2.6.16

Ιστορία του Εργατικού κινήματος στην Ελλάδα

  Εργάτριες σε βιοτεχνία ενδυμάτων στα μέσα της δεκαετίας του 1940

Του Ανδρέα Στέργιου - "Αγορά"

Οι ρίζες του εργατικού κινήματος ανάγονται στον 19ο αιώνα στον δημοκρατικό σύλλογο της Πάτρας και έπειτα στις σοσιαλίζουσες ομάδες των Ρόκου Χοϊδά, Σταύρου Καλλέργη και Πλάτωνα Δρακούλη.
Το πρώτο εργατικό σωματείο στην Ελλάδα ιδρύθηκε στη Σύρο από τον κλάδο των ναυπηγών και των βυρσοδεψών το 1879. Ακολούθησαν γρήγορα και άλλα, στην Αθήνα, στην Πάτρα, στον Βόλο, στον Πειραιά.

Ο χαρακτηρισμός τους ως συνδικάτα είναι βέβαια αρκετά ελαστικός, αφού δεν είχαν αμιγώς εργατική σύνθεση. Ήταν περισσότερο ένα μεικτού τύπου σωματείο, όπου μπορούσαν να συμμετάσχουν και οι εργοδότες. Η έλλειψη ωστόσο συνεργασίας και ενότητας, οι
προσωπικοί ανταγωνισμοί και οι συνεχείς ραδιουργίες, που μάστιζαν το «σοσιαλιστικό» κίνημα σε αυτή την πρώτη φάση, το εμπόδισαν να αποκτήσει μαζικότητα και να συνδεθεί με τις μάζες των εργαζομένων. Αυτή ακριβώς η έλλειψη ενότητας θα αποδειχθεί και η αχίλλειος πτέρνα του για τις δυνάμεις εκείνες που θέλησαν να το ποδηγετήσουν.

Το 1908 ο Πλάτων Δρακούλης δημιούργησε τον Σύνδεσμο των Εργατικών Τάξεων της Ελλάδος και έναν χρόνο αργότερα το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.

Όσο η εκβιομηχάνιση της χώρας βρισκόταν ακόμη σε φάση δημιουργίας και το εργατικό «προλεταριάτο» είχε αριθμητικά ασήμαντη δύναμη, λίγους ενδιέφερε η ύπαρξη μη συνοχής στους κόλπους του.
Όταν εντούτοις με την πάροδο του χρόνου και την εντεινόμενη εκβιομηχάνιση στις αρχές του 20ού
αιώνα η κοινωνική ομάδα των εργατών άρχισε να πληθαίνει και να αποκτά ντε φάκτο έναν ρόλο στο κοινωνικό και στο οικονομικό γίγνεσθαι του τόπου, άρχισαν και οι υπόλοιποι κοινωνικοί εταίροι ή ανταγωνιστές να επιζητούν τη συνδιαλλαγή μαζί του.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με την πολιτική οξύνοια που τον χαρακτήριζε, ήταν ο πρώτος πολιτικός που διέβλεψε τη σημασία του ανερχόμενου αυτού κοινωνικού παράγοντα για τον αστικό μετασχηματισμό της χώρας, που προωθούσε και την προετοιμασία της στην προοπτική άμεσων ανακατατάξεων στον βαλκανικό χώρο. Γι’ αυτόν τον λόγο επιδίωξε τη γρήγορη ενσωμάτωση των εργατών στο από τον ίδιο διαμορφούμενο κοινωνικό σύστημα. Αυτό το πραγματοποίησε με δύο τρόπους, με κοινωνικές παραχωρήσεις και με τη σταδιακή χειραγώγηση των συνδικαλιστικών τους οργάνων.

Μεταξύ του 1910 και του 1914 ψηφίστηκε με τη δική του παρέμβαση μια σειρά νόμων (νόμος του 1910 «περί Κυριακής και αναπαύσεως», νόμος του 1911 «περί υγιεινής και ασφάλειας των εργατών», νόμος 1912 «περί πληρωμής εργατών και περί μισθών υπηρετών και υπαλλήλων» κ.ά.), που στόχο είχαν την αντιμετώπιση των χειρότερων συνθηκών εκμετάλλευσης στις εργασιακές σχέσεις και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργατών. Παρά την παράλληλη ίδρυση τμήματος Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο υπουργείο Οικονομικών για την τήρηση αυτών των διατάξεων, δείγμα και αυτό των προσπαθειών του Ελευθερίου Βενιζέλου, η νομοθεσία αυτή μερικώς μόνον εφαρμόστηκε.

Μέλη του εργατικού συνεδρίου της ΓΣΕΕ, 21-28 Οκτωβρίου 1918

Σημαντικότερη ήταν εξάλλου η παρέμβαση του ίδιου πολιτικού στην οργάνωση του εργατικού συνδικαλισμού σε πανελλαδικό επίπεδο, που είχε ήδη αρχίσει να συγκροτείται με διάσπαρτο τρόπο στον Βόλο, στη Πάτρα και αλλού. Ο Βενιζέλος ήταν εκείνος που έθεσε τις βάσεις του κρατικού πατερναλισμού, ορίζοντας το πλαίσιο ανάπτυξης του συνδικαλιστικού κινήματος. Συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ίδρυση του εργατικού κέντρου των Αθηνών, που οργανώθηκε κατά το γαλλικό πρότυπο (bource du travail), προσδιόρισε ένα συνολικό μοντέλο οργάνωσης.

Από το κέντρο των Αθηνών ξεπήδησε πάλι με ενθάρρυνση του Βενιζέλου η πρώτη πρωτοβουλία ίδρυσης μιας πανελλαδικής εργατικής ομοσπονδίας το 1911, που όμως απέτυχε. Με τον νόμο 281/1914 «περί σωματείων» κατοχυρωνόταν μεν για πρώτη φορά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, αναγνωριζόταν δε στο κράτος εκτεταμένες παρεμβατικές αρμοδιότητες στη λειτουργία των συνδικάτων.

  Στις 4 Νοεμβρίου 1918 συνήλθε στα γραφεία του Συνδέσμου Μηχανικών Ατμοπλοίων στον Πειραιά το ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος. Αιτία υπήρξε η ανάγκη συνένωσης των σοσιαλιστικών οργανώσεων και ομάδων σε ένα κόμμα με κοινές αρχές, πολιτική και πρόγραμμα.

Οι απαρχές του κρατικού πατερναλισμού

Καταλύτης στις εξελίξεις για την ενίσχυση και την ενοποίηση του ελληνικού εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος στάθηκε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Εκτός από την εσωτερική σταθερότητα και την κοινωνική ειρήνη που χρειαζόταν ο Βενιζέλος για την πραγματοποίηση των φιλόδοξων σχεδίων του, προστέθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου νέοι εξωγενείς παράγοντες που έκαναν ακόμη επιτακτικότερη τη .χειραγώγηση του εργατικού κινήματος. Η ανάπτυξη και η επέκταση των αντιπολεμικών αισθημάτων στις συμμαχικές χώρες, που εντάθηκαν μετά τη Ρωσική Επανάσταση και τη Συνθήκη του Μπρεστ -Λιτόφσκ το 1918 και επηρέαζαν και την αρχική φιλοπόλεμη διάθεση των σοσιαλιστικών και των εργατικών κομμάτων, μπορούσαν να έχουν ανασταλτική επίδραση στα σχέδια του Βενιζέλου για έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.

Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο υποβοήθησε τις υπάρχουσες τάσεις ενοποίησης των Ελλήνων σοσιαλιστών με την ελπίδα να κερδίσει την εύνοια των σοσιαλιστικών και των εργατικών κομμάτων της Ευρώπης που αναμενόταν να έχουν έναν καθοριστικό ρόλο στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις ειρήνης. Σε αυτήν του την προσπάθεια χειραγώγησε κατάλληλα τις μεγαλύτερες εργατικές ενώσεις της χώρας για να συμμετάσχουν στις Διασυμμαχικές Εργατικές και Σοσιαλιστικές Συνδιασκέψεις που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Την ίδια αυτή πολιτική εξυπηρετούσε και η ενθάρρυνσή του για τη σύγκληση του Πρώτου Πανεργατικού Συνεδρίου και την ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας. Στο συνέδριο που συνήλθε στις 3 Νοεμβρίου 1918 αντιπροσωπεύθηκαν 60.000 εργάτες από 44 σωματεία, χωρισμένοι σε τέσσερεις ομάδες που συγκρούσθηκαν επανειλημμένα μεταξύ τους.

Ο Βενιζέλος προσπάθησε, υποστηρίζοντας μια συγκεκριμένη ομάδα και οργανώνοντας σωρεία παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, να αποσπάσει τον έλεγχο του συνεδρίου από τους σοσιαλιστές, μην επιτρέποντάς τους να αναδειχθούν σε ομάδα πίεσης. Οι σοσιαλιστές κατόρθωσαν εντούτοις να βάλουν τη σφραγίδα τους στα περισσότερα σημεία του ιδρυτικού ψηφίσματος εκτός από εκείνα που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική, τα οποία αντανακλούσαν τις θέσεις της κυβέρνησης.

Μια βασική διάταξη στο καταστατικό της ΓΣΕΕ, που ευθύνεται για πολλά δεινά της κατοπινής εξέλιξης του εργατικού κινήματος, είχε η κατανομή των ψήφων και των εδρών. Το καταστατικό προέβλεπε ότι κάθε συνδικάτο, όσο μικρό και αν ήταν αυτό, θα έπρεπε να έχει έναν τουλάχιστο αντιπρόσωπο στο συνέδριο, ενώ τα μεγάλα συνδικάτα και οι συνομοσπονδίες μπορούσαν να έχουν μέχρι επτά. Πόσο αντιδημοκρατική ήταν αυτή η διάταξη δείχνει το παρακάτω παράδειγμα: ένα συνδικάτο ή μια συνομοσπονδία με 3.500 μέλη μπορούσε να έχει στο συνέδριο επτά αντιπροσώπους και επαρχιακά, εύκολα ελέγξιμα, συνδικάτα της περιφέρειας με τον ίδιο περίπου αριθμό μελών 100 αντιπροσώπους.

Η ομάδα που υπερίσχυσε στο 1ο συνέδριο της ΓΣΕΕ διατηρούσε στενές επαφές με το κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο έκανε την εμφάνισή του λίγες ημέρες αργότερα, στις 4-5 Νοέμβριου 1918, ως ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος) και μετονομάσθηκε στο έκτακτο συνέδριό του το 1924 σε ΚΚΕ. Η πρόβλεψη του Βενιζέλου ότι μία ΓΣΕΕ ελεγχόμενη από αριστερά ριζοσπαστικά στοιχεία θα αντιστρατευθεί στα σχέδιά του για την εγκαθίδρυση εργασιακής ειρήνης αποδείχθηκε σωστή.

Η ψήφιση του νόμου 2151/1920 με τον οποίο ο Βενιζέλος ολοκλήρωνε το θεσμικό πλαίσιο του κρατικού παρεμβατισμού, που είχε εισαγάγει ο νόμος 281/1914, δεν είχε μεγαλύτερη επιτυχία από ό,τι η συγκαλυμμένη του παρέμβαση στο συνέδριο. Ήδη τον επόμενο χρόνο ξέσπασαν απεργίες με κύρια αυτή των τραπεζικών. Για να αντιμετωπίσει ένα κύμα απεργιών αλληλεγγύης, όπως προωθούσε η διοίκηση της ΓΣΕΕ, διέταξε τη σύλληψη της ηγεσίας της και ενθάρρυνε τη φιλοβενιζελική παράτάξη να αποσπασθεί από την επίσημη ΓΣΕΕ και να δημιουργήσει δικό της συνδικαλιστικό όργανο.
Με αυτά τα μέτρα πέτυχε εντούτοις το ακριβώς αντίθετο. Η νέα ΓΣΕΕ, που στηριζόταν κυρίως στα συνδικάτα των εργατών και των λιμενεργατών, αποδείχθηκε ένα θνησιγενές σχήμα που αμέσως μετά την πτώση του Βενιζέλου διαλύθηκε, ενώ ο πόλεμος που κήρυξε η κυβέρνηση στους κομμουνιστές έστρεψε την πλειοψηφία των εργατών στο ΣΕΚΕ και αργότερα στο ΚΚΕ.

Είχε ωστόσο προλάβει να εισάγει στην πολιτική κουλτούρα περί άσκησης εξουσίας και αντιμετώπισης του εργατικού συνδικαλισμού μερικά δομικά χαρακτηριστικά που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ανθεκτικά στον χρόνο.

Διαδήλωση υπαλλήλων στην Αθήνα το 1927

Η πρακτική ελέγχου των συνδικάτων που εγκαινίασε ο Βενιζέλος θα βρει μιμητές και τα επόμενα χρόνια. Το υπουργείο Εργασίας έπαιζε τον πρώτο και τον τελευταίο ρόλο στη ρύθμιση κάθε εργατικής διαφοράς. Η κάθε μισθολογική συμφωνία, ακόμη και του πιο ασήμαντου τοπικού σωματείου, έπρεπε να υποβληθεί μέσω της ηγεσίας της ΓΣΕΕ στο υπουργείο Εργασίας για έλεγχο και επικύρωση.
Η ηγεσία της ΓΣΕΕ απέκτησε έτσι τη λειτουργία μιας ομάδας πίεσης, για την προσωπική σύνθεση της οποίας παρενέβαινε το κράτος. Τα αποτελέσματα αυτού του συστήματος ήταν οδυνηρά. Τα συνδικάτα που ανήκαν στη ΓΣΕΕ μετατράπηκαν ανεπίσημα σε κρατικά συνδικάτα. Σε όλα τα επίπεδα, η ηγεσία της ΓΣΕΕ αφομοίωσε ή καλύτερα αφομοιώθηκε από το σύστημα λειτουργίας των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, την ευνοιοκρατία, τη ρουσφετολογία και τον νεποτισμό.

Τάσος Τούσης, ο πρώτος νεκρός εργάτης, τον Μάιο του 1936 στην Θεσσαλονίκη. Η χαρακτηριστική φωτογραφία με τη μάνα στη μέση του δρόμου να μοιρολογεί το σκοτωμένο παιδί της δημοσιευθηκε στον «Ριζοσπάστη»

Η παρέμβαση των σοσιαλιστών

Στον αντίποδα της πολιτικής Βενιζέλου βρίσκονταν οι ομάδες εκείνες που προωθούσαν μια αγκίστρωση του συνδικαλιστικού κινήματος στο Κομμουνιστικό Κόμμα για την ανεξαρτητοποίηση από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο. Η πολιτική αυτή στάση είχε ομολογουμένως πλεονεκτήματα γιατί ήταν κατά βάση αντιρουσφετολογική και συντελούσε στη ριζοσπαστικοποίηση της πρακτικής διεκδίκησης κοινωνικών αιτημάτων.

Από την άλλη μεριά, όμως, μετέδωσε στις δυνάμεις εκείνες του εργατικού κινήματος όλες τις εγγενείς πολιτικές, πολιτιστικές και οργανωτικές αδυναμίες που μάστιζαν εκείνη την εποχή το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα.

Για μια μακρά περίοδο όλες οι διαμάχες και οι έριδες που θα κατατρύχουν το κίνημα αυτό θα έχουν άμεση αντανάκλαση και στο εργατικό, αφού η κάθε παράταξη ή τάση στο εσωτερικό του ΚΚΕ (εκείνη την περίοδο είναι ιδιαίτερα έντονες οι φραξιονιστικές διαμάχες ανάμεσα στους σταλινικούς, στους λικβινταριστές και στους κεντριστές, οι οποίες προκάλεσαν το 1931 την επέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τον τερματισμό της φραξιονιστικής πάλης) αναζητούσε για κορπορατικούς και νομιμοποιητικούς λόγους και τα ανάλογα ερείσματα στις τάξεις της ΓΣΕΕ.

Η κηδεία του Τάσου Τούση

Μοιραία για την εξελικτική πορεία του εργατικού κινήματος υπήρξε και η οργανωτική σύμπλεξη των δύο κινημάτων. Πόσο καθοριστικής σημασίας ήταν το γεγονός ότι πολλά στελέχη του ΚΚΕ ήταν παράλληλα και στελέχη εργατικών ενώσεων διεφάνη, όταν λόγω του «Μακεδονικού», της δικτατορίας του Πάγκαλου και της ψήφισης του «ιδιώνυμου» το 1929, που ποινικοποίησε την πολιτική ζωή της χώρας, τα στελέχη του ΚΚΕ άρχισαν να διώκονται από τις Αρχές, να φυλακίζονται, να στέλνονται εξορία, να τίθενται εν ολίγοις στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Όπως και στην περίπτωση του ΚΚΕ, δεν άργησε να διαδοθεί μια βαθιά εχθρότητα σε πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας για τους σοσιαλιστές. Η αρνητική αυτή εικόνα γινόταν ακόμη πιο έντονη με τη σκόπιμη διαστρέβλωση της σοσιαλιστικής κουλτούρας από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της από τους παραδοσιακούς φορείς που διαμόρφωναν τους κοινωνικούς θεσμούς, δηλαδή την παιδεία, την Εκκλησία, τον Τύπο και τη γραφειοκρατία, θεσμούς οι οποίοι είχαν συσταθεί «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» της άρχουσας τάξης.

Αλλά και στη θεωρητική κατάρτιση των εργατών η σύμφυση αυτή δεν προσέφερε πολλά. Τα ιδεολογικά ερμηνευτικά μοντέλα που υιοθετήθηκαν αντανακλούσαν κατά κανόνα τις εμπειρίες των βιομηχανικά ανεπτυγμένων κοινωνιών. Τα θεωρητικά αυτά πρότυπα είχαν αναμφισβήτητα έναν εκσυγχρονιστικό αντίκτυπο σε εκείνες τις κοινωνίες.

Στην Ελλάδα οι ιδέες αυτές έφθαναν ωστόσο με μια καθυστέρηση 30-40 χρόνων και δεν μπόρεσαν ποτέ να προσαρμοσθούν σωστά στις υλικές και στις πολιτισμικές πραγματικότητες της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας. Και όταν ακόμη η οργανωτική αυτή σύμπλευση σταμάτησε να υφίσταται, παρουσιάσθηκαν προβλήματα άλλης φύσεως που σχετίζονταν με τη δογματική αντίληψη του κομματικού καθήκοντος που συνοδεύει το ΚΚΕ από τη στιγμή της μπολσεβικοποίησής του στο 3ο Συνέδριο το 1924. Κατά την προσφιλή τακτική των μελών του ΚΚΕ, το συμφέρον του κόμματος, ή, καλύτερα, ό,τι αυτές οι ομάδες αντιλαμβάνονταν σαν το συμφέρον του κόμματος, είχε πάντα προτεραιότητα σε σχέση με το συμφέρον του εργατικού κινήματος, που ετίθετο στην υπηρεσία του «ταξικού αγώνα».

Το 1928 το ΚΚΕ προχώρησε μάλιστα στην ίδρυση μιας καινούργιας Συνομοσπονδίας, της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Στο ιδρυτικό της συνέδριο, στις αρχές του 1929, συμμετείχαν 340 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν 300 περίπου σωματεία με 70.000 μέλη, αριθμός εντυπωσιακός για τα δεδομένα της εποχής. Η υπερεπαναστατικότητα ωστόσο που θα επιδείξει το ΚΚΕ τη δεδομένη περίοδο, λόγω της περιβόητης εξωπραγματικής θέσης του για την «επικείμενη προλεταριακή επανάσταση», στην οποία θα επιστρατευθεί και η Ενωτική ΓΣΕΕ, θα καταδικάσει το κίνημα σε μαρασμό.

Θα χρειασθεί να μεσολαβήσει η παγκόσμια οικονομική κρίση και η πολιτική της Κομιντέρν για τη σύμπηξη λαϊκού μετώπου με στόχο την ανάσχεση του επερχόμενου φασισμού για να αρχίσουν να γίνονται κάποιες κινήσεις επανένωσης των συνομοσπονδιών. Ήταν όμως ήδη αργά, όπως φάνηκε από τις εξελίξεις, το εργατικό κίνημα είχε απολέσει τα ερείσματά του στην κοινωνία και δεν βρήκε την κατάλληλη στιγμή την απήχηση που επιζητούσε.

Η ανεξήγητα προκλητική αισιοδοξία της ηγεσίας του ΚΚΕ έδωσε την ευκαιρία στην κυβέρνηση Μεταξά να παρουσιάσει τις εργατικές κινητοποιήσεις ως ανατρεπτικές και, με αφορμή τη δυναμική αντίδραση στην πρόκληση και στην επιβολή της τάξεως, να ενισχύσει τη θέση της τόσο στον κρατικό μηχανισμό όσο και στην αστική κοινή γνώμη. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο Μεταξάς μπόρεσε να αποδιαρθρώσει το κομματικό σύστημα και να ελέγξει κάθε αντίδραση των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Φωτογραφία από την κοινή σύσκεψη του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, της ΓΣΕΕ, των ενωτικών και ανεξάρτητων συνδικάτων στις 26 Ιουλίου 1936, λίγες ημέρες πριν από την επιβολή της δικτατορίας.

Το εργατικό κίνημα σε ομηρία

Η δημιουργία του «Νέου Κράτους», όπως ονοματολογικά ενδύθηκε το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, συνέδεσε το όνομά του με μια θεσμοθετημένη πρακτική φυσικής και ηθικής εξόντωσης των αντιπάλων ή απλώς διαφωνούντων, που έμελλε να διαρκέσει με μικρά διαλείμματα για δεκαετίες. Ένας σε σχέση με τη μικρή ζωή του νεοελληνικού κράτους διαχρονικός θεσμός, η δήλωση μετάνοιας και το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, εισήχθηκαν ως γνωστόν τότε.

Με πρόσχημα τη δίωξη των κομμουνιστικών φρονημάτων το ολοκληρωτικό καθεστώς προχώρησε σε εκτεταμένες εκκαθαρίσεις παλαιών συνδικαλιστών, εκπαιδευτικών, δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι έγειραν την υπόνοια ότι σχετίζονταν με κομμουνιστικές ή, σύμφωνα με τη γλώσσα του καθεστώτος, «ανατρεπτικές» ομάδες. Παράλληλα, καλλιεργήθηκε σε μεγάλη μερίδα του λαού το πνεύμα καταδόσεως και αστυνόμευσης της ιδιωτικής ζωής.

Διαδήλωση εργατών στον Βόλο την περίοδο του Μεσοπολέμου

Στον οικονομικοκοινωνικό τομέα η πολιτική του καθεστώτος ήταν συνάρτηση των στόχων του για την εδραίωσή του στην εξουσία. Με την καθιέρωση της υποχρεωτικής διαιτησίας στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και με διάφορα μέτρα κοινωνικής πολιτικής (μείωση των ωρών εργασίας, περάτωση της ίδρυσης του ΙΚΑ), οι φορείς του καθεστώτος επιδίωξαν τη θεσμοθέτηση της παρεμβατικής πολιτικής του κράτους στην αγορά εργασίας και στον έλεγχο των αντιδράσεων των εργαζομένων, των οποίων η οικονομική και πολιτική καταπίεση αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Η σύμπλεξη κράτους και συνδικαλισμού έφθασε σε τέτοιο σημείο ώστε ο υπουργός Εργασίας Ν. Δημητράτος να είναι παράλληλα και Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΕ!

Η πλήρης ποδηγέτηση των συνδικάτων από το καθεστώς ολοκληρώθηκε με την περάτωση της ίδρυσης της Εργατικής Εστίας, που είχε αποφασισθεί ήδη με τον βενιζελικό νόμο του 5204/31. Το δικτατορικό καθεστώς ρύθμισε τότε (νόμος 96/1936) για πρώτη φορά το ιδιαίτερα ακανθώδες ζήτημα της χρηματοδότησης του συνδικαλισμού, επιβάλλοντας την υποχρεωτική συνδικαλιστική εισφορά μέσω της καταβολής της ασφαλιστικής εισφοράς που παρεκρατείτο διά μέσου των εργοδοτών από τους μισθούς. Εξασφάλισε δηλαδή την υλική υποστήριξη των από το κράτος ελεγχόμενων διοικήσεων του συνδικαλιστικού φορέα.

Προσωπικό υφαντουργείου στην Καλαμαριά τη δεκαετία του 1940.

Με τον νόμο 1435/38 καθιερώνεται εξάλλου το σύστημα των κρατικών συνδικάτων, που επιτρέπει στον υπουργό Εργασίας να καθορίζει σε κάθε επαγγελματικό κλάδο ένα σωματείο της αρεσκείας του ως το μόνο εξουσιοδοτημένο να αντιπροσωπεύει τους εργάτες του κλάδου αυτού και να αποπέμπει κατά το δοκούν όσα στελέχη δεν προσαρμόζονταν σε αυτή την πολιτική.

Ενδεικτικό για το πόσο αντιδημοκρατικό ήταν αυτό το σύστημα ελέγχου εργατών και συνδικάτων είναι και το γεγονός ότι ακόμη και οι Δυνάμεις του Άξονα κατά τη διάρκεια της Κατοχής διατήρησαν πολλές από τις διατάξεις αυτές.

Η μεγάλη μάζα των εργαζομένων δεν συμβιβάστηκε ωστόσο με αυτή τη πολιτική των δυνάμεων κατοχής και ακολούθησε το κομμάτι της ηγεσίας του εργατικού κινήματος που ανέπτυσσε αντιστασιακή δράση εναντίον των κατακτητών. Εκφραστής αυτής της αντιστασιακής βούλησης αποτέλεσε το ΕΕΑΜ (Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), που ιδρύθηκε στις 17 Ιουλίου του 1941 από το σύνολο σχεδόν των παλαιών αντιμαχομένων συνδικαλιστικών παρατάξεων. Τα χρόνια της Κατοχής αποτελούν έτσι κατά παράδοξο τρόπο την κορυφαία στιγμή στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος.

Στους Έλληνες εργαζόμενους ανήκει και η τιμή της κήρυξης της πρώτης απεργίας στην κατεχόμενη Ευρώπη (η λεγάμενη απεργία των τριών «Τ», Ταχυδρομεία-Τηλέγραφος-Τηλέφωνα, 14 Απριλίου 1941) και της ματαίωσης της πολιτικής επιστράτευσης. Αν και το ΕΕΑΜ ιδρύθηκε με πρωτοβουλία των κομμουνιστών, δεν ελέγχθηκε ποτέ από αυτό, αλλά κατόρθωσε να επιτύχει στο εσωτερικό του μια ευρεία αντιπροσώπευση τάσεων. Στην πραγματικότητα η περίοδος αυτή είναι επίσης η μόνη στην οποία λειτούργησε τόσο άρτια η εσωκομματική δημοκρατία και η διαλεκτική σχέση μεταξύ της διεκδίκησης πολιτικών και οικονομικών αιτημάτων. Το ΕΕΑΜ έγινε έτσι το μέσο για την ενοποίηση της εργατικής τάξης.

Το γεγονός εντούτοις ότι το ΕΕΑΜ συνδέθηκε ιδεολογικά και οργανικά με το ΕΑΜ, το κατέστησε αναξιόπιστο στα σχέδια των Αγγλων που για τους δικούς τους γεωστρατηγικούς λόγους επιδίωξαν μετά την απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά την αποδυνάμωσή του και την οργάνωση μιας ΓΣΕΕ μακριά από κάθε κομμουνιστική επιρροή. Το εργατικό κίνημα συμπαρασύρθηκε έτσι μέσα στη δίνη της εμφυλιοπολεμικής διαμάχης και έγινε πεδίο ανταγωνισμών και ξένων επεμβάσεων που αναίρεσαν τη διαδικασία εκδημοκρατισμού, ενοποίησης και αποπελατειακοποίησης, η οποία είχε λάβει χώρα την περίοδο της Κατοχής.

Είναι μάλλον απίθανο οι οργανωμένοι εργάτες να θεωρούσαν στην πλειονότητα τους εαυτούς τους κομμουνιστές. Λόγω της τεράστιας συμβολής των κομμουνιστών στην Αντίσταση εκτιμούσαν όμως και σέβονταν το ΚΚΕ. Με τον ίδιο τρόπο που πλαισίωσαν το ΕΕΑΜ, πλαισίωσαν και τον διάδοχο του ΕΡΓΑΣ (Εργατικός Αντιφασιστικός Συνασπισμός), στον οποίο η κομμουνιστική επιρροή ήταν εντονότερη. Το προπολεμικό ελληνικό κατεστημένο, καθώς και οι Αγγλοι και μετά το 1947 οι Αμερικανοί, που αναμείχθηκαν ενεργά στον Εμφύλιο Πόλεμο, διέβλεψαν τον κίνδυνο που προερχόταν από ένα ριζοσπαστικοποιημένο συνδικαλιστικό κίνημα και προσπάθησαν μετά τον πόλεμο να το τιθασεύσουν.

Μια πρώτη επέμβαση έγινε τον Δεκέμβριο του 1944 με τον διορισμό νέας διοίκησης στη ΓΣΕΕ από τον υπουργό Εργασίας. Η νέα διοίκηση απαρτιζόταν στην πλειοψηφία της από μεταξικούς συνδικαλιστές ή συνεργάτες των Γερμανών. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τη μερική αποκατάσταση συνδικαλιστικών ελευθεριών, ο ΕΡΓΑΣ κατόρθωσε μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες να- καταγάγει σημαντικές επιτυχίες στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργατών, που κορυφώθηκαν στο 8ο συνέδριο της ΓΣΕΕ, τον Μάρτιο του 1946. Στο σημείο αυτό όμως το ΚΚΕ υπερεκτίμησε για άλλη μία φορά τις δυνάμεις του και χρησιμοποίησε το συνδικαλιστικό κίνημα σαν αιχμή του δόρατός του στην πολιτική παλαίστρα. Το ΚΚΕ αποφάσισε με σειρά απεργιών να σκληρύνει τη στάση του και να προκαλέσει το πολιτικό κατεστημένο.
Οι απεργίες απέτυχαν ωστόσο τον στόχο τους και σταδιακά επήλθε κόπωση στους εργάτες από την μη εκπλήρωση των αιτημάτων τους.

Ταυτόχρονα, η σκληρή γραμμή έπειθε ολοένα και περισσότερο τους Αμερικανούς ότι έπρεπε και αυτοί να υιοθετήσουν σκληρή γραμμή. Για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού χειραγώγησαν τον παθολογικό αντικομμουνιστικό φόβο ξένων συνδικαλιστικών συμβούλων και της ελληνικής φιλελεύθερης και συντηρητικής Δεξιάς για να επιβάλλουν στο 9ο συνέδριο της ΓΣΕΕ, τον Μάρτιο του 1948, καιροσκοπικά στοιχεία όπως τον Μακρή και τον Θεοχαρίδη. Ο Μακρής, το όνομα του οποίου έγινε με τον χρόνο σύμβολο του υποταγμένου συνδικαλισμού, έμελλε να είναι ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ με τη μακροβιότερη θητεία. Το συνδικαλιστικό κίνημα αντίθετα ακολούθησε τη μοίρα του αριστερού κινήματος στη μεταπολεμική Ελλάδα. Ο πραγματικός συνδικαλισμός, όπως και η έκφραση πολιτικών πεποιθήσεων μη συμβατών με την επίσημη κρατική ιδεολογία, έγινε άκρως επικίνδυνη ενασχόληση. Άρχισε έτσι να καλλιεργείται ένα κλίμα απάθειας στους εργαζομένους, στο οποίο προστέθηκε σταδιακά και η απέχθεια στον επίσημο συνδικαλισμό.

Κλωστοϋφαντουργοί στο 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ.

Στον αντίποδα αυτού του υποταγμένου, κρατικού συνδικαλισμού, που προκάλεσε σωρεία διασπάσεων τη δεκαετία του 1950, η Αριστερά δια μέσου της ΕΔΑ και αργότερα η Ένωση Κέντρου, θα αντιπαρατάξουν δύο βασικά συνδικαλιστικά σχήματα: το Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα (ΔΣΚ) και τη Συντονιστική Επιτροπή Οργανώσεων 115 (ΣΕΟ115). Η ΣΕΟ, η οποία από την ίδρυσή της στην περίοδο του ανένδοτου αγώνα το 1962 θα συγκεντρώσει στους κόλπους της το σύνολο των συνδικαλιστικών οργανώσεων της ΕΔΑ και της Ένωσης Κέντρου, εκπροσωπούσε αρχικά 115 διαγραμμένα συνδικάτα από την επίσημη ΓΣΕΕ, που είχαν αρνηθεί να συμπορευθούν με τη γραμμή της διοίκησης Μάκρη.

Η προοδευτικά αυξανόμενη δύναμη της ΣΕΟ, που έφθασε να εκπροσωπεί το 1967, την παραμονή της δικτατορίας, 720 συνδικάτα, δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε η ΣΕΟ να έχει τη δυνατότητα να συγκροτήσει δική της τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία θα μπορούσε σταδιακά να αντικαταστήσει την επίσημη ΓΣΕΕ. Η αναμονή όμως της έλευσης στην εξουσία της Ενώσεως Κέντρου, που τη στιγμή εκείνη εξέφραζε τις προσδοκίες του συνδικαλιστικού κόσμου, την οδήγησε σε στάση αναμονής. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου προέβη πράγματι σε καθαίρεση της διοίκησης Μακρή και πραγματοποίησε αρκετές απόπειρες για την εξυγίανση του συνδικαλιστικού χώρου. Η πράξη αυτή καθαυτή συνιστούσε ωστόσο μία ακόμα παρέμβαση της επίσημης εξουσίας, που ακύρωνε την αυθαίρετη πράξη μιας προγενέστερης εξουσίας.

Οι πράξεις αυτές υποδηλώνουν, ανεξάρτητα από το αν η μία ή η άλλη ενέργεια ήταν προς όφελος του εργατικού κινήματος, ότι οι αντιπαραθέσεις που διεξάγονταν στο επίπεδο της εργατικής εκπροσώπησης, μια εσωτερική υπόθεση του κινήματος, είχαν μετατραπεί σε αντιπαραθέσεις για την κατάκτηση της εξουσίας. Και αντίστροφα, οι διαμάχες της εξουσίας για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού μεταφέρονταν στο συνδικαλιστικό κίνημα και μετέδιδαν τη δυναμική τους στη
διαπάλη για την κατάκτηση της ηγεσίας της εργατικής εκπροσώπησης.

Η παρέμβαση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου αποσκοπούσε στο να θέσει τις βάσεις για ένα νέο ξεκίνημα. Οι μετέπειτα εξελίξεις ματαίωσαν ωστόσο και αυτή την προσπάθεια. Η λεγάμενη κυβέρνηση των αποστατών επανέφερε με νόθο τρόπο στο 15ο συνέδριο της ΓΣΕΕ, το 1966, τη διοίκηση Μακρή και Θεοδώρου, οι οποίοι υποδέχθηκαν με συγχαρητήριο τηλεγράφημα την κυβέρνηση των συνταγματαρχών. Η συνακόλουθη χουντική κυβέρνηση διατήρησε αρχικά τη διοίκηση αυτήν, για να την καθαιρέσει και πάλι και να εγκαταστήσει με το διάταγμα του 186/69 στην κορυφή του μεγαλύτερου συνδικαλιστικού οργάνου των εργατών μια νέα διορισμένη διοίκηση.

Η οργάνωση της ΣΕΟ, όπως και η ελεύθερη συνδικαλιστική δραστηριότητα, απαγορεύονται με διαδοχικά διατάγματα τα δύο πρώτα χρόνια, ενώ πολλοί συνδικαλιστές συλλαμβάνονται και εξορίζονται. Το κράτος επιβάλλει δια νόμου τη συνεργασία εργατών, κράτους και εργοδοτών. Η κρατική παρέμβαση ήταν τόσο εξόφθαλμη, που οι διεθνείς συνδικαλιστικές οργανώσεις (IBFG) έθεσαν τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ σε διαθεσιμότητα, έως ότου αποκατασταθεί η δημοκρατία πάλι στο εσωτερικό τους. Το εργατικό κίνημα εισέρχεται σε φάση πλήρους ομηρίας.

Η ειρωνεία της ιστορίας θέλησε η χούντα να είναι εκείνη η κυβέρνηση η οποία θα ανακινήσει για μία ακόμη φορά το ζήτημα της χρηματοδότησης. Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο διεθνείς συνδικαλιστικές οργανώσεις (IL0) ασκούσαν πίεση στις κυβερνήσεις για τον ασφυκτικό έλεγχό τους στις συνδικαλιστικές οργανώσεις μέσω της κρατικής χρηματοδότησης. Η χούντα, στην προσπάθεια της να εμφανίσει προς τα έξω ένα φιλελεύθερο προσωπείο και να κατασιγάσει τις αντιδράσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, δημιούργησε το 1971 τον ΟΔΕΠΕΣ (Οργανισμός Διαχείρισης Ειδικών Πόρων Εργασιακών Σωματείων), στον οποίο η Εργατική Εστία μεταβίβαζε την αρμοδιότητα να χρηματοδοτεί τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που ανήκαν στον κρατικό οργανισμό του ΟΔΕΠΕΣ.

Με αυτό το μέτρο δεν απέφυγε τη διεθνή καταδίκη, αφού αποδείχθηκε γρήγορα ότι επρόκειτο για καμουφλάζ της Εργατικής Εστίας, θέσπισε εντούτοις έναν οργανισμό που, όπως και στην ανάλογη περίπτωση της δικτατορίας του Μεταξά, έμελλε να αποδειχθεί ανθεκτικός στον χρόνο.

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Μακεδονία (12.5.1936), για τα γεγονότα της Πρωτομαγιάς,

Το συνδικαλιστικό κίνημα μετά τη Μεταπολίτευση

Η επαναφορά της δημοκρατίας και η αποκατάσταση των ατομικών δικαιωμάτων το 1974 συνεπέφεραν και την αναμενόμενη κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών από τον συνταγματικό νομοθέτη το 1975 (Άρθρο 23, παράγραφος 1). Η νέα περίοδος γέννησε ελπίδες, αποκάλυψε όμως παράλληλα ότι το συνδικαλιστικό κίνημα είχε πλέον να αντιπαλέψει νοσηρά φαινόμενα πολύ απειλητικότερα από ό,τι οι κρατικές διώξεις και η ανελευθερία. Κατ’ αρχήν, η πολυδιάσπασή του έπαυε να είναι μόνο οργανωτική, γινόταν τώρα και κομματική.

Στην αυγή της δημοκρατίας το συνδικαλιστικό κίνημα ήταν χωρισμένο σε τέσσερεις βασικές παρατάξεις, οι οποίες είχαν προέλθει από τις αντίστοιχες αντιστασιακές οργανώσεις, που είχαν δραστηριοποιηθεί κατά την περίοδο της χούντας: Την ΕΣΑΚ (ΚΚΕ), τη ΔΕΚΕ (ιδρυμένη από παλιά στελέχη της Ενώσεως Κέντρου που είχαν προσχωρήσει στη Νέα Δημοκρατία), την ΠΑΣΚΕ (ΠΑΣΟΚ) και την ΑΕΜ (από στελέχη που προσέκειντο στο ΚΚΕ Εσωτερικού). Το κύρος του συνδικαλισμού βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα. Οι περισσότερες οργανώσεις που είχαν λειτουργήσει με άδεια του καθεστώτος ήταν οργανώσεις «φαντάσματα», με νομότυπη όμως δομή που τους εξασφάλιζε την επίσημη χρηματοδότηση του κράτους.

Οι ελπίδες του συνδικαλιστικού κόσμου στράφηκαν στην αναμενόμενη αποχουντοποίηση. Λόγοι που σχετίζονταν με την ομαλή μετάβαση στο δημοκρατικό καθεστώς και η ατολμία της κυβέρνησης Καραμανλή, που επέτρεψε σε παράγοντες του παλαιού καθεστώτος να συνυπάρξουν στη νέα πολιτειακή κατάσταση και στη νέα διορισμένη διοίκηση της ΓΣΕΕ, δημιούργησαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο περαιτέρω ανάπτυξης του επίσημου συνδικαλισμού. Το κρατικό ίδρυμα χρηματοδότησης ΟΔΕΠΕΣ όχι μόνο δεν καταργήθηκε, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά αντιθέτως με τον νόμο 51571977 θα αποκτήσει επιπρόσθετες αρμοδιότητες, όπως την ακόμη πιο παρεμβατική διάταξη, βάσει της οποίας ο υπουργός Εργασίας μπορούσε κατά το δοκούν να διανέμει το 8% των πόρων του ΟΛΕΠΕΣ για την «προώθηση των γενικότερων συνδικαλιστικών σκοπών»!

Όταν το 1982 ο υπουργός Κακλαμάνης διενήργησε έρευνα για τους σκοπούς που διατέθηκαν αυτοί οι πόροι, στάθηκε πολλές φορές αδύνατον να εντοπισθούν στους ισολογισμούς των συνδικάτων τα χρήματα που σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου είχαν διοχετευθεί στα συγκεκριμένα σωματεία.

Μια σειρά άλλων ενεργειών της κυβέρνησης Καραμανλή επιβάρυναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Οι διαγραμμένες από τη χούντα οργανώσεις, όπως το κίνημα των 115 σωματείων που ήταν ο αληθινός εκπρόσωπος των εργαζομένων πριν από τη δικτατορία, παρέμειναν προς έκπληξη όλων στην παρανομία. Η κυβερνητική παράταξη κατόρθωσε έτσι μέσα από το ψηφοδέλτιο της Δημοκρατικής Συνεργασίας να πάρει στο 18ο συνέδριο της ΓΣΕΕ το 1976 την πλειοψηφία.

Διαδηλωτής με σημαία της ΓΣΕΕ.

Η αντίδραση από τη συνδικαλιστική αντιπολίτευση ήταν άμεση. Και οι τρεις συνδικαλιστικές παρατάξεις της αντιπολίτευσης θα συμπήξουν κοινό μέτωπο εναντίον της κυβέρνησης, που θα προκαλέσει μεγάλα κύματα απεργιών και κινητοποιήσεων από μέρους των εργαζομένων. Τις αντιδράσεις, τις απεργίες και τις διαδηλώσεις των εργαζομένων θα προσπαθήσει να κατευνάσει με έναν νόμο (330/1976), που δίκαια χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους πιο αντισυνδικαλιστικούς που ψηφίστηκαν ποτέ. Ο νέος νόμος επρόκειτο, βάσει των διακηρύξεων της κυβέρνησης, να αποκαταστήσει την αυτοτέλεια και την αυτονομία του συνδικαλιστικού κινήματος. Βάσει του νέου νόμου, όμως, πολιτικές απεργίες ή απεργίες συμπαράστασης ήταν εκ προοιμίου απαγορευμένες, ενώ ο εργοδότης αποκτούσε εκτεταμένα δικαιώματα στη διαδικασία λήψης απόφασης για την κήρυξη απεργίας!

Ύστερα από αυτό, η πόλωση θα πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Το 19ο συνέδριο της ΓΣΕΕ θα διεξαχθεί το 1978 στην Καλαμάτα χωρίς τη συμμετοχή της αντιπολίτευσης και θα επιτρέψει για πρώτη φορά μετά την πτώση της χούντας την ανάδειξη στα κορυφαία διοικητικά όργανα της ΓΣΕΕ ανθρώπων που είχαν επίσημα συνεργασθεί με τη χούντα.

Στη συνέχεια, οι αντιπολιτευόμενες παρατάξεις θα σκληρύνουν ακόμη περισσότερο τη στάση τους και θα προβούν το 1979 στην ίδρυση ενός νέου συνδικαλιστικού σχήματος ΣΑΔΕΟ (Συνεργαζόμενες Αγωνιστικές Δημοκρατικές Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις), ενώ οι προσκείμενες στην κυβέρνηση οργανώσεις θα διοικούν χωρίς αντιπολίτευση για τέσσερα χρόνια, αφού και το 20ό συνέδριο το 1981 στην Κασσάνδρα έγινε χωρίς τη συμμετοχή της αντιπολίτευσης.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία συνοδεύτηκε από ένα τεράστιο κύμα ελπίδων, που είχε συνδεθεί με το κίνημα της αλλαγής. Οι ελπίδες αυτές δικαιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα δύο πρώτα χρόνια της θητείας της κυβέρνησης, βασικό χαρακτηριστικό των οποίων ήταν ο επαναστατικών διαστάσεων νόμος 1264/82. Ο νόμος αυτός, εκτός από πλήθος ευεργετικών διατάξεων για τους εργαζομένους, νομιμοποιούσε και επέβαλλε τον εργοστασιακό συνδικαλισμό, τερματίζοντας μια μακρά περίοδο εκφοβισμού, ελέγχου και καταστολής των εργαζομένων που ασκούσαν συνδικαλισμό ή απλώς ανέπτυσσαν συνδικαλιστικές πρωτοβουλίες.

Από το 1983 και μετά εισέρχεται σταδιακά η φάση σταθερής προσαρμογής του συνδικαλιστικού κινήματος στην κυβερνητική συνδικαλιστική πρακτική προηγούμενων εποχών, ο οποία μεταλλάσσεται σε έναν νέο τύπο κυβερνητικού συνδικαλισμού λατινοαμερικάνικου χαρακτήρα με λαϊκιστική υπόσταση. Μεσολαβεί φυσικά ήδη τον Ιανουάριο του 1982 η κρατική παρέμβαση στα εσωτερικά της ΓΣΕΕ, που προκάλεσε με δικαστική απόφαση την αντικατάσταση της παλαιάς διοίκησης Καρακίτσου με νέα προσωρινή διοίκηση. Επειδή αυτή η διοίκηση ωστόσο είχε ταυτίσει το όνομά της με νόθες διαδικασίες και μια αντεργατική και αντισυνδικαλιστική πολιτική, η εξωγενής αυτή παρέμβαση είναι ίσως η μόνη που έγινε, μετά τη προσπάθεια της Ενώσεως Κέντρου το 1964 να αποκαταστήσει την ομαλή λειτουργία στη ΓΣΕΕ, εν πολλοίς δεκτή με ανακούφιση από τους εργαζομένους. Προκάλεσε επίσης λίγες αντιδράσεις, αν και η πράξη αυτή καθαυτή συνιστά μια ακόμα υπονόμευση της αυτοτέλειας του εργατικού κινήματος.

Σε αντίθεση με την πολιτική αποκλεισμού των αριστερών εκπροσώπων, που είχαν ακολουθήσει οι κυβερνήσεις της Δεξιάς για να ελέγξουν τη ΓΣΕΕ, η πολιτική που ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ ως το 1985 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολιτική κάθετης ενσωμάτωσης των εργαζομένων. Μέσα από ένα λαϊκιστικό λόγο που υποσχόταν όλα σε όλους και μια πολιτική παροχών, προσπάθησε να κερδίσει την εύνοια των εργαζομένων και την ενσωμάτωσή τους στο ΠΑΣΟΚ. Η πολιτική αυτή είχε επιτυχία και απέναντι στα στελέχη της παραδοσιακής Αριστεράς.

Η γενιά της αλλαγής μεταβλήθηκε μέσα λίγα χρόνια σε γενιά της συναλλαγής με έντονη πελατειακή νοοτροπία και εξουσιαστική συμπεριφορά. Η στάση αυτή εκτρεφόταν φυσικά από δύο γεγονότα. Το ένα ήταν η ενστικτώδης βουλητική αντίδραση στον αποκλεισμό αυτών των ομάδων για δεκαετίες από τη διανομή των διοικητικών προνομίων και η ανεμπόδιστη πρόσβαση των κλαδικών στη διαδικασία προσλήψεων και πελατειακών εξυπηρετήσεων, που το κόμμα τούς παρείχε αφειδώς για να επιταχύνει την αφομοίωση αυτών των ομάδων στη νέα δομή εξουσίας. 0 ιδιότυπος αυτός κρατικός κορπορατισμός οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος και στο ότι η συνδικαλιστική παράταξη του ΠΑΣΟΚ, ΠΑΣΚΕ, δεν είχε παραδοσιακούς δεσμούς με το εργατικό κίνημα και υστερούσε οργανωτικά σε σχέση με την Αριστερά. Επιδίωξε έτσι, μέσα από τη στενή της σύνδεση με το κόμμα, να ενδυναμώσει τη θέση της στη ΓΣΕΕ με τη διανομή οφίτσιων.

Συγκέντρωση συνδικάτων στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου στα τέλη της δεκαετίας του 1940 

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποδοχής νοσηρών φαινομένων από τη νέα «διοικητική γενιά» συνδικαλιστών είναι και το ζήτημα της χρηματοδότησης. Με τον 1264/82 καταργήθηκε έπειτα από 11 χρόνια ο ΟΔΕΠΕΣ και η χρηματοδότηση των συνδικάτων μέσω της Εργατικής Εστίας. Ως αναπόσπαστο κομμάτι του εκδημοκρατισμού θεωρήθηκε τότε η καθιέρωση της εθελούσιας συνδικαλιστικής εισφοράς των μελών προς τις οργανώσεις τους.

Επειδή ωστόσο τα συνδικάτα απειλούνταν από οικονομική καταστροφή, προβλέφθηκε ένα μεταβατικό διάστημα τριών ετών ως την καθιέρωση της εισφοράς, στο οποίο τα συνδικάτα θα χρηματοδοτούνταν από την Εργατική Εστία. Επανήλθε δηλαδή το καθεστώς που ίσχυε πριν από το 1971, με την επιπρόσθετη διάταξη για τον ρόλο του υπουργού, που υπέθαλπε την ευνοιοκρατία. Αναφορικά με τη μεταβατικότητα της διάταξης, αξίζει να αναφερθεί ότι ισχύει με εξαίρεση τη διάταξη για τις αρμοδιότητες του υπουργού με μικρές διαφοροποιήσεις μέχρι σήμερα.

Το 1985, χρονιά σημαδιακή για το εργατικό κίνημα, επήλθε ρήξη στη μέχρι τότε αγαστή συνεργασία συνδικάτων-κυβέρνησης και ΓΣΕΕ-ΠΑΣΟΚ. Η διοίκηση της ΓΣΕΕ είχε μέχρι τότε, με εξαίρεση τις δεξιές παρατάξεις που απείχαν τώρα με τη σειρά τους από τις εκλογικές διαδικασίες, διαπαραταξιακό χαρακτήρα ως αποτέλεσμα του 22ου συνεδρίου της ΓΣΕΕ το 1983. Η κυβέρνηση ακολουθούσε ως τότε πολιτική μη παρέμβασης στα εσωτερικά της ΓΣΕΕ, μετουσιώνοντας σε πράξη την αποφθεγματικού τύπου δημόσια ομολογία του Ανδρέα Παπανδρέου ότι «Η λαϊκή κυριαρχία και η δημοκρατική διαδικασία δεν περιορίζονται στο Κοινοβούλιο. Έχει τρεις ουσιαστικές, αλληλοεξαρτώμενες μορφές. Την Κοινοβουλευτική, τη συνδικαλιστική και την
Τοπική Αυτοδιοίκηση. Δημοκρατία δεν νοείται αν φιμώσουμε και ελέγξουμε τα συνδικάτα».

Τον Οκτώβριο του 1985 η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ανακοινώνει την πολιτική λιτότητας, που προέβλεπε αυξήσεις στους μισθούς κάτω από τον τιμάριθμο και απαγόρευση των αυξήσεων στους μισθούς και στα μεροκάματα πέρα των ορίων που προέβλεπε ο νόμος για δύο χρόνια. Ένα μέρος των συνδικαλιστών του ΠΑΣΟΚ αρνήθηκε να συμπορευθεί με αυτή την πολιτική και συμμάχησε με την αντιπολίτευση προκαλώντας νέα πλειοψηφία στη ΓΣΕΕ, προωθώντας την ανάδειξη νέας διοίκησης, αποφασισμένης να τηρήσει αντιπολιτευτική τακτική. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προέβη τότε σε διαγραφή των στελεχών αυτών και εξαναγκασμό των συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ που διέκειντο ακόμη φιλικά στην κυβέρνηση να προκαλέσουν τεχνητά τη δικαστική παρέμβαση και να διεκδικήσουν την επαναφορά τους στην κορυφή της Συνομοσπονδίας.

Το δικαστήριο αποφάσισε την καθαίρεση της νόμιμα και ύστερα από πολλά χρόνια και με αντιπροσωπευτικό τρόπο εκλεγμένης διοίκησης της ΓΣΕΕ και στον διορισμό νέας προσωρινής. Το συνδικαλιστικό κίνημα εισερχόταν πάλι σε μία τετραετή περίοδο όξυνσης και εσωτερικών αναταραχών, αφού το 23ο (1986) και το 24ο (1988) συνέδριο της ΓΣΕΕ πραγματοποιήθηκαν χωρίς τη συμμετοχή της αντιπολίτευσης, με όμοιο τρόπο όπως τα συνέδρια της δεκαετίας του 1970, τα οποία οι τώρα διοικούντες συνδικαλιστές τα είχαν χαρακτηρίσει ως νόθα.

 Οι συνέπειες για τη βάση του συνδικαλιστικού κινήματος ήταν ανυπολόγιστες. Οι πράξεις αυτές των συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ επέφεραν τρομακτική σύγχυση στον κόσμο της Αριστερός καθώς εντάσσονταν σε μια λογική του παρελθόντος, που οι ίδιοι είχαν αντιπαλέψει με πάθος. Η ιδιοποίηση πρακτικών του κρατικού παρεμβατισμού και καταναγκασμού από ένα κίνημα που όφειλε την ανέλιξή του στην άρνηση αυτών των πρακτικών και μάλιστα τις περισσότερες φορές έπειτα από θυσίες για τους ίδιους, ενίσχυε την ισοπεδωτική αντίληψη του απλού εργαζόμενου ότι όλοι ανήκουν στο ίδιο εξουσιαστικό παιχνίδι.

Το επόμενο αντιπροσωπευτικό συνέδριο πραγματοποιήθηκε πάλι το 1990 (26ο), χρονιά όπου έπειτα από πολλές δεκαετίες καταργήθηκε και ο θεσμός της υποχρεωτικής διαιτησίας. Στο 26ο συνέδριο έγιναν εξάλλου για πρώτη φορά προσπάθειες να αντιμετωπισθεί η οργανωτική πολυδιάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος, καθιερώνοντας το τετράπτυχο: ένα σωματείο στο εργοστάσιο/επιχείρηση, ένα σωματείο στον κλάδο παραγωγής, ένα εργατικό κέντρο στον νομό, μία ομοσπονδία στον τομέα ή στον κλάδο παραγωγής ή υπηρεσιών. Οι αποφάσεις του δεν υλοποιήθηκαν εντούτοις ακόμη.

Το 1990 εξαλείφθηκε επίσης οριστικά η προσβλητική για το συνδικαλιστικό κίνημα διάταξη, βάσει της οποίας ο υπουργός Εργασίας μπορούσε κατά το δοκούν να διαθέσει το 8% των συνδικαλιστικών εισφορών που διαχειριζόταν η Εργατική Εστία, χωρίς όμως να καταργηθεί η χρηματοδότηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων διά μέσου της υποχρεωτικής παρακράτησης της εισφοράς από τον μισθό. Από την ημερομηνία αυτήν και έπειτα μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι η ΓΣΕΕ λειτουργεί τουλάχιστον τυπικά σε αρμονία με τις κανονιστικές διατάξεις που η ίδια έχει θεσπίσει.

Η εξέλιξη του συνδικαλισμού στον δημόσιο τομέα

Το δημοσιοϋπαλληλικό συνδικαλιστικό κίνημα ακολούθησε κατά εύλογο τρόπο πορεία παράλληλη με το εργατικό κίνημα, αν και η απασχόληση στο Δημόσιο έχει ακολουθήσει διαφορετική τροχιά από την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, όπως και διαφορετικές διαδικασίες για τη ρύθμιση των όρων και των συνθηκών απασχόλησης. Οι διαδικασίες αυτές παραδοσιακά βασίζονταν στον μονομερή καθορισμό από τον εργοδότη και ερμηνεύονταν και αναλύονταν περισσότερο σύμφωνα με το διοικητικό δίκαιο παρά με τις σύγχρονες αντιλήψεις για τις εργασιακές σχέσεις.

Σε οργανωτικό επίπεδο, η μαζική οργάνωση των δημοσίων υπαλλήλων στα συνδικάτα ακολούθησε αυτή των εργατών στον ιδιωτικό τομέα (ΓΣΕΕ), κυρίως μετά το 1920, όπου υπήρξε θεαματική αύξηση της απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση. Επικράτησε η επιλογή της ίδρυσης ξεχωριστής συνδικαλιστικής οργάνωσης για τους δημοσίους υπαλλήλους. Έπειτα από την ίδρυση μερικών οργανώσεων στις αρχές της δεκαετίας όπως της ΟΛΜΕ το 1926, το 1928 ιδρύθηκε η Συνομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων. Ήδη το 1926 είχε λάβει χώρα μεγάλη πανδημοσιοϋπαλληλική απεργία για το μι-σθολογικό και Ιο ιδρυτικό συνέδριο της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδος (ΣΔΥΕ).

Η δεκαετία του 1930 προκάλεσε μεγάλες ανακατατάξεις και ζυμώσεις εντός του δημοσιοϋπαλληλικού κινήματος. Το 1931 ψηφίστηκε ο νόμος «περί Υπαλληλικών Οργανώσεων», ο οποίος απαγόρευε την απεργία στο Δημόσιο και ποινικοποιούσε τη συνδικαλιστική δράση. Η ΣΔΥΕ αποδυναμώνεται. Μεταξύ του 1932-1936 28 οργανώσεις δημοσίων υπαλλήλων αποφασίζουν να συγκροτήσουν την «Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή», που διαλύεται από τη δικτατορία Μεταξά, επανασυγκροτείται και λειτουργεί παράνομα ως το 1944.

Το 1944, αμέσως μετά την απελευθέρωση, επανιδρύεται η ΣΔΥΕ και απο-κτάει νόμιμη λειτουργία. Έναν χρόνο μετά, με κρατική παρέμβαση (Συντακτική Πράξη 59/1945), ιδρύθηκε η ΑΔΕΔΥ από ελεγχόμενες από το κράτος συνδικαλιστικές οργανώσεις. Για 40 περίπου χρόνια η ΑΔΕΔΥ υπήρξε έκτοτε μια απολύτως ελεγχόμενη από τις εκά-στοτε κυβερνήσεις οργάνωση.

Το 1982 ψηφίστηκε ο επαναστατικών διαστάσεων νόμος του 1264/82, ο οποίος σηματοδότησε τον εκδημοκρατισμό της ΑΔΕΔΥ. Συγκαλείται το 25ο συνέδριό της, στο οποίο ισχύει για πρώτη φορά το σύστημα της απλής αναλογικής. 0 κρατικός παρεμβατισμός τερματίζεται σε θεσμικό επίπεδο, παραμένει εντούτοις σε πολιτικό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Athanassios, Alexiou, ZurFrage derEntste-hung und Formierung der griechischen Ar-beiterbewegung (Frankfurt am Main: Peter Lang, 1994).

Panagiotis, Noutsos, “Sauberungen innerhalb der griechischen KP”, H. Weber und D. Sta-ritz (Hrsg.), Kommunisten verfolgen Kommu-nisten (Berlin: Akademie Verlag, 1993).

Heinz, Richter, “Die griechische Kommu-nistische Partei 1944-1947: Von der Mas-senpartei zur Kaderpartei”, in: D. Staritz und H. Weber (eds.), Einheitsfront, Ein-heitspartei (Koln: Verlag Wissenschaft und Politik, 1989).

Kostas, Lavdas und Efthalia, Chatzigianni, «Griechenland. Interessensgruppen und Politik im Zeitalter der Europaisierung», in: Werner Reuter (ed.), Verbande und Interessensgruppen in den Landern der Europaischen Union - Neuauflage von Verbande und Verbandssysteme in West-europa (Stuttgart: UTB, 2012).

Γ. Κουκούλες - B. Τζαννετάκος, Συνδικαλιστικό Κίνημα 1981-1986. Η Μεγάλη Ευκαιρία που χάθηκε (Αθήνα, Οδυσσέας, 1986).

Α, Αυγουστίδης, Το Ελληνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα κατά τη Δεκαετία του ’40 και τα Περιθώρια της Πολιτικής, Αθήνα, Καστανιώτης, 1999.

Βασίλης Λάζαρης, Οι Ρίζες του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κινήματος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.

Στέλλα Ζαμπαρλούκου, «Από την Ενσωμάτωση στην Αυτονομία: Η Συνδικαλιστική Πολιτική του ΠΑΣΟΚ κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990», στο: ΠΑΣΟΚ: Κόμμα-Κρά-τος-Κοινωνία, Αθήνα, Εκδ. Πατάκη, 1998.
I Ο Ανδρέας Στεργίου είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας και Πολιτικής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

1 σχόλιο: