19.4.16

«Με τη σκέψη στην πατρίδα», όψεις της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης (1949-1974)


Η χώρα μας έχει δώσει άφθονο υλικό έρευνας στους μελετητές του μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος καθώς χιλιάδες συμπατριώτες μας έχουν διασπαρεί ανά τους αιώνες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου.
Εισαγωγή
«Κι εμείς; Τι κάνουμε τώρα εμείς, οι μαχητές του ΔΣΕ; Με σφιγμένη την καρδιά αλλά και με την ακράδαντη πεποίθηση πως θα γυρίσουμε γρήγορα, πήραμε το δρόμο της ξενιτιάς! Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Παιδιά αμούστακα κι ασπρομάλληδες, άντρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, μ’ ανοιχτές ακόμα τις πληγές πορευτήκαμε, λοιπόν, το Γολγοθά του αναγκαστικού εκπατρισμού, αφήνοντας πίσω μας ότι αγαπήσαμε πιότερο: το ρημαγμένο σπίτι, το ξεκληρισμένο χωριό, τη γριά μάνα, τον ανήμπορο πατέρα. Τη γυναίκα, τον άντρα, το γιο, τη θυγατέρα. Μωρά στην κούνια ή στην κοιλιά της μάνας. Την πατρίδα. Σκορπίσαμε και βρήκαμε πολιτικό άσυλο στις χώρες της Λαϊκής Δημοκρατίας. Από τις γειτονικές ως τις πιο απόμακρες, Τίρανα Σόφια, Βελιγράδι, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι, Πράγα, Βαρσοβία, Βερολίνο, Μόσχα. Ως τη μακρινή Τασκένδη».
(το χρονικό της πολιτικής μας προσφυγιάς στη Ρουμανία)


Το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα αποτελεί ίσως το πιο μακροχρόνιο κοινωνικό φαινόμενο. Με μερικές εξαιρέσεις απρόσμενης καλοτυχίας, το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα αποτελούσε πάντα μια ανοιχτή πληγή στο γερασμένο σώμα του πλανήτη. Οι αφηγήσεις όσων γίνανε μάρτυρες του εκπατρισμού με έναν από τους δεκάδες τρόπους που έχει σκεφτεί ο συλλογικός νους των κοινωνιών (πόλεμοι, ύφεση, πείνα, βασανισμοί, φυλακίσεις, ρατσισμός, εποικισμοί, κ.α.) ενέχουν την πιο τραγική πτυχή της πιο καλά φυλαγμένης μνήμης.
Η χώρα μας έχει δώσει άφθονο υλικό έρευνας στους μελετητές του μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος καθώς χιλιάδες συμπατριώτες μας έχουν διασπαρεί ανά τους αιώνες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Κομμάτι όλων αυτών των ρευμάτων ανθρώπων που ξεκίνησαν για τη νέα «γη της επαγγελίας» -ότι κι αν σήμαινε αυτό- αποτέλεσαν και οι πολιτικοί πρόσφυγες.
Με μερικές βασικές διαφορές πάντως, οι οποίες καθιστούν το επιμέρους ζήτημα της πολιτικής προσφυγιάς ένα πολύ ιδιαίτερο, λόγω των ξεχωριστών χαρακτηριστικών του -αλλά και της ανείπωτης τραγικότητάς του- θέμα.
Η βασικότερη διαφορά με άλλους τύπους και λόγους μετανάστευσης έγκειται στο γεγονός ότι η πολιτική προσφυγιά αποτελεί την πιο κάθετη έκφραση της αναγκαστικής εξορίας. Πολλοί ακόμα κοινωνικοί κυρίως λόγοι όπως η πείνα, η οικονομική αδυναμία, η φτώχεια κ.α, μπορούν να θεωρηθούν εξίσου «άμεσοι» ώστε να πάρει κάποιος την απόφαση για τον εκπατρισμό. Όμως στην περίπτωση της πολιτικής προσφυγιάς αυτή η στάση εξορίας παίρνει τη μορφή του μονόδρομου, καθώς η πρόβλεψη πάνω στο τι περιμένει τους ηττημένους μιας εμφύλιας σύρραξης εάν παραμείνουν στον τόπο τους δεν αποτελεί σίγουρα πεδίο δραστηριότητας κάποιου αρχαίου μάντη.
Και στον επιμέρους τομέα της πολιτικής προσφυγιάς η Ελλάδα έχει να δώσει αρκούντος ευμεγέθη όγκο υλικού, το οποίο είναι αλήθεια για αρκετά μεγάλο διάστημα είχε μείνει εντελώς αναξιοποίητο. Το ζήτημα των πολιτικών προσφύγων του ελληνικού εμφυλίου πολύ λίγο είχε απασχολήσει την επιστημονική έρευνα, μέχρι προσφάτως. Εκτός των διαφόρων δομικών προβλημάτων της ιστοριογραφίας στην Ελλάδα που προκύπτουν από την μεγάλη καθυστέρηση στην εισαγωγή μεθοδολογικών εργαλείων που να υπηρετούν την σύγχρονη επιστημονική ιστοριογραφική προσέγγιση, ένας παραπάνω λόγος που συντέλεσε στην περιθωριοποίηση του θέματος -χωρίς να λείπουν οι λαμπρές εξαιρέσεις, των ερευνητών της πρώτης μεταπολιτευτικής γενιάς- ήταν οι τεράστιες σκιές που ύψωναν γύρω από το θέμα τα πολιτικά πρόσημα της περιόδου, τα οποία άλλωστε καθιστούσαν το θέμα ως ταμπού.
Η μεταπολεμική Ελλάδα ήταν μια ένοχη χώρα που είχε αρνηθεί σε χιλιάδες πολίτες της να διαμείνουν στη χώρα που γεννήθηκαν λόγω πολιτικών διαφοροποιήσεων. Αργότερα θα τους αποσπάσει και την ιθαγένεια, ενώ η χούντα του ’67 θα πάει τα πράγματα ένα βήμα ακόμη πιο πίσω ως προς την τελική λύση του θέματος. Μόνο μετά τη μεταπολίτευση θα τεθούν οι βάσεις για να λυθεί σταδιακά ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα της χώρας στην κατεύθυνση για την οικοδόμηση της προσήκουσας εθνικής ενότητας. Παράλληλη θα είναι και η πορεία της επιστημονικής προσέγγισης του θέματος. Σίγουρα με πιο αργή ανάπτυξη η ιστορική αφήγηση θα επικεντρωθεί αρχικά στην προσέγγιση των κεντρικών πολιτικών συμβάντων και θα εντάξει την προσφυγιά σε ένα συμπληρωματικό πλαίσιο, περισσότερο ως συνέπεια του πολέμου παρά ως ξεχωριστό φαινόμενο.
Η ανάδειξη νέων ιστοριογραφικών προσεγγίσεων τα τελευταία χρόνια, και η ανάπτυξη των θεματικών διαμέσου της κοινωνικής ιστορίας, θα στρέψουν το βλέμμα νέων ερευνητών στο θέμα της προσφυγιάς και δει των πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου. Σημαντική τομή θα αποτελέσει και το συνέδριο με θέμα: «Οι πολιτικοί πρόσφυγες του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου στα Ανατολικά Κράτη» που διοργάνωσαν από κοινού το Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων, και το ΕΛΙΑ, τον Ιούλιο του 2003 στα Γιάννενα.
Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες αποτελούν ένα μεταναστευτικό ρεύμα από μόνοι τους λόγω του όγκου τους, των δεκάδων τόπων στους οποίους εγκαταστάθηκαν και της ιδιαιτερότητας των αιτιών που τους έσπρωξαν στην αναγκαστική εξορία. Ο επαναπατρισμός τους σε ότι αφορά την πλειοψηφία τους ολοκληρώθηκε πριν λίγα σχετικά χρόνια μετρώντας με το ρολόι της ιστορικής επιστήμης.
Η εργασία αυτή προσπαθεί να σκιαγραφήσει σε αδρές γραμμές τις συνθήκες ζωής που συνάντησαν οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στις νέες τους -σοσιαλιστικές- πατρίδες, καθώς η εργασία επικεντρώνεται στην συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων που κατέληξαν σε χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ (Κομινφόρμ). Όσο δε αφορά στη δομή της εργασίας, στην αρχή παρατίθενται κάποια γενικά στοιχεία που αφορούν ουσιαστικά το σύνολο των προσφύγων ανεξαρτήτως της χώρας υποδοχής, ενώ στη συνέχεια παρακολουθούμε όψεις της κοινωνικής ζωής των προσφύγων ειδικότερα, ανάλογα με τη χώρα εγκατάστασης τους.
Προσπαθώντας να εξειδικεύσουμε το πλαίσιο μα και τους στόχους της εργασίας, θα επιχειρήσουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε το ερευνητικό πεδίο τόσο από άποψη χώρου όσο και χρόνου. Επιπλέον όσο αφορά το περιεχόμενο της προσέγγισης θα μας απασχολήσουν όψεις της κοινωνικής ζωής που καθορίζουν το πλαίσιο διαβίωσης των προσφύγων στη νέα τους ζωή. Αυτές θα έχουν να κάνουν κυρίως με την στέγαση, την μόρφωση, την εργασία και τον πολιτισμό. Βασικό πρίσμα της προσέγγισης αποτελεί ο συνυπολογισμός της οπτικής που έχουν οι ίδιοι οι πρόσφυγες σε σχέση με την «απαγορευμένη πατρίδα» και τις προσπάθειές τους να μην αλλοιωθεί η ιδιαίτερη εθνική κουλτούρα τόσο των ίδιων όσο και των παιδιών τους.
Σε όσα αφορούν το χρονικό πεδίο της εργασίας αυτό ορίζεται από το 1949, χρονιά κατά την οποία λαμβάνουν τέλος οι ένοπλες συγκρούσεις του εμφυλίου (1946-1949) και ταυτόχρονα ξεκινά το μακρύ ταξίδι της προσφυγιάς για τους χιλιάδες μαχητές του ΔΣΕ, τις οικογένειές τους αλλά και απλούς αριστερούς πολίτες, οι οποίοι δεν θα διακινδυνεύσουν να παραμείνουν στην Ελλάδα. Ως χρονικό πέρας της εργασίας θα επιλέξουμε το 1974 για διάφορους λόγους. Αφ’ ενός με την έλευση της μεταπολίτευσης μετά την πτώση της δικτατορίας, σταθεροποιείται ένα δημοκρατικό καθεστώς το οποίο μπορεί να αποτελέσει το πολιτικό εφαλτήριο από το οποίο θα γεννηθεί η λύση του προβλήματος με τον επαναπατρισμό των προσφύγων. Αυτή η οπτική μπορεί να συνεπικουρηθεί από το σημαντικό γεγονός της νομιμοποίησης του ΚΚΕ. Πλέον ανοίγει ο δρόμος για την επιστροφή, αφού καταπέφτει το βασικό επιχείρημα των προηγούμενων πολιτικών και στρατιωτικών κυβερνήσεων ότι οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες όντας κομμουνιστές είναι προδότες που συνωμοτούν εναντίον της πατρίδας από το εξωτερικό.
Εν τω μεταξύ, ήδη αρκετοί πρόσφυγες καταφέρνουν να γυρίσουν στην Ελλάδα ατομικά ενώ οι ελπίδες που γεννιούνται για οριστικό επαναπατρισμό μειώνουν την άλλοτε εντονότατη δράση των πολιτιστικών συλλόγων των Ελλήνων προσφύγων στο εξωτερικό.
Τέλος όσο αφορά το χωρικό πλαίσιο που εξετάζουμε αυτό οροθετείται με βάση καταρχήν την αντιστοίχηση με το βιβλιογραφικό υλικό που συγκεντρώθηκε αλλά και ορισμένους ακόμη «αστάθμητους» παράγοντες.
Η εργασία παραθέτει όψεις της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων που κατέφυγαν στην Σοβιετική Ένωση, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία και την Ανατολική Γερμανία. Βάρος δόθηκε κυρίως στους πρόσφυγες της Σοβιετικής Ένωσης, λόγω του μεγάλου αριθμού τους και της Ρουμανίας που αποτέλεσε την καρδιά της πολιτικής προσφυγιάς (Βουκουρέστι), καθώς εκεί πέρα από το αρχηγείο της εξόριστης ηγεσίας του ΚΚΕ, εγκαταστάθηκαν και όλες σχεδόν, ή τουλάχιστον οι πιο σημαντικές από τις υπηρεσίες των προσφύγων (εκδοτικός οίκος, Επιτροπή Βοήθειας στο παιδί -ΕΒΟΠ- κ.α.)
Δεν περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις όσων προσφύγων κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν τελικά στην Γιουγκοσλαβία, καθώς μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν το 1948 όσοι Έλληνες είχαν καταφύγει εκεί έφυγαν προς νέο προορισμό ενώ, η συντριπτική πλειοψηφία όσων έμειναν ήταν Σλαβομακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες, οι οποίοι όμως αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση που καλό είναι να εξεταστεί χωριστά. Επίσης η Αλβανία για πολιτικούς λόγους δεν φιλοξένησε Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες[1].
Πριν κλείσουμε αυτή την σύντομη εισαγωγή οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η συγκεκριμένη εργασία δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μια ολιστική καταγραφή του συνόλου των όψεων της κοινωνικής ζωής των προσφύγων. Άλλωστε δεν θα μπορούσε, εφόσον το θέμα είναι ανοιχτό σήμερα ακόμη στην πιο πλέρια επιστημονική έρευνα και νέα συμπεράσματα εξάγονται διαρκώς. Η σχετική πενία που υπάρχει στη βιβλιογραφία επί του θέματος οριοθετεί τη χρήση της εργασίας ως μιας υπόσχεσης για ακόμη περισσότερο ενδελεχή ενασχόληση και έρευνα πάνω σε αυτό το σημαντικό θέμα της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας.
Γενικά Στοιχεία
Ήδη από τον δεύτερο χρόνο του εμφυλίου, (1947) παιδιά κυρίως αλλά και τραυματίες μεταφέρονται σε στρατόπεδα κυρίως στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας, στην Αλβανία αλλά και στη Βουλγαρία. Η πρώτη όμως μαζική αποστολή θα αφορά τα παιδιά και αυτή θα αποφασιστεί την Άνοιξη του 1948. Μέχρι το τέλος του Εμφυλίου τον Αύγουστο του 1949 θα έχουν μεταφερθεί στις ανατολικές χώρες περίπου 25.000-28.000 παιδιά[2]. Εκεί θα τα ακολουθήσουν την επαύριο της ήττας 56.000 περίπου ενήλικοι[3]. Η συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχονταν από ορεινές περιοχές της Β. Ελλάδας ενώ μια μικρή μειοψηφία προέρχεται από αστικά κέντρα. 30% εξ’ αυτών δηλώνουν Σλαβομακεδόνες, ενώ υπάρχουν επίσης κάποιοι Βλάχοι και Πόντιοι. Το μορφωτικό τους επίπεδο ήταν πολύ χαμηλό καθώς ο αναλφαβητισμός έκανε θραύση, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία ήταν βοσκοί και αγρότες, οι οποίοι ζούσαν με έναν αρχαϊκό τρόπο ζωής. Μοναδική «παραφωνία» σε αυτόν τον κανόνα υπήρξαν μερικοί δάσκαλοι, καθώς επίσης και ορισμένοι πτυχιούχοι και διπλωματούχοι. Τέλος η υγεία τους θεωρούνταν σχετικά καλή αφού μόνο μια μικρή μειοψηφία ήσαν ανάπηροι[4].
Σύμφωνα με πηγές που προέρχονται από το ΚΚΕ, το οποίο ήταν ουσιαστικά υπεύθυνο για τους πολιτικούς πρόσφυγες στις ξένες χώρες, παραθέτουμε τα παρακάτω στοιχεία που αφορούν στη διασπορά των ενηλίκων και ανηλίκων προσφύγων το 1950. Στη Ρουμανία ζουν 9.100 ενήλικες και 4.256 παιδιά, στη Τσεχοσλοβακία 11.941 ενήλικες και 3.500 παιδιά, στην Πολωνία 11.458 ενήλικες και 3.500 παιδιά, στην Ουγγαρία 7.253 ενήλικες και 3.000 παιδιά, στην ΕΣΣΔ 11.980 ενήλικες χωρίς παιδιά, στην Αν. Γερμανία 1.128 παιδιά χωρίς ενήλικες και τέλος στη Βουλγαρία 3.071 ενήλικες και 672 παιδιά.
Ο δρόμος του ταξιδιού για τους πρόσφυγες μέχρι να φτάσουν σε όλους αυτούς τους προορισμούς ήταν πραγματικά μακρύς και δύσκολος.
Τέσσερις αποστολές εμπορικών πλοίων θα παραλάμβαναν τους αντάρτες του ΔΣΕ[5] από την Αλβανία για να τους μεταφέρουν κάτω από άκρα μυστικότητα στη ΕΣΣΔ όπου μετά από ένα απίστευτο ταξίδι θα φτάνανε στη μακρινή Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, το μέρος στο οποίο θα εγκαθίσταντο για τα επόμενα 30 περίπου χρόνια. Άλλα καράβια μετέφεραν μέσω Γιβραλτάρ τους πρόσφυγες στο λιμάνι του Γκντάνσκ στην Πολωνία για να σκορπιστούν από εκεί στη Σιλεσία και στην Τσεχοσλοβακία, ενώ αρκετοί μείνανε στην Πολωνία. Από το στρατόπεδο του Μπούλκες οι περισσότεροι κατέληξαν στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία. Τέλος η διοίκηση του ΚΚΕ, τα τεχνικά όργανα η κεντρική σχολή του Κόμματος καθώς και το ραδιόφωνο «Ελεύθερη Ελλάδα» εγκαταστάθηκαν στο Βουκουρέστι, το οποίο εκτός από πρωτεύουσα της Ρουμανίας γινόταν πλέον και άτυπη πρωτεύουσα των εξόριστων πολιτικών προσφύγων[6].
Μετά την πρώτη απογραφή όλοι οι πρόσφυγες πήραν μια ειδική ταυτότητα μόνιμου κατοίκου ξένης υπηκοότητας που ανέφερε την εθνική ταυτότητα του (ελληνική, μακεδονική) αλλά δεν επέτρεπε την έξοδο από την χώρα, ενώ σε κάθε χώρα μια ελληνική αυτοδιοίκηση υπό τον έλεγχο του ΚΚΕ έπαιζε το ρόλο του ενδιάμεσου ανάμεσα στους πρόσφυγες και των τοπικών αρχών ώστε να επιλύονται προβλήματα της καθημερινότητας. Αυτή η διαδικασία βοήθησε τους πρόσφυγες τον πρώτο καιρό να ενταχθούν όσο το δυνατό πιο ομαλά στις νέες συνθήκες[7]. Οι δυσκολίες όμως ήσαν ακόμη μπροστά τους. Η εκμάθηση ξένης γλώσσας, η μόρφωση, η εξειδίκευση, η εργασία σε εργοστάσιο ενώ ήταν αγρότες, το θέμα της στέγασης και της επανένωσης της οικογένειας θα ταλαιπωρήσουν τους πρόσφυγες ειδικότερα τα πρώτα χρόνια της υπερορίας. Αυτές όμως τις όψεις της κοινωνικής ζωής θα τις δούμε σε επόμενα κεφάλαια χωρισμένα ανά χώρες.
Το αντίστοιχο ταξίδι για τα παιδιά ήταν σίγουρα δύσκολο αλλά έγινε πολύ πιο οργανωμένα και υπό πολύ καλύτερες συνθήκες. Πιο συγκεκριμένα, μετά την αίτηση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης στις Ανατολικές χώρες ώστε αυτές να φιλοξενήσουν 30.000 περίπου παιδιά και να αναλάβουν εξ’ ολοκλήρου τη στέγαση, τη διατροφή, την υγειονομική περίθαλψη, το ντύσιμο και τη μόρφωση τους και τη συνακόλουθη αποδοχή του αιτήματος, ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την ασφαλή αποστολή των παιδιών στο εξωτερικό. Αφού εξασφαλίστηκε η συναίνεση των γονιών ή ενός εξ’ αυτών ή του υπεύθυνου κηδεμόνα τους, καταρτίστηκε το πλάνο σύμφωνα με το οποίο θα εκτελούνταν η διαδικασία του παιδοφυλάγματος. Κάθε χωριό οργάνωνε τα παιδιά του, όριζε τις γυναίκες που θα τα συνόδευαν αλλά και θα είχαν την προστασία και την ευθύνη τους στις νέες πατρίδες. Μια γυναίκα περίπου αναλογούσε σε κάθε 10 παιδιά. Οι γυναίκες αυτές ήταν και οι ίδιες μητέρες προσφυγόπουλων και ορίζονταν από τους γονείς, επίσης ήταν επιβαρυμένες με το καθήκον της επικοινωνίας μέσω αλληλογραφίας των παιδιών με τους γονείς τους.
Έτσι με λίγα εφόδια στα χέρια και την συνοδεία τμημάτων του ΔΣΕ, οι φάλαγγες των παιδιών έφταναν στα σύνορα των τριών όμορων χωρών, από εκεί τα παραλάμβαναν στρατιωτικά αυτοκίνητα της χώρας στην οποία έμπαιναν που τα οδηγούσαν σε κέντρα μεταφορών. Οι αμαξοστοιχίες που θα τα οδηγούσαν στον προορισμό τους είχαν διαμορφωθεί καταλλήλως, κυρίως από υγειονομική άποψη (γιατροί, νοσοκόμες, βοηθητικό προσωπικό κ.α.). Τέλος η χώρα στην οποία θα κατέληγαν είχε προαποφασιστεί και ειδοποιηθεί έγκαιρα. Ο προγραμματισμός τηρούνταν αυστηρά ώστε να είναι έτοιμες οι εγκαταστάσεις να φιλοξενήσουν τα παιδιά. Ο καταμερισμός έγινε με κυρίαρχο κριτήριο την ηλικία των παιδιών. Αλλού τα νήπια, αλλού τα παιδιά, αλλού οι έφηβοι. Τέλος τα κτήρια που επιλέχθηκαν ήταν ουσιαστικά ότι καλύτερο διέθεταν οι χώρες υποδοχής (πύργοι, επαύλεις, θέρετρα και ξενοδοχεία). Πρώτο -και ενδιάμεσο- σταθμό των παιδιών -το ανάλογο του Μπούλκες για τους ενήλικες- αποτέλεσε η Αλβανία και ο παιδικός σταθμός στη Σκόδρα απ’ όπου πέρασαν 3.300 παιδιά, πριν κατανεμηθούν στις Ανατολικές χώρες.
Ο αριθμός πάντως των παιδιών στις χώρες του συμφώνου της Βαρσοβίας δεν ήταν σταθερός, υπήρχαν διαρκείς αυξομειώσεις λόγω μετακινήσεων ή και μερικών επαναπατρισμών. Το μεγαλύτερο βάρος το σήκωσε η Ρουμανία όσο αφορά τον αριθμό των παιδιών, αμέσως μετά ακολουθούν η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία και έπονται η Βουλγαρία και η Ανατολική Γερμανία. Τα λιγότερα παιδιά φιλοξενήθηκαν από την ΕΣΣΔ, πρόκειται για μεγαλύτερα παιδιά που εγκαταστάθηκαν στο Ιβάνοβο[8].
Τα μικρότερα παιδιά εγκαταστάθηκαν σε ειδικούς παιδικούς σταθμούς, 80 περίπου στο σύνολο των Ανατολικών χωρών, οι οποίοι έπαψαν να λειτουργούν αφού δεν χρειαζόντουσαν πια γύρω στο 1955[9]. Αμέσως μετά την εγκατάσταση στους ειδικούς ελληνικούς σταθμούς άρχισε η λειτουργία οργανωμένων σχολείων για την επιμόρφωση και την διαπαιδαγώγηση των προσφυγόπουλων.
Όσο αφορά στην κατάσταση της υγείας των παιδιών αυτή δε ήταν καλή. Μόνο ένα 10% εξ’ αυτών δεν ταλαιπωρούνταν από κάποια πάθηση. Σύμφωνα όμως με τα επίσημα στοιχεία μέχρι τον Αύγουστο του 1950 η παιδική θνησιμότητα περιορίστηκε με τα κατάλληλα μέτρα στο 1 τοις χιλίοις.
Η μόρφωση τους ήταν σε αντίστοιχα χαμηλά επίπεδα. Μονάχα ένα 4% είχε φτάσει να φοιτήσει σε ανώτερη τάξη πέραν της Γ’ Δημοτικού. Σύμφωνα και πάλι με τα επίσημα στοιχεία μέσα σε 2 χρόνια είχαν όλα τα παιδιά ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα και μάλιστα είχαν καλύψει τα κενά έτσι ώστε να μην έχουν χάσει χρονιές και να αντιστοιχεί η ηλικία τους με την τάξη που θα έπρεπε να βρίσκονται.
Η μόρφωση των παιδιών παρέχονταν διαμέσου των προσφυγικών σχολείων. Πρόκειται για κανονικά σχολεία της περιοχής όπου διέμεναν οι Έλληνες πρόσφυγες όπου φοιτούσαν τα ελληνόπουλα μαζί με τα ντόπια παιδιά με τη διαφορά ότι καταρτιζόταν ένα ειδικό ελληνικό πρόγραμμα με τη συνεργασία του Υπουργείου Παιδείας και της Ελληνικής Εκπαιδευτικής Επιτροπής της κάθε χώρας. Τα ελληνικά μαθήματα ήταν: α. ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία β. γεωγραφία και πατριδογνωσία και γ. ελληνική ιστορία. Για τα μαθήματα αυτά δόθηκαν 6-12 ώρες παρακολούθησης τη βδομάδα σύμφωνα με τη χώρα και τις ανάγκες[10]. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι αρχές ώστε να ταιριάξουν το πρόγραμμα και τον αριθμό των μαθητών φαίνεται ότι η μόρφωση των παιδιών πάνω στην ελληνική γλώσσα και όχι μόνο τηρήθηκε στο έπακρο όσα χρόνια διήρκησε η υπερορία των προσφυγόπουλων[11].
Η κοινωνική ζωή των πολιτικών προσφύγων στις νέες σοσιαλιστικές πατρίδες (ΕΣΣΔ, Ρουμανία, Βουλγαρία).
Σοβιετική Ένωση 
Δώδεκα χιλιάδες αφοπλισμένοι αντάρτες του ΔΣΕ θα «μεταμφιεστούν» σε μερικούς τόνους «αλβανικής πίσσας» καταπώς αναφέρονταν το «εμπόρευμα» των πλοίων που θα τους φέρει στον Εύξεινο Πόντο, μέσω Αιγαίου και Βοσπόρου. Από εκεί θα ταξιδέψουν με τρένο προς τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν απ’ όπου θα επανεπιβιβαστούν σε πλοίο το οποίο θα διασχίσει την Κασπία για να τους βγάλει στην απέναντι όχθη της, απ’ όπου με τρένο θα φτάσουν στον προορισμό τους, την Τασκένδη, πρωτεύουσα της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν. Θα φτάσουν τον Οκτώβρη του 1950, και θα εγκατασταθούν σε 14 πολιτείες.
Ένα μικρό τμήμα 200-300 ατόμων θα συνεχίσει το ταξίδι ως το ακόμη πιο μακρινό Μπέγκοβατ στα σύνορα της ΕΣΣΔ με το Πακιστάν και την Ινδία, για να επανέλθει στη Τασκένδη 2-3 χρόνια αργότερα. Δυο από τις 14 πολιτείες θα χτιστούν στα περίχωρα της Τασκένδης.
Είναι αλήθεια ότι τώρα πια που μπορούμε να διασταυρώσουμε μαρτυρίες μπορούμε να πούμε ότι λόγω διαφόρων λόγων οι πρόσφυγες που κατέφυγαν στην ΕΣΣΔ αντιμετώπισαν τις πιο δύσκολες καταστάσεις. Τόσο οι εγκαταστάσεις όσο και το κλίμα που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν μάλλον τα πιο σκληρά σε σύγκριση με τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Τέλος οι ντόπιοι χωρίς να είναι εχθρικοί -μάλλον το αντίθετο σύμφωνα με μαρτυρίες- (βλ. Δ. Κάτση) δεν είχαν κανένα κοινό πολιτισμικό στοιχείο με τους Έλληνες πρόσφυγες.
Η στέγαση των προσφύγων περιορίζονταν σε μακρόστενους θαλάμους μαζικής συμβίωσης που μοιάζανε μάλλον με παράγκες. Κάθε μια από αυτές φιλοξενούσε 50 άτομα, με πολύ προσεγμένη όμως υγιεινή. Πέρα από αυτό το κεντρικό κτήριο, υπήρχαν το κτήριο της τραπεζαρίας, της διοίκησης, η αίθουσα εκδηλώσεων που μετατρέπονταν και σε κινηματογράφο, σχολεία, παιδικοί σταθμοί κ.α. Οι πολιτείες ήταν χτισμένες γύρω-γύρω ενώ στη μοναδική είσοδο υπήρχε Σοβιετικός θυρωρός. Από αυτή την πολύ δύσκολη στεγαστική κατάσταση θα αρχίσουν να ξεφεύγουν οι πρόσφυγες κάποια χρόνια αργότερα. Σε αυτή την κατεύθυνση θα βοηθήσει καταλυτικά η δημιουργία συνεργατικού συνεργείου οικοδόμων από Έλληνες πρόσφυγες. Οι άνθρωποι αυτοί με την εθελοντική βοήθεια όλων των κατοίκων των πολιτειών θα ξεκινήσουν -και με τη συνδρομή του κράτους- να χτίζουν νέα σπίτια για τους πρόσφυγες. Μέχρι το 1957, όλοι οι πρόσφυγες θα έχουν τουλάχιστον ένα δωμάτιο, ενώ μετά το 1960 θα αποκτήσουν και διαμερίσματα πάνω του ενός δωματίου. Παράλληλα λόγω της ενασχόλησης με τις οικοδομικές εργασίες θα ανεβεί και το βιοτικό επίπεδο, καθώς είναι καλοπληρωμένες δουλειές.
Όσο αφορά τώρα στην εργασία εκεί δημιουργηθήκαν αρχικά έντονα προβλήματα καθώς οι αγρότες των χωριών της Β. Ελλάδας έπρεπε να ενταχθούν σχεδόν απ’ ευθείας στον κόσμο του εργοστασίου εκεί που κυριαρχούσε η μηχανιστική λειτουργία και επικρέμονταν πάνω από το κεφάλι των εργαζομένων η νόρμα της σχεδιοποιημένης οικονομίας. Η πλειοψηφία των προσφύγων εργάστηκαν τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της υπερορίας σε μια μεταλλουργική μονάδα έξω από την Τασκένδη από αυτές που είχαν μεταφερθεί στο Ουζμπεκιστάν λίγο πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία,[12] οι Έλληνες πρόσφυγες άργησαν για κάποιο χρονικό διάστημα να προσαρμοστούν αλλά όχι για τους λόγους που θα περίμενε κάποιος. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας το 80% των Ελλήνων προσφύγων υπήρξε υπερπαραγωγικό. Με λίγα λόγια όχι μόνο έπιανε τη νόρμα αλλά παρήγαγε ακόμα παραπάνω, έτσι οι Έλληνες εργάτες αποτελούσαν τον κύριο πυλώνα των εργατιστικών σοβιετικών κινημάτων του σταχανοφισμού και των ουντάρνικων. Αυτές οι επιδόσεις μπορεί να επιδοκιμάζονταν από τις αρχές κυρίως με ηθικές επιβραβεύσεις, δημιουργούσαν όμως προβλήματα με τους ντόπιους εργαζόμενους, οι οποίοι δεν αρέσκονταν σε έναν τέτοιου είδους ανταγωνισμό.
Τα ίδια ή και ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα αντιμετώπισε μια ιδιαίτερη ομάδα εργαζομένων, οι λιμενεργάτες. Άνθρωποι εντελώς αντίθετοι με το πνεύμα των κλειστών συνόρων και οριζόντων δεν θα μπορέσουν να ανεχτούν τον νέο τρόπο ζωής. Κορυφαία εκδήλωση αυτής της απόρριψης θα αποτελέσει η προσπάθεια 6 εξ’ αυτών να διαφύγουν προς το Αφγανιστάν, θα αποτύχουν όμως και θα συλληφθούν.
Μια άλλη «ειδική κατηγορία» προσφύγων ήταν οι γυναίκες οι οποίες είχαν να αντιμετωπίσουν τον δικό τους Γολγοθά, καθώς θα έπρεπε σε αυτές τις νέες δύσκολες συνθήκες να εκτελέσουν το σύνολο των πολλαπλών καθηκόντων τους. Η συμμετοχή των γυναικών στον ΔΣΕ ήταν εκτεταμένη, περίπου το 30% των μάχιμων τμημάτων του αποτελούνταν από γυναίκες. Με την άφιξή τους στην ΕΣΣΔ και οι γυναίκες θα ενταχθούν στη βιομηχανική παραγωγή σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες. Παράλληλα η συντριπτική τους πλειοψηφία θα παντρευτεί (Έλληνες) και θα γίνουν μητέρες. Παράλληλα λοιπόν με την εργασία θα πρέπει να φροντίσουν και την οικογένεια.
Ο αγροτικός τρόπος ζωής με τον οποίο είχαν μεγαλώσει και ένας συντηρητισμός που προυπήρχε μπορεί να καταδικάζονταν από τη νέα σοβιετική πολιτισμική νόρμα, η οποία σταθερά προσανατολιζόταν στην ισότητα των φύλων όμως δεν μπορούσε να ανατραπεί μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Αποτέλεσμα αυτής της λογικής ήταν οι γυναίκες να είναι πάντα επιπλέον επιφορτισμένες με τα βάρη της καθημερινότητας που συνεπάγονταν η οικογενειακή ζωή.
Τέλος οι γυναίκες θα έπρεπε να συμμετέχουν εξίσου και στα κοινά, παρακολουθώντας και συμμετέχοντας στις εκδηλώσεις της πολιτικής και κομματικής ζωής. Παρόλα αυτά οι γυναίκες σε μεγάλο βαθμό θα εκμεταλλευτούν τις ευεργετικές όψεις του σοβιετικού συστήματος που τις αφορούν, και θα καταφέρουν να βγουν νικήτριες από αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Μεγάλος αριθμός εξ’ αυτών θα σπουδάσουν ακόμα και σε πανεπιστήμια και θα πετύχουν σε μεγάλο βαθμό τη χειραφέτησή τους.
Κλείνοντας με τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες των προσφύγων, πολύ σημαντικές όψεις της ζωής είναι οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν και αφορούν στα παιδιά. Πιο συγκεκριμένα, για την μόρφωση των παιδιών στη ΕΣΣΔ υπήρξαν σκέψεις να δημιουργηθούν -σε αντιδιαστολή με ότι συνέβαινε στις υπόλοιπες χώρες- αυτόνομα ελληνικά σχολεία. Σε αυτή την κατεύθυνση στράφηκαν οι Σοβιετικές αρχές δεδομένου ότι οι Έλληνες πρόσφυγες ζούσαν σε αμιγώς ελληνικές κοινότητες. Τελικά το σχέδιο αυτό δεν ευοδώθηκε, καθώς υπήρξαν δισεπίλυτα προβλήματα. Αφενός δεν μπορούσε να βρεθεί τόσο μεγάλος αριθμός προσωπικού ενώ επίσης τελικώς θεωρήθηκε ότι η αποκοπή των Ελληνόπουλων από τα υπόλοιπα παιδιά της χώρας θα δυσκόλευε την αφομοίωσή τους στο Σοβιετικό περιβάλλον. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκαν ελληνικά τμήματα μέσα στα σοβιετικά σχολεία όπως και στις υπόλοιπες χώρες υποδοχής προσφύγων.
Σε αυτά τα τμήματα τα παιδιά των Ελλήνων και των Σλαβομακεδόνων μάθαιναν την γλώσσα της πατρίδας τους αντί των ουζμπέκικων. Απαραίτητη ήταν και η εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας. Τα σχολικά βιβλία έφταναν σε μεγάλες ποσότητες από τον εκδοτικό οίκο που είχε στηθεί στο Βουκουρέστι. Σε 5 χρόνια περίπου σύμφωνα με τα παρατιθέμενα στοιχεία εξαλείφθηκε εξολοκλήρου ο παιδικός αναλφαβητισμός.
Παράλληλα με την εκπαίδευση των παιδιών δημιουργήθηκαν και υποδομές για την επιμόρφωση και των ενηλίκων. Σε κάθε πολιτεία δημιουργήθηκε ένα «σχολείο εργαζομένων» το οποίο υπήρξε ο κύριος λόγος της συντριπτικής μείωσης του αναλφαβητισμού και στους ενήλικες. Έτσι λοιπόν το αρχικό 56% των αναλφάβητων εκμηδενίστηκε ενώ το 95% των μορφωμένων πλέον ανηλίκων συνέχισε τις σπουδές του και σε ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν από το 1960 κι έπειτα να δημιουργηθεί ένα πολυάριθμο ελληνικό εξειδικευμένο και επιστημονικά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό.
Μια ακόμη λιγότερο διερευνημένη υπόθεση είναι η σχέση των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων με τις άλλες εθνότητες στον τόπο της υπερορίας. Όσο αφορά στην Σοβιετική Ένωση και ειδικότερα στην Τασκένδη, όπου εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, υπήρχαν πολλές διαφορετικές εθνότητες οι οποίες κατοικούσαν στην περιοχή. Ρώσοι, Τάταροι, Εβραίοι, Ουκρανοί, και Ουζμπέκοι ήταν οι κυριότεροι εκπρόσωποι των εθνοτήτων του Ουζμπεκιστάν. Από ότι φαίνεται, μέσω των μαρτυριών, οι Έλληνες είχαν σχέσεις με τον ντόπιο πληθυσμό. Σύμφωνα με τις ίδιες μαρτυρίες, οι Ουζμπέκοι ήταν φιλόξενος λαός και ανέπτυξαν θετικές σχέσεις με τους πρόσφυγες[13]. Μια ιδιαίτερη σχέση, για την οποία λίγα είναι γνωστά είναι αυτή μεταξύ των Ελλήνων μαχητών του ΔΣΕ που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, σαν «εχθροί του έθνους», με τους Έλληνες Ποντίους οι οποίοι εξορίστηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες (1944-1949) για να καταλήξουν κι αυτοί σαν «ταξικοί εχθροί του καθεστώτος» στις στέπες του Ουζμπεκιστάν και του Καζακστάν. Λιγοστές πρέπει να υπήρξαν οι επαφές μεταξύ των ομοεθνών, ενώ πολύ διαφορετική ήταν και η αντιμετώπιση που είχαν από τις Σοβιετικές αρχές.
Τέλος πολύ σημαντική είναι η όψη που παρουσιάζει η καθημερινότητα των προσφύγων. Ειδικότερα για την ΕΣΣΔ, για αρκετούς λόγους, αυτή παρουσιάζεται πιο ζοφερή σε σχέση με τη ζωή στις υπόλοιπες Λαϊκές Δημοκρατίες. Βασικό ρόλο για τη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης έπαιξαν δυο γεγονότα.
Αφενός η διατήρηση του στρατιωτικού καθεστώτος σύμφωνα με την απόφαση της 6ης ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ της 9ης Οκτωβρίου του 1949, μέχρι και το 1954 η οποία αναφέρει: «…στη χώρα ξεσπούν κα φουντώνουν μεγάλοι λαϊκοί αγώνες, ενώ οι κύριες δυνάμεις του ΔΣΕ, παρά τη μοναρχοφασιστική επιτυχία στο Βίτσι – Γράμμο, παραμένουν άθιχτες και με το όπλο παρά πόδα»[14].
Αφετέρου η σύσταση των προσφύγων που επιλέχθηκαν για την εγκατάσταση στην ΕΣΣΔ, ήταν τέτοια ώστε να θεωρείται επιβεβλημένη η στρατιωτικού τύπου πειθαρχία, καθώς τα 12.000 περίπου άτομα που εγκαταστάθηκαν στη Τασκένδη θεωρούνταν η ραχοκοκαλιά, η δύναμη πυρός του ΔΣΕ, ενώ και το επίπεδο πολιτικοποίησης τους θεωρούνταν πιο ανεπτυγμένο[15].
Με βάση αυτά τα δεδομένα λοιπόν η ζωή των προσφύγων τα πέντε πρώτα χρόνια τουλάχιστον θα στιγματιστεί από τις καθημερινές εκφράσεις που ταιριάζουν σε ένα στρατιωτικό καθεστώς. Οι πρόσφυγες αφού θα ξυπνήσουν στις 4 το πρωί θα επιβιβαστούν στα τρένα που θα τους μεταφέρουν στην εργασία τους με στρατιωτικό βήμα και τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια. Οι άντρες θα φορούν υποχρεωτικά τραγιάσκα και οι γυναίκες μαντίλα. Οι μπερέδες απαγορεύονταν. Αυτές οι συνθήκες θα ξεσηκώσουν μεγάλες αντιδράσεις από τους πρόσφυγες οι οποίοι αδυνατούσαν -φυσιολογικά- να καταλάβουν τη χρησιμότητα αυτών των σκληρών μέτρων[16].
Λίγα στοιχεία είναι γνωστά για την πολιτιστική δραστηριότητα των προσφύγων της ΕΣΣΔ. Σίγουρα υπήρχε Σύλλογος Ελλήνων, αλλά μάλλον οι πρόσφυγες εκεί ήταν περισσότερο προσκολλημένοι στο μηχανισμό του ΚΚΕ. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην ΕΣΣΔ γύρισαν στην Ελλάδα μαζί με το μεγάλο ρεύμα του επαναπατρισμού στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και των αρχών του ’80.
Ρουμανία
Στη «στρογγυλή χώρα» των βόρειων Βαλκανίων θα βρουν καταφύγιο το 1949 10.000 περίπου πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου. Από τον προηγούμενο χρόνο έχουν εγκατασταθεί στη χώρα 5.664 Ελληνόπουλα. Λίγο καιρό πριν ανοίξουν οι πύλες της μέχρι πρότινος «απαγορευμένης πατρίδας», το 1982 παρέμεναν στη χώρα περίπου 4.000 άτομα[17].
Μετά την απογραφή τους, και τη δημιουργία του Συλλόγου Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων, όλοι οι πρόσφυγες πήραν ένα μπλε βιβλιάριο με επίχρυσα γράμματα και την εικόνα του Παρθενώνα, που αποτελούσε το έμβλημα του συλλόγου, ώστε να τους υπενθυμίζεται ότι είναι μέλη μιας μικρής αλλά οργανωμένης και δραστήριας ομάδας εκπατρισμένων Ελλήνων. Στόχοι του πατριωτικού συλλόγου ήταν να εκδίδει την εφημερίδα «Νέα Ζωή[18]», να συντηρεί τοπικές λέσχες και να οργανώνει διαλέξεις, θεατρικές παραστάσεις, καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το κεντρικό σύνθημα του συλλόγου έλεγε: «Με τη σκέψη στην Πατρίδα».
Με βάση τα παραρτήματα του Συλλόγου, τα οποία ιδρύονταν όπου υπήρχαν Έλληνες πρόσφυγες μπορούμε να παρακολουθήσουμε ολόκληρη την διαδρομή της διασποράς των Ελλήνων σε όλες τις περιοχές της Ρουμανίας.
Εν αντιθέσει με τους πρόσφυγες που κατέφυγαν στην ΕΣΣΔ, οι πρόσφυγες που έφτασαν στην Ρουμανία δεν συγκεντρώθηκαν σε μια πόλη παρά μόνο για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα στην αρχή.
Οι λόγοι πάντως που θα οδηγήσουν σε αυτή τη διασπορά των Ελλήνων στο εσωτερικό της Ρουμανίας, είναι παρόμοιοι με αυτούς που οδήγησαν τις Σοβιετικές αρχές να εγκαταστήσουν τους πρόσφυγες σε μια μόνο πόλη.
Πιο συγκεκριμένα στόχος των Ρουμανικών αρχών, όπως και όλων των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, ήταν οι Έλληνες να εγκατασταθούν στις περιοχές που αφήναν πίσω τους οι Γερμανοί υπήκοοι, οι οποίοι εγκατέλειψαν μαζικά αυτές τις χώρες μετά την απόφαση των Σοβιετικών για απέλαση τους από τα εδάφη που περιήλθαν στην επιρροή τους, μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Έτσι λοιπόν, πρώτο, προσωρινό σταθμό των Ελλήνων που φτάνανε στη Ρουμανία αποτέλεσαν τα «Φλωρίκα» μια τοποθεσία στο νότο της Ρουμανίας 100χλμ. περίπου μακριά από την πρωτεύουσα Βουκουρέστι. Εκεί εγκαταστάθηκαν μέχρι το 1950 4.500 Έλληνες πρόσφυγες. Χωρίς να υπάρχουν ιδιαίτερες βιβλιογραφικές αναφορές σε ότι αφορά το θέμα της στέγασης, στη Ρουμανία φαίνεται να αντιμετωπίζουν πολύ καλύτερες συνθήκες οι πρόσφυγες σε σχέση με αυτούς που κατέλυσαν στην ΕΣΣΔ. Δεν αναφέρονται πουθενά παράγκες και άλλα παρεμφερή. Ασφαλώς σύμμαχο σε αυτό οι αρχές της Ρουμανίας είχαν τον αρκετά μικρότερο αριθμό προσφύγων που έφτασαν αρχικά στην χώρα. Επίσης υποβοηθητικό ρόλο είχε η σταδιακή εισδοχή τους στη χώρα. Από τα συμφραζόμενα των δεδομένων που έχουμε υπ’ όψιν μας μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι οι Έλληνες πρόσφυγες διέμειναν στα εγκαταλελειμμένα σπίτια των Γερμανών εξόριστων.
Άλλη μια διαφορά στις όψεις της κοινωνικής ζωής των προσφύγων στη Ρουμανία είναι ότι αυτοί δεν εντάχθηκαν απ’ ευθείας στη βιομηχανική παραγωγή. Το πρώτο διάστημα ασχολήθηκαν στα Φλωρίκα με αγροτικές εργασίες, τις οποίες γνώριζαν ασφαλώς. Από το 1951 και μέχρι το 1954 σταδιακά ξεκίνησε η διάλυση της κοινότητας στα Φλωρίκα με στόχο την ειδίκευση των προσφύγων στη βαριά βιομηχανία[19].
Οι πρόσφυγες διεσπάρησαν σε τουλάχιστον 18 πόλεις της Ρουμανίας. Πιο συγκεκριμένα ελληνικό «χρώμα» πήραν οι εξής πόλεις και χωριά: Φλωρίκα (4.500), Βραίλα (1.300 πρόσφυγες το 1950 προερχόμενοι κυρίως από τη Βουλγαρία), Οράντεα (475 πρόσφυγες το 1954 μεταφέρονται εκεί από τα Φλωρίκα), Μπρασιόβ (350 πρόσφυγες μεταφέρονται το 1966 από το προσφυγικό κέντρο Βάλτσέλε), Γκεόργκιε Γκεοργκίου – Ντέζ (600 πρόσφυγες μεταφέρονται το 1961 από το γειτονικό Μοινέστι), Ιάσιο (λίγοι πρόσφυγες κυρίως φοιτητές από το 1952), Πλοέστι (200 πρόσφυγες), Κραγιόβα (450 πρόσφυγες εγκατεστημένοι από το 1950 προερχόμενοι από την κοινότητα της Φλωρίκας), Γαλάτσι (400 πρόσφυγες από το 1961), Χουνεντοάρα (650 πρόσφυγες από το 1950 προερχόμενοι από τη Φλωρίκα), Βουκουρέστι (από το 1948 έχουν εγκατασταθεί οι Έλληνες υπεύθυνοι των υπηρεσιών π.χ. ΕΒΟΠ, κ.α. Από το 1954 κι έπειτα καταφτάνουν Έλληνες φοιτητές που αναπτύσσουν αξιόλογη πολιτιστική δράση), Κλουζ (λίγοι σπουδαστές), Μποτοσάνι (450 πρόσφυγες από το 1951), Φαλτιτσένι (350 πρόσφυγες από το 1953 προερχόμενοι από τη Φλωρίκα), Βαλτσέλε (700 πρόσφυγες από το 1953 προερχόμενοι από τη Φλωρίκα, αργότερα το κέντρο θα διαλυθεί), Μανέτσιου (3.000 πρόσφυγες μεταφέρονται από τη Φλωρίκα τον Ιούλη του 1953, η κοινότητα θα διαλυθεί το 1961 όταν τα μέλη της θα μεταφερθούν στα Γαλάτσι και το Πλοέστι), Νεχόιου (400 πρόσφυγες από το 1953 προερχόμενοι από τη Φλωρίκα), Σιμπίου (50 γυναίκες που εργάζονταν σε υφαντουργία από το 1952), Τιμισοάρα (η πόλη με τους περισσότερους Έλληνες φοιτητές πολιτικούς πρόσφυγες). Πρέπει να υποσημειώσουμε ότι σε όλα αυτά τα μέρη λειτούργησαν παραρτήματα του ελληνικού συλλόγου, ενώ κοινός τόπος των τοποθεσιών όπου τοποθετήθηκαν οι πρόσφυγες είναι η ύπαρξη βαριάς βιομηχανίας, στην οποία εργάστηκαν[20].
Η πολιτιστική δράση που αναπτύχθηκε από τα επί μέρους παραρτήματα του είναι αξιοπρόσεκτη. Πραγματικά μπορούμε να πούμε ότι ο Σύλλογος με την πατριωτική του δράση απετέλεσε τον θεματοφύλακα της εθνικής ταυτότητας των προσφύγων και των παιδιών τους. Πιο συγκεκριμένα, μετά την δημιουργία διαφόρων θεατρικών ομάδων και καλλιτεχνικών συγκροτημάτων από τα πρώτα κιόλας χρόνια αρχίσανε οι ανταλλαγές σχημάτων ανά πόλεις.
Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η διοργάνωση του Α’ Κεντρικού Φεστιβάλ του Συλλόγου το Νοέμβριο του 1959, το οποίο διεξήχθει στη Βραίλα με τη συμμετοχή 7 παραρτημάτων από όλη τη χώρα. Το φεστιβάλ ξεχώρισε λόγω της ποιότητας των θεαμάτων και της προσήλωσης του στην ανάδειξη του κλασσικού ελληνικού πολιτισμού.
Στη συνέχεια της εξέλιξης του θεσμού θα διοργανωθεί το Β’ Κεντρικό Φεστιβάλ το Νοέμβριο του 1960, στο Βουκουρέστι αφού θα έχει προηγηθεί μια σειρά περιφερειακών εκδηλώσεων. Η έκταση της πολιτιστικής δημιουργίας θα φανεί ακόμα παραπάνω όταν συγκρότημα του Συλλόγου των προσφύγων της Ρουμανίας θα δώσει μια σειρά συναυλιών στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής του περιοδείας στην Ουγγαρία.
Το Γ΄ Κεντρικό Φεστιβάλ που θα διεξαχθεί στο Γαλάτσι το 1963 θα κλείσει αυτό τον κύκλο των φεστιβάλ με αξιοσημείωτη επιτυχία καθώς το σύνολο σχεδόν των προσφύγων παρακολούθησε τις εκδηλώσεις του.
Το 1967 τη πολιτιστική σκυτάλη θα πάρουν τα παιδιά με το παιδικό φεστιβάλ της Σιναίας. Δεν θα λείψουν βέβαια κι άλλες μορφές πολιτιστικής έκφρασης στα πλαίσια της πλούσιας δράσης του Ελληνικού Συλλόγου. Η έκθεση που θα διοργανωθεί με καλλιτεχνικά έργα των προσφύγων το 1960, αλλά και η έκθεση ζωγραφικής και γλυπτικής τέχνης του 1965 είναι κάποιες από αυτές.
«Με τη σκέψη στην πατρίδα», είναι ο τίτλος της κινηματογραφικής ταινίας 40 περίπου λεπτών που γυρίστηκε αποκλειστικά για τα επιτεύγματα των Ελλήνων προσφύγων στη Ρουμανία. Η ταινία προβλήθηκε σε όλα τα παραρτήματα του Ελληνικού Συλλόγου, στις ρουμανικές κινηματογραφικές αίθουσες αλλά και ενώπιον διαφόρων προσωπικοτήτων από την Ελλάδα που επισκέπτονταν την Ρουμανία. Η ταινία όπως μας πληροφορούν οι ίδιοι οι πρόσφυγες αποτελεί μια πειστική μαρτυρία της εναγώνιας προσπάθειας του συλλόγου για την καλλιέργεια της μητρικής γλώσσας, των ηθών και εθίμων της Ελληνικής πατρίδας.
Οι πατριωτικές συναντήσεις που διοργανώνονταν τακτικά ώστε να διατηρούνται οι σχέσεις μεταξύ των ομοεθνών προσφύγων είναι μια άλλη μορφή αναζωογόνησης της εθνικής ταυτότητας. Μια άλλη μορφή πατριωτικής δουλειάς που είχε αναλάβει ο Σύλλογος ήταν η διοργάνωση ομαδικών εκδρομών σε τόπους και περιοχές της Ρουμανίας που συνδέονταν με την Ελληνική Ιστορία. (Δραγατσάνι, Ιάσιο κ.α.)
Τέλος στα πλαίσια της κοινωνικής δράσης του Συλλόγου, διοργανώνονταν έρανοι αλληλεγγύης φιλανθρωπικού χαρακτήρα. Έτσι ο σύλλογος συνέδραμε τους Ρουμάνους σεισμόπληκτους του 1977 50.000 λέι, τους Γιουγκοσλάβους των Σκοπίων μετά το σεισμό του 1963 με υλικά αξίας 40.000 λέι. Στο βιετναμέζικο λαό ο Σύλλογος απέστειλε συμβολική βοήθεια με είδη αξίας 20.000 λέι, ενώ αντίστοιχη βοήθεια απεστάλη στον κυπριακό λαό μετά την τουρκική εισβολή το 1974, συγκεντρώθηκε γι’ αυτό το λόγο το ποσό των 43.101 λέι. Τέλος 60.000 περίπου λέι στάλθηκαν ως ενίσχυση στην Επιτροπή Επαναπατρισμού Ελλήνων Προσφύγων στην Ελλάδα[21].
Η πιο σημαντική όμως πτυχή της κοινωνικής ζωής των προσφύγων στη Ρουμανία, η οποία συνδέεται άμεσα με την διατήρηση και συνέχιση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, υπήρξε το αξιόλογο εκπαιδευτικό έργο που επιτελέστηκε. Στην επιτυχία αυτή βοήθησαν διάφοροι παράγοντες, ένας από αυτούς ήταν η εγκατάσταση διαφόρων υπηρεσιών στο Βουκουρέστι. Έτσι τόσο η ηγεσία της Επιτροπής της ΕΒΟΠ, όσο και ο εκδοτικός οίκος παίξανε καταλυτικό, βοηθητικό ρόλο, στην επιτυχία του εγχειρήματος.
Το πρόβλημα που είχαν μπροστά τους οι υπεύθυνοι ήταν ιδιαίτερα οξυμμένο. Σε σύνολο 5.664 παιδιών που κατέφυγαν στη Ρουμανία, τα 3.400 ήταν τελείως αγράμματα, τα 909 είχαν τελειώσει μόλις την Α’ Δημοτικού, τα 792 τη Β’ τάξη, τα 229 την Γ’ τάξη και μόνο 26 από αυτά είχαν φτάσει ως την ΣΤ’ τάξη.
Πρώτη ενασχόληση ήταν η οργάνωση ελληνικών παιδικών σταθμών ώστε να φιλοξενηθεί η πιο ευαίσθητη ομάδα των παιδιών, τα νήπια. 12 ελληνικοί παιδικοί σταθμοί δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες σε διάφορα μέρη της χώρας όπως το Καλιμανέστι, την Αράντ, την Κλούζ, την Μπλάζ, την Ορέστια, την Οράντεα, τη Ρομάν, τη Σιναία, το Τούλγκες, τα Πακλήσια, τη Φλωρίκα και τα Βράστσα.
Κάθε παιδικός σταθμός φιλοξένησε από 300 εως 1500 παιδιά ανά διαστήματα σύμφωνα με τις ανάγκες. Οι υποδομές θεωρούνται πολύ καλές και το προσωπικό ειδικευμένο. Μέχρι το 1960 διαλύθηκαν οι ελληνικοί παιδικοί σταθμοί αφού τα παιδιά εντάχθηκαν πλέον στα ελληνικά τμήματα των σχολείων.
Για την στελέχωση τώρα αυτών των ελληνικών τμημάτων στα Ρουμάνικα σχολεία πέρα των 30 Ελλήνων επαγγελματιών δασκάλων επιστρατεύθηκαν άλλοι 400 συμπατριώτες οι οποίοι ήταν πιο εξειδικευμένοι σε ζητήματα αγωγής και μετά και την κατάλληλη επιμόρφωση τους ανέλαβαν πόστο δασκάλου. 4 φροντιστήρια δημιουργήθηκαν για την επιμόρφωση των ενηλίκων.
Τα μαθήματα που παραδίδονταν στα προσφυγόπουλα στο ελληνικό τμήμα ήταν: α. Νεοελληνική Γραμματική, β. ελληνική λογοτεχνία και γ. Γεωγραφία και Ιστορία της Ελλάδας. Απαραίτητη ήταν η εκμάθηση των Ρουμάνικων.
Σημαντικό έργο διετέλεσε και ο προσφυγικός εκδοτικός οίκος, ο οποίος εξέδωσε παραπάνω από 150 σχολικούς και εξωσχολικούς τίτλους ανάμεσα στα χρόνια 1949-1982 σε 5.000 αντίτυπα περίπου κατά μέσο όρο, γεγονός που ανεβάζει το συνολικό κόστος των εκδόσεων στα 45.000.000 δρχ. και το συνολικό τιράζ στις 900.000 αντίτυπα. Ανάμεσα σε άλλους τίτλους ξεχωρίζει στην ανθολόγηση τα έργα του Ομήρου, των τραγικών Αισχύλου, Ευριπίδη, Σοφοκλή, των βυζαντινών λογίων, καθώς και των σύγχρονων Ελλήνων ποιητών από τον Κάλβο και τον Σολωμό μέχρι τον Ελύτη και τον Ρίτσο κ.α.
Ολοκληρώνοντας την περιδιάβαση στις βαθμίδες της εκπαίδευσης και παρακολουθώντας τη διαδρομή των Ελλήνων φοιτητών, γενικά σ’ ολόκληρη την τριακονταετία 1952-1982 1.100 άτομα θα αποφοιτήσουν από επαγγελματικές σχολές, 600 θα σταματήσουν όταν ολοκληρώσουν 8χρονη παιδεία, 2.000 θα είναι οι απόφοιτοι λυκείων και λοιπών παιδαγωγικών και τεχνικών σχολών και 850 θα αποφοιτήσουν από ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Σε σύνολο 5.550 παιδιών τα 4.350 θα λάβουν μόρφωση ανώτερη της βασικής ενώ και τα υπόλοιπα θα λάβουν τη βασική μόρφωση. Ο αναλφαβητισμός θα εξαλειφθεί.
Παράλληλα με την μόρφωση μέσα από τα ελληνικά τμήματα θα χτιστεί η διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας στους νέους μέσω της διαφύλαξης της γλώσσας των εθίμων και των ηθών της Ελλάδας. Ήδη από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού το πρόγραμμα θα καταρτιστεί ούτως ώστε να διαπνέει στα παιδιά ένα αίσθημα αγάπης προς την απαγορευμένη πατρίδα. Όλη αυτή η δράση της ελληνικής κοινότητας των πολιτικών προσφύγων θα οπλίσει την πένα των διανοούμενων και των καλλιτεχνών που θα επισκεφτούν κατά καιρούς τη Ρουμανία και θα συναντηθούν με τους πρόσφυγες. Η συγγραφέας Μαρία Ράλλη θα γράψει χαρακτηριστικά το 1958 στο περιοδικό Εστία μετά την επίσκεψή της στο Βουκουρέστι:
«Αποχαιρετώντας το Βουκουρέστι, πήρα μαζί μου ένα κομμάτι από το μέγα πρόσφορο που το λεν Ελλάδα, λειτουργημένο μέσα σε επτά χιλιάδες πληγωμένες ελληνικές καρδιές…επιστρέφοντας από τη Ρουμανία και φέρνοντας τη συγκίνηση τους στη φούχτα μου, την κρατώ σαν αντίδωρο που το παίρνεις από το χέρι του Δέσποτα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την υποδοχή που μας έκαμαν στη λέσχη τους. Ο Μυριβήλης τους μίλησε πατριωτικά, αγαπημένα. Ο Χορμούλης το ίδιο. Δεν ακούγανε, δειπνούσανε τα λόγια. Στο τέλος σ’ εκείνη τη συνάντηση, η συγκέντρωση έγινε ένα μεγάλο πλοίο σημαιοφόρο π’ αρμενίζει ύστερα από μακρινό χωρισμό κι έμπαινε πίσω στο λιμάνι. Εφύγαμε χωρίς κλειδώσεις, με την καρδιά τριμμένη σκόνη και με την υπόσχεση να μεταφέρουμε εδώ στην κυβέρνηση τη φωνή της λαχτάρας τους. Όμως η πικρή γεύση της ξενιτιάς δεν μεταφέρεται. Είναι κάτι που σε φαρμακώνει επιτόπου.[22]»
Κλείνοντας πρέπει να σημειώσουμε ότι και ο κύριος όγκος των προσφύγων της Ρουμανίας θα επαναπατρίζονταν την περίοδο της πενταετίας μεταξύ 1977-1982. 1.300 άτομα δεν θα ξαναδούν ποτέ ξανά τα χώματα της Ελλάδας θα πεθάνουν στην υπερορία. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν θα επιτρέψουν ούτε την ταφή τους στην ελληνική γη.
Βουλγαρία
Τα δύο τελευταία χρόνια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα έφεραν πολλά δεινά στον ελληνικό λαό, κι ακόμη περισσότερο στις περιοχές της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας, όπου ο Δημοκρατικός Στρατός είχε δεθεί με τους τοπικούς πληθυσμούς. Υπό της σκιά της ήττας και για να αποφύγουν τα αντίποινα, πολλοί Έλληνες πλησιάζουν τις συνοριακές περιοχές και αρκετοί περνούν τα σύνορα για Βουλγαρία.
Εκεί θα κρυφτούν πολλοί αντάρτες, ενώ αρκετοί τραυματισμένοι θα δεχτούν τις πρώτες βοήθειες. Στη Βουλγαρία θα φτάσουν και πολλοί οι οποίοι είναι αποκομμένοι από τους πυρήνες του ΚΚΕ, είτε μεμονωμένα πρόσωπα είτε ομάδες.
Οι πρώτοι πρόσφυγες στη Βουλγαρία θα φτάσουν τον Οκτώβρη του 1946, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου και θα εγκατασταθούν στις πόλεις Κρούμοβγκραντ, Ζλάτογκραντ, Ιβαίλοβγραντ, Σβίλενγκραντ. Στις 7 Φεβρουαρίου του 1947 θα έχουμε πλέον 400 πρόσφυγες εγκατεστημένους στη Βουλγαρία, οι περισσότεροι, τραυματίες. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1947, η μετανάστευση προς τη Βουλγαρία είχε γίνει φαινόμενο της καθημερινότητας.
Το 1947, λαμβάνονται οι πρώτες πρωτοβουλίες, από την πλευρά του βουλγαρικού κράτους για την οργάνωση των Ελλήνων προσφύγων. Η πρώτη σκέψη αφορά στην ίδρυση ενός στρατοπέδου- εστία αποκλειστικά για τους Έλληνες, στη Μπερκόβιτσα. Το νέο στρατόπεδο στη Μπερκόβιτσα, με το δικό του νοσοκομείο, θα αποδειχθεί σωτήριο για τους Έλληνες τραυματίες και άρρωστους που περνούν κατά ομάδες τα ελληνικά σύνορα. Έως και το Μάη του 1948 θα έχουν εγκατασταθεί εκεί 1730 άνθρωποι, εκ των οποίων 63 παιδιά. Το πρόβλημα των παιδιών ελληνικής καταγωγής θα απασχολήσει σύντομα και το βουλγαρικό κράτος. Η πρώτη ομάδα παιδιών θα φτάσει στη Βουλγαρία τον Μάρτιο του 1948.
Η πλημμυρίδα Ελλήνων προσφύγων προς τα βουλγαρικά εδάφη θα συνεχιστεί και το 1948. Την 1η Ιουνίου του 1948, ο συνολικός αριθμός των προσφύγων στη Βουλγαρία θα φτάσει τους 3545, εκ των οποίων 1793 είναι ενήλικες, άνδρες και γυναίκες. Το 1949 θα αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των προσφύγων, ενώ οι Έλληνες, πέρα από τα στρατόπεδα της Μπερκόβιτσα και του Μπελογράντσικ, εγκαθίστανται στη Μπάνκια και στα χωριά Πέτροβο και Σβετιβράτσκο.
Από το 1946 έως και τον Αύγουστο του 1949 στη Βουλγαρία θα περάσουν και θα εγκατασταθούν περίπου 12.600 Έλληνες πρόσφυγες. Εκτός από αυτούς θα περάσουν κι άλλοι 2.500, οι οποίοι θα καταλήξουν τελικά στη Ρουμανία. Στα τέλη του 1949, ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων εγκατεστημένων στη Βουλγαρία έφτασε τους 15.200. Από αυτούς, οι 6.880 είχαν υπαχθεί σε καθεστώς ασυλίας από το βουλγαρικό κράτος. Από το 1946 έως και το 1949, το «κόστος» της ελληνικής προσφυγιάς στη Βουλγαρία κόστισε στο βουλγαρικό κράτος 894.440.000 λέβα, ή 3.088.215 δολάρια ΗΠΑ.
Στις 15 Μαρτίου του 1948, θα περάσει τα βουλγαρικά σύνορα η πρώτη ομάδα παιδιών από την Ελλάδα (140). Στις αρχές Απρίλη, ο αριθμός των παιδιών θα φτάσει τα 1.100. Πολλά παιδιά θα φιλοξενηθούν σε επαύλεις, στη Μπάνκια, στο Πλόβντιβ και σε σπίτια στο Βερσέτς, στο Μπελογράντσικ, στη Χισάρια και το Κάρλοβσκο.
Στις 26 Απριλίου του 1948 στη Βουλγαρία φιλοξενούνται 1.634 παιδιά στις περιοχές που προαναφέρθηκαν, αλλά και στις εξής ακόμη : στο Μπότεβγκραντ, στο Βίντιν, στο Λομ, στη Μπιάλα Σλάτινα, στο Ορλιάχοβο, στο Μιχαίλοβγκραντ, στη Στάρα Ζαγκόρα, στο Ζέμεν, στο Τέρνοβο και σε άλλα χωριά. Στις 21 Οκτωβρίου του 1948, στη Βουλγαρία διαμένουν 2.315 παιδιά από την Ελλάδα, ενώ τον Φεβρουάριο του 1949, ο αριθμός τους θα φτάσει τις 3.000. Στις αρχές του 1950 και έπειτα από μετακινήσεις, επιστροφές κτλ. ο αριθμός των ενηλίκων Ελλήνων προσφύγων στη Βουλγαρία ανέρχεται σε 7.000.
Τον ίδιο μήνα όμως, 1.500 με 2.000 από αυτούς θα εγκαταλείψουν τη χώρα για να κινηθούν με προορισμό την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία.
Έτσι στις 24 Ιανουαρίου η χώρα αριθμεί 4.950 Έλληνες, εκ των οποίων οι ικανοί προς εργασία είναι 2450, εκ των οποίων 1613 αγρότες, 747 εργάτες (rabotniki) και 90 εργαζόμενοι (slouzachtchie). Από τους ικανούς για εργασία οι 1.755 είναι άντρες, ενώ οι υπόλοιπες είναι γυναίκες[23].
Ειδικότερα πρέπει να επισημανθεί ότι οι γυναίκες και στη Βουλγαρία εντάχθηκαν χωρίς διακρίσεις στα πιο δύσκολα πόστα της βαριάς βιομηχανίας και ανταπεξήλθαν με επιτυχία σε ένα φάσμα εργασιών που κλήθηκαν να καλύψουν. Άλλοι κλάδοι στους οποίους δραστηριοποιήθηκαν και εργάστηκαν πέραν των εργοστασίων ήταν στον τομέα της υγείας και της νοσηλευτικής ειδικότερα, στον τομέα της ενημέρωσης, της εκπαίδευσης και της ψυχαγωγίας. Τέλος ανέλαβαν και παράπλευρα καθήκοντα στον τομέα της αλληλεγγύης καθώς επίσης και στην πολιτική[24].
Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1950 είχαν γίνει και οι τυπικές συμφωνίες μεταξύ των κρατών της Βουλγαρίας, της Ουγγαρίας και της Τσεχοσλοβακίας για τη μεταφορά των Ελλήνων της Βουλγαρίας προς τις παραπάνω χώρες, κι έτσι συμφωνήθηκε να γίνουν δεκτοί στην Ουγγαρία 600 και στην Τσεχοσλοβακία 400 Έλληνες. Στις 3 Αυγούστου του 1950 θα φύγουν από τη Βουλγαρία για τη Ρουμανία 800 Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες. Όλες οι παραπάνω μετακινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να φτάσει ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων της Βουλγαρίας τους 2.381 στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1950. Από αυτούς, 536 μένουν στη Σόφια, ενώ 900 στη Μπάνκια. Οι υπόλοιποι είναι διασκορπισμένοι στην επαρχία. Το 1951 θα φτάσουν από την Ελλάδα στη Βουλγαρία, άλλοι 115 πρόσφυγες.
Τέλη του 1951 στη Βουλγαρία διαμένουν 3.173 Έλληνες πρόσφυγες, εκ των οποίων 2.382 ενήλικες, και 791 παιδιά έως 18 ετών. Από αυτούς, οι 1.107 ήταν μέλη του ΚΚΕ, οι 65 του ΑΚΕ, 561 της ΕΠΟΝ ενώ οι 649 ήταν ακομμάτιστοι. Σχετικά με την εθνικότητα, τα στοιχεία έχουν ως εξής: 2.923 Έλληνες, 168 Βούλγαροι, οι οποίοι καταγράφονται ως «Μακεδόνες» καθώς και 82 Τούρκοι και Πομάκοι. Η κοινωνική τους θέση έχει ως ακολούθως: 195 εργάτες, 1851 αγρότες, 80 εργαζόμενοι, 24 μαθητές και φοιτητές, 349 μικρο-έμποροι, καθώς και ένας αξιωματικός του ελληνικού «μοναρχοφασιστικού στρατού».
Στις ειδικές εγκαταστάσεις/εστίες όπου και διέμεναν, οι Έλληνες έλεγχαν την διοίκηση. Μάλιστα, δεν ήταν επιφορτισμένοι μόνο με τη διοικητική λειτουργία και τα θέματα της καθημερινότητας, αλλά και με τις κομματικές και στρατιωτικές επιτροπές του ΚΚΕ, στο βουλγαρικό παράρτημα του Κόμματος. Πέρα από αυτό όμως, η πρώτη επιτροπή η οποία δημιουργήθηκε στα πλαίσια των Ελλήνων προσφύγων ήταν η Επιτροπή των Ελλήνων Προσφύγων, η οποία αντιπροσώπευε το σύνολο της ελληνικής προσφυγικής κοινότητας. Έπειτα θα δημιουργηθούν και πολιτικές οργανώσεις και κόμματα, στα οποία θα κυριαρχήσει το ΚΚΕ. Οι δομές του ΚΚΕ στη Βουλγαρία βρίσκονταν υπό τον έλεγχο και την καθοδήγηση της επιτροπής του Κόμματος που είχε έδρα τη Σόφια. Σταδιακά, υπό την διοίκηση των προσφύγων, και οι ελληνικές εστίες και νοσοκομεία θα γίνουν αυτοδιαχειριζόμενα[25].
Σημαντικός θεσμός της ελληνικής προσφυγικής κοινότητας ήταν η εφημερίδα «Λευτεριά», το πρώτο φύλλο της οποίας είχε βγει το 1948 σε τιράζ 1.200 φύλλων. Σκοπός της εφημερίδας ήταν η ενημέρωση των πολιτικών προσφύγων για τη ζωή στην Ελλάδα και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ.
Πάντως αυτή η διαδικασία αυτοδιοίκησης μπορεί να έχει και θετικά χαρακτηριστικά όμως θα οδηγήσουν την ελληνική προσφυγιά σταδιακά στην απομόνωση από τη βουλγαρική πραγματικότητα, έτσι οι Έλληνες δε θα αργήσουν να αισθάνονται ως ξένοι στα πλαίσια της βουλγαρικής επικράτειας.
Σημαντική όψη τόσο της ζωής των προσφύγων όσο και του τρόπου αντιμετώπισής τους από το Βουλγαρικό -και γενικότερα το κομμουνιστικό σύστημα- αποτελεί το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες, με την άφιξή τους στη Βουλγαρία θα λάβουν την πρώτη τους σύνταξη. Αρκετοί από αυτούς δεν είναι ηλικιωμένοι, αλλά ανάπηροι πολέμου. Στα τέλη του 1955, ο αριθμός των Ελλήνων συνταξιοδοτημένων είναι 336. Μια άλλη κατηγορία συνταξιοδοτημένων Ελλήνων είναι τα υψηλόβαθμα στελέχη του ΔΣΕ, του ΕΛΑΣ κτλ., για την προσφορά «ειδικών υπηρεσιών». Ανάμεσα στους Έλληνες υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία συνταξιούχων: αυτοί οι οποίοι έκλεισαν τα 60 τους χρόνια και λαμβάνουν τη «λαϊκή σύνταξη».
Παράλληλα οι Έλληνες πρόσφυγες είχαν δικαίωμα ήδη από το 1954 να φοιτούν στη Σχολή Πολέμου «Βασίλ Λέβσκι», και αφού αποφοιτήσουν να γίνουν αξιωματικοί του βουλγαρικού στρατού.
Σε υπόλοιπα ιδρύματα σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν από τα επίσημα αρχεία του ΚΚΒ, τις χρονιές 1955-1956, στα πανεπιστήμια της Βουλγαρίας φοιτούν 126 Έλληνες. Αντίστοιχα, από έρευνα που διεξήχθη το 1963, αναφορικά με τη μόρφωση των Ελλήνων, 153 άτομα τελείωσαν τεχνικές επαγγελματικές σχολές, 138- βιομηχανικές σχολές, 596- σχολές γενικής εκπαίδευσης, 82- πολεμικές σχολές, 301 – το σχολείο, 229 – ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Στην έρευνα παρόλα αυτά, ήταν πάνω από τους μισούς αυτοί οι οποίοι δεν απαντήσανε σχετικά με το επίπεδο μόρφωσής τους.
Σε όσα αφορούν τώρα τα μικρότερα παιδιά, στις αρχές του 1950 στη Βουλγαρία διαμένουν 2460 παιδιά ελληνικής καταγωγής. Αυτά είναι κατανεμημένα σε 10 εστίες-παιδικούς σταθμούς στις εξής περιοχές: Μπάνκια, Μπότεβγκραντ, Μπουργκάς, Γκάμπροβο, Κάρλοβο, Σλίβεν, Στάρα Ζαγκόρα, Ζέμεν, Ραντιομίρσκο, Γκόρνο, Πανιτσέρεβο, Πάβελ και Καζάνλισκο. Το 21 % περίπου των παιδιών που μένουν στις παραπάνω εστίες έχει έστω και έναν γονιό σκοτωμένο ή πεθαμένο στην Ελλάδα. Το 6% περίπου των παιδιών έχει τους γονείς του σε κάποια άλλη χώρα της ανατολικής Ευρώπης.
Η Επιτροπή Ελλήνων Προσφύγων θα βοηθήσει στην εκπαίδευση των παιδιών- προσφύγων με δύο τρόπους: α) να εγγυηθεί τη δυνατότητα συμμετοχής των μικρότερων παιδιών στο βουλγαρικό εκπαιδευτικό σύστημα, και των μεγαλύτερων στα επαγγελματικά λύκεια. β) να αναπτύξει την ελληνική εθνική ταυτότητα, διαμέσου της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής ιστορίας και γεωγραφίας, και να τα διαπαιδαγωγήσει πολιτικά στα ιδεολογικά πλαίσια που θέτει το ΚΚΕ.
Κατά το 1965, οι ελληνικές αρχές θα εκδώσουν διαβατήρια επιστροφής για 20 οικογένειες Ελλήνων πολιτικών προσφύγων της Βουλγαρίας.
Τον Δεκέμβριο του 1968, οι ελληνική προσφυγική κοινότητα της Βουλγαρίας αριθμεί 7.531 μέλη. Την περίοδο της Επταετίας θα διακοπεί το οποιοδήποτε θετικό κλίμα για την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα, το οποίο είχαν καλλιεργήσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Με την πτώση της Χούντας, οι ελληνικές αρχές, διαμέσου της Κεντρικής Επιτροπής πολιτικών προσφύγων, θα επιδώσει γράμμα στο Βούλγαρο πρωθυπουργό, Στάνκο Τοντόροβ, με το οποίο θα εκφράσει τη θέληση για την επιστροφή των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην πατρίδα τους. Την ίδια περίοδο, αλλά και ένα χρόνο αργότερα, είναι αυξημένη η επιθυμία των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων της Βουλγαρίας να επαναπατριστούν, καθώς έχουν ήδη κατατεθεί 800 αιτήσεις, οι οποίες περιμένουν απάντηση.
Στις 14 Φεβρουαρίου 1978 θα επαναπατριστούν 717 Έλληνες, εκ των οποίων οι 234 είναι συνταξιούχοι.[26] Η Βουλγαρία αξίζει να σημειωθεί θα είναι το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος, το οποίο θα δεχτεί να πληρώσει τις συντάξεις των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων που επαναπατρίζονται.
Τέλος οι πολιτικοί πρόσφυγες οι οποίοι δεν θα επαναπατριστούν και θα αποφασίσουν να μείνουν μόνιμα στη Βουλγαρία θα ζητήσουν και θα λάβουν βουλγαρική υπηκοότητα, κερδίζοντας με αυτή την ενέργεια επιδόματα και άλλες διευκολύνσεις από το ΚΚΒ.
Η ζωή στις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (Ανατολική Γερμανία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία).
Ανατολική Γερμανία
«Στη μεταπολεμική περίοδο η ελληνική παρουσία στην Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (Deutsche Demokratische Republik), γενικά αποκαλούμενη «Ανατολική Γερμανία»,οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις συνέπειες του Εμφυλίου Πολέμου. Η Ανατολική Γερμανία είναι η μοναδική χώρα του πρώην Ανατολικού Μπλοκ που ανέλαβε να φιλοξενήσει αποκλειστικά και μόνο παιδιά. Ο αριθμός των Ελληνόπουλων ανερχόταν αρχικά σε περίπου 1.240 και αφίχθηκαν στην Ανατολική Γερμανία σε δύο φάσεις, η πρώτη εκ των οποίων έλαβε χώρα όταν ακόμα αυτή τελούσε υπό σοβιετική κατοχή. Μαζί με τις οικογενειακές επανενώσεις, που έλαβαν χώρα στη δεκαετία του 1950 με τη φροντίδα της ΕΒΟΠ (Επιτροπή Βοήθειας για το Παιδί) και τις προσμίξεις, ο αριθμός των Ελλήνων προσφύγων έφτασε ως το 1960 τους 1.500 περίπου, από τους οποίους 1.317 ήταν νέοι και παιδιά»[27].
«Τα πρώτα χρόνια παραμονής των μικρών προσφύγων στην Ανατολική Γερμανία ήταν εξαιρετικά δύσκολα, λόγω των δυσχερειών επικοινωνίας και της κολοσσιαίας διαφοράς νοοτροπίας. Πολλά παιδιά είχαν προσβληθεί, κατά την παραμονή τους στην Ελλάδα, από βαριές ασθένειες, που είχαν προκαλέσει ανήκεστη βλάβη στην υγεία τους. Η μεγάλη πλειονότητα των παιδιών, μετά από μια αρχική προσωρινή διαμονή σε διάφορες πόλεις, συγκεντρώθηκε στη μικρή πόλη Radebeul, κοντά στη βιομηχανική Δρέσδη. Η επιλογή της πόλης αυτής σηματοδοτούσε και το εκπαιδευτικό μέλλον των Ελλήνων προσφύγων, καθώς προβλεπόταν ως επί το πλείστον τεχνολογική εκπαίδευση γι’ αυτούς, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στις γενικότερες ανάγκες του ανατολικογερμανικού κράτους. Στην πόλη αυτή διατέθηκε ένα σύγχρονο συγκρότημα κτιρίων (10 τον αριθμό), στο οποίο δημιουργήθηκαν χώροι για την εκπαιδευτική, πολιτιστική, αθλητική και ιατρική φροντίδα των παιδιών.
Αν και η ανατολικογερμανική κοινωνία είχε μια ιδιότυπη, σε πολλές περιπτώσεις εχθρική, σχέση με τους ξένους, το ανατολικογερμανικό κράτος, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, μερίμνησε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο για την υλική φροντίδα και εκπαιδευτική εξέλιξη αυτών των βασανισμένων από τον πόλεμο παιδιών. Η εκπαιδευτική και επαγγελματική εξέλιξή τους ήταν απροσδόκητα επιτυχής, ακόμα και για τις προβλέψεις των ανθρώπων του ΚΚΕ, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα περισσότερα από αυτά, πριν εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν είχαν επισκεφθεί ποτέ σχολείο, δεν ήξεραν να γράφουν, να διαβάζουν, και έπρεπε να μάθουν ταυτόχρονα δύο γλώσσες, γερμανικά και ελληνικά, αλλά και μία τέχνη ή βιομηχανική ειδίκευση. Το ανατολικογερμανικό κράτος επωμίστηκε, επίσης, το κόστος έκδοσης ειδικών βιβλίων για τα Ελληνόπουλα.
Στην Ανατολική Γερμανία εκδιδόταν, πάλι με έξοδα του ανατολικογερμανικού κράτους, για τους έλληνες πρόσφυγες το περιοδικό Καινούργια Βάρδια. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν σε άλλες πόλεις: το Chemnitz (από το 1953 μέχρι το 1990 Karl-Marx-Stadt), την Ερφούρτη, τη Λειψία, το Bautzen, το Neuruppin, το Zwickau, το Bernburg καιτο Dölkau, όπου επισκέφθηκαν διάφορες επαγγελματικές σχολές. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελληνόπουλων –κυρίως τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας– απέκτησε τίτλους ειδικευμένων τεχνικών, ενώ κάποιοι μεταπήδησαν αργότερα σε πανεπιστήμια.
Πολλά από τα παιδιά μικρότερης ηλικίας ακολούθησαν πιο ομαλή σχολική πορεία και μπόρεσαν να επιλέξουν από νωρίς τον επαγγελματικό ή επιστημονικό κλάδο της αρεσκείας τους, ένα δικαίωμα που –λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων– είχαν σε μικρότερο βαθμό τα μεγαλύτερα παιδιά. Εξαιρετικά μικρός ήταν ο αριθμός των κοριτσιών που έγιναν νοικοκυρές.
Η ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ Ανατολικού Βερολίνου και Αθήνας το 1973 και η Ostpolitik του Κωνσταντίνου Καραμανλή επέτρεψαν το σταδιακό και διστακτικό, αρχικά, επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων μετά το 1974. Το ίδιο το Βερολίνο άρχισε να διευκολύνει την τάση αυτή πολλών Ελλήνων, επιτρέποντας τη μετανάστευση ανατολικογερμανών υπηκόων που ήταν παντρεμένοι με Έλληνες και τη μετατροπή του ανατολικογερμανικού μάρκου σε δραχμές. Στο διάστημα 1974-1979 εγκρίθηκαν 319 αιτήσεις επιστροφής»[28].
Ουγγαρία
«Λίγο πριν και μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών προσφύγων. Οι πρώτες ομάδες έφτασαν τον Απρίλιο του 1948 και αποτελούνταν από 2.120 άτομα, τα περισσότερα παιδιά 10-14ετών. Δύο χρόνια αργότερα (1950) ο αριθμός των προσφύγων θα φτάσει τις 7.000 ψυχές. Το Μάρτιο του 1952 καταγράφηκαν συνολικά 7.625 άτομα, από τα οποία οι 3.752 ήταν άνδρες, οι 3.873 γυναίκες και οι 4.062 ανήλικοι. Οι μισοί εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις και απασχολήθηκαν στη βιομηχανία (στη Βουδαπέστη 3.252 άτομα, στο Ναγκιμα-γκότς 294, στην πόλη Στάλιν 207, στην Ταταμπάνια 37, στο Μίσκολτς 94, στο Οζντ 67).Από τους υπόλοιπους, που διοχετεύθηκαν σε αγροτικές εργασίες, οι 1.732 εγκαταστάθηκαν σε ένα νέο χωριό κοντά στη Βουδαπέστη (Μπελογιάννης). Τέλος, 1.944 παιδιά φιλοξενήθηκαν σε πέντε ειδικούς παιδικούς σταθμούς. Από το σύνολο του ελληνικού αυτού πληθυσμού η μεγάλη πλειονότητα (82%) απασχολήθηκε στη βιομηχανία, το 7% στη γεωργία και το 11% σε λοιπές εργασίες»[29].
«Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των Ελλήνων που κατέφυγαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, ήταν η επανένωση των οικογενειών, επειδή οι περισσότερες ήταν διασκορπισμένες στις χώρες αυτές. Μπορεί να ήταν τα παιδιά στην Ανατολική Γερμανία, η μητέρα στην Ουγγαρία, ο πατέρας στην Τσεχοσλοβακία, η γιαγιά στην Τασκένδη κ.ο.κ. Οι λόγοι της καθυστέρησης της ενοποίησης ήταν πολιτικοί (οι κακές ουγγρογιουγκοσλαβικές σχέσεις έως το 1955) και οικονομικοί (βάρυναν κατά μεγάλο μέρος τις χώρες αποστολής). To 1954 αναχώρησαν από την Ουγγαρία συνολικά 1.049 άτομα, έναντι 775 που μετακινήθηκαν προς αυτήν από άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Αυτή η “ανταλλαγή” των πολιτικών προσφύγων θα ολοκληρωθεί με την εγκατάσταση στην Ουγγαρία άλλων 80-100 ατόμων.
Στη δεκαετία του ’50 στην Ουγγαρία ζούσαν περίπου 2.500 Ελληνόπουλα και η εκπαίδευσή τους αποτελούσε ιδιαίτερο πρόβλημα. Το 1949, με απόφαση του ΚΚΕ, τα παιδιά θα έπρεπε να μαθαίνουν την πρώτη χρονιά μόνο την ελληνική γλώσσα και από τη δεύτερη χρονιά να αρχίζουν μαθήματα και στα ουγγρικά. Το πρόγραμμα, που κατάρτισε το 1953 το υπουργείο Πολιτισμού και Παιδείας, προέβλεπε στην πρώτη τάξη τη διδασκαλία 11 ωρών την εβδομάδα ελληνικής ανάγνωσης και γραφής, και 12 ωρών αριθμητικής, μουσικής και γυμναστικής στην ουγγρική γλώσσα. Στη δευτέρα τάξη άρχιζαν να μαθαίνουν οι μαθητές την ουγγρική ανάγνωση και γραφή, καθώς και την ελληνική ιστορία και γεωγραφία.
Στο ελληνικό χωριό Μπελογιάννης, παράλληλα με τα σπίτια, χτίστηκαν ένα οκτατάξιο δημοτικό βρεφοκομείο-νηπιαγωγείο, ιατρείο, τα γραφεία της κοινότητας και της οργάνωσης του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, φούρνος, παντοπωλείο και το πολιτιστικό κέντρο. Το καπνεργοστάσιο (η “κολόνια”) της Βουδαπέστης, όπου απασχολούνταν μεγάλο μέρος των προσφύγων, διέθετε, εκτός από τα τα απαραίτητα βοηθητικά ιδρύματα,και ένα ελληνικό σχολείο. Σχολεία επίσης λειτουργούσαν και στους διάφορους επαρχιακούς παιδικούς σταθμούς και τις φοιτητικές εστίες, για τα Ελληνόπουλα που δεν είχαν στην Ουγγαρία τους γονείς τους.
Τα ελληνικά σχολικά βιβλία (που παραχωρούνταν δωρεάν) γράφονταν και εκδίδονταν με την άμεση φροντίδα της κεντρικής Επιτροπής Βοήθειας στο Παιδί (ΕΒΟΠ), από καταξιωμένους παιδαγωγούς και συγγραφείς: τη Μέλπω Αξιώτη, τον Γιώργο Αθανασιάδη, τον Γιώργο Ζωίδη, τον Μιχάλη Οικονόμου, τον Γιάννη Κούρτη, τον Μιχάλη Ράπτη, τον Γιάννη Μαλικόπουλο και άλλους. Για την εξασφάλιση, εξάλλου, της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας, οργανώθηκαν το 1949 και το 1951 στην Ουγγαρία ειδικά σεμινάρια, στα οποία πήραν μέρος πάνω από 100 νέοι και νέες από όλες τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Πολλοί συνέχισαν τις σπουδές τους σε Παιδαγωγικές Σχολές και Πανεπιστήμια. Τα περισσότερα, πάντως, Ελληνόπουλα –περίπου 900– που ανήκαν στις μεγαλύτερες ηλικίες, συνέχιζαν τις σπουδές τους σε τεχνικές και επαγγελματικές σχολές.
Ο επαναπατρισμός στην Ελλάδα πέρασε από διάφορα στάδια. Άρχισε αρκετά πρώιμα, από το 1951. Υπολογίζεται ότι έως το 1954 είχαν φύγει από την Ουγγαρία και είχαν επαναπατριστεί περίπου 1.200 άτομα, τα περισσότερα προχωρημένης ηλικίας και παιδιά. Η κίνηση αυτή ατόνησε στα επόμενα χρόνια, για να σταματήσει εντελώς μετά την επιβολή, το 1967, στην Ελλάδα της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Μετά την πτώση της δικτατορίας, τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης άρχισαν νέες προσπάθειες, αρχικά με επισκέψεις των προσφύγων στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Για μια ολόκληρη εικοσιπενταετία, από το 1950, οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες ενημερώνονταν και μορφώνονταν από τη μοναδική ελληνική εφημερίδα που κυκλοφορούσε τότε στην Ουγγαρία, τον Λαϊκό Αγώνα. Η εφημερίδα αυτή στις αρχές ήταν καθημερινή, ενώ κατόπιν κυκλοφορούσε δύο φορές την εβδομάδα. Σημαντικό ρόλο, από το 1949 έως το 1983, στη συνένωση των οικογενειών και, αργότερα, στην εκλαΐκευση της ελληνικής μουσικής και λογοτεχνίας, διαδραμάτισε η ελληνική εκπομπή της Ουγγρικής Ραδιοφωνίας.
Στο πλαίσιο του Πολιτιστικού Συλλόγου Ελλήνων Ουγγαρίας λειτουργούσε το χορευτικό συγκρότημα Σύλλογος της Αφροδίτης Αγγελίδου και το μουσικό συγκρότημα Μπουζούκι, με υπεύθυνο τον Νίκο Σερταρίδη. Ένα από τα πιο γνωστά σε όλη την Ουγγαρία μουσικά συγκροτήματα είναι ο Συρτός, του Ανδρέα Λεχούδη, που εξακολουθεί ακόμα την καλλιτεχνική του δράση, συχνά σε συνεργασία με άλλα που συγκροτήθηκαν αργότερα (Μασκαράδες, Ταβέρνα, Θάλασσα, Ζευς κ.ά.)»[30].
Τσεχοσλοβακία
«Ο αρχικός αριθμός των προσφύγων υπολογίζεται σε περίπου 12.000, από τους οποίους 4.000 ήταν παιδιά, που αφίχθηκαν στην Τσεχοσλοβακία από την άνοιξη του 1948 έως το 1949. Οι υπόλοιποι έφτασαν σε τέσσερα κύματα, μεταξύ του 1949 και του1950. Το πρώτο κύμα έφτασε μέσω θαλάσσης από την Πολωνία, τα άλλα δύο από το Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας και το τέταρτο από τη Βουλγαρία. Μετά τα γεγονότα στην Ουγγαρία, το 1956, μετακινήθηκαν και άλλοι Έλληνες προς τη χώρα αυτή, λόγω της ανάμιξής τους στην καταστολή της ουγγρικής αντεπανάστασης»[31].
«Μετά την άφιξή τους οι πρόσφυγες προωθήθηκαν αρχικά στην αγροτική τσεχοπολωνική παραμεθόριο, για εργασία στον αγροτικό τομέα. Οι ανάγκες της ταχύτατα βιομηχανικά αναπτυσσόμενης Τσεχοσλοβακίας οδήγησαν, ωστόσο, σε νέες μετακινήσεις προς ορισμένες βιομηχανικές πόλεις: Karvina, Ostrava, Jesenik, Brno, Krnow και Πράγα, προκειμένου οι πρόσφυγες να εργαστούν στα εργοστάσια της περιοχής. Οι περισσότεροι από αυτούς ειδικεύτηκαν στην εξορυκτική βιομηχανία και την υφαντουργία. Κάποιοι από τους πρόσφυγες δεν ανήκαν στο στρατόπεδο των ανταρτών, αλλά ήταν αιχμάλωτοι του κυβερνητικού στρατού»[32]. «Ορισμένοι από αυτούς μπόρεσαν να επαναπατριστούν τη δεκαετία του 1950, κάποιοι άλλοι έπρεπε, όπως και οι υπόλοιποι, να περιμένουν 30 χρόνια.
Όπως σε όλες τις χώρες του “ανατολικού μπλοκ”, έτσι και στην Τσεχοσλοβακία επετράπη στο ΚΚΕ να διατηρεί, παράλληλα με το εκεί εκπαιδευτικό σύστημα, και το δικό του εκπαιδευτικό μηχανισμό για τη διάδοση της δικής του εθνικής διαπαιδαγώγησης. Ο μηχανισμός αυτός (ο οποίος με την πάροδο του χρόνου ξεπεράστηκε) δημιουργήθηκε για το σύνολο των παιδιών στις σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, και καθοδηγούνταν από την ΕΒΟΠ»[33] που ανέλαβε τη συνολική φροντίδα για την εκπαίδευση των δασκάλων, τη συγγραφή των βιβλίων, την ελληνόγλωσση πολιτική και τη σχολική μόρφωση των παιδιών. Έργο της ΕΒΟΠ ήταν, φυσικά, και η εθνική διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Αυτή δεν ήταν ανθελληνική, κατά το πρότυπο των “γενιτσάρων”, όπως υποστήριζε η κυβερνητική παράταξη, αλλά η ιδιότυπη σοσιαλιστική παιδεία που χαρακτήριζε και το εκπαιδευτικό σύστημα των άλλων τότε σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.
«Αρκετοί πρόσφυγες εγκολπώθηκαν στις ανατολικές χώρες. Κάποιοι άλλοι όμως, θέλοντας με την πρώτη ευκαιρία να επιστρέψουν στην Ελλάδα, υπέβαλαν αιτήσεις στην ελληνική πρεσβεία της Πράγας ή σε άλλες ελληνικές πρεσβείες του Εξωτερικού, με στόχο τον επαναπατρισμό τους. Στις ελληνικές πρεσβείες, ωστόσο, τους περίμενε συχνά η κοινοποίηση της απόφασης της ελληνικής κυβέρνησης, που τους αφαιρούσε την ελληνική ιθαγένεια. Πολλοί μάλιστα είχαν καταδικαστεί ερήμην –και εν αγνοία τους– ως εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου.
Χρειάστηκε να παρέλθει αρκετός χρόνος, δειλά από το 1974 και κυρίως μετά το 1981, για να αρχίσουν να ξεπερνιούνται τέτοιου είδους αντιλήψεις.
Πολύ μεγάλη ώθηση στην τάση παλιννόστησης έδωσε η συμφωνία μεταξύ Αθήνας και Πράγας, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, που ρύθμιζε τα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά ζητήματα των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων»[34].
Πολωνία
«Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων της χώρας ανερχόταν το 1950 σε 11.458 άτομα. Από αυτούς 4.730 ήταν άνδρες, 3.188 γυναίκες και 3.590 παιδιά. Οι περισσότεροι είχαν εγκατασταθεί στις πόλεις Ζγκόρζελετς, Βρότσλαβ και Βάλμπσιχ. Ένας μικρός αριθμός ναυτεργατών είχε εγκατασταθεί επίσης στην πόλη Γδίνια. Στα χωριά Κροτσιένκο και Λέσκοβατ, στα σύνορα της Πολωνίας με την ΕΣΣΔ, δημιουργήθηκε κρατικός αγροτικός συνεταιρισμός (κολχόζ) στον οποίο έζησαν και εργάστηκαν πάνω από 1.000 πρόσφυγες.
Τα παιδιά, που είχαν μεταφερθεί στην Πολωνία, όσο διαρκούσε ακόμα ο Εμφύλιος, διέμεναν σε ειδικά συγκροτήματα. Η δημογραφική εικόνα των Ελλήνων προσφύγων της Πολωνίας μεταβαλλόταν διαρκώς.
Πολλοί μετακινούνταν σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, για να συναντήσουν τους συγγενείς τους.
Το 1954 ένα μικρό τμήμα των προσφύγων απέκτησε τη δυνατότητα επιστροφής στην Ελλάδα. Η αριθμητική δύναμη της κοινότητας το 1968, μετά τις μετακινήσεις προς τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία, τον Καναδά, την Αυστραλία και την Ελλάδα, ανερχόταν σε 8.647 άτομα. Στα μέλη της ελληνικής παροικίας συγκαταλέγονταν και μερικές εκατοντάδες Σλαβομακεδόνες. Στη διάρκεια της μεταπολίτευσης επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα ο μεγαλύτερος όγκος των Ελλήνων της Πολωνίας»[35].
Το πρόβλημα της εκπαίδευσης των Ελληνόπουλων αποτέλεσε μία από τις προτεραιότητες των προσφύγων. Τελικά όλα τα παιδιά –και εκείνα που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα και όσα γεννήθηκαν στην Πολωνία μετά την εγκατάσταση εκεί των γονέων τους– φοίτησαν σε πολωνικά σχολεία, στα οποία, όμως, όπου φοιτούσαν Έλληνες μαθητές, διδάσκονταν, παράλληλα με το κανονικό πρόγραμμα, και η ελληνική γλώσσα, ιστορία και γεωγραφία.
Στην Πολωνία τυπώνονταν επίσης σημαντικός αριθμός σχολικών βιβλίων, που προορίζονταν και για τους Έλληνες μαθητές που ζούσαν σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Επίλογος
Μέσα από αυτή την εργασία η οποία δεν είναι ολοκληρωμένη και χρησιμοποιώντας εργασίες και προηγουμένων ερευνητών σε κάποια σημεία προσπαθήσαμε να δώσουμε μια πρώτη όσο το δυνατόν πιο σφαιρική εικόνα της τραγικής αυτής πτυχής της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, σε σχέση πάντα με το βιβλιογραφικό υλικό που υπάρχει.
Σαν συμπεράσματα από αυτή την περιήγηση στις όψεις των ζωών των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στις χώρες του ανατολικού μπλοκ θα μπορούσαμε να σημειώσουμε τα εξής: οι πρόσφυγες αφού πέρασαν μια απίστευτη εμπειρία βασάνων και ταλαιπωρίας η οποία αποτελούνταν από το ίδιο το βίωμα του εμφυλίου αλλά και του ξεριζωμού θα ανασυντάξουν σχετικά γρήγορα τις δυνάμεις τους, παρά τις αντιξοότητες για να κερδίσουν αυτή τη νέα ζωή που ανοίγεται μπροστά τους, με τα θετικά και τα αρνητικά της.
Σε αυτή την προσέγγιση θα υπάρξουν αρκετοί υποστηρικτικοί παράγοντες. Η ζωή που έχουν μπροστά τους μπορεί να είναι σκληρή, όμως σίγουρα είναι πολύ καλύτερη από ότι είχαν σαν βιωμένη εμπειρία και είχαν αφήσει πίσω τους. Η σχετικά ομαλή ένταξή τους σε ένα οργανωμένο -όπως και να έχει- κρατικό σύνολο άνοιγε νέες προοπτικές μπροστά τους.
Εκτός αυτού κάποια από τα στοιχεία του καθεστώτος στο οποίο κλήθηκαν να ζήσουν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής τους, τους ευνοούσαν από κάθε άποψη. Η δυνατότητα να μορφωθούν και να σπουδάσουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα αποτελούσε επιλογή της πλειοψηφίας των παιδιών ακόμη και των νικητών του εμφυλίου πίσω στην Ελλάδα. Η δε συμμετοχή των γυναικών επί ίσοις όροις στην παραγωγή και την μόρφωση αποτελεί στοιχείο χειραφετικής πολιτικής, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι βρήκαν κάτι εύκολο οι γυναίκες πρόσφυγες. Η πεποίθηση επίσης ότι η διαμονή τους στις χώρες της υπερορίας τους γέμιζε με κουράγιο ότι σύντομα θα επιστρέψουν στην πατρίδα. Η κομματική οργάνωση αλλά και οι πολιτιστικοί Σύλλογοι βοηθήσαν κατά κύριο λόγο τόσο στην ένταξη των προσφύγων στη νέα κοινωνία, όσο και διατήρησαν τις απαραίτητες σχέσεις ώστε τα χρόνια της υπερορίας να γίνουν πιο ανεκτά. Επίσης δημιούργησε εκείνες τις διαδικασίες πολιτιστικής δημιουργίας ώστε οι πρόσφυγες και τα παιδιά τους να μην χάσουν την επαφή με την πατρίδα και να νοιώθουν όσο το δυνατόν περισσότερο ένα κομμάτι της που μονάχα προσωρινά αποκολλήθηκε από εκεί που ταίριαζε. Η δύσκολη κομματική ζωή που απαιτούσε στρατιωτική πειθαρχία θα αποτελέσει πάντως μεγάλο αγκάθι στην ομαλή κοινωνική ζωή, ενώ ανάλογα προβλήματα θα δημιουργηθούν και μετά την 6η ολομέλεια του Κόμματος και τις πολιτικές ανατροπές και συγκρούσεις που αυτή θα φέρει.
Πολύ σημαντικό έργο επιτελέστηκε στον εκπαιδευτικό τομέα. Οι υπεύθυνοι είτε μέσω της ΕΒΟΠ, είτε μέσω άλλων επιτροπών που ασχολούνταν με την εκπαίδευση κατήγαγαν έναν πραγματικό άθλο, καθώς κατάφεραν όχι μόνο να εξαλείψουν τον αναλφαβητισμό αλλά και να εντάξουν τα παιδιά και στις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα μαζικό εξειδικευμένο ελληνικό εργατικό δυναμικό. Παράλληλα κατάφεραν να προσανατολίσουν σταθερά την σκέψη και των παιδιών στην Πατρίδα, έτσι όπως το ήθελε το κεντρικό σύνθημα των περισσότερων πολιτιστικών συλλόγων.
Εδώ θα πρέπει να κάνουμε και μια ειδική αναφορά στο ρόλο των κυβερνήσεων των ανατολικών χωρών. Από την σύγκριση των βιβλιογραφικών αναφορών και των υπόλοιπων μαρτυριών κατατείνουμε σε μια σύγκλιση των προσεγγίσεων. Κατά γενική ομολογία η υποδοχή και η γενικότερη βοήθεια που έδωσαν οι χώρες που υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες, ήταν πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων, υποδειγματική. Η προστασία που δόθηκε στα παιδιά, οι ειδικές θέσεις για τα ελληνόπουλα στα πανεπιστήμια, οι ειδικές υποτροφίες στους σπουδαστές, η δουλειά σε όλους ανεξαιρέτως τους πρόσφυγες που ήταν ικανοί να εργαστούν, η συνταξιοδότηση των αναπήρων και άλλων ομάδων, κι αργότερα και των ίδιων των εργαζομένων, η δωρεάν εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη, η κοινωνική ασφάλιση ακόμα και σε όσους επαναπατρίζονταν αποτέλεσαν αν μη τι άλλο ένα τεράστιο κοινωνικό έργο το οποίο βοήθησε χιλιάδες ανθρώπους να μην καταστραφεί εντελώς η ζωή τους. Με την ίδια την αποδοχή της ένταξής τους στις χώρες αυτές, χιλιάδες ψυχές γλίτωσαν από τα βασανιστήρια, τις εξορίες, της φυλακίσεις και της δολοφονίες που επεφύλασσε το μετεμφυλιακό καθεστώς στην Ελλάδα σε όσους διέφεραν πολιτικά.
Παρόλα αυτά όμως και πέρα από το πώς προσλαμβάνανε τις νέες συνθήκες ζωής οι πρόσφυγες, η νοσταλγία της πατρίδας μοιάζει να είναι ακόμα και σήμερα η πιο δυνατή ανάμνηση της συλλογικής τους μνήμης. Κοινό τόπο αποτελεί η δήλωση… «και με τα πόδια να μου λέγανε να ‘ρθω, θα γυρνούσα», η οποία συνοδευόταν πάντα από την αποστροφή… «όσο καλά και να ζούσαμε, πάντα ήταν ξενιτιά».


Ενδεικτική Βιβλιογραφία
  • Μαρία Βεργέτη, «Σύντομη Ιστορική Αναδρομή», από Πολιτικοί Πρόσφυγες από τις Ανατολικές χώρες, επιμ. Κούλα Κασιμάτη, (έκδ. ΓΓΑΕ, Αθήνα, 1993).
  • Κατερίνα Χ. Σουλτανιά, «Η αποκατάσταση των Ελλήνων Επαναπατρισθέντων Πολιτικών Προσφύγων», στο Πρόγραμμα Ερευνών Αποδημίας-Παλιννόστησης του Ελληνικού Πληθυσμού, (Αθήνα, έκδ. ΓΓΑΕ, 1990).
  • Θανάσης Μητσόπουλος, Μείναμε Έλληνες, (Αθήνα, εκδ. Οδυσσέας, 1979).
  • Το όπλο παρά πόδα, «Οι πολιτικοί πρόσφυγες του Ελληνικού Εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη», (επιμ. Ε. Βουτυρά, Β. Δαλκαβούκης, Ν. Μαραντζίδης, Μ. Μποντίλα, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2005).
  • Μ. Μποντίλα, «Πολύχρονος να ζεις, μεγάλε Στάλιν, η εκπαίδευση των παιδιών των Ελλήνων πολιτικών Προσφύγων στα Ανατολικά κράτη (1950-1964)». (Μεταίχμιο, Αθήνα 2003).
  • Γ. Λαμπάτος, «Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη (1949-1957)» (Κούριερ Εκδοτική, Αθήνα 2001).
  • Πανελλήνια Ένωση Επαναπατρισθέντων Πολιτικών Προσφύγων (ΠΕΕΠΠ), «Το χρονικό της πολιτικής προσφυγιάς μας στη Ρουμανία» (χορηγία Α. Χονδρογιάννη, Αθήνα 1996).
  • Daskalov Georgi, “Gretskata politemigratsiia v Belgariia”, Ouniversitesko Izdatelstvo (“Sv. Kliment Okhridksi”, Sofia, 2008).
  • «Οι Έλληνες στη Διασπορά (15ος – 21ος αιώνας)», (επιμ. Ι.Κ. Χασιώτης, Όλγα Κατσιαρδή-Hering, Ευρυδίκη Α. Αμπατζή, εκδ. Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2006).
  • Γκριτζώνας Κ., «Τα παιδιά του Εμφυλίου πολέμου», (Φιλίστωρ, Αθήνα 1998).
  • Γκριτζώνας Κ., «Μετά το Γράμμο», (Γλάρος, Αθήνα 1986).
  • Δρίστιος Θ., «Από το Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά», (Δωρικός, Αθήνα 1983).
  • Δρίτσιος Θ., «Γιατί με σκοτώνεις σύντροφε;», (Γλάρος, Αθήνα 1983).
  • Δρίτσιος Θ., «Η εξέγερση της Τασκένδης», (Γλάρος, Αθήνα 1984).
  • Κόκκαλης Π. – Αλεξίου Ε. – Αθανασιάδης Γ., «Τα παιδιά μας στις Λαϊκές Δημοκρατίες» (Νέος Κόσμος, τχ.9, 1954).
  • Τσέκου Κ., «Προσωρινός  διαμένοντες, Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας (1948-1982)», (Επίκεντρο, Αθήνα 2010)
Σημειώσεις
[1] Αρχικά για να μην είναι πολύ κοντά στην Ελλάδα και θεωρηθεί ότι ετοιμάζονται για νέα επίθεση κι αργότερα λόγω της κόντρας του Ε. Χότζα με την ηγεσία της ΕΣΣΔ.
[2] Η διαφορά στον αριθμό προκύπτει μάλλον από τον αριθμό των παιδιών που κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία τα οποία μετά το 1948 δεν υπάγονται στην ΕΒΟΠ. Επίσης από αυτόν τον αριθμό περίπου 9.000 παιδιά καταμετρούνται ως Σλαβομακεδονόπουλα.
[3] Σε αυτόν τον αριθμό συνυπολογίζονται περίπου και 20.000 Σλαβομακεδόνες.
[4] Βλ. Η. Γιαννακάκη, «Η εγκατάσταση των προσφύγων στις Ανατολικές Χώρες», στο «Το όπλο παρά πόδα, οι πολιτικοί πρόσφυγες του Ελληνικού Εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη», (επιμ. Ε. Βουτυρά, Β. Δαλκαβούκης, Ν. Μαραντζίδης, Μ. Μποντίλα, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2005) σελ. 10.
[5] Οι αντάρτες, όσοι άντρες δηλαδή ήταν ετοιμοπόλεμοι ή είχαν πολεμήσει στον εμφύλιο αποτελούσαν το κυρίως σώμα των προσφύγων στην ΕΣΣΔ. Ο λόγος που επιλέχθηκε η Τασκένδη γι’ αυτούς ήταν κυρίως πολιτικός καθώς έπρεπε να μεταφερθούν κάπου πολύ μακριά από τα πεδία των μαχών, ενώ ταυτόχρονα η εγκατάσταση Ελλήνων στη μακρινή Τασκένδη όπου κυριαρχούσαν νομαδικά φύλα που δεν ενσωματώνονταν εύκολα στο κομμουνιστικό σύστημα θεωρήθηκε καλή επιλογή από τις Σοβιετικές αρχές.
[6] Βλ. Η. Γιαννακάκη, ο.π. σελ. 9.
[7] Ο.π. σελ. 11
[8] Βλ. Θ. Μητσόπουλου, «Η αποστολή των παιδιών στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-1949)», στο «Το όπλο παρά πόδα» ο.π. σελ. 74-77.
[9] Ο τελευταίος έκλεισε το 1960.
[10] Για πιο εκτενή περιγραφή του περιεχομένου των μαθημάτων και των σχολικών εγχειριδίων βλ. Μ. Μποντίλα, «Πολύχρονος να ζεις, μεγάλε Στάλιν, η εκπαίδευση των παιδιών των Ελλήνων πολιτικών Προσφύγων στα Ανατολικά κράτη (1950-1964)». (Μεταίχμιο, Αθήνα 2003)
[11] Ο.π. σελ. 78-88.
[12] Βλ. Γ. Λαμπάτου, «Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη (1949-1957)» (Κούριερ Εκδοτική, Αθήνα 2001).
[13] Ο.π. σελ. 64
[14] 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 71, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ (μόνο για εσωκομματική χρήση).
[15] Μια κάποια απόδειξη πάνω σε αυτή την τοποθέτηση θα αποτελέσουν οι εμφύλιες συγκρούσεις που θα ξεσπάσουν στην Τασκένδη μεταξύ αντιτιθέμενων παρατάξεων των προσφύγων τον Σεπτέμβριο του 1955.
[16] Βλ. Γ. Λαμπάτου ο.π. σελ. 32.
[17] Βλ. Πανελλήνια Ένωση Επαναπατρισθέντων Πολιτικών Προσφύγων (ΠΕΕΠΠ), «Το χρονικό της πολιτικής προσφυγιάς μας στη Ρουμανία» (χορηγία Α. Χονδρογιάννη, Αθήνα 1996) σελ. 13.
[18] Αντίστοιχη της Σοβιετικής «Προς τη Νίκη» που θα μετονομαστεί το 1955 σε «Νέο Δρόμο».
[19] Ο.π. σελ. 121.
[20] Ο.π. σελ. 120-140.
[21] Ο.π. σελ. 109-110
[22] Βλ. Θ. Μητσόπουλου ο.π. σελ. 95.
[23] Βλ. Daskalov Georgi, “Gretskata politemigratsiia v Belgariia”, Ouniversitesko Izdatelstvo (“Sv. Kliment Okhridksi”, Sofia, 2008.) [Daskalov Georgi, Οι ‘Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στη Βουλγαρία, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Κλιμέντ Οχρίντσκι, Σόφια, 2008] σελ. 84.
Ο G. Daskalov είναι καθηγητής στο τμήμα ιστορίας του Πανεπιστημίου της Σόφιας, «Κλιμέντ Οχρίντσκι», έχει ασχοληθεί με το ζήτημα των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στις βαλκανικές χώρες, καθώς και με το «μακεδονικό ζήτημα», αλλά και με την ιστορία διάφορων εθνοτικών ομάδων στο βαλκανικό χώρο.
Στο συγκεκριμένο έργο, ο Ντασκάλοβ μελετάει την ιστορία της ελληνικής πολιτικής προσφυγιάς στη Βουλγαρία υπό το πρίσμα των διμερών σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, αλλά και των σχέσεων του ΚΚΕ με το βουλγαρικό κομμουνιστικό κράτος. Παραθέτει ένα πλήθος αρχείων και στατιστικών στοιχείων, γεγονός το οποίο καθιστά το έργο του αρκετά διαφωτιστικό για την ιστορία των Ελλήνων που προσέφευγαν στη Βουλγαρία από το 1946 έως και τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Τα αρχειακά ντοκουμέντα πάνω στα οποία βασίζει τη μελέτη του προέρχονται κυρίως από το Κεντρικό Κρατικό Αρχείο και το Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλγαρίας.
Το έργο του δεν έχει μεταφραστεί και εκδοθεί στα ελληνικά. Για τις ανάγκες της παρούσης εργασίας τη μετάφραση έκανε ο υποψήφιος δρ. του Πανεπιστημίου της Σορβόννης Δ. Καταϊφτσής.
[24] Για την ζωή των γυναικών πολιτικών προσφύγων στην Βουλγαρία βλ. Κ. Τσέκου «Γυναίκες πολιτικοί πρόσφυγες στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας», στο «το όπλο παρά πόδα» ο.π.
[25] G. Daskalov, ο.π. σελ. 120
[26] Ο.π. σελ 214.
[27] Βλ. Α. Στεργίου, «Έλληνες στην Ανατολική Γερμανία» στο «Οι Έλληνες στη Διασπορά (15ος – 21ος αιώνας)», (επιμ. Ι.Κ. Χασιώτης, Όλγα Κατσιαρδή-Hering, Ευρυδίκη Α. Αμπατζή, εκδ. Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2006).
[28] Ο.π. σελ. 146-148
[29] Βλ. Ε. Τσαρουχά – Szabo, «Έλληνες στην Ουγγαρία» στο «Έλληνες στη Διασπορά» ο.π. σελ. 176-177.
[30] Ο.π. σελ. 177-180.
[31] Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι λαικές εξεγέρσεις σε Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία για την αντιμετώπιση των Ελλήνων προσφύγων από τους ντόπιους. Υπάρχουν μαρτυρίες οι οποίες μεταφέρουν ότι μετά τη στήριξη των Σοβιετικών από τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες ο ντόπιος πληθυσμός τους έβλεπε πιο εχθρικά.
[32] Για πιο εμπεριστατωμένη προσέγγιση πάνω στο θέμα βλ. P. Hradency, «Ανύπαρκτοι φυγάδες: αιχμάλωτοι Έλληνες στρατιώτες στην Τσεχοσλοβακία) από το 1949 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50», στο «Το όπλο παρά πόδα», ό.π. σελ. 189.
[33] Η ΕΒΟΠ δημιουργήθηκε το1948 από το ΚΚΕ στη Βουδαπέστη και μετεγκαταστάθηκε το 1950 στο Βουκουρέστι μαζί με την εξόριστη ηγεσία. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο υπουργός Υγείας της κυβέρνησης των ανταρτών, καθηγητής ιατρικής του πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας, στη δεκαετία του 1930, Πέτρος Κόκκαλης. Άλλα μέλη της ήταν η λογοτέχνης Έλλη Αλεξίου, ο φιλόλογος Γιώργος Αθανασιάδης και ο μετέπειτα γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Γρηγόρης Φαράκος.
[34] Βλ. Α. Στεργίου, «Έλληνες στην Τσεχία-Σλοβακία» ο.π. σελ. 154-155.
[35] Βλ. Γ. Λαμπάτου, «Έλληνες στην Πολωνία» στο «Έλληνες στη διασπορά (15ος – 21ος αιώνας)» ο.π. σελ. 164-165.
Όλες οι φωτογραφίες, εκτός από την πρώτη, είναι από την ιστοσελίδα ΜΕΤΑ νέα
Αναδημοσίευση από http://anthostoukakou.blogspot.com/2011/07/1949-1974.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου