και στο κέντρο του Μαινάλου. Όταν γύρισαν μας είπαν ότι ήταν πιασμένα όλα τα χωριά καθώς και η περιοχή Βλάχικα. Αυτή η πύκνωση των εχθρικών βάσεων ήταν κάτι που για πρώτη φορά γινότανε. Τόσες δυνάμεις για πρώτη φορά είχαν κινητοποιηθεί. Από Κοκκινόλουτσα - Μονοδέντρι, στο δρόμο Τρίπολης - Σπάρτης, στα χωριά του δήμου Φαλαισίας, του κάμπου της Μεγαλόπολης, τα Μαιναλοχώρια, ολόκληρο το Μαίναλο γύρω - γύρω και μέσα όπως πιάνει ο δρόμος Τρίπολης - Αλωνίσταινας - Βυτίνας - Δημητσάνας, παντού εχθρικά τμήματα σπαρμένα σε κάθε χωριό και πέρασμα.
Αυτό μας ανησύχησε πολύ. Αναβάλαμε κάθε επιχείρηση και περιμέναμε νάρθει και ο Αρίστος Καμαρινός όπως είχαμε εξηγηθεί. Μα ο Καμαρινός δεν φαινότανε. Όπως έμαθα μετά από τριάντα χρόνια αυτός αντί να ακολουθήσει, τράβηξε για τον Ταΰγετο. Μόνο τρελοί θα έμπαιναν σε κείνη την κόλαση θεληματικά. Αυτός, όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν τρελός και πολύ ωραία απαγκυστρώθηκε από μας τους τρελούς. Το ψωμί που είχαμε στα σακκίδια, σώθηκε. Ο καιρός χιόνιζε σχεδόν μέρα -νύχτα. Τα χωριά πιασμένα. Όλα ήταν εναντίον μας. Έπρεπε να δούμε τι θα κάνουμε.
Νέα σύσκεψη των στελεχών δύο λόχων
Έγινε μια σύσκεψη από τους Μετερίζη, Μουλόπουλο, Πέρδικα, Γιώργη Κάπα, εμένα και τον Γιώργη Συρεγγέλα. Δύο γνώμες εκφράστηκαν. Η μιά του Πέρδικα και η άλλη δική μου. Ο Πέρδικας υποστήριξε τη γνώμη να χωριστούμε σε διμοιρίες και ομάδες ακόμη και να σκορπίσουμε σε διάφορες κατευθύνσεις μέχρι να τελειώσουν οι εκκαθαριστικές. Να χτυπήσουμε παντού κι έτσι ο εχθρός δεν θα ξέρει που να κινηθεί. Μετά από δέκα - δεκαπέντε μέρες να συναντηθούμε ξανά στο Μαίναλο κι αν είναι πιασμένο να συναντηθούμε στην Ξεροκαρύταινα - Ράχες - Χώρες.
Εγώ υποστήριξα ακριβώς το αντίθετο. Να μη χωριστούμε. Να καθίσουμε στο Μαίναλο δύο - τρεις μέρες και αφού πάρουμε ψωμί, να χτυπήσουμε αιφνιδιαστικά τη νύχτα, τα εχθρικά τμήματα στο Ραπούνι, στις φωτιές μέσα στα αντίσκηνα και μετά όλοι μαζί να τραβήξουμε για Κάπελη - Ράχες - Χώρες και να συναντηθούμε εκεί με τον Μπουραζάνη που θάρχονταν από Ολυμπία και τον Βρεττάκο που θάρχονταν από Κορινθία, όπως είχαμε συνεννοηθεί στον Πάρνωνα. Δεν ήξερα βέβαια ότι είχαν διαλυθεί.
Βασικά υποστήριξα να μην χωριστούμε γιατί αν γίνουμε ομάδες θα χαθούμε. Θα μας σκοτώσουν όλους σαν λαγούς. Τέλος δήλωσα καθαρά ότι εγώ θα συνεχίσω την αποστολή μου όπως έχω διαταγή από τον Ρογκάκο, δηλαδή να ελιχθώ στην Κεντρική και Βόρεια Πελοπόννησο, να μαζέψω τους ξεκομμένους και να πάρω επαφή με την διοίκηση της Μεραρχίας. Η διαταγή έλεγε να μαζεύω ξεκομμένους και ξεκομμένα τμήματα κι όχι να σκορπίσω τον λόχο. Δεν ήμουν υποχρεωμένος να πειθαρχήσω σε καμιά άλλη απόφαση παρά μόνο στη διοίκηση της Μεραρχίας, όταν θα την εύρισκα. Με την άποψή μου, είχα μόνο τον επίτροπο του λόχου μου, τον Γιώργη Συρεγγέλα. Οι άλλοι δεν είχαν την ίδια γνώμη με μένα αλλά ούτε τάχθηκαν με την γνώμη του Πέρδικα. Η διαταγή του Ρογκάκου σε μένα ήταν και γι' αυτούς μια κατεύθυνση που θα έπρεπε να κινηθούν.
Τέλος μετά από πολλά, αποφάσισε ο καθένας για λογαριασμό του. Εγώ θα έκανα αυτό που είπα. Θα έμενα στο Μαίναλο δύο - τρεις μέρες και μετά θα έφευγα για την Κεντρική Γορτυνία - Ράχες - Χώρες - Κάπελη. Ο Πέρδικας αποφάσισε να περάσει στο Ανατολικό Μαίναλο και από εκεί να περάσει από τα χωριά Αγρίδι - Πράσινο - Κερπινή - Γλανιτσιά και να συναντηθούμε στην Ξεροκαρύταινα - Ράχες - Χώρες - Κάπελη. Αυτή του η απόφαση ήταν λαθεμένη. Προσπάθησα και μετά την σύσκεψη να τον μεταπείσω. Του είπα ότι και το Ανατολικό Μαίναλο θα είναι κλεισμένο, είναι στενό μέρος, γύρω - γύρω έχει δημοσιά από Τρίπολη - Λεβίδι - Βυτίνα και από κάτω είναι ο Λάδωνας. Ακόμη ότι τα βουνά εκεί στα χωριά είναι γυμνά και τώρα με το χιόνι θα τους τσακίσει η αεροπορία. Του θύμισα ότι κάποτε εκεί το 1948 με το λόχο του Τσουκόπουλου γανιάσαμε να ξεφύγουμε. Το ίδιο πάθαμε και το 1947 που χτυπήσαμε την εχθρική βάση στην Στρέζοβα.
Αυτός επέμενε. Γκρινιάξαμε και λίγο. Το μεσημεράκι φιληθήκαμε και χωρίσαμε. Αυτός θα έπιανε το Χρυσοβιτσιώτικο. Αν τα χωριά του Φαλάνθου ή της Κλειτορίας ήταν ανοιχτά θα έστελνε να με ειδοποιήσει να πάω και γω εκεί. 'Ετσι χωρίσαμε με τον Πέρδικα. Ο Παννούκος ή Μετερίζης και ο Μουλόπουλος θα έρχονταν μαζί μου γιατί κι αυτοί ήθελαν να περάσουν στην Ξεροκαρύταινα, να βρουν μια ομάδα που είχαν αφήσει εκεί κάπου με τους ασυρμάτους. Έτσι υπολόγιζαν. Δεν μου είπαν λεπτομέρειες. Είχαν όμως μεσάνυχτα. Τα πάντα είχαν διαλυθεί. Ήταν πλήρης η καταστροφή.
Την άλλη μέρα λημέριασα στα τσίγγια. Έτσι λέγαμε ένα λημέρι πάνω στο Μαίναλο στην θέση Μουτσιάρες. Εκεί ήταν και του Γέρο Σφακιανού η βρύση. Αφήναμε ντορό καθώς περνούσαμε αριστερά από το Ραπούνι. Ο τελευταίος έσερνε πίσω του μια κλάρα έλατο για να σβύνει τ’ αχνάρια και να μη φαίνεται προς τα που πάνε τα βήματα και πόσοι είμαστε. Όταν έφθασα στα τσίγγια, το χιόνι δυνάμωσε και σε δέκα λεπτά σκέπασε το ντορό. Τώρα πια δεν υπήρχε κίνδυνος να μας πάρει τ’ αχνάρια ο εχθρός. Έτσι θα έμενα εκεί.
Βρήκαμε δέκα τσιγγόφυλλα και φτιάσαμε καλύβα. Στριμωχτήκαμε όλοι μέσα και γύρω γύρω βάλαμε ελατόκλαρες. Παλέψαμε μέσα στο χιόνι δύο ώρες αλλά φτιάσαμε κατάλυμα καλό. Ανάψαμε φωτιές και ζεσταθήκαμε. Οι αντάρτες συνήλθαν. Τρία ημερόνυχτα τώρα ξενυχτούσαμε χωρίς φωτιά μέσα στα χιόνια. Δεν είχαμε όμως ψωμί. Για την ώρα είμασταν ευχαριστημένοι που ζεσταθήκαμε. Οι πορείες μέσα στα χιόνια μας είχαν δημιουργήσει προβλήματα. Τα παπούτσια των ανταρτών ήταν σε κακά χάλια. Προσπαθήσαμε όπως - όπως και τα συμαζέψαμε. Τρεις είχαν μείνει τελείως ξυπόλυτοι. Κόψαμε κουβέρτες και τις ράψαμε πάνω στα πόδια τους. Το ηθικό όμως ήταν ακμαίο. Το πρωί το χιόνι μας παράχωσε. Έριχνε όλη νύχτα. Τώρα πια η μακρόστενη καλύβα μας ήταν πολύ ζεστή. Δεν είχαμε όμως για δεύτερη μέρα ψωμί. Οι αντάρτες βολεύτηκαν με τα τρίματα που είχαν στο σακκίδιό τους.
Έστειλα δύο αντάρτες να δουν και να μάθουν τι γίνεται πέρα από το δρόμο Βυτίνας - Καρκαλούς - Δημητσάνας γιατί σκόπευα να περάσω στην Γορτυνία. Είχα σκοπό να φθάσω στην Κάπελη της Ηλείας. Εκεί θα ήταν ξέχιονο. Ήξερα ότι κάθε νύχτα πορείας σήμαινε και δύο ξυπόλυτοι ακόμα. Έπρεπε να πιάσω ξέχιονο, να μπω σε χωριό, να βρω παπούτσια ή τσαρούχια και κάτι για φαγητό. Στους επιτρόπους των διμοιριών είχα δόσει από δύο οκάδες τραχανά και τον φύλαγαν για ώρα ανάγκης. Όταν θα έπεφτε κάποιος από την πείνα, θα του έδιναν να μασίσει έναν απλόχειρο για να ψυχοπιαστεί.
Όλο το καλοκαίρι ο Γκιουζέλης και οι άλλοι το πέρασαν με τον Εγγλέζο δημοσιογράφο, γυρίζοντας από χωριό σε χωριό και δεν φρόντισαν να βάλουμε στην πάντα λίγο αλεύρι και καμιά φακή για τον χειμώνα. Μπορούσαμε άνετα να κάνουμε προμήθεια για κάθε βουνό. Δέκα χοιρινά και δέκα βόδια θα μας έδιναν χίλια κιλά παστό κρέας, που διατηρείται άνετα στο βουνό μέσα σε βαρέλια από τυρί. Ακόμη σε τέτοια βαρέλια θα μπορούσαμε να αποθηκεύσουμε δύο - τρεις χιλιάδες οκάδες αλεύρι, φασόλια ξερά, κουκιά, φακές και τυρί. Έτσι για ένα μήνα το κάθε βουνό θα μπορούσε να βολέψει χίλιους αντάρτες.
Τώρα όμως την πάθαμε σαν τον τζίτζικα που όλο το καλοκαίρι τραγουδάει και τον χειμώνα ψοφάει από την πείνα. Ο χώρος του Μωριά είναι περιορισμένος. Τώρα ήρθε και το χιόνι και μας εκτόπισε από τα δύο τρίτα του χώρου, που ελλισόμασταν και τα πράγματα έγιναν πολύ στενάχωρα. Τώρα ο κυριότερος εχθρός ήταν το χιόνι και η πείνα. Το στρατό της Γερμανοφρειδερίκης δεν τον λογαριάζαμε. Όπου συναντιόμασταν τον περνάμε στο κυνήγι. Το χιόνι όμως και την πείνα πώς θα τις νικήσουμε; Μόνο με λόγια και με το παράδειγμά μας. Τίποτα άλλο.
Φυλάγαμε και μεις σκοπιά και παρατηρητήριο αφού τα παπούτσια μας ήταν γερά. Μοιράζαμε την μερίδα μας στους μικρούς αντάρτες γιατί αυτοί πεινούσαν πιο πολύ. Οι αντάρτες έτρωγαν τέσσερις μπουκιές και μεις, δηλαδή ο λοχαγός και ο επίτροπος, μια μπουκιά. Οι αντάρτες τόβλεπαν και μας γκρίνιαζαν γιατί το κάνουμε αυτό. Έτσι όμως έπαιρναν θάρρος. Ήταν έτοιμοι για όλα. Το κρύο ήταν δυνατό. Τα ακουστικά φυλάκια μέσα στο δάσος άλλαζαν κάθε μισή ώρα.
Το πρωί λοιπόν έστειλα το Γιάννη από το χωριό Μαγούλιανα, γι’ αυτό κιόλας τον λέγαμε Μαγουλιανίτη, μ’ άλλον έναν να πάνε στα Μαγούλιανα να φέρουν πληροφορίες και δύο -τρία καρβέλια ψωμί αν εύρισκαν. Μπήκαν στο χωριό νύχτα. Την άλλη μέρα μας έφεραν δύο καρβέλια ψωμί. Το μοίρασα σε αντάρτες και αντάρτισσες. Πήραν όλοι από μια πέτσα ψωμί. Ήταν κι αυτό κάτι.
Τα νέα όμως ήταν άσχημα. Όλα τα χωριά και τα περάσματα ήταν πιασμένα μέχρι το Λάδωνα. Τα χωριά Καμενίτσα - Μαγούλιανα- Βαλτεσινίκο - Γλανιτσιά -Κερπινή από τη μια και Καρκαλού - Σβόρνα - Λαγκάδια- Τζερβίκο - Κατσουλιά, από την άλλη ήταν γεμάτα στρατό. Οι χωρικοί είχαν πληροφορίες γιατί τους τραβούσαν με τα ζώα για μεταφορές. Υπολόγισα λοιπόν ότι έπρεπε να περάσω πέρα από τον Λάδωνα και ίσως εκεί βρω ανοιχτά χωριά. Τώρα λοιπόν από τον Πάρνωνα μέχρι τον Λάδωνα ήταν παντού στρατός. Εγώ πέρασα μέσα απ’ αυτούς χωρίς να λυθεί μύτη. Αν είχα τρόφιμα στο Μαίναλο, θα καθόμουνα ακόμη δέκα μέρες, για να τραβηχτούν οι δυνάμεις του εχθρού προς τη νότια Πελοπόννησο. Είπα: πόσοι είναι να πάρει ο διάβολος, πέρα από εκεί θ’ αραίωναν. Δεν ήταν όμως έτσι. Δεν είχα λοιπόν τρόφιμα κι έπρεπε να φύγω τώρα. Ο Μετερίζης και ο Μουλόπουλος ήθελαν να φύγουν. Θα με ακολουθούσαν μέχρι το χωριό Συριάμου της Γορτυνίας κι εκεί μέσα στη νύχτα θα ξέκοβαν χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι οι αντάρτες.
Ξεκινήσαμε από τους Τσίγγους. Το μεσημέρι περάσαμε δεξιά από τη θέση Βλάχικα και το σούρουπο είμασταν στην άκρη στο δρόμο Βυτίνας - Καρκαλούς στη θέση Καμίνια, εκεί που είναι τώρα ένα ξενοδοχείο Ξενία. Περάσαμε το δρόμο μέσα στο σκοτάδι και πήραμε το δρόμο για τα Μαγούλιανα, για το έρημο σανατόριο στο δρόμο Μαγούλιανα - Βαλτεσινίκου. Εκεί μας έπιασε μια χιονοθύελλα, που δεν βλέπαμε τη μύτη μας. Βαδίζαμε κοντά - κοντά να μη χαθούμε. Ο βοριάς στριφογύριζε το χιόνι μέσα στα μάτια μας και μας έκοβε την ανάσα. Βαδίζαμε κοιτάζοντας προς τα πίσω. Εκεί χάσαμε το δρόμο μέσα στη θύελλα και γυρίζαμε γύρω - γύρω από το βουνό. Μετά από δύο ώρες βρεθήκαμε πάλι μπροστά στο έρημο Σανατόριο. Κατάλαβα την γκάφα μας.
Η θύελλα συνέχιζε. Σταματήσαμε και είπα στο Γιάννη Μαγουλιανίτη που πήγαινε μπροστά να βρούμε τον αμαξωτό δρόμο. Κόψαμε κόντρα ανηφόρα. Τον βρήκαμε. Προσανατολιστήκαμε και βαδίζαμε γρήγορα τώρα να κερδίσουμε το χρόνο που χάσαμε.
Η Βέργα ήταν κομμένη. Τότε αποφάσισα να περάσουμε το Λάδωνα με τα πόδια, αριστερά από το χωριό Συριάμ. Φώτιζε όμως πια και η αγωνία μου κορυφώθηκε. Η ημέρα θα μ’ έβρισκε στην άκρη στο ποτάμι. Δεν μπορούσε να συμβεί χειρότερη περίπτωση. Πίσω εχθρός, μπροστά το ποτάμι. Ο Μετερίζης με το Μουλόπουλο έπρεπε να ξεκοπούν. Τελευταία κουβέντα που κάναμε ήταν αυτή.
Την άλλη μέρα ή την παράλλη, ο Μετερίζης σκοτώθηκε σε κάτι καλύβια. Ο Μουλόπουλος μου είπε, όταν συναντηθήκαμε αργότερα στο Μαίναλο, ότι είχαν πιάσει κάτι καλύβια κι αυτός βγήκε για το νερό του. Ακούσε πυροβολισμούς στο καλύβι και τόβαλε στα πόδια.Οι Χωρικοί μου είπαν μετά, ότι στη θέση Κλαρί,στα Κερπινέϊκα Καλύβια.σκότωσαν κάποιον με χρυσά δόντια. Από κει συμπεραίνω ότι ήταν ο Λυκούργος Γιαννούκος ο γιατρός από το χωριό Ζούπαινα Λακωνίας που τον λέγαμε Μετερίζη. Πριν χωρίσουμε λοιπόν με συμβούλεψαν να τραβήξω προς το χωριό Κατσουλιά και να μην περάσω το ποτάμι γιατί άρχισε να χαράζει. Τους είπα ότι πρέπει να περάσω το ποτάμι οπωσδήποτε. Αν δεν το πετύχω, θα με στριμώξουν άσχημα. Αν δεν μπορέσω να περάσω, θα γυρίσω πίσω κι ώσπου να κινηθούν θα πιάσω τα υψώματα του Βαλτεσινίκου για να ξαναμπώ έστω και πολεμώντας στα έλατα.
Έστειλα μια ομάδα κι έπιασε το χωριό Τσάρνη. Έδωσα εντολή να εμποδίσει κάθε κίνηση από το χωριό Μπολιάρη. Οι άλλοι γρήγορα - γρήγορα φθάσαμε στο ποτάμι. Φώτισε πια για καλά. Είπα στον επίτροπο του λόχου να πάρει μια ομάδα και ακόμη τρεις - τέσσερις γερούς να μπει μπροστά για να περάσουμε το ποτάμι. Έτσι κι έγινε. Προχώρησαν αυτοί και από κοντά χέρι - χέρι οι άλλοι. Εγώ έμεινα πίσω με τρεις ομάδες. Μόλις πέρασε ο Γιώργης πήρε όσους ήταν πιο γρήγοροι και άρχισε να ανεβαίνει την ανηφόρα προς την Ξεροκαρύταινα για να πιάσει το ύψωμα. Του είχα πει να τρέξει όσο μπορεί και να πιάσει το πρώτο ύψωμα στον καμπάκο της Ξεροκαρύταινας. Αν το πιάσει σωθήκαμε! Εκεί απέναντι από το χωριό Ξεροκαρύταινα είναι ένας κάμπος που έχει γύρω - γύρω νοτιοανατολικά τρία υψώματα πολύ δυνατά. Μπροστά τους είναι ο κάμπος, έτσι τον λένε, κάπου τριακόσια μέτρα λάκκα γυμνή και μετά το βουνό της Στρέζοβας. Όσοι και να είναι οι εχθροί, είναι αδύνατο να περάσουν την λάκκα και ν’ ανέβουν στα υψώματα.
Μόλις λοιπόν ετοιμαζόμουνα να μπω και γω με τους υπόλοιπους στο ποτάμι, ο Γιώργης είχε φτάσει στη μέση της ανηφόρας. Περίμενα με αγωνία να δω από που θα φανούν οι εχθροί. Τόχα σίγουρο. Ευχόμουν να μη φανούν από την Ξεροκαρύταινα ή το Στρεζοβινό. Ας ήταν να αργήσουν ένα τέταρτο ώσπου να πιάσει το ύψωμα ο Γιώργης. Και ξαφνικά ακούστηκε πίσω μας από το χωριό Μπολιάρι η πρώτη ντουφεκιά. Μετά το προωθητικό του όλμου κι ύστερα έσκασε δίπλα μας ο πρώτος όλμος. Μετά ο δεύτερος και συνέχεια. Ευτυχώς οι περισσότεροι έπεφταν δεξιά - αριστερά κάπου εκατό μέτρα. Ο Γιώργης δυνάμωσε το τρέξιμο. Η ομάδα στο καμπαναριό της Τσιάρνης δεν άφηνε τίποτε να κινηθεί. Γρήγορα - γρήγορα μπήκαμε στο ποτάμι. Προχωρούσαμε καλά και με τάξη. Οι αντάρτες ήταν ψύχραιμοι και αγριεμένοι σαν τα θηρία που τα περιζώνει η παγάνα. Άκουγαν σ’ ότι έλεγα. Πιασμένοι χέρι - χέρι προχωρούσαν. Το νερό παγωμένο μας πήγε μέχρι τον αφαλό. Ευτυχώς το ποτάμι εδώ ήταν πλατύ και δεν είχε ύψος. Οι όλμοι δεν μας έκαναν ζημιά. Όσοι έπεφταν στο νερό δεν έσκαζαν παρά μόνο έκαναν μια τρύπα στο νερό.
Η αντάρτισσα Β. Παλαβού στην υγρή αγκαλιά του Λάδωνα — Μάρτης 1949
Εκεί που πήγαιναν όλα καλά, είχαμε ένα ατύχημα. Μια αντάρτισσα, η Βασιλική Παλαβού από το χωριό Χρόνοι Μεγαλόπολης, ζαλίστηκε, κολοκάθησε στο νερό κι άρχισε να φωνάζει. Το νερό την αναποδογύρισε και την πήρε το ρεύμα. Προσπάθησαν οι άλλοι να την συγκρατήσουν αλλά τίποτε. Τους ξέφυγε. Το ρεύμα μια την έβγαζε στον αφρό και μια την βούλιαζε. Δύο - τρεις φορές, που έβγαινε στον αφρό φώναζε και μετά η φωνή της πνίγονταν. Μετά χάθηκε και σε απόσταση πενήντα μέτρα βγήκε πάλι στον αφρό. Δε φώναξε όμως πια. Όλα είχαν τελειώσει γι ’ αυτήν. Αυτοί που είχαν βγει απέναντι έτρεξαν στη στροφή του ποταμού, καθώς το ποτάμι την πήγαινε προς τα εκεί να την βουτήξουν. Είχαν κι ένα παλούκι στα χέρια τους. Το άπλωσαν, αλλά δεν έγινε τίποτε. Όταν περνάς ποτάμι μέρα, είναι πολύ χειρότερο από τη νύχτα γιατί ζαλίζεσαι. Βλέπεις γύρω σου και νομίζεις ότι όλα κινούνται και νομίζεις ότι κινιέται και το έδαφος. Αυτό έπαθε και η Βασιλική. Άφησε τα χέρια της αντί να κρατηθεί γερά από τους άλλους και χάθηκε. Έφαγε κι ο Λάδωνας από μας, όπως όλα τα βουνά, οι κάμποι και οι πόλεις.
Σφύριξα στην ομάδα να κατέβει απ’ την εκκλησιά της Τσιάρνης. Την περίμενα για να περάσουμε μαζί, ήρθαν και περάσαμε. Ο Γιώργης κόντευε να φθάσει στην κορυφή. Πήραμε και μεις την ανηφόρα τρέχοντας. Οι όλμοι σταμάτησαν γιατί δεν μας έφθαναν. Καμιά φορά ο Γιώργης με τρεις άλλους έπιασαν το ύψωμα. Ανακουφίστηκα. Μου φώναξε ότι είναι ησυχία εκεί γύρω. Επί τέλους γλυτώσαμε! Ανεβήκαμε και μεις. Πιάσαμε και τα τρία υψωματάκια. Εδώ τώρα θα καθόμασταν όλη μέρα. Ήταν δυνατό μέρος. Μα και να ήθελα να προχωρήσω ήταν αδύνατο. Οι αντάρτες ήταν κατάκοποι, νηστικοί, νυσταγμένοι και βρεγμένοι ως το κόκκαλο, τσακισμένοι από την τελευταία δοκιμασία της ανηφόρας. Φτιάσαμε θέσεις γερές για πόλεμο δυνατό. Εγώ δεν ανησυχούσα πια. Στο χωριό Ξεροκαρύταινα δεν φαίνονταν καμιά κίνηση. Ήταν ησυχία. Επί τέλους βγήκαμε από το βάλτο των στρατιωτικών βάσεων είπα μέσα μου.
Είχα όμως γελαστεί. Ο εχθρός είχε βγάλει όλες του τις δυνάμεις στην ύπαιθρο, μια και τα αστικά κέντρα δεν κινδύνευαν πια. Έτσι εξήντα χιλιάδες στρατός, εθνοφρουρά, χωροφύλακες πλαισιωμένοι από τους μάϋδες δημιούργησαν ένα πυκνότατο δίχτυ από βάσεις που κάλυπτε όλα τα χωριά και τα περάσματα. Από τη μια μεριά τα χιόνια, που μας εκτόπισαν από το βασικό χώρο στον οποίο κινούμασταν κι από την άλλη το λαθεμένο σχέδιο αντιμετώπισης των εκκαθαριστικών, με κύριο χαρακτηριστικό την αποκέντρωση και την κατάτμηση σε μικρά τμήματα που δεν είχαν καμία, απολύτως καμιά δυνατότητα, επιχειρησιακή, καθώς και η παντελής έλλειψη επιμελητειακής προετοιμασίας, έστω κι αυτού του στενού χώρου, δημιούργησαν όλες τις προϋποθέσεις για τη βέβαιη
και γρήγορη εξόντωσή μας.
Ο βρόγχος είχε περαστεί στο λαιμό μας και μόνο χάρη στο γεγονός, ότι ο σβέρκος μας ήταν σκληρός αντέχομε ακόμη, κρατιόμασταν στη ζωή. Όλες μας οι αντιδράσεις έμοιαζαν με τα τινάγματα που κάνει το σώμα του κρεμασμένου στο σκοινί. Πως μπορούσαμε να αντιδράσουμε σ' αυτή την αφόρητη κατάσταση; Ο εχθρός δεν ανησυχούσε για μας. Είχε αναθέσει την εξόντωσή μας στο χιόνι, την πείνα, την ξυπολησιά, την γύμνια και την έλλειψη πυρομαχικών. Αυτός τάχε όλα και ζεστασιά και ρούχα και παπούτσια και πυρομαχικά.
Και εδώ θέλω να ρωτήσω τον επίτροπο του Γενικού Αρχηγείου, τον Βασίλη Μπαρτζώτα, αν είχε διαβάσει καμιά αναφορά του Γκιουζέλη για την κατάσταση του οπλισμού μας και τι μέτρα πήρε σαν επίτροπος ή τουλάχιστον τι μέτρα πρότεινε. Από τον Μάη του 1948 μέχρι το Νοέμβρη του 1948 πηγαινοέρχονταν στον Γράμμο - Βίτσι και αντί να μας στείλουν 10 σωλήνες όλμων με χίλια βλήματα και χίλια πάτζερ, μας υπαγόρευαν μπουρμπουλίθρες από το ραδιόφωνο.
Αυτή λοιπόν ήταν η κατάσταση στα μέσα Μάρτη του 1949. Αν είχαμε τη δυνατότητα της Ρούμελης και της Θεσσαλίας, να ελιχθούμε μέχρι τα σύνορα, τότε όχι εξήντα χιλιάδες και εκατόν εξήντα να έφερναν, δεν θα μας διέλυαν. Είμασταν σε θέση με τα καλοδεμένα τμήματά μας να φθάσουμε ακόμη και στο Γράμμο δίχως μάτωμα. Αν είχαμε πυρομαχικά και δέκα σωλήνες όλμων τότε θα τους χώναμε στο καβούκι τους. Τότε θα φαίνονταν πόσο αξίζουν οι καραβανάδες στρατηγοί της ρεκλάμας που δεν τολμούσαν να βγουν από την Τρίπολη ούτε για μια βόλτα να δουν τα τμήματά τους.
Δεν μας έφθαναν όλα αυτά μας έστειλε και ο Ζαχαριάδης κι άλλη συμφορά, μας έστειλε πολιτικό για μέραρχο, λες και μεις εκεί δεν κάναμε πόλεμο αλλά απεργιακές εκδηλώσεις και κομματικές συνελεύσεις. Για τις μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις χρειάζονται ηγέτες. Εμείς τέτοιους δεν είχαμε. Εμείς είχαμε πιστούς επαναστάτες, αφοσιωμένους στην υπόθεση του λαού αλλά αυτό δεν φτάνει. Ο ηρωισμός του ηγέτη είναι μόνο ένα προτέρημα κι αυτός για να τα βγάλει πέρα πρέπει νάχει πολλά. Έτσι λοιπόν, όπως τόκανε κι ο Ζαχαριάδης, έγινε σίγουρη η διάλυσή μας. Εμείς
δεν είχαμε ανάγκη από Μεράρχους. Από πυρομαχικά και βαριά όπλα είχαμε ανάγκη. Αυτός φρόντισε ακόμη και τα εφόδια που μας έστειλε, έτσι όπως τα έστειλε, να κάνει μια τρύπα στο όρμο του Φωκιανού.
Εκεί στον όρμο του Φωκιανού κοντά στο Λεωνίδιο της Κυνουρίας, εκεί βούλιαξε μέσα στα νερά και η τελευταία δυνατότητα για το αντάρτικο του Μωριά να κρατηθεί όρθιο μέχρι τέλους και πέφτοντας να πάρει μαζί του και τον εχθρό. Και το δεύτερο καΐκι ή μάλλον το τρίτο που γύρισε πίσω από το Ιόνιο πέλαγος, όπως έμαθα, κίνησε αργά πια γιατί και ο Ζαχαριάδης και ο Γκιουζέλης είχαν μικρό μυαλό για πόλεμο. Ο ένας ρωτούσε αν μπορούμε από το Μωριά να πάμε με καΐκι να πάρουμε πυρομαχικά κι ο άλλος, που δεν ήξερε φαίνεται που βρίσκεται ο Μωριάς υπόσχονταν να στείλει. Έτσι έφαγαν όλο το καλοκαίρι και πρόκοψαν τον Νοέμβριο πια να καταλάβουν ότι πρέπει οι αποστολές να ξεκινούν από την Βόρεια Ελλάδα και να φθάνουν σε μας κάνοντας μια και μόνο επικίνδυνη αποστολή. Σ’ αυτές τις δουλειές προσπαθεί κανείς να μειώσει τις επικίνδυνες αποστάσεις. Αυτοί τις διπλασίαζαν με το πήγαινε - έλα. Οι άνθρωποι ήταν άσχετοι εντελώς με τη δουλειά που ανέλαβαν να κάνουν. Αυτό είναι όλο και τίποτε άλλο. Όλα τ’ άλλα που λέγονται για χαφιεδισμούς και τ’ άλλα τέτοια είναι κουραφέξαλα. Μακάρι να ήταν αφοσιωμένοι στο κόμμα και οι κριτές τους, που λένε τέτοια, όσο ήταν αυτοί.
Τα πράγματα λοιπόν ήρθαν έτσι που το βάρος έπεσε στις πλάτες των διοικητών λόχων. Αυτοί έπρεπε να βγουν από την κόλαση. Αυτοί έπρεπε να διορθώσουν τα λάθη. Ουσιαστικά σ’ αυτούς ανατέθηκε η ευθύνη για την αντιμετώπιση των εκκαθαριστικών. Δηλαδή να βρουν τρόφιμα, να μη χαλούν τα πυρομαχικά, να βρουν παπούτσια, να βρουν περάσματα, να συγκρατήσουν τα τμήματα, να αποτρέψουν τις λιποταξίες, να περάσουν τα φουσκωμένα ποτάμια και τα κλεισμένα από τα χιόνια διάσελα. Συνηθίζεται να λέμε, όταν κάποιος βρίσκεται σε τραγική θέση, ότι ανεβαίνει το Γολγοθά κουβαλώντας τον σταυρό του μαρτυρίου όπως ο Χριστός. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε ένα Γολγοθά, κι ένα σταυρό κι ένα Χριστό. Εδώ όμως έχουμε πολλούς Γολγοθάδες. Κάθε ύψωμα και Γολγοθάς. Έχουμε πολλούς σταυρούς γιατί ο κάθε αντάρτης κουβαλά το δικό του. Και ο διοικητής του λόχου πρέπει να είναι Χριστός, να κουβαλά το δικό του σταυρό και Σίμων - Κυρηναίος για να βοηθά και τους αντάρτες να κουβαλούν το δικό τους. Έτσι έχουμε τρεις χιλιάδες σταυρούς τρεις χιλιάδες Γολγοθάδες. Κάθε κορυφή κι ένας ασπροσαβανωμένος από το χιόνι Γολγοθάς.
'Υπάρχουν πολλοί θάνατοι κι όλοι έχουν το μαρτύριό τους, όμως και ο λευκός θάνατος είναι φοβερός ας είναι λευκός, μέσα στο χιόνι. Είναι αλήθεια ότι μόνο όσοι έζησαν τέτοιο δράμα μπορούν να καταλάβουν την τραγική θέση μας. Μόνο αυτοί ξέρουν ότι αυτά που γράφω δεν είναι υπερβολές και φουσκωμένα λόγια. Όσο γι’ αυτούς που έμαθαν να κρίνουν καθισμένοι σε μαλακή πολυθρόνα ας μην ενοχληθούμε, τι θα πουν και τι θα γράψουν. Το ψωμί τους βγάζουν και θέλουν W ανεβούν τις σκάλες τις ιεραρχίας. Κι αν θέλουν να δοκιμάσουν κι αν θέλουν να πειστούν ότι δεν τους αδικώ, ας μην πάρουν μια μέρα το πρωινό τους κι ας βάλουν γυμνά τα πόδια τους στο παγωμένο νερό να δω, θα γράψουν τα ίδια όπως και πρώτα ή αλλιώτικα.
Αισχροί καλαμαράδες, τίποτα δεν σεβόσαστε. Οι πιο ηρωικοί απ’ αυτούς, που γράφουν σήμερα για εκείνη την εποχή, προτίμησαν, στην «αγωνιστική» πορεία της ζωής τους, αυτό που είπε ο γύφτος για το χειμώνα: «Κάλιο πέντε κάρβουνα παρά χίλια πρόβατα». Εμείς όμως κάναμε σαν επαναστάτες κι όχι σα γύφτοι, και δεν προτιμήσαμε τα πέντε αναμμένα κάρβουνα αλλά τα χιονισμένα βουνά. Καιρός τώρα να γυρίσω στα χιονισμένα υψώματα στον καμπάκο της Ξεροκαρύταινας.
Όταν πια ανεβήκαμε όλοι επάνω και ξεκουραστήκαμε έκαμα έναν έλεγχο να δω τι ζημιές πάθαμε. Είχαμε μια πνιγμένη, τη δεκαοχτάχρονη Βασιλική Παλαβού, την καρτερική αντάρτισσα από το χωριό Χράνοι Μεγαλόπολης και πέντε άοπλους αγνοούμενους δηλαδή απ’ αυτούς που πήραμε στο χωριό Μπούρα από το Αρχηγείο Μαινάλου. Αυτοί ήταν από διάφορες υπηρεσίες του Αρχηγείου Μαινάλου. Αυτό με ανησύχησε γιατί αν έπεφταν στα χέρια του εχθρού θα έδιναν πληροφορίες. Έτσι και έγινε όπως έμαθα αργότερα. Αυτοί δεν πέρασαν το ποτάμι και μετά πήγαν και παραδόθηκαν στη Στρέζοβα. Όταν είμασταν κάτω στο ποτάμι είχαμε ξεχάσει την πείνα, και την κούραση, το κρύο και την ξυπολησιά. Όταν ανεβήκαμε πάνω είμασταν ευχαριστημένοι. Δεν πεινούσαμε, δεν κρυώναμε, δεν είμασταν κουρασμένοι. Αρκεί που γλυτώσαμε. Όταν όμως πέρασε καμιά ώρα περίπου ήρθαν όλα μαζί. Πείνα, κρύο,κούραση, νύστα.
Εγώ όμως ήξερα ότι όπου νάναι σε μια δύο ώρες θάρθουν οι συμπέθεροι και θάχουμε καλό νταβαντούρι. Είχα την ελπίδα ότι θα χάσουν την κίνησή μας γιατί αυτοί θα υπολόγιζαν ότι πρέπει να ανέβω στο βουνό, πάνω από το χωριό Ξεροκαρύταινα. Όμως έμεινα κάτω από την Ξεροκαρύταινα, απέναντι από το χωριό στα υψώματα, έκανα μια πονηριά, μια κουτουράδα που μόνο οι παλιοί αντάρτες ξέρουν από τέτοια. Αυτό το έκανα για να κερδίσω χρόνο. Να μαζέψει η ημέρα κι ώσπου να με εντοπίσουν νάρ-θει μεσημέρι ή κι απόγευμα. Τότε κι αν μπλέξω σε μάχη να μπορώ να κρατήσω δύο - τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει και μετά μην τον είδατε.
Το κόλπο πέτυχε. Αυτοί κινήθηκαν από τη Στρέζοβα - Ξεροκαρύταινα - Βεσίνι - Δίβριτσα και κύκλωσαν το βουνό της Ξεροκαρύταινας. Έφαγαν τη μέρα εκεί και κατά τις μία μετά το μεσημέρι αφού απογοητεύτηκαν γύρισαν πίσω προς τα μας. Φάνηκαν να κατεβαίνουν προς το χωριό Ξεροκαρύταινας. Επίσης φάνηκαν κι από το Στρεζοβινό. Εμείς μέναμε ακίνητοι στις θέσεις μας. Η θέση μας ήταν γερή γιατί μόνο από τον κάμπο θα μπορούσαν να μας επιτεθούν, από δυτικά και νότια ήταν χαράδρα σχεδόν αδιάβατη. Για τρεις - τέσσερις ώρες θα κρατούσαμε. Ίσως θα χρειάζονταν να παλέψουμε και με τα πιστόλια ακόμη. Πάντως δρόμος υποχώρησης δεν υπήρχε παρά μόνο όταν νύχτωνε. Εγώ ήμουν ικανοποιημένος όμως γιατί πέτυχε το κόλπο μου και δεν έμπλεξα σε κυκλική μάχη στα υψώματα της Ξεροακαρύταινας από το πρωί. Φαίνεται ότι τελικά μας εντόπισαν κι άρχισαν να κινούνται από το χωριό της Ξεροκαρύταινας προς το ρεματάκι, που χωρίζει το χωριό από τον κάμπο και από το Στρεζοβινό.
Ακριβώς απέναντι από την ρεματιά είχα τοποθετήσει δύο οπλοπολυβόλα μπροστά και ένα πίσω στο ύψωμα. Πίσω απ’ αυτά είχα τοποθετήσει ακόμη τρία αλλά αυτά δεν έβλεπαν το δρόμο που ανέβαινε από τη ρεματιά προς τον κάμπο παρά μόνο το δρόμο που κατέβαινε από το χωριό στη ρεματιά. Έτσι πέντε οπλοπολυβόλα χτυπούσαν το δρόμο από το χωριό στη ρεματιά. Αλλοίμονο σ ’ αυτούς που θα έμπαιναν σ ’ αυτό το δρόμο. Επίσης όλα τα οπλοπολυβόλα και τα ατομικά χτυπούσαν τον κάμπο και τη γυμνή πλαγιά του Στρεζοβινού που κατέβαινε στον κάμπο. Η διάταξη των πυρών ήταν σε ημικύκλιο και τα πυρά ανάλογα ήταν αξωνικά και διασταυρούμενα. Έτσι λοιπόν τους περιμέναμε με το δάχτυλο στη σκανδάλη και με αγωνία για να μπουν στον κάμπο.
Είχα δώσει εντολή στις δύο ομάδες που ήταν προς την Ξεροκαρύταινα, να μη χτυπήσουν, παρά μόνο όταν οι πρώτοι φθάσουν στα δέκα μέτρα. Όπως ήταν χωμένοι μέσα στο χιόνι κάτω από τα κοντοπούρναρα κι όπως ήταν πασπαλισμένοι από την πιτουρίδα που μια σταματούσε και μια δυνάμωνε, ήταν αδύνατο και με το μικροσκόπιο ακόμη να επισημάνει επ’ ακριβώς τις θέσεις τους ο εχθρός. Μόνο ότι ήταν παγωμένοι, όταν όμως θα έβλεπαν το ψητό θα ζεσταίνονταν. Αν γίνονταν αυτό όλος ο εχθρικός λόχος θα ήταν στο δρόμο προς τη ρεματιά. Εκεί θα τον τσακίζαμε.
Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Ο εχθρός έστειλε μόνο δύο ομάδες να περάσουν τη ρεματιά. Το χειρότερο, ο ένας σκοπευτής βιάστηκε και τους χτύπησε πριν ακόμη περάσουν το ρέμα από απόσταση διακοσίων μέτρων. Υποχρεωτικά χτύπησαν και τ’ άλλα οπλοπολυβόλα τον υπόλοιπο λόχο, που μόλις έβγαινε από το χωριό. Έπαθαν ζημιά, ιδιαίτερα οι δύο πρώτες ομάδες. Οχυρώθηκαν όμως στα τελευταία σπίτια και έτσι δεν μπορέσαμε να κάνουμε εκμετάλλευση της επιτυχίας. Έμειναν εκεί οι νεκροί και οι τραυματίες του εχθρού μέχρι που νύχτωσε. Πόσοι ήταν δε μάθαμε. Από εκεί κι ύστερα μέχρι που νύχτωσε συνεχίστηκαν οι πυροβολισμοί χωρίς τίποτα άλλο. Εμείς κάναμε οικονομία στα πυρομαχικά. Αυτοί χαλούσαν τον κόσμο. Έσκασα από το κακό μου γιατί χάθηκε μια ευκαιρία να πάρω παπούτσια για τους ξυπόλητους και μπόλικα φυσίγγια.
Η κατάσταση στ’ αριστερά μας σταθεροποιήθηκε όπως είπα. Μετά από μια ώρα έγινε μια νέα προσπάθεια από τον εχθρό. Κινήθηκαν από τις κορυφές του Στρεζοβινού σε παράταξη, μπήκαν στο δάσος και πρόβαλαν στο γυμνό. Εκεί σταμάτησαν για λίγο και μετά αφού άρχισαν από το χωριό να βάζουν με ότι είχαν, άρχισαν κι αυτοί να κατεβαίνουν με άλματα στο γυμνό. Έδοσα εντολή να τους αφήσουν να κατεβούν στον κάμπο. Έτσι κι έγινε. Μόλις μπήκαν στον κάμπο τους περιλάβαμε με όλα τα όπλα. Τους τσακίσαμε. Γύρισαν πίσω χώθηκαν στο δάσος και χάθηκαν.
Με το σούρουπο άρχισε και η χιονοθύελλα. Το χιόνι έπεφτε πηχτό και ο αέρας το ανέμιζε από κάτω και δεν έβλεπες ούτε δέκα μέτρα μπροστά σου. Για καλό και κακό απόσυρα τις ομάδες από τα αριστερά και συγκεντρωθήκαμε όλοι στο ένα ύψωμα. Νύχτωσε για καλά. Ήταν αδύνατο πια ο εχθρός να κινηθεί γιατί δεν έβλεπε που να πάει. Συγκέντρωσα το λόχο και έκαμα έλεγχο. Δεν είχαμε πάθει τίποτα. Δεν θεώρησα λογικό να στείλω αντάρτες να βρουν σκοτωμένους ή τραυματίες του εχθρού. Φοβόμουν ότι θα χαθούν μέσα στη θύελλα ή θα πέσουν πάνω στον εχθρό, ο οποίος θα μάζευε οπωσδήποτε τους δικούς του. Μέσα στη θύελλα όποιος κινείται παθαίνει ζημιά, μπορεί και να τον πιάσουν στα χέρια γιατί δεν βλέπει γύρω του. Ήθελα τα παπούτσια και τις μαντύες και τα πυρομαχικά, φοβόμουν όμως και την παγίδα.
Προτίμησα να φύγουμε γιατί ο λόχος έπρεπε να φάει κάτι, για να στεγνώσει κάπου έστω και μια - δυό ώρες. Κάτω χαμηλά προς τη χαράδρα ήταν κάτι μαντριά και εξώσπιτα. Ψάχνοντας μέσα στη νύχτα τα βρήκαμε. Μπήκαμε μέσα στα χαμόσπιτα που ήταν με ξερολιθιά χτισμένα κι έμπαζαν από παντού. Εμάς όμως μας φάνηκαν ότι ήταν σαλόνια αριστοκρατικά. Πιάσαμε δύο καλυβόσπιτα που είχαν μαντριά απ’ έξω κι υπήρχαν και γίδια.
Χάσαμε το δρόμο γιατί προσπάθησα να αποφύγω το διάσελο που υπολόγιζα ότι θα ήταν πιασμένο. Καθώς βαδίζαμε τη δημοσιά σχεδόν τροχάδην, μυρίσαμε καπνό. Σταματήσαμε και σιγά - σιγά προχωρήσαμε δεξιά από το δρόμο. Αριστερά στην πλαγιά είδαμε φωτιά. Εκεί είχαν στήσει καρτέρι. Η θύελλα όμως τους υποχρέωσε να μπουν στο Σανατόριο για να φυλαχτούν. Άναψαν φωτιά για να ζεσταθούν και περνούσαν αυτοί ωραία, εμείς όμως είχαμε βουτηχτεί στο χιόνι. Ήταν νεκρική σιγή που κάπου - κάπου την έκοβε το ξερό χτύπημα κάποιου παραθυρόφυλλου του έρημου Σανατορίου. Ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία να τους πιάσουμε ζωντανούς στον ύπνο, αλλά δεν μας έπαιρνε ο καιρός. Ήταν αμφίβολο αν θα δούλευαν τα όπλα μας, από την παγωνιά.
Περάσαμε το διάσελο κι ύστερα ροβολήσαμε τη ρεματιά, δεξιά από το χωριό Βαλτεσινίκου. Η χιονοθύελλα συνέχιζε και γω το ήθελα από μια μεριά, γιατί σκέπαζε τον ντορό μας. Έτσι θα έφθανα στο Λάδωνα χωρίς να πάρουν είδηση την κίνησή μου. Αυτό ήταν το βασικό. Να περάσω το Λάδωνα, νύχτα και χωρίς να αφήσω ίχνη. Αν άφηνα ίχνη και κινούνταν πίσω μου θα με στρίμωχναν από τη μια μεριά ο Λάδωνας κι από πάνω από τα χωριά αυτοί. Τότε θα αναγκαζόμουνα να πολεμήσω όλη τη μέρα στην άκρη του γκρεμού. Έπρεπε να περάσω νύχτα το Λάδωνα γιατί δεν ήξερα απέναντι στο Στρεζοβινό, Ξεροκαρύταινα τι γίνεται. Έπρεπε με τα φωτήματα να πιάσω το Στρεζοβινό κι έτσι ξέφευγα από τον κίνδυνο.
Βαδίζαμε - βαδίζαμε χωρίς να σταματάμε, γιατί βιαζόμασταν και γιατί αν σταματούσαμε παγώναμε. Κάποτε κατά τις τέσσερις το πρωί, πιάσαμε ξέχιονο. Επιτέλους βγήκαμε από το άσπρο σάβανο που έξι μέρες τώρα μας έκοβε την ανάσα. Σταματήσαμε για λίγο και μας ήρθε νύστα. Έστειλα να δουν αν μπορούμε να περάσουμε από το γεφύρι της Κυράς. Πριν όμως καλά - καλά ξεκινήσουν οι δύο ανιχνευτές, από της Κυράς το γεφύρι είδα μια φωτοβολίδα. Αυτό με ανησύχισε. Πίστεψα ότι πήραν είδηση την κίνησή μας. Δεν ήταν όμως, όπως αποδείχτηκε αργότερα, τίποτε.
Στρίψαμε αριστερά να περάσουμε από τη Βέργα στο χωριό κοντά στο Λάδωνα από εκεί που περάσαμε. Επιτέλους βάλαμε το κεφάλι μας σε στέγη και πατήσαμε στεγνό χώμα. Γρήγορα -γρήγορα ανάψαμε φωτιές. Ζεσταθήκαμε και αρχίσαμε να στεγνώνουμε τις φανέλλες μας και τις κάλτσες μας. Συνήλθαμε κάπως.
Έδωσα εντολή να καθαριστούν τα όπλα. Πήρα και αυστηρά μέτρα ασφαλείας γιατί φοβόμουνα παγίδα, παρότι η θύελλα λυσσομανούσε. Μετά είπα να σφάξουν η κάθε ομάδα και από ένα σφαχτό. Σε δέκα λεπτά τα σφαχτά ήταν έτοιμα. Επειδή δεν μπορούσε να ψηθεί το σφαχτό ολόκληρο, το μοίρασαν ωμό, μια μερίδα στον καθένα. Έτσι οι αντάρτες έριχναν μεζέδες στα κάρβουνα και άρχισαν μετά από ένα τέταρτο να τρώνε μισοψημένο κρέας. Ρούπωσαν την πείνα τους, στέγνωσαν, έψησαν σιγά - σιγά το υπόλοιπο κρέας και κατά τις έντεκα τη νύχτα ησύχασαν. Ροχάλιζαν του καλού καιρού. Μετά από δέκα μέρες ξενύχτια, τώρα κοιμόντουσαν με μακαριότητα πασά.
Τα μάτια μου γλάρωναν, αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Τα νεύρα μου είχαν τεντωθεί και είχαν κοκκαλιάσει. Το μυαλό μου έτρεχε. Έφθανα σε αδιέξοδα. Καλύτερα να είχα σκοτωθεί. Έτσι θα είχα ξεφύγει από τη μέγκενη που μου έσφιγγε τα μελλίγγια. Τα αυτιά μου βούιζαν σαν κουδουνίστρες. Μετρούσα και ξαναμετρούσα τα πράγματα. Από τον Πάρνωνα μέχρι την Ξεροκαρύταινα, στα σύνορα του νομού Αχάίας και Ηλείας, γεμάτος ο τόπος από εχθρικές μονάδες και δικοί μας πουθενά. Ας ήταν να έβρισκα επαφή, ας ήταν να έβρισκα τη διοίκηση της Μεραρχίας κι ας τέλειωνα.
Δεν κατάλαβα πως από μισοκοιμισμένος έπεσα σε λήθαργο, που συνέχιζα να βλέπω και να σκέπτομαι τα ίδια και τα ίδια. Οι αντάρτες με σκέπασαν με ένα κομμάτι κουβέρτα, ένα ρετάλι κουβέρτας, που μας είχε απομείνει από την κουβέρτα που κόψαμε και ράψαμε πάνω στα πόδια των ξυπόλητων. Τα νεύρα σιγά-σιγά χαλάρωσαν και ηρέμησε το κορμί μου από του ύπνου την γλυκάδα. Κοιμήθηκα δύο ώρες! Επιτέλους κοιμήθηκα ζεστός ακόμη και στα πόδια. Αυτό ήταν μεγάλη επιτυχία. Ζεστά πόδια, ίσον παράδεισος. Ωραία ήταν! Το κακό όμως ήταν ότι ξύπνησα. Μέσα στην άγρια νύχτα ενώ κοιμόμουνα τόσο ωραία πάνω στο χώμα και στα τσιούμπια, άκουσα έναν πυροβολισμό. Σαν να έσκασε μέσα στ’ αυτί μου.
Πετάχτηκα ορθός. Όλοι πετάχτηκαν ορθοί κι άρπαξαν τα όπλα τους. Ρωτούσα τι έγινε. Κανένας δεν ήξερε. Δεν ακολούθησαν άλλοι πυροβολισμοί. Ο διμοιρίτης πετάχτηκε να πάει στο φυλάκιο. Απάνω που άρχιζαν να βγαίνουν έξω οι αντάρτες ήρθε ο διμοιρίτης της άλλης διμοιρίας που έμενε στο άλλο καλύβι. Μου ανέφερε ότι ένα όπλο πήρε φωτιά και τραυμάτισε βαρεία μια αντάρτισσα στο μάτι, την Πανώργια Γιανναρά από το χωριό Πιάνα της Αρκαδίας. Αυτό μας έλειπε τώρα! Μέσα στην κόλαση να κουβαλάμε και τραυματίες. Έστειλα τον νοσοκόμο γρήγορα να δει. Πήγε την έδεσε και γύρισε. Μου είπε ότι το μάτι της καταστράφηκε τελείως και οι πόνοι είναι φοβεροί.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα! Τίποτα απολύτως. Μόνο που βλαστημούσα συνεχώς. Στην αρχή ζήτησα τον αίτιο, μετά είπα να μη τον φέρουν εκεί. Τι να του έκανα; ποιό θα ήταν το όφελος. Μετά από τριανταπέντε χρόνια που συνάντησα την Πανώργια Γιανναρά, μου είπε ότι κάποιος έριξε χειροβομβίδα για να εξοντώσει τη διμοιρία και να παραδοθεί κι έτσι τραυματίστηκε. Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια και της το είπα. Όταν σκάσει μια χειροβομβίδα μέσα στο καλύβι, δεν τραυματίζει έναν, αλλά σκοτώνει και τραυματίζει πολλούς.
Πήγα στο άλλο καλύβι. Το καημένο το κορίτσι, είχε μαζευτεί στα τέσσερα και σπάραζε από τον πόνο. Γύρισα και έφυγα. Ανάθεμά μας! όλα είναι εναντίον μας. Τίποτα δεν έχουμε παρά μόνο το δίκιο και την ψυχική δύναμη. Όλα τ’ άλλα μας λείπουν. Πυρομαχικά κάτω από το όριο ασφαλείας, παπούτσια τρύπια, ρούχα σάπια, ψωμί καθόλου, πληροφορίες σκοτάδι, επαφή καμιά, χιόνια πολλά, κρύο κάτω από το μηδέν και κάθε μέρα μια μικροσυμπλοκή.
Μετά από κάθε δοκιμασία, μόλις νύχτωνε ή ξημέρωνε, μιλούσα στους μαχητές και μαχήτριες του λόχου μου και μια και δεν είχα να τους προσφέρω τίποτα απ ’ όσα τους έλειπαν, τους καλούσα κάθε φορά να δείξουν αντοχή και πείσμα και τους διαβεβαίωνα ότι θα περάσει η μπάρα και ότι μέσα σε μια - δυό μέρες θα βρούμε ψωμί και παπούτσια. Οι μέρες περνούσαν και η κατάσταση χειροτέρευε. Ο λόχος όμως συνέχιζε να συμπεριφέρεται σαν να ήταν λόχος από ατσαλένιους ανθρώπους. Έδιναν την εντύπωση ότι δεν κρυώνουν, δεν πεινούν, δεν νυστάζουν, δεν κουράζονται. Εγώ όμως κουράστηκα να λέω τα ίδια και να απαιτώ τα ίδια. Δεν μπορούσα πια να κοιμηθώ ούτε μέρα ούτε νύχτα. Είχα μια υπερένταση κι όλοι από τον επίτροπο και τους διμοιρίτες ακόμη και οι αντάρτες, προσπαθούσαν να με βοηθήσουν εκτελώντας γρήγορα όσα έλεγα και κάθε τόσο με παρακινούσαν να κοιμηθώ λίγο. Καταλάβαινα ότι αυτή η κατάσταση, αν συνεχιστεί κι άλλο, θα έφερνε την ψυχική και σωματική κατάρευση των ανταρτών. Δεν είναι δυνατόν να βαδίζουν νηστικοί, γυμνοί και ξυπόλητοι στο χιόνι για πολλές μέρες ακόμη. Έπρεπε να βγω από αυτόν το βάλτο.
Αποφάσισα να συνεχίσω την πορεία μου προς τη βορειοδυτική και δυτική Πελοπόννησο μέχρι την Ορεινή Ηλεία δηλαδή μέχρι την Κάπελη. Απέκλεισα την πορεία προς τη Βόρεια Πελοπόννησο. Ο Ερύμανθος, το Παναχαϊκό, ο Χελμός και η Ζήρεια ήταν αδιάβατα. Έπρεπε να πιάσω ξέχιονο ή τουλάχιστον χειμαδιά όπως ήταν η Ορεινή Ηλεία μέχρι την Κάπελη. Αν κι εκεί δεν έβρισκα χώρο για να σταθώ τουλάχιστον για δεκαπέντε μέρες ή να έβρισκα επαφή, θα γύριζα πίσω, ή για το Μαίναλο -Πάρνωνα, ή Ολυμπία - Ταΰγετο - Πάρνωνα. Αυτή τη σκέψη μου την ανακοίνωσα στον επίτροπο και τις διοικήσεις των διμοιριών. Συμφώνησαν όλοι. Μάλιστα μερικοί πρότειναν να γυρίσουμε αμέσως πίσω για την νότια Πελοπόννησο, που ήταν ξέχιονο γιατί έβλεπαν τον κίνδυνο να μας διαλύσει το χιόνι. Κάθε μέρα είχαμε κι έναν καινούργιο ξυπόλητο και λίγο - πολύ είχαν πάθει όλοι κρυοπαγήματα ελαφρά βέβαια στα πόδια και στ’ αυτιά.
Τελικά θα ακολουθούσα την πορεία που είχα χαράξει. Για να φθάσω όμως στην Κάπελη της Ηλείας έπρεπε να ανέβω υποχρεωτικά τα βουνά πάνω από την Ξεροκαρύταινα μετά να περάσω από τον Βεσινέικο Άγιο Ηλία και από εκεί να περάσω στο βουνό της Δίβριτσας και να πέσω στο Λάδωνα που ήταν ξέχιονο. Μετά θα ακολουθούσα την όχθη του Λάδωνα και θα έφθανα στην μικρή Κάπελη δηλαδή στα χωριά Ράχες - Χώρες - Μοναστηράκι - Βιδιάκι - Παραλογγούς.
Έδωσα εντολή να κοιμηθούν οι αντάρτες μέχρι τις πέντε το πρωί. Στις πέντε θα φεύγαμε και μέχρι να φωτίσει θα είχαμε ανέβει από την χαράδρα δεξιά της Ξεροκαρύταινας, θα κόβαμε κάθετα τον δρόμο Ξεροκαρύταινας - Βάχλιας και μετά θα ανεβαίναμε στα Βαχλιώτικα Λακώματα. Υπήρχε κίνδυνος να έχουν πιάσει τον Βεσινέϊκο Άγιο Διά ή το διάσελο, αλλά πίστευα ότι το κρύο ήταν τόσο, που δεν θα μπορούσαν να μείνουν όλη νύχτα πάνω εκεί στα θεόγυμνα βουνά μέσα στο χιόνι. Εκεί και το καλοκαίρι ακόμη ξεπαγιάζεις. Είχα γελαστεί όμως.
Οι αντάρτες στέγνωσαν και καθώς ζεστάθηκαν στα καλύβια άρχισαν να ροχαλίζουν. Το μισοψημένο κρέας τους στερέωσε και η ζέστη τους κοίμησε. Έξω χιόνιζε συνεχώς πυκνό χιόνι και τα καλύβια σκεπάστηκαν και βούλωσαν οι τρύπες τους. Έτσι έγιναν ζεστά σαν χειμωνιάτικα καλοφτιαγμένα δωμάτια. Όταν προχώρησε η νύχτα και πέρασαν τα μεσάνυχτα, ησύχασα και εγώ. Ήταν αδύνατο τέτοια ώρα να κινηθεί ο εχθρός. Τα μέτρα όμως δεν χαλάρωσαν για καλό και για κακό. Λαγοκοιμήθηκα δυό - τρεις ώρες. Δεν καταλάβαινα όμως αν ήμουν κοιμισμένος ή ξύπνιος γιατί το μυαλό μου δούλευε, πότε έβλεπα όνειρα και πότε σκεφτόμουνα τα ίδια πράγματα.
Στις πέντε το πρωί, ξυπνήσαμε. Την αντάρτισσα που ήταν τραυματισμένη ήταν αδύνατο να την πάρουμε μαζί μας. Έπρεπε να την αφήσουμε εκεί και να αρκεστούμε στην ελπίδα ότι οι τσοπάνηδες θα την περιποιηθούν και θα της φερθούν καλά. Η μόνη σωστή απόφαση ήταν αυτή. Ήταν όμως και η πιο οδυνηρή για όλους μας. Για πρώτη φορά θα εγκαταλείπαμε στο έλεος του θεού και των ανθρώπων μια αντάρτισσα. Μας φαίνονταν ότι κάτι θα ξεκολούσε από τα σωθικά μας. Εγώ ακόμη σκεφτόμουνα τις φοβερές συνέπειες για τον λόχο, για την ψυχολογία, για το ηθικό του κάθε μαχητή και μαχήτριας. Όλοι θα έβλεπαν πια ότι φθάσαμε σε τέτοια κατάσταση που, όποιος δεν θα μπορούσε να στηριχτεί στις δυνάμεις του, θα τον εγκατέλειπαν οι σύντροφοί του. Ήρθε λοιπόν το τέλος θα έλεγαν μέσα τους. Και τότε, μετά απ ’ αυτήν την διαπίστωση μύρια κακά ακολουθούν. Είχα ζήσει αυτή την κατάσταση όταν υποχωρούσαμε το Δεκέμβρη του 1944 από την Καλλιθέα της Αθήνας κι όταν παραδώσαμε τα όπλα στους Εγγλέζους τον Μάρτη του 1945 στην Μεγαλόπολη, δηλαδή τότε που διαλύθηκε ο ΕΛΑΣ από τους φωστήρες αρχηγούς μας. Τι να έκανα όμως, έπρεπε να την αφήσουμε εκεί και ίσως σώζονταν, όπως και σώθηκε.
Την είδα μετά από τριάντα πέντε χρόνια, που ήταν γιαγιά πια. Χάρηκα τόσο πολύ που μετά από τόσα χρόνια διαπίστωσα, ότι έκαμα πολύ καλά τότε που την άφησα στο καλυβόσπιτο. Και η ικανοποίηση μετά από τριάντα πέντε χρόνια είναι τόσο ευχάριστη, όσο είναι κι αυτή που παίρνεις την ίδια στιγμή μετά από μια κρίσιμη απόφαση. Φεύγοντας τότε της εξήγησα γιατί την αφήναμε.
Είχα τότε αφήσει ένα σημείωμα γι’ αυτούς που θα την εύρισκαν. Τους έλεγα να της φερθούν καλά και να την περιποιηθούν. Τους απειλούσα ότι αν την κακομεταχειρίζονταν, θα το πλήρωναν με την ζωή τους. Ακόμη ειδοποιούσα τον πρόεδρο και τον παπά του χωριού να προσέξουν την τραυματισμένη, γιατί αν δεν την προσέξουν θα τιμωρήσω σκληρά όλο το χωριό. Αν πάθει κάτι θα κάψω το χωριό. Φοβόμουνα τους χίτες του χωριού. Αυτοί δεν είχαν φραγμό σε τίποτα. Το ιδανικό τους και οι αρχές τους ήτανε το «χαίζω - τρώγω». Όσο για το κράτος των δοσιλόγων και των ξενόδουλων λακέδων της εθνικοφροσύνης, ήταν εικόνα και ομοίωση των οπαδών του! Ευτυχώς η κοπέλα, όπως μου είπε, έπεσε στα χέρια ενός στρατιωτικού γιατρού που ήταν γνωστός του θείου της και έτσι επέζησε.
Πέσαμε στην χαράδρα. Τρομάξαμε να φθάσουμε στο ρέμα. Σχεδόν κατεβήκαμε σούρνοντας. Το ίδιο και για να ανεβούμε. Μόλις φθάσαμε στο δρόμο Ξεροκαρύταινας - Βάχλιας, φώτισε για καλά. Ήταν όμως χιονοθύελλα και δεν έβλεπες πέρα από δύο μέτρα. Έτσι ανεβήκαμε στα Λακώματα χωρίς να φαινόμαστε από γύρω. Εκεί βαδίζαμε προσεχτικά από το φόβο μήπως πέσουμε πάνω στον εχθρό. Ευτυχώς δεν ήταν τίποτε. Πήραμε την κορυφογραμμή και βαδίζαμε κόντρα στον άνεμο, που στριφογύριζε το ψιλό χιόνι στα μούτρα μας. Σταματήσαμε για να πάρουμε ανάσα. Έγινε έλεγχος και διαπιστώθηκε ότι είχαν ξεμείνει δύο κοπέλες. Ο τελευταίος που τις είχε δει μας είπε ότι ξεκόπηκαν από τη χαράδρα. Εκεί έμειναν πίσω για λίγο και μετά χάθηκαν.
Ήταν φανερό ότι λιποτάχτησαν. Δεν είπα τίποτα γι ’ αυτό. Το περίμενα ότι θα γίνονταν. Πόσο θα άντεχαν; Κάποτε θα έσπαγαν. Η εγκατάλειψη της τραυματισμένης άνοιξε την πρώτη ρωγμή στο ηθικό τους και μετά κατέρρευσαν. Ποιος όμως μπορεί να τις κατηγορήσει; Ποιος μπορεί να πει κουβέντα γι’ αυτές τις κοπέλες που έδωσαν ότι μπόρεσαν, αλλά τελικά αποφάσισαν να σώσουν τη ζωή τους και να μην την θυσιάσουν για μια χαμένη υπόθεση; Κανένας δεν πρέπει να πει κουβέντα. Δεν έχει δικαίωμα κανένας να πει ούτε λέξη. Αυτές οι κοπέλες έχουν δικαίωμα να ζητήσουν ευθύνες από όλους εμάς, γιατί τις οδηγήσαμε σ’ αυτό το αδιέξοδο.
Συνεχίσαμε την πορεία μας. 0 καιρός χειροτέρευε. Οδηγό είχαμε έναν αντάρτη από το χωριό Βάχλια τον Νίκο Βαχλιώτη. Δεν θυμάμαι το επίθετό του. Μπροστά πήγαινε αυτός και κοντά εγώ. Σε μια στιγμή το κρύο έπεσε απότομα. Σαν να μας βάρεσε κεραυνός. Χάσαμε την ισορροπία μας και δεν μπορούσαμε να ανασάνουμε με ευκολία. Νοιώσαμε σαν να βρεθήκαμε σε κενό χώρο χωρίς αέρα. Κουτσοπατώντας προχωρήσαμε λίγο. Απότομα σωριάστηκε κάτω ο οδηγός, ο Νίκος Βαχλιώτης ώσπου να κουνήσουμε τον Νίκο, πιο πίσω έπεσε άλλος και μετά τρίτος. Οι κοπέλες όμως κράτησαν. Ευτυχώς, αυτή η απότομη πτώση της θερμοκρασίας δεν κράτησε πολύ. Συνεφέραμε αυτούς που έπεσαν. Ξανασηκωθήκαμε και προχωρούσαμε αλλά κάπως άστατα. Πλησιάζαμε στο διάσελο κάτω από τον Βεσυνέικο 'Αγιο Λιά. Βαδίζαμε αραιά και προσεχτικά.
Σε μια στιγμή που σηκώθηκε η κατσιφάρα, βλέπουμε μπροστά μας σε απόσταση διακοσίων μέτρων να κατεβαίνουν από την κορυφή του Άγιου Λιά, κουτρουβαλώντας καμιά πενηνταριά στρατιώτες. Πρέπει να μας είδαν κι αυτοί, όμως συνέχιζαν να κουτρουβαλάνε προς το Βεσύνη. Έδωσα εντολή να τους χτυπήσουν. Δύο οπλοπολυβόλα που ήταν εκεί μπροστά δεν δούλεψαν, ούτε τα όπλα δούλεψαν. Είχαν σκεπαστεί από ένα λεπτό στρώμα πάγου. Ούτε οι μοχλοί οπλίσεως δεν κουνιόνταν. Ώσπου να φτιαχτούμε, ο εχθρός χάθηκε μέσα στην πλαγιά. Τα μαζέψαμε και αφού περάσαμε το διάσελο συνεχίσαμε για το Μοναστήρι της Δίβριτσας. Το χιόνι όμως μας κούρασε και θα έπρεπε κάπου να σταθούμε. Φώναξα το Βαχλιώτη και τον ρώτησα μήπως υπάρχει εκεί πάνω στα βουνά κανένα καλύβι. Μου είπε ότι μπροστά μας εκεί πέρα στις λάκες υπάρχουν καλύβια.
Τραβήξαμε προς τα κει. Τα καλύβια ήταν μισοχωμένα στο χιόνι. Για μας όμως ήταν νησιά στο πέλαγος της απελπισίας μας. Είμασταν δύο φορές τυχεροί. Μια που βρήκαμε τα καλύβια κουκουλωμένα με χιόνι και μια που μέσα στα καλύβια υπήρχαν στους τοίχους μπηγμένα παλούκια για να κρεμούν οι τσοπάνηδες τις κάπες τους και τα καρδάρια. Πιάσαμε δύο καλύβια. Σε δύο λεπτά, στο κέντρο των εξώσπιτων σωρώθηκαν τα παλούκια και οι ομαδάρχες τράβηξαν από τα σακίδιά τους τα κομμάτια καουτσούκ, που είχαμε προμηθευτεί για να ανάβουμε φωτιά εύκολα. Τάβαλαν κάτω από τα ξερά παλούκια και σε λίγο, μέσα σε κείνη την άσπρη κόλαση της παγωνιάς, σ’ αυτό το καταφύγιο, σ’ αυτό το τίποτα, που τις στιγμές εκείνες σωριάστηκαν τόσες ψυχές, αναπήδησαν οι κόκκινες φλογίτσες που άρχισαν να ζεσταίνουν την ψυχή μας.
Σωθήκαμε όλοι άλλη μια φορά. Σε λίγο είχαμε κι άλλη λυποθυμία στο παρατηρητήριο. Οι απότομες πτώσεις της θερμοκρασίας φαίνεται συνεχίστηκαν κι αυτές ήταν που έκαναν την ζημιά. Έδωσα εντολή να αλλάζουν οι παρατηρητές κάθε είκοσι λεπτά. Τρόμαζα από το φόβο μήπως μας πεθάνει κάποιος από το κρύο. Δεν είχαν παπούτσια γερά. Τέσσερις ήταν με κουβέρτες στα πόδια. Καθώς το χιόνι είχε παγώσει πάνω στις κουβέρτες το πόδι ζεσταίνονταν κάπως. Το πρόβλημα όμως ήταν οι πατούσες. Εκείνες πάγωναν. Όταν μπήκαμε στα καλύβια τίναξαν το χιόνι και ζεστάθηκαν. Αυτούς δεν τους βγάζαμε στο παρατηρητήριο. Επίσης δεν βγάζαμε στο παρατηρητήριο και τέσσερις αντάρτισσες γιατί βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση. Αιμορραγούσαν συνεχώς χωρίς να μπορούν να καθαρίζονται. Οι αντάρτες έδειχναν κατανόηση και δεν ρωτούσαν γιατί τις απαλλάσουμε. Εμείς οι άλλοι όλοι, όλοι ανεξαιρέτως βγαίναμε στο παρατηρητήριο. Οι αντάρτες δεν ήθελαν να βγαίνω εγώ στο παρατηρητήριο, γιατί ήξεραν ότι τα θραύσματα που είχα στο μάτι με πονούσαν. Εγώ όμως πήγαινα κανονικά με την σειρά μου! Έτσι ο λόχος ήταν σαν μια οικογένεια και ο ένας πονούσε για τον άλλον.
Μόλις ζεσταθήκαμε, φέραμε κι άλλα ξύλα απ’ έξω. Πάνω στις σκεπές των Καλυβιών ήταν ξερά κλαδιά από αγριοαχλαδιές που τα έβαζαν γύρω - γύρω για να μην πηδούν τα γίδια πάνω στην σκεπή. Αυτά μας έσωσαν. Οι αντάρτες έκοβαν κομμάτια κρέας και τα μισόψηναν στα κάρβουνα κι έτσι χόρτασαν σιγά -σιγά με δυνατή τροφή την πείνα τους. Εκεί είμασταν καλά. Περάσαμε όλη μέρα ήσυχα μια και εκεί πάνω δεν πετούσε ούτε πουλί. Αν είχα τρόφιμα θα καθόμουνα όσο συνέχιζε η θύελλα. Ο καιρός ήταν χάλια. Μια κόπαζε και ξάνοιγε, μια γίνονταν γης και ουρανός ένα. Ένας άσπρος ωκεανός γύρω μας και μεις χαμένοι μέσα στα βάθη του. Τα καλυβάκια μας ήταν τα σκάφανδρά μας.
Όλη μέρα διαλογιζόμουν τι θα κάνω. Είχα φθάσει στα σύνορα Αχαΐας - Ηλείας - Αρκαδίας και πουθενά δεν βρήκα ψυχή. Οι γιάφκες που μου είχαν δώσει είχαν σπάσει όλες, γιατί δεν ήταν οργανωμένες καλά. Ο γιαφκατζής στο χωριό Συριάμ Γορτυνίας είχε συλληφθεί. Ο γιαφκατζής της Ξεροκαρύταινας είχε χαθεί. Στο Βεσύνι ήταν αδύνατο να κατέβω. Τελικά αποφάσισα να στρίψω νότια - νοτιοδυτικά. Να πέσω προς τα χωριά της Ηραίας αφού περάσω πρώτα από τη μικρή Κάπελη. Ίσως εκεί πάρω επαφή. Σκέφτηκα να πάρω τρόφιμα από το μοναστήρι της Δίβριτσας, τώρα έχει άλλη ονομασία το λένε Δήμητρα.
Μόλις νύχτωσε ξεκινήσαμε σχεδόν τροχάδην. Φθάσαμε στο Μοναστήρι. Το κυκλώσαμε και προχωρήσαμε προσεχτικά στην αυλή. Δεν ακούγονταν τίποτα κι ούτε μύριζε καπνός. Κακό σημάδι αυτό. Τέλος μπήκαμε μέσα. Ήταν έρημο. Προχωρήσαμε με τα καουτσούκ αναμμένα και διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν μόνο έρημο αλλά και λεηλατημένο. Δεν υπήρχε ούτε για ποντικό ένα κουκί καρπός. Σκέφτηκα να πάρουμε το λάδι από το πιθάρι, που κουβαλούσε ο κόσμος για τα καντήλια. Τόχαν κι αυτό σπάσει. Βγήκαμε έξω απογοητευμένοι.
Πήραμε τον δρόμο για το χωριό. Ίσως ήταν ανοιχτό. Ο δρόμος ήταν κατηφορικός και φθάσαμε γρήγορα. Όσο κατεβαίναμε το χιόνι λιγόστευε. Φθάσαμε στην δημοσιά που έρχεται από τα Τρόπαια. Περνά σχεδόν στην άκρη του χωριού. Σ’ ένα ακρινό σπίτι πήραμε πληροφορίες. Μας είπαν ότι στο χωριό δεν είναι στρατός, παρά μόνο ψηλά πάνω στην κορυφή του υψώματος έχουν φυλάκιο. Εμείς περάσαμε τριακόσια μέτρα από κάτω και δεν μας ενόχλησε κανένας. Πήρα τα μέτρα μου και κα-τεβήκαμε στο κέντρο του χωριού, στην πλατεία. Κατεβάσαμε έναν μπακάλη και πιάσαμε το μπακάλικο. Αμέσως βγάλαμε συνεργεία για να μαζέψουν τρόφιμα. Στο μπακάλικο δεν υπήρχε σχεδόν τίποτε. Μισή κάσα λουκούμια και λίγο τσίπουρο. Με φώναξε η Νίνα Παπαφάγου, που ήταν υπεύθυνη των γυναικών στο Τάγμα κι ακολουθούσε τον λόχο μου και με κέρασε ένα λουκούμι και ένα τσίπουρο. Ακόμη θυμάμαι την γλύκα του.
Η Νίνα ήταν από ηρωική οικογένεια, ήταν από τις λίγες οικογένειες της Λακωνίας που έδωσαν τα πάντα και στην γερμανοϊταλική κατοχή και μετά στην Αγγλοαμερικάνικη. Στα 1946 οι χίτες σκότωσαν το Πατέρα της. Ο αδερφός της Αντώνης σκοτώθηκε στη μάχη του Χαλκού στον Πάρνωνα. Ο άλλος αδερφός της Πέτρος σκοτώθηκε στην μάχη του Αγ. Βασίλη. Ο τρίτος αδερφός Γιάγκος πιάστηκε έξω από το Γύθειο που δρούσε σαν ελεύθερος σκοπευτής στα 1948, φυλακίστηκε για 15 χρόνια, ξαναπιάστηκε κι εξορίστηκε από τη Χούντα και πέθανε στα 1973. Η μάνα που γέννησε έξι κορίτσια και τρία αγόρια, έκλαψε για τον άντρα της και τρία παιδιά που έχασε στον αγώνα, φρόντισε γι’ άλλες δύο κόρες που τραυματίστηκαν, έκανε φυλακή 6-7 χρόνια κι ύστερα πέθανε στα 1970. Δεν ξέρω αν μπορεί να ζει κανείς μετά απ’ αυτό το μαρτυρολογίο ή όχι, κι αν εκείνη η μάνα μπορούσε ν’ αντέξει άλλο στο Γολγοθά της. Η ίδια η Νίνα σκοτώθηκε στη μάχη που έδοσε ο λόχος μου στα Κερπινέικα Καλύβια πάνω από τον Λάδωνα. Η Νίνα ξεχώριζε για την σοβαρότητά της και την καθαρή σκέψη της. Ήταν πολύ ψύχραιμη και λογική. Είχε πάντα γνώμη δική της. Ήταν το δεξί μου χέρι. Παντού σχεδόν με αναπλήρωνε και προσπαθούσε να με ξεκουράσει. Έδινε σ’ όλους θάρρος με το παράδειγμά της. Εγώ προσωπικά εκτιμούσα τα προσόντα της και πάντα κοντρολάριζα τις σκέψεις μου με τις απόψεις της.
Όταν ξεκινήσαμε από τον Πάρνωνα φοβόμουν ότι δεν θα αντέξει σ’ αυτήν την ταλαιπωρία γιατί ήταν ένα αδύνατο κοριτσάκι, ένα λεπτοκαμωμένο παιδί. Κι όμως μέχρι την στιγμή που έπεσε χτυπημένη θανάσιμα από τις ριπές, έτρεχε στην ανηφόρα μέσα στο χιόνι, για να προλάβουμε να πιάσουμε το βράχο πάνω από τα καλύβια. Τέτοια δυνατή ψυχή υπήρχε μέσα σε κείνο το αδύνατο σώμα. Ο Δ.Σ. της είχε δώσει το βαθμό του επιλοχία μα και του στρατηγού να της έδινε, τον άξιζε. Τέτοια ήταν τα γυναικεία στελέχη που κράτησαν το βάρος του γυναικείου κινήματος στο Μωριά. Πονάει κανείς πάρα πολύ, όταν θυμάται τι διαμάντια χάθηκαν σε κείνο τον αγώνα και τον πιάνει απογοήτευση από την σκέψη ότι δεν θα ξαναβγούν τέτοια παλικάρια για πολλά χρόνια. Και ο αγώνας θέλει παλικάρια για να κερδηθεί.
Στο χωριό δυστυχώς δεν βρήκαμε πολλά τρόφιμα. Οι χωρικοί δεν είχαν κι αν είχαν κάτι, τόκρυβαν. Μόλις και με κόπο συγκεντρώσαμε μισή οκά ψωμί για κάθε αντάρτη και λίγο τυρί. Όταν κόντευε να τελειώσει η συγκέντρωση, ακούστηκε πιο πέρα από την πλατεία, μια δυνατή έκρηξη. Στην αρχή νόμισα ότι μας χτυπούν με όλμους. Μετά όμως ακούστηκαν δύο - τρεις πυροβολισμοί. Ανησύχησα και όσες ομάδες είχα στην διάθεσή μου τις ακροβόλησα γύρω - γύρω και περίμενα να δω την εξέλιξη. Ρώτησα την Νίνα αν είχαν παραδώσει τα τρόφιμα όλα τα συνεργεία. Έλειπαν τρία. Είχαν εντολή μόλις ακούσουν πυροβολισμό να τρέξουν όσο μπορούν πιο γρήγορα στο χώρο συγκέντρωσης.
Μέσα σε πέντε λεπτά ήρθαν. Τότε ένα συνεργείο μου ανά-φερε ότι τους πέταξαν από κάποιο σπίτι χειροβομβίδα και ότι κάποιος έτρεξε στο δρόμο και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Οι δικοί μου τούριξαν, αλλά αυτός δεν απάντησε. Ευτυχώς δεν είχαμε καμιά απώλεια. Αγανάκτησα και έδωσα εντολή σε δύο ομάδες να πάνε να βάλουν φωτιά σ’ αυτά τα σπίτια. Ήθελα να ακουστεί σ’ όλη την περιοχή η τιμωρία γι’ αυτούς που μας χτυπούν πισώπλατα. Έτσι θα λούφαζαν οι χίτες. Όμως η Νίνα και ο επίτροπος δεν με άφησαν γιατί, αφού δεν ξέραμε από ποιό σπίτι έριξαν την χειροβομβίδα, ίσως καίγαμε κανένα άφταιγο ή και δικό μας ακόμη. Για να εξακριβώσουμε δεν είχαμε καιρό. Είχαν δίκιο. Γύρισα πίσω τις ομάδες και φύγαμε.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου