5.6.16

Τι έκανες στον πόλεμο, τραπεζοϋπάλληλε;

Απελευθέρωση. Το κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την υποδοχή των συμμαχικών στρατευμάτων (14/10/1944) 

«Πάσα απεργία θα θεωρείται ως εχθρική εκδήλωσις του πληθυσμού έναντι των Αρχών Κατοχής ακόμη και αν δεν θίγονται στρατιωτικά συμφέροντα» 
Βίλχελμ Σπάιντελ, Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος (10/9/1943) 
Μολονότι κυκλοφορούν χιλιάδες βιβλία για την Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου, δεν είναι λίγες οι πτυχές της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας της περιόδου που εξακολουθούν να παραμένουν στη σκιά.
Ιδίως όσον αφορά την καθημερινότητα των μεγάλων αστικών κέντρων και πρώτα απ’ όλα της πρωτεύουσας: πώς βίωσαν οι διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και ομάδες της την εμπειρία της ναζιστικής κατοχής και όσα αυτή συνεπαγόταν, πώς αυτά τα διαφορετικά βιώματα διαπλέχθηκαν με το δίπολο αντίσταση-δωσιλογισμός και τις ενδιάμεσες «γκρίζες ζώνες», πώς όλες αυτές οι αντιθέσεις εξέβαλαν στα 33 θυελλώδη μερόνυχτα των Δεκεμβριανών, τι ακριβώς συνέβη στα αστικά μετόπισθεν του καθαυτό Εμφυλίου...
Συλλογική εμπειρία πολύ περισσότερο ταξικά επικαθορισμένη εδώ απ’ ό,τι στην επαρχία, καθώς μέσα σε λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα πυκνοκατοικημένης γης, ακόμη και σε διπλανούς δρόμους ή σπίτια, συνυπήρχαν ο μεγάλος πλούτος με την ακραία φτώχεια, ο λιμός με τη χλιδή, οι προσφυγικοί καταυλισμοί με τις αστικές πολυκατοικίες, η οργανωμένη πάλη με την απεγνωσμένη ή κοινωνικά αδιάφορη αναζήτηση προσωπικών λύσεων. 
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ
Εξαιρετικά καλοδεχούμενο, ως εκ τούτου, το τεκμήριο που εξέδωσε ο ιστορικός και αρχειονόμος Ζήσιμος Συνοδινόςκαλύπτοντας ένα κενό αυτού του παζλ: το κατοχικό και μετακατοχικό «Ημερολόγιον συμβάντων» του κεντρικού καταστήματος (Σταδίου 38 και Κοραή) της Τράπεζας Αθηνών, ιδρύματος που υπήρχε από το 1893 και το οποίο έμελλε να συγχωνευτεί το 1953 από την κυβέρνηση Παπάγου-Μαρκεζίνη με την Εθνική Τράπεζα – με τις συνήθεις σ’ αυτές τις περιπτώσεις ανθρωποθυσίες 1.500 απολύσεων και αναγκαστικών πρόωρων συνταξιοδοτήσεων.
Μέσα από τις σελίδες του λακωνικού αυτού ντοκουμέντου κι ακόμη περισσότερο μέσα από τον πλούσιο υπομνηματισμό του επιμελητή, που φωτίζει πρόσωπα και πράγματα αξιοποιώντας το αρχείο της Εθνικής και ποικίλες δημοσιευμένες πηγές, προβάλλει ανάγλυφα η εικόνα μιας ολόκληρης κοινωνικής κατηγορίας Αθηναίων της εποχής, που βρέθηκε -κι αυτή- στη δίνη των γεγονότων: των τραπεζικών υπαλλήλων, τυπικών εκπροσώπων της τότε μικροαστικής τάξης και συνάμα εργαζομένων σ’ έναν κλάδο ζωτικό για τη λειτουργία της υπόλοιπης οικονομίας. 
Το «Ημερολόγιον» ξεκινά στις 2 Απριλίου 1943, με το αίτημα του Ιταλικού Φρουραρχείου για «ονομαστικήν κατάστασιν του Προσωπικού» του καταστήματος,«μετά των διευθύνσεων κατοικιών και του τόπου γεννήσεως ενός εκάστου υπαλλήλου» (σ. 49).
Είχαν προηγηθεί οι μεγάλες απεργίες και διαδηλώσεις ενάντια στην επιστράτευση (24-25/2 και 4-5/3/1943) και ο αντικατοχικός εορτασμός της 25ης Μαρτίου, με μαζική συμμετοχή των τραπεζικών.
Ο συντάκτης του κατάστιχου παραμένει ανώνυμος, από τις διατυπώσεις του συνάγεται ωστόσο πως ήταν κάποιο υψηλόβαθμο στέλεχος, με διακριτικές αλλά εμφανείς εκδηλώσεις συμπάθειας για το αντιστασιακό κίνημα· πάντως όχι ο επόπτης ασφαλείας του καταστήματος, τα καθήκοντα και οι προσβάσεις του οποίου κινούνταν σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο (σ. 41-43).
Μετά τη Βάρκιζα το τετράδιο συμπληρώνεται πολύ σποραδικά (μόλις 10 εγγραφές μεταξύ 16/10/1945 και 24/3/1948), από υπάλληλο με διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα – και, απ’ ό,τι φαίνεται, νοοτροπία. 

Απεργίες, ομιλίες, συγκεντρώσεις 

Το κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας Αθηνών στη Σταδίου, στολισμένο για κάποια μεταξική τελετή Το κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας Αθηνών στη Σταδίου, στολισμένο για κάποια μεταξική τελετή |ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ (Αθήνα 2014)
Το πιο ενδιαφέρον μέρος του ντοκουμέντου αφορά, φυσικά, τις κινητοποιήσεις των τραπεζικών στη διάρκεια της Κατοχής· κινητοποιήσεις που άλλοτε πήγαζαν από πατριωτικούς λόγους κι άλλοτε από την ανάγκη φυσικής επιβίωσης.
Στη διάρκεια των 22 μηνών που καλύπτουν οι τακτικές εγγραφές, σημειώνονται τέσσερις πολυήμερες απεργίες με οικονομικά αιτήματα (24 Μαΐου-11 Ιουνίου 1943, 21 Αυγούστου-9 Σεπτεμβρίου 1943, 19-28 Ιανουαρίου 1944 και 21-26 Σεπτεμβρίου 1944), οι περισσότερες από τις οποίες ξεκίνησαν ως «λευκές» (με φυσική παρουσία των υπαλλήλων στα γραφεία τους δίχως να εργάζονται), κάποιες όμως εξελίχθηκαν στην πορεία σε «μαύρες» (δηλαδή κανονικές). 
Για την πρώτη απ’ αυτές, το «Ημερολόγιον» καταγράφει λεπτομέρειες που πιστοποιούν τόσο την πεισματικότητα του αγώνα όσο και τις αντιθέσεις που ήρθαν στο φως στη διάρκειά του.
Στις 25/5, διαβάζουμε, «η Αστυνομία εξησφάλισεν ελευθερίας εργασίας» κι«ελειτούργησαν ωρισμένα Τμήματα διά συνεργείων»· το Σάββατο 29/5 «εις το χωλ συνεκεντρώθησαν περί την μεσημβρίαν οι υπάλληλοι του Κεντρικού και ένιοι ξένων Τραπεζών προς αποδοκιμασίαν των απεργοσπαστών»· η ενέργεια αυτή έπιασε προφανώς τόπο, καθώς τη Δευτέρα 31/5 «ουδέν συνεργείον ειργάσθη» πλέον.
Την επομένη η Αστυνομία απαγόρευσε την είσοδο των υπαλλήλων στις τράπεζες και ο αγώνας μεταφέρθηκε στους δρόμους: διαδήλωση απεργών μπροστά στη σημερινή Βουλή (έδρα -τότε- του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη), απόπειρα της ελληνικής αστυνομίας να τους διαλύσει «βιαίως» και «επεισόδια» μέχρι το Ζάππειο.
Στις 4/6 η απαγόρευση θα αρθεί, σε μια προσπάθεια διάσπασης του προσωπικού«οι επιθυμούντες να εργασθώσιν υπάλληλοι», διαβάζουμε, «προσεκλήθησαν, δι’ ανακοινώσεως, να υπογράψωσι σχετικήν δήλωσιν».
Είχε προηγηθεί η θέσπιση από τη δωσιλογική κυβέρνηση ειδικού νόμου (Ν. 175 της 29/5/1943) βάσει του οποίου οι απεργίες των τραπεζικών υπαλλήλων υπάγονταν πλέον στην αρμοδιότητα των έκτακτων στρατοδικείων, με δυνητική ακόμη και την επιβολή θανατικής ποινής· οι καταδικασμένοι θεωρούνταν «νομίμως παραιτηθέντες εκ της υπηρεσίας» και απαγορευόταν αυστηρά η επαναπρόσληψή τους, οι δε οικογένειές τους στερούνταν «των ευεργετημάτων των παρεχομένων υπό του εκάστοτε ενοικιοστασίου», με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να βρεθούν στον δρόμο (ΦΕΚ 1943/Α/152).
Το αποτέλεσμα αυτής της πίεσης καταγράφεται λακωνικά «Πλην των ανωτέρων υπαλλήλων της Τραπέζης, ειργάσθησαν περί τους 10 κατώτεροι υπάλληλοι, σχηματισθέντων συνεργείων εις τα Τμήματα Καταθέσεων και Ταμιευτηρίου» (σ. 54).
Η κινητοποίηση θα λήξει παρ' όλα αυτά νικηφόρα, «κατόπιν αποδοχής υπό της Κυβερνήσεως ωρισμένων αιτημάτων των απεργών» (σ. 55). 
Πανεπιστημίου και Ομήρου, 22 Ιουλίου 1943. Από το χτύπημα του μεγάλου ΕΑΜικού συλλαλητηρίου Πανεπιστημίου και Ομήρου, 22 Ιουλίου 1943. Από το χτύπημα του μεγάλου ΕΑΜικού συλλαλητηρίου | Κ. ΜΠΙΡΗΣ «ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ» (1962)
Σ’ αυτές τις μεγάλες κινητοποιήσεις πρέπει να προστεθούν ουκ ολίγες μικρότερης διάρκειας, που πραγματοποιήθηκαν για πολιτικούς κυρίως λόγους: λευκή απεργία και διαδήλωση διαμαρτυρίας για τις εκτελέσεις (25/6/1943), απεργία και συμμετοχή στο μεγάλο ΕΑΜικό συλλαλητήριο ενάντια στην επέκταση της βουλγαρικής κατοχής δυτικά του Στρυμόνα (22/7/1943), «δεκάλεπτος αργία» για το γερμανικό μπλόκο της 28/10/1943 στην Τράπεζα της Ελλάδος, δίωρη απεργία με απροσδιόριστα αιτήματα (9/3/1944), «μονόωρος στάσις εργασίας κατά των ενεργηθεισών συλλήψεων και της τρομοκρατίας εν γένει» (21/4/1944), απουσία περίπου 100 υπαλλήλων από την εργασία τους «λόγω διαδοθείσης φήμης περί μαχητικής πανυπαλληλικής απεργίας»(17/3/1944) – το τελευταίο, μια εύσχημη ενδεχομένως διατύπωση για να καλυφθούν οι απεργοί σε συνθήκες κλιμακούμενης πλέον κρατικής τρομοκρατίας.
Συμμετοχή, τέλος, μόλις 75 υπαλλήλων στην πανυπαλληλική απεργία που οργάνωσε το ΕΑΜ στις 27/4/1944 ενάντια στην επιστράτευση πολιτών για τα Τάγματα Ασφαλείας· αποτυπώνοντας διακριτικά την πολιτική διαφοροποίηση στο εσωτερικό του κλάδου αλλά και τις επιπτώσεις της κλιμακούμενης κρατικής τρομοκρατίας στη στάση του προσωπικού, ο συντάκτης του «Ημερολογίου» φροντίζει να επισημάνει πως η τελευταία αυτή απεργία «εστηρίχθη εις ελατήρια ξένα προς τας μεταξύ υπαλλήλων και Τραπέζης συλλογικάς σχέσεις», διευκρινίζει όμως ταυτόχρονα ότι και«εκ των προσελθόντων πολλοί δεν ειργάσθησαν» (σ. 72). 
Ηπιότερη -και συχνότερη- μορφή κινητοποίησης αποτελεί η ομαδική παράσταση εργαζομένων «εις τον διάδρομον προ των γραφείων των Κυρίων Γενικών Διευθυντών», με σκοπό την απόσπαση αυξήσεων ή έκτακτων ενισχύσεων, προκειμένου να αντισταθμιστεί η εξοντωτική επίδραση του πληθωρισμού πάνω στο εισόδημα (και τη δυνατότητα επιβίωσης) των υπαλλήλων.
Μέσα σ’ ένα ενδεκάμηνο (Μάιος 1943-Μάρτιος 1944) καταγράφονται 13 τέτοια διαβήματα, με αυξανόμενη μάλιστα συμμετοχή.
Κατά κανόνα δίνονταν από τη διεύθυνση «σχετικαί υποσχέσεις» και οι εργαζόμενοι επέστρεφαν στη δουλειά, για να επανέλθουν σε περίπτωση αθέτησής τους.
Διαφορετικής τάξης αγώνα αποτελούσαν οι δικαστικές προσφυγές απολυμένων (συνήθως λόγω «αδικαιολόγητης απουσίας» κατά τις απεργίες του 1942), που στη διάρκεια του 1943 ζητούν είτε να επαναπροσληφθούν είτε να τους χορηγηθεί κάποια διατροφή. 
Στο αντιστασιακό καθαρά μέτωπο, αντίστοιχη δραστηριότητα αποτελούν οι συγκεντρώσεις στον χώρο εργασίας, με ομιλίες και ανάγνωση «πατριωτικών προκηρύξεων» από μαχητικούς νεότερους υπαλλήλους – συνήθως ΕΑΜίτες, ενίοτε επίσης μέλη του ΕΔΕΣ ή της «Εθνικής Δράσεως».
Η πολιτική ταυτότητα των ομιλητών δεν καταγράφεται φυσικά στο ντοκουμέντο, διευκρινίζεται όμως συνήθως από τον επιμελητή.
Αυτού του είδους οι εκδηλώσεις πραγματοποιούνται κατά κανόνα σε σημαδιακές ημερομηνίες, όπως η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (28η Οκτωβρίου) και η έναρξη της γερμανικής κατοχής (27η Απριλίου), ή στο πλαίσιο γενικότερων κινητοποιήσεων (κατά των εκτελέσεων, κατά της βουλγαρικής κατοχής, κατά των μπλόκων των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας).
Μέσα στο γενικότερο κλίμα ανόδου των αγώνων, το φθινόπωρο του 1943 θα πραγματοποιηθεί ακόμη και συγκέντρωση περίπου 100 υπαλλήλων, όπου μια «Επιτροπή Φυματικών» μίλησε για την ανάγκη οικονομικής ενίσχυσής τους (30/9/1943). 

Εξαθλίωση και εκσυγχρονισμός 

Η αριθμομηχανή Burroughs, η χρήση της οποίας ξεκίνησε (ή επεκτάθηκε) στην Τράπεζα Αθηνών μέσα στην Κατοχή Η αριθμομηχανή Burroughs, η χρήση της οποίας ξεκίνησε (ή επεκτάθηκε) στην Τράπεζα Αθηνών μέσα στην Κατοχή | 
Για τα ζητήματα της καθημερινής επιβίωσης των υπαλλήλων, το «Ημερολόγιον» είναι μάλλον φειδωλό.
Εξαιρετικά διαφωτιστική είναι βέβαια η εγγραφή της 10ης Ιουλίου 1944, σύμφωνα με την οποία «μερίμνη και εξόδοις της Τραπέζης ήρχισεν η επιδιόρθωσις (σολάρισμα) των υποδημάτων του προσωπικού» – το οποίο, προφανώς, δεν ήταν πια σε θέση να προβεί ούτε σε μια τόσο στοιχειώδη δαπάνη.
Στους αντίποδες της εξαθλίωσης, δύο εγγραφές (1/12/1943 και 3/1/1944) μας πληροφορούν για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των τραπεζικών εργασιών, με την επέκταση της χρήσης αμερικανικών αριθμομηχανών Burroughs, προγόνων των σημερινών κομπιούτερ, σε διάφορες υπηρεσίες. 
Εξίσου διαφωτιστικό με τις τελευταίες αυτές εγγραφές είναι το κοινωνικό χάσμα που αποτυπώνεται στις αποζημιώσεις των θανόντων της τραπεζικής «οικογένειας»:αν τα έξοδα νοσηλείας και κηδείας ενός αποβιώσαντος υποδιευθυντή καλύπτονται τον Ιανουάριο του 1944 από την Τράπεζα «μέχρι το ποσό των 10 εκατομμυρίων δραχμών» (σ. 188), στους οικείους ενός «εισπράκτορος Β'», αναπήρου της Αλβανίας που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς μετά το μεγάλο μπλόκο των ταγματασφαλιτών στα νοσοκομεία, καταβλήθηκε τις ίδιες ακριβώς μέρες μόνο «ένα συμβολικό ποσό ως βοήθημα» (σ. 187). 

Η ναζιστική τρομοκρατία 

Δεκέμβριος 1944. Συλλήψεις ΕΑΜιτών από την Αστυνομία Δεκέμβριος 1944. Συλλήψεις ΕΑΜιτών από την Αστυνομία. | ΕΛΙΑ/ ΣΠ. ΧΑΛΚΙΔΗΣ
Ενα δεύτερο κεφάλαιο σημαντικών πληροφοριών που αντλούμε από το «Ημερολόγιον» αφορά την κλιμάκωση και τα χαρακτηριστικά της καταστολής, τόσο της αντιστασιακής δραστηριότητας όσο και των καθαρά συνδικαλιστικών διεκδικήσεων των τραπεζικών.
Μέσα σε 14 μήνες καταγράφονται 13 κρούσματα ομαδικών ή μεμονωμένων συλλήψεων υπαλλήλων, ορισμένοι από τους οποίους αφήνονται ελεύθεροι λίγο αργότερα, ενώ κάποιοι άλλοι θα σαπίσουν για μήνες στις φυλακές.
Αρχικά οι συλλήψεις διενεργούνται από τους Ιταλούς, ως μέσο καταστολής της ανοιξιάτικης απεργίας του 1943, οι δε συλληφθέντες θα απολυθούν στο πλαίσιο του (νικηφόρου για τους απεργούς) τελικού διακανονισμού της 11ης Ιουνίου (σ. 55).
Η ηπιότητα των πληγμάτων εξηγείται εν μέρει από την πρόνοια της Τράπεζας (και των υπαλλήλων της) να μη διαταραχθεί «η εξυπηρέτησις των Αρχών Κατοχής» στη διάρκεια της κινητοποίησης, ορατή είναι όμως και η διαφορά αντίδρασης μεταξύ των κατακτητών.
Ενώ στον γερμανοκρατούμενο Πειραιά η απεργία τσακίστηκε από την πρώτη μέρα με 35 συλλήψεις υπαλλήλων από τη γερμανική αστυνομία, στην ιταλοκρατούμενη Αθήνα άντεξε δυόμισι ολόκληρες εβδομάδες και έληξε μόνο μετά τη μερική ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών. 
Η μεγάλη τομή θα σημειωθεί στις αρχές του 1944, όταν στη μάχη μπαίνει η γερμανική GFP (Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία, γνωστότερη στην κατοχική φιλολογία ως «Γκεστάπο») και, κυρίως, η ντόπια Ειδική Ασφάλεια, που τελούσε υπό την άμεση καθοδήγηση του αρχηγού των SS.
Τα χτυπήματα είναι πλέον στοχευμένα, τα συνδικαλιστικά στελέχη του ΕΑΜ συλλαμβάνονται στα γραφεία και τα σπίτια τους ή αναγκάζονται να περάσουν στην παρανομία, ειδοποιημένα από τους συναδέλφους τους – όταν π.χ. η Ασφάλεια ζητά με ονομαστικό κατάλογο από το Τμήμα Προσωπικού τις διευθύνσεις τους (19/4/1944).
Αποτέλεσμα αυτών των αλυσιδωτών πληγμάτων είναι η παράλυση κάθε κινητοποίησης, ακόμη και για τα πιο στοιχειώδη αιτήματαμεταξύ 27/4 κι 8/9/1944δεν καταγράφεται η παραμικρή απεργία ή στάση εργασίας, ούτε καν ομαδική παράσταση στη διεύθυνση για κάποιο αίτημα. 
Το επόμενο ποιοτικό άλμα θα σημειωθεί μέσα στο καλοκαίρι του 1944, με τα αλλεπάλληλα μπλόκα στις λαϊκές συνοικίες.
Δυο υπάλληλοι συλλαμβάνονται στο μπλόκο του Βύρωνα (7/8/1944) κι άλλος ένας την επομένη σε μπλόκο στο Δουργούτι· ο πιο σεσημασμένος κατέληξε στη φυλακή, οι δε υπόλοιποι σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Γερμανία.
Πολλοί υπάλληλοι από την Καλλιθέα, του Χαροκόπου, το Κουκάκι και τη Γαργαρέτα, διαβάζουμε λίγο παρακάτω, «δεν προσήλθον εις την Τράπεζαν» λόγω του εκεί μπλόκου της 28ης Αυγούστου.
Τόσο τον Αύγουστο όσο και τον Σεπτέμβριο, «εντεινομένης πλέον της τρομοκρατίας υπό των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, πλείστοι υπάλληλοι διενυκτέρευσαν σποραδικώς εντός του μεγάρου του κεντρικού Καταστήματος» για λόγους ασφαλείας· ήταν επικίνδυνο ακόμη και να κυκλοφορεί κανείς στον δρόμο (σ. 78 & 81). 
Μια συμπληρωματική διάσταση του ίδιου πογκρόμ αποτυπώνεται στη διατεταγμένη παρακολούθηση διαλέξεων αντικομμουνιστικής προπαγάνδας από συνεργάτες των ναζί.
Μέσα σ’ ένα διήμερο, «ωρισμένος αριθμός υπαλλήλων της Τραπέζης υπεχρεώθη να παραστή» σε τέτοιες εκδηλώσεις στο θέατρο «Αθήναιον» (16/1/1944) και στο Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού (17/6/1944), με ομιλητές τον γενικό διευθυντή Ασφαλείας Μπακογιάννη και τον γενικό διοικητή Κρήτης Πασσαδάκη· στις 20 Ιουνίου, πάλι, «κατ’ εντολήν της Ανωτέρας Γενικής Διευθύνσεως Ασφαλείας συνεστήθη εις τους υπαλλήλους όπως μεταβώσι την 10.45΄ π.μ. εις την Πλατείαν Συντάγματος», για να ακούσουν τον διοικητή των ταγματασφαλιτών, συνταγματάρχη Παπαδόγκωνα.
Λίγο νωρίτερα (18/5/1944), η Ενωση Τραπεζών είχε διατάξει το κλείσιμο των υποκαταστημάτων για μιάμιση ώρα, «λόγω του τελεσθέντος μνημοσύνου υπέρ δολοφονηθέντων οργάνων της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας»
Την εικόνα ολοκληρώνει ο κατάλογος των ανθρώπινων απωλειών που παρελαύνουν στις σελίδες του ντοκουμέντουο τουφεκισμένος ανάπηρος του Αλβανικού (16/12/1943)· ένας βιβλιοδέτης που πέθανε από ελονοσία (28/12/1943)· ένα θύμα του συμμαχικού βομβαρδισμού του Πειραιά (11/1/1944), το πτώμα του οποίου ανασύρθηκε από «τα ερείπια κατακρημνισμένου κτιρίου» της πόλης· ένας ΕΑΜίτης καταζητούμενος από την Ειδική Ασφάλεια που δολοφονήθηκε «καθ’ ην στιγμήν συνελαμβάνετο εις γνωστήν του οικίαν, ένθα εκρύπτετο» (19/5/1944).
Τον χορό του θανάτου άνοιξε ένας 26χρονος υπάλληλος που πέθανε -αδιευκρίνιστο πώς- στις 29/6/1943, τέσσερις μόνο μέρες μετά την ομιλία του σε συγκέντρωση απεργών ενάντια στις θανατικές εκτελέσεις αντιστασιακών και ομήρων. 
Σ’ ένα λιγότερο τραγικό επίπεδο, καταγράφονται επίσης τρεις τραυματισμοί.
Ενας τεχνίτης πληγώθηκε «ελαφρώς εις την χείρα» κατά τις συγκρούσεις που συνόδευσαν το ΕΑΜικό συλλαλητήριο της 22/7/1943 ενάντια στη βουλγαρική κατοχή,«μεταφερθείς εις την Πολυκλινικήν»· ένας εθνικόφρων τμηματάρχης «ευρέθη τυχαίως» σε διασταυρούμενα πυρά μεταξύ «Γερμανών και Ελλήνων πατριωτών» στου Χαροκόπου (10/5/1944), «ετραυματίσθη εις την ωμοπλάτην» και μεταφέρθηκε στο Λαϊκό· μια νεαρή υπάλληλος χτυπήθηκε, τέλος, από σφαίρα πολυβόλου κατά τη διάρκεια «τρομοκρατικής γερμανικής ενεργείας» στα Σεπόλια (28/9/1944). 
                                          ≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈

Υπάλληλοι της Τράπεζας Αθηνών με διαφορετικές τύχες στη δεκαετία του ’40:

Υπάλληλοι της Τράπεζας Αθηνών με διαφορετικές τύχες στη δεκαετία του ’40
(1) Ο Μελέτιος Ανυφαντής τουφεκίστηκε από τους Γερμανούς στις 16/12/1943.
(2) Ο Ευάγγελος Χατζηδάκης δολοφονήθηκε από την Ειδική Ασφάλεια κατά τη διάρκεια της σύλληψής του (19/4/1944).
(3) Ο Δημήτριος Πολυκανδριώτης τραυματίστηκε στη διάρκεια του ΕΑΜικού συλλαλητηρίου της 22/7/1943 κι απολύθηκε οριστικά το 1946.
(4) Ο Κων/νος Βασιλειάδης συνελήφθη από την Ειδική, φυλακίστηκε ένα τετράμηνο στο Χαϊδάρι κι απολύθηκε επίσης το 1946.
(5) Ο Γεώργιος Γεωργίου ξέφυγε από την καταδίωξη της GFP το 1944, εξορίστηκε ως αριστερός το 1947 αλλά παρέμεινε στην τράπεζα μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1975.
(6) Στέλεχος του ΕΔΕΣ και της «Εθνικής Δράσεως», ο Ανδρέας Πιερρουτσάκοςεκφώνησε πατριωτικούς λόγους το 1943 και πρωτοστάτησε στην καθαίρεση του εκλεγμένου Δ.Σ. στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, για να εξελιχθεί μεταπολεμικά σε δικηγόρο της τράπεζας.
(7) Ο κομμουνιστής Παύλος Παπαμερκουρίου φυλακίστηκε το 1944 στο Χαϊδάρι και το Γουδί, απολύθηκε οριστικά το 1946, σακατεύτηκε από τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο κι εκτελέστηκε στις 8/7/1949.
(8) Ο Ιωάννης Κορνάρος, στέλεχος του Εργατικού ΕΑΜ και πρόεδρος του συλλόγου στη διάρκεια της Κατοχής, απολύθηκε το 1946 με συμβιβασμό, παίρνοντας αποζημίωση και βασική σύνταξη.
(9) Ο Ευθύμιος Καράκαλος πιάστηκε σε γερμανικό μπλόκο στο Δουργούτι (8/8/1944) και στάλθηκε σε στρατόπεδο εργασίας στη Γερμανία, απ’ όπου επέστρεψε τον Αύγουστο του 1945· παρέμεινε στην τράπεζα μέχρι το 1969.
(10) ΕΑΜίτης από το 1942, ο Γεώργιος Παναγιωτακόπουλος κλείστηκε από τους Βρετανούς στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ελληνικού κατά τα Δεκεμβριανά κι απολύθηκε το 1946.
(11) Προπολεμική συνδικαλίστρια, η Βιβή Σβορώνου εντάχθηκε στο ΕΑΜ και πρωτοστάτησε στην ανοιξιάτικη απεργία του 1943· τέθηκε σε διαθεσιμότητα το 1945 κι απολύθηκε το 1946.
(12) Η τηλεφωνήτρια Νέλλη Λαουτάρη συνελήφθη από τη GFP στις 21/2/1944, αφέθηκε όμως ελεύθερη δυο μέρες αργότερα, έπειτα από παρέμβαση του προσωπάρχη στην υπηρεσία· απολύθηκε οριστικά το 1948.
(13) Η Μαρία Κουκά τραυματίστηκε από γερμανική σφαίρα στα Σεπόλια λίγο πριν από την απελευθέρωση (28/9/1944), εξακολούθησε δε να εργάζεται στην τράπεζα μέχρι το 1967.
(14) Η δόκιμη υπάλληλος Αντιγόνη Σούκα ήταν ομιλήτρια σε εκδήλωση για την 26η επέτειο του ΚΚΕ (17/11/1944)· σε διαθεσιμότητα από το 1945, απολύθηκε το 1946.
(15) Ο Γεώργιος Τσελίκας παραιτήθηκε το 1943 από το Δ.Σ. του συλλόγου, λόγω διαφωνιών με το εαμικό προεδρείο. Στα Δεκεμβριανά ορίστηκε πρόεδρος της αντιεαμικής «Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής», κέρδισε τις εκλογές του 1945 κι ακολούθησε ανοδική υπηρεσιακή καριέρα, μέχρι την οικειοθελή αποχώρησή του το 1966.
                                           ≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈

Το πλήρωμα του χρόνου 

Η απελευθέρωση της 12ης Οκτωβρίου 1944 πήρε τη μορφή ατέλειωτων πανηγυρισμών.
Ηδη από την προηγουμένη, το «Ημερολόγιον» σημειώνει την είσοδο στο κατάστημα της Τράπεζας Αθηνών κάποιων «αγνώστων προσώπων» που «εξεφώνησαν πατριωτικούς λόγους» στην αίθουσα συναλλαγών.
Τις επόμενες μέρες οι υπάλληλοι επιδίδονται κυρίως στην παρακολούθηση των εντυπωσιακών διαδηλώσεων (και, πιθανότατα, στη συμμετοχή τους σε κάποιες απ’ αυτές).
Στις 26 Νοεμβρίου, η 26η επέτειος του ΚΚΕ γιορτάζεται με συγκέντρωση «ομάδος υπαλλήλων» και ομιλίες κομμουνιστών υπαλλήλων στην αίθουσα συναλλαγών.
Με το αίτημα της εκκαθάρισης των λογαριασμών του πρόσφατου παρελθόντος να διατυπώνεται πλέον ανοιχτά, ο συντάκτης του «Ημερολογίου» σημειώνει πάντως με αποτροπιασμό την τοιχοκόλληση από συγκεκριμένους υπαλλήλους «επαίσχυντων εγγράφων, στρεφομένων προσωπικώς κατά της Γενικής Διευθύνσεως» (27/10/1944).
Πρόκειται για την αρχή ενός σταδιακού αναπροσανατολισμού που θα ολοκληρωθεί στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, με αλλαγή της χρησιμοποιούμενης ορολογίας για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που από «πατριωτική» μετονομάζεται πια σε «στρατιωτική» -απλώς- οργάνωση (σ. 42). 
Παρά τις συγκρατημένες διατυπώσεις, τα δείγματα γραφής του δίμηνου μεσοδιαστήματος της εθνικής ενότητας ήταν άλλωστε τουλάχιστον αμφιλεγόμενα.
Μια βδομάδα μετά την άφιξη της κυβέρνησης Παπανδρέου, το διευθυντικό συμβούλιο της τράπεζας αποφάσισε λ.χ. την κατάργηση του εκεί Αντιφυματικού Ταμείου (15/10) με πρόσχημα την «βελτίωσιν των βιοτικών συνθηκών» μέσα σε δύο βδομάδες(!), για να ακολουθήσει η κατάργηση του Ταμείου Περιθάλψεως (22/11) και «της διά συσσιτίου πληρωμής» (11/11), επ’ ευκαιρία της εισαγωγής της νέας «σκληρής» δραχμής.
Καθ’ οδόν προς τα Δεκεμβριανά, και προτού εκδηλωθεί η κρίση αποστράτευσης των ανταρτών που πυροδότησε τελικά την εμφύλια σύρραξη, έχουν έτσι ξαναρχίσει οι ομαδικές παραστάσεις υπαλλήλων στη διεύθυνση, με οικονομικά καθαρά αιτήματα (6 & 21/11/1944). 
Οι συνέπειες των Δεκεμβριανών πάνω στη μικρή κοινότητα των υπαλλήλων της τράπεζας αποκαλύπτουν διαιρετικές τομές που μέχρι τότε ο συντάκτης του «Ημερολογίου» απέφευγε κατά κανόνα να καταγράψει: τρεις υπάλληλοι υπήρξαν «παράπλευρες» απώλειες των μαχών από όλμους και αδέσποτες, δύο φέρονται να αποβίωσαν στη διάρκειά τους «εκ φυσικού θανάτου» κι ένας ΕΑΜίτης σκοτώθηκε την 3η Δεκεμβρίου στα Χαυτεία «καθ’ ην στιγμήν ετοιχοκόλλει προκηρύξεις».
Ενας έβδομος σημειώνεται πάλι κατά λάθος ως σκοτωμένος μαχητής του ΕΛΑΣ Εξαρχείων (σ. 90), ενώ στην πραγματικότητα κρατούνταν από τους Αγγλους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ελληνικού, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος τον Μάρτιο του 1945 (σ. 284-285).
Ενας ακόμη υπάλληλος συνελήφθη «ως αιχμάλωτος υπό του Εθνικού Στρατού» και τρεις ως όμηροι από τον ΕΛΑΣ, ενώ ένας τέταρτος καταγράφεται -λανθασμένα- ως όμηρος, απολύθηκε όμως αργότερα ως «στασιαστής» (σ. 287). 
Κατά τη διάρκεια των μαχών, ένα μέρος του κεντρικού καταστήματος χρησιμοποιήθηκε από τον βρετανικό στρατό ως χώρος αποθήκευσης πολεμικού υλικού.
«Μικρός αριθμός υπαλλήλων» κατέφυγαν επίσης εκεί «ως πρόσφυγες» από την ΕΑΜική ζώνη «κατά τας τελευταίας ημέρας των ταραχών» (σ. 91) – για να αποφύγουν, προφανώς τους βρετανικούς βομβαρδισμούς ή/και τις συλλήψεις «εθνικοφρόνων» από την Εθνική Πολιτοφυλακή. 

Ουαί τοις ηττημένοις 

Η στήλη των πεσόντων συναδέλφων στο υποκατάστημα της Σταδίου 38 (τέως Τράπεζα Αθηνών) δίχως τους νεκρούς αγωνιστές της ΚατοχήςΗ στήλη των πεσόντων συναδέλφων στο υποκατάστημα της Σταδίου 38 (τέως Τράπεζα Αθηνών) δίχως τους νεκρούς αγωνιστές της Κατοχής. | 
Η καταστολή της ένοπλης εξέγερσης επέφερε ριζικές τομές στον συνδικαλισμό των τραπεζικών.
Μέσα στον Δεκέμβριο, εθνικόφρονες υπάλληλοι της Τράπεζας Αθηνών απ’ όλο το λεκανοπέδιο συγκεντρώθηκαν στο κεντρικό κατάστημα, καθαίρεσαν το εκλεγμένο Δ.Σ. του συλλόγου και το αντικατέστησαν από μια «Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή»αντι-ΕΑΜικής αποκλειστικά σύνθεσης.
Με την ίδια διαδικασία, μια πενταμελής «διοικούσα επιτροπή» αντικατέστησε το ΕΑΜικό συμβούλιο του Συνεταιρισμού των υπαλλήλων. 
Οταν η τράπεζα ξαναλειτούργησε στις 10 Ιανουαρίου 1945, διαβάζουμε στο «Ημερολόγιον», «απηγορεύθη υπό των θυρωρών η είσοδος εις τους υπαλλήλους εκείνους, οίτινες είχον μετάσχει ή συντελέσει εις το τελευταίον επαναστατικόν κίνημα. Ο κατάλογος των υπαλλήλων τούτων, κατά κατηγορίας, συνετάχθη υπό Επιτροπής Υπαλλήλων» (σ. 93).
Η εργοδοσία θα νίψει επισήμως τας χείρας, ξεκαθαρίζοντας με απόφαση του δικού της Δ.Σ. (12/1/1945) πως εξαρτά τη μεταχείριση των «αναμιχθέντων εις το στασιαστικόν κίνημα» και «προσωρινώς απομακρυνθέντων» υπαλλήλων της, ο αριθμός των οποίων ανερχόταν σε 80 άτομα, «εκ της αποφάσεως του Κράτους».
Στην πράξη, τους θεώρησε «οικειοθελώς αποχωρήσαντας» κι έπαψε να καταβάλλει τους μισθούς τους από 1/12/1944 και εξής (σ. 278-279). 
Παρόλο που κάποιοι από τους «αποχωρήσαντες» αυτούς απέσπασαν το επόμενο διάστημα δικαστικές αποφάσεις για την επαναπρόσληψή τους, η τράπεζα προτίμησε να τους μισθοδοτεί για ένα διάστημα δίχως να τους επιτρέπει να ξαναπιάσουν δουλειά· η «απολύμανση» του εργασιακού χώρου από το «μίασμα» του μαχητικού συνδικαλισμού της Κατοχής υπερίσχυε, προφανώς, της εργοδοτικής απέχθειας για την αργομισθία.
Η τελική εκκαθάριση ήρθε το 1946, με την οριστικοποίηση των περισσότερων απολύσεων.
Συμπεριέλαβε δε όχι μόνο τους «στασιαστές», αλλά και ΕΑΜίτες που είχαν αποκηρύξει το κίνημα (σ. 249). 
Με τα πρόβατα διαχωρισμένα οριστικά από τα ερίφια, οι εθνικόφρονες δεν είχαν έτσι καμιά δυσκολία να συγκαλέσουν εκλογές για νέο Δ.Σ. του συλλόγου την ίδια μέρα με την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας (12/2/1945).
Επικράτησε, φυσικά, το ψηφοδέλτιο ενός ανέκαθεν αντι-ΕΑΜικού συνδικαλιστή. 
Για την επόμενη τριετία, οι εγγραφές του «Ημερολογίου» είναι ελάχιστες.
Την τριήμερη απεργία της 16-18 Οκτωβρίου 1945 ακολούθησε στα τέλη του μήνα συνέλευση των υπαλλήλων και «ψηφοφορία διά την παραμονήν ή μη του νυν Διοικ. Συμβουλίου του Συλλόγου» (σ. 96) – διεργασίες που συνδέονταν με τη συνδικαλιστική ανασύνταξη της Αριστεράς μετά τη Βάρκιζα.
Ακόμη μία 24ωρη απεργία έγινε στις 25/11/1947· όπως και η στάση εργασίας της6/12/1947 που ακολούθησε, προκηρύχθηκαν από συντηρητικούς συνδικαλιστές ως αντίδραση στη συνεχή άνοδο των τιμών, την καθήλωση των μισθών και την προαναγγελία μαζικών απολύσεων (σ. 303-307).
Λίγο αργότερα το κατάστημα έκλεισε για μερικές ώρες προς τιμήν των γενεθλίων του νέου βασιλιά (12/12/1947). 
Η τελευταία εγγραφή αφορά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1948 με κατάθεση στεφάνου από τον γενικό διευθυντή «εις την αναμνηστικήν πλάκαν των πεσόντων κατά τους πολέμους υπαλλήλων».
Η πλάκα αυτή κοσμεί μέχρι σήμερα την αίθουσα συναλλαγών του υποκαταστήματος της Σταδίου 38 και, φυσικά, δεν περιλαμβάνει τα ονόματα των (ΕΑΜικών) θυμάτων της Κατοχής.
Ακολούθησε η ομιλία εκπροσώπου του προσωπικού «διά την σημασίαν του σημερινού αγώνος της Ελλάδος» (κατά του ΔΣΕ)· «χορωδία εξ υπαλλήλων έψαλε τον Εθνικόν Υμνον και η σεμνή τελετή έληξεν υπό τα χειροκροτήματα και τας ζητωκραυγάς των παρισταμένων» (σ. 103).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου