Αντάρτικο νοσοκομείο με κρεβάτια και κουβέρτες στη Βάχλια
Μετά από τόση υπερένταση και για τόσες μέρες, τώρα ήρθε η χαλάρωση που έμοιαζε με παράλυση. Τρόμαξα να κοιμηθώ. Πήρα μια ασπιρίνη για να ηρεμήσω. Κοιμόμουνα και πεταγόμουνα. Ήταν μια κατάσταση ύπνου ταραγμένου. Όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της υπερέντασης και της υπερκόπωσης. Από τα μεσάνυχτα έπεσα σε λήθαργο. Ούτε κατάλαβα πότε φώτισε και πότε ή ώρα πήγε μεσημέρι. Θα κοιμόμουνα ακόμη αν δεν με ξυπνούσε ο Τσουμπρακάκης, για να φύγουμε για τη Βάχλια.
Σηκωθήκαμε ξεκούραστοι και ανανεωμένοι. Το ωραίο είναι ότι τώρα νοιώσαμε όλοι, να μας πονούν τα τραύματα. Τα τραύματα βέβαια από την κούραση και την απλυσιά είχαν θυμώσει, ίσως και το κρασάκι που ήπιαμε να βοήθησε. Αλλά δεν ήταν δυνατό μέσα σε μια βραδιά να νοιώσουμε τέτοια αλλαγή. Ήταν φανερό ότι μετά την αγωνία, την υπερένταση, το κίνδυνο, τώρα έμειναν περιθώρια στο σώμα μας να πονέσει. Ο οργανισμός του ανθρώπου είναι από τις πιο μυστήριες μηχανές. Διαθέτει όπλα και μηχανισμούς για να ταξινομεί τις δυνάμεις του, ανάλογα με τις ανάγκες του.
Έδωσα εντολή να συγκεντρωθούν ζώα και για τους γερούς. Ανεβήκαμε όλοι στα μουλάρια. Και οι γεροί έπρεπε να ξεκουραστούν. Όταν φθάσαμε στη Βάχλια, ο κόσμος μας υποδέχτηκε με χαρά, ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. Αυτό μας ικανοποίησε πολύ. Το νοσοκομείο μας ήταν ένα ακατοίκητο χωριάτικο σπίτι με δύο μεγάλα δωμάτια που είχαν στήσει δέκα κρεβάτια κοντά κοντά. Τα κρεβάτια ήταν σανίδες και τρίποδα. Για στρώματα είχαν σαΐσματα από γίδινο μαλλί. Τέτοια στρώματα χρησιμοποιούν στα χωριά της Γορτυνίας. Βολεύτηκαν οι πιο βαριά πάνω στα κρεβάτια και οι υπόλοιποι στρωματσάδα κάτω στο ξύλινο πάτωμα. Τα ιατρικά εργαλεία ήταν σε μια καραβάνα που τα έβραζαν στο τζάκι πριν από κάθε αλλαγή. Είχαμε και μια λεκάνη. Μια σκάφη ξύλινη και ένα καζάνι, ήταν για το μπάνιο μας. Για μας τα κρεβάτια και τα στρώματα ήταν πουπουλένια. Ήταν σκέτη απόλαυση. Τα μαξιλάρια που ήταν γεμισμένα με φλίτσια από τα καλαμπόκια ή άχυρα ήταν κάτι θαυμαστικό! Τέτοια περιποίηση, τέτοια καθαριότητα, τέτοια άνεση, ούτε που την είχαμε φανταστεί.
Όταν φθάσαμε στο νοσοκομείο είχαν έτοιμο ζεστό νερό. Αμέσως μας έγδυσαν στην χαμοκέλλα και μας έπλυναν όρθιους μέσα στη σκάφη και μας έδωσαν καθαρά ρούχα, δηλαδή πουκάμισα και βρακιά. Μετά ξαπλώσαμε. Έγινε αλλαγή στα τραύματα, μας σερβίρισαν σε πιάτο τραχανά με κρέας και τώρα πια είμασταν γεμάτοι ευτυχία. Ο Τσιουμπρακάκης είχε το γενικό πρόσταγμα. Είχε πάρει ύφος διευθυντή κρατικού νοσοκομείου. Οι δύο νοσοκόμες δούλευαν με κέφι και αφοσίωση. Μας έπλυναν, μας ξεψείριασαν και είχαμε ότι θέλαμε στο χέρι.
Θωμάς Κουμπαράκος οπό το χωριό Κωτσαντίνα (Σπαρτιά) Λακωνίας Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Αντάρτης του ΕΛΑΣ. Διμοιρίτης του Δ.Σ.Ε. στο Αρχηγείο Ταΰγετου. Καταδικάστηκε σε θάνατο από το στρατοδικείο Τρίπολης. Εκτελέστηκε αμέσως μετά το γάμο του, που έκαμε σαν μελλοθάνατος στη φυλακή της Τρίπολης.
Την άλλη μέρα ήρθε και ο γιατρός μας, ο φοιτητής της ιατρικής Ζώταλης. Μπροστά ο Τσουμπρακάκης έλυνε τα τραύματα και κοντά ο γιατρός τα κοίταζε και τα περιποιόταν. Ανοιξε μερικά, έκοψε με το ψαλίδι σάπιες πέτσες και κάτι τέτοια, έδιωξε τα σάπια, έβγαλε και δύο τρία βλήματα κι έτσι τέλειωσε η δεύτερη μέρα. Τον ρώτησα πως πάμε και με καθησύχασε. Πίστευε ότι δεν θα έχουμε άσχημες εξελίξεις. Πραγματικά μετά από τέσσερις - πέντε μέρες τα τραύματα άρχισαν να κλείνουν. Ήταν όλα καθαρά και ήρεμα. Ο Ζώταλης έκαμε όμως μια κουτουράδα. Εφάρμοσε μια θεραπεία που την εφαρμόζαμε εμείς στα έλατα. Όταν τα τραύματα ήταν μικρά και όχι πολύ βαθιά, αφού τα καθαρίζαμε καλά, τα αλείφαμε με ιώδιο και μετά τα σφραγίζαμε με σκέτο λευκοπλάστη. Έτσι σφραγισμένα έμεναν μέχρι που έκλειναν σχεδόν. Ο Ζώταλης λοιπόν σε μερικούς έκανε το ίδιο. Όμως έκλεισε κι ένα τραύμα πολύ βαθύ - διαμπερές στο μηρό του Θωμά Κουμπαράκου από τη Μάνη. Το τραύμα γέμισε πύον και βρώμα, αφόρμισε και ο Θωμάς παρουσίασε πυρετό. Ευτυχώς μας επισκέφτηκε ο γιατρός, ο Λυκούργος Γιαννούκος ή Μετερίζης, το είδε και το άνοιξε κι έτσι σώθηκε το πόδι του Θωμά. Σώθηκε το πόδι αλλά δεν έζησε ο Θωμάς Κουμπαράκος, τον εκτέλεσαν το 1949 στην Τρίπολη
Οι γιατροί έφυγαν για τα τμήματα και μεις μείναμε με τον Τσιουμπρακάκη. Τώρα πια το νοσοκομείο έγινε μια μονάδα με πενήντα άτομα κι έπρεπε να οργανωθεί. Ο Τσιουμπρακάκης, είχε πιστέψει ότι είναι διευθυντής του νοσοκομείου, ενώ κανένας δεν του είχε αναθέσει τέτοιο ρόλο. Έκανε σύγχυση ανάμεσα στο διοικητικό και υγειονομικό κι αντί να λύνει προβλήματα δημιουργούσε πολλά. Η ασφάλεια του νοσοκομείου δεν τον απασχολούσε. Η τροφοδοσία του, ήταν γι ’ αυτόν κάτι που έπρεπε να λυθεί από τον υπεύθυνο του χωριού. Η προμήθεια φαρμάκων και υλικού περίμενε να λυθεί από το Αρχηγείο. Η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία νόμιζε ότι ήταν κάτι αυθύπαρκτο. Παρ’ όλα αυτά έλεγε και πίστευε ότι είναι διευθυντής.
Στην αρχή το πιστέψαμε. Μετά όμως από μερικές μέρες είδαμε ότι τίποτα δεν πάει καλά. Οι αντάρτες άρχισαν να γκρινιάζουν και να παραπονούνται. Μετά άρχισαν να τσακώνονται για μικροπράγματα. Η τροφοδοσία ήταν ελλιπής. Άρχισαν να έρχονται σε μένα για παράπονα. Το ίδιο έκανε και ο Τσιουμπρακάκης. Ήρθε και μου είπε ότι η διοίκηση εγκατέλειψε το νοσοκομείο και ότι έχει ανάγκη από υλικό και φάρμακα. Τότε συζήτησα μαζί του ανοιχτά. Κατάλαβα ότι δεν είχε καμιά εντολή για διεύθυνση και τίποτα στο κεφάλι του. Ζητούσε από μένα να επεμβαίνω όταν οι αντάρτες δεν τον ακούνε. Μετά από όλα αυτά κατάλαβα ότι έπρεπε κάποιος να αναλάβει την ευθύνη, να τον βάλει στην θέση του.
Μετά από ένα σοβαρό επεισόδιο ανάμεσα στο Τσιουμπρακάκη και το Θωμά, πήρα την πρωτοβουλία να ξεκινήσω την οργάνωση. Εντολή δεν είχα, ήμουν όμως ο πιο παλιός και ο πιο ανώτερος, ας το πούμε έτσι. Το μεσημέρι, την ώρα του φαγητού μίλησα στους τραυματίες και το προσωπικό. Τους είπα ποια είναι η κατάσταση και ποια προβλήματα έχουμε. Μετά τους είπα ότι αν συμφωνούν, αύριο να κάνουμε γενική συνέλευση, με θέμα την οργάνωση του νοσοκομείου, μέχρι που η διοίκηση του Αρχηγείου μας δώσει εντολή, τι θα κάνουμε.
Ο Τσιουμπρακάκης θίχτηκε. Τον καλέσαμε λοιπόν να μας πει αν τον είχε η διοίκηση διορίσει διευθυντή του νοσοκομείου και αν ναι, τι μέτρα πήρε ή θα πάρει. Όπως ήταν επόμενο αποδείχτηκε ότι δεν είχε τέτοια εντολή. Απλώς είχε πάρει διαταγή να έρθει στη Βάχλια καθώς και οι νοσοκόμες για να περιμένουν τους τραυματίες, τίποτα άλλο. Εδώ φάνηκε ότι το Αρχηγείο Μαινάλου άργησε να καταπιαστεί με την οργάνωση του νοσοκομείου γιατί πίστευε ότι η διοίκηση της μεραρχίας θα φροντίσει γι’ αυτό, όταν γυρίσει με τους τραυματίες από τα Καλάβρυτα.
Την άλλη μέρα έγινε συνέλευση. Ο Τσιουμπρακάκης που μίλησε πρώτος δεν ασχολήθηκε με τίποτα άλλο παρά μόνο με τα επεισόδια. Η συνέλευση του έκανε κριτική και ανέθεσε σε μένα να ετοιμάσω μια εισήγηση για όλα και την άλλη μέρα να γίνει ξανά συνέλευση. Φώναξα τον Τσιουμπρακάκη να συνεργαστούμε. Ήταν δύσκολος, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του μειωμένο. Τότε πια τα πράγματα αγρίεψαν. Του έδωσα να καταλάβει ότι αν δεν αλλάξει τακτική, θα τον απαλλάξω από τα καθήκοντα του και θα τον στείλω στο Αρχηγείο. Συνήλθε κάπως. 'Εκανα μια πλήρη εισήγηση για όλα δηλαδή τα ζητήματα. Από πρόγραμμα ησυχίας και φαγητού, μέχρι προμήθεια φαρμάκων, υλικού και ασφάλειας του νοσοκομείου. Η συνέλευση το ενέκρινε με ανακούφιση και μου ανέθεσε την εφαρμογή του. Έτσι τώρα έγινα και διευθυντής πρόχειρου νοσοκομείου, ας το πούμε έτσι. Είναι αυτό που λέει ο λαός «Και παππάς Κώστα μου - έτσι τόφερε η κατάρα».
Δεν είχα πείρα από νοσοκομεία και τα τέτοια. Είχα μεσάνυχτα. Όμως τα προβλήματα και οι ανάγκες μας με καθοδηγούσαν. Ο Τσιουμπρακάκης είχε πάρει ύφος επιστήμονα και επαναλάμβανε συνεχώς σαν παπαγάλος: «Χρειάζεται πειθαρχία, πρέπει να υπακούνε όλοι. Εγώ ξέρω, από το στρατό». Τίποτα άλλο. Στο τέλος οι τραυματίες τον πήραν στο μεζέ και τον κορόιδευαν. Είχαμε και μια νοσοκόμα που έκανε την δουλειά της πολύ καλά, την έλεγαν νομίζω Διονυσία και ήταν από το Κεφαλοχώρι Στεμνίτσα της Γορτυνίας. Σκοτώθηκε με τις εκκαθαριστικές. Και η άλλη νοσοκόμα ήταν ικανή και με κέφι. Δεν ήταν ειδικευμένες. Αγροτοκόριτσα ήταν. Είχαν όμως πίστη και θέληση γι' αυτό τάβγαλαν πέρα κι’ άς μην είχαν τα μέσα. Και μόνο το γεγονός ότι έκαναν μπάνιο τριάντα τραυματισμένους και ταλαιπωρημένους αντάρτες μέσα στη σκάφη δείχνει πόσο άξιες ήταν. Χώρια τ’ άλλα, μαγείρεμα, πλύσιμο κ.λπ.
Ο Γιώργης Τσιουμπρακάκης ήταν καλός και πιστός επαναστάτης, καλό παιδί και αγαπητός, αθώος σαν μωρό. Γι' αυτό την έπαθε. Αργότερα αρραβωνιάστηκε την Ερασμία. Δεν ήταν όμως τυχερό να σμίξουνε και να χαρούν τη ζωή. Τους ένωσε ο θάνατος και τους στεφάνωσε η δόξα όπως και τόσους άλλους. Μακραίνει ο κατάλογος αναγνώστη. Όλοι που αναφέρονται εδώ ζωντανοί τώρα είναι νεκροί και ξεχασμένοι. Γι’ αυτό όταν διαβάζεις τούτο το βιβλίο μνημόνεψε όσους δεν μνημονεύω εγώ.
Πρώτη μου δουλειά ήταν να καθορίσω πρόγραμμα λειτουργίας και ώρες ησυχίας. Εκεί ήταν καφενείο κι όχι νοσοκομείο, μέχρι που καθορίστηκε το πρόγραμμα. Μετά ειδοποίησα με σύνδεσμο τον επιμελητή της περιφερείας να έρθει αμέσως. Ήρθε σε δύο ώρες. Ήταν ένας παλιός ανάπηρος αντάρτης. Συζήτησα μαζί του κι οργανώσαμε την τροφοδοσία μας. Την άλλη μέρα ήρθαν διάφορα εφόδια που ήταν κριμένα. Ακόμη ήρθε ένα μπουλούκι γιδοπρόβατα που είχε η επιμελητεία δημιουργήσει από κατασχέσεις και εισφορές. Από εκεί κάθε μέρα προμηθευόμαστε γάλα και κρέας. Ψωμί μας ζύμωναν με τη σειρά, με αλεύρι δικό μας, οι νοικοκυρές του χωριού στο σπίτι τους. Αυτές έβαζαν τον κόπο και τα ξύλα για το φούρνο. Ταυτόχρονα οργάνωσα την ασφάλεια του νοσοκομείου. Δύο μέρες μας φύλαγαν οι ομάδες του Αρχηγείου Κορινθίας. Μετά τις έστειλα για την περιοχή τους. Έφθασαν καλά. Είχαν τελειώσει οι εκκαθαριστικές.
Όταν έφυγαν οι ομάδες, την ασφάλεια την ανέλαβαν οι ελαφρά τραυματισμένοι. Σχημάτισα δύο ομάδες με τα ατομικά μας όπλα και αυτά που είχαν οι νοσοκόμες και ο μάγειρας. Τη νύχτα πιάναμε και τα δύο διπλανά σπίτια χωρίς να το ξέρει κανείς. Έτσι δημιουργήθηκε χώρος στο νοσοκομείο. Υπήρχε μόνο μια διπλοσκοπιά που έλεγχε τη γύρω περιοχή. Είχαμε και τέσσερα δίκανα με μπόλικα φυσίγγια. Αυτά ήταν το μυστικό μας όπλο. Εάν δέχονταν το νοσοκομείο επίθεση από καταδρομείς τη νύχτα, θα τους τσάκιζαν αυτοί που ήταν κριμένοι στα δύο διπλανά σπίτια. Έτσι μπορούσαμε να κρατήσουμε πέντε και δέκα ώρες. Οι καταδρομείς δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο γιατί θα φοβόντουσαν μήπως φθάσουν οι δικοί μας. Για να μας αιφνιδιάσουν δεν ήταν δυνατό γιατί το χωριό, είχε πολλά σκυλιά. Σε συνεργασία με τον πρόεδρο του χωριού, όλοι οι άντρες του χωριού χωρίστηκαν σε ομάδες και τη νύχτα έβγαιναν τρία φυλάκια, ένα πάνω από το χωριό στο δρόμο από τα βουνά και δύο στον αμαξωτό. Ένα στο έμπα του χωριού από την μεριά της Δίβριτσας κι ένα από την μεριά της Κοντοβάζαινας. Μετά από δύο μέρες, ήρθε και ο επίτροπος της περιοχής. Έτσι οι σκοπιές οργανώθηκαν σ’ όλα τα χωριά, μέχρι το Μοναστηράκι και το χωριό Συριάμ - Ξεροκαρύταινα. Τη μέρα υπήρχαν παρατηρητήρια από άντρες και γυναίκες. Τώρα πια δεν υπήρχε περίπτωση να αιφνιδιαστούμε. Αντίθετα θα είχαμε το χρόνο και να μετακινηθούμε ακόμη.
Μήτσος Κοττής από το χωριό Ίσιωμα Μεγαλόπολης. Στέλεχος του Κ.Κ.Ε. Γραμματέας της περιφερειακής οργάνωσης του Κ.Κ.Ε. στη Λακωνία κατά τη γερμανοϊταλική κατοχή. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Ταγματάρχης του Δ.Σ.Ε. Επίτροπος της 55ης ταξιαρχίας του Δημ. Στρατού Πελοποννήσου. Σκοτώθηκε το Γενάρη 1949 στη μάχη, στο χωριό Άγιος Βασίλης Κυνουρίας.
Ο Γιαννακός Στασινός από τα Τρόπαια που ήταν επίτροπος της περιοχής, έκανε σωστή και καλή δουλειά στο πρόβλημα της ασφάλειας και της προμήθειας τροφίμων και φαρμάκων. Μάζεψε από τα χωριά σεντόνια, μαξιλάρια, κουβέρτες και ότι φάρμακα υπήρχαν, κυρίως οινόπνευμα, ιώδιο, οξυζενέ, γάζες κ.λπ. Λιγοστά ήταν τα φάρμακα. Έφθαναν όμως για ένα μήνα και πάνω. Ευτυχώς που τα μάζεψε γιατί σε πέντε μέρες ήρθαν κι άλλοι δέκα τραυματίες από την Κορινθία. Αυτοί ήταν τραυματισμένοι στις μάχες μετά από τα Καλάβρυτα. Ήταν όλοι ελαφρά τραυματίες. Αυτοί είχαν επικεφαλής τον Αρίστο Βασιλόπουλο από το χωριό Μπισκίνι της Ολυμπίας, που ήταν διμοιρίτης - ανθυπολοχαγός της σχολής του ΕΛΑΣ. Πέρασαν από το Φενεό -Σαϊτά - Ντάρα - Πράσινο - Κερπινή - Γλανιτσιά κι ήρθαν στη Βάχλια.
Μόνο μια τραυματισμένη κοπέλα στο κεφάλι ήταν σοβαρά, αν και φαίνονταν το τραύμα, ότι ήταν εξωτερικό. Η κοπέλα βάδιζε αλλά το τραύμα της εγκυμονούσε κινδύνους. Ήταν τραυματισμένη στο μέτωπο, είχε σπάσει το καύκαλο και είχε ζαλάδες πού και πού. Ήταν από το χωριό Ίσιωμα Καρυών της επαρχίας Μεγαλόπολης. Την έλεγαν Μαρία Κοττή. Ήταν αυτή που αιχμαλώτισε δώδεκα φαντάρους στα Καλάβρυτα. Ακόμη υποφέρει από εκείνο το τραύμα αλλά ευτύχησε και δημιούργησε οικογένεια. Ήταν αδερφή του Μήτσου Κοττή που ήταν γραμματέας της περιφερειακής κομματικής οργάνωσης της Λακωνίας. Μετά έγινε επίτροπος της 55ης Ταξιαρχίας του Δ.Σ. και σκοτώθηκε στο χωριό Άη Βασίλη.
Ο Βασιλόπουλος κάθισε πέντε μέρες και έφυγε για το Αρχηγείο. Ύστερα απ’ τη συνέλευση τα πάντα μπήκαν στη θέση τους. Όλοι τραυματίες και προσωπικό πειθαρχούσαν σαν ένας άνθρωπος. Μόλις τέλειωσαν όλα αυτά, έκανα μια αναφορά και την έστειλα με τον Ηλία Σπανό που πήγαινε για το Μαίναλο, στο Αρχηγείο.
Κρυφά ο Τσιουμπρακάκης έστειλε ένα σημείωμα στο Σαρήγιαννη που ήταν διοικητής του Αρχηγείου και του έκανε παράπονα γιατί δεν τον αναγνωρίζαμε σα διευθυντή και κάτι τέτοια. Είπε στο Σπανό να μην πει σε μένα τίποτα. Ο Σπανός, ήταν από τους πρώτους αντάρτες του Μαινάλου, μου έδωσε το σημείωμα. Το διάβασα και συγκάλεσα γενική συνέλευση των τραυματιών και του προσωπικού. Διάβασα το σημείωμα του Τσιουμπρακάκη. Όλοι αγανάκτησαν και τον κριτικάρησαν γιατί σκέφτεται εγωιστικά και γιατί δεν αναγνωρίζει και δεν σέβεται τις αποφάσεις της Συνέλευσης. Μετά από το πάθημά του συμμαζεύτηκε. Κατάλαβε ότι δεν πρέπει να παίζει με τις αποφάσεις της συνέλευσης.
Τελευταία ασχοληθήκαμε με την ψυχαγωγία μας. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε και πολλά πράγματα. Εγώ δεν είχα κέφι και πολλές ιδέες γι’ αυτήν. Πήρα ένα γραμμόφωνο από ένα σπίτι, ίσως ήταν και το μοναδικό στο χωριό, και κάμποσους δίσκους και αρκετές ώρες ακούγαμε τραγούδια. Οι πρώτες μέρες πέρασαν γρήγορα. Μετά οι μέρες δεν περνούσαν. Νοστάλγησα τη διμοιρία μου. Βαρέθηκα το κρεβάτι. Ήθελα να φύγω. Τα τραύματά μου βρίσκονταν σε καλό δρόμο. Κόντευαν να κλείσουν.
Ο γιατρός δεν επιχείρησε να μου βγάλει τα θραύσματα από τα δυό μου μπράτσα. Απαγόρευσα μάλιστα και στο Ζώταλη να επιχειρήσει κάτι τέτοιο, γιατί ήταν βαθιά, το ένα ιδιαίτερα, στη κλείδωση του αριστερού και χρειάζονταν ακτινογραφίες, ενέσεις κ.λπ., που δεν υπήρχαν. Το θραύσμα στο δεξί δεν με στεναχωρούσε. Αυτό όμως στο αριστερό, μου κρατούσε το χέρι από τον αγκώνα και κάτω, ακίνητο. Τα τραύματα στο πόδι όλα έκλειναν εκτός από ένα, το τυφλό στο μπούτι, που έβγαζε συνεχώς πύον. Δεν με ενοχλούσε όμως. Το μάτι ήταν σαν ένα κομμάτι από πλεμόνι. Κατακκόκινο και πονούσε λίγο, πολύ λίγο. Κάθε μέρα που περνούσε μου φαίνονταν χρόνος. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έβγαινα λίγο και στο καφενείο του χωριού. Γνωρίστηκα με πολλούς χωρικούς αλλά ο χρόνος κυλούσε ανιαρός.
Ήρθε το Πάσχα του 1948. Από τα γύρω χωριά μας έφεραν κόκκινα αυγά και κουλούρια. Το βράδυ του Πάσχα είχαμε κρεμάσει στη χαμοκέλα, έναν τράγο για να κάνουμε Πάσχα. Το πρωί όπως σηκώθηκα να πάω στη τουαλέτα άκουσα στη χαμόκελλα, τσάχαλο. Πλησιάζω και τι να δω. Τρεις σκύλοι τραβούσαν τον τράγο για να τον ρίξουν κάτω. Είχαν φάει το λαιμό και τη μια πλάτη. Τα κυνήγησα. Μπήκα μέσα πήρα το αυτόματο, τους έριξα μια ριπή αλλά τίποτα. Έτσι με τόσες σκοπιές και φρουρούς ούτε τα σκυλιά δεν μπορέσαμε να ακούσουμε που τραβολόγαγαν τα κρέατα. Ωραίοι είμαστε. Πάλι καλά που έφαγαν τον τράγο και δεν έφαγαν εμάς.
Μια μέρα ήρθε σύνδεσμος από το Αρχηγείο. Μου έφερε και μένα ένα φάκελλο κλειστό - προσωπικό. Τον άνοιξα και ήταν απάντηση του Σαρήγιαννη στη αναφορά μου. Πολλούς επαίνους και συγχαρητήρια. Ενέκρινε τα όσα αποφασίσαμε και με πληροφορούσε ότι μέσα σε λίγες μέρες θα τοποθετηθεί υπεύθυνος στο νοσοκομείο. Μέχρι τότε να συνεχίσουμε όπως αποφασίσαμε δηλαδή να κάνω κουμάντο. Μου έγραφε ότι η προοπτική είναι αυτό το νοσοκομείο να γίνει νοσοκομείο της Μεραρχίας γι' αυτό θάρθει γιατρός από τον Ταΰγετο. Το σπουδαιότερο ήταν ότι μου ανέθετε μια σοβαρή δουλειά. Να οργανώσω την προμήθεια φαρμάκων από τις πόλεις. Μου έγραφε να συνεργαστώ γι' αυτό με τον άνθρωπο που θάρθει να με βρει.
Πραγματικά μετά από δύο μέρες ήρθε ο άνθρωπος. Ήταν πολύ γνωστός μου. Ήταν δεξιός αλλά ήταν πληροφοριοδότης μας. Τον ήξερα από τότε που περάσαμε για πρώτη φορά από εκείνα τα χωριά. Τότε κινδύνεψε, αλλά αυτό έγινε αιτία να συνεργαστούμε. Δοκιμαστικά τον χρησιμοποιήσαμε και μας βοήθησε καλά. Τώρα νάτος πάλι μπροστά μας. Ήταν ένας δεξιός που τα έκανε όλα και αρμένιζε μ’ όλους τους καιρούς. Το επάγγελμά του ήταν έμπορος - μπακάλης. Δεν αποκλείεται να έπαιζε διπλό παιχνίδι. Τελικά μας βοήθησε τόσο, όσο κι ένας αριστερός.
Ήρθε λοιπόν και με συνάντησε δήθεν τυχαία, την ώρα που πήγαινα στο καφενείο. Μου είπε ότι τον ειδοποίησαν ότι τον θέλω. Κατάλαβα ότι ήταν ο άνθρωπος, που μου έγραφε ο Σαρήγιαννης. Τον ρώτησα ποιος τον ειδοποίησε. Μου είπε. Ήταν σωστό. Δεν ήταν όμως δυνατό να συνεργαστούμε εκεί. Έπρεπε να έχουμε άνεση χρόνου και χώρου αλλά να μη μας δουν. Του είπα λοιπόν θα σε συλλάβω για να κουβεντιάσουμε. Έλα μετά από μένα στο καφενείο. Έτσι έγινε. Εκεί στο καφενείο στήθηκε το σκηνικό. Πάνω στη συζήτηση τάβαλε με τις σκοπιές που οργανώνονται. Κατέβηκα στο νοσοκομείο κι έστειλα δύο αντάρτες και τον συνέλαβαν. Τον έφεραν κάτω. Τον έκλεισαν στη χαμοκέλα. Μετά τον πήγαν στο σχολείο για ανάκριση!!.
Συζητήσαμε τρία τέταρτα. Αναλάμβανε να μας προμηθέψει από τον Πύργο ότι θέλαμε, φάρμακα, προκάκια, κλωστές, σόλες, καρμπόν, μελάνι, μεμβράνες, κ.λπ. Αλλά με λίρες ή δολλάρια και με χρήματα αν δεν υπάρχουν λίρες και δολλάρια. Ζητούσε μια λίρα για μια ένεση πενικιλλίνης. Τόσο υπολόγιζε ότι θα χρειαστεί. Δεν σήκωνε παζάρια. Κανονίσαμε τις λεπτομέρειες και του είπα θα περιμένεις τα χρήματα και όταν τα λάβεις, θα φύγεις αμέσως. Έφυγα. Μετά από λίγο έστειλα έναν αντάρτη να τον απολύσει. Οι χωρικοί ευχαριστήθηκαν που τον απόλυσα.
Μετά από τέσσερις μέρες ήρθαν τα χρήματα. Παραγγείλαμε δέκα πενικιλλίνες κι άλλα φάρμακα. Έφυγε μόνος του. Σε τρεις μέρες γύρισε με τα φάρμακα. Αυτή η πηγή δούλεψε μέχρι την κατάρρευση. Δεν αποκαλύφθηκε. Τις άλλες τις ανακάλυψαν και πέρασαν από στρατοδικείο στην Πάτρα, ένας ανώτερος αξιωματικός και μερικοί πολίτες. Αυτό έμαθα πολύ αργότερα. Ο μπακάλης έμεινε άγνωστος. Δεν ξέρω αν ζεί κι αν αποκάλυψε τη δράση του. Αυτός έχει την ευθύνη κι αυτός ας αποφασίσει αν θα το αποκαλύψει. Είναι κι αυτός από τους αφανείς συνεργάτες.
Ήταν πολύ επικίνδυνο εκείνη την εποχή να κάνει κάποιος αυτή τη δουλειά. Μπορεί και να έδινε μερικές πληροφορίες. Δεν ήταν όμως δυνατό να δώσει πολύτιμες πληροφορίες, διότι δεν ήξερε, δεν ήταν δυνατό να μάθει. Και αυτές που έφερνε σε μας ήταν γενικές, επουσιώδεις. Η άλλη δουλειά που έκανε ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για μας. Μια αμπούλα πενικιλλίνης ή ένα πακέτο γάζες ήταν πολλές φορές μια ζωή. Όπως μου έλεγε και νομίζω ότι έλεγε αλήθεια, είχε επαφή και δούναι - λαβείν με τον ίδιο το διοικητή και τον αξιωματικό του Α2 γραφείου του Πύργου. Αυτοί έπαιρναν το χρυσάφι κι αυτοί έδιναν τα φάρμακα. Τα άλλα τα έπαιρνε από την αγορά. Περνούσε όμως το φυλάκιο με μια άδεια που είχε. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε αυτή η δουλειά.
Όταν ήρθαν τα πρώτα χρήματα τα πήρε είδηση ο Τσιουμπρακάκης. Δεν ήξερε όμως πόσα είναι. Θύμωσε που ήρθαν σε μένα. Πίστευε ακόμη ότι παίζει ρόλο διευθυντή. Για να θολώσω τα νερά, αγόρασα μερικά πράγματα για το νοσοκομείο και τις νοσοκόμες. Δημιούργησε πάλι προβλήματα γιατί ήθελε να κάνει αυτός τη διανομή. Την είχε κάνει ψώνιο το έρμο το παιδί. Αναφέρω το περιστατικό του Τσιουμπρακάκη μόνο και μόνο για να φανεί ότι ο πόλεμος σκοτώνει τα πιο ωραία πράγματα. Το αντάρτικο δεν αφήνει περιθώρια για ωραία πράγματα, εκεί, έχουν κλείσει τα περιθώρια από τα βάσανα, που τα τελειώνει ο θάνατος. Δεν άργησαν να έρθουν και τα φάρμακα. Τώρα είμασταν καλά. Σιγά - σιγά, ένας - ένας οι τραυματίες έφευγαν για τα τμήματά τους. Εγώ περίμενα να γίνω καλά, ιδιαίτερα το πόδι μου, αλλά περίμενα και το γιατρό που θα έρχονταν να αναλάβει το νοσοκομείο. Μάθαμε ότι θα έρχονταν γιατρός ο Νίκος Ζωγράφος.
Τέτοιοι επιστήμονες και άνθρωποι είναι το αλάτι της κοινωνίας. Αν τέτοιοι βρεθούν στα πανεπιστήμια και στις Ακαδημίες τότε αυτή η κοινωνία, αυτό το κράτος βρίσκεται στα καλά του και θα πηγαίνει καλά. Αν δεν είναι τέτοιοι, τότε πάει κατά ανέμου όπως το δικό μας.
Εμένα δεν με απασχολούσε τώρα πια, αν έρθει ή αν δεν έρθει ο γιατρός. Εγώ ήθελα να φύγω από εκεί, ήθελα να πάω στη διμοιρία μου. Έμαθα ότι τα τμήματα που πήραν μέρος στη μάχη στα Καλάβρυτα τράβηξαν κατά την Αιγιάλεια και για να παρασύρουν και τα εχθρικά τμήματα που έκαναν εκκαθαριστικές στο Χελμό, χτύπησαν ενεδρικά τον οδοντωτό σιδηρόδρομο, πέρασαν στον Παναχαϊκό και μετά στον Ερύμανθο. Από εκεί θα χωρίζονταν για να αποφύγουν μερικές μέρες κάθε επαφή με τον εχθρό, να ξεκουραστούν, να ανασυγκροτηθούν. Έτσι καταλάβαινα ότι θα έκαναν και κάπως έτσι έγιναν. Οι επιχειρήσεις στην Αιγιάλεια δεν έφεραν το αποτέλεσμα που περίμενε η διοίκηση του εχθρού. Από το Χελμό έφυγαν αφού έκαναν την δουλειά τους. Βρήκαν τους βαριά τραυματισμένους, βρήκαν τα έξι βαριά πολυβόλα Βίνγκερς που είχαμε πάρει με αίμα από τα Καλάβρυτα, βρήκαν όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά, τα ρούχα και τα τρόφιμα, τα πάντα. Δηλαδή μας έμεινε μόνο ο αέρας, η δόξα. Με τη δόξα όμως δεν γεμίζουν τα ντουφέκια.
Αυτά έγιναν γιατί η διοίκηση της μεραρχίας και πρώτος -πρώτος ο Μέραρχος, ξέχασαν ότι είναι στο Μωριά και γι’ αυτό πρέπει να τρώνε περπατώντας, να κοιμούνται βαδίζοντας, να σκέφτονται τρέχοντος και να ξεκουράζονται όρθιοι. Έλειψε ο συντονισμός η οργάνωση των υπηρεσιών.
Οι εκκαθαριστικές έγιναν με σοβαρές δυνάμεις. Για πρώτη φορά η διοίκηση του στρατού της γερμανοφρειδερίκης κινήθηκε με αστραπιαία ταχύτητα. Την πρώτη μέρα κιόλας στο δρόμο Τρίπολης - Μαζέικα κινήθηκαν δύο χιλιάδες στρατιώτες και την άλλη μέρα έφθασαν δυνάμεις από την Καλαμάτα και Σπάρτη. Ήταν φανερό ότι το χτύπημα στα Καλάβρυτα, ήταν οδυνηρό και τους έτσουξε.
Στο δρόμο αυτό η διοίκηση της μεραρχίας είχε στείλει ένα λόχο του Αρχηγείου Μαινάλου, τον 5ο λόχο με διοικητή τον Αλέκο Τσουκόπουλο, έφεδρο ανθυπολοχαγό, διοικητή λόχου στον ΕΛΑΣ. Μαζί με το λόχο έμεινε και ο επίτροπος του Αρχηγείου Παναγ. Σπυρόπουλος ή Κάπας, που ήταν γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής του Κ.Κ. στην Αρκαδία, πριν γίνει επίτροπος. Η αποστολή που δόθηκε στο λόχο ήταν να ταχθεί ενεδρικά στο χωριό Βλαχέρνα και να καθυστερήσει όσο μπορέσει τις δυνάμεις που θα κινηθούν από την Τρίπολη. Ο Τσουκόπουλος κράτησε τις εχθρικές δυνάμεις μια μέρα σχεδόν. Μετά αποσύρθηκε γιατί δεν ήταν δυνατό να κρατήσει άλλο, μπροστά σε τέτοιο όγκο και μηχανοκίνητα. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει με ογδόντα άντρες, εφτά οπλοπολυβόλα και με διακόσια φυσίγγια το καθένα. Έκαμε το καθήκον του και με το παραπάνω.
Η διοίκηση όμως ζήτησε ευθύνες απ' τον Τσουκόπουλο. Για την απώλεια του υλικού έφταιγε η διοίκηση που δεν μερίμνησε τρεις μέρες στο χωριό Πλανητέρου - Μάζι κι όχι ο Τσουκόπουλος. Κι όμως έρριξε την ευθύνη στον Αλέκο. Τον κατηγόρησε ότι άφησε τις εχθρικές δυνάμεις να περάσουν γρήγορα ενώ θα έπρεπε να τις καθυστερήσει ακόμη. Αυτό ήταν παράλογο γιατί δύο χιλιάδες δεν κρατιόνταν με ογδόντα αντάρτες και με χίλια τετρακόσια φυσίγγια. Τι να κάνανε. Κι άν ακόμα σκότωναν χίλιους τετρακόσιους στρατιώτες, πάλι έμεναν εξακόσιοι για να περάσουν. Και τα τανκς με τι θα τα σκότωνες με τις ελατόκλαρες και τις αγκλίτσες; Δυστυχώς μας θεωρούσαν ικανούς να κάνουμε θαύματα.
Τελικά ο Τσουκόπουλος δεν τιμωρήθηκε, θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να το καταπιούμε. Έμεινε όμως η τρύπα από το καρφί. Αργότερα αυτή η περίπτωση έπαιξε το ρόλο της για τον Αλέκο. Έβαλαν και μένα στην ημερήσια διαταγή με ένα σωρό επαίνους. Είναι αλήθεια ότι αυτό μου άρεσε πολύ και πήραν λίγο αέρα τα μυαλά μου. Μου έφυγε και ο θυμός για όσα τραβήξαμε. Όταν όμως έφυγε ο ενθουσιασμός, οι πικρές σκέψεις ξαναγύρισαν. Κι ’ έλεγα μέσα μου ξανά και ξανά: Πώς είναι δυνατόν μια καθοδήγηση, μια διοίκηση να βάζει συνεχώς καθήκοντα και υποχρεώσεις, να καθορίζει αντικειμενικούς σκοπούς και ταχτικές, χωρίς να δίνει τίποτε σ’ αυτούς που βάζει αυτά τα καθήκοντα. Εσύ αναγνώστη έχεις ακούσει,έχεις διαβάσει πουθενά, η διοίκηση ενός στρατού, ενός μετώπου μιας μονάδας, να καθορίζει αποστολές, καθήκοντα, ταχτική στις μονάδες,χωρίς να λαβαίνει υπόψη τον οπλισμό τους; Χωρίς να τους εφοδιάζει μ' όλα τ’ αναγκαία για να κάνουν πράξη αυτά τα καθήκοντα; Έλεγαν οι αρχηγοί μας: μαζικά χτυπήματα στα αστικά κέντρα, καταλλήψεις και τα τέτοια. Δεν τους απασχόλησε ποτέ με τι μέσα; Ιδιαίτερα εμείς στην Πελοπόννησο με τι μέσα θα τα κάναμε αυτά; Ούτε φυσίγγια δεν είχαμε, χώρια τ’ άλλα. κι' όμως συνεχώς πίεζαν την διοίκηση της Μεραρχίας με αυτές τις γενικές διαταγές.
Κάθε τόσο επανέρχομαι σ’ αυτό, γιατί όπως και να σκεφτώ καταλήγω στο ίδιο πάλι. Η ήττα μας με βασανίζει νύχτα - μέρα. Μου πλακώνει την καρδιά Με ακολουθεί παντού. Θέλω να ξεχάσω, θέλω να πω ότι αυτό πέρασε, ότι ανήκει στο παρελθόν, μα δεν μπορώ. Μένω εκεί κολλημένος στο παρελθόν. Είναι και οι ιστορικοί που δεν με αφήνουν να ξεχάσω. Αυτοί απρόσκλητοι υπερασπιστές των δικαίων μας, κριτές των λαθών μας, παίρνουν την πέννα και γράφουν ότι τους κατέβει. Αυτήν την παρλαπίπα την ονομάζουν έρευνα. Και δεν σέβονται τίποτα, ακόμη και την ιδιωτική ζωή των τιμημένων νεκρών. Τσαλαπατούν και αρχές και θυσίες στο όνομα της αποκατάστασης της αλήθειας. Οι πιο αξιοθρήνητοι ιστορικοί ερευνητές είναι αυτοί που έφθασαν στο γελοίο κατάντημα να χωρίζουν τους νεκρούς σε σεχταριστές και σε ανανεωτικούς. Αφού χώρισαν τους ζωντανούς, τώρα πια δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν, αφού όλα τα βρώμισαν, έβαλαν μπροστά και τους νεκρούς όπως τον Τσουκόπουλο.
Είναι άραγε επιστημονική δουλειά αυτή; να κρίνουμε ένα περιστατικό χωρίς να λογαριάζονται οι συνθήκες και οι περιστάσεις μέσα στις οποίες έγινε; Είναι επιστημονική δουλειά να γενικεύουμε μια ατομική ιδιοτελή εκδήλωση και να την θεωρούμε σαν εκδήλωση οργανική ενός επαναστατικού οργανισμού; Είναι επιστημονική μέθοδος να βγάζουμε γενικά συμπεράσματα χωρίς διασταύρωση κι’ έλεγχο των πληροφοριών; Ασφαλώς δεν είναι σωστή δουλειά αυτού του επιστήμονα και είναι απαράδεχτη. Πιο κάτω θα αναφερθώ και σ’ αυτό το περιστατικό. Νομίζω όμως ότι οι ατομικές ενέργειες κι’ εκδηλώσεις δεν έρχονται κατ’ ευθείαν απ’ την οργανική κατάσταση που επικρατεί σ’ έναν οργανισμό πολιτικό ή οποιονδήποτε άλλο. Επιδρούν κι’ άλλοι παράγοντες και βιώματα.
Όταν τέλειωσαν οι εκκαθαριστικές τα τμήματα χωρίστηκαν. Το τάγμα του Αρίστου Καμαρινού που ανήκει στο Αρχηγείο Ταΰγετου και τα τμήματα του Αρχηγείου Αχαΐας - Ηλείας, τράβηξαν για τον Ερύμανθο. Τα τμήματα του Μαινάλου ξαναγύρισαν στη Γορτυνία. Ήρθαν στο χωριό Ξεροκαρύταινα. Όταν το έμαθα χάρηκα πολύ. Την άλλη μέρα πήρα ένα σημείωμα από το Σαρήγιαννη να πάω αν μπορώ εκεί. Πήρα ένα μουλάρι και πήγα. Ήμουνα αποφασισμένος να μείνω στο τμήμα και να μη γυρίσω στο νοσοκομέιο. Πίσω μου άφησα τέσσερις τραυματίες. Η αρχή είχε γίνει. Είχε μπει μια σειρά καλή.
Μετά στο νοσοκομείο αυτό, που μεταφέρθηκε στο χωριό Μοναστηράκι κι εγκαταστάθηκε στο σχολείο του χωριού, βρήκαν περίθαλψη εκατοντάδες τραυματίες. Έγιναν χειρουργικές επεμβάσεις με μόνα μέσα ένα νυστέρι και μια χειρουργική βελόνα. Συμμαζεύτηκαν χυμένα άντερα, σακατεμένα σωθικά, σπασμένα χέρια και πόδια. Εδώ η πάλη με το θάνατο πήρε θεόρατες διαστάσεις. Το παραμύθι του Δαυίδ με το Γολιάθ δεν λέει τίποτα. Ο θάνατος απειλούσε να θερίσει ανελέητα ζωές, νεαρών αγοριών και κοριτσιών. Ο γιατρός Ζωγράφος έδινε μέρα - νύχτα τη μάχη και την κέρδιζε πολλές φορές. Το πάθος του, οι γνώσεις του και η αντοχή ύστερα και η ψυχική αντοχή των τραυματιών νικούσαν. Από μεριά των μέσων ούτε γάζες καλά - καλά δεν είχε.
Η κατάσταση σ’ αυτό το μέτωπο δεν άλλαξε ποτέ προς το καλύτερο, παρά μόνο προς το χειρότερο. Στο τέλος τα νοσοκομεία διαλύθηκαν και οι βαριά τραυματισμένοι θάφτηκαν πριν την ώρα τους ζωντανοί στα υπόγεια καταφύγια, στις τρύπες που τα ονομάσαμε καταφύγια - νοσοκομεία. Εκεί μέσα τους εξόντωσαν οι πολιτισμένοι οπαδοί του δυτικού πολιτισμού. Ανθρωπόμορφα κτήνη, που ξέρουν πολύ καλά να υποκρίνονται τους ανθρώπους.
Ανέβηκα στην Ξεροκαρύταινα και συνάντησα επιτέλους τα τμήματα. Το τι έγινε και το τι ένοιωσα δεν λέγεται. Μου φάνηκε ότι ήταν ένα κακό όνειρο. Όμως δεν ήταν, γιατί έλλειπαν από την διμοιρία μου πέντε. Και γω είχα τώρα πια ένα μάτι και το αριστερό μου χέρι με αγκύλωση. Πήρα πάλι τα όπλα μου. Το αυτόματό μου, μια ιταλική μπερέτα, που είχα γράψει πάνω στο κοντάκι το όνομά μου. Χάρηκα τόσο, που τραβήχτηκα στην άκρη στο αλώνι και κάθησα σαν ζαλισμένος. Εκεί ξαναπέρασαν όλα από το μυαλό μου. Μου ήρθε ένας κόμπος στο λαιμό. Θυμήθηκα τους νεκρούς της διμοιρίας μου, του λόχου, του τάγματος. Θυμήθηκα και τους νεκρούς συντρόφους μου που ήταν στα άλλα συγκροτήματα. Θυμήθηκα τον Αντρέα Παπαλεωνίδα που σκοτώθηκε σαν λοχαγός στα Καλάβρυτα. Θυμήθηκα τον Σαράντο Σιώρη, τον Ασημάκη Κυριαζή κι άλλους κι άλλους. Το μυαλό μου πήγε μακρυά.
Σιγά σιγά πέρασαν από την φαντασία μου όλοι, όσους θυμήθηκα. Και τρέχοντας - τρέχοντας η φαντασία μου σε μια στιγμή, σταμάτησε. Συνήλθα. Από μόνο του ήρθε το συμπέρασμα. Μια - δυό - τρεις - τέσσερις μάχες κάποτε θάρθει και η σειρά μας. Και μετά από μας θάρθει και των άλλων. Οι πρώτοι ποτέ δεν φθάνουν στο τέλος, στην ημέρα της νίκης. Τάφισα όλα αυτά. Ήταν σκέψεις πικρές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου