Από τον έναν εμφύλιο, ο άλλος; 1
Έως πολύ πρόσφατα, διάφορα ερευνητές απέδιδαν την αποτυχία των προσπαθειών ειρήνευσης και εξομάλυνσης της πολιτικής ζωής του τόπου σε παράγοντες «εξωγενείς», όπως η βρετανική επέμβαση, ή σε «ακραίες» δυνάμεις που οδηγούσαν σε κλιμάκωση της βίας, δρώντας ολοένα και πιο αυτόνομα και ανεξέλεγκτα
Η σύμπτωση, όμως, της αναζωπύρωσης της διαμάχης μεταξύ παλαιών «λαϊκών» και «φιλελευθέρων» με την όξυνση της κρατικής και παρακρατικής βίας δείχνει ότι αυτό που κυρίως τροφοδοτούσε τη βία δεν ήταν τόσο η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο «άκρων» όσο ο πολλαπλασιασμός των αντιθέσεων στο εσωτερικό και στο «κέντρο» του αστικού στρατοπέδου. Με την υποστήριξη των Βρετανών, που θεωρούσαν τον βασιλιά αποκλειστικό εγγυητή των συμφερόντων τους στην Ελλάδα, οι μοναρχικοί βρέθηκαν σε θέση ισχύος, καθώς ακόμα και πρώην «δημοκρατικοί» γίνονταν τώρα θιασώτες της αποκατάστασης της μοναρχίας.
Όσοι από αυτούς διώκονταν ήλπιζαν μάλιστα να αθωωθούν, δηλώνοντας πίστη και υποταγή στους Συμμάχους. Οι στρατηγοί Θ. Πάγκαλος και Στ. Γονατάς εμπνευστές των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν εμβληματικές μορφές αυτής της «κωλοτούμπας». Ο δεύτερος μάλιστα, που στο παρελθόν ανήκε στο περιβάλλον του Πλαστήρα, εγκατέλειψε και επισήμως το αντιβασιλικό στρατόπεδο τον Μάρτιο, για να ιδρύσει το δικό του φιλοβασιλικό κόμμα, των «Εθνικών-Φιλελευθέρων».
Πολλοί από τους επικεφαλής του «προδοτικού ΕΔΕΣ» της Αθήνας που συσπειρώθηκαν γύρω από εκείνο τον κομματικό σχηματισμό, ανέβηκαν στο βήμα του μάρτυρα για να εκφράσουν την πολιτική ηθική της «γκρίζας ζώνης» της Κατοχής σύμφωνα με την οποία η συνεργασία με τον εχθρό ήταν αναγκαίο κακό και επιλογή ηρωική για τη σωτηρία του κράτους και του «κοινωνικού καθεστώτος».
Η υπεράσπιση, από την πλευρά της επέλεξε να προβάλει την οπτική που παρουσίαζε το έθνος στο σύνολό του ως θύμα Οι συνήγοροι και α μάρτυρες υπεράσπισης δοκίμασαν κατά βάση μια τακτική συμψηφισμού των εγκλημάτων, μετρώντας πτώματα και συγκρίνοντας τα θύματα των δυνάμεων κατοχής και των συνεργατών τους με τις «χιλιάδες θυμάτων της κομμουνιστικής θηριωδίας»,
Τη στιγμή που ο αστικός Τύπος μοναρχικός και φιλελεύθερος παρουσίαζε τους συλληφθέντες αγωνιστές του ΕΑΜ σαν αιμοσταγείς δολοφόνους 2 στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηρίου το στρατόπεδο των δοσιλόγων περνούσε στην αντεπίθεση. Χαρακτηριστικά, ο πρώην υπουργός και μέλλον πρωθυπουργός Δημήτριος Μάξιμος υποστήριξε ευθαρσώς πως «ο λαός ανάσαινε όταν έβλεπε τα Τάγματα». 3
Σε τελική ανάλυση, για τις διάφορες πολιτικές φατρίες που συναπάρτιζαν τα δύο αστικά στρατόπεδα, το καίριο ερώτημα, τόσο πριν όσο και μετά την Απελευθέρωση, συνίστατο στο ποια τακτική ήταν η πλέον ενδεδειγμένη για να αντιμετωπιστεί ο εσωτερικός εχθρός.
Ο Κ. Ζαβιτσάνος. υπουργός Εσωτερικών του Βενιζέλου. εισηγητής του «Ιδιωνύμου» το 1929 και υποδιευθυντής της Εθνικής Τράπεζας επί Κατοχής, αποδοκίμασε, με τη σειρά του, την «ελαφρότητα» του Γ. Παπανδρέου. ο οποίος «με όσα είπε εις το εξωτερικόν πριν έλθη εδώ. και με όσα έκανεν εδώ άφησεν αφρούρητον την δημοσίαν τάξιν. και ακόμη περισσότερον παρέδωσεν την δημοσίαν τάξιν εις τας χείρας των κακοποιών». 4
Ήταν σαφές πως αυτή η γραμμή αντλούσε τη νομιμοποίησή της όχι τόσο από το παρελθόν της Κατοχής όσο από το παρόν της μεταδεκεμβριανής κατάστασης. 5. Οι πρώην δοσίλογοι παρουσιάζονταν πλέον ως η μόνη εναλλακτική που θα μπορούσε να αντιμετώπισα αποτελεσματικά τον κομμουνιστικό κίνδυνο.
«Αλλά είναι ποτέ δυνατόν νά ή κρατιοτέρα ή φωνή μου τής κλαγγής τών όπλων, τής εκπυρσοκροτήσεως τών πολυβόλων, του βόμβου τών αεροπλάνων, τού πατάγου τών έκρήξεων. πρό τών γοών καί κοπετών τέκνων, συζύγων, γονέων, αδελφών τών αγρίως δολοφονηθέντων;»
εξανίστατο ο Ράλλης στην αγόρευσή του στα τέλη Απριλίου-αρχές Μαΐου. 6
Σε αντίστιξη με το διεθνές κλίμα που επικρατούσε τη στιγμή ακριβώς που στην Ευρώπη θριάμβευε η αντιφασιστική συμμαχία, οι δοσίλογοι απεύθυναν από το εδώλιο του κατηγορουμένου κάλεσμα για έναν ευρύ αντικομμουνιστικό συνασπισμό.
Για να κατανοήσουμε αυτό το φαινόμενο, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν τις πολλαπλές χρονικότητες που συνυπήρχαν στην εν εξελίξει σύγκρουση.
Η βία παρέμενε ο άξονας γύρω από τον οποίο συνάπτονταν και διαλύονταν οι πολιτικές συμμαχίες. Η συλλογική μνήμη συνετίθετο από τις πολλαπλές εμφύλιες συγκρούσεις που είχε εγκαινιάσει ο Εθνικός Διχασμός του 1916-1917. Υπό αυτό το πρίσμα, η μαρτυρολογική μνημονική πρακτική και η θεματική των ωμοτήτων που διαπράχθηκαν από τον αντίπαλο δεν προσιδιάζουν κατεξοχήν στην Αριστερά, όπως τείνουν συχνά να υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Στη μελέτη του για τις κοινωνικές συμμαχίες και τις στρατηγικές των ελληνικών κομμάτων την περίοδο 1922-1936 ο Γ. Μαυροκορδάτος δείχνει πως «η ασυμβίβαστη προσήλωση σε νεκρούς και μάρτυρες» αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα του μοναρχικού στρατοπέδου, όσον καιρό παρέμενε μακριά από την εξουσία.
Στον βαθμό που η δίκη των δοσιλόγων παρέπεμπε ευθέως στο υπέρτατο σύμβολο της προηγούμενης εμφύλιας σύγκρουσης, τη δίκη και την εκτέλεση των έξι, οι βασιλικοί επανενεργοποίησαν αυτό τον μνημονικό τόπο για να διεκδικήσουν, όπως και στον μεσοπόλεμο, την παλινόρθωση της μοναρχίας.
Τούτο το ερμηνευτικό πλαίσιο δεν εξηγεί από μόνο του την ευκολία με την οποία οι μοναρχικοί ανασύνταξαν τις δυνάμεις τους και ανέκτησαν τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού. Η συντηρητική πτέρυγα των φιλελευθέρων, που είχε επίσης αναγάγει τον αντικομμουνισμό σε κρατική ιδεολογία μετά τη χρεοκοπία της Μεγάλης Ιδέας, διεκδίκησε επί ίσοις όροις την εξουσία στις νέες συνθήκες.
Αν κατά τον μεσοπόλεμο, ελλείψει πραγματικού κινδύνου κομμουνιστικής ανατροπής του καθεστώτος, η άδικη νομοθεσία είχε χρησιμοποιηθεί ως μέσο καταστολής κάθε εργατικής κινητοποίησης με στοιχειωδώς ριζοσπαστικό χαρακτήρα, 7 μετά την Κατοχή και την ανάπτυξη του ΕΑΜ εκείνοι οι άδικοί νόμοι λειτούργησαν ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία».
Πίσω στη δίκη, ορισμένοι εμπνευστές ή θιασώτες της αντικομμουνιστικής νομοθεσίας του μεσοπολέμου, που είχαν τηρήσει διακριτικά στάση ανοχής απέναντι στις δυνάμεις κατοχής, επέλεξαν να φανούν εξίσου διακριτικοί και μετά, αποφεύγοντας να κληθούν ή αρνούμενοι να καταθέσουν. Όσοι, τελικά, παρουσιάστηκαν ως μάρτυρες υπεράσπισης των δοσιλόγων κυβερνητών -διευθυντές υπουργείων ή άλλα μέλη της κρατικής γραφειοκρατίας, πολιτικοί, ανώτεροι αξιωματούχοι, ο Αρχιεπίσκοπος Ιωαννίνων. αλλά και Βρετανοί πράκτορες ή σύνδεσμοι της κυβέρνησης του Κάιρου- επέκτειναν το επιχείρημα της «ασπίδας» και έναντι του ΕΑΜ, υποστηρίζοντας ότι οι κυβερνήσεις της Κατοχής όχι μόνο άμβλυναν τα δεινά του λαού εκείνη την περίοδο, αλλά και προετοίμασαν το κράτος ώστε να αμυνθεί κατά της «κομμουνιστικής επιβουλής». Προτάσσοντας τις αξίες που αποτελούσαν την κοινή βάση των δύο αστικών στρατοπέδων, και τη μνήμη των δεινών και των κοινών αγώνων, οι μάρτυρες υπεράσπισης εγγυήθηκαν για τον «πατριωτισμό» των κατηγορουμένων. 8
Στο καθαρά ποινικό επίπεδο, πάντως, αυτές οι μαρτυρίες δεν απέδωσαν σπουδαία πράγματα. Τούτο οφειλόταν στον πολιτικό, μάλλον, παρά πραγματολογικό χαρακτήρα των καταθέσεων. Επιδιώκοντας να τελειώνει το συντομότερο, το δικαστήριο είχε σχεδόν πάψει να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες, και δεν έκανε αισθητή την παρουσία του παρά σποραδικά, διαβάζοντας κάποια έγγραφα που υποστήριζαν το κατηγορητήριο. Εν τελεί, η υπεράσπιση ενέδωσε στις πιέσεις της κυβέρνησης για επιτάχυνση του ρυθμού της δίκης περιορίζοντας τον συνολικό αριθμό των μαρτύρων της σε περίπου σαράντα.
Κατά τη διάρκεια του Απριλίου 1945 οι αριστερές εφημερίδες δημοσίευαν εκτενή Πρακτικά της δίκης, που καταδείκνυαν τη στενή συγγένεια των δύο αντικομμουνιστικών παρατάξεων 9 κάνοντας λόγο για παρασκηνιακές συναλλαγές. Στον φιλελεύθερο και βασιλικό Τύπο επικράτησε ένας νόμος σιωπής, στο όνομα της προστασίας των κρατικών μυστικών. Οι περιγραφές της δίκης γίνονταν ολοένα και πιο λακωνικές, σε κάποια μονόστηλα στις πίσω σελίδες. Στο τέλος, οι αναφορές στη δίκη, αν υπήρχαν, δεν ξεπερνούσαν τις δύο παραγράφους. Τούτο διήρκεσε από την έναρξη των καταθέσεων των μαρτύρων υπεράσπισης μέχρι την τελική φάση της διαδικασίας με τις απολογίες των κατηγορουμένων και την αγόρευση του Ειδικού Επιτρόπου.
Η ολοκλήρωση της δίκης
Ο δημόσιος χαρακτήρας της δίκης υπονομεύτηκε και από τα ιστορικά γεγονότα του Απριλίου 1945. Η αλλαγή κυβέρνησης στη χώρα, ο θάνατος του Ρούζβελτ, οι τελευταίες μάχες εναντίον του ναζισμού σε γερμανικό έδαφος και η «λευκή τρομοκρατία» στην ύπαιθρο, έκλεβαν τα φώτα της δημοσιότητας από το Ειδικό Δικαστήριο της Αθήνας.
Στις 16 Απριλίου 1945, την επαύριο της κατάθεσης του τελευταίου μάρτυρα υπεράσπισης, ξεκινούσε η πολιορκία του Βερολίνου από τα σοβιετικά στρατεύματα. Το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη ήταν πια πολύ κοντά. Την ίδια μέρα άρχιζαν οι απολογίες των κατηγορουμένων, ακολουθώντας τη χρονική σειρά των τριών διαδοχικών κυβερνήσεων.
0 στρατηγός Τσολάκογλου απολογήθηκε πρώτος, και δήλωσε αθώος των κατηγοριών που του αποδόθηκαν, όπως άλλωστε και όλα όσα τον ακολούθησαν. Η επιχειρηματολογία του ήταν δομημένη γύρω από δύο κύριους άξονες: από τη μία. επικαλέστηκε το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι μάρτυρες είχαν απορρίψει κάθε ενδεχόμενο προσυνεννόησης με τον εχθρό και από την άλλη, υπενθύμισε τον αγώνα του κατά των δυνάμεων του Αξονα στον πόλεμο της Αλβανίας.
Αναγνώρισε ότι η αναζήτηση και τιμωρία των ενόχων μετά τη στρατιωτική ήττα ήταν θεμιτή, επέμεινε ωστόσο στη νικηφόρα εκστρατεία κατά του Ιταλού εισβολέα. Σε κάθε περίπτωση, από τα στοιχεία που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο, ελάχιστα ήταν εκείνα που αποδυνάμωναν την εικόνα γενικευμένης αποσύνθεσης της ελληνικής στρατιωτικής διοίκησης στις παραμονές της συνθηκολόγησης.
0 Τσολάκογλου επιδίωξε βασικά να περιγράψει λεπτομερώς τη δραματική κατάσταση στο ελληνικό μέτωπο, απέναντι στους σαφώς ισχυρότερους αντιπάλους 10 η συνέχεια, δηλαδή η συνθηκολόγηση και ο σχηματισμός κυβέρνησης υπό γερμανική κηδεμονία, παρουσιάστηκε σαν «Γολγοθάς» για τους αληθινούς πατριώτες, αναγκαίο κακό για την αποτροπή των δυσβάστακτων συνεπειών μιας άνευ όρων παράδοσης.
Το μοτίβο του μαρτυρίου και του «Γολγοθά» επέστρεφε συχνά στις απολογίες των εικοσιπέντε κατηγορουμένων, κατά το διάστημα 17 Απριλίου έως 4 Μαΐου 1945. Καταρχάς, ήταν το μοτίβο που επανέλαβαν στις απολογίες τους οι ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού οι οποίοι συμμετείχαν στην κυβέρνηση Τσολάκογλου- πιο σύντομοι και λιγότερο ευφραδείς από εκείνον, επανέλαβαν τα περί διάλυσης του μετώπου και εγκατάλειψής τους από τους πολιτικούς τους προϊσταμένους. εκείνο τον Απρίλιο του 1941. Θεωρούσαν την απόφασή τους επώδυνη, πλην όμως αναγκαία για τη διαφύλαξη της τιμής των στρατιωτών τους. 11
Αυτή η αφήγηση παρείχε βάσιμα ελαφρυντικά σε ό,τι αφορούσε τα στρατιωτικά γεγονότα, αποδείχτηκε όμως εξαιρετικά ανεπαρκής στην αντιμετώπιση της κατηγορίας περί πολιτικής συνεργασίας των κατηγορουμένων με τον εχθρό, ως μελών της κυβέρνησης. Η επιχειρηματολογία τους έμοιαζε συχνά αφελής καθώς έβριθε παρεκβάσεων και στερεοτυπικών αφηγήσεων για τον πατριωτισμό τους ή για τα τεχνάσματα που χρησιμοποίησαν και την τόλμη που επέδειξαν απέναντι στους κατακτητές. Επιπλέον, συχνά αιφνιδιάζονταν από τις ερωτήσεις του δικαστηρίου ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμιζε ο Επίτροπος 12.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, σε ποινικό επίπεδο, ήταν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους. Οι υπουργοί που είχαν διαφύγει από τη χώρα μετά τη γερμανική υποχώρηση αποτελούσαν ιδανικό αποδιοπομπαίο τράγο: όχι μόνο είχαν εκτεθεί ως οι πλέον γερμανόφιλοι (ή ιταλόφιλοι). αλλά και το κυριότερο δεν παρίσταντο στη δίκη, και η τύχη τους εξακολουθούσε να αγνοείται. 13 Από την αρχή ως το τέλος της δίκης, σε αυτούς έριχναν το ανάθεμα τόσο οι μάρτυρες κατηγορίας όσο και οι μάρτυρες υπεράσπισης. Η απουσία των φυγάδων χρησίμευσε, λοιπόν. στο να αποποιηθούν οι παρόντες την κατηγορία της πολιτικής και ιδεολογικής συμπόρευσης με τον φασισμό.
Επιπλέον, έδωσαν έμφαση στη συνενοχή των οικονομικών, πολιτικών και πνευματικών ελίτ: η «ώρα των αποκαλύψεων» είχε επιτέλους σημάνει. 0 Λέων. Ταριγώτης, πολυδύναμος υπουργός της κυβέρνησης Τσολάκογλου, επανέφερε το θέμα της συνενοχής των κατοχικών κυβερνήσεων με τους «πολιτικούς. στρατιωτικούς, καθηγητάς, οι οποίοι, ενώ εζήτουν από την κυβέρνησινν εξυπηρέτησιν ατομική, ήσαν τελείως ασυγκίνητοι και μακράν του πονούντος και δυστυχούντος λαού» 14.
Μια άλλη πλευρά της υπερασπιστικής γραμμής που ακολούθησαν οι κατηγορούμενα κατά τις απολογίες τους ήταν η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας οι οποίοι κατέθεσαν στοιχεία που υποδείκνυαν επαφές στελεχών της δικτατορίας ή των μεταπολεμικών κυβερνήσεων με τις δυνάμεις του Άξονα. 15
Αυτές οι καταγγελίες δημοσιεύτηκαν στον Τύπο του ΕΑΜ και ενόχλησαν τους θιγόμενους. Ακολούθησε καταιγισμός διαψεύσεων στο δικαστήριο και στη σύνταξη των εφημερίδων. Οι τελευταίες, μάλιστα, προκειμένου να εξοικονομήσουν χώρο και να μην αδικήσουν κανέναν, βρήκαν τον χρυσό κανόνα: στο εξής, θα δημοσίευαν μόνο επιγραμματικά ειδήσεις για τη δίκη. 16
Σε αυτό το κλίμα, και ενώ το τέλος της δίκης πλησίαζε, ήταν επιτακτική ανάγκη το επίσημο κράτος να λάβει πρωτοβουλίες που θα υπογράμμιζαν τον διαχωρισμό ανάμεσα στην εθνικιστική αντίσταση και τη συνεργασία με τον εχθρό. Οι είκοσι ημέρες των απολογιών ξεκίνησαν με την εκτέλεση του Γ. Εξαρχου του πρώτου δοσιλόγου που εκτελέστηκε από τις επίσημες αρχές του μεταπολεμικού ελληνικού κράτους.
Ωστόσο, στο τέλος εκείνης της περιόδου, τρεις εβδομάδες αργότερα, έλαβε χώρα η πρώτη επίσημη «επανένταξη» δοσιλόγου στη νέα εθνική κοινότητα, έστω και νεκρού: επρόκειτο για έναν από τους επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας της Εύβοιας, που κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη. 17
Στην απολογία του που έλαβε χώρα στις αρχές της Μεγάλης Εβδομάδας του 1945 ο I. Ράλλης χρησιμοποίησε εξαρχής τη μεταφορά του Γολγοθά, για να την επαναλάβει αρκετές φορές στις δύο ημέρες που διήρκεσε η αγόρευσή του. Ως επαγγελματίας νομικός, θέλησε να ανακεφαλαιώσει τα βασικά σημεία της υπεράσπισης, τόσο της δικής του όσο και των υπολοίπων, ως πολιτικός, γνώριζε καλά ότι έδινε την ύστατη μάχη του. Δεν προσέθεσε τίποτα καινούργιο, επανήλθε όμως, με ζωντάνια εντυπωσιακή για την ηλικία του, στα στοιχεία που είχε ήδη προβάλει κατά τις εβδομήντα ημέρες της ακροαματικής διαδικασίας. Σύμφωνα με την εκδοχή του, οι ελίτ της χώρας δεν είχαν εγκαταλείψει τον λαό: κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Ράλλης είχε κερδίσει την ενεργό και σαφή υποστήριξή τους, ενώ απόδειξη της ευγνωμοσύνης τους ήταν ότι το σύνολο σχεδόν της νομοθεσίας του εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ 18. Όσο για την Κατοχή, αναφέρθηκε μόνο ως δευτερεύουσας σημασίας παράμετρος
0 Ράλλης παρουσίασε τον εαυτό του ως υπέρμαχο του κοινωνικού καθεστώτος. Αναφερόμενος στα γεγονότα των Δεκεμβριανών, όταν, κρατούμενος στις φυλακές Αβέρωφ. κινδύνευσε να πέσει στα χέρια των ελασιτών, ο Ράλλης διηγήθηκε στο δικαστήριο πώς απέδρασε από τη φυλακή με το όπλο ανά χήρας, «κρατώντας την τελευταία σφαίρα για τον εαυτό του». 19
Την τελευταία ημέρα της απολογίας του στην αίθουσα του δικαστηρίου δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο, από τη μαζική προσέλευση των υποστηρικτών του. Ο Ράλλης επέλεξε να ολοκληρώσει την απολογία του ως πολιτικού ηγέτη δηλώνοντας άτι η «θεία πρόνοια [τον είχε σώσει) διά να [πει] εις τας επερχομένας γενεάς πώς άνθρωποι τυχαίοι έθεσαν εν κινδύνω τα συμφέροντα του Έθνους». Στη συνέχεια, έριζε το ανάθεμα στις κυβερνήσεις που ακολούθησαν τη δική του. ενώ δεν παρέλειψε να χρίσει διαδόχους του μεταξύ των ηγετών του βασιλικού στρατοπέδου. 20
Τέλος, απέσπασε τις επευφημίες των συγκεντρωμένων υπενθυμίζοντας στους δικαστές ότι χρωστούσαν τη ζωή τους στην κυβέρνησή του και στον ίδιο προσωπικά, και εκφράζοντας την πεποίθηση πως εκείνοι, σε ανταπόδοση θα διαφύλασσαν την πολιτική και εθνική του τιμή. 21
Τα προανακριτικά βουλεύματα
Εν τω μεταξύ, στα παρασκήνια, η διαλογή των δικογραφιών που το ΕΑΜ παρέδωσε το φθινόπωρο είχε ήδη ξεκινήσει. Βέβαια. Εξαιτίας των ελλείψεων σε μέσα και προσωπικό, ο ρυθμός των εργασιών του τριμελούς δικαστικού συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων (ΕΔΔ) Αθηνών, που παρέπεμπε τις υποθέσεις στο ακροατήριο, παρέμενε εξαιρετικά αργός.
Σύμφωνα με το Βιβλίο Βουλευμάτων του ΕΔΔ Αθηνών, κατά τη διάρκεια των τρεισήμισι μηνών που διήρκεσε η δίκη των κυβερνήσεων εκδόθηκαν 60 βουλεύματα για 82 κατηγορουμένους για δοσιλογισμό, σε σύνολο περίπου 15.000 καταγγελιών.
Οι τάσεις που θα επικρατούσαν ήταν σαφείς, από τις πρώτες κιόλας προκαταρκτικές έρευνες. Έτσι, σε αντίστιξη με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου κατά κανόνα η Δικαιοσύνη εξαντλούσε την αυστηρότητά της στις πρώτες υποθέσεις, οι υποθέσεις που παραπέμφθηκαν στο τριμελές συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Αθηνών οδήγησαν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, σε μη άσκηση δίωξης. Το γεγονός αυτό ήταν ενδεικτικό του τι επρόκειτο να συμβεί στη συνέχεια Οπως δείχνει ο παρακάτως Πίνακας το Συμβούλιο του ΕΔΔ Αθηνών λειτουργούσε σαν φίλτρο αυστηρής διαλογής και σαν μηχανισμός διανομής απαλλακτικών βουλευμάτων. 22
Πέρα από την προφανή του χρησιμότητα (καθώς ανακούφιζε έναν καταπονημένο από τον φόρτο εργασίας δικαστικό μηχανισμό. που είχε κληρονομήσει 5.000 δικογραφίες από τη σύντομη θητεία της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας στην Αθήνα), 23 το έργο του Συμβουλίου σύντομα θα αποκάλυπτε την καθαρά πολιτική διαχείριση της υπόθεσης. Έτσι, κανένα όνομα «μεγάλου δοσιλόγου» δεν εμφανιζόταν μεταξύ των απαλλαγέντων της πρώτης σειράς. Επρόκειτο κατά πάσα πιθανότητα, για μια πολιτική «don’t ask. don’t tell», ώστε κάποιες από τις έμβληματικές μορφές των προπολεμικών ελίτ, εναντίον των οποίων εκκρεμούσαν μηνύσεις για δοσιλογισμό, να παραμείνουν σε προσωρινή ομηρία και να περιορίσουν τη δημόσια έκθεσή τους· με αυτό τον τρόπο, εξάλλου το ΕΑΜ δεν θα κατόρθωνε να εκμεταλλευτεί την υπόθεση.
Κατά τ' άλλα, η διαλογή των δικογραφιών που είχε σχηματίσει το φθινόπωρο του 1944, ο δικαστικός μηχανισμός του ΕΑΜ, καθώς και η δικαστική επιχειρηματολογία των πρώτων αποφάσεων, άφηναν να διαφανεί μια διάθεση επανεγκόλπωσης του ενόπλου, καταρχάς δυναμικού του δοσιλογισμού. Οi περισσότερα φάκελοι που εξετάστηκαν τότε αφορούσαν υπαλλήλους της τοπικής αυτοδιοίκησης που είχαν διοριστεί επί Κατοχής καθώς και υποθέσεις οικονομικής συνεργασίας ή συμμετοχής στα Τάγματα Ασφαλείας. 24
Κατά το Συμβούλιο, εκείνες οι δικογραφίες είχαν σχηματιστεί με συνοπτικές διαδικασίες και χαρακτηρίζονταν από πολλά κενά, ως προς την εξακρίβωση εξατομικευμένων ευθυνών. Σε ό,τι αφορά ειδικά τους ταγματασφαλίτες, οι κατηγορούμενα ήταν, ως επί το πλείστον νέοι -δεκαοκτώ έως είκοσι δύο ετών και είχαν ήδη ενταχθεί στην Εθνοφυλακή.
Καθώς η δίκη των κυβερνήσεων βρισκόταν σε εξέλιξη, δεν υπήρχε ακόμα η νομολογία που καθόριζε αν η συμμετοχή στα Τάγματα συνιστούσε έγκλημα per se. Τα σχετικά βουλεύματα, λοιπόν επαναλάμβαναν ότι δεν προέκυπτε καμία απόδειξη για συμμετοχή των κατηγορουμένων στα Τάγματα, ή για τέλεση αξιόποινων πράξεων.
Ιστορική και πολιτική δικαιοσύνη
Επιστρέφοντας στη δίκη των κυβερνήσεων, μετά το τέλος των απολογιών, ξεκίνησε η αγόρευση του Ειδικού Επιτρόπου. Παίρνοντας τον λόγο τη Μεγάλη Παρασκευή του 1945, και ενώ το Τρίτο Ράιχ έδινε τις τελευταίες του απέλπιδες μάχες στα περίχωρα του Βερολίνου, ο Επίτροπος Γ. Παπαδάκης αντέστρεψε τη μεταφορά του Γολγοθά που είχαν χρησιμοποιήσει οι δοσίλογα στις απολογίες τους. Ξεκίνησε, λοιπόν. υπενθυμίζοντας το Πάσχα του 1941 τότε που «η πρωτεύουσα ετέλει υπό την αναμονήν της εισόδου των κατακτητών», για να το αντιπαραβάλει με «την Ανάστασιν των ελευθέρων λαών της Ευρώπης, από τον χιτλερικόν και τον φασιστικόν ζυγόν». Στη συνέχεια, ο Επίτροπος υπογράμμισε:
«Ακολουθώντας το παράδειγμα τών άλλων έλευθέρων λαών, πού συλλαμβάνουν τούς δοσίλογους καί τούς παραδίδουν εις τάς χείρας τής δικαιοσύνης, οι συνεργασθέντες μετά τού κατακτητή πρέπει νά ύποστούν τάς συνεπείας τών πράξεων τους. Οί λαοί οί όποιοι έχουν βαθείαν συναίσθησιν τής Ιστορικής των αποστολής καί τού ύπερτάτου έθνικού συμφέροντος, δέν είναι δυνατόν νά φανούν έπιεικείς πρός άτομά τινα τά όποία παρέβήσαν τους ιστορικούς κανόνας θέσαντα τό ίδιον αύτών συμφέρον υπεράνω τού γενικωτέρου συμφέροντος». 25
Βάσει αυτού του ορισμού μιας «ιστορικής δικαιοσύνης» ο Επίτροπος αισθάνθηκε επίσης υποχρεωμένος να απαντήσει εξαρχής στην επιχειρηματολογία της υπεράσπισης:
«Οι κατηγορούμενοι θέλησαν νά έκμεταλλευθούν τήν ύφισταμένην πολιτικήν διαίρεσιν καί προσεπάθησαν νά έπιφέρουν σύγχυσιν είς τό είδος καί τήν φύσιν τών αδικημάτων τά όποία διέπραξαν και τό αδίκημα τής Δεκεμβριανής στάσεως. Δέν υπάρχει σύγχισις. Τό αδίκημα τού δοσιλογισμού είναι Ιστορικής φύσεως. Ή στάσις αποτελεί αδίκημα πολιτικής φύσεως. Συνεπώς έκαστος όφείλει νά τιμωρηθή άναλόγως πρός τάς πράξεις του».26
Αυτή η διάκριση συμφωνούσε τόσο με τον νομικό ορισμό της συνεργασίας ως «τυπικού» εγκλήματος, ανεξαρτήτως συγκυρίας και προθέσεων των δραστών, όσο και με την υπερβατική ιδέα ενός έθνους διαχρονικός αγωνιζόμενου, η οποία είχε προταχθεί από τους μάρτυρες κατηγορίας. Η παρουσίαση του Επιτρόπου έτεινε προς μια καθολικοποίηση στον χώρο και στον χρόνο αφού συνέδεε αυτή τη μορφή δικαιοσύνης με την «οικουμενική αξία της ελευθερίας», που αποτελούσε, σε διεθνές επίπεδο, το έμβλημα του συμμαχικού αγώνα και από ιστορική άποψη, την αποστολή ή τον λόγο ύπαρξης του ελληνικού Εθνους.
Σε καθαρά νομικό επίπεδο, η τοποθέτηση αυτή επέτρεπε στο δικαστήριο να συμπεριλάβει στην οπτική του την εσωτερική πολιτική διαίρεση, χωρίς να επηρεάσει έτσι την ισχύ του κατηγορητηρίου. Ο Επίτροπος υποστήριξε το κατηγορητήριο μέχρι τέλους, επιχειρώντας μια διεξοδική ανασύνθεση των γεγονότων που είχαν εξεταστεί. Η ιστορική αλήθεια που για μία σχεδόν εβδομάδα ανέπτυσσε, ανακαλώντας σημείο προς σημείο τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προκύψει και καταρρίπτοντας τα επιχειρήματα της υπεράσπισης, προβλήθηκε από όλες τις εφημερίδες ανεξαρτήτως της θέσης τους στο πολιτικό φάσμα.
Η αγόρευση του Ειδικού Επιτρόπου Παπαδάκη, και η δημόσια προβολή της αντανακλά τη διαδικασία εγκαθίδρυσης εκείνου που ο Μισέλ Φουκώ θα ονόμαζε φιλελεύθερο «καθεστώς αλήθειας»: στη δίκη η εσωτερική σύγκρουση εκφράστηκε ειρηνικά, στο πλαίσιο μιας αντιπαράθεσης που παρέμεινε αυστηρά στο επίπεδο του λόγου. Ταυτόχρονα σηματοδότησε την αναγνώριση του κύρους του Ειδικού Δικαστηρίου, ενός τρίτου πόλου για τη διατύπωση της αλήθειας, μιας αρχής ανεξάρτητης από τους δύο πόλους της σύγκρουσης, η οποία διαμόρφωνε το πλαίσιο εντός του οποίου αναγνωριζόταν η νομιμότητα των δύο αντιτιθέμενων λόγων.
Στο συμπέρασμά του ο Επίτροπος παρέμεινε πιστός στη γραμμή του «τυπικού» εγκλήματος, και δεν θεώρησε σκόπιμο να καταλογίσει πρόθεση σε κανέναν κατηγορούμενο. Ζήτησε ασφαλώς, την καταδίκη των περισσότερων, βάσει του κατηγορητηρίου, ανάλογα με τη θέση τους στην κυβερνητική ιεραρχία και τη φύση των εγκλημάτων τους. Παράλληλα όμως, και παρά τις ρητορικές υπερβολές του τελευταίου μέρους της αγόρευσής του, δέχτηκε ως ελαφρυντικά τα απαλλακτικά επιχειρήματα (redemption arguments) που επικαλέστηκαν ορισμένα υπουργοί με σύντομη θητεία στις κατοχικές κυβερνήσεις. 27
Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, και κατόπιν το δικαστήριο αποσύρθηκε για να αποφασίσει.
Η ετυμηγορία, που εκδόθηκε στις 31 Μαΐου διατήρησε στο μεγαλύτερο μέρος της την πρόταση του Εισαγγελέα. Πέρα από το έγκλημα της συνθηκολόγησης, το οποίο καταδικάστηκε σύμφωνα με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, το σκεπτικό της απόφασης εφάρμοζε τους όρους της ΣΠ υπ’ αριθ. 6. καταδικάζοντας ως «τυπικό» έγκλημα τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με τον εχθρό, την καταλήστευση των φυσικών και ανθρώπινων πόρων της χώρας, και τη χρησιμοποίησή τους προς όφελος του εχθρού, καθώς και την προπαγάνδα υπέρ του Αξονα, που προσέβαλλε το πατριωτικό φρόνημα του λαού.
Υπερίσχυσε το ιδεολόγημα ενός έθνους «ομοθύμως» αντιστασιακού. Από το πλήθος των στατιστικών απολογισμών η απόφαση συγκρότησε τα στοιχεία που κατέγραφαν την έκταση των υλικών ζημιών και τον αριθμό των εργατών που είχαν σταλεί στη Γερμανία, ανάγοντας τα σε εθνική αλήθεια και σε εθνικό κεφάλαιο της θυσίας, με το οποίο η χώρα επρόκειτο να διεκδικήσει τη θέση της μεταξύ των Ηνωμένων Εθνών στις διεθνείς διασκέψεις. Βέβαια, αυτό το εθνικό κεφάλαιο δεν περιελάμβανε τα θύματα της ένοπλης συνεργασίας. καθώς:
« [Έ]ν προκειμένω, ώς άπεδείχθη έκ της αποδεικτικής διαδικασίας ή ύπό τού κατηγορουμένου Ί. Ράλλη και ύπό τήν προεδρίαν τής κυβερνήσεώς του συγκρότησις Ταγμάτων Εύζώνων (Τάγματα Ασφαλείας) δέν άπεσκόπησεν ούτε εις τήν άσκησιν βίας καθ’ Ελλήνων ένεκα τής δράσεως αυτών κατά τών Γερμανών ή 'Ιταλών, ουδέ εις τήν διέγερσιν έμφυλίου πολέμου, αλλά κατά τήν βούλησιν τών συγκροτησάντων αυτά, εις την άποκατάστασιν τής δημοσίας τάξεως έν τή ύπαίθρω και εις τάς πόλεις, ήτις είχε έπικινδύνως από τού θέρους 1942 διασαλευθή ως έκ τής δράσεως κακοποιών στοιχείων». 28
Ως προς τις ποινές, το δικαστήριο εξέδωσε τρεις θανατικές καταδίκες, εκ των οποίων μόνο μία αφορούσε κάποιον από τους κατηγορουμένους που ήταν παρόντες. Ο Τσολάκογλου καταδικάστηκε σε θάνατο, κυρίως λόγω της συνθηκολόγησης, για την οποία κρίθηκε υπεύθυνος από κοινού με τον Γ. Μπάκο, υπουργό Αμύνης της κυβέρνησής του, ο οποίος είχε εκτελεστεί από τον ΕΛΑΣ λίγους μήνες νωρίτερα. Πάντως εφαρμόζοντας την απόφαση σχετικά με τη μη εκτέλεση μιας ανεπανόρθωτης ποινής, και αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες που προσέφερε στο έθνος, ιδίως κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο το δικαστήριο εξέφραζε ταυτόχρονα την ευχή να του δοθεί χάρη.
Οι δύο ερήμην καταδικασθέντες στην εσχάτη των ποινών οι πρώην υπουργοί Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας Σ. Γκοτζαμάνης και Ε. Τσιρονίκος είχαν συλληφθεί από τις συμμαχικές αρχές στο έδαφος του Τρίτου Ράιχ κατά τη διάρκεια της δίκης, αλλά βρίσκονταν ακόμα μακριά από τη χώρα. Η καταδίκη τους υπογράμμιζε, για μία ακόμα φορά τη διάκριση μεταξύ «τυπικής» συνεργασίας και «συνειδητής δράσης» στο πλευρό των κατακτητών καθώς και την προτεραιότητα που δινόταν στην αναγνώριση και την καταδίκη των υπευθύνων για την οικονομική εξαθλίωση του τόπου. 29
Αυτές οι προτεραιότητες ήταν ευδιάκριτες και στις υπόλοιπες ποινές. Πέρα από τους Ράλλη και Λογοθετόπουλο που, ως πρώην πρωθυπουργοί, καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά, με τις βαρύτερες ποινές τιμωρήθηκαν οι φυγάδες στη Γερμανία και οι υπουργοί που συνδέονταν άμεσα με τη λεηλασία των οικονομικών και φυσικών πόρων ιδίως όσα προέρχονταν από την πρώτη κυβέρνηση. 30
Εννέα πρώην υπουργοί καταδικάστηκαν σε ελαφρύτερες ποινές - πέντε έως έντεκα χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή. Τέλος, επτά κατηγορούμενοι. κυρίως όσα είχαν θητεύσει για μικρό χρονικό διάστημα στις κατοχικές κυβερνήσεις, αθωώθηκαν. 31
Ωστόσο, οι λεπτότερες αποχρώσεις στη διαβάθμιση των ποινών πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Σε γενικές γραμμές, η ετυμηγορία προκάλεσε τη δημόσια κατακραυγή. Ο υπουργός Δικαιοσύνης τη χαρακτήρισε ιδιαιτέρως επιεική Ο αντιβασιλικός Τύπος αποδοκίμασε την ανικανότητα της Δικαιοσύνης να εκφράσει τη λαϊκή βούληση για αληθινή εκκαθάριση, και έκανε λόγο για ετυμηγορία η οποία θα συμβόλιζε στο εξής τη σαφέστερη προτροπή στην προδοσία. Το ΕΑΜ, από την πλευρά του εκτιμώντας ότι «οι κουίσλινγκ» είχαν ουσιαστικά αθωωθεί, κατήγγειλε την «πρόκληση για το έθνος», αλλά και την έλλειψη σεβασμού προς τους Συμμάχους Ακόμα και κάποιες βασιλικές εφημερίδες, οι οποίες σε γενικές γραμμές είχαν τηρήσει διακριτική στάση, στο όνομα του σεβασμού των αποφάσεων της Δικαιοσύνης, έκαναν λόγο για επιείκεια του δικαστηρίου. 32
Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» που είχε ήδη εκφραστεί, εμμέσως ή σαφώς, αρκετές φορές, ήταν ξεκάθαρο, το ίδιο και η απόστασή του από την ετυμηγορία: δίχως την εκτέλεση έστω και ενός μέλους των κυβερνήσεων, δεν υπήρχε εξιλέωση για τα εγκλήματα. Το εθνικό κεφάλαιο της θυσίας παρέμενε αδικαίωτο. Οι αλλεπάλληλες αναφορές από όλες τις πλευρές, στον ανθρώπινο πόνο, τη μνήμη των δεινών και των νεκρών, έδιναν το «μέτρο» του κοινού περί δικαίου αισθήματος:
«Εναν μόνον άξιον τής ποινής τού θανάτου -καί δύο έρήμην- εύρον οί δικασταί τού ειδικού δικαστηρίου. Καί διά τούς 500.000 τών νεκρών: Τό έν έκατομμύριον τών φυματικών. Και διά τό έν έκατομμύριον τών αστέγων και γυμνών; Καί διά τά 6.500.000 τών έκπρολεταρισθέντων 'Ελλήνων;» 33
Παραπομπές
1. Αναφορά στον τίτλο μυθιστορήματος του (γνωστού επίσης για τη συνεργασία του με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής) Γάλλου συγγραφέα Λουί-Φερντινάν Σελιν. Από τον έναν Πύργο ο άλλος, μτφρ. Αχ. Αλεξάνδρου. Γνώση. Αθήνα 1984. (Σ.τ.μ.)
2. Επιστολή Πυρομάγλου. η οποία διαβάστηκε λίγο αργότερα.
3. Ριζοσπάστης. 29 Μαρτίου 1945. Καθημερινή 28 Μαρτίου 1945. Ο Δ. Μάξιμος (1873-1965). οικονομολόγος και πολιτικός, διετέλεσε μεταξύ άλλων, υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Τσαλδάρη (1933-1935).
4. Εμπρός 8 Απριλίου 1945. Έθνος 7 Απριλίου 1945.
5. Υπό μορφή μαρτυρίας εξ’ αποστάσεως στη δίκη τίτλοι όπως «Συνελήφθη ο σωματοφύλακας του Σιάντου (γενικός γραμματέας του ΚΚΕ]. Είχε φονεύσει 300 εθνικιστάς» (Εμπρός. 8 Απριλίου 1945).
6. Η απολογία του Ράλλη στις εφημερίδες της 1ης Απριλίου και 2ας Μαΐου.
7. «Against radical agitation of any kind», στο Μαυροκορδάτος σ. 336.
8. Είτε αποδίδοντάς τους ηθικής φύσεως δικαιολογίες είτε αναφερόμενα σε πράξεις αλληλεγγύης ή υποστήριξης άλλων μελών αυτών των ελίτ. Πρβλ. την κατάθεση του Αρχιεπισκόπου Ιωαννίνων, που είχε εμπλακεί και προσωπικά στις διαπραγματεύσεις για τη συνθηκολόγηση του 1941 (Ριζοσπάστης. 5 Απριλίου 1945: «Ο Ιωαννίνων ιστορεί την προδοσία του»). Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων που όπως ομολόγησε, την εβδομάδα που προηγήθηκε της συνθηκολόγησης είχε εγχειρίσει στους στρατηγούς «έναν κατάλογο εντίμων Ελλήνων καταλλήλων διά να αναλάβουν τα υπουργεία», δήλωνε πως «οι κυβερνήτες ήσαν οι μάρτυρες που εσήκωσαν εις τους ώμους των τον σταυρόν του μαρτυρίου». Η παρομοίωση του δοσιλογισμού με τον Γολγοθά ήταν ένα μοτίβο που όπως θα δούμε παρακάτω επρόκειτο να επαναληφθεί συχνά, καθώς πλησίαζε το Πάσχα, στις αρχές Μαΐου.
9. Πάντως, τις λεπτομερέστερες αναφορές στις καταθέσεις της υπεράσπισης προσφέρει η Ελεύθερη Ελλάδα, μέχρι τις 15 Απριλίου. Το βιβλίο του Ν. Καρκάνη, στο ίδιο πνεύμα αποκάλυψης της προδοσίας και της συνέργειας των αντιπάλων του ΕΑΜ γραμμένο λίγο μετά την αναγνώριση της Εθνικής Ανάστασης, αποτελεί σχεδόν κατά λέξη μεταφορά/συμπλήρωμα αυτών των άρθρων.
10. Ολόκληρη η απολογία Τσολάκογλου βρίσκεται κυρίως στην Καθημερινή της !7ης και 18ης Απριλίου 1945. Βλ. επίσης Έθνος. 16 και 17 Απριλίου.
11. Όλα αυτά δεν προσέθεσαν σημαντικές πληροφορίες σε ποινικό επίπεδο, πέρα από τo στοιχείο ότι η συνθηκολόγηση και ο σχηματισμός της κυβέρνησης αποφασίστηκαν στα Ιωάννινα, υπό την καθοδήγηση του τοπικού Αρχιεπισκόπου.
12. Για παράδειγμα, ο Λιβιεράτος επικαλέστηκε «πράξεις αντιστάσεως» που αμφισβητήθηκαν, υποστηρίζοντας ότι είχε δημοσιεύσει πατριωτικά άρθρα σε εφημερίδες, τα οποία όμως δεν είχε κρατήσει. 0 Μπακογιάννης αμήχανος μετά την ανάγνωση από το δικαστήριο ενός άρθρου φιλοναζιστικής προπαγάνδας που είχε δημοσιεύσει το παρουσίασε ως έναν από τους «τακτικούς χειρισμούς» του. πρβλ Ελευθερία. Ριζοσπάστης. Βήμα. 1.2 Μαΐου 1945.
13. Από αυτούς, ο Ταβουλάρης και ο Γκοτζαμάνης συνελήφθησαν μετά την πτώση του Βερολίνου, στις 10 και 11 Μαΐου. σε διαφορετικές περιοχές της Γερμανίας. Οι Λογοθετόπουλος και Τσιρόνικος εντοπίστηκαν λίγο αργότερα. Ελευθερία. 12 Μαΐου 1945.
14. Καθημερινή. 27 Απριλίου 1945.
15. Αυτή τη γραμμή υπεράσπισης την ακολούθησαν κυρίως οι πολιτικοί: ως επιφανή στελέχη των κατοχικών κυβερνήσεων απειλούνταν περισσότερο με κυρώσεις- ως μέλη των αθηναϊκών ελίτ, διέθεταν τα απαραίτητα εργαλεία για να το κάνουν. Έτσι, ο Ράλλης, ο Τσολάκογλου, ο Λιβιεράτος επιτέθηκαν όλοι στον υπουργό Δικαιοσύνης της δικτατορίας Άγι Ταμπακόπουλο (πρβλ. Εμπρός, Ριζοσπάστης. 2-6 Μαΐου 1945). Αλλά και ο Δεμέστιχας από την πλευρά του, επιτέθηκε στον Βοβολίνη, τον μόνο από τους τρεις επικεφαλής της ομάδας (και του εντύπου) Ελληνικόν Αίμα που δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο. 0 Καραμάνος επιτέθηκε στον Παπανδρέου. για ένα φιλοϊταλικό άρθρο που ο τελευταίος φερόταν να έχει γράψει στη δίγλωσση προπαγανδιστική εφημερίδα Quadrivio. βλ. Ελευθερία 1η Μαΐου 1945.
16. Πρβλ τις «διαψεύσεις» και τις «διορθώσεις» που δημοσιεύονταν στην εφημερίδα Ελευθερία στο διάστημα 19-21 Απριλίου 1945, μεταξύ των οποίων και εκείνη του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Κολυβά.
17. Για την εκτέλεση του'Εξαρχου, πρβλ. Καθημερινή. 20 Απριλίου 1945. Για τον ταγματασφαλίτη Καραβανάση. Βλπ Ελεύθερη Ελλάδα. 12 Μαΐου 1945.
18. Ο πρώτος νόμος για την μερική ανακοίνωση των νόμων της Κατοχής ανακοινώθηκε στα τέλη Ιουλίου 1945
19. Βήμα, Εμπρός. 3 και 4 Μαΐου 1945.
20. Χαρακτηρίζοντας «επιτελείς και συναρχηγούς του Λαϊκού Κόμματος που αύριο θα κυβερνήσουν την Ελλάδα» τους Δημ Μάξιμο και Ανδ. Στράτο, Ριζοσπάστης, 2 Μαΐου 1945.
21. Ελευθερία, Ριζοσπάστης. 2 Μαΐου 1945
22. Ομιλία που προκύπτει από τις περιγραφές της Ελευθερίας, της Ελεύθερης Ελλάδας και της Καθημερινής. 6 Μαΐου 1945.
* Πέρα από τα προανακριτικά βουλεύματα, το Συμβούλιο απασχολούσαν επίσης οι υποθέσεις για τις οποίες υπήρχε ασυμφωνία μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα ως προς τη συνέχιση της δίκης ή την προφυλάκιση των κατηγορουμένων. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ο συνολικός αριθμός των απαλλακτικών βουλευμάτων ήταν τετραπλάσιος ή πενταπλάσιος του αριθμού των υποθέσεων που παραπέμπονταν σε δίκη.
23. Αν και στην πλειονότητά τους ήταν υποθέσεις συνεργασίας με τον εχθρό, αυτές οι 5.000 δικογραφίες αφορούσαν και ποινικές υποθέσεις.
24. Βλ. π.χ, τις αποφάσεις υπ'αριθ.24.37 και 39του 1945. ΕΔ-ΔΑ/ΒΒ/Ι/Ι945
25. Ομιλία που προκύπτει από τις περιγραφές της Ελευθερίας, της Ελεύθερης Ελλάδας και της Καθημερινής. 6 Μαΐου 1945.
26. Ελευθερία. 6 Μαΐου 1945.
27. Για την «κοινή αιτιολόγηση» των απαλλακτικών επιχειρημάτων ως πράξεων αντίστασης ή εκ των υστέρων μεταμέλειας, την οποία αναγνώρισαν σε αρκετές περιπτώσεις τα δικαστήρια δοσιλόγων μετά το 1945. βλ. Jon ELSTER. «Redemption for Wrongdoing: Ihe Fate of Collaborators after 1945».ο'.,τ, a 324-338.
28. Βήμα, Ελευθερία. 1η Ιουνίου 1945.
29.0 Γκοτζαμάνης, φιλοϊταλικών πεποιθήσεων, αποδείχτηκε ο ικανότερος μεταξύ των φιλογερμανών. Διεκδίκησε την πρωθυπουργία, αλλά στο τέλος κρίθηκε υπερβολικά φιλοϊταλός. Βλ. επίσης μια προσέγγιση «επανενεργοποίησης» από τον Ιάκωβο Μιχαηλίδη. Σωτήριος Κοτζαμάνης: Ο άνθρωπος, ο πολιτικός, ο μύθος. Βάνιας. Θεσσαλονίκη 2001. Ο Ε. Τσιρονίκος με σπουδές στη Γερμανία, ήταν φιγούρα καιροσκόπου. Εμπορος κατά τον μεσοπόλεμο, με δραστηριότητα που εν πολλοίς παραμένει αδιευκρίνιστη. Κατά τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής είχε υπό την ευθύνη του πολλά χαρτοφυλάκια. και διετέλεσε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.
30. Σε ισόβια καταδικάστηκαν οι φυγάδες Αν. Ταβουλάρης υπουργός Εσωτερικών στις κυβερνήσεις Λογοθετόπουλου και Ράλλη και oι Πασσαδάκης. υπουργός επιφορτισμένος με τη Διοίκηση της Κρήτης κατά την ίδια περίοδο. Ο Γ. Καραμάνος υπουργός Γεωργίας τον χειμώνα της Μεγάλης Πείνας (1941-1942). έλαβε επίσης ισόβια 0 Π. Χατζημιχάλης υπουργός Εθνικής Οικονομίας από τον Απρίλιο 1941 έως τον Μάρτιο 1942, καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια κάθειρξη, επειδή είχε διευκολύνει την κατάσχεση των αποθεμάτων καπνών. Είκοσι χρόνια έλαβε και ο στρατηγός Δεμέστιχας, υπουργός Εσωτερικών την ίδια περίοδο.
31. Ακόμα κι εκείνοι που δεν είχαν τύποις τον χρόνο να «εξαγοράσουν» τα αδικήματά τους με εκ των υστέρων πράξεις όπως είχαν κάνει οι δοσίλογοι υπουργοί.
32. Ελευθερία. Καθημερινή. Νέα. Ελεύθερη Ελλάδα. Ριζοσπάστης. 1 Ιουνίου 1945. Από τις βασιλικές εφημερίδες. το Εμπρός κάνει λόγο για επιείκεια. Σχετικά με τη μοναδική επί της ουσίας θανατική καταδίκη, το Ελληνικόν Αίμα και η Καθημερινή ζητούν ρητά να δοθεί χάρη στον «στρατιώτη» Τσολάκογλου.
33. Ελευθερία. 1 Ιουνίου 1945. Αναδημοσιεύεται στην Ελεύθερη Ελλάδα. 2 Ιουνίου 1945. σ. 2.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου