Εκρηξη των εργατικών αγώνων και κοινωνικών συγκρούσεων
Το Μάη του 1936 η ελληνική κοινωνία που έβραζε για 14 χρόνια οδηγείται σε έκρηξη. Εργατικοί αγώνες και συγκρούσεις περιγράφονται σχεδόν σε κάθε φύλλο των αριστερών εφημερίδων του μεσοπολέμου. Οι αρτεργάτες τη μία φορά, οι υποδηματεργάτες την άλλη φορά, οι ταχυδρομικοί, οι φωταεριεργάτες, οι λιμενεργάτες και φυσικά τις περισσότερες φορές οι καπνεργάτες, ο πιο ριζοσπαστικοποιημένος και σαν να λέμε ο ηγετικός κλάδος. Ο μεσοπόλεμος μπορεί να θεωρηθεί ως μια μακρά περίοδος ήπιου «πολιτικού εμφυλίου πολέμου». Ο αστικός λόγος βλέπει «επικίνδυνες τάξεις» εκτός αστικού πολιτισμού, εθνικού κορμού και ιδεολογίας. Αυτό προκύπτει κυρίως από τη θέαση της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα των προσφύγων σαν μία ανοργάνωτη, ανεξέλεγκτη, εξαθλιωμένη μάζα, εν δυνάμει εκρηκτική. Το ίδιο ισχύει και για τις εθνικές μειονότητες, ιδιαίτερα τους Εβραίους στη Θεσσαλονίκη που είναι κυρίως προλεταριακά στρώματα.
Τα «λαϊκά στρώματα» «παραβιάζουν» νόμους και «κανόνες» είτε πρόκειται για οργανωμένες απεργιακές συγκεντρώσεις των κομμουνιστών είτε αυθόρμητα απεργιακά ξεσπάσματα είτε μια διάχυτη απειθαρχία σε κοινωνικό επίπεδο μπροστά στον αγώνα για την επιβίωση, όπως όταν εργάτες τρώνε και δεν πληρώνουν σε εστιατόριο, είτε για κανονιστικές αποκλίσεις σε ζητήματα ερωτικά ή έμφυλων ιεραρχήσεων.
Εξάλλου η ενδημική παρουσία της ληστείας, η κρίση των αγροτοποιμενικών πληθυσμών, η κινητικότητα και εξαθλίωση των αγροτικών στρωμάτων, αλλά και η διαδεδομένη οπλοχρησία σε πόλη και ύπαιθρο ενέτασσαν συνολικά το λαϊκό πληθυσμό σε ένα βίαιο και εξεγερσιακό πλαίσιο, ακόμα και εάν τα εργατικά στρώματα παρέμεναν πολιτικά υπό την σκέπη της αστικής πολιτικής μέσω του πελατειακού συστήματος και των παραδοσιακών πατερναλιστικών ιδεωδών.
Οι μαζικές κινητοποιήσεις προκαλούν την πολιτική, κατασταλτική και ιδεολογική αντίδραση του κράτους η οποία ασκείται με ανοιχτή φυσική βία. Η βία αυτή στοχοποιεί τους πρωταγωνιστές των κινημάτων προκαλώντας ενστικτωδώς τάσεις αυτοπροστασίας εξωθώντας σε πράξεις αντι -βίας. Οι πράξεις αυτές διογκώνονται στη σημασία τους και αποκτούν από τους μηχανισμούς του κράτους έντονο ιδεολογικό και πολιτικό βάρος, προκαλώντας τρόμο στην κοινωνία και διευκολύνοντας την κρατική καταστολή.
Ακριβώς αυτήν η αστική οπτική για την απειθαρχία στα εργατικά στρώματα της Θεσσαλονίκης εκφραζόταν δημοσιογραφικά με τον όρο «βενιζελοκομμουνισμός». Δημιουργείται ένας ολόκληρος πολιτικός ιδεολογικός και ηθικός πολωτικός λόγος περί «λαϊκών και εργατικών τάξεων» από τη μεριά του κράτους με βάση την παραβατικότητα, αλλά και αντίστοιχα ένας παρόμοιος εχθρικός ταξικός λόγος από τη μεριά των εργατικών στρωμάτων που πολιτικοποιείται από τις κομμουνιστικές και σοσιαλιστικές οργανώσεις.
Ο Άγγελος Ελεφάντης θεωρεί ότι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της μεσοπολεμικής περιόδου είναι η γένεση «μιας νέας προοδευτικής λαϊκότητας», που είναι οι άνθρωποι της Αριστερός.
Σε όλο το μεσοπόλεμο η εργατική τάξη παρέμενε διασπασμένη. Το «ρήγμα» αυτό φαίνεται ότι ξεκινάει με τη μεγάλη ήττα της απεργίας τον Αύγουστο του 1923, στο Πασαλιμάνι, όταν η χωροφυλακή της κυβέρνησης Μιχαλακοπούλου σκότωσε 12 εργάτες.
Το ΚΚΕ, έχοντας την κύρια πολιτική ευθύνη χάνει σταδιακά την ηγεμονία του, ενώ οι αρχειομαρξιστικές κομμουνιστικές, οι σοσιαλιστικές ρεφορμιστικές, όπως και οι συντηρητικές πατερναλιστικές παρατάξεις κερδίζουν μεγάλο χώρο. Ακολουθεί μια μεγάλη περίοδος οργανωτικής και πολιτικής πολυδιάσπασης της εργατικής τάξης.
Η ΓΣΕΕ διασπάται, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, σε κάθε κλάδο ή επάγγελμα λειτουργούν πάνω από ένα σωματεία, μερικές φορές έως και τρία. Τα αστικά κόμματα καταφέρνουν με διαφορετικό τρόπο να ενσωματώνουν την εργατική δυσαρέσκεια σε κάθε εκλογική μάχη.
Στην πράξη, οι επιλογές των εργατικών στρωμάτων σε σχέση με το κεντρικό πολιτικό σκηνικό συνιστούν ένα πολύ σύνθετο ζήτημα και σε πολύ μεγάλο βαθμό καθορίζονταν από δημοκρατικά, κοινωνικά, οικονομικά, αλλά και εθνικοτοπικά κριτήρια. Καθοριστικός παράγοντας στην πολυδιάσπαση αυτή ήταν φυσικά η εμφάνιση και ο ρόλος του προσφυγικού πληθυσμού και η εχθρική τοποθέτηση των άλλων εθνικοτοπικών ομάδων απέναντι του. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν η διαδικασία εκβιομηχανισμού και εκσυγχρονισμού του δευτερογενούς τομέα της παραγωγής. Στο φόντο μιας διαδικασίας εκμοντερνισμού, η αστική τάξη, η εργοδοσία και το κράτος, επιχειρούν να ανατρέφουν τις παραδοσιακές συντεχνιακές και έμφυλες δομές, διεκδικώντας μέσα από την εκμηχάνιση ή την απλοποίηση της παραγωγής τον έλεγχό τους από τους ειδικευμένους εργάτες.
Σημαντική εξέλιξη είναι από τη μία η εκβιομηχάνιση σε μια σειρά τομείς, αλλά και η θηλυκοποίηση πολλών επαγγελμάτων. Η μεγάλη παρουσία της γυναίκας στη βιομηχανική παραγωγή προκαλεί σημαντικές αναταράξεις σε όλη την κοινωνική δομή, ριζοσπαστικοποιώντας την εργατική τάξη, ενώ παράλληλα προκάλεσε συντηρητικές αναδράσεις τόσο από το κράτος, όσο και από τμήματα της εργατικής τάξης. Η θηλυκοποίηση του καπνεργατικού επαγγέλματος, δηλαδή στο βαρύ πυροβολικό της μεσοπολεμικής εργατικής τάξης, ανέδειξε την εργάτρια σε πρωταγωνιστή. Και αυτό φαίνεται στις συγκρούσεις στην Θεσσαλονίκη.
Το 1936 φαίνεται λοιπόν ότι «κλείνει» το μεγάλο ρήγμα στο εσωτερικό της ελληνικής εργατικής τάξης, καθώς ολοκληρώνεται μια μεγάλη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και ενοποίησής της. Μια διαδικασία η οποία λάβαινε χώρα ατελώς σε κάθε σωματείο, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε εργοστάσιο ή εργαστήριο σε όλο το μεσοπόλεμο. Παράλληλα, το ΚΚΕ επεκτείνεται σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως και στον προσφυγικό πληθυσμό, κυρίως στο βιομηχανικό προλεταριάτο, ενώ διατηρεί ή ενισχύει την επαφή του με άλλες εργατικές ή αγροτικές εθνικοτοπικές ομάδες. Έχοντας μάθει από τα λάθη του, είναι περισσότερο ευέλικτο στο θέμα του μοντέλου συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Με αυτόν τον τρόπο στηρίζει άλλοτε βιομηχανικού τύπου και άλλοτε παραδοσιακού τύπου δομές, αν και πλέον το βάθεμα του εκσυγχρονισμού και της εκβιομηχάνισης έχει επιλύσει αυτό το ζήτημα. Μια «νέα εργατική βάρδια» μετασχηματίζει τον ημιπρολεταριακό προσφυγικό κόσμο σε προλεταριακό, ο οποίος αποκτά μια νέα δυναμική. Μετασχηματίζει έτσι τον πεσιμισμό της προηγούμενης περιόδου, δηλαδή της δεκαετίας του 1920, σε μια θετική διάθεση. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ έχει εγκαταλείπει τον υπεραριστερισμό και συνδέει πιο ομαλά τα οικονομικά με τα πολιτικά αιτήματα. Η αντίδραση του φιλελεύθερου λαϊκού περιβάλλοντος απέναντι στον κίνδυνο εγκαθίδρυσης μιας φασιστικής δικτατορίας έλαβε πολιτικό και αριστερό χρώμα. Παράλληλα, συνδέεται με την εξίσου αυθόρμητη αντίδραση των μειονοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο, διεκδικεί ρόλο στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, εγκαταλείποντας την θέση του περιθωρίου και εμπνέει την εργατική τάξη για μεγαλύτερες και πιο αποφασιστικές ρήξεις, ενώ προκαλεί φόβο στο αστικό στρατόπεδο.
Το ελληνικό κράτος μετά το 1922 στην πραγματικότητα ήταν ένα νέο κράτος που είχε ενσωματώσει διαφορετικούς πληθυσμούς και εθνικές ή εθνικοτοπικές ταυτότητες και γλώσσες. Η ίδια η πολιτειακή ρευστότητα ενέτεινε τους κινδύνους ώστε το επόμενο «κίνημα» να μην είναι από τους συνήθεις βενιζελικούς ή αντιβενιζελικούς παράγοντες, αλλά από τον κομμουνιστικό παράγοντα.
Στα 1936, η προοπτική ρυθμιστικού ρόλου της Αριστερής θα επηρεάσει τις εξελίξεις και μετά το θάνατο του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Κων. Δεμερτζή, ο βασιλιάς Γεώργιος στις 13 Απρίλη θα διορίσει πρωθυπουργό το βασιλόφρονα και γερμανόφιλο πρώην στρατιωτικό Ιωάννη Μεταξά, που το κόμμα του είχε πάρει 3,94% με 7 έδρες στις εκλογές του προηγούμενου Γενάρη. Ο Μεταξάς θα υποστηριχτεί από τα μεγάλα κόμματα, των Φιλελευθέρων και το Λαϊκό. Αμέσως μάλιστα η Βουλή θα διακόψει τις εργασίες της -δήθεν λόγω καλοκαιριού- και θα δώσει στον Μεταξά υπερεξουσίες.
Με το διορισμό του Μεταξά φαίνεται για πρώτη φορά πως η αστική τάξη κλείνει τα δικά της εσωτερικά της ρήγματα και ενοποιείται απέναντι στον εργατικό και κομμουνιστικό εχθρό. Πέρα από το ρόλο που έπαιξαν τα αστικά κόμματα στην προετοιμασία της μεταξικής δικτατορίας, εξίσου αξιοσημείωτος και αξιοπρόσεκτος είναι ο αντίστοιχος ρόλος κορυφαίων αστών ηγετών εκείνης της εποχής. Τη δικτατορία ως αναγκαιότητα προέβαλε και ο αστικός Τύπος με πρωταγωνιστές την Καθημερινή του Γ .Βλάχου και το Βήμα του Λαμπράκη.
Πηγή: Κώστας Παλούκης - "Πριν"
Το Μάη του 1936 η ελληνική κοινωνία που έβραζε για 14 χρόνια οδηγείται σε έκρηξη. Εργατικοί αγώνες και συγκρούσεις περιγράφονται σχεδόν σε κάθε φύλλο των αριστερών εφημερίδων του μεσοπολέμου. Οι αρτεργάτες τη μία φορά, οι υποδηματεργάτες την άλλη φορά, οι ταχυδρομικοί, οι φωταεριεργάτες, οι λιμενεργάτες και φυσικά τις περισσότερες φορές οι καπνεργάτες, ο πιο ριζοσπαστικοποιημένος και σαν να λέμε ο ηγετικός κλάδος. Ο μεσοπόλεμος μπορεί να θεωρηθεί ως μια μακρά περίοδος ήπιου «πολιτικού εμφυλίου πολέμου». Ο αστικός λόγος βλέπει «επικίνδυνες τάξεις» εκτός αστικού πολιτισμού, εθνικού κορμού και ιδεολογίας. Αυτό προκύπτει κυρίως από τη θέαση της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα των προσφύγων σαν μία ανοργάνωτη, ανεξέλεγκτη, εξαθλιωμένη μάζα, εν δυνάμει εκρηκτική. Το ίδιο ισχύει και για τις εθνικές μειονότητες, ιδιαίτερα τους Εβραίους στη Θεσσαλονίκη που είναι κυρίως προλεταριακά στρώματα.
Τα «λαϊκά στρώματα» «παραβιάζουν» νόμους και «κανόνες» είτε πρόκειται για οργανωμένες απεργιακές συγκεντρώσεις των κομμουνιστών είτε αυθόρμητα απεργιακά ξεσπάσματα είτε μια διάχυτη απειθαρχία σε κοινωνικό επίπεδο μπροστά στον αγώνα για την επιβίωση, όπως όταν εργάτες τρώνε και δεν πληρώνουν σε εστιατόριο, είτε για κανονιστικές αποκλίσεις σε ζητήματα ερωτικά ή έμφυλων ιεραρχήσεων.
Εξάλλου η ενδημική παρουσία της ληστείας, η κρίση των αγροτοποιμενικών πληθυσμών, η κινητικότητα και εξαθλίωση των αγροτικών στρωμάτων, αλλά και η διαδεδομένη οπλοχρησία σε πόλη και ύπαιθρο ενέτασσαν συνολικά το λαϊκό πληθυσμό σε ένα βίαιο και εξεγερσιακό πλαίσιο, ακόμα και εάν τα εργατικά στρώματα παρέμεναν πολιτικά υπό την σκέπη της αστικής πολιτικής μέσω του πελατειακού συστήματος και των παραδοσιακών πατερναλιστικών ιδεωδών.
Οι μαζικές κινητοποιήσεις προκαλούν την πολιτική, κατασταλτική και ιδεολογική αντίδραση του κράτους η οποία ασκείται με ανοιχτή φυσική βία. Η βία αυτή στοχοποιεί τους πρωταγωνιστές των κινημάτων προκαλώντας ενστικτωδώς τάσεις αυτοπροστασίας εξωθώντας σε πράξεις αντι -βίας. Οι πράξεις αυτές διογκώνονται στη σημασία τους και αποκτούν από τους μηχανισμούς του κράτους έντονο ιδεολογικό και πολιτικό βάρος, προκαλώντας τρόμο στην κοινωνία και διευκολύνοντας την κρατική καταστολή.
Ακριβώς αυτήν η αστική οπτική για την απειθαρχία στα εργατικά στρώματα της Θεσσαλονίκης εκφραζόταν δημοσιογραφικά με τον όρο «βενιζελοκομμουνισμός». Δημιουργείται ένας ολόκληρος πολιτικός ιδεολογικός και ηθικός πολωτικός λόγος περί «λαϊκών και εργατικών τάξεων» από τη μεριά του κράτους με βάση την παραβατικότητα, αλλά και αντίστοιχα ένας παρόμοιος εχθρικός ταξικός λόγος από τη μεριά των εργατικών στρωμάτων που πολιτικοποιείται από τις κομμουνιστικές και σοσιαλιστικές οργανώσεις.
Μάης του 1936: Όταν η ανάγκη έγινε ιστορία
Ο Άγγελος Ελεφάντης θεωρεί ότι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της μεσοπολεμικής περιόδου είναι η γένεση «μιας νέας προοδευτικής λαϊκότητας», που είναι οι άνθρωποι της Αριστερός.
Σε όλο το μεσοπόλεμο η εργατική τάξη παρέμενε διασπασμένη. Το «ρήγμα» αυτό φαίνεται ότι ξεκινάει με τη μεγάλη ήττα της απεργίας τον Αύγουστο του 1923, στο Πασαλιμάνι, όταν η χωροφυλακή της κυβέρνησης Μιχαλακοπούλου σκότωσε 12 εργάτες.
Το ΚΚΕ, έχοντας την κύρια πολιτική ευθύνη χάνει σταδιακά την ηγεμονία του, ενώ οι αρχειομαρξιστικές κομμουνιστικές, οι σοσιαλιστικές ρεφορμιστικές, όπως και οι συντηρητικές πατερναλιστικές παρατάξεις κερδίζουν μεγάλο χώρο. Ακολουθεί μια μεγάλη περίοδος οργανωτικής και πολιτικής πολυδιάσπασης της εργατικής τάξης.
Η ΓΣΕΕ διασπάται, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, σε κάθε κλάδο ή επάγγελμα λειτουργούν πάνω από ένα σωματεία, μερικές φορές έως και τρία. Τα αστικά κόμματα καταφέρνουν με διαφορετικό τρόπο να ενσωματώνουν την εργατική δυσαρέσκεια σε κάθε εκλογική μάχη.
Στην πράξη, οι επιλογές των εργατικών στρωμάτων σε σχέση με το κεντρικό πολιτικό σκηνικό συνιστούν ένα πολύ σύνθετο ζήτημα και σε πολύ μεγάλο βαθμό καθορίζονταν από δημοκρατικά, κοινωνικά, οικονομικά, αλλά και εθνικοτοπικά κριτήρια. Καθοριστικός παράγοντας στην πολυδιάσπαση αυτή ήταν φυσικά η εμφάνιση και ο ρόλος του προσφυγικού πληθυσμού και η εχθρική τοποθέτηση των άλλων εθνικοτοπικών ομάδων απέναντι του. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν η διαδικασία εκβιομηχανισμού και εκσυγχρονισμού του δευτερογενούς τομέα της παραγωγής. Στο φόντο μιας διαδικασίας εκμοντερνισμού, η αστική τάξη, η εργοδοσία και το κράτος, επιχειρούν να ανατρέφουν τις παραδοσιακές συντεχνιακές και έμφυλες δομές, διεκδικώντας μέσα από την εκμηχάνιση ή την απλοποίηση της παραγωγής τον έλεγχό τους από τους ειδικευμένους εργάτες.
Σημαντική εξέλιξη είναι από τη μία η εκβιομηχάνιση σε μια σειρά τομείς, αλλά και η θηλυκοποίηση πολλών επαγγελμάτων. Η μεγάλη παρουσία της γυναίκας στη βιομηχανική παραγωγή προκαλεί σημαντικές αναταράξεις σε όλη την κοινωνική δομή, ριζοσπαστικοποιώντας την εργατική τάξη, ενώ παράλληλα προκάλεσε συντηρητικές αναδράσεις τόσο από το κράτος, όσο και από τμήματα της εργατικής τάξης. Η θηλυκοποίηση του καπνεργατικού επαγγέλματος, δηλαδή στο βαρύ πυροβολικό της μεσοπολεμικής εργατικής τάξης, ανέδειξε την εργάτρια σε πρωταγωνιστή. Και αυτό φαίνεται στις συγκρούσεις στην Θεσσαλονίκη.
Το 1936 φαίνεται λοιπόν ότι «κλείνει» το μεγάλο ρήγμα στο εσωτερικό της ελληνικής εργατικής τάξης, καθώς ολοκληρώνεται μια μεγάλη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και ενοποίησής της. Μια διαδικασία η οποία λάβαινε χώρα ατελώς σε κάθε σωματείο, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε εργοστάσιο ή εργαστήριο σε όλο το μεσοπόλεμο. Παράλληλα, το ΚΚΕ επεκτείνεται σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως και στον προσφυγικό πληθυσμό, κυρίως στο βιομηχανικό προλεταριάτο, ενώ διατηρεί ή ενισχύει την επαφή του με άλλες εργατικές ή αγροτικές εθνικοτοπικές ομάδες. Έχοντας μάθει από τα λάθη του, είναι περισσότερο ευέλικτο στο θέμα του μοντέλου συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Με αυτόν τον τρόπο στηρίζει άλλοτε βιομηχανικού τύπου και άλλοτε παραδοσιακού τύπου δομές, αν και πλέον το βάθεμα του εκσυγχρονισμού και της εκβιομηχάνισης έχει επιλύσει αυτό το ζήτημα. Μια «νέα εργατική βάρδια» μετασχηματίζει τον ημιπρολεταριακό προσφυγικό κόσμο σε προλεταριακό, ο οποίος αποκτά μια νέα δυναμική. Μετασχηματίζει έτσι τον πεσιμισμό της προηγούμενης περιόδου, δηλαδή της δεκαετίας του 1920, σε μια θετική διάθεση. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ έχει εγκαταλείπει τον υπεραριστερισμό και συνδέει πιο ομαλά τα οικονομικά με τα πολιτικά αιτήματα. Η αντίδραση του φιλελεύθερου λαϊκού περιβάλλοντος απέναντι στον κίνδυνο εγκαθίδρυσης μιας φασιστικής δικτατορίας έλαβε πολιτικό και αριστερό χρώμα. Παράλληλα, συνδέεται με την εξίσου αυθόρμητη αντίδραση των μειονοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο, διεκδικεί ρόλο στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, εγκαταλείποντας την θέση του περιθωρίου και εμπνέει την εργατική τάξη για μεγαλύτερες και πιο αποφασιστικές ρήξεις, ενώ προκαλεί φόβο στο αστικό στρατόπεδο.
Το ελληνικό κράτος μετά το 1922 στην πραγματικότητα ήταν ένα νέο κράτος που είχε ενσωματώσει διαφορετικούς πληθυσμούς και εθνικές ή εθνικοτοπικές ταυτότητες και γλώσσες. Η ίδια η πολιτειακή ρευστότητα ενέτεινε τους κινδύνους ώστε το επόμενο «κίνημα» να μην είναι από τους συνήθεις βενιζελικούς ή αντιβενιζελικούς παράγοντες, αλλά από τον κομμουνιστικό παράγοντα.
Στα 1936, η προοπτική ρυθμιστικού ρόλου της Αριστερής θα επηρεάσει τις εξελίξεις και μετά το θάνατο του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Κων. Δεμερτζή, ο βασιλιάς Γεώργιος στις 13 Απρίλη θα διορίσει πρωθυπουργό το βασιλόφρονα και γερμανόφιλο πρώην στρατιωτικό Ιωάννη Μεταξά, που το κόμμα του είχε πάρει 3,94% με 7 έδρες στις εκλογές του προηγούμενου Γενάρη. Ο Μεταξάς θα υποστηριχτεί από τα μεγάλα κόμματα, των Φιλελευθέρων και το Λαϊκό. Αμέσως μάλιστα η Βουλή θα διακόψει τις εργασίες της -δήθεν λόγω καλοκαιριού- και θα δώσει στον Μεταξά υπερεξουσίες.
Με το διορισμό του Μεταξά φαίνεται για πρώτη φορά πως η αστική τάξη κλείνει τα δικά της εσωτερικά της ρήγματα και ενοποιείται απέναντι στον εργατικό και κομμουνιστικό εχθρό. Πέρα από το ρόλο που έπαιξαν τα αστικά κόμματα στην προετοιμασία της μεταξικής δικτατορίας, εξίσου αξιοσημείωτος και αξιοπρόσεκτος είναι ο αντίστοιχος ρόλος κορυφαίων αστών ηγετών εκείνης της εποχής. Τη δικτατορία ως αναγκαιότητα προέβαλε και ο αστικός Τύπος με πρωταγωνιστές την Καθημερινή του Γ .Βλάχου και το Βήμα του Λαμπράκη.
Πηγή: Κώστας Παλούκης - "Πριν"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου