Βασίλειος Καμάρας, διοικητής της 10ης μεραρχίας του ΕΔΕΣ
(επιστολή «προς τους Τουρκαλβανούς περιοχής Φιλιατών», 3/7/1944)
Oταν τον περασμένο Νοέμβριο επισημαίναμε σ’ ετούτη τη στήλη τα αδιέξοδα της άσκησης εξωτερικής πολιτικής διά της ιστορικής μνήμης, και δη μέσω της αναγωγής των αιματηρών εθνικών συγκρούσεων του παρελθόντος σε «γενοκτονίες», θυμίζαμε πως, εκτός από τη δική μας Βουλή και τους Ποντίους της, υπάρχουν και άλλα -γειτονικά- Κοινοβούλια που έχουν υποκύψει στον πειρασμό ν’ ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο.
Η πρόσφατη ελληνοαλβανική «κρίση», γύρω από την υποτιθέμενη γενοκτονία των Τσάμηδων το 1944-45, ήρθε να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές –και να υπογραμμίσει την ανάγκη τήρησης αποστάσεων από κάθε εθνοπρεπή μυθοπλασία.
Πριν από 22 ολόκληρα χρόνια, η αλβανική Βουλή καθιέρωσε νομοθετικά την 27η Ιουνίου, επέτειο της σφαγής των μουσουλμάνων της Παραμυθιάς από τον ΕΔΕΣ, σαν «ημέρα γενοκτονίας των Αλβανών της Τσαμουριάς από τους Ελληνες σοβινιστές» (30/6/1994).
Είχε προηγηθεί η αντίστοιχη απόφαση του ελληνικού Κοινοβουλίου (24/2/1994), με την οποία η επέτειος της έναρξης του τουρκικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος (19 Μαΐου) αναγορεύτηκε σε «ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου».
Οπως εδώ, έτσι κι εκεί μια μερίδα του πληθυσμού προσφυγικής καταγωγής συγκροτεί τα τελευταία χρόνια την ταυτότητά της με κεντρικό σημείο αναφοράς όσα τράβηξαν οι πρόγονοί της πριν από πολλές δεκαετίες, αποκομμένα συνήθως από τα συμφραζόμενα των τότε συρράξεων.
Φιλόδοξοι πολιτικοί κερδοσκοπούν επίσης πολιτικά, βγάζοντας φτηνούς πανηγυρικούς που χαϊδεύουν τα αυτιά των «εθνικά ευαίσθητων» ψηφοφόρων.
Τι συνέβη όμως στην πραγματικότητα με τους Τσάμηδες της ελληνικής επικράτειας;
Ενόψει της μεθαυριανής επετείου, και της ενδεχόμενης αναζωπύρωσης του θέματος από τα εγχώρια ΜΜΕ, μια περιδιάβαση σ’ αυτή την ξεχασμένη υπόθεση είναι μάλλον χρήσιμη.
«Απάνθρωπος στάσις»
Η ιστορία μας ξεκινά τη δεκαετία του 1920, όταν οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας (ή Τσαμουριάς) εξαιρέθηκαν από την ελληνοτουρκική υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών.
Μολονότι η τελική απόφαση χρεώνεται στον Αρβανίτη δικτάτορα Θεόδωρο Πάγκαλο, επί των ημερών του οποίου αποκαταστάθηκαν οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, στην πραγματικότητα η εξαίρεση των Τσάμηδων αποφασίστηκε νωρίτερα, για πολλαπλούς λόγους: απροθυμία της κεμαλικής Τουρκίας να τους δεχτεί, δικές τους αντιδράσεις αλλά και διπλωματικές απειλές της Αλβανίας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα ζητούσε να επεκταθεί κι εκεί η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, με εκπατρισμό της ελληνικής μειονότητας.
Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή πληθυσμού του 1928, οι αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι της Ηπείρου ανέρχονταν σε 17.008.
Οι ελληνικές υπηρεσιακές στατιστικές καταγράφουν μια σταδιακή μείωσή τους, από 36.306 το 1917 σε 21.800 το 1920, 20.319 το 1923 και 19.287 το 1932, ενώ μια αναλυτική απόρρητη καταμέτρηση του Αλβανού προξένου Ιωαννίνων (1936), που από την ελληνική επιστημονική βιβλιογραφία θεωρείται κοντινότερη στην αλήθεια, τους ανεβάζει σε 23.048.
Η αλβανική εθνικιστική προπαγάνδα πρόβαλλε φυσικά τερατώδη νούμερα, συγκαταλέγοντας στους «αλύτρωτους Αλβανούς» της Τσαμουριάς ακόμη και τον πολυάριθμο αλβανόφωνο χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής, που για ιστορικούς λόγους είχε ταυτιστεί με το ελληνικό έθνος.
Για την αντιμετώπιση των Τσάμηδων από τις ελληνικές αρχές, αποκαλυπτική είναι μια πολυσέλιδη έκθεση (15/10/1930) του γενικού επιθεωρητή μειονοτήτων Κωνσταντίνου Στυλιανόπουλου, στενού συνεργάτη του πρωθυπουργού Βενιζέλου, που εντοπίσαμε στο αρχείο του τελευταίου (φ.58).
Ανώτατος κρατικός λειτουργός επιφορτισμένος με τη διαχείριση κάθε λογής μειονοτικών τριβών, προκειμένου ν’ αποφεύγονται διεθνείς επιπλοκές, ο Στυλιανόπουλος καταγράφει, έπειτα από επιτόπια έρευνα, ένα καθεστώς ασφυκτικής καταπίεσης:
«Η απελευθέρωσις της Ηπείρου υπό της Ελλάδος επέφερε τελείαν ανατροπήν της καταστάσεως. Από κυρίαρχοι και σατραπίσκοι, [οι Τσάμηδες] εγένοντο αποτόμως ακτήμονες, άστεγοι και πένητες. Η περιουσία των περιήλθεν εις τους καλλιεργητάς εκ διαρπαγής και απαλλοτριώσεως. Εννοείται ότι η απότομος αύτη μεταβολή τούς έφερε εις δεινήν παραζάλην και τους περιήγαγε εις αθλιότητα και οικτράν δυστυχίαν, ώστε πολλοί εξ αυτών να στερούνται και αυτό το ψωμί. Τα πράγματα επιδείνωσεν έτι περισσότερον η άνευ προηγουμένης ερεύνης κατάληψις κτημάτων υπό της Εθνικής Τραπέζης και αι επιτάξεις διά προσφυγικάς ανάγκας. Εάν δε λάβωμεν υπ’ όψιν και την μεροληπτικήν και απάνθρωπον στάσιν των αρχών, συμπληρούμεν την εικόναν της απελπισίας εις ην ευρέθησαν οι Μουσουλμάνοι, αρκετοί των οποίων, κατόπιν ενεργειών μας, εζήτησαν να μεταβούν εις την Τουρκίαν» (σ.2).
Η κατάσταση δεν άλλαξε μετά την οριστική εξαίρεση της μειονότητας από την υποχρεωτική ανταλλαγή:
«Εις απάντησιν εις τας επανειλημμένας αιτήσεις και παρακλήσεις των ενεφανίζοντο διωγμοί και χειρότεραι δημεύσεις, μέχρι του σημείου να κηρυχθή [απαλλοτριωτέο] τσιφλίκιον η Παραμυθιά, έδρα Επάρχου και επί Τουρκοκρατίας υποδιοικητού, να απαλλοτριωθούν μικροϊδιοκτησίαι και αυλόκηποι και να μη αφεθή εις πολλούς ουδέ εν στρέμμα διά να καλλιεργήσουν και ζήσουν την οικογένειάν των, να μη πληρώνωνται εις αυτούς τακτικώς τα ορισθέντα μισθώματα, τινά των οποίων είναι κατώτερα και αυτών των απαιτουμένων διά την είσπραξίν των χαρτοσήμων, να εμποδισθούν κατ’ αρχάς και είτα να καταστούν λίαν δυσχερείς αι αγοραπωλησίαι, να εκτιμηθούν τα αγροκτήματα αυτών εις ευτελεστάτας τιμάς μέχρι και 3 δρχμ. το στρέμμα, να γίνωνται θύματα εκμεταλλευτών δικολάβων και τοκογλύφων και να φυλακίζωνται διά την πληρωμήν φόρων ενίοτε και αυτών των απαλλοτριωθέντων ή επιταχθέντων υφ’ ημών κτημάτων» (σ.2-3).
Οσον αφορά τη Χωροφυλακή, διαβάζουμε, «δυστυχώς δεν είναι σπάνια τα επεισόδια δαρμού και αυθαιρεσιών» (σ.8), ενώ αποκαλυπτική για τον σεβασμό της θρησκευτικής ταυτότητας των Τσάμηδων υπήρξε η μετατροπή του μοναδικού Ιεροσπουδαστηρίου της περιοχής (στο Φιλιάτι) σε... στάβλο του ελληνικού στρατού –«όστις μάλιστα, ηπείλησε και την δημοσίαν υγείαν, διότι πολύ πλησίον του ευρίσκονται τα μοναδικά πηγάδια από τα οποία υδρεύεται η πόλις» (σ.11).
Οι μουσουλμάνοι αγρότες πιέζονταν, τέλος, ν’ αποπληρώσουν τους φόρους τους μέσα στον Ιούλιο, προτού πουλήσουν τη σοδειά τους, με αποτέλεσμα να «γίνονται έρμαια τοκογλύφων και εκμεταλλευτών ή [να] φυλακίζονται» (σ.10).
Παρόμοια εικόνα σκιαγραφείται και σε εμπιστευτική έκθεση του Γενικού Διοικητή Ηπείρου (19/1/1929) που περιλαμβάνεται στο ίδιο αρχείο (φ.108): «μονόπλευρος», «τραχεία και άνευ ελέους» εφαρμογή του αγροτικού νόμου σε βάρος της μειονότητας, «σιωπηρή» απαγόρευση ακόμη και «της διδασκαλίας του Κορανίου παρά των χοτζάδων εις πλείστα χωρία», άρνηση της διοίκησης να επιτρέψει την εκλογή κοινοτικών αρχόντων από τους μουσουλμάνους και διορισμός χριστιανών στη θέση τους, εκπαιδευτικός αποκλεισμός με το σκεπτικό «ότι δέον ο μουσουλμανικός πληθυσμός να παραμείνη εις το σκότος και την αμάθειαν»· πεποίθηση, τέλος, των αρχών πως «η καλλιτέρα λύσις του ζητήματος της Τσαμουργιάς θα ήτο η αναχώρησις του Μουσουλμανικού πληθυσμού».
«Εννοείται, ότι υπό τοιαύτας απανθρώπους συνθήκας», διαπιστώνει έτσι ο Στυλιανόπουλος, «ουδέ λόγος δύναται να γίνη περί Μουσουλμάνων προσκειμένων προς την Ελλάδα ή επιθυμούντων το καλόν της, αλλά τουναντίον περί εδάφους γονίμου εις πάσαν ξενικήν προπαγάνδαν» (σ.3).
Αλυτρωτισμός και εθνικοφροσύνη
Σ’ αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε, μεταξύ 1923 και 1940, ο σταδιακός μετασχηματισμός της «τουρκαλβανικής» εθνοθρησκευτικής κοινότητας των Τσάμηδων σε εθνική αλβανική μειονότητα.
«Η κυριωτέρα μέριμνα του αλβανικού πληθυσμού Τσαμουργιάς», αποφαίνεται το 1933 η Χωροφυλακή Ιωαννίνων, «είναι η πνευματική προσέγγισις μετά της Αλβανίας διά την διατήρησιν της αλβανικής γλώσσης και του εθνικού αλβανικού φρονήματος»(Κόντης 1997, τ.Δ΄, σ.185).
Την εμφανέστερη πτυχή αυτής της στροφής αποτέλεσε η φοίτηση μαθητών από την Τσαμουριά σε κρατικά οικοτροφεία της Αλβανίας, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους «ομογενείς» οικοτρόφους του ελληνικού κράτους.
Για τα Τίρανα, ο προσεταιρισμός των Τσάμηδων πρόσφερε ένα βολικό αντίβαρο στις παραδοσιακές ελληνικές διεκδικήσεις πάνω στη Βόρεια Ηπειρο.
Μετά την κατάκτηση της Αλβανίας από τον Μουσολίνι (1939), η ιταλική φασιστική προπαγάνδα παρέλαβε τη σκυτάλη αυτού του αλυτρωτισμού –αναθερμαίνοντας, ταυτόχρονα, παλιότερους δεσμούς από τη «συμμαχική» ιταλική κατοχή της περιοχής στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η βραχύβια προσπάθεια του Βενιζέλου να εφαρμόσει μια ηπιότερη πολιτική, με στόχο την ενσωμάτωση της μειονότητας στην ελληνική κοινωνία, δεν πρόλαβε πάλι να καρποφορήσει.
Η ελληνοαλβανική κρίση του 1934 για το Βορειοηπειρωτικό και η γενικότερη αυταρχική στροφή μετά το 1935 ενίσχυσαν, αντίθετα, τις προϋπάρχουσες διαχωριστικές γραμμές.
Για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της «συμπαγούς αλαβανομουσουλμανικής μειονότητος» ιδρύθηκε μάλιστα επί Μεταξά αυτοτελής Νομός Θεσπρωτίας (Κόντης 1997, σ.286-7).
Σύμφωνα με μεταγενέστερο απολογισμό της Πανηπειρωτικής Επιτροπής του ΕΑΜ (6/11/1944), η δικτατορία της 4ης Αυγούστου όξυνε ακόμη περισσότερο τις διαφορές: «Κάτι Πιτούληδες στην Ηγουμενίτσα, Κοτσώνηδες και Αθανασιάδηδες στην Παραμυθιά και το Φιλιάτι εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά και έφεραν σε πλήρη διάσταση τα δυο στοιχεία».
Η καταπίεση της μειονότητας δεν οφειλόταν μόνο σε ιδεοληψίες ή ανασφάλειες του ελληνικού εθνικισμού –που, όπως κάθε εθνικισμός της εποχής, εξακολουθούσε να ονειρεύεται μιαν «εθνικά καθαρή» επικράτεια.
Οπως εύστοχα επισημαίνουν οι ιστορικοί Λάμπρος Μπαλτσιώτης και Γιώργος Μαργαρίτης, τα σχετικά μέτρα συνδιαμορφώθηκαν από μια μερίδα του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού που ταύτιζε την εθνική απελευθέρωση με την ιδιοποίηση των εύφορων μουσουλμανικών γεωκτησιών.
Σχηματίστηκε έτσι ένα κύκλωμα που επέβαλλε τη σκλήρυνση της κρατικής πολιτικής και ψωμιζόταν απ’ αυτή, στο όνομα πάντα της εθνικής ασφάλειας.
Οι αλλαγές δε της ίδιας περιόδου στην τοπική οικονομία (από τη διανομή κι εντατική καλλιέργεια της γης, που περιόρισε δραστικά τους βοσκότοπους, μέχρι την καταστολή της ληστείας, που εξάλειψε τις δυνατότητες εναλλακτικού βιοπορισμού των ορεσίβιων πληθυσμών) πολλαπλασίασαν αντικειμενικά αυτές τις πρακτικές.
Στα μετόπισθεν του έπους
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 διέλυσε ό,τι είχε απομείνει από τις τοπικές διακοινοτικές ισορροπίες.
Ηδη πριν από την κήρυξή του, το μεταξικό καθεστώς εξόρισε για λόγους ασφαλείας έναν αριθμό «υπόπτων» μουσουλμάνων.
Κατά τη βραχύβια ιταλική προέλαση, μέλη της μειονότητας που είχαν διαφύγει το προηγούμενο διάστημα στην Αλβανία επέστρεψαν στην περιοχή ως βοηθητικά τμήματα των εισβολέων, τακτοποιώντας παλιούς λογαριασμούς και πλιατσικολογώντας χριστιανικές περιουσίες.
Την ανάκτηση της Θεσπρωτίας από τον ελληνικό στρατό, τον Νοέμβριο, ακολούθησαν σποραδικές εκτελέσεις και η εκτόπιση όλων των ανδρών της μειονότητας σε νησιά του Αιγαίου.
Ακόμη οδυνηρότερες υπήρξαν οι παράπλευρες επιπτώσεις αυτών των κατασταλτικών μέτρων.
Αποκαλυπτικά είναι εδώ τα απομνημονεύματα του ντόπιου δημοσιογράφου Γιάννη Σάρρα, γραμματέα του ΕΑΜ Ηγουμενίτσας στην Κατοχή:
«Ακόμα και στα κρατητήρια των συγκεντρωμένων για εξορία μουσουλμάνων, ορισμένοι άρπαζαν με την ανοχή των φρουρών χωροφυλάκων όποιον ήθελαν και τον σκότωναν χωρίς διατυπώσεις και διαδικασίες. [...] Τα έκτροπα σε βάρος των μουσουλμάνων συνεχίστηκαν με διάφορες μορφές, από δημόσιους λειτουργούς και χριστιανούς κατοίκους, μόλις έφυγαν οι άντρες για εξορία. Με το πρόσχημα της δήθεν ανάκρισης ή της δήθεν παρουσίας για προσωπική υπόθεση καλούσαν στα γραφεία τους όμορφες χανούμισσες και τις βίαζαν. [...] Οι λεηλασίες σπιτιών, οι αρπαγές ζώων φανερές. Οι βιασμοί κοριτσιών και γυναικών πολλοί και επώνυμοι. Η βίαιη έκδοση μουσουλμανίδων από ορισμένα χωριά σε δημόσιους λειτουργούς, μεγάλη» (Σάρρας 2001, σ.52-3).
Οφθαλμόν αντί οφθαλμού
Η φορά του εκκρεμούς αντιστράφηκε με τη συνθηκολόγηση και την ιταλική κατοχή.
Μέσα στο 1941 καταγράφονται συνολικά 22 φόνοι ντόπιων χριστιανών από μουσουλμάνους (Θ. Παπαμανώλης, «Κατακαϋμένη Ηπειρος», Αθήνα 1945, σ.42-3) κι ακόμη περισσότερα περιστατικά ληστειών ή κακοποιήσεων.
Μια σειρά εμβληματικά φονικά κλιμάκωσαν την ένταση μέσα στο 1942. Στις 12/1 ο διοικητής Χωροφυλακής σκότωσε στο κέντρο της Παραμυθιάς δυο επιφανείς ντόπιους μουσουλμάνους, τον γιατρό Αχμέτ Κασίμ και τον κτηματία Τεφίκ Κεμάλ.
«Εν διαστήματι ολίγων ημερών», ενημερώνει στα τέλη Φλεβάρη τους προϊσταμένους του ο διοικητής Θεσπρωτίας, την «παράφρονα» αυτή ενέργεια ακολούθησαν «πλείσται ληστείαι και φόνοι Μουσουλμάνων κατά Ελλήνων και τανάπαλιν», με αποκορύφωμα τη δολοφονία του ίδιου του νομάρχη, Γεωργίου Βασιλάκου, στην Ηγουμενίτσα (19/2).
Ο νέος νομάρχης προσπάθησε ν’ αποκαταστήσει τις σχέσεις των δυο κοινοτήτων, απέτυχε όμως μπροστά στη συστηματική καλλιέργεια του «διαίρει και βασίλευε» από τις ιταλικές αρχές.
Ο φόνος του προύχοντα Γιασίν Σαντίκ από τους Βασίλη Μπαλούμη και Λιάμη Σερίφη (6/12) και το τυφλό φονικό 11 χριστιανών την επομένη ολοκλήρωσαν τη ρήξη (Μαργαρίτης 2005, σ.155-61 & 173-97).
Από τον Ιούλιο του 1942, η «ανταρσία» των Τσάμηδων απέναντι στην ελληνική δωσιλογική διοίκηση πήρε επίσης τη μορφή της συγκρότησης κράτους εν κράτει, μ’ επικεφαλής ένα «Συμβούλιο» (Këshilli), γνωστότερο με την παραφθορά «Ξίλια».
Το τελευταίο εγκαταστάθηκε στην Παραμυθιά, είχε δική του εφορία και χωροφυλακή και, μολονότι δεν αναγνωρίστηκε τυπικά από τις κατοχικές αρχές, στην πράξη αποτέλεσε προνομιακό συνομιλητή και συνεργάτη τους.
Η εμφάνιση των πρώτων ανταρτοομάδων του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ στην περιοχή θα προσδώσει σ’ αυτή τη συνεργασία τα χαρακτηριστικά του ένοπλου δωσιλογισμού.
Η αξιοποίηση των πολιτοφυλακών της «Ξίλια» ως βοηθητικών σωμάτων εντασσόταν σε μια ευρύτερη στρατηγική του Αξονα, για εξοπλισμό των μειονοτήτων κατά των βαλκανικών αντιστασιακών κινημάτων, που σύμφωνα με βουλγαρικές πηγές αποφασίστηκε τον Φλεβάρη του 1943 στα Τίρανα από τους επικεφαλής της γερμανικής και ιταλικής αντικατασκοπίας (Георги Даскалов, «Участта на българите в Егейска Македония, 1936-1946», Σόφια 1999, σ.411).
Οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας δεν ήταν άλλωστε η μόνη μειονότητα της Ηπείρου που, εν ονόματι του αλυτρωτισμού, πήρε τα όπλα στο πλευρό της Βέρμαχτ.
Παρόμοια επιλογή έκανε κι ένα τμήμα της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας, στην περιοχή της Χιμάρας, η ένοπλη «εθνικιστική» πολιτοφυλακή, το οποίο συνεργάστηκε με τους Γερμανούς κατά των εκεί παρτιζάνων (Κώστας Δέδες, «Δρυμάδες Χειμάρρας», Αθήνα 1978, σ.119-44).
Το ακριβές μέγεθος των πολιτοφυλακών της «Ξίλια» δεν είναι γνωστό· πηγές της εποχής τους υπολογίζουν μεταξύ 700 και 3.000.
Αποκορύφωμα της εγκληματικής δράσης τους υπήρξε το όργιο λεηλασιών, βιασμών και φόνων που διέπραξαν κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ στην εύφορη πεδιάδα του Φαναριού, το καλοκαίρι του 1943.
Εξίσου καθοριστική για όσα ακολούθησαν αποδείχθηκε η εμπλοκή κάποιων Τσάμηδων στη διαλογή των 49 Ελλήνων προκρίτων της Παραμυθιάς που εκτέλεσαν οι Γερμανοί στις 29/9/1943, ως αντίποινα για την εξόντωση 10 στρατιωτών τους από τον ΕΔΕΣ.
Οπως διαπιστώνει ο Λάμπρος Μπαλτσιώτης στην αδημοσίευτη διατριβή του (σ.411-3), η εμπλοκή των επιμέρους μουσουλμανικών κοινοτήτων σ’ αυτή τη δωσίλογη δραστηριότητα υπήρξε συνάρτηση λιγότερο του αλβανικού «φρονήματός» τους και περισσότερο ενός κοινωνικού και πολιτικού συντηρητισμού, που σε προηγούμενες φάσεις δεν είχε πρόβλημα να συμπορευτεί με άλλους εθνικισμούς.
Στο Φιλιάτι, τη μόνη περιοχή της Θεσπρωτίας όπου καταγράφονται τάσεις αλβανικής «εθνικής αφύπνισης» ήδη από το 1901, και όπου μια μερίδα της μειονοτικής ελίτ εκδήλωνε πριν τον πόλεμο προοδευτικές ή σοσιαλίζουσες τάσεις, η δράση της «Ξίλια» υπήρξε αρκετά περιθωριακή.
Οι περισσότεροι σύμβουλοί της (25 σε σύνολο 35) προήλθαν απεναντίας από το Μαργαρίτι, το κατεξοχήν «οθωμανικό» κέντρο της Τσαμουριάς, η μουσουλμανική νεολαία του οποίου -σε αντίθεση με το Φιλιάτι- μετείχε επίσης μαζικά στην ΕΟΝ επί Μεταξά.
Στους αντίποδες του δωσιλογισμού, μια μικρή μερίδα Τσάμηδων πήρε μέρος στην Αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε εδώ η στρατηγική του ΚΚΕ για εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με ταυτόχρονη αναγνώριση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, προκειμένου αυτές ν’ αποσπαστούν από την επιρροή του Αξονα· κυρίως όμως η ύπαρξη προπολεμικών δεσμών με προοδευτικούς προκρίτους, όπως ο Μουσά Ντέμη από το Φιλιάτι.
Περίπου είκοσι Τσάμηδες εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ μετά την εμφάνιση της πρώτης ανταρτοομάδας του, την άνοιξη του 1943· το φθινόπωρο του 1944, πάλι, το τάγμα 4/15 του ΕΛΑΣ αποτελούνταν από (πολύ περισσότερους) χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Δεκάδες άλλοι μετείχαν στη μικτή ανταρτοομάδα «Τσαμουριά» (μετέπειτα «Τάγμα Θωμάς Λούλιας») του αλβανικού ΕΑΜ, μαζί με Ελληνες Βορειοηπειρώτες.
Η εθνοκάθαρση του 1944
UNRRA
Το κλείσιμο του κύκλου ήρθε το καλοκαίρι του 1944, όταν ο ΕΔΕΣ διέκοψε την πολύμηνη άτυπη εκεχειρία του με τους Γερμανούς και, με βρετανική εντολή και καθοδήγηση, εξαπέλυσε την τελική επίθεσή του για την απελευθέρωση των παραλίων.
Η νικηφόρα αυτή προέλαση συνοδεύτηκε από μάχες με τη Βέρμαχτ και την πολιτοφυλακή της «Ξίλια», αλλά κι από ομαδικές σφαγές αμάχων «Τουρκαλβανών», κάθε φύλου και ηλικίας, σε μια σειρά χωριά και αστικά κέντρα.
Η μεγαλύτερη αιματοχυσία σημειώθηκε στην Παραμυθιά (27/6), το Μαργαρίτι (11/8), το Φιλιάτι και τα περίχωρά του (23-29/9), δευτερευόντως δε στην Πάργα (29/6).
Οι πηγές του ΕΔΕΣ και οι μετέπειτα εθνικά ορθές αφηγήσεις είναι φυσικά συνήθως λακωνικές σ’ αυτό το σημείο.
Για το μακελειό της Παραμυθιάς, ο Βασίλης Κραψίτης περιορίζεται λ.χ. στην ασαφή διαπίστωση πως «όλα μεταβλήθηκαν σε χάος και οδυρμό, ήτοι η κατάσταση ξέφυγε από τα χέρια των αρχηγών των μονάδων του ΕΔΕΣ» (σ.131-2)· η αντίθεση με την αναλυτική περιγραφή βιαιοπραγιών των Τσάμηδων στις προηγούμενες σελίδες είναι εξαιρετικά εύγλωττη, όπως και η άποψή του πως οι τελευταίοι με τη συμπεριφορά τους «έβγαλαν τους εαυτούς τους από την κοινωνία των ανθρώπων» (σ.69).
Η εκκαθάριση συνοδεύτηκε από μαζικούς βιασμούς και λεηλασίες.
«Οι αντάρτες επιδόθηκαν σ’ ένα όργιο αντεκδικήσεων, λεηλασιών κι εσκεμμένης καταστροφής των πάντων», διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε έκθεση του Βρετανού ταγματάρχη Ουάλας (1/8/1944).
«Η όμορφη κωμόπολη Μαργαρίτι κάηκε ολοκληρωτικά. Ο μητροπολίτης Παραμυθιάς συμμετείχε στο ψάξιμο των σπιτιών για λάφυρα· βγαίνοντας από ένα σπίτι, ωστόσο, ανακάλυψε ότι το ήδη βαρυφορτωμένο μουλάρι του το είχαν ξαλαφρώσει κάτι αντάρτες».
Η χαριτωμένη αυτή λεπτομέρεια είναι φυσικά ανώδυνη, σε σχέση με τις περιγραφές βιασμών μετά φόνου που περιγράφονται αλλού.
Την εικόνα ολοκληρώνουν οι αναμνήσεις του ιερολοχίτη Σωτήρη Τσαμπηρά, για τα απροστάτευτα «χανουμάκια» που έμειναν πίσω και, μη έχοντας άλλον πόρο διαβίωσης,«ασκούσαν ένα παμπάλαιο επάγγελμα».
Τ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Πόσα ήταν τα θύματα; Στην έκθεσή της προς τον ΟΗΕ το 1947, η «Αντιφασιστική Επιτροπή Τσάμηδων Προσφύγων» υποστήριξε ότι 2.877 άτομα, το ένα όγδοο δηλαδή της μειονότητας, εξοντώθηκαν από τον ΕΔΕΣ εκείνες τις μέρες.
Μια σοβαρότερη καταμέτρηση χωριό-χωριό, από τον Αλβανό ερευνητή Ιμπραήμ Χότζα, κατέγραψε περίπου 1.100 φόνους αμάχων, εκτός από τους σκοτωμένους σε μάχη πολιτοφύλακες ή τους (εκατοντάδες) πρόσφυγες που υπέκυψαν το επόμενο διάστημα από τις κακουχίες.
Αντίθετα με ό,τι υποστηρίζεται συνήθως, τα θύματα δεν περιορίστηκαν σε όσους βαρύνονταν με εγκλήματα ή συνεργασία με τον κατακτητή· οι πιο εκτεθειμένοι Τσάμηδες είχαν άλλωστε φροντίσει ν’ απομακρυνθούν έγκαιρα, υπό την προστασία της Βέρμαχτ.
Φρικτό τέλος βρήκαν και πολλοί ειρηνικοί μουσουλμάνοι που διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με χριστιανούς κι έμειναν πίσω θεωρώντας ότι δεν κινδύνευαν (Σάρρας 2001, σ.147-8).
Αποτέλεσμα του μακελειού, όπως ακριβώς επιδίωκαν οι ηγέτες του ΕΔΕΣ και οι Βρετανοί καθοδηγητές τους, ήταν η ομαδική φυγή της εναπομείνασας μειονότητας στην Αλβανία.
Το 1946 θα καταγραφούν εκεί 14.530 πρόσφυγες, σε 8 διαφορετικές πόλεις (Kretsi 2002, σ.184).
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ Ν. ΖΕΡΒΑ (Αθήνα 2013)
Αποκαλυπτικό γι’ αυτή τη στόχευση είναι ένα μεταγενέστερο υπηρεσιακό «σημείωμα περί Τσάμηδων» του Κρις Γουντχάουζ (16/10/1945):
«Ο Ζέρβας, με ενθάρρυνση της Συμμαχικής Αποστολής που τελούσε υπό τις διαταγές μου, τους έδιωξε από τα σπίτια τους το 1944 προκειμένου να διευκολυνθούν οι επιχειρήσεις κατά του εχθρού. [...] Οι Τσάμηδες άξιζαν ό,τι έπαθαν, οι μέθοδοι όμως του Ζέρβα ήταν κομματάκι άσχημες ή οι υφιστάμενοί του βγήκαν εκτός ελέγχου. Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν μια πληθυσμιακή μεταβολή, με την απομάκρυνση μιας ανεπιθύμητης μειονότητας από το ελληνικό έδαφος. Ισως θα ήταν καλύτερα ν’ αφεθούν τα πράγματα έτσι» (Μαντά 2004, σ.312).
Πολύ προσεκτικός στην καταγραφή τέτοιων ζητημάτων, ο ίδιος ο Ζέρβας δεν έκρυβε πάντως την αμφιθυμία του για τον ερασιτεχνισμό των υφισταμένων του:
«Οι ανόητοι οι δικοί μας κατέστρεψαν τας καλυτέρας οικοδομάς», σημειώνει χαρακτηριστικά στις 4/9/1944, περνώντας από το άρτι απελευθερωμένο Μαργαρίτι («Ημερολόγιο στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα», Αθήνα 2013, σ.591).
Η τελευταία σφαγή -«αδικαιολόγητη», κατά τον Γουντχάουζ- πραγματοποιήθηκε από τον ΕΔΕΣ στις 12/3/1945 στο Φιλιάτι, με θύματα δεκάδες μουσουλμάνους που είχαν επαναπατριστεί στο μεσοδιάστημα, μετά την κατάληψη της Ηπείρου από τον ΕΛΑΣ.
Δυο μήνες αργότερα (23/5), το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Ιωαννίνων καταδίκασε ερήμην ομαδικά 1.930 Τσάμηδες, κλείνοντας οριστικά τον δρόμο του επαναπατρισμού τους.
Τέσσερα πόδια και ουρά
Η συστηματική αυτή εθνοκάθαρση (κι όχι, φυσικά, «γενοκτονία») έθεσε τέλος στην παρουσία των Τσάμηδων στην Ελλάδα.
Το 1947 η Χωροφυλακή μετρούσε 120 όλους κι όλους εναπομείναντες –79 γυναίκες, 34 παιδιά και μόλις 7 άνδρες (Μαργαρίτης 2005, σ.170).
Απέμειναν κάποια ίχνη στο τοπίο της περιοχής, ένας κοινοβουλευτικός διαπληκτισμός για το ποιοι έπρεπε να ωφεληθούν από τις εγκαταλειμμένες μουσουλμανικές περιουσίες, κυρίως όμως η θεωρητική νομιμοποίηση όσων προηγήθηκαν.
Συνήθως με επίκληση των «τουρκαλβανικών θηριωδιών», ενίοτε όμως και με πιο ευφάνταστους τρόπους –όπως στο «ιστορικό» μεταπολεμικό πόνημα ενός ταγματάρχη της χωροφυλακής, εγκεκριμένο από το Υπουργείο Εσωτερικών:
«Αλβανοί... Η ιστορία δεν κατώρθωσε μέχρι σήμερα να ξεκαθαρίση ούτε την προέλευσί τους, ούτε την πρώτη τους εμφάνισι. Δεν είναι καν βέβαιο αν το σχήμα τους αρχικώς και η φωνή τους ήσαν ανθρώπινα. Η βιολογία δεν διαφωτίζει το ζήτημα... Δεν αποκλείεται τα πόδια τους να ήσαν κάποτε τέσσερα, το πρόσωπό τους ν’ απέληγε σε ρύγχος και η συνεννόησις μεταξύ τους να γινόταν με γρυλλισμούς! Κάποια ιδιότροπη συγκατάβασις της φύσεως ίσως τους μετεμόρφωσε. Τους εστύλωσε εις τα δυο μόνο πόδια και τους έδωκε το σημερινό σχήμα τους. Δεν τους άλλαξε όμως και τα ένστικτα. Η ψυχή τους ανήκει ακόμη στο προγονικό κτήνος» (Βασίλειος Λάγιος, «Αλβανοί κι αλβανική προπαγάνδα, 1939-1944», Αθήναι 1951, σ.19).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου