21.8.16

Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των Σωμάτων Ασφαλείας

Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος - "Η αυτολογοκριμένη μνήμη"

Κάπως διαφορετικά θα είναι, ωστόσο, τα πράγματα στη Βουλή των Ελλήνων. Μολονότι κι εκεί η επικρατούσα ερμηνεία για τη δεκαετία του ’40 ταυτίζεται πλήρως με την επίσημη κρατική εκδοχή (στη διαμόρφωση της οποίας το Κοινοβούλιο άλλωστε συμβάλλει σημαντικά), τον τόνο των συζητήσεων δίνουν περισσότερο οι εκπρόσωποι ενός ολιγάριθμου αλλά μαχητικού λόμπι, το οποίο διεκδικεί με συνέπεια την πολιτική (και γενικότερη) αποκατάσταση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Καθώς, μάλιστα, οι υπόλοιποι βουλευτές αποφεύγουν συνήθως να έρθουν σε αντιπαράθεση μαζί τους, η εικόνα που αποτυπώνεται στα πρακτικά είναι αυτή μιας μονομερούς κυριαρχίας του εν λόγω λόμπι στον (ανύπαρκτο) σχετικό «διάλογο».

Οφείλουμε, πάντως, να αναγνωρίσουμε πως η αρχή έγινε, έναν ολόκληρο χρόνο πριν τις εκλογές του 1946, από την ίδια την πολιτική ηγεσία των «μετριοπαθών» αστικών κομμάτων. Καταθέτοντας ως μάρτυρες στη μεγάλη δίκη των δωσίλογων (Γ. Τσολάκογλου, I. Ράλλης κλπ.) την άνοιξη του 1945, ουκ ολίγοι πρωτοκλασάτοι πολιτικοί θα σπεύσουν να πουν την καλή τους κουβέντα για τα Τάγματα, «Δι' όλους εμάς, που εζήσαμεν εδώ, τα τάγματα υπήρξαν χρησιμώτατα», εξήγησε λ.χ. ο Δημήτριος Μάξιμος –πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, πρώην υπουργός Εξωτερικών και μελλοντικός πρωθυπουργός του Εμφυλίου. «Εις την ύπαιθρον παρέσχον μεγάλην συνδρομήν. Οι χωρικοί άμα επληροφορούντο ότι επρόκειτο να φθάση δύναμις των ταγμάτων ανέπνεον» 1.

«Όλος ο πολιτικός κόσμος διεμαρτυρήθη και προς την κυβέρνησιν Τσουδερου και προς την κυβέρνησιν Παπανδρέου διότι κατεδίκασαν τα τάγματα, ενώ η ζωή μας εκινδίνευεν εδώ», συμπλήρωσε ο Γεώργιος Στράτος, μάρτυρας υπεράσπισης του I. Ράλλη που στην πιο κρίσιμη φάση του Εμφυλίου επρόκειτο ν’ αναλάβει το Υπουργείο Στρατιωτικών. 
«Κατά Ιανουάριον του 1944 εζητήθη υπό ομάδος πολιτευτών και δημοσιογράφων από την κυβέρνησιν Τσουδερου να ενίσχυση τα τάγματα» 2
Ακόμη κι ο σχετικά ήπιος Παναγιώτης Κανελλόπουλος θα ισχυριστεί ότι «τα τάγματα ασφαλείας έγιναν συνέπεια των εγκλημάτων του ΕΛΑΣ», προσποιούμενος άγνοια για τις συλλήψεις πολιτών από τους ταγματασφαλίτες και την παράδοσή τους στους Γερμανούς 3.

Ο Θεμιστοκλής Τσάτσος -υπουργός στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας που αποφάσισε τη δίωξη των ταγματασφαλιτών- θα προσφέρει, τέλος, τη νομική φόρμουλα του μη καταλογισμού, που επιστρατεύθηκε από το Ειδικό Δικαστήριο για την απαλλαγή των ιδρυτών τους: «Από διεθνούς απόψεως, ο σχηματισμός των ταγμάτων ασφαλείας απετέλει ενίσχυση· της γερμανικής δυνάμεως. Από ελληνικής όμως απόψεως, επειδή υφίστατο εσωτερικός κίνδυνος, ο οποίος έδει να εξουδετερωθή. νομίζω άτι οι δημιουργήσαντες τα τάγματα ασφαλείας δεν εμφορούντο από προδοτικήν διάθεσιν» 4.

Ας επιστρέφουμε, όμως, στα κοινοβουλευτικά έδρανα των μεταπολεμικών χρόνων. Συνεπέστεροι εκφραστές του λόμπι που το 1946-50 δίνει τη μάχη της αποκατάστασης των ταγματασφαλιτών είναι οι βουλευτές Αρκαδίας Θεόδωρος Τουρκοβασίλης, Αθηνών Ευστράτιος Κουλουμβάκης και Λακωνίας Νικόλαος Καράμπελας. Και οι τρεις τους διέθεταν ακλόνητα διαπιστευτήρια εθνικοφροσύνης.

Ο πρώτος διεκδίκησε ήδη από τις πρώτες μέρες της Κατοχής τη θέση του διευθυντή της Τράπεζας της Ελλάδος, απευθύνοντας ένα υμνητικό «υπόμνημα» προς τον Χίτλερ και ψέγοντας κατ' ιδίαν τον Τσολάκογλου για αγγλοφιλία και «κακομεταχείριση» των γερμανόφιλων προσωπικοτήτων» 5. Τελικά, θ’ αναλάβει για ένα διάστημα αυτό το πόστο επί πρωθυπουργίας Ράλλη, πριν πέσει στη δυσμένεια των κατακτητών εξ αιτίας της δράσης του ΕΑΜ Τραπεζοϋπαλλήλων αλλά και των υπονομευτικών ενεργειών του (οργανωμένου ναζιστή) υποδιοικητή της Τράπεζας· 6. Μετά τον πόλεμο θα ιδρύσει το «Κόμμα των Εθνικοφρόνων» 7, για τη στελέχωση του οποίου μια ιδέα παίρνουμε απ’ το δημοσιευμένο ημερολόγιο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου: φτάνοντας το φθινόπωρο του 1944 στην Τρίπολη, ο απεσταλμένος της εξόριστης κυβέρνησης πληροφορείται (από τον εκεί μητροπολίτη κι άλλους εθνικόφρονες παράγοντες) πως οι μόνοι κάτοικοι της πόλης που δεν είχαν υποφέρει τους προηγούμενους μήνες από τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν η τοπική «ομάδα των τουρκοβασιλικών» -οι οποίοι, αντίθετα, «Απάρτισαν ένα σύνολο εθνικιστών  που βοηθούσε στις βιαιότητες» 8.

Ο δεύτερος, διέπρεψε ως συνήγορος υπεράσπισης στη δίκη των στελεχών της «Ειδικής Ασφάλειας», το φθινόπωρο του 1945, πριν εκλεγεί με το Λαϊκό Κόμμα το Μάρτιο του 1946 9. Όσο για τον τρίτο, δικηγόρο Γυθείου εκλεγμένο επίσης με το Λαϊκό Κόμμα, υπήρξε ο ίδιος προσωπικά στέλεχος του εκεί Τάγματος Ασφαλείας -για την ακρίβεια, πρόεδρος της «επιτροπής διαφωτίσεως αντικομμουνιστικού αγώνος» που αυτό είχε συγκροτήσει 10.

Διακριτικότερα θα κινηθούν κάποιοι άλλοι εκπρόσωποι του Εθνους με σημαντικό παρελθόν στα Τάγματα, όπως ο ιδρυτής του Τ.Α. Σπάρτης Λεωνίδας Βρεττάκος (βουλευτής Λακωνίας του «Κόμματος Εθνικοφρόνων» και στη συνέχεια του «Λαϊκού» 11, ενώ η περίπτωση του Κων/νου Παπαδόπουλου του ΕΕΣ θα μας απασχολήσει αναλυτικά παρακάτω. Σε δευτερεύοντες, τέλος, και συμπληρωματικούς ρόλους του ίδιου λόμπι διακρίνονται στην πρώτη μεταπολεμική Βουλή οι Δρακούλης Μαντούβαλος (Πειραιώς και Νήσων), Αλέξανδρος Δημάκης και Γεώργιος Γραφάκος (Λακωνίας), και Δημήτριος Κούτσικας (Μεσσηνίας) -οι τρεις πρώτοι του «Λαϊκού Κόμματος», ενώ ο τέταρτος του «Κόμματος Εθνικών Φιλελευθέρων» του Γονατά.

Κεντρικό επιχείρημα των παραπάνω υπερασπιστών των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι η «δικαίωσή» τους από τις εξελίξεις -συγκεκριμένα, από το σχηματισμό του ΔΣΕ και τη γενίκευση του Εμφυλίου. 

Η δαμόκλεια σπάθη της «ανταρσίας» που κρέμεται πάνω από τις κεφαλές του αστικού καθεστώτος το 1947-49 νομιμοποιεί αναδρομικά, σύμφωνα μ’ αυτή τη συλλογιστική, ακόμη και την ένοπλη συνεργασία του 1943-44 με τον κατακτητή: σε τελική ανάλυση, οι λοιδορούμενοι ως «προδότες» υφιστάμενοι του Σιμάνα δεν ήταν παρά εκείνοι που διέγνωσαν νωρίτερα από τους υπόλοιπους τον κύριο εχθρό κι έσπευσαν να τον πολεμήσουν εγκαίρως, χωρίς να υπολογίσουν ούτε την τότε συγκυρία ούτε τις συνέπειες. 

«Ο στρατός αυτός των λεγομένων Ταγμάτων Ασφαλείας απετέλει την μόνην Εθνικήν Αντίστασιν κατά των κομμουνιστών», τονίζει χαρακτηριστικά σε μιαν τυπική αγόρευσή του ο Τουρκοβασίλης, διαμαρτυρόμενος ότι, ενώ τους «οφείλομεν το γεγονός ότι η Ελλάς δεν υπέκυψεν εις κομμουνιστικήν επικράτησιν», τα Τάγματα «διελύθησαν εγκληματικός από την λεγομενην Κυβέρνησιν Απελευθερώσεως και κατά τρόπον ώστε να μη ημπορή κανείς να αναφέρη ούτε το όνομά των ακόμη και σήμερον» 12.

Η δυναμικότερη εμφάνιση του λόμπι θα γίνει στην πιο παράδοξη -φαινομενικά στιγμή: κατά τη συζήτηση, στις 27 Οκτωβρίου 1948, του νόμου 844 για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Κεντρικό αίτημα των 4 από τους 9 βουλευτές που αγόρευσαν ή παρενέβησαν σ’ αυτή τη συνεδρίαση ήταν η επίσημη ταύτιση των ταγματασφαλιτών με τους εθνικόφρονες αντιστασιακούς (για τους εαμίτες, ούτως ή άλλως δεν γινόταν λόγος). «Εάν, κύριοι, δι' ωρισμένους τόπους υπήρξεν ο ΕΔΕΣ ως Εθνική Αντίστασις, δι' ημάς τους Πελοποννησίους ως Εθνική Αντίστασις υπήρξαν τα Τάγματα Ασφαλείας», διακήρυξε χαρακτηριστικά ο Γραφάκος 13, ενώ ο Καράμπελας θα καταληφθεί από πραγματικό οίστρο: «Η Πελοπόννησος και ιδιαιτέρως η Λακωνία, εις την οποίαν ό,τι εκλεκτόν υπήρχεν ενετάχθη εις τα Τάγματα Ασφαλείας, επολέμησεν ηρωικότατα κατά των εχθρών της φυλής. Πώς είναι δυνατόν και σήμερον ακόμη να μην έχωμεν το σθένος οι πολιτικοί να αναγνωρίσομεν ότι οι άνθρωποι αυτοί υπήρξαν άξιοι Έλληνες, άξιοι της Πατρίδος, διότι διέγνωσαν καλύτερα υπό ημάς τον κίνδυνον και είχαν την δύναμη· να λάβουν το όπλον και να πολεμήσουν αδιαφορούντες εάν θα έπιναν το ποτήριον της πικρίας και θα εχαρακτηρίζοντο και ως αντεθνικώς δράσαντες;». Ο ίδιος θα καταθέσει πρόταση, μαζί με άλλους βουλευτές (που δεν κατονομάζονται στα πρακτικά) «να αναγνωρισθή ότι τα τάγματα ασφαλείας προσέφερον υπηρεσίας εις την Ελλάδα, αντεστάθησαν μαζί με άλλας ομάδας εναντίον του εχθρού, τον οποίον και σήμερον πολεμώμεν όλοι» 14.

Εκτός από τον Γραφάκο, την πρόταση αυτή θα υποστηρίξουν επίσης ρητά ο Κουλουμβάκης και διακριτικότερα ο βουλευτής Αχαΐας του Λαϊκού Κόμματος Δημήτριος Στεφανόπουλος 15. Κατηγορηματικά αντίθετοι θα είναι, απεναντίας, οι ΕΔΕΣίτες Στυλιανός Χούτας και Ευάγγελος Κουσαής, που επιμένουν στην επιβράβευση του «διμέτωπου» αγώνα (εναντίον κατακτητών και ΕΑΜ) αλλά αποφεύγουν επιμελώς να καταδικάσουν τα Τάγματα -ο δεύτερος, μάλιστα, θα αναγνωρίσει δημόσια ότι «προσέφερον εθνικήν υπηρεσίαν» 16

Η σχετική στιχομυθία ανάμεσα στον Χούτα και τον Κουλουμβάκη, από τις ελάχιστες τέτοιες αντιπαραθέσεις στο μεταπολεμικό Κοινοβούλιο, είναι αποκαλυπτική τόσο του φόβου των εθνικοφρόνων αντιστασιακών για την ταύτισή τους με τον ένοπλο δωσιλογισμό, όσο και των ορίων που -ελέω εθνικοφροσύνης-οι ίδιοι θέτουν σ’ αυτή τη διαφοροποίησή τους:

«Χούτας: Δεν εχάσαμεν, κύριοι, τον εθνικόν μας δρόμον. [...] Είπομεν, θα πέσωμεν, αλλά δεν θα συμμαχήσωμεν μετά των κατακτητών, ούτε θα έλθωμεν εις συνεννόησιν μετά του κομμουνισμού.
Και ερωτώ, κατόπιν αυτών, τι σχέσιν ημπορεί να έχη ο αγών αυτός των Εθνικών Αντάρτικών Ομάδων, με τον αγώνα των Ταγμάτων Ασφαλείας, την δράσιν των οποίων δεν είμαι εγώ αρμόδιος να χαρακτηρίσω; Τι σχέσιν μπορεί να έχη ο Εθνικός αυτός Στρατός, ο οποίος εμάχετο εναντίον παντός εχθρού της πατρίδος, με τα Τάγματα Ασφαλείας;
Δεν θα είμην εγώ εκείνος, ο οποίος θα φέρω αντιρρήσεις εάν ποτέ έλθη προς συζήτησιν το θέμα αυτό της απονομής του δικαίου εις εκείνους.

Κουλουμβάκης: Πώς δεν έχουν. Αυτοί κυρίως έκαναν τον κύριον αγώνα.

Χούτας: Δεν επρόκειτο όμως περί αγώνος Εθνικής Αντιστάσεως. Τι σχέσιν έχουν αυτά με τον αγώνα της Εθνικής Αντιστάσεως;

Κουλουμβάκης: Συνοδοιπόροι ήσαν τότε εναντίον αυτού του αγώνος και είναι και τώρα. (...)

Χούτας: Το εθνικόν συμφέρον επιβάλλει να μείνη το ένα κεφάλαιον από το άλλο κεχωρισμένον» 17.

Ένα δεύτερο στοιχείο της επιχειρηματολογίας εστιάζεται στη συμβολή των πρώην ταγματασφαλιτών στην καταπολέμηση του ΔΣΕ, τονίζοντας την ανάγκη περαιτέρω αξιοποίησής τους σ' αυτή την προσπάθεια. «Μέγα μέρος των διαπρεψάντων αξιωματικών εις τον αγώνα κατά των συμμοριτών προέρχεται εκ των Ταγμάτων Ασφαλείας»  παρατηρεί το Φεβρουάριο του 1948 ο Τουρκοβασίλης 18.

Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ο Καράμπελας θα αποκαλύψει ότι «οι πλείστοι των αξιωματικών των Ταγμάτων Ασφαλείας μάχονται εις τα πεδία των μαχών και αποσπούν καθημερινώς βραβεία και επαίνους από την Πατρίδα, από τους ανώτερους των» 19 ενώ ο Γραφάκος συμπληρώνει: «Βλέπετε αρίστους αξιωματικούς οι οποίοι υπηρέτησαν εις τα Τάγματα Ασφαλείας να έρχεται ο οιοσδήποτε και να τους λέγη ότι θα τους μηνύση διότι υπηρέτησαν εις τα Τάγματα κατά την κατοχήν. Και ηγωνίζεται ο κύριος Υπουργός των Στρατιωτικών να μη εκθέση τους αγωνιστάς αυτούς» -κι όλα αυτά. «διότι το λέγει η διεθνής πολιτική σκοπιμότης, ότι δήθεν ωπλήσθησαν από τους Γερμανούς» 20...

Ήδη από το 1946. πάντως, ο Μαντούβαλος είχε εισηγηθεί «να ιδρυθούν εθελοντικά σώματα και Τάγματα Ασφαλείας από αξιωματικούς των Ταγμάτων» και να εξαπολυθούν κατά των ανταρτών -πρόταση που θα επαναλάβει δυο χρόνια αργότερα 21, μαζί με την αναδρομική (και όχι ιδιαίτερα σοβαρή) εκτίμηση πως, «αν είχαμε στείλει τα Τάγματα Ασφαλείας με τους αρχηγούς των στη Σερβία. Αλβανία και Βουλγαρία, εκεί θα εγένετο πόλεμος και ημείς θα είμεθα ελεύθεροι» (απαλλαγμένοι, δηλαδή, από την πίεση του ΔΣΕ) 22.

Μαζικά χειροκροτήματα απέσπασε, τέλος, η πρόταση του Δημητρίου Κούτσικα προς την Εθνική Αντιπροσωπεία. την άνοιξη του 1947 για τον προσφορότερο τρόπο καταστολής της κομμουνιστικής εξέγερσης: «Επειδή και εγώ έχω ποιόν τινα πείραν τον ανταρτοπολέμου, εάν ηρωτώμην περί του ποιον κρίνω ικανόν και άξιον να αναλάβη την ηγεσίαν [του Εθνικού Στρατού] εν Πελοποννήσω. θα έλεγον ότι ο Συνταγματάρχης Κουρκουλάκος, τον οποίον καλώς γνωρίζω και του οποίου την εθνικήν δράσιν επίσης καλώς γνωρίζω, είναι ο ενδεδειγμένος να αναλάβη την ηγεσίαν αύτην» 23·.

Υπήρξαν φυσικά, κι εδώ, οι συνηθισμένες διακρίσεις μεταξύ των διαφορετικών ένοπλων σωμάτων που πολέμησαν κάτω από τις διαταγές των SS. Είναι αδύνατο να βρει κανείς, λ.χ., την παραμικρή καλή κουβέντα για τους σλαβόφωνους «οχρανίτες» ή τους Τσάμηδες της «Ξίλια». 
Αλλά και μεταξύ των καθαρόαιμων εθνικοφρόνων, δεν παύει να υφίσταται μια ιεράρχηση όσον αφορά το βαθμό υπερασπισιμότητάς τους. Αποκαλυπτικό παράδειγμα αποτελεί η στιχομυθία του Τουρκοβασίλη με τον εθνικόφρονα σαλονικιό συνάδελφό του Ηρακλή Μπάτζιο, κατά τη συζήτηση για το ΛΖ' Ψήφισμα (στέρηση ιθαγενειών των «υποστηρικτών της ανταρσίας»· που βρίσκονται στο εξωτερικό):

Τουρκοβασίλης: «Οταν οι Βούλγαροι ηθέλησαν να καταλάβουν την Μακεδονίαν και Θράκην μετά την αποχώρησιν των Γερμανών, ο Λαός της Μακεδονίας και Θράκης ανέλαβε τα όπλα, επρομηθεύθη τούτα από όπου ηδύνατο, και από τους Γερμανούς ακόμη, και κράτησε την Μακεδονίαν. Και εκατηγορήθησαν δια τούτο ως οπλισθέντες παρά των Γερμανών, όπως εκατηγορήθησαν και τα Τάγματα Ασφαλείας, τα οποία ωπλίσθησαν παρά των Γερμανών αλλά έσωσαν την Ελλάδα.

Μπάτζιος: Δεν φαντάζομαι, αξιότιμε κ. Τουρκοβασίλη, να υπονοήτε πάντως και το περίφημον Ελληνογερμανικόν Τάγμα Πούλου και Σία, το οποίον δικάζεται από προχθές στην Θεσσαλονίκη δια τα φρικαλέα εγκλήματα τα οποία διέπραξε τούτο κατ’ αθώων ελλήνων πολιτών. Πρόκειται περί μιας σπείρας ανθρωπόμορφων τεράτων, τα οποία υπό τον δήθεν αντικομμουνιστικόν μανδύαν διέπραξαν τα στυγερώτερα εγκλήματα ληστειών και εκτελέσεων κατ' εθνικοφρόνων ελλήνων πολιτών. Συγκαταλέγεται δυστυχώς και η οικογένειά μου μεταξύ των θυμάτων των δικαζόμενων κακούργων …

Τουρκοβασίλης: Εγώ ομιλώ περί των ενόπλων χωρικών της Μακεδονίας και Θράκης, οίτινες κατώρθωσαν να συγκρατήσουν την Μακεδονίαν και Θράκην, ομιλώ περί του Μιχάλαγα, όστις δυστυχώς δεν ευρίσκεται εις την ζωήν λόγω τυχαίου ατυχήματος και δι’ άλλους καπεταναίους, οίτινες ονομάσθησαν τοιούτοι παρά του Λαού και έσωσαν την Μακεδονίαν και Θράκην» 24.

Τα Τάγματα Ασφαλείας μπορεί έτσι να «έσωσαν όλη την Ελλάδα», η οποία (κατά τους εθνικόφρονες) «δεν θα υπήρχεν χωρίς αυτούς» 25, μπορεί τα μέλη τους να αποκαταστάθηκαν υπηρεσιακά και υλικά, διατήρησαν ωστόσο και μεταπολεμικά το στίγμα του δωσίλογου. «Αι συνέπειαι αι ατιμωτικαί παρέμειναν», διαπιστώνει την άνοιξη του 1951 ο Αλέξανδρος Δημάκης, ένας από τους ελάχιστους εκπροσώπους του «λόμπυ» που διατηρήθηκαν στη δεύτερη μεταπολεμική Βουλή. 
«Και όμως, δεν εβρέθη κανείς ακόμη να ζητήση την αποκατάστασην της τιμής των ανθρώπων αυτών. Όχι δι’ ανθρώπους οι οποίοι πρόδωσαν εις τον εχθρόν, αλλά δι' ανθρώπους των Ταγμάτων Ασφαλείας. Και όταν ομιλούμεν δια Τάγματα Ασφαλείας, πρέπει να. αποκαλυπτώμεθα. Εάν δεν υπήρχαν αυτά, δεν θα υπήρχε Ελλάς, κύριοι. Είναι γνωστόν εις όλους ότι εις τα Τάγματα αυτά στηρίζεται η σωτηρία της Ελλάδος» 26.

Ο αντίλογος σ' αυτές τις κοινοβουλευτικές κορώνες θα είναι πολύ σπάνιος. Ενδεχομένως σ’ αυτό να έπαιξαν ρόλο οι ενδόμυχες επιφυλάξεις, μήπως μια συζήτηση επί της ουσίας έφερνε στο φως ανεπιθύμητες λεπτομέρειες που θα κλόνιζαν την επικρατούσα ορθοδοξία για την εποχή, τους ανθρώπους και τις οργανώσεις της. Μπορεί, πάλι, να κυριάρχησε η συναδελφική αβροφροσύνη -ή ο μέσος βουλευτής (όπως και μεγάλο μέρος της κοινωνίας, άλλωστε) να είχε πια κουραστεί απ’ αυτή την μανιώδη παρελθοντολογία, που ανήγαγε τα πάντα στις μέρες της Κατοχής και της «εαμοκρατίας». 
Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι από ένα σημείο και μετά οι μονόλογοι των υπερασπιστών των Ταγμάτων Ασφαλείας διεξάγονται ουσιαστικά εν κενώ, χωρίς να προκαλούν οποιονδήποτε διάλογο. Κατά πάσα πιθανότητα, άλλωστε, αυτός ήταν ο σκοπός τους: να «εκφράσουν» συμβολικά από το βήμα του Κοινοβουλίου- την εκδοχή εκείνη της εγχώριας εθνικοφροσύνης που εκλαμβάνει την πολιτική, όχι σαν αντιπαράθεση προγραμμάτων, αλλά σαν μνημόσυνο 27.

Υπήρξαν, ωστόσο, κάποιες εξαιρέσεις. Η σημαντικότερη συνδέθηκε με την πολύχρονη παρουσία του ΕΕΣίτη Κων/νου Παπαδόπουλου στα έδρανα της Βουλής, ως εκλεκτού των ψηφοφόρων του Λαϊκού Κόμματος, του Ελληνικού Συναγερμού και της ΕΡΕ στο νομό Κιλκίς 28.

Στην εμφυλιοπολεμική Βουλή του 1946, η παρουσία του προκαλεί ούτως ή άλλως ελάχιστο ενδιαφέρον· θα μπορέσει, έτσι, να αγορεύσει εν ονόματι του ΕΕΣ κατά τη διάρκεια της πρώτης κοινοβουλευτικής συζήτησης για την Εθνική Αντίσταση (23.7.46), χωρίς να σημειωθεί η παραμικρή αντίδραση 29
Δεν συνέβη ωστόσο το ίδιο και με τα επόμενα σώματα. Όταν επιχείρησε λ.χ. να πάρει το λόγο τον Απρίλιο του 1950, κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης Πλαστήρα, έγινε δεκτός από κεντρώους συναδέλφους του με τις κραυγές «Παύσε εσύ!» και «Είσαι ένας Γερμανός, ένας δολοφόνος, ένας προδότης!» 30. 
Η κατακραυγή έπιασε τόπο, όπως διαπιστώνουμε από το γεγονός ότι ο Παπαδοπούλας ένιωσε υποχρεωμένος, δυο μέρες αργότερα, να προσκομίσει στη Βουλή ένα καταφανώς πλαστό έγγραφο του ΕΛΑΣ, με το οποίο «πιστοποιούνταν» ανύπαρκτες ενέργειές του εναντίον της Βέρμαχτ 31.

Δεκατρία χρόνια αργότερα, ο ίδιος βουλευτής θα γίνει πρωταγωνιστής ενός πασίγνωστου κοινοβουλευτικού επεισοδίου, με πέτρα του σκανδάλου -κι εδώ- την κατοχική του δράση. Αντικείμενο της συζήτησης ήταν ένα νομοσχέδιο για την τροποποίηση του Ν.Δ. 4234/62 (του νομοθετήματος, δηλαδή, που αντικατέστησε το Ν.509/47). Στην αγόρευσή του. ο Παπαδοπούλας δηλώνει ότι «επέρασε η εποχή του σφαξίματος και της κονσέρβας.» και απειλεί την ΕΔΑ ότι «θα την εκκαθαρίσει» (ή, σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή των ρεπορτάζ της επομένης, ότι «ήρθε ο καιρός να σας σφάξουμε»), για ν’ ακολουθήσει ο παρακάτω διάλογος:

«Ένας βουλευτής: Χαϊλ Χίτλερ!

Κ. Χιωτάκης: Στην Κατοχή τι έκανες;

Γρ. Λαμπράκης: Ήσουν αξιωματικός των Ες Ες!

Κ. Παπαδόπουλος: Σκάσε π...!

Η. Ηλιου: Ο κ. Παπαδόπουλος μπόρεσε να βάλει στην ναφθαλίνη την στολή του γερμανού αξιωματικού, την οποίαν έφερε, δεν μπόρεσε όμως να βάλει στην ναφθαλίνη την χιτλερικήν νοοτροπίαν του»· 32.

Κατάληξη της κοινοβουλευτικής αυτής «αναμόχλευσης παθών» ήταν η μετατροπή των εδράνων σε αρένα: ο Παπαδόπουλος χειροδίκησε κατά του βουλευτή της ΕΔΑ Αντώνη Μπριλλάκη, για να δεχτεί κατάμουτρα τη γροθιά του Γρηγόρη Λαμπράκη, ο οποίος με τη σειρά του έγινε στόχος ομάδας βουλευτών της ΕΡΕ κι ενός κλητήρα της Βουλής. Η συνεδρίαση διακόπηκε και, με απόφαση του προεδρείου, οι επίμαχες φράσεις σβήστηκαν από τα επίσημα πρακτικά 33.

Σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο θα κινηθεί, την ίδια ακριβώς εποχή, η διακριτική αποδοκιμασία του κεντρώου βουλευτή Κων/ νου Μητσοτάκη προς τους αμιγώς εθνικόφρονες συναδέλφους του. «Το δράμα της Ελλάδος», εξηγεί με το συνήθη κυνισμό του ο χανιώτης πολιτικός, «οφείλεται εις ένα κατά βάσιν γεγονός, εις το γεγονός ότι η ιθύνουσα, τάξις της χώρας δεν εξεπλήρωσεν εις την σκληράν εκείνην περίοδον του έθνους, το χρέος το οποίον είχε έναντι του λαού και έναντι της Ελληνικής πατρίδος. [...] Είναι ανάγκη να σημειώσω μόνον χάριν της Ιστορίας, ότι εις την ιδιαιτέραν μου πατρίδα, την Κρήτην, δεν έλαβε χώραν εμφύλιος πόλεμος κατά την περίοδον της κατοχής. Τούτο συνέβη κύριοι, όχι διότι το ΕΑΜ της Κρήτης είχε άλληv κατεύθυνσιν από εκείνην την οποίαν είχε το ΕΑΜ της υπολοίπου Ελλάδος. Συνέβη διότι και η ιθύνουσα τάξις έπραξε περισσότερον το καθήκον της, έναντι της ιστορίας και έναντι του λαού κατ' εκείνην την εποχήν». Αυτός ήταν άλλωστε, σε τελική ανάλυση, και ο λόγος που «τα τάγματα Ασφαλείας, δι' ημάς τους Κρήτας της εποχής εκείνης ήτο κάτι το οποίον δεν ηδυνάμεθα να συλλάβωμεν» 34
Παρόλες τις γενικεύσεις και κυρίως τις επιλεκτικές σιωπές της, ήταν μια ανάλυση που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να διαψεύσει.

Παραπομπές

1.            Έθνος 27.3.1945.
2.            Έθνος 27.3.1945· Λευτέρης Αποστόλου, Η χορωδία της δίκης των δοσιλόγων και η αυτοκαταδίκη της δεξιάς, Αθήνα 1945, σ.59.
3              Έθνος 14.3.1945- [Ανωνύμου]. Η κωμωδία της δίκης των δοσιλόγων, Αθήνα 1945, σ. 16.
4              Έθνος 27.2.1945.
5.            Υπόμνημα Τουρκοβασίλη προς  Χίτλερ (1941), σε Βουρτσιάνης 2001, σ. 183-6- επιστολή του προς Τσολάκογλου (2.6.41), δημοσιευμένη στα Απομνημονεύματα του τελευταίου (Αθήναι 1959, σ.231-2).
6.            Για την εκδοχή του ίδιου του Τουρκοβασίλη. βλ. ΕΣΒ 28.5.1947. σ.166 κ.ες.· πολύ διαφορετική η εικόνα που δίνει ο εαμίτης συνδικαλιστής -και συγκρατούμενός του μετά το «μπλόκο» της 25. 10.43- Ν. Μαυράκης (Αντώνης Σπανουδάκης, Νίκου Μαυράκη,. Φυλακές Stein, Αθήνα χ.χ., σ. 57-91).
7.            Ποιος είναι ποιος. Βιογραφικό λεξικό προσωπικοτήτων, Αθήνα 1958, σ.381-2.
8.            Κανελλόπουλος 1977, σ.660.
9.            Εθνος 27.10.1945.
10.          ΔΙΣ915/A/9, N. Καράμπελας, «Περιληπτική ιστορική έκθεσις περί συγκροτήσεις του Τάγματος Ασφαλείας Γυθείου», Εν Γυθείω 27.12.54· ΔΙΣ/915/Α/5, Κ. Κωστόπουλος, «Περί της Ιστορίας του Τάγματος Ασφαλείας Γυθείου». Π. Φάληρον 20.11.54. σ.3· Αντωνόπουλος 1964. σ.1411· ΕΣΒ 27.10.1948. σ.147.
11.          Μητρώον Βουλευτών 1977, σ. 114-5.
12           ΕΣΒ 12.11.1947, σ.43. 327.
13           ΕΣΒ 27.10.1948, σ. 149.
14.          ΕΣΒ 27.10.1948. Η αντιδιαστολή μεταξύ «αυτών» και «ημών» είναι, φυσικά σ’ αυτή την περίπτωση καθαρά ρητορική.
15.          ΕΣΒ 27.10.1948, σ. 151-2.
16.          ΕΣΒ 27.10.1948, σ.152.
17.          ΕΣΒ 27.10.1948. σ.151-2.
18.          ΕΣΒ 24.2.1948. σ.562.
19.          ΕΣΒ 27.10.1948, σ.145.
20.          ΕΣΒ 27.10.1948. σ.149.
21.          ΕΣΒ 25.2.1948, σ.584.
22.          ΕΣΒ 12.9.1947. σ.521.
23.          ΕΣΒ 2.5.1917. σ.694.
24. Επίσημα Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής 4.12.1947, σ. 195-6. Ο Μπάτζιος ήταν αρχηγός (και μοναδικός βουλευτής) του «Κόμματος Πατριωτικής Ενώσεως», που μετείχε στην κυβερνητική «Ηνωμένην Παράταξιν Εθνικοφρόνων» (Μητρώο βουλευτών 1977. σ. 160-1).
25.          ΕΣΒ 27.10.1948. σ.3.152.
26.          ΕΣΒ 16.5.1951, σ.185.
27.          Για την πρόσληψη αυτή, βλ. Μαραντζίδης 2001. σ,223-43.
28.          Το 1946 εξελέγη, ύστερα από παρότρυνση του Μιχάλαγα, βουλευτής της Ηνωμένης Παρατάξεις Εθνικοφρρόνων στο Ν. Κοζάνης- το 1950 «μετακινήθηκε» στο Ν. Κιλκίς (Μαραντζίδης 2001. σ.212).
29.          ΕΣΒ 23.7 1946, σ.335-9. Η αγόρευσή του ηγεμόνευσε από άποψη χρόνου στη σχετική συζήτηση, καθώς η διάρκεια της υπήρξε τουλάχιστον έξι φορές μεγαλύτερη από κάθε άλλη της ίδιας μέρας.
30.          ΕΣΒ 26.4.1950. σ.39.
31.          ΕΣΒ 28.4.1950. σ.97. Το ίδιο έγγραφο είχε προσκομίσει και κατά την εξέτασή του από την αρμόδια επιτροπή (13.3.50), μετά τις διαμαρτυρίες των στελεχών της ΠΑΟ (ΔΙΣ/909/Δ/2, σ.6-7).
32. H Αυγή 14.3.1963. Ελάχιστα διαφορετικές εκδοχές στην Ελευθερία και Το Βήμα της ίδιας μέρας.
33. Η Αυγή 14.3.1963· ΕΣΒ 13.3.1963, σ.104-5.

34. EΣB 10.5.1963.σ. 754.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου