Κώστας Κολίτζας, καθηγητής φιλολογίας απ' το χωριό Βλαχέρνα Αρκαδίας. Έφεδρος υπολοχαγός. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, Διοικητής λόχου στον ΕΑΑΣ. Μακρονησιώτης. Οργάνωσε τον αφοπλισμό δύο διμοιριών του ΕΤΑΞ απ ’ έξω από την Τρίπολη. Μέλος της διοίκησης του Αρχηγείου Μαίναλου. Τον έκαψαν ζωντανό έξω απ' την Τρίπολη στις 15 Μάρτη 1949.
Εξορμήσεις από τον Πάρνωνα στα χωριά Σκούρα - Γεράκι
Το σχέδιο ήταν να στήσουμε ενέδρα απέξω από τη χίτικη βάση στο χωριό Σκούρα. Ένα τμήμα θα έμπαινε βαθιά στον κάμπο και θα χτυπούσε τη χίτικη βάση στο Ξηροκάμπι κι άλλες δύο μικρές βάσεις. Θα τις πίεζε για να δοθεί η εντύπωση ότι γίνεται επιχείρηση σοβαρή για κατάληψη των βάσεων. Αυτό θα υποχρέωνε τους Σκουριώτες να κινηθούν. Έξω από το χωριό είχε ταχθεί ολόκληρη η Ταξιαρχία ενεδρικά σε αμφίπλευρη ενέδρα, στο δρόμο που οδηγούσε σ’ αυτές τις βάσεις που δέχονταν επίθεση. Ήταν έξυπνη ενέργεια.
Όμως ο διοικητής του τμήματος που ενεργούσε πίεση στις χίτικες βάσεις, δεν επέμενε όσο έπρεπε για να σχηματιστεί η εντύπωση ότι έχει σκοπό να τους καταλάβει, έδωσε την εντύπωση ότι έγινε απλώς μια κρούση. Έτσι οι χίτες της Σκούρας ενώ στην αρχή κινητοποιήθηκαν και θα έβγαιναν σε ενίσχυση τελικά δεν βγήκαν και η ενέδρα δεν έπιασε. Το μόνο που κερδίσαμε ήταν να χορτάσουμε πορτοκάλια και να ζεσταθούμε στον κάμπο. Η επιστροφή στον Πάρνωνα ήταν όμως βάσανο. Όλο ανηφόρα ξενυχτισμένοι και φορτωμένοι.
Μετά από μερικές μέρες χτυπήσαμε την εχθρική βάση στο χωριό Γεράκι. Καθώς πηγαίναμε να τη χτυπήσουμε έβγαιναν κι αυτοί για επιδρομή, χτυπηθήκαμε έξω από το χωριό. Τους κυνηγήσαμε μέχρι το χωριό. Οχυρώθηκαν στο καμπαναριό και σε δύο υψώματα. Η μάχη συνεχίστηκε τρεις ώρες αλλά δεν έβγαινε τίποτε. Γι’ αυτό φύγαμε χωρίς να πετύχουμε αυτό που θέλαμε. Το σχέδιο ήταν το ίδιο και πρόβλεπε να παρασύρουμε τον εχθρό σε ενέδρα απ’ έξω από το χωριό.
Ο Πρεκεζές ακολουθούσε την παλιά μας ταχτική και προτιμούσε να χτυπά τον εχθρό ενεδρικά. στην κίνησή του ξεμοναχιάζοντας ένα τμήμα του, που το προσέβαλε πάντα αιφνιδιαστικά και με υπέρτερες δυνάμεις. Έτσι η επιτυχία ήταν σίγουρη και χωρίς απώλειες. Ακόμη κάτι που δεν το είχαν οι άλλοι διοικητές. Χρησιμοποιούσε άριστα τα βαριά πολυβόλα και τους όλμους όταν είχε βλήματα. Στις ενέδρες, όπου και να γίνονταν, έτασσε σε καίριες θέσεις τα βαριά πολυβόλα. Γι’ αυτό όσες φορές ο εχθρός έπεσε σε ενέδρα του Πρεκεζέ εξοντώθηκε από τα βαριά πολυβόλα. Ακόμη σε κάθε επιχείρηση σχημάτιζε δυό - τρεις ομάδες από πέντε - έξι παλιούς αντάρτες και τους ανέθετε ειδικές αποστολές αποφασιστικής σημασίας, για την επιτυχία της επιχείρησης ή της ενέδρας. Αυτές οι ομάδες σχεδόν πάντα βρίσκονταν μέσα ή πολύ κοντά στις γραμμές του εχθρού. Κινιόνταν συνεχώς. Έστηνε πολλές ενέδρες και κάποτε τύλιγε τον εχθρό από τις πολλές φορές.
Την επιχείρηση σε βάσεις, την έκανε πάντοτε με υπέρτερες δυνάμεις αν όχι για όλη την επιχείρηση οπωσδήποτε όμως στο αποφασιστικό σημείο. Έτσι ενήργησε και στη Σπάρτη για την απελευθέρωση των φυλακισμένων. Διέθετε ίσες περίπου δυνάμεις με τον εχθρό. Απομόνωσε όμως όλες τις βάσεις με μικρά τμήματα και στις φυλακές που τις φρουρούσε μια διμοιρία, έστειλε ένα λόχο. Δε δέχονταν και πολλές επεμβάσεις στη δουλειά του, όσο καθοδηγούσε ο Βαγγέλης Ρογκάκος το κίνημα στο Μωριά.
Προσπάθειες να χτυπηθεί ενεδρικά ο εχθρός στον Πάρνωνα - Δεκέμβρης 1948
Τώρα που ήρθε ο Γκιουζέλης δέχτηκε την επίδραση της γενικής γραμμής για επιθέσεις σε αστικά κέντρα. Όμως δεν έκανε και πάλι κουτουράδες. Έτρεψε τους λοκατζήδες σε φυγή μετά από διήμερη μάχη πάνω στο Ξερολήμερο και στα υψώματα της Βαμπακούς, γιατί τους παρέσυρε σε αψιμαχίες μέχρι να συγκεντρώσει δυνάμεις στο κεντρικό ύψωμα και μετά χρησιμοποιώντας τρία βαρεία πολυβόλα έσπασε την άμυνά της, τους έκοψε στα δύο και τους πανικόβαλλε. Τόβαλαν στα πόδια κι έφθασαν στη Σπάρτη ένας - ένας χωρίς να θάψουν ούτε τους νεκρούς τους και να πάρουν τους τραυματίες τους. Δεν τόλμησαν να ξαναλημεριάσουν μέσα στον Πάρνωνα. Τον διάβαιναν μονομερής.
Τις μέρες των Χριστουγέννων του 1948 μια μοίρα ΛΟΚ γύρω στους εξακόσιους, έφθασαν αιφνιδιαστικά στο χωριό Βασαρά. Μόλις πήρε την πληροφορία ο Πρεκεζές, αμέσως κίνησε την Ταξιαρχία και την έταξε ενεδρικά απέξω από το χωριό στο δρόμο Βασσαρά - Σπάρτη. Αυτοί όμως γύρισαν πίσω και πήραν τη δημοσιά. Τσάμπα μας έδερνε η βροχή όλη μέρα! Μας παράχωσε μέσα στα πρόχειρα ταμπούρια μας. Το απόγευμα μια ώρα μέρα που σηκώθηκε η καταχνιά, τους είδαμε που έφευγαν προς τη δημοσιά. Αν έπαιρναν εκείνο το δρόμο και δεν γύριζαν πίσω, θα έπεφταν στο στόμα του λύκου κι όπως έβρεχε και θα βάδιζαν σωρό και κουβαρισμένοι δεν θα γλύτωνε κανένας. Γυρίσαμε πίσω μουσκεμένοι ως το κόκκαλο. Ανάψαμε μεγάλες φωτιές κατά ομάδα και στεγνώναμε. Ευτυχώς, επειδή ήταν Χριστούγεννα, μας είχαν μαγειρέψει φακές. Φάγαμε καλά και ζεσταθήκαμε. Ήπιαμε και από ένα ποτήρι κρασί.
Αυτές οι γρήγορες εμφανίσεις ήταν συχνές. Μια μέρα ένα τάγμα ήρθε και ξενύχτησε σ’ ένα αυγοειδές ύψωμα ανάμεσα στο ύψωμα της Σταματήρας πάνω από το χωριό Βασσαρά και ανατολικά του χωριού Τσίτζινα. Έφτιασε θέσεις σε κυκλική άμυνα και ξενύχτησε. Την άλλη μέρα έφυγε. Αυτό γίνονταν κάθε τόσο. Επίσης συχνά βομβάρδιζαν και τη νύχτα. Δεν μας ανησυχούσε
αυτό. Μια ηλιόλουστη μέρα έστειλαν και την αεροπορία. Δύο αεροπλάνα έριξαν κάμποσες βόμβες και ρουκέτες. Επτά βόμβες δεν έσκασαν γιατί πέσανε μέσα σε κήπους που λύμναζε νερό και ήταν λάσπη.
Όλες τις έβγαλε και τις αφόπλισε ο Μαρκόνι, ένα τσοπανόπουλο που ήξερε να σκαλίζει αγκλίτσες κι ήταν προικισμένο από τη φύση με παρατηρητηκότητα και ευφυΐα. Σε λίγο από τότε που ήρθε κοντά μας, έγινε ένας θαυμάσιος οπλοδιορθωτής. Τα πρώτα μαθήματα τα πήρε από το Λεωνίδα Κωνστανταράκο που είχε υπηρετήσει στο πυροβολικό και τώρα έφτιανε νάρκες, βόμβες, χειροβομβίδες και τις γέμιζε με δυναμίτη. Ο Μαρκόνι τις αφόπλισε όλες και μάλιστα διαφώνησε με τον Κωνστανταράκο για τη θέση του πυροδοτικού μηχανισμού. Μετά σαν μπούρμπουνας γιατί ήταν μικρόσωμος, κακοφτιαγμένος και δεν έβλεπε καλά τη νύχτα, τις κυλούσε πάνω στο χορτάρι. Έβγαλε απ’ αυτές πολλά κιλά εκρηκτικό υλικό.
Μια από αυτές τις βόμβες ο Κωνστανταράκος και ο Μαρκόνι πήγαν και την παράχωσαν σε κείνο το αυγοειδές ύψωμα μια και σ’ αυτό κάθε φορά έπιαναν θέσεις τα εχθρικά τάγματα, όταν ανέβαιναν στον ΓΙάρνωνα. Την εμπυρευμάτησαν και μ’ ένα καλώδιο που τράβηξαν μακρυά μέσα στα έλατα, θα την τίναζαν με ηλεκτρική πυροδότηση. Την άφησαν εκεί 15 μέρες. Μετά την έβγαλαν για να πάρουμε το υλικό. Την άλλη μέρα ήρθε το εχθρικό τάγμα, λες και το ειδοποίησαν.
Νυχτερινό εγχείρημα σ’ οχυρωμένες Θέσεις του εχθρού
Ο Πρεκεζές αποφάσισε να το χτυπήσουμε τη νύχτα για να μη ξανάρθει. Το νυχτερινό εγχείρημα θα γίνονταν από τρεις λόχους. Το δικό μου, του Παν. Γεωργόπουλου και του Τζελοκογιάννη, νομίζω. Η επίθεση θα γίνονταν από τρεις μεριές αιφνιδιαστικά στις 12 τα μεσάνυχτα. Θα τους χτυπούσαμε με τα πάτζερ και τις χειροβομβίδες και μετά θα πηδούσαμε μέσα στις οχυρώσεις τους. Η επίθεση θα γίνονταν ταυτόχρονα στις δώδεκα ακριβώς μόλις η διοίκηση θα έριχνε μια λευκή φωτοβολίδα.
Έτσι και έγινε. Ξυπόλητοι έπρεπε να πλησιάσουμε όσο μπορούμε πιο κοντά. Ο λόχος μου έφθασε νωρίτερα 20 λεπτά. Είχαμε αντίθετα τον αέρα που φυσούσε δαιμονισμένα και γι’ αυτό σιγά - σιγά πλησιάσαμε στα δέκα μέτρα χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί. Εκεί σταματήσαμε. Βλέπαμε τους ακίνητους και κινητούς σκοπούς κι ακούγαμε που κουβέντιαζαν. Ένας μάλιστα κατέβηκε λίγο πιο κάτω να κατουρίσει. Αν προχωρούσε λίγο ακόμη θα τον κουκουλώναμε ζωντανό. Τα νεύρα μας ήταν τεντωμένα και τα χέρια μας ίδρωναν. Η αγωνία σ’ αυτές τις στιγμές φθάνει στο αποκορύφωμα.
Εγώ ανησυχούσα μήπως από κάποια απροσεξία προδοθούμε. Δεν περνούσαν τα λεπτά. Μου φαίνονταν ότυσταμάτησε το ρολόι μου. Έτσι μου έρχονταν να γυρίσω εγώ τους δείχτες για να περάσει η ώρα. Οι σκοπιές του εχθρού αντικαταστάθηκαν. Φαίνεται ότι τα ρολόγια μας δεν συμβαδίζανε. Καμιά φορά σκίστηκε το σκοτάδι και αυλάκωσε τον ουρανό ένα πύρινο φίδι σφυρίζοντας. Αμέσως ακολούθησε η εκτίναξη των πάτζερ και η έκρηξη. Βούιζαν οι ρεματιές και χωρίς διακοπή κροτάλισαν τα αυτόματα. Δεν ρίξαμε χειροβομβίδες γιατί πηδήξαμε αμέσως μέσα στα πρώτα πολυβολεία. Ορισμένα ήταν άδεια. Εκεί που χτύπησαν τα πάτζερ, έγιναν άνθρωποι, πέτρες και σίδερα, ένας σωρός.
Προχωρήσαμε προς τα εμπρός. Ο εχθρός αιφνιδιάστηκε στην αρχή και υποχώρησε προς την κορυφή. Συγκεντρώθηκαν σ’ ένα αλώνι. Από εκεί άρχισαν να βάζουν. Πέσαμε κάτω και προχωρούσαμε έρποντας. Ρίξαμε χειροβομβίδες. Μας έριξαν κι αυτοί. Έπεσαν όμως πίσω μας γιατί είμασταν κοντά. Κι ακόμη έσκασαν χαμηλά γιατί ήταν κατηφόρα και κατρακύλισαν. Πίσω μερικοί προσπαθούσαν να βγάλουν από τους σωρούς τα οπλοπολυβόλα και τα φυσίγγια κι ότι άλλο χρειάζονταν. Ότι έβγαλαν ήταν σμπαραλιασμένο. Τσάμπα παιδεύτηκαν. Φυσίγγια ήταν αδύνατο να βρουν.
Μπροστά μας έσκασε ένας όλμος και δεξιά μας άλλος. Ήταν δικός μας. Ο εχθρός δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει όλμους. Σε λίγο έσκασε τρίτος. Κατάλαβα ότι οι δικοί μας δεν υπολόγιζαν να βρισκόμαστε εκεί, τόσο μέσα. Δεξιά μας άρχισε να κακαρίζει ένα οπλοπολυβόλο, σε λίγο και από αριστερά.
Σταματήσαμε και περιμέναμε. Οι πεζούλες ήταν καλά ταμπούρια. Σε λίγο όμως κατάλαβα ότι τα πυρά του εχθρού είχαν γυρίσει προς τα μένα. Αριστερά δεν έβλεπα εκρήξεις και μάχη. Μόνο δεξιά μου μακρυά στην αρχή του δάσους. Κατάλαβα ότι ο λόχος του Γεωργόπουλου δεν είχε φθάσει ακόμη.
Τραβηχτήκαμε λίγο πίσω στα πρώτα πολυβολεία τα δικά τους και περίμενα να χτυπήσει και ο λόχος του Γεωργόπουλου. Τίποτα όμως. Πέρασε μισή ώρα και δεν φαίνονταν τίποτε.
Πήρα επαφή με τον Ταγματάρχη Τσουκόπουλο. Είχε αναγκαστεί να έρθει πιο κοντά επειδή κάτω στην ρεματιά έπεφταν οι οβίδες που έριχνε το πυροβολικό του εχθρού από τα αμπέλια του Βασσαρά. Μου είπε να περιμένω. Περίμενα. Πέρασε μια ώρα. Τίποτα. Σταμάτησαν τα πυρά και από τα δεξιά μου. Ο Τσουκόπουλος έλεγε να μείνω και να περιμένω διαταγή της Ταξιαρχίας. Εγώ του απάντησα ότι θα αποσυρθώ. Η διαταγή της Ταξιαρχίας δεν θάρθει γιατί κάτι τέτοιο δεν προβλέπονταν από το σχέδιο δηλαδή να αποσυρθούμε μετά από διαταγή. Νυχτερινό εγχείρημα είναι κι όλα έχουν κανονιστεί με τον χρόνο. Δεν έγινε ταυτόχρονα αιφνιδιασμός. Το εγχείρημα τελείωσε. Τελικά αποσύρθηκα και ο ταγματάρχης δέχτηκε την άποψή μου.
Φθάσαμε στην διοίκηση της Ταξιαρχίας και ο Πρεκεζές ανησυχούσε. Ρώτησε αν είχα απώλειες. Είχα μόνο έναν τραυματία με διαμπερές στο λαιμό κι έναν με διαμπερές στον ώμο. Ήταν όμως κι ένας νεκρός που εκείνη την ώρα τον είχαμε για αγνοούμενο. Το πυροβολικό είχε σκοτώσει κι ένα μουλάρι στην ρεματιά. Το είδαμε αλλά δεν ήταν δικό μου ήταν της πολυβολαρχίας. Με ρώτησε αν είχα επαφή με το λόχο του Γεωργόπουλου. Του απάντησα ότι δεν πήρα και από ότι κατάλαβα ο λόχος του Παν. Γεωργόπουλου δεν έφθασε στον προορισμό του.
Τελικά αποσύρθηκε η Ταξιαρχία πάνω προς τον δρόμο, για τον Άγιο Βασίλη - Πλατανάκι. Το πρωί που φώτησε καλά ήρθε και ο Παν. Γεωργόπουλος μ’ όλο το λόχο. Ο λόχος είχε παραπλανηθεί στο σκοτάδι, δεν έφθασε την ορισμένη ώρα στην θέση του. Όταν άρχισε η μάχη αυτός ήταν ακόμη στο βάθος της χαράδρας και για να βγει απάνω να πιάσει τη θέση του θα χρειάζονταν μια ώρα. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη ο Παν. Γεωργόπουλος αποφάσισε να μην πάει στην αποστολή του, μια και θα έφθανε κατόπιν εορτής.
Την άλλη μέρα στην σύσκεψη της διοίκησης της Ταξιαρχίας δημιούργησα ζήτημα. Δεν πείστηκα από αυτήν την εξήγηση. Βέβαια ο Παν. Γεωργόπουλος ήταν παλικάρι και από τους λίγους ικανούς λοχαγούς όμως κι ακόμη πιστεύω ότι κίνησε αργά. Η απόσταση ήταν κοντινή και γι’ αυτό την έπαθε. Ίσως καθυστέρησε στο δρόμο. Ο Πρεκεζές όμως πείστηκε και διαβεβαίωσε όλους ότι η πλευρά αυτή του βουνού είναι απότομη, γεμάτη από χαράδρες και τη νύχτα αν χάσεις το σούρμα δεν μπορείς να βγεις πέρα. Ο Γεωργόπουλος όμως δεν διαμαρτυρήθηκε γιατί δεν τον πιστέψαμε. Το ζήτημα σταμάτησε εδώ.
Οι απώλειες του εχθρού ήταν σημαντικές, δέκα νεκροί και ανεξακρίβωτος αριθμός τραυματιών. Έπαθαν ζημιά από τα δύο πάτζερ και την στιγμή που βγήκαν από τις πρώτες θέσεις και έτρεχαν για την κορυφή που ήταν η διοίκησή τους. Αν τους χτυπούσε και ο Γεωργόπουλος, τότε θα τους κόβαμε στα δύο και δεν θα ήξεραν που να χτυπήσουν και από που να φυλαχτούν μέσα στο σκοτάδι. Κι αυτό που έπαθαν ήταν αρκετό. Δεν έπαθαν όμως το χειρότερο. Αν δεν είχαμε βγάλει τη βόμβα, η διοίκηση του τάγματος θα τινάζονταν στον αέρα και μετά θα επακολουθούσε η επίθεση. Γλύτωσε τη συμφορά για μια μέρα.
Ο Μαρκόνι στενοχωρήθηκε που δεν πέτυχε την ανατίναξη της διοίκησης του εχθρού αλλά ικανοποιήθηκε γιατί απ’ το υλικό κι αυτής της βόμβας έφτιαξε κάμποσες νάρκες και χειροβομβίδες, όπως έφτιασε κι από μια κατοχική νάρκη βυθού που είχε ξεράσει η θάλασσα σε μια έρημη ακτή της Κυνουρίας. Τότε είχε βγάλει μπόλικο υλικό. Με τέτοια κι άλλα πολλά, δίναμε λύσεις στα προβλήματά μας.
Ο γιατρός ο Μάστορης, ένας ήρωας απ’ τους τρεις ήρωες γιατρούς που είχαμε στο Δ.Σ. στο Μωριά, χρησιμοποιούσε τους επιδέσμους για γάζες και για επιδέσμους χρησιμοποιούσε λωρίδες πανί. Βαμβάκι προμηθεύονταν από τα παπλώματα. Τόπλεναν με σαπούνι, το έβραζαν μια ώρα σε χοχλαστό νερό, το στέγνωνε στον φούρνο και το χρησιμοποιούσε για τα τραύματα. Για τα σπασμένα κόκαλα έφτιανε ένα σωρό ξυλοδεσιές, που καμιά φορά έφερναν γέλια όταν τις έβλεπες, θυμάμαι σ’ έναν τραυματία που είχε κάταγμα στην ωμοπλάτη, του στερέωσε το χέρι τοποθετώντας το τελάρο ενός κόσκινου που κοσκινίζουν στα χωριά το αλεύρι. Το τοποθέτησε ανάμεσα στα πλευρά και το μπράτσο έτσι που ο τραυματίας έδινε την εντύπωση ότι κρατά το κόσκινο γεμάτο και το προσέχει μήπως χυθεί. Αυτός ο έρημος γελούσε με την ορθοπεδική τεχνική του Μάστορη, αλλά βασανίστηκε γιατί υποχρεώθηκε να κοιμάται καθιστός ένα περίπου μήνα.
Και μια και ήρθε ο λόγος για τους τραυματίες πρέπει να πούμε ότι η ψυχική αντοχή, η αντίδραση του οργανισμού και η καθαρή ατμόσφαιρα, πιστεύω αυτή κυρίως, βοήθησε πολύ και αντιμετωπίστηκαν σοβαρά τραύματα ακόμη και κοιλιακά με πρωτόγονα μέσα. Ο γιατρός Νικ Ζωγράφος χειρουργούσε με κοιλιακά τραύματα στο σχολείο του χωριού Μοναστηράκι χωρίς αποστηρώσεις και απολυμάνσεις γιατί διέθετε μόνο ένα νυστέρι, δυό, τρία ψαλίδια και λίγο οινόπνευμα.
Ο Παπαφάγος Πέτρος πήρε τραύμα διαμπερές στο στομάχι. Το βλήμα μπήκε από πάνω από τον αφαλό και βγήκε δίπλα στην σπονδυλική στήλη. Μετά από τρεις μέρες που πήγε ο Γιαννούκος ο γιατρός να τον δει κι ενώ πίστευε ότι θα τον βρει νεκρό, τον βρήκε κι έτρωγε ψωμί με γάλα. Τότε γλύτωσε αλλά σκοτώθηκε στον 'Αγιο Βασίλειο της Κυνουρίας.
Στην μάχη της Άρνας, στη Μέσα Μάνη, ένας αντάρτης, δεν θυμάμαι το όνομά του πήρε κοιλιακό τραύμα από δεξιά προς τ’ αριστερά εξωτερικό. Το βλήμα έσκισε οριζοντίως το δέρμα της κοιλιάς και τα έντερα μαζί με την μπόλια, χύθηκαν έξω. Τα έσπρωξε ο νοσοκόμος σιγά - σιγά μαζί με το περιτόναιο και τάβαλε μέσα και τον έδεσε σφιχτά μ’ έναν επίδεσμο. Τον τράβηξαν παράμερα και τον έβαλαν κάτω από ένα θάμνο. Μετά τη μάχη, που είχε επιτυχία, τα τμήματά μας αποχώρησαν γρήγορα γιατί είχαν μπει βαθιά μέσα σε εχθρικές βάσεις. Τον τραυματία τον ξέχασαν. Τον θυμήθηκαν τη νύχτα. Την άλλη μέρα έστειλαν τέσσερις να δουν τι γίνεται. Αυτοί πλησίασαν, αλλά άφησαν να νυχτώσει για να πάνε πολύ κοντά. Όταν νύχτωσε πήγαν. Δεν τον βρήκαν στο μέρος που τον είχαν κρύψει. Όταν γύρισαν πίσω σε απόσταση πεντακόσια μέτρα από εκεί που τον είχαν κρύψει, άκουσαν σφύριγμα. Ήταν ο τραυματίας. Είχε απελπιστεί να περιμένει και σούρνωντας είχε ξεκινήσει για να γυρίσει έτσι στη βάση μας. Πάλη με το θάνατο μέχρι τέλους. Τον πήραν σε πρόχειρο φορείο ο ένας έφυγε για να ειδοποιήσει. Έστειλαν κι άλλους και το άλλο βράδυ τον έφεραν. Τον είδε ο γιατρός. Τον έραψε και τον άφησε όπως ήταν. Όταν ρώτησα το Γιαννούκο να μου πει πως εξηγείται αυτό μου είπε: «εδώ σταματάει η επιστήμη και αρχίζει το θαύμα. Είναι η μόνη εξήγηση». Τέτοια περιστατικά υπάρχουν κι άλλα σ’ αυτή την περίοδο, από το 1943 -1950. Έτσι λύναμε τα προβλήματά μας, όπως έλεγε ο Ζαχαριάδης.
Σύσκεψη στελεχών της 55ης Τσξιαρχίως - Χειμώνας 1948 - 1949
Ο χειμώνας του 1948 - 1949 ήταν φοβερός. Ο Πάρνωνας σκεπάστηκε με χιόνια που έφθαναν τα δύο μέτρα. Στο χωριό Τσίτζινα έγινε και η περιβόητη και μοναδική πριν τις εκκαθαριστικές σύσκεψη των στελεχών της Ταξιαρχίας και του Αρχηγείου Πάρνωνα, με μοναδικό θέμα για συζήτηση, την αντιμετώπιση των εκκαθαριστικών με βάση τις πληροφορίες που μας έστειλε η Μεραρχία και τις θέσεις της, για την αντιμετώπιση των εκκαθαριστικών. Πήραν μέρος από τις διοικήσεις των λόχων που ήταν διμελής και πάνω. Υπήρχε ελευθερία κριτικής και υποβολής προτάσεων ακόμη και ολοκληρωμένων σχεδίων. Μόνο που ο χρόνος για προετοιμασία ήταν μηδαμινός, μισή μέρα δηλαδή από το πρωί ως το βράδυ που έγινε η συζήτηση. Είναι αλήθεια ότι πριν από πολλές μέρες είχαν φθάσει πληροφορίες και το θέμα το συζητούσαμε μεταξύ μας. Επίσης δεν μπήκαν χρονικά όρια ομιλίας.
Πρώτος μίλησε ο Ρογκάκος. Δεν έκανε ανάλυση κάποιου συγκεκριμένου σχεδίου της μεραρχίας. Αυτό δεν ήταν και αφύσικο. Το σχέδιο πρέπει να ήταν απόρρητο και να ανακοινώθηκε στην διοίκηση της Ταξιαρχίας. Πιστεύω όμως ότι δεν υπήρχε.
Αυτό το συμπεραίνω απ’ αυτά που επακολούθησαν. Υπήρχε όμως κάποιο σχέδιο με γενικές κατευθύνσεις στις οποίες δίνονταν γραμμή, ο εχθρός να αντιμετωπιστεί επιθετικά. Από εκεί και πέρα η πρωτοβουλία αφήνονταν στη διοίκηση της Ταξιαρχίας. Ακόμη υπήρχε όπως φαίνεται, η κατεύθυνση για κάποια αποκέντρωση των δυνάμεων και αποφυγή άγονων συγκρούσεων. Επίσης δίνονταν η ευχέρεια στις διοικήσεις των Ταξιαρχιών και των Αρχηγείων, ν’ απαλλαγούν από τα ανίκανα για μάχη και για ελιγμούς στοιχεία. Πρέπει ακόμη να είχε δοθεί κατεύθυνση για τη δημιουργία ομάδων ελεύθερων σκοπευτών που θα δρούσαν μέσα κι έξω από τις βάσεις του εχθρού. Εκείνο όμως που είναι σίγουρο είναι ότι οπωσδήποτε πρέπει να οργανωθούν χτυπήματα αντιπερισπασμού από τις Ταξιαρχίες για να βοηθήσει η μια την άλλη όταν πιέζεται. Αυτά βέβαια όλα δεν τα ανακοίνωσε ο Ρογκάκος ούτε ο Ταξίαρχος. Τα βγάζω εγώ συμπερασματικά απ’ όσα μέσες - άκρες ειπώθηκαν και απ’ αυτά που επακολούθησαν.
Ο Ρογκάκος επί μία ώρα μας μιλούσε για τη σημασία των εκκαθαριστικών, για την κρίσιμη καμπή, για πειθαρχία κι επιθετικό πνεύμα, αντοχή και ευελιξία, δηλαδή γενικές παραινέσεις. Έδινε την εντύπωση ότι ήταν αισιόδοξος, σίγουρος και ότι έκρυβε κάποιο μεγάλο μυστικό.
Το μόνο ενθαρρυντικό που μας είπε ήταν ότι, το Γενικό Αρχηγείο έχει επεξεργαστεί σχέδιο μεγάλων επιχειρήσεων αντιπερισπασμού, που θα υποχρεώσουν τον εχθρό να τα μαζεύει γρήγορα, για να περισώσει τα αστικά του κέντρα. Αυτό μας έδωσε ζωή. Επί τέλους κάτι θα έκανε και το Γενικό για μας γιατί μέχρι σήμερα μας έστελνε μόνο παινέματα και διαταγές. Και μια είναι ο λόγος τώρα για διαταγές θα αναφερθώ σε μια που κανόνιζε πόσο ψωμί και πόσο κρέας, φασόλια, φακές, τσάι και τραχανά θα τρώει κάθε μέρα ο αντάρτης.
Όλα λοιπόν τ’ άλλα τα τακτοποίησαν και έπρεπε να μας πουν πόσο θα τρώμε κάθε φορά, για να μην κάνουμε σπατάλη και βαρυστομαχιάσουμε. Την διαταγή αυτή την έστειλαν και στο Μωριά και μας την κοινοποίησαν με όλους τους τύπους «Κοινοποιούμεν όπως έχει την υπ’ αριθμ.... διαταγή του Γ. Α. κ.λπ.... Αναφέρατε λήψη και εκτέλεση...».
Ο Γκιουζέλης είχε δεν είχε, αφού την έστειλε το Γενικό την έβαλε σε ενέργεια πρώτα - πρώτα στο λόχο ασφαλείας της Μεραρχίας. Τους τάραξε στην πείνα. Ο Πανούσης Νίκος που ήταν διοικητής του λόχου, πειθάρχησε αν και δεν ήταν από τους διοικητές που διακρί-νονταν για την πειθαρχία του. Όταν μας κοινοποίησαν και μας τη διαταγή, όλοι την πετάξαμε στ’ άχρηστα. Μερικοί καλά καλά δεν την διάβασαν. Κάποτε όμως οι λόχοι μας αντάμωσαν με τη διοίκηση της Μεραρχίας. Τότε μας μοίρασαν με τα δράμια το φαγητό και το ψωμί. Κινήσαμε δυό - τρεις και πήγαμε στο Γκιουζέλη. Του παραπονεθήκαμε. Αυτός μας είπε ότι είναι διαταγή του Γενικού Αρχηγείου και πρέπει να εφαρμοστεί και πολύ περισσότερο για τον Μωριά, γιατί πρέπει να κάνουμε οικονομία. Του είπανε οι άλλοι ότι εδώ είναι αντάρτικο και όχι τακτικός στρατός. Αυτός επέμενε ότι πρέπει να γίνουμε ταχτικός. Τότε του λέω εγώ ότι συμφωνώ να μας το δίνουν με τα δράμια το σισσίτιο, αλλά να μας δίνουν αυτό που δικαιούμαστε και για όσα συσσίτια τρώμε.
Με την κουβέντα είχαν μαζευτεί σχεδόν όλοι. Λοιπόν του λέω οι αντάρτες τρώνε πέντε συσσίτια το εικοσιτετράωρο. Τρία την ημέρα και δύο τη νύχτα, γιατί σχεδόν περπατάμε κάθε νύχτα. Όταν δεν κινούμαστε να μη μας δίνουν πέντε. Ακόμη να μας δίνουν και τα χρεωστικά. Τις μέρες που δεν τρώνε να μας δίνουν το ανάλογο συσσίτιο, τις μέρες που θα έχουν. Η διαταγή λέει για ημερήσιο συσσίτιο. Εδώ υπάρχουν μέρες που κόβει λόρδα και δεν δίνουμε στον αντάρτη ούτε ψωμί ούτε φαγητό.
Εγώ λοιπόν είμαι της γνώμης και ζητώ να εφαρμοστεί κατά γράμμα η διαταγή! Κόκκαλο ο Μέραρχος. Όλοι κρατούσαν τα γέλια με το ζόρι. Ο Γιαννούκος ο γιατρός που ήταν τότε προϊστάμενος του Β' Γραφείου της Μεραρχίας, έβαλε τα γέλια και είπε: «Άσε μας ρε Μπελά, λίγο ακόμη και θα ζήταγες να σας δώσουμε αναδρομικά τις μερίδες που τόσα χρόνια χάσατε, από τότε που βγήκες στο βουνό. Ακόμη και μετά από τριάντα χρόνια λαϊκής εξουσίας πάλι θα σας χρώσταγε το κράτος μας». Όλοι γέλασαν ακόμη και ο Γκιουζέλης που είπε: «Είναι αλήθεια ότι αυτή η διαταγή για μας εδώ δεν έχει εφαρμογή παρά μόνο, σα υπόδειξη αποφυγής της σπατάλης». Τότε του είπα Μέραρχε εμείς πετάμε μόνο τα μισά κόκκαλα γιατί όσα μασώνται τα ροκανίζουμε. Αν οικονομία είναι να τρώμε και αυτά που δεν μασιόνται τότε θα γίνει κι αυτό με τον καιρό αν πέσουμε σε ζόρι. Όλοι γελάσανε τότε.
Σαν να ήμουνα προφήτης για το κακό που θα μας εύρισκε. Το 1949 την άνοιξη περνούσαμε από τα λημέρια κι ήταν τόση η πείνα μας, που μας έρχονταν να φάμε τα κόκαλα από τα σφαχτά που είχαμε φάει το 1948. Ήταν τόση η πείνα που δεν βλέπαμε μπροστά μας, γιατί είχαμε τρεις μήνες χωρίς ψωμί και φαγητό. Τρώγαμε μόνο χόρτα και σαλιγκάρια. Αλλά είπαμε ψηλό καπέλο και ξυπόλυτοι. Το πέρασμα στον τακτικό στρατό του Ζαχαριάδη άρχιζε με το «σιτηρέσιον» και «τα γαλόνια».
Άλλη μια ωραία διαταγή και τούτη. Αφού δεν είχαμε όπλα, φυσίγγια, κανόνια, ασύρματους και τα τέτοια, για να φτιάσουμε ταχτικό στρατό αρχίσαμε απ’ τα γαλόνια. Ήρθε λοιπόν διαταγή που καθόριζε πως θα φτιαχτούν τα γαλόνια. Άντε τώρα να βρεις πράσινες, κίτρινες, κόκκινες κλωστές για να πλέξεις τα γαλόνια. Πιο πολλά χρώματα χρειάζονταν ο επιλοχίας, είχε τα πιο πολλά σιρίτια και χρώματα. Εμείς δεν είχαμε κλωστές να ράψουμε τα σκισμένα βρακιά μας κι αυτοί μας έλεγαν να βρούμε και μουλινέδες και κετσέδες.
Ακόμη έλεγε η διαταγή να τα βάλουμε υποχρεωτικά. Αυτό ήταν. Πού όμως να τα ράψουμε πάνω στα λιγδιασμένα και ξεσκισμένα χιτώνιά μας; Στα κουρελιασμένα πουκάμισά μας για να κάνουν τσάρκα οι ψείρες; Έγινε συγκέντρωση στελεχών στο τάγμα και μας έκαναν ανάλυση γιατί πρέπει να βάλουμε τα γαλόνια. Άρχισαν και για τούτο και για κείνο και για τ’ άλλο, κι έτσι πρέπει κι έτσι μπαίνει και κοντά σ ’ όλα αυτά, είναι και διαταγή. Το επιχείρημα «διαταγή» στο Μωριά δεν το χρησιμοποιούσαμε πολύ. Μα ούτε δίναμε ποτέ διαταγές ούτε και παίρναμε από τους διοικητές μας. Δεν έλεγαν ποτέ σε διατάσσω. Λέγανε οι διοικητές, άντε πάμε δω, πάμε κει, πρέπει να πας εδώ, πρέπει να πιάσεις με το λόχο σου εδώ κ.λπ. Όταν τέλειωσε η ομιλία του Ρογκάκου, ο Δημ Στασινόπουλος, ο Οφράν όπως τον λέγαμε είπε: Άμα φτιάσουμε τα γαλόνια θα μας δώσετε και χιτώνια να τα βάλουμε; Κι όλοι κάναμε α! α! «Ναι θα σας δόσουμε και καπέλο και μπότες και σπιρούνια», απάντησε ο επίτροπος. Τελειώσαμε με γέλια.
Ο Οφράν όμως έφτιασε γαλόνια και τάραψε πάνω στη μαντύα του. Τον έκαναν υπολοχαγό της επιμελητείας. Είχε λοιπόν στο συνεργείο του και τον Αστυνόμο, έτσι λέγαμε έναν αντάρτη που ήταν λίγο λειψός στο μυαλό.
Γύριζε από ομάδα σ’ ομάδα κι έκανε παρατηρήσεις. Μόλις τον είδε ο Αστυνόμος του φάνηκε περίεργο. Φαίνεται ότι μέτρησε πόσοι ήταν στο συνεργείο και δεν έβγαζε λόχο. Δεν είπε όμως τίποτε. Μια μέρα που γκρίνιαξε με τον Οφράν πέρασε στην επίθεση «Μην μου παριστάνεις εμένα το λοχαγό. Εγώ δεν τα τρώω τα τέτοια» λέει στον Οφράν. Και ο Οφράν παραξηγήθηκε, που του πρόσβαλε τα γαλόνια και του απαντά «Γιατί δεν σ’ αρέσει». Τότε ο Αστυνόμος του λέει «Άντε καημένε λοχαγός στα μουλάρια είσαι. Πέντε αντάρτες είμαστε και δέκα μουλάρια. Σ’ αυτούς είσαι λοχαγός» Θύμωσε κι ο Οφράν και τραβά τα γαλόνια απ’ τις επωμίδες και λέει «Όλα τάχει η Μαριωρή και της έλειπε ο φερετζές. Ρε βάσανα που έχουμε» και τέλειωσε όπως πάντα μ’ ένα «οφράν». Κι ο Αστυνόμος στενοχωρήθηκε. Κατάλαβε ότι έθιξε πολύ το σύντροφό του. Έφυγε χωρίς να πει λέξη και κρύφτηκε πίσω απ’ τα μουλάρια έτσι έκανε πάντα όταν δεν ήθελε συζήτηση.
Παρόμοια στην αντάρτικη ζωή, τελειωμό δεν έχουν.
Ας σταματήσω τώρα εδώ. Επανερχόμαστε στην περίοδο που ετοιμαζόμασταν να αντιμετωπίσουμε τις εκκαθαριστικές.
Μετά το Ρογκάκο, το λόγο πήρε ο Πρεκεζές. Μας είπε ότι υπάρχουν σίγουρες πληροφορίες που λένε ότι στο Αμερικανο-ελληνικό επιτελείο επικράτησε η άποψη, οι εκκαθαριστικές ν’ αρχίσουν από το Μωριά και να συμπιέσουν τις δυνάμεις μας προς τη Βόρεια Ελλάδα, Γράμμο - Βίτσι κι εκεί να τις συντρίψουν. Φαίνεται ότι ενοχλεί πολύ την Αθήνα η δράση των δυνάμεών μας στο Μωριά και τη Ρούμελη. Ακόμη υπολογίζουν ότι αν συντρίψουν εμάς και τη Ρούμελη θα στρατολογήσουν 30χιλιάδες φαντάρους ανυπότακτους από τις περιοχές που ελέγχουμε.
Ένας ακόμη λόγος που θέλουν να συντρίψουν τις δυνάμεις μας στο Μωριά και τη Ρούμελη είναι για εξωτερική κατανάλωση, δηλαδή να αποδείξουν ότι το κίνημά μας είναι ξενοκίνητο. Κοντά σ’ αυτά προσθέστε και το γεγονός ότι οι περισσότεροι αξιωματικοί κατάγονται από την παλιά Ελλάδα κι έχουν εδώ τις οικογένειές τους, όλα αυτά βάραιναν και κέρδισε η άποψη να αρχίσουν από εδώ. Ύστερα το χειμώνα είναι ευκολότερο να γίνουν εκκαθαριστικές στο Μωριά παρά στη Μακεδονία. Είναι λοιπόν σίγουρο ότι θα αρχίσουν από εδώ. Μάλιστα υπάρχουν πληροφορίες ότι στην Πάτρα έφτασαν τα πρώτα κλιμάκια για την προετοιμασία. Σε μας λοιπόν έπεσε ο κλήρος, πρώτοι να μπούμε στον χορό. Αν εμείς τα καταφέρουμε και τούτη τη φορά, θα έχουμε το δικαίωμα να υπερηφανευόμαστε. Το ξέραμε από την ώρα που ξεκινήσαμε το δεύτερο αντάρτικο, ότι στο Μωριά τα πράγματα ήταν καθαρά και δεν ήταν όπως στην άλλη Ελλάδα. Εδώ ή θα νικάγαμε ή θα χανόμασταν, άλλο τέλος δεν υπήρχε.
Οι πληροφορίες λένε ότι θα μεταφερθεί μια πλήρης Μεραρχία, ένα σύνταγμα πυροβολικού, τρεις μοίρες ΛΟΚ, δύο τάγματα χωροφυλακής δηλαδή τρεις χιλιάδες χωροφύλακες, άλλες υπηρεσίες, αεροπορία κ.λπ. 'Ετσι με τις δυνάμεις που υπάρχουν εδώ η αναλογία σε έμψυχο υλικό πρέπει να φθάσει ένας εμείς, είκοσι αυτοί. Τώρα είπε ο Πρεκεζές, συγκρίσεις σε μέσα δεν μπορούμε να κάνουμε γιατί τάχουν όλα και μεις, μόνο τα ντουφέκια μας και λιγοστά φυσίγγια. Έχουμε όμως την ψυχή, το δίκιο, την πείρα και την παλικαριά που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στο συσχετισμό των δυνάμεων. Θα περάσουμε όπως καταλαβαίνετε πολύ δύσκολες μέρες. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι τώρα δίνουμε μια μάχη από την οποία θα κριθεί ο αγώνας για όλη την Ελλάδα γιατί αν ο εχθρός μας νικήσει εδώ στον Μωριά, θα ελευθερώσει πενήντα χιλιάδες στρατού και θα σαρώσει τους δικούς μας από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.
Πρέπει ακόμη να λάβουμε υπόψη μας ότι με τις δυνάμεις που κουβαλάει θα διαταραχτεί η σημερινή ισορροπία στο Μωριά και ο εχθρός θα απελευθερώσει μεγάλες δυνάμεις που κρατά τώρα στα αστικά κέντρα και θα πέσουν επάνω μας, θα πυκνώσουν οι βάσεις στον χώρο τον δικό μας και οι ελιγμοί μας θα δυσκολεύονται πολύ, η τροφοδοσία μας θα δυσκολευτεί, η διαρροή θα πάρει έκταση. Πάνω στο πρόβλημα της διαρροής δηλαδή της λιποταξίας στάθηκε ιδιαίτερα γιατί με τον χειμώνα είχε πάρει διαστάσεις. Είπε ότι η διαρροή μαχητών είναι πρόβλημα κυρίως των κατωτέρων διοικήσεων. 'Εφερε παράδειγμα το λόχο το δικό μου ο οποίος δεν είχε ούτε μια λιποταξία τρεις μήνες, ενώ οι άλλοι λόχοι κάθε μήνα είχαν τρεις - τέσσερις.
Τέλος υποστήριξε την άποψη ότι αν κατορθώσουμε και καταφέρουμε δύο ή τρία χτυπήματα σοβαρά, παγιδεύοντας μεγάλα τμήματα του εχθρού, δηλαδή αν τσακίσουμε δύο - τρία τάγματα ή να καταλάβουμε δυό τρεις μεγάλες βάσεις, οι εκκαθαριστικές θα ανατραπούν και μεις θα περάσουμε στην επίθεση γιατί ο εχθρός δεν θα έχει πια την ευχέρεια να μεταφέρει κι άλλες δυνάμεις. Το Γενικό έχει προγραμματίσει μεγάλες επιχειρήσεις σε μεγάλες βάσεις. Έτσι ο εχθρός όχι μόνο δεν θα μπορεί να μεταφέρει δυνάμεις, αλλά θα χρειαστεί να πάρει δυνάμεις από εδώ.
Τέλος είπε ότι αν όλοι κάνουμε το καθήκον μας, θα ξαναμαντρώσουμε τον εχθρό στα αστικά κέντρα και μετά θα μπούμε σ ’ άλλη φάση. Φαίνονταν αισιόδοξος και χαρούμενος. Έδινε την εντύπωση, όπως και ο Ρογκάκος, ότι κάτι σημαντικό γνώριζαν. Αυτή η αισιοδοξία μας επηρέασε. Πάντως από όσα είπε, έβγαινε αβίαστα το συμπέρασμα ότι: 1) Ήταν σίγουρος για την έκβαση. 2) Δεν είχε υπόψη του να διασκορπίσει τις δυνάμεις της ταξιαρχίας και του Αρχηγείου Πάρνωνα, αλλιώς, πως θα έκανε τα αποφασιστικά χτυπήματα 3) Δεν θα απέφευγε την σύγκρουση, δηλαδή δεν θα ακολουθούσε την τακτική «ο εχθρός να χτυπήσει το κενό», τακτική που κυριάρχησε στην κατοχή και στις αρχές του νέου αντάρτικου. 4) Θα ελίσσονταν μ’ όλη τη δύναμη γύρω από τον εχθρό για να βρει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί ένα λάθος του. Αυτό βέβαια ήταν το χαρακτηριστικό της τακτικής του Πρεκεζέ. Γύριζε γύρω - γύρω και κάποτε δάγκωνε γερά. Ζήτησε απ’ όλους μας να πούμε τις απόψεις μας.
Μετά μίλησε ο Μήτσος Κοττής που ήταν επίτροπος Ταξιαρχίας, ο οποίος έδωσε, όπως πάντα, θάρρος με την απλοϊκή του ομιλία. Από τους διοικητές ταγμάτων ο Τσουκόπουλος φάνηκε συγκρατημένος. Δεν συμμερίστηκε την αισιοδοξία του διοικητή της Ταξιαρχίας. Επέμενε ιδιαίτερα στο ξεκαθάρισμα των τμημάτων από τα ανίκανα για μάχη στοιχεία. Ο Αλέκος θεωρούσε ότι η έκβαση θα κριθεί από την αντοχή μας στις πιέσεις. Τάχθηκε υπέρ μιας τακτικής, μικτής αποκέντρωσης - συγκέντρωσης των δυνάμεων μας ανάλογα.
Ο Ντίνος Βρεττάκος που ήταν διοικητής του δεύτερου τάγματος ήταν σύντομος, συμφώνησε με το διοικητή, ήταν όμως ανήσυχος και όχι αισιόδοξος. Πίστευε ότι θα βγούμε από τις εκκαθαριστικές με πολύ μειωμένες δυνάμεις και ότι θα πρέπει να ελιχθούμε σ’ όλη την Πελοπόννησο αν χρειαστεί κατά μικρά τμήματα, για να διαφυλάξουμε τις δυνάμεις μας μέχρι που να περάσει το κύμα των εκκαθαρίσεων μια και ο εχθρός ήταν υποχρεωμένος να φύγει την άνοιξη. Αυτή η άποψη της διασποράς και της αναμονής ήταν η χειρότερη. Δυστυχώς αυτή εφαρμόστηκε στην πράξη και μας διέλυσε.
Ο Μπουραζάνης που ήταν διοικητής του νεοσυσταθέντος τάγματος, από τους δύο λόχους της νεολαίας, είπε, όπως συνήθως, μερικές κουταμάρες και κάμποσους λεονταρισμούς. Ούτε είχε πάρει χαμπάρι τι πρόκειται να γίνει. Βρέθηκε διοικητής τάγματος γιατί έπρεπε ντε και καλά να φτιάξουμε τάγμα νεολαίας. Πήραν λοιπόν δύο λόχους που τους ξεκαθάρισαν από τους ηλικιωμένους, τους συμπλήρωσαν με νεολαίους, στον έναν απ’ αυτούς ήταν διοικητής ο Μπουραζάνης και τον έκαναν διοικητή τάγματος, ενώ μόλις - μόλις τα κατάφερνε και σαν διμοιρίτης.
Στη μάχη στο Λεωνίδιο γελοιοποιήθηκε από την απουσία του. Ο Ρογκάκος όμως είχε άλλη γνώμη. Νόμιζε ότι ήταν στέλεχος με ικανότητες και μέλλον. Τον θυμάμαι τον Μπουραζάνη σαν απελευθερωθέντα φυλακισμένο από τις φυλακές της Σπάρτης. Τότε έτυχε να ήταν στην ομάδα που φιλοξενούσα και μου έβαζε το ερώτημα: «Γιατί λευτερώσαμε τους φυλακισμένους αφού δεν είχαμε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τον εφοδιασμό τους κ.λπ.».
Οι διοικητές των λόχων, όλοι μας, συμμεριστήκαμε την αισιοδοξία του Ρογκάκου και του Ταξιάρχου. Όλοι όμως ταχτήκαμε με την άποψη να μη σκορπίσουν οι δυνάμεις μας τουλάχιστον όχι κάτω από τάγμα. Όλοι προτιμούσαμε η Ταξιαρχία να μείνει μαζεμένη για να μπορεί να πολεμήσει, να χτυπήσει, να βρίσκει ψωμί και φαγητό. Όλοι είπαν ότι αν μοιραστούμε σε μικρά τμήματα θα μας σκοτώσουν οι Μάυδες και οι τσοπάνηδες, γιατί δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε τίποτε. Θα ξοδέψουμε τα φυσίγγιά μας τσάμπα. Σαν Ταξιαρχία αισθανόμασταν σιγουριά. Δεν φοβόμασταν την μάχη, δεν φοβόμασταν τίποτε. Αυτά που υποστηρίζαμε δεν τα εδραιώναμε σε θεωρητικές γνώσεις. Από πείρα τα λέγαμε και από διαίσθηση.
Στο κλείσιμο ο Πρεκεζές τάχθηκε με την άποψη του ελιγμού και την κίνηση σε μεγάλες μονάδες. Απέρριψε την αποκέντρωση σαν τακτική. Το τμήμα θα έμενε συγκεντρωμένο. Θα ενεργούσε σαν σύνολο αντιπερισπασμούς. Θα έκαναν ειδικές ομάδες, ειδικά εκπαιδευμένες και οπλισμένες για δράση μέσα στις περιοχές του εχθρού.
Φύγαμε από την συγκέντρωση αισιόδοξοι. Δεν ξέραμε ότι στη Βόρεια και Κεντρική Πελοπόννησο θα τα έκανε η διοίκηση της Μεραρχίας χαλάσματα. Ούτε μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ο Πρεκεζές πάνω στην κρίσιμη στιγμή θα τραυματίζονταν σοβαρά και ο Ρογκάκος θα αναλάμβανε τη διοίκηση της Ταξιαρχίας κι όταν έφθασαν οι εκκαθαριστικές στον Πάρνωνα θα σκόρπιζε την Ταξιαρχία κατά λόχους, δηλαδή ότι χρειάζονταν για να μας τσακίσουν. Κατά τον ίδιο τρόπο διαλύθηκε και η Ταξιαρχία του Σαρήγιαννη η 22η. Αυτά δεν θα γίνονταν αν υπήρχε σχέδιο της Μεραρχίας, αν η Μεραρχία είχε Μέραρχο ικανό να βάλει σε εφαρμογή και να επιβλέψει την εκτέλεση του σχεδίου.
Μάχη της Πιάνας Αδέρφια - μ ’ αδέρφια
Στο χρονικό διάστημα που η 55η Ταξιαρχία είχε την επιτυχία στο Πήδημα, στον Άγιο Φλώρο, η 22η είχε μια επιτυχία και το Αρχηγείο Μαινάλου μια σημαντικότερη. Απέξω από την Τρίπολη, σε απόσταση τριάντα χιλιόμετρα βρίσκεται το χωριό Πιάνα. Εκεί είναι και το υδραγωγείο της Τρίπολης. Επειδή κάθε τόσο γίνονταν σαμποτάζ στο δίκτυο υδροληψίας της Τρίπολης από μας, σχεδόν τη δουλειά αυτή την είχαν αναλάβει οι Ψυχαραίοι, μια οικογένεια από το χωριό Χρυσοβίτσι, έφεραν και εγκατέστησαν στο βουνό πάνω από την Πιάνα, ένα τάγμα που αποτελείτο από κατώτερους αριστερούς πρώην αξιωματικούς, που είχαν κάνει δήλωση μετάνοιας στη Μακρόνησο, στον Παρθενώνα του Παναγιωτάκη Κανελλόπουλου, του βασιλοδημοκράτη σοσιαλιστή, που θέλει να εμφανίζεται και σαν θιασώτης της αντίστασης. Τότε που ο ξενόδουλος μινώταυρος κατασπάραζε την ψυχή και το σώμα της αντίστασης στο Μακρονήσι, γι’ αυτόν, εκεί χτίζονταν ένας νέος Παρθενώνας.
Όλοι αυτοί ήταν έφεδροι αξιωματικοί πολεμιστές στ’ Αλβανικά βουνά οι περισσότεροι και αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Κλήθηκαν στο στρατό και λόγω της συμμετοχής τους στην Αντίσταση, οδηγήθηκαν στο Μακρονήσι. Εκεί εκτός των βασανιστηρίων που πέρασαν υποβιβάστηκαν στο βαθμό του στρατιώτη. Κάτω από τις συνθήκες αυτές υπόγραψαν δήλωση και τους βγάλανε τώρα να πολεμήσουν ενάντια στους συναγωνιστές τους, αδέρφια εναντίον αδερφών. Ανάμεσά τους είχαν τοποθετήσει και αρκετούς στρατιώτες - βασανιστές, άλλων Μακρονησιώτικων μονάδων και με το ανακάτεμα αυτό, δεν γνώριζε στις τάξεις τους, ο σκύλος τον αφέντη του. Ο ένας φοβόταν να μιλήσει στον άλλο κι έτσι ήταν κλεισμένοι όλοι στο καβούκι τους.
Αξιωματικούς είχαν φασιστόμουτρα. Υπολογίζοντας η διοίκηση της Μεραρχίας μας κυρίως πάνω σ’ αυτό, δηλαδή στο ότι όλοι αυτοί είναι βασανισμένες ψυχές και μάρτυρες και συνεπώς επιζητούν την ευκαιρία να απαλλαγούν από τους βασανιστές τους, οργάνωσε ένα νυχτερινό εγχείρημα με το λόχο της σχολής και ένα τάγμα της 22ης Ταξιαρχίας. Από τότε που είχαν έρθει στην Πιάνα σχεδόν κάθε βράδυ, δύο μήνες περίπου, τους καλούσαμε με τα χωνιά και τους ρίχναμε προκηρύξεις να περάσουν στις γραμμές μας. Όμως δεν έρχονταν κανένας. Τώρα οργανώθηκε και νυχτερινή επιχείρηση και η ευκαιρία θα ήταν για όλους να περάσουν μαζί μας, μια και εδώ ήταν η ψυχή τους.
Λάθος υπολόγισε η διοίκηση της Μεραρχίας. Εκεί πάνω στο βουνό της Πιάνας δεν υπήρχαν πια άνθρωποι με κρίση και ψυχική δύναμη. Εκεί υπήρχαν τριακόσια περίπου άβουλα όντα, τσακισμένα
ψυχικά, βασανισμένα, νευρόσπαστα, που δεν άκουγαν, δεν έβλεπαν, δεν σκέφτονταν παρά μόνο έτρωγαν το πλούσιο φαγητό τους σαν τα μουλάρια στο παχνί. Γι ’ αυτούς δεν υπήρχε τίποτε πια. Όλα είχαν χαθεί χωρίς ελπίδα και κάθε αντίδραση στο πεπρωμένο ήταν καθαρή ανοησία. Τους τσάκισε ο όγκος της αμερικάνικης υπεροχής και της ελληνικής κτηνωδίας.
Όπως μου έλεγαν τα παιδιά που πήραν μέρος στην επιχείρηση, έφθασαν στα συρματοπλέγματα, τους φώναζαν να έλθουν, αυτοί δεν απαντούσαν, λες και δεν ήτανε εκεί. Έκοψαν τα συρματοπλέγματα, μπήκαν στα χαρακώματα τους κι αυτοί τραβήχτηκαν χωρίς να πολεμούν πιο πάνω, στην κορυφή που ήταν και η διοίκηση. Εκεί πάνω όπως ήταν όλοι μαζεμένοι κοντά - κοντά κάτω από την επίβλεψη των αξιωματικών, άρχισαν να μάχονται, αλλά ψόφια. Πιάσανε σαράντα αιχμαλώτους περίπου. Ίσως να σκοτώθηκαν κι άλλοι τόσοι, πήραν πυρομαχικά και όπλα. Το εγχείρημα πέτυχε όχι βέβαια όπως το υπολόγιζε η διοίκηση.
Αυτούς τους αιχμαλώτους τους διαμοίρασαν, αφού ήταν και πολλοί αξιωματικοί, ανά έναν στις διοικήσεις των λόχων, ταγμάτων και διμοιριών για να βοηθήσουν σαν αξιωματικοί. Τίποτε όμως, ήταν άχρηστοι πιά. Οι περισσότεροι λιποτάχτησαν. Μερικοί χάθηκαν μέσα στις εκκαθαριστικές. Αντί καλό μας έκαναν κακό γιατί λιποταχτώντας, έδιναν πληροφορίες. Έστειλαν μερικούς και σε μας, πέντε - έξι νομίζω. Έτσι χάθηκαν, λιποτάχτησαν όλοι. Συζήτησα με δυό τρεις. Δεν μιλούσαν, δεν αντιδρούσαν, δεν πίστευαν τίποτα. Ήταν απελπισμένοι. Επαναλάμβαναν συνεχώς: «Η Αμερική δεν νικιέται» ή «θέλουμε να πάμε στα σπίτια μας». Δεν μπορώ να το υποστηρίξω με βεβαιότητα, ίσως όμως αν δεν έβλεπαν και τα δικά μας χάλια να ξανάβρισκαν τον εαυτό τους. Πολλοί απ’ αυτούς πίστευαν ότι αν ξαναπάνε στο στρατό, θα τους περάσουν στρατοδικείο κι όμως πήγαιναν.
Μετά το 1950 βρήκα έναν, στο τμήμα Μεταγωγών της Αθήνας. Είχε πια βρει το δρόμο του. Χάρηκε που με είδε. Έκλαιγε και αναθεμάτιζε το ψυχικό τραύμα της Μακρονήσου, τον πονούσε, τον βασάνιζε, ζητούσε συγνώμη. Αυτό το τελευταίο δεν το παραδέχτηκα. Του είπα ότι δεν είναι υποχρεωμένος να ζητήσει συγνώμη από κανέναν. Δεν έκαμε τίποτε με την θέλησή του. Πάλαιψε κι άντεξε όσο μπορούσε. Το ότι νικήθηκε δεν φταίει αυτός γι' αυτό δεν πρέπει να ζητά συγνώμη. Ο καθένας δίνει ότι έχει και ότι μπορεί. Αυτό είναι ανθρώπινο. Του είπα να πάψει να ζητά συγνώμη. Να πάψει να πονά ψυχικά. Πάλαιψε και γονάτισε. Να σηκωθεί και να παλαίψει πάλι, να παλεύει, να παλεύει μέχρι τέλος είτε όρθιος είτε γονατιστός. Αυτή είναι η ζωή.
Δεν ξέρω γιατί του τάλεγα αυτά, ενώ θα μπορούσα να συμφωνήσω μαζί του, ότι έρχεται κάποια στιγμή που δεν μπορείς δεν θέλεις να κάνεις τίποτε. Προτιμάς να ζεις παθητικά, ξένος απ’ όλα που θαύμαζες χτες. Είσαι σαν την μπαταρία που εξαντλήθηκε και δεν δίνει φως πια, παρά μόνο ζεσταίνει λίγο την συρματένια αντίσταση. Το πρόβλημα είναι αν θα τη διαλύσουν ή αν θα τη φορτίσουν πάλι. Το γεγονός είναι, ότι και το ένα και το άλλο θα το κάνουν άλλοι, δεν θα γίνει από αυτοδυναμισμό. Υπερβολική απλοποίηση των πραγμάτων. Οι άνθρωποι δεν είναι μπαταρίες, όμως και οι άνθρωποι φορτίζονται από τις καταστάσεις και εξαντλούνται και εξουθενώνονται απ ’ αυτές.
Ο Μακρονησιώτης Κώστας Κολίτζας στις γραμμές μας
Και η άλλη επιχείρηση, αυτή δηλαδή που οργάνωσε ο επίτροπος Μαντινείας και της πόλης Τρίπολης, ο Βασίλης Μήτρου δικηγόρος στο επάγγελμα, που κατάγονταν από το χωριό Λεβίδι. ήταν της ίδιας περίπου παραλλαγής. Δηλαδή είχε σχέση με μία διμοιρία Μακρονησιωτών του Ε.Τ.Α.Ξ. που ήταν μόνιμα φυλάκια στην εξωτερική γραμμή άμυνας της Τρίπολης, προς το χωριό Περθώρι. Ένας απ’ αυτούς πήρε επαφή με το σπίτι του. Ήταν από το χωριό Βλαχέρνα και λέγονταν Κολίτζας Κώστας, καθηγητής φιλόλογος από επαναστατική οικογένεια έφεδρος υπολοχαγός στην Αλβανία, Διοικητής λόχου στον ΕΛΑΣ. Πρώτος εξάδερφος του άλλου Κώστα Κολίτζα που είχε ψευδώνυμο Εγγλέζος και δεύτερος εξάδερφος του Ντίνου Κολίτζα θρυλικού καπετάνιου του ΕΑΑΣ στο Βέρμιο.
Όταν τον κάλεσαν να παρουσιαστεί, ήταν έφεδρος αξιωματικός του πυροβολικού, ζήτησε να τον φέρουν σ’ επαφή μ’ εμάς. Κι ενώ όλα ήταν έτοιμα, τελικά η γυναίκα του αντέδρασε και τον ανάγκασε να πάει στο στρατό. Έτσι βρέθηκε στο Μακρονήσι και τράβηξε του Χριστού τα πάθη.
Τότε βρισκόμουνα στα χωριά της Μαντινείας με μια ομάδα ελεύθερων σκοπευτών και περιμέναμε από μέρα σε μέρα να έρθει ο Κολίτζας από την Αθήνα. Ομως όπως είπαμε αυτός τότε, πήγε στο στρατό, γιατί όπως μάθαμε υπέκυψε στις παρακλήσεις της γυναίκας του που την αγαπούσε πολύ. Φύγαμε άπραχτοι. Στενοχωρηθήκαμε πολύ και αγανακτήσαμε γιατί ένας έφεδρος αξιωματικός για μας, ήταν μεγάλο κεφάλαιο.
Τώρα όμως ο Κ. Κολίτζας έκαμε το καθήκον του. Αφού πήρε επαφή με το σπίτι του και το σπίτι του τον έφερε σ’ επαφή με τον Μήτρου Βασίλη, κανόνισαν να πάνε οι δύο ομάδες ελεύθερων σκοπευτών να πιάσουν τα φυλάκια και να πάρουν τον οπλισμό και τα εφόδια. Τη βραδυά που ήταν αξιωματικός υπηρεσίας ο Κ. Κολίτζας, τους ειδοποίησε, έδοσαν ραντεβού κάτω στο ρε-ματάκι, συναντήθηκαν και ανέβηκαν στο πρώτο φυλάκιο που ήταν οι δύο ομάδες.
Πήγε πρώτος ο Κολίτζας, έδωσε το σύνθημα και παρασύνθημα και σαν καλοί νοικοκυραίοι μπήκαν στην παράγκα. Πήραν τα όπλα, ξύπνησαν και τους άλλους, μερικοί δεν είχαν κοιμηθεί και ξαφνιάστηκαν. Ένας μάλιστα που λέγονταν Πλιάκας, έφεδρος ανθυπολοχαγός βούτηξε το τηλέφωνο. Τον γονάτισε όμως πηδώντας πάνω του ο Νικ. Μπακόπουλος, ένας ελεύθερος σκοπευτής από το χωριό Δάρα Μαντινείας και του κάρφωσε το μαχαίρι στο λαιμό. Τότε ο Πλιάκας παράτησε το ακουστικό και σαν καλό παιδί φρόνιμο, κάθισε ήσυχα. Γρήγορα πήραν ότι υπήρχε και τα κατέβασαν στη ρεματιά. Εκεί τους ήρθε στο μυαλό να πιάσουν και το άλλο φυλάκιο, την ομάδα που ήταν χωριστά στο άλλο ύψωμα. Ο Κολίτζας δεν συμφωνούσε γιατί εκεί δεν είχε προετοιμάσει τη δουλειά. Το αναγνωριστικό ήταν το ίδιο. Ο Βασίλης Μήτρου, ο Χρ. Καμπέλος και ο Κ. Εγγλέζος ή Κολίτζας που ήταν ομαδάρχες των ελεύθερων σκοπευτών, αποφάσισαν να το πιάσουν.
Πήγαν λοιπόν θαρρετά - θαρρετά τους σταμάτησε ο σκοπός. Έδωσαν το αναγνωριστικό μπήκαν μέσα από το συρματόπλεγμα, κάρφωσαν το σκοπό να μη βγάλει άχνα. Ο σκοπός πειθάρχησε. Μπήκαν στην παράγκα, μάζεψαν τα όπλα και μετά ξύπνησαν τους φαντάρους και τους αξιωματικούς. Όπως ήταν επόμενο τρόμαξαν, σάστισαν, συνήρθαν κι ακολούθησαν. Έτσι μια διμοιρία Μακρονησιώτες μ’ όλο το υλικό και τον οπλισμό πέρασαν σε μας, χάρη στην προσπάθεια του Κ. Κολίτζα.
Όπως ήταν επόμενο στην Τρίπολη λύσσαξαν. Κινήθηκαν με πολλές δυνάμεις κι έζωσαν το Μαίναλο. Οι δικοί μας όμως πέρασαν απέναντι στα χωριά Άγαλι - Χωτούσα και μετά γύρισαν. Οι αξιωματικοί των δύο φυλακίων δεν ήταν ψόφιοι όπως αυτοί που πιάστηκαν στην Πιάνα. Είχαν ζωή μέσα τους. Οι πιο πολλοί πολέμησαν και σκοτώθηκαν. Σώθηκαν αρκετοί. Έναν απ’ αυτούς, που ήταν και δημοσιογράφος, τον συνάντησα στο τμήμα Μεταγωγών της Αθήνας. Το επώνυμό του ήταν Τάσος, νομίζω. Ήταν καλός και μαχητικός. Ότι κι αν τράβηξε δεν έχασε την πίστη του. Εμείς τότε είμασταν στον Πάρνωνα. Χαρήκαμε πολύ όταν μάθαμε τα γεγονότα. Ο Κολίτζας τοποθετήθηκε σα σύμβουλος και βοηθός στα στρατιωτικά ζητήματα του Πέρδικα, που ήταν διοικητής του Αρχηγείου Μαινάλου. Τον βρήκα στο χωριό Μπούρα αργότερα, όταν συναντηθήκαμε με το Αρχηγείο Μαινάλου και τα είπαμε. Ήταν εξαιρετικό παιδί και ωραίος ομιλητής. Είχε μιλήσει στους αντάρτες του Αρχηγείου Μαινάλου κατόπιν παράκλησης του Αρχηγείου και στ’ άλλα τμήματα που βρίσκονταν συγκεντρωμένα εκεί, με θέμα η δημιουργία της Μακρόνησου και η ζωή των κρατουμένων στο στρατόπεδο αυτό.
Σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μας από κείνα που ακούσαμε. Οι αγωνιστές του ΕΑΜ του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, που δώσανε αφειδώλευτα ότι είχαν και δε.ν είχαν στον αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας από τους καταχτητές, βρίσκονταν κρατούμενοι στα ξερονήσια και βασανίζονταν. Στη Μακρόνησο κρατούνταν, απ’ όσα θυμάμαι από την ομιλία του Κολίτζα, ο ανθός των αγωνιστών του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, στο μεγαλύτερο ποσοστό νέοι, που υπηρετούσαν στο στρατό. Τους είχανε χωρίσει σε τέσσερις ξεχωριστές μονάδες και τις εγκατέστησαν μισή ώρα μακρυά τη μία από την άλλη. Σε κάθε μονάδα κρατούνταν 5-6 χιλιάδες άνθρωποι. Τα βασανιστήρια έδιναν κι έπαιρναν στα κορμιά των κρατούμενων. Πάσχιζαν μ’ αυτά να πάρουν δηλώσεις μετάνοιας δηλαδή να υπογράψουν οι αγωνιστές ότι μετανοούν για το ότι πήρανε μέρος στον αγώνα κατά των καταχτητών. Πολύ ωραία συμπεριφορά της πατρίδας στους ανθρώπους που τη λευτέρωσαν. Όμως εδώ δεν πρόκειται για βασανίστρια πατρίδα, αλλά για βασανιστές απάτριδες ξενόδουλους εκπροσώπους της, που ανέβηκαν στο σβέρκο του λαού με τη βοήθεια των όπλων των νεοκαταχτητών ’Αγγλοαμερικάνων.
Κάθε μορφής λοιπόν βασανιστήρια. Πείνα, δίψα, ξυλοδαρμοί, αναγκαστική εξαντλητική δουλειά, ανακρίσεις, σπασμένα κεφάλια - χέρια - πόδια - πλευρά, δολοφονίες, ατομική κι ομαδική τρομοκρατία, απειλές, στέρηση επισκεπτήριου, επικοινωνίας, κι ότι άλλο δεν μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους. Μετά από αυτά περιμέναμε από τους Μακρονησιώτες της Πιάνας προσχώρηση στις γραμμές μας, την εποχή μάλιστα που είχε κριθεί σχεδόν το αποτέλεσμα του αγώνα του Δ. Στρατού. Κακό-μοιροι συνεχιστές του 21 πόσο αδικηθήκατε στη ζωή. Άλλοι σκορπίσατε στα βουνά της Ελλάδας να προστατέψετε τη ζωή σας τη τιμή σας, τη λευτεριά σας και κινδυνεύετε κάθε ώρα να βρεθείτε στον τάφο. Άλλοι αλυσσοδεθήκατε και σας βασανίζουν οι απόγονοι των κοτζαμπάσηδων, μέχρι θανάτου.
Θέλουν αίμα λοιπόν πολύ αίμα, να πιουν για να χορτάσουν τ’ ανθρωπόμορφα τέρατα ντόπια και ξένα, για να έχουν την επικυριαρχία τους σε τούτο το τόπο. Ο Κ. Κολίτζας σκοτώθηκε μετά από ένα μήνα με τις εκκαθαριστικές, όταν το Αρχηγείο Μαινάλου μ' ένα λόχο έπεσε σ’ ενέδρα στη χαράδρα κοντά στο χωριό Βαλτεσινίκο Γορτυνίας, όπως έμαθα. Στην ίδια ενέδρα πιάστηκαν ζωντανοί ο Γιώργης Κάππας ή Σπυρόπουλος και ο Κώστας Κουτσικέλας από το χωριό Ζαράκοβα Αρκαδίας. Τον Κουτσικέλα τον κάψανε ζωντανό στις 15 Μάρτη 1949 (αναφέρομαι σ’ άλλο σημείο του βιβλίου) μαζί με άλλον ένα σύντροφό του. Ανεξακρίβωτες πληροφορίες λένε πως ο άλλος είναι ο Κ. Κολίτζας.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου