22.11.16

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 21

 Η εκτέλεση ενός ήρωα

Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει και με τον επίτροπο δεν είχαμε αλλάξει κουβέντα. Κι αυτός είχε χαθεί στα τάρταρα της μαύρης συλλογής του. Πάνω στην ώρα ήρθε ο σύνδεσμος από τη διοίκηση της Ταξιαρχίας κι έφερε ένα σημείωμα. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι έλεγε. Το άνοιξα γρήγορα - γρήγορα και στο φως της φωτιάς το διάβασα. Η διοίκηση μας πληροφορούσε ότι στις δώδεκα η ώρα θα ακουστούν πυροβολισμοί, να μην ανησυχήσουμε. Θα γίνει η εκτέλεση του Τσουκόπουλου. Πως έγιναν τα μούτρα μου δεν ξέρω. Πάντως ο επίτροπος κατάλαβε και με ρώτησε απότομα τι γράφει. Τούπα. Στάθηκε λίγο και μετά έπεσε μπρούμητα στο στρώμα κι άρχισε να κλαίει. Φώναξα τον επιλοχία και του είπα να ειδοποιήσει τους διμοιρίτες να μην ανησυχήσουν, αν ακούσουν πυροβολισμούς. Δεν του είπα τίποτα άλλο. Αυτό έλεγε και η διαταγή. Κατάλαβε κι αυτός αλλά δεν είπε τίποτα.

Σηκώθηκε κάποια στιγμή κι ο επίτροπος. Καθίσαμε ανακούρκουδα, στηρίξαμε το κεφάλι μας με το χέρι μας και περιμέναμε αμίλητοι και σκεφτικοί. Ήτανε ο τελευταίος αποχαιρετισμός που στέλναμε στον Ταγματάρχη μας Αλέκο Τσουκόπουλο. Σαν να στεκόμασταν προσοχή μπροστά στο λείψανό του. Τον κλέγαμε ζωντανό. Αλλιώς περιμέναμε να τον κλάψουμε. Να τον κλάψουμε νεκρό μετά τη μάχη, σακατεμένο, γεμάτο αίματα, ξεκοιλιασμένο από οβίδα ή καμμένο και ψημένο από βόμβα ναπάλμ. Δεν περιμέναμε όμως να τον κλάψουμε ζωντανό και δεμένο. Πιο πιθανό θα ήταν να μας κλάψει αυτός, να μιλήσει στο τάγμα για μας και να πάρει κάτι από μας για ενθύμιο. Και τώρα τα πράγματα ήρθαν πάνω - κάτω, αφύσικα, άσχημα, έτσι που δεν τα φανταζόμασταν. Έτσι σκεφτόμασταν ώρα πολύ χωμένοι στο καβούκι μας. Τα τσιγάρα έδιναν κι έπαιρναν τόνα πίσω απ’ το άλλο.

Κάποια στιγμή λέω στον Πιπίνο «Μην κλαις παρά μόνο να σκεφτούμε τι μπορεί έστω και τώρα να γίνει». Κι αυτός μου απάντησε: Τι έχεις στο νου σου Μπελά; Τι σκέφτεσαι να κάνεις;». Κι εγώ του είπα αγριεμένος «Τι άλλο μπορώ να κάνω τώρα πια; Καταλαβαίνεις!». Ο Πιπίνος με κοίταξε μ’ ανοιχτά μάτια και κούνησε το κεφάλι και μου είπε: «δεν γίνεται, δεν γίνεται, δεν θα τα τινάξουμε όλα στον αέρα». Δεν του έδωσα απάντηση. Δεν είχα κανένα συγκεκριμένο σχέδιο στο μυαλό μου. Απλώς μια παρόρμηση από μέσα μου έβαλε σε κίνηση τη γλώσσα μου να διατυπώσει τις σκέψεις - ερωτήσεις. Ήταν μια λάμψη στην απελπισία μου, που την έσβησαν, τα αυστηρά λόγια του Πιπίνου. Μετά από δέκα λεπτά είπα μονολογώντας: «Τότε δε γίνεται τίποτα άλλο». «Ασφαλώς» συμπλήρωσε ο Πιπίνος, κάθησε όπως κάθομαι κι εγώ και πάρτο απόφαση, όλα τέλειωσαν». Βουβαθήκάμε πάλι και το μυαλό μας έτρεχε, έτρεχε κι έφερνε όλα απ’ την αρχή ξανά και ξανά.

Από το λήθαργο, μας έβγαλαν οι πιστολιές που ακούστηκαν μέσα στο σκοτάδι και ο κρότος τους έφθασε σε μας. Ταραχτήκαμε σαν οι πιστολιές να έπεσαν κοντά στ’ αυτιά μας. Σηκωθήκαμε όρθιοι. Ένιωσα δυσφορία, ήθελα ν’ αναπνεύσω να πάρω αέρα - δύναμη. Τα σωθικά μου ανακατώθηκαν και οι χτύποι της καρδιάς μου πήγαιναν να σπάσουν. Όλα αυτά για μια στιγμή μονάχα. Μετά σαν να έτρεξα χιλιόμετρα σταμάτησα κατάκοπος και κάθισα γερτός στο παραγώνι. Ο Πιπίνος ταλαντεύτηκε και μετά σωριάστηκε τσαλακωμένος σαν άδειο σακκί. Όλα είχαν τελειώσει. Κάθε τέλος είναι και μια αρχή γι’ αυτό κάθε τέλος σε ένα αδιέξοδο, είτε είναι καλό, είτε είναι άσχημο, είναι και μια διέξοδος. Ο Αλέκος δεν υπήρχε πια, από το τέλος του δεύτερου δεκαήμερου του Φλεβάρη 1949.

Μόνο για τη μάνα του Αλέκου δεν ήταν τέλος και μια αρχή. Ούτε και για τον πατέρα του. Τώρα είχε τριτώσει το κακό. Στην κατοχή σκότωσαν οι Ταγματαλίτες το γυιό τους Γιάννη. Πριν ένα μήνα εκτέλεσαν στην Τρίπολη το γαμπρό τους. Τώρα εμείς εκτελέσαμε το δεύτερο γυιό τους. Ένας άλλος ο Οδυσσέας, ήταν σιδεροδέσμιος στα κάτεργα, και περίμενε να περάσει στρατοδικείο. Το μικρότερό τους το Σωκράτη τον βασάνιζαν στη Μακρόνησο, για να του πάρουν δήλωση μετάνοιας κι αποκήρυξης του αδερφού του Αλέκου. Όλα τούτα τα μαύρα μαντάτα, τα μάθαιναν μέσα στη φυλακή.

Κι όμως ούτε η μάνα, ούτε ο πατέρας, ούτε άλλο μέλος της αγωνιστικής οικογένειας κάμφθηκε από τα φοβερά χτυπήματα, από την απώλεια αγαπημένων προσώπων. Την εκτέλεση του Αλέκου, η οικογένεια, δεν την χρέωσε στο επαναστατικό κίνημα, αλλά σε πρόσωπα. Ο Αλέκος γι’ αυτούς, όπως και για κάθε επαναστάτη, είναι υπόδειγμα, παράδειγμα και μέτρο πίστης κι αφοσίωσης στην υπόθεση του λαού. Γι’ αυτό ατσαλωμένοι με τα ιδανικά για τα οποία εκείνος έπεσε κάτω από τις τραγικές συνθήκες που περιγράψαμε, συνέχισαν και συνεχίζουν τον αγώνα τον ιερό. Ο Ταγματάρχης του Δ. Στρατού Αλέκος Τσουκόπουλος θα περάσει στην κομματική Iστορία σαν σύμβολο και φωτεινός φάρος, που θα εμπνέει τις κατοπινές γενιές.

Έτσι εκεί μείναμε λαγοκοιμισμένοι μέχρι το πρωί. Δεν ξέρω αν κοιμήθηκα και πόσο. Ήταν μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Το πρωί ήμουνα πολύ κουρασμένος και με πονούσε όλο μου το σώμα. Μετά μάθαμε και τις λεπτομέρειες. Ο Ρογκάκος στις 12 η ώρα την νύχτα, έστειλε τον Κώστα Κολοβό, έναν ελεύθερο σκοπευτή, μαζί με δύο άλλους και πήραν τον Αλέκο από το σπίτι που ήταν κρατούμενος. Του είπαν ότι θα τον πάνε στη διοίκηση της Ταξιαρχίας. Καθώς προχωρούσαν μέσα στο σκοτάδι τον οδήγησαν προς τα κάτω έξω από το χωριό. Σε μια στιγμή ο Κολοβός τον πυροβόλησε από πίσω αλλά αστόχησε. Γύρισε ο Τσουκόπουλος και ρώτησε τι συμβαίνει. Τότε του είπαν ότι πήρε φωτιά το όπλο του Κολοβού.

Προχώρησαν ακόμη. Ο Τσουκόπουλος κατάλαβε. Τους είπε «να μη διστάζουν και να κάνουν την δουλειά τους». Τους είπε ότι «θα δικαιωθεί κάποτε και εύχεται να νικήσει ο Δ.Σ. και να λειτουργήσει σωστά η επαναστατική δικαιοσύνη. Ακόμη ότι πεθαίνει με ελαφρά την συνείδηση, διότι έκαμε στο ακέραιο το καθήκον του». Οι συνοδοί του αρνήθηκαν ότι τον πάνε για εκτέλεση κι άρχισαν να προχωρούν. Εκεί τον χτύπησαν ξαφνικά στο κεφάλι. Μετά τον έθαψαν στο λάκκο που ήταν ανοιγμένος από πριν εκεί κοντά. Από το μέρος της εκτέλεσης μέχρι τον τάφο, τον πήγαν νεκρό τραβώντας τον από τις πλάτες. Έτσι τέλειωσε αυτή η ιστορία. Τα οστά του βρέθηκαν ύστερα από χρόνια σε τάφο που ήταν στο προαύλιο της εκκλησίας του χωριού Πλατανάκι. Φαίνεται πως εκεί τα μετέφερε ο ιδιοκτήτης του χτήματος, άγνωστο τι έγινε μετά το χαλασμό.

Το πρωί μαθεύτηκε το νέο σ’ όλο το χωριό. Πάγωσαν τα πάντα. Κανένας δεν μιλούσε, κανένας δεν ρωτούσε. Όλοι ζούσαν το δράμα μας. Ο Ρογκάκος κατάλαβε ότι οι πιστολιές χτύπησαν την καρδιά των ανταρτών. Ίσως και ο ίδιος μετά την εκτέλεση, όταν δηλαδή είχε δοσμένο το γεγονός και θαμένο τον νεκρό, να άρχισε ξανά να μετρά την σοβαρότητα της κατάστασης που δημιουργήθηκε. Το μούδιασμα των τμημάτων έφθασε και σ’ αυτόν. Σ’ ένα χωριουδάκι πενήντα σπιτιών με χίλιους περί-
που αντάρτες για κατοίκους, είχε πέσει τόση βουβαμάρα σαν να ήταν νεκρό χωριό. Πέρασε εκείνη η μέρα και η νύχτα, μας ηρέμησε κάπως.

Την άλλη μέρα ο Ρογκάκος αποφάσισε να φύγει η Ταξιαρχία από το χωριό Πλατανάκι και να πάει στο Παλιοχώρι. Μπήκε η Ταξιαρχία σε πορεία και τότε πραγματικά έγινε η νεκρώσιμη πομπή που οδηγούσε τον Αλέκο Τσουκόπουλο μακρυά από μας. Ένας - ένας βαδίζαμε σκυφτοί και μόλις φθάσαμε στο διάσελο, που από εκεί και πέρα δεν θα βλέπαμε το χωριό Πλατανάκι και τους κήπους κάτω από το χωριό, γυρίζαμε για τελευταία φορά το κεφάλι μας αριστερά και πίσω, λέγαμε μέσα μας για τελευταία φορά το «γειά σου» στον νεκρό - αδικοσκοτωμένο ταγματάρχη και ροβολάγαμε την κατηφόρα με βουρκωμένα τα μάτια. Έτσι τέλειωσε αυτή η δοκιμασία της Ταξιαρχίας.

Τελείωσε, είναι ένας τρόπος να τελειώσουμε με την εξιστόρηση των γεγονότων, γιατί αυτή η εκτέλεση μας κυνηγούσε από κει και ύστερα συνεχώς. Ήταν μια βαθιά πληγή, που δεν θα έκλεινε παρά μόνο με ένα ακόμη στρατοδικείο, που θα δίκαζε δύο κατηγορούμενους έναν νεκρό κι έναν ζωντανό: δηλαδή τον Τσουκόπουλο και τον Ρογκάκο. Τότε μόνο θα έμπαιναν τα πράγματα στη θέση τους και η επαναστατική δικαιοσύνη θα στήνονταν όρθια, όπως την είχαμε φανταστεί εμείς, αδέκαστη, άσπιλη και αγνή. Όμως τα πράγματα έγιναν έτσι που το στρατοδικείο αυτό δεν θα γίνει ποτέ, γιατί προηγήθηκε ένα άλλο στρατοδικείο, που κατηγορούμενος, δικαστής και εκτελεστής ήταν το ίδιο πρόσωπο, ένας επαναστάτης που δίκασε και καταδίκασε και. εκτέλεσε τον κατηγορούμενο. Ο Βαγγέλης Ρογκάκος έδωσε αυτό το τέλος σ’ αυτήν την τραγωδία. Αυτή είναι και η τελευταία πράξη, η κάθαρση, όπως την έλεγαν αυτοί που έφτιαναν τις τραγωδίες. Τώρα δεν μπορούμε να στήσουμε στρατοδικείο εμείς στους νεκρούς. Τέτοιο στρατοδικείο δεν στέκεται. Είναι ασέβεια και αδικία.

Αυτή η υπόθεση, όπως κι άλλες πολλές, κλείσανε σαν υποθέσεις με το αίμα των πρωταγωνιστών τους. Αυτοί δικάστηκαν και καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν μεταξύ τους. Και οι δυό, όπως είπα, από την ίδια στόφα, συγκρούστηκαν, χτυπήθηκαν, πάλεψαν ανυποχώρητοι και οι δύο στις θέσεις τους και μέσα, αυτό έχει σημασία, και μέσα από τις γραμμές του κόμματος και για το συμφέρον, όπως ο καθένας το εκτιμούσε, του κόμματος. Πάνω σ’ αυτή τη γραμμή δεν δίστασαν να δόσουν και την ζωή τους. Και οι δυό, δεν δέχτηκαν να παραβιάσουν τις αρχές τους για να γλυτώσουν το κεφάλι τους. Ο ένας μπροστά στο δίλημμα: την ζωή ή την πειθαρχία, θυσίασε την ζωή. Ο άλλος μπροστά στο ίδιο δίλημμα την ζωή σου ή τις αρχές τον, την πίστη του, θυσίασε την ζωή του. Έτσι λοιπόν φθάνουμε στο συμπέρασμα. Αυτοί έδοσαν το παράδειγμα αυτό: « Όλα όσα μας αφορούν προσωπικά θα κρίνονται μέσα στις γραμμές του κόμματος, όχι έξω απ ’ αυτές, ούτε στις γραμμές του εχθρού».

Τώρα εμείς ας τους σεβαστούμε τουλάχιστον, σαν δυνατούς ανθρώπους αφού έδωσαν την ζωή τους. Ας σεβαστούμε αυτό που σεβάστηκαν αυτοί στη ζωή τους. Έτσι δεν χωρούν αντιδικίες και καφενειακές συζητήσεις πάνω σ’ αυτήν την υπόθεση, όποια πρόθεση κι αν έχουμε. Πέθαναν και οι δύο με την κομματική ιδιότητα. Μόνο το κόμμα θα τους κρίνει κι όχι ο καθένας. Δεν πέφτει λόγος σε κανέναν άλλον, εκτός πια αν δεν σέβεται τη θυσία τους. Αυτό βέβαια που γράφω τώρα ίσχυε και ισχύει και για μένα. Εγώ τριάντα χρόνια τους σεβάστηκα σαν ιδεολόγους και σαν επαναστάτες. Τους σέβομαι και τους θαυμάζω και τώρα. Και τότε πόνεσα και τώρα πονώ για τον χαμό τους. Δεν μίλησα, δεν έγραψα, δεν πήγα πουθενά να πω και να δικάσω. Και τώρα ακόμη πιστεύω, ότι αν μπορούσαν να μιλήσουν, θα μας απαγόρευαν να κάνουμε κάτι γι ’ αυτούς που θα έβλαπτε το κόμμα τους, ότι πολυτιμότερο είχαν αυτοί στη ζωή τους. Αυτοί το κόμμα τους το αγαπούσαν έτσι όπως ήταν, δεν έβαζαν κανέναν μάστορα για να το διορθώσει. Όποιος σήκωνε το χέρι του, του το έκοβαν.

Αποφάσισα να γράψω γιατί βγήκαν μερικοί κριτές και διορθωτές και διαπομπεύουν τους ζωντανούς και κρίνουν και δικάζουν τους νεκρούς κι’ ακόμη μόνο που δεν έκαναν αυτό που, έκαναν οι Εγγλέζοι του Σκόμπυ με τον Σιτρίν, τον εργατοπατέρα. Δεν τόκαναν γιατί δεν μπορούν να βρουν τους τάφους των ηρώων για να ξεθάψουν τους νεκρούς και να τους γυρίσουν από χωριό σε χωριό κι από γειτονιά σε γειτονιά για να αποκαταστήσουν δήθεν τη δημοκρατία μέσα στο κόμμα, να το γιατρέψουν, να
το ανανεώσουν, να το απαλλάξουν από το δογματισμό και τον Λενινισμό κι όλα τα κακά. Δηλαδή θα φτιάσουν σκορδαλιά χωρίς σκόρδο όπως έφτιασε εκείνος ο φωστήρας ο Ισπανός, ο Καρίγιο που τώρα γαυγίζει σαν ζαγάρι στα Πανεπιστήμια της Αμερικής.

Θα τόκαναν κι αυτό με την φόρα που πήραν και δεν άφησαν και δεν αφήνουν ευκαιρία να γράφουν σε διάφορες φυλλάδες ότι άκουσαν, ότι τους σέρβιραν αυτοί, που έχουν συμφέρον να συκοφαντήσουν και να ξευτελήσουν ότι καλό έχει να επιδείξει ο αγώνας του λαού της Ελλάδας. Μετρούν και ξαναμετρούν τα λάθη του ΚΚΕ μα δεν τολμάνε όμως να αναφέρουν την μεγάλη προσφορά του, το ύψος, το πλάτος και το βάθος της δημιουργικής του δράσης. Ποιό κόμμα συντήρησε την δημοκρατική πάλη στην μεταξική δικτατορία; Ποιό κόμμα δημιούργησε την Αντίσταση; Ποιό κόμμα αντιστάθηκε τον Δεκέμβρη στο ξανασκλάβωμα της χώρας μας; Ποιό κόμμα σήκωσε κεφάλι στην PAX AMERICANA κι έδωσε την πιο σκληρή μάχη για την ανεξαρτησία και την δημοκρατία; Ποιό κόμμα συντήρησε τον αγώνα σαράντα χρόνια ενάντια στην Αμερικανοκρατία; Το ΚΚΕ ασφαλώς.

Δεν μπορούσα να σιωπήσω όταν γράφονται τέτοιες αηδίες. Αναγκάστηκα να γράψω αυτό που είδα κι έζησα και να πω τις απόψεις μου. Έχω την πεποίθηση ότι έπρεπε να το κάνω. Τώρα λοιπόν που άρχισα, πρέπει να φθάσω στο τέλος, αν και θα είναι πολύ κουραστικό για μένα να ξαναπερπατήσω, με τον νου μου τώρα πια, αυτό το τελευταίο κομμάτι του μαρτυρικού ανήφορου που ανέβηκε το αντάρτικο του Μωριά, μέχρι που να φθάσει στην κορυφή του Γολγοθά του. Τότε τον ανέβηκα γιατί τα κόκαλα της ψυχής μου ήταν γερά. Σήμερα το πέσιμό μας, θρυψάλιασε την ψυχή μου και με δυσκολία σέρνεται σ’ αυτήν την ανηφόρα. Αλλά έστω και σούρνοντας θ’ ανεβώ γιατί πρέπει.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΣΤΙΣ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΕΣ ΚΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ. ΤΡΕΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΣΤΑΥΡΟΙ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΚΟΡΦΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ ΤΟΥ ΜΩΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΩ ΣΤΟΥΣ ΚΑΜΠΟΥΣ. ΕΞΗΝΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΦΑΝΑΤΙΣΜΕΝΟΙ ΗΛΙΘΙΟΙ ΚΑΙ ΑΒΟΥΛΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΟΥ ΦΟΝΙΚΟΥ

Αυτή είναι με λίγα λόγια η τελευταία πράξη της μεγάλης θυσίας της ΙΙΙης Μεραρχίας. Η ώρα της μεγάλης θυσίας ήρθε. Το μεγάλο έγκλημα που τόσα χρόνια προετοίμαζαν οι ξένοι και οι ντόπιοι λακέδες τους, θα έπαιρνε διαστάσεις φοβερές και ο Μωριάς, όπως όλη η Ελλάδα, θαξαναγύριζε πίσω εκατόν σαράντα χρόνια στο 1806, στον μεγάλο χαλασμό της κλεφτουριάς από τον Σουλτάνο.

Όλα ήταν έτοιμα. Και μεις είμαστε αποφασισμένοι για όλα. Ήταν τραγική η θέση μας. Όμως δεν υπήρχε ούτε ίχνος λειποψυχίας. Ούτε μια στιγμή δεν χάσαμε την πίστη μας, ότι και τούτη τη φορά, θα τα βγάλουμε πέρα όπως και τόσες άλλες φορές. Είμασταν έτοιμοι ακόμη και για θάνατο. Δεν είναι υπερβολή, ούτε παληκαρισμός αυτό που λέω τώρα. Είχαμε συνηθίσει τόσο πολύ με την ιδέα του θανάτου. Κάθε τόσο θανάτους είχαμε, κάθε τόσο καινούργιους νεκρούς μνημονεύαμε στα συνθήματα και παρασυνθήματα μας. Αυτό το γεγονός είναι κάπως παράξενο για παιδιά είκοσι χρονών. Δυστυχώς ο πόλεμος νέους τρώει, τους νέους προτιμάει.

Από το Παλιοχώρι γυρίσαμε στον Πάρνωνα. Μέρα, νύχτα στο δρόμο της Τρίπολης - Σπάρτης περνούσαν φάλαγγες απανωτές. Η πλημμύρα έφθανε και σε μας. Κάθε μέρα οι εχθρικές δυνάμεις έπιαναν και νέες θέσεις στις προσβάσεις του Πάρνωνα. Επαφή είχαμε μόνο με το Αρχηγείο Ταϋγέτου. Το ίδιο γίνονταν και εκεί. Η πύκνωση των εχθρικών θέσεων κάθε μέρα γίνονταν και πιο συμπαγής. Από τους Μύλους της Αργολίδας και ακολουθώντας τη γραμμή του τραίνου - Αχλαδόκαμπο - Ελαιο-χώρι - Παρθένι - 'Αγιο Πέτρο - Αράχωβα - Βαμπακού - Βουρλιά
- Κορυτσά - Γεράκι και κάτω μέχρι τα χωριά του Ζάρακα δηλαδή από θάλασσα σε θάλασσα, έπιαναν θέσεις εχθρικά τάγματα, λόχοι, διμοιρίες του στρατού που πλαισιώνονταν από διμοιρίες Μάυδων, έφεδρων χωροφυλάκων κ.λπ.

Ήταν φανερό ότι στον Πάρνωνα δεν έπρεπε, γιατί δεν μπορούσαμε, να δώσουμε μάχη. Με τις δυνάμεις που κίνησε ο εχθρός και την πύκνωση που πέτυχε δεν μας συνέφερε να δόσουμε μεγάλη μάχη. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε και που θα ήταν και το καλύτερο, ήταν να οργανώσουμε επιθετικές ενέργειες σε στόχους εύκολους, με όλη την δύναμή μας, δηλαδή να χτυπάμε βάσεις εχθρικές που η δύναμή τους να μην ξεπερνά τη δύναμη λόχου. Αυτές οι επιθετικές ενέργειες ήταν σίγουρες. Μέσα σε δύο ώρες θα τέλειωνε το πανηγύρι. Ο στρατός της Γερμανοφρειδερίκης ήταν τόσο δυσκίνητος και κακοστελεχωμένος, που για να πάει για κατούρημα, έπρεπε να πάει από τάγμα και πάνω.

Με δύο - τρία τέτοια πετυχημένα χτυπήματα, θα αναγκάζαμε τον εχθρό να οργανώσει βάσεις με δύναμη τάγματος. Τάγματα όμως δεν είχε τόσα, όσες είχε διμοιρίες και λόχους. Με εχθρικές θέσεις επανδρωμένες με δύναμη τάγματος, ο χώρος ο δικός μας θα μεγάλωνε και για να μας χτυπήσει ο εχθρός, θα αναγκάζονταν να βγει από το καβούκι του, να κινηθεί και τότε θα δημιουργούνταν οι καλύτερες ευκαιρίες να χτυπήσουμε τον εχθρό στην κίνησή του, δηλαδή ενεδρικά.

Αυτό όμως δεν έγινε για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η διοίκηση της Μεραρχίας δεν είχε δώσει καμιά τέτοια κατεύθυνση, είχαν δοθεί γενικές εντολές ή μάλλον συνθήματα όπως «να αντιμετωπιστεί ο εχθρός επιθετικά «ή» η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα». Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Ταξιαρχία ήταν ακέφαλη. Ο Ρογκάκος σαν διοικητής είναι άπειρος και ο Ατζακλής σαν βοηθός του δεν ήταν ικανός για τέτοια δουλειά. Όλοι αυτοί, δηλαδή όλα τα ανώτερα στελέχη του Πάρνωνα ήταν άριστα όταν έπαιρναν εντολές και συγκεκριμένες αποστολές. Τους έλειπαν όμως οι στρατιωτικές γνώσεις, η φαντασία, η ικανότητα για δημιουργική επεξεργασία των διαμορφωμένων κάθε φορά δυνατοτήτων για επιτυχία, για δημιουργία διεξόδων. Αυτό μόνο ο Θεοδωράκης ο Πρεκεζές μπορούσε να το κάνει. Αυτός όμως ήταν χωμένος στη γη, βαρειά τραυματισμένος.

Ο Ρογκάκος προτίμησε άλλη ταχτική. Κράτησε την Ταξιαρχία σε αδράνεια μια βδομάδα περίπου. Οργάνωσε μερικές επιμελητειακές ενέργειες και δημιούργησε πέντε ομάδες ελεύθερων σκοπευτών που τους έστειλε στον κάμπο για να κάνουν χτυπήματα μέσα στον εχθρικό χώρο, Το σχέδιό του ήταν να κρατήσει τη δύναμη της Ταξιαρχίας συγκεντρωμένη μέχρι που ο εχθρός να κάνει την συγκέντρωση των δυνάμεών του και θα είναι έτοιμος για εκκαθαριστικές. Τότε ολόκληρη η δύναμη της Ταξιαρχίας θα διέρρεε μέσα από την διάταξη του εχθρού, από διάφορες κατευθύνσεις και θα περνούσε πίσω από τις γραμμές του στην Κεντρική Πελοπόννησο. Εκεί θα συγκεντρωνόταν και θα άρχιζε τα χτυπήματα σε εχθρικές βάσεις. Έτσι ο εχθρός θα αναγκάζονταν να αναδιπλωθεί προς την Κεντρική και Βόρεια Πελοπόννησο.

Το σχέδιο αυτό, σαν σύλληψη, δεν ήταν άσχημο. Ήταν όμως ανεδαφικό γιατί δεν υπήρχαν μετόπισθεν τον εχθρού. Ο εχθρός είχε στην διάθεσή τον 60 χιλιάδες πεζούς καλά οπλισμένους και άφθονα μεταφορικά μέσα. Μπορούσε να μετακινήσει, μέσα σε μια βραδιά, τεράστιες δυνάμεις από την μια άκρη του Μωριά ως την άλλη. Η πύκνωση των βάσεων του εχθρού ήταν ασφυκτική για μας. Επαναλαμβάνω μια μόνη λύση υπήρχε: Η κίνηση και ο ελιγμός με δύναμη Ταξιαρχίας. Μόνο έτσι μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό, δηλαδή να αποκτάμε υπεροχή δέκα προς ένα στο συγκεκριμένο σημείο που θέλαμε. Μια εχθρική βάση με δύναμη λόχου ή έναν λόχο σε κίνηση να τον χτυπήσουμε τουλάχιστον με δύναμη τάγματος. Τελικά βέβαια θα νικιόμασταν, θα γονατίζαμε, αλλά όχι τον Χειμώνα του 1949, ίσως το φθινόπωρο του 1949 ή τον Χειμώνα του 1950. Κι αυτό θα είχε μεγάλη σημασία.

Για να επεξεργαστεί όμως μια σωστή τακτική, μια διοίκηση κάτω από τέτοιες φοβερές συνθήκες, πρέπει να είναι σωστά οργανωμένη και σωστά επανδρωμένη. Αυτό δεν υπήρχε στην 55η Ταξιαρχία. Και όχι μόνο αυτό. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καθόλου διοίκηση. Ο Ρογκάκος δεν μπορούσε να είναι διοικητής, ήταν πολιτικός επίτροπος. Ο Ατζακλής δεν τα κατάφερνε σαν υποδιοικητής, ήταν κι αυτός πολιτικός επίτροπος και ο επιτελάρχης Ανδρέας Μπιθούνης ήταν μάλλον γραφιάς, ένας άκαπνος επιλοχίας που δεν ήξερε ούτε να λύσει και να δέσει ένα οπλοπολυβόλο. Γι’ αυτό λέω ότι δεν υπήρχε διοίκηση.

Για να είμαι δίκαιος, πρέπει να αναφέρω ότι αυτήν την τακτική, αυτό το σχέδιο του Ρογκάκου, το εγκρίναμε όλοι από διοικητή λόχου και πάνω, στην τελευταία σύσκεψη που κάναμε στον Πάρνωνα πριν χωρίσουμε. Κανένας δεν πρότεινε κάτι άλλο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πληροφορίες, που μας έδωσαν ήταν λειψές. Ίσως ο Ρογκάκος να μην είχε περισσότερες. Με βάση αυτές τις πληροφορίες, σχηματίσαμε την εντύπωση ότι ο εχθρός κινείται μ’ ένα συνεχές μέτωπο από την Κεντρική Πελοπόννησο προς την Νότια, αλλά ότι οι γραμμές του δεν έχουν βάθος και ότι πίσω από τις γραμμές του, υπάρχουν μικρές στατικές δυνάμεις σε κεφαλοχώρια και πόλεις. Ακόμη το εγκρίναμε διότι βλέπαμε ότι ήταν αδύνατο τώρα πια να δώσουμε μάχη σαν Ταξιαρχία, αφού δεν υπήρχε διοικητής. Νοιώθαμε μια φοβερή ανασφάλεια, γι’ αυτό θέλαμε να περάσουμε στην Κεντρική και βόρεια Πελοπόννησο, να βρούμε την διοίκηση της Μεραρχίας. Μπορώ να πω ότι με ανακούφιση δεχτήκαμε αυτό το σχέδιο που πρότεινε ο Ρογκάκος.

Τα πράγματα στον Πάρνωνα είχαν φθάσει σε αδιέξοδο. Εκεί καθόμασταν και η μόνη δουλειά που κάναμε ήταν να συζητάμε και να κατεβαίνουμε στον κάμπο για να βρίσκουμε τρόφιμα για μια - δυό μέρες. Ούτε ασκήσεις δεν κάναμε, γιατί δεν μας άφηνε το χιόνι και γιατί είχαμε πρόβλημα με τα παπούτσια και τα ρούχα των ανταρτών. Θέλαμε να φύγουμε το συντομότερο. Οι Παρνωνίτες ήταν σε αδιέξοδο. Κι αυτοί έβλεπαν ότι δεν υπάρχει διοίκηση αλλά και το πέρασμα μέσα από τις γραμμές του εχθρού προς την Κεντρική και Βόρεια Πελοπόννησο τους φόβιζε, γιατί δεν ήξεραν τα μέρη. Για τους διοικητές των λόχων αλλά και για τους αντάρτες του Μωριά, η γνώση του εδάφους ήταν μεγάλο πράγμα. Όταν δεν ήξερες τα μέρη 'ήταν σαν να βάδιζες με κλειστά μάτια.

Αποφασίσαμε λοιπόν να περάσουμε μέσα από τις γραμμές του εχθρού και να δώσουμε ραντεβού στην Κεντρική Πελοπόννησο. Το πέρασμα θα γίνονταν με δύναμη λόχου. Τελικά χαράξαμε τρία δρομολόγια. Το ένα θα ήταν μέσα από το κέντρο της παράταξης του εχθρού. Αυτό θα ήταν και το πιο δύσκολο γιατί η πύκνωση των δυνάμεων του εχθρού θα ήταν μεγάλη. Τα άλλα δύο θα γίνονταν στις άκρες της εχθρικής παράταξης. Έτσι το ένα δρομολόγιο που θα ακολουθούσε το τάγμα του Μπουραζάνη με δύο λόχους, ήταν Πάρνωνας - Ταύγετος - Αμπελάκια - Ελληνίτσα - Χειράδες - Δερβένι - Σούλι - Δασοχώρι - Γαράτζα - Τετράζι - Λύκειον - Ηραία - Κάπελη. Αυτό ήταν το πιο εύκολο δρομολόγιο.

Το άλλο δρομολόγιο ήταν Πάρνωνα - Μαλεβός - Άγιος Πέτρος - Αχλαδόκαμπος - Καρυές - Στυμφαλία - Χελμός - Πριόλιθα - Ερύμανθος - Κάπελη. Αυτό το δρομολόγιο θα ακολουθούσε το τάγμα του Βρεττάκου με τον λόχο του Πιπίνου και τον λόχο του Τσαχά που είχε συγκροτηθεί από δύο ανεξάρτητες διμοιρίες.

Το άλλο δρομολόγιο θα ήταν Πάρνωνας - Κοκκινόλουτσα -Άγιος Χριστόφορος - Καλτεζιά - Αγριακώνα - Γαρδίκι - Μπούρα απέξω από την Μεγαλόπολη - Βάγγου - Λυκόχια - Μαίναλο -Καρκαλού - Γλανιτσιά - Ξεροκαρύταινα - Βαχλιώτικο - Δεσινιώτικο - Κάπελη. Αυτό το δρομολόγιο θα ακολουθούσα κι εγώ με τον λόχο μου ενισχυμένο με δύο ομάδες ακόμη. Το δικό μου δρομολόγιο ήταν το πιο δύσκολο γι’ αυτό υπήρχε και μια άλλη παραλλαγή, δηλαδή Πάρνωνας - Μαλεβό - Τεγέα - Βαλτετσιώτικο - Μαίναλο. Αυτή η παραλλαγή ήταν η πιο σύντομη αλλά και η πιο επικίνδυνη. Έμενε στην διάθεση την δική μου να αποφασίσω ποιά θα προτιμήσω. Πρώτος θα ξεκινούσα εγώ. Μετά από δύο μέρες ο διοικητής τάγματος Μπουραζάνης και μετά δύο μέρες ο διοικητής τάγματος Βρεττάκος. Τα υπόλοιπα τμήματα, δηλαδή τρεις λόχοι θα έμεναν στον Πάρνωνα. Απ' αυτούς ο λόχος του Γιώργη Γκοβάτσου θα έφευγε για του Ζάρακα, δηλαδή το νότιο Πάρνωνα, ο λόχος του του Τάκη Γεωργόπουλου και ο λόχος του Τζελεκόγιαννη θα έμεναν στον Κεντρικό Πάρνωνα με τη διοίκηση της Ταξιαρχίας.

Ο Γκοβάτσος ελίχθηκε καλά στου Ζάρακα μετά όμως από κάμποσες μέρες γύρισε στον Πάρνωνα. Τον βρήκε κλεισμένο παντού, πέρασε με χίλια δύο βάσανα στο Μαίναλο, όπου έφθασε με δέκα αντάρτες περίπου. Εκεί έπεσε πάλι πάνω σε εκκαθαριστικές και σκοτώθηκε στη θέση Κανελλάκια. Τούκοψαν το κεφάλι και το κρέμασαν σ’ ένα έλατο πάνω από το δρόμο. Εμείς το βρήκαμε κρεμασμένο και δεν το γνωρίσαμε γιατί είχαν φάει το πρόσωπό του τα σκουλήκια και οι μύγες. Αργότερα στη φυλακή έμαθα ότι ήταν του Γιώργη Γκοβάτσου.

Οι άλλοι δύο λόχοι της Ταξιαρχίας διαλύθηκαν στον Πάρνωνα. Ο Ρογκάκος ήρθε σε φιλονικία με το Γιάννη Τζελέκη και τον Μπιλίνη κι αναγκάστηκε να αφοπλίσει τον Μπιλίνη, αυτόν που είχε ξεπατώσει τον Κατσαρέα στο δρόμο της Κορυτσάς - Σπάρτης, καθώς και τον Κοντοβουνήσιο. Και οι δυό ήταν αρχηγοί των χιτών της Λακωνίας. Ο Μπιλίνης λεγόταν Μίμης Σταματάκος απ’ το χωριό Λεβέτσοβα Λακωνίας. Αυτοκτόνησε σε μια σπηλιά δέκα χιλιόμετρα απ’ το Γύθειο, όταν κυκλώθηκε απ’τη χωρ/κή. Αυτά τα δύο επεισόδια μετά την εκτέλεση του Τσουκόπουλου δείχνουν ότι ο Ρογκάκος είχε χάσει τον έλεγχο και ο καθοδηγητικός του ρόλος δεν είχε πια την εκτίμηση των στελεχών. Τέλος αυτοκτόνησε. Αυτό το τέλος είχε ένας από τους πρωτεργάτες του αντάρτικου.

Ο Ρογκάκος ήταν ο κομματικός γραμματέας στο Μωριά. Στάθηκε η ψυχή και το μυαλό του κόμματος για όλο το Μωριά στη χειρότερη περίοδο από το 1947 - 1949. Το όνομά του είναι δεμένο με τα σημαντικότερα γεγονότα εκείνης της εποχής. Τελικά είχε επιβληθεί σ’ όλους μας σαν ο καθοδηγητής μας. Ήταν πραγματικά ένας αφοσιωμένος στην υπόθεση της λευτεριάς αγωνιστής, ένας επαναστάτης, αδιάλλακτος κομμουνιστής, που κατόρθωσε, μέσα σε κείνη τη μεταδεκεμβριανή χιτοθάλασσα στο Μωριά, να σταθεί όρθιος και να αναστήσει το αντάρτικο. Αυτός ήταν η μαμή του αντάρτικου. Αυτός και το γαλούχησε. Κατόρθωσε να πετύχει μια αρμονική συνεργασία στα ανώτερα κομματικά στελέχη και τους σκληροκέφαλους κατατρεγμένους ανταρτοκαπεταναίους του ΕΛΑΣ. Δύσκολη δουλειά, μα τα κατάφερε. Αυτή η επιτυχία του, δηλαδή η συνεργασία στα ανώτερα στελέχη, καθόρισε αποφασιστικά την ανάπτυξη του κινήματος στο Μωριά. Ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του.

Ο Ρογκάκος ήταν πιστός κι αφοσιωμένος στο κόμμα. Η υπόθεση του κόμματος ήταν το νόημα της ζωής του. Πάνω από το κόμμα, γι' αυτόν, δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Δεν ήταν τέλειος, είχε αδυναμίες που μερικές φορές φάνηκαν δυνατές και άφησαν μελανά σημάδια στη δράση του. Όμως, παρ’ όλα αυτά, ήταν και στάθηκε ο ανώτερος, ο αξιώτερος από όλους στο Μωριά, καθοδηγητής. ' Αξιο στέλεχος του κόμματος μα και άξιος καθοδηγητής του αντάρτικου. Έδωσε περήφανο τέλος στη ζωή του. Πιστεύω απόλυτα ότι αυτό το έκανε από περηφάνια και πίστη, κι όχι από κιότεμα. Αυτός ο θάνατος, του ταίριαζε περισσότερο. Ασφαλώς όταν φύτεψε το μολύβι στον κρόταφό του δεν είχε μάθει ακόμα την πλήρη καταστροφή μας. Όμως γι’ αυτόν είχε τελειώσει η επαναστατική σταδιοδρομία. Πίστευε ότι κι αν ακόμη διασωθεί από το χαλασμό, θα έπαυε να παίζει το ρόλο του στελέχους στο Μωριά. Αυτή η πεποίθησή του,έπαιξε σοβαρό ρόλο στην απόφασή του, να αυτοκτονήσει.

Όπως έμαθα από τον Σπύρο Φερίζη κι άλλους αντάρτες, όταν πια είχαν διαλυθεί οι λόχοι που είχε κρατήσει κοντά του και φιλονίκησε με τον Μπιλίνη, είπε φωναχτά, όταν ο Μπιλίνης του ανέφερε για την υπόθεση Τσουκόπουλου «Ναι το ξέρω ότι θέλετε να με περάσετε στρατοδικείο και θα με καταδικάσετε, αν ζήσουμε, μετά τις εκκαθαριστικές. Μέχρι τότε όμως είσαστε υποχρεωμένοι να πειθαρχείτε σε μένα. Όσο γι ’ αυτή τη δίκη, σας λέω μακάρι να γίνει, αλλά εγώ δεν θα είμαι εκεί». Απ’ αυτό φαίνεται καθαρά ότι είχε κάνει τη δίκη μόνος του και είχε καταδικάσει μόνος του τον εαυτό του. Όπως και αν έχουν τα πράγματα ήταν κι έμεινε ένας ήρωας.

Τα τμήματα που έφυγαν με το Βρεττάκο, δηλαδή ο λόχος του Πιπίνου και ο λόχος του Τσαχά, έφθασαν στο Χελμό σχεδόν ανέπαφα. Εκεί έπεσαν σ' αλλεπάληλες ενέδρες και είχαν την ατυχία να σκοτωθεί ο Πιπίνος που γνώριζε τα μέρη. Ο Πιπίνος σκοτώθηκε στο διάσελο του κυνηγού στο Χελμό το Μάρτη του 1949. Ο Βρεττάκος μετά δεν μπόρεσε να κρατήσει το βάρος της αποστολής. Μπροστά στην καταστροφή αποφάσισε να γυρίσει στον Πάρνωνα. Δεν πρόλαβε όμως. Το τμήμα του διελύθη από το κρύο, την πείνα και τις μάχες. Έμεινε με καμιά δεκαριά. Σ ’ ένα μπλόκο κάτω από το χωριουδάκι Χαλίκι - Μάζι στο Χελμό, αιφνιδιάστηκε και συνελήφθη αιχμάλωτος. Είναι ο μόνος ταγματάρχης που πιάστηκε αιχμάλωτος. Τον πέρασαν από στρατοδικείο μαζί με τον επίτροπο του τάγματος, το Σαράντο Οικονομάκο και τους εκτέλεσαν στην Τρίπολη.

Τα τμήματα με τον Μπουραζάνη, έφθασαν στην περιοχή της Ηραίας σχεδόν άθιχτα. Μικροσυμπλοκές είχαν στο Σούλι Δερβένι και στου Χρούσα το βουνό. Ανέβηκαν στο Λύκειο, πέρασαν απ’ έξω από το χωριό Καρυές και Δραγουμάνου κι έφθασαν στο χωριό Σέκουλα. Εκεί μπλοκαρίστηκαν από ισχυρές εχθρικές δυνάμεις, έδωσαν ολοήμερη μάχη στα υψώματα κάτω από το χωριό Μάτεση. Δεν είχαν απώλειες. Τη νύχτα πέρασαν τον Αλφειό και λημέριασαν στα καλύβια κάτω από το χωριό Αώτι - Πυρί. Αυτό ήταν και το τραγικό λάθος τους. Την άλλη μέρα αιφνιδιάστηκαν, γιατί δεν είχαν πάρει τα μέτρα τους και αναγκάστηκαν να δώσουν μάχη στον κάμπο. Διαλύθηκαν και σκόρπισαν σαν τα πουλιά. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν σε ενέδρες. Μερικοί πνίγηκαν στο ποτάμι κι άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Λίγοι γλύτωσαν κι έσμιξαν μετά μαζί μας.

Στην Ηραία είχε φθάσει κι ένας λόχος του Αρχηγείου Μαίναλου με διοικητή τον Ανδρέα Γιαλαμά. Είχε συγκροτηθεί από διάφορες υπηρεσίες όπως - όπως, μόλις άρχισαν οι εκκαθαριστικές. Είχε σαράντα άντρες και γυναίκες και δύο - τρία οπλοπολυβόλα. Είχε φθάσει εκεί ακολουθώντας το δρομολόγιο που έπρεπε να ακολουθήσει ο Μπουραζάνης ο οποίος μόλις έφθασε στο Σούλι - Δερβένι, δεν πέρασε προς τα ορεινά χωριά της Μεσσηνίας, Δασοχώρι - Γαράτζα - Λύκειο, αλλά πέρασε Σούλι -Δερβένι - Χρούσα - Λύκειο - Παλάτου - Μάτεση- Σέκουλα. Ο Γιαλαμάς πέρασε Σούλι - Δερβένι δηλαδή πάνω στο Βίδι και μετά έφθασε στο Δασοχώρι, εκεί είχε μια μικροσυμπλοκή. Μετά με οδηγό το Δημοσθένη Σπυρόπουλο, έναν δεξιό αλλά μπεσαλή απ’ το χωριό Γαράτζα Μεσσηνίας, που μας έδινε πάντοτε πληροφορίες, ανέβηκε στο Τετράζι, πέρασε έξω από το χωριό Κα-καλέτρι - Μαρίνα - Ανδρίτσαινα κι έφθασε ανέπαφος στο χώρο, ανάμεσα στο χωριό Μάτεση - Σέκουλα. Εκεί συναντήθηκε με τον Μπουραζάνη. Και οι δυό μαζί ήταν τρεις λόχοι.

Αν ο Μπουραζάνης ήταν καλός ταγματάρχης θα μπορούσε με το τμήμα αυτό να φθάσει στην Κάπελη. Κοντά στις άλλες αδυναμίες του δεν ήξερε και τα μέρη. Ο Γιαλαμάς και ο Δουμουλάκης που τα ήξεραν δεν τον βοήθησαν κι έτσι τον άφησαν να λημεριάσει στα χωματοβούνια του Αώτι, σε απόσταση χίλια μέτρα από το ποτάμι. Αυτό ήταν ότι χρειάζονταν για να πέσουν στην παγίδα σίγουρα και να μην ξεφύγει κανείς.

Αυτοί έπρεπε, όταν πέρασαν το ποτάμι να τραβήξουν για το βουνό του Σέρβου. Εκεί ήταν αδύνατο να τους χτυπήσει ο εχθρός, γιατί ώσπου να κινηθεί από Δημητσάνα - Λαγκάδια με τα πόδια θα νύχτωνε. Τη νύχτα θα καβαλούσαν το Λαγκαδινό και τα χαράματα θα έπιαναν την Ξεροκαρύταινα. Μπορούσαν να κάνουν και το άλλο. Να τραβήξουν ανάμεσα στα χωριά Αώτι -Λουτρά, κάτω από το χωριό Μπέτσι, απ’ έξω από το χωριό Φαναράκι, να περάσουν το Λάδωνα και να φωτίσουν στα χωριά Ράχες - Χώρες, δηλαδή να πιάσουν την Κάπελη. Δεν έκαναν τίποτα από τα δύο!. Έκαναν το χειρότερο δηλαδή, αυτό που θα ήθελε και ο εχθρός. Κάθισαν στην άκρη του Αλφειού σαν να περίμεναν την διάλυσή τους. Απ’ όσα κουβέντιασα μετά με τον Ανδρέα Γιαλαμά, Ετεοκλή Δουμουλάκη και Κατριβάνο Παναγιώτη, κατάλαβα ότι ο Μπουραζάνης δεν είχε τη γνώση του εδάφους και ούτε συναίσθηση της δύσκολης θέσης που βρίσκονταν. Γι’ αυτό και έμεινε στα καλύβια. Κι αυτοί είχαν σοβαρές ευθύνες γιατί δεν τον βοήθησαν. Όταν πια το τμήμα του διελύθη, τότε τράβηξε για το Σερβέϊκο βουνό. Εκεί τον έπιασαν και τον σκότωσαν με τρεις άλλους αντάρτες.

Ο Γιαλαμάς, ο Δουμουλάκης και ο Κατριβάνος έμειναν στην Ηραία. Αφού όλη μέρα πολεμούσαν κυκλωμένοι από παντού με τις πλάτες τους στο ποτάμι, προς το απόγευμα έκαναν επίθεση προς τα χωματοβούνια του χωριού Κοκκορέϊκα. Τσάκισαν τους χιτομάϋδες, τους πήραν στο κυνήγι, σκότωσαν κάμποσους και έπιασαν και αιχμαλώτους. Έτσι άνοιξαν και το γεφύρι του Αλφειού και μπορούσαν να περάσουν στο Ματεσέϊκο, που έχει αδιάβατο κουμαρόλογγο και ήταν ξέχιονο. Είχαν όμως τρομερές απώλειες. Το χειρότερο ήταν ότι σκόρπισαν οι πιο πολλοί, γιατί όλη την μέρα τους χτυπούσαν, ο στρατός και οι μάϋδες απ’ όλες τις μεριές αφού είχαν φθάσει πια σοβαρές δυνάμεις στρατού από Δημητσάνα - Τρόπαια - Άσπρα Σπίτια, Εκεί διακόσιοι πενήντα άνδρες αντιμετώπισαν χίλιους και παραπάνω χιτομάϋδες, χωροφύλακες και στρατό. Σκόρπισαν όταν πια τους έριξαν στον κάμπο. Δεν είχαν από που να πιαστούν. Πολεμούσαν από γρανί σε γρανί και από όχτο σε όχτο. Τρόμαξαν κατά το απόγευμα να πιάσουν τα χωματοβούνια κάτω από το χωριό Κοκορέϊκα. Εκεί κράτησαν γερά μέχρι που νύχτωσε. Λίγο ακόμα και δεν θα είχαν ούτε ένα φυσίγγι.

Τη μεγαλύτερη ζημιά την έκαναν οι χωριάτες που ήταν όλοι κολίγοι στα τσιφλίκια του Αντωνόπουλου και Μιχαλακόγιαννη. Σ’ αυτούς είχαμε δώσει κλήρο, απ’ αυτά τα τσιφλίκια που τα μοίρασε η αυτοδιοίκηση στους καλλιεργητές κολίγους. Ο μακαρίτης Βασίλης Σαρλάς από το χωριό Λώτι, κομματικό στέλεχος της περιοχής, είχε σαν όνειρό του από την γερμανοϊταλική κατοχή ακόμη, να μοιράσει τη γη στους αγρότες. Τότε μάλιστα, στην κατοχή, τα μοίρασε χωρίς διαταγή και γι’ αυτό τον καθαίρεσαν και τον έκλεισαν στο στρατόπεδο σαν εξτρεμιστή. Τώρα τα μοίρασε με απόφαση της Κυβέρνησης. Οι τσιφλικάδες όμως δεν του το συγχώρεσαν ποτέ. Τον σκότωσαν χωρίς δίκη στο χωριό Ολύμπια της Ηλείας. Εκεί ήταν κρατούμενος στη διοίκηση της Ταξιαρχίας. Εκεί γίνονταν το πρώτο ξεκκαθάρισμα των αιχμαλώτων. Εκεί γύρω στο χωριό είναι θαμμένοι εδώ κι εκεί, κι άλλους έφαγαν τα σκυλιά, καμιά τριακοσαριά αντάρτες, πολλούς απ’ αυτούς έφαγε και ο Αλφειός.

Αυτά τα εγκλήματα της ξενοδουλείας κάποτε πρέπει να βγουν στην επιφάνεια για να μάθουν οι νέες γενιές ποιος σκότωσε ποιόν και ποιος είναι εγκληματίας. Κι αυτό θα γίνει κι ας λένε σήμερα οι αρχηγοί μερικών μικροαστικών κομμάτων ότι πρέπει να τα εξισώσουμε, σαν να ήταν κουκιά. Αυτή η εξίσωση Προδότες - Δοσίλογοι - Ελασίτες - και Δεκέμβριος - Δημοκρατικός Στρατός, εγκλήματα κι εγκλήματα είμαστε ίσια - ίσια, δεν στέκεται στην ιστορία κι ούτε βοηθάει το λαό στον αγώνα του. Δεν είναι έγκλημα η τιμωρία του προδότη. Είναι πράξη άμυνας του λαού, ιδιαίτερα ενός μικρού λαού, για να επιβιώσει. Αυτό διδάσκει η ιστορία, ιδιαίτερα της Ελλάδας. Έγκλημα είναι η εξόντωση των αγωνιστών. Και τα δύο πρέπει να μένουν στην ιστορία. Δεν συμφέρει το λαό η λήθη. Μόνο τους προδότες συμφέρει η λήθη.

Άλλο πράγμα είναι η συμφιλίωση κι άλλο η λήθη. Συμφιλίωση θα πει εξάλειψη παθών, επικράτηση λογικής, χαλιναγώγηση αισθημάτων. Ο λαός μπορεί να αναστείλει την τιμωρία και οι προδότες να ζητήσουν συγχώρεση και αμνηστία. Αυτή είναι η συμφιλίωση κι όχι αυτό που λένε οι τριτοδρομικοί νεόκοποι επαναστάτες της καρέκλας και οι προοδευτικοί δημοκράτες: «ότι έγινε - έγινε νερό κι αλάτι τώρα».
Ούτε και αυτό που κάνουν οι μακρινοί συγγενείς του ΚΚΕ, που ζητούν να τους αναγνωρίσει η αντίδραση και οι δοσίλογοι την αντίσταση. Δεν έχει καμιά ανάγκη η Αντίσταση για αναγνώριση. Ο ήλιος δεν έχει ανάγκη αναγνώρισης από τα ετερόφωτα που ο ίδιος φωτίζει. Έτσι και η Αντίσταση δεν έχει ανάγκη αναγνώρισης από το οποιοδήποτε κράτος, που χάρη σ’ αυτήν την αντίσταση, έχει μούτρα και βγαίνει στο παζάρι του κόσμου. Αυτό έλειπε τώρα, η ντροπή να δίνει πιστοποιητικά στην αξιοπρέπεια και την περηφάνια. Μιά μόνο αναγνώριση μπορεί να κάνει το ξενόδουλο κατεστημένο της Ελλάδας: να αναγνωρίσει ότι έκαμε προδοσία και να ζητήσει από την Αντίσταση να το συγχωρέσει δηλαδή, να αναγνωρίσει την Αντίσταση σαν δικαστή του.

Σαράντα χρόνια προσπάθησαν να την σβήσουν γιατί τη μισούν. Δεν τη μισούν γιατί σκότωσε μερικές χιλιάδες καταχτητές. Τη μισούν γιατί ξύπνησε το λαό και τον έκανε αφέντη στον τόπο του κι έφτιασε το δικό του το κράτος με τη λαϊκή του δικαιοσύνη, τη λαϊκή του παιδεία, τη λαϊκή του ασφάλεια, το λαϊκό του στρατό, τη λαϊκή του αυτοδιοίκηση. Κι από τότε ο λαός τους συχάθηκε και δεν θέλει ούτε να τους βλέπει, ούτε να τους ακούει. Οι δολοφόνοι του Σαρλά και τόσων άλλων χιλιάδων αγωνιστών πρέπει να στιγματιστούν. Αυτό είναι εθνική ανάγκη. Ο Σαρλάς πλήρωσε με τη δική του ζωή και των συγγενών του την ηρωϊκή αποκοτιά του και την επαναστατική συνέπειά του, να μοιράσει τα χωράφια. Οι τσιφλικάδες είναι σκληροί κι αδυσώπητοι, είναι εκδικητικοί.

Τώρα λοιπόν κάμποσοι κολίγοι, πήραν τα όπλα που τους έδωσαν οι τσιφλικάδες και κυνηγούσαν όλη μέρα, μέσα στα χωράφια αυτούς που τους έδωσαν κλήρο. Τραγική ειρωνεία. Οι ακτήμονες χωρικοί, που δεν είχαν μοίρα στον ήλιο, να σκοτώνουν μέσα στα λασπόνερα των χωραφιών της Ηραίας, αυτούς που τους τα έδωσαν για να ζήσουν σαν άνθρωποι αυτοί και τα παιδιά τους. Όπως μου έλεγαν, ο Κατριβάνος και ο Γιαλαμάς, όταν τους κυνηγούσαν οι κολίγοι μέσα στα λασπόνερα, τους φώναζαν: «Ελάτε με να μοιράσετε τη γη!». Αυτό έκανε τους αντάρτες να λυσσάξουν κι όταν τους πήραν φαλάγγι κατά το απόγευμα, δεν λυπήθηκαν κανέναν. Όσους πρόφτασαν τους τσάκισαν τα κεφάλια. Αυτό γίνονταν στα χωράφια. Πίσω όμως στα χωριά, στα στρατόπεδα, στις φυλακές και τις εξορίες βογγούσαν οι άλλοι κολίγοι, που τόλμησαν να κοιτάξουν τους τσιφλικάδες στα μάτια.

Όταν στη φυλακή διάβασα την Ιστορία του Κ.Κ. Κίνας, έμαθα ότι κι εκεί, όταν ο κόκκινος στρατός, μετά την δεύτερη εκστρατεία του Τσαγκ - Κάϊ - Σεκ, υποχώρησε από τις περιοχές του, οι αγρότες πήραν ντουφέκια από τον Τσαγκ - Κάϊ - Σεκ και μπήκαν στην υπηρεσία του. Αργότερα όμως οι ίδιοι τον κυνήγησαν από την Κίνα και τον πέταξαν στη Φορμόζα. Είναι δύσκολη δουλειά να κάνεις τους κολίγους να σηκώσουν χέρι στους αφέντες. Πρέπει να τους ρίξεις πολύ ατσάλι στην ψυχή.

Βασανιστική η πορεία στους βάλτους της σκλαβιάς μέχρι να γύρει η ζυγαριά να πάρει έστω κι ένα γραμμάριο κατά το λαό. Τότε η μετατόπιση της αγροτιάς είναι χιονοστιβάδα. Αποχτάει τη δύναμη και τις διαστάσεις φυσικού φαινομένου, που σαρώνει τα πάντα από μπροστά της. Όποιος κερδίσει την αγροτιά δε χάνει ποτέ, γιατί οι ρίζες του μπαίνουν βαθιά στη γη.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου