Εξόριστοι στο "νησί του θανάτου"!
του Δημήτρη Δαμασκηνού,
εκπαιδευτικού Δ.Ε. – ιστορικού,
ΣΩΣΤΕ ΜΑΣ, ΣΩΣΤΕ ΜΑΣ!
ΑΓΩΝΙΣΤΕΙΤΕ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΜΝΗΣΤΕΙΑ!
Σήμερα βέβαια η Γαύδος δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τους υπόλοιπους, ελκυστικούς εκδρομικούς προορισμούς που υπάρχουν στην Κρήτη. Αντίθετα πολλοί την προτιμούν ως εναλλακτικό τόπο διακοπών και την επισκέπτονται κυρίως το καλοκαίρι, γιατί απολαμβάνουν τις ομορφιές του νησιού και τη φυσικότητα του τοπίου, μακριά από τους ασφυκτικά δομημένους χώρους και τους ενοχλητικούς θορύβους της πόλης, μπορώντας μέσα στη βραδινή σιγαλιά ν’ αφουγκραστούν την απεραντοσύνη του Λιβυκού Πελάγους.
Ομάδα εξόριστων στη Γαύδο στα τέλη του 1935 |
Πριν 81, ωστόσο, χρόνια η κατάσταση ήταν κάπως… διαφορετική. Τότε αυτό το έρημο, ορεινό και άγονο νησί, όπου σπάνιζαν οι άνθρωποι, τα δέντρα και τα ζα 1 , αυτό το ξερονήσι που παρήγαγε μόνο θανατηφόρους σκορπιούς, στο οποίο πέθαναν αρκετοί εξόριστοι κομμουνιστές από την πείνα, τις στερήσεις και τις αρρώστιες, είχε δίκαια τη φήμη πως ήταν το «νησί του θανάτου» 2, αφού στη Γαύδο λειτούργησε στο Μεσοπόλεμο, από το 1929 έως το 1941, η πιο σκληρή εκτόπιση.
Σε κανένα άλλο νησί η απομόνωση από τον έξω κόσμο δεν ήταν τόσο ολοκληρωτική. Η έλλειψη τροφής και η απουσία μιας στοιχειώδους υγειονομικής υποδομής συνέθεταν το αποτύπωμα της κρατικής βαρβαρότητας που άφηνε τραχιά τα σημάδια της πάνω στα σώματα των εκτοπισμένων που με την εφαρμογή του «ιδιώνυμου» το 1929 3 άρχισαν να πληθαίνουν:
Ο γραμματέας των αρτεργατών Τσαπώνης, εξόριστος στη Γαύδο το 1935 |
«Ξεκινώντας απ’ τις Βαστίλλες της Ελληνικής κεφαλαιοκρατίας και τις έδρες των επιτροπών ασφαλείας», θα γράψουν το Μάη του 1933 στην έκκλησή τους,«εξαντλημένοι απ’ τη πολύχρονη φυλάκιση που πλησιάζει και τους πιο γερούς στη φυματίωση, ύστερα από αναρίθμητες ταλαιπωρίες στα τμήματα μεταγωγών, διασχίζουμε με τα πόδια τη μισή Κρήτη, φορτωμένοι τις αποσκευές μας, οι περισσότεροι νηστικοί, ξενυχτάμε στα μεσαιωνικά μπουντρούμια του Ασκίφου και των Σφακιών με τις βαρειές αλυσίδες, το βαθύ σκότος και τα νερά. Κι ό,τι απ’ τις δυνάμεις μας δεν έχει εξαντλήσει ο δρόμος έρχεται ν’ αποτελειώσει η πολυήμερη πείνα κι’ αναμονή στα Σφακιά ώσπου το καΐκι να μας ξεμπαρκάρει στη μαύρη Γαύδο» 4.
Αφόρητη ήταν η πείνα και η απομόνωση στο νησί:
«Μ’ ένα επίδομα 10 δραχμών που δεν το παίρνουν ούτε οι μισοί, είμαστε αναγκασμένοι σε υπερβολικά εξογκωμένες τιμές ν’ αγοράζουμε ό,τι μπορούμε για να ικανοποιήσουμε για μια στιγμή τις ανάγκες μας…
Το καΐκι που θα μας συνδέσει με τον άλλο κόσμο έρχεται κάθε 8 μέρες κι’ αυτό όταν θα το επιτρέψει ο καιρός. Οι πείνες που δοκιμάζουμε εξαιτίας του, πολύ συχνά μια μέρα τη βδομάδα και πολλές μέρες στα τέλη του μήνα μας εξαντλούνε ακόμα περισσότερο. Αναγκαζόμαστε να τρώμε κεδρόκοκα για να χορτάσουμε την πείνα μας παρ’ όλο τον κίνδυνο που διατρέχουμε – και πολλοί από μας δεν τον ξέφυγαν – να βγάζουμε αίμα.
Τα ρούχα μας, τα παπούτσια μας φθείρονται στο δρόμο, που κάνουμε για τη μεταφορά των τροφίμων χωρίς να μπορούμε να τ’ αντικαταστήσουμε. Ο αριθμός των ξυπόλητων και των γυμνών μεγαλώνει. Μια και μιάμιση ώρα θέλουμε για να μεταφέρουμε τα τρόφιμα – 25 με 30 οκάδες βάρος καθένας – ως την τρώγλη που μένουμε. Πολλοί λυγίζουν στο δρόμο» 5 .
Μα δεν τελειώνουν τα βάσανά τους εκεί, αφού από την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού και το τροπικό κλίμα όλοι οι εξόριστοι είναι άρρωστοι, κύρια από τη γαυδιώτικη ελονοσία, καθώς ο οργανισμός τους παλεύει νηστικός, χωρίς φάρμακα, χωρίς γιατρό:
«Κι’ ακόμα δεν ήρθε το καλοκαίρι, δεν ήρθαν οι ζέστες, δεν άρχισε ο λίβας να φυσάει. Και προ πάντων δεν άρχισαν ακόμα να βουίζουν τα κουνούπια. Πώς θα τα βγάλουμε πέρα; Πόσους Καραντεμίρηδες θα θρηνήσει φέτος η εργατική τάξη; Πώς θα αντιμετωπίσουμε όλη αυτή την κατάσταση;» 6.
Ο Καραντεμίρης είχε πεθάνει από ασθένεια που του μεταδόθηκε στη Γαύδο την επόμενη μέρα της μεταφοράς του από το νησί στη φυλακή, στα Σφακιά της Κρήτης. «Καιρού επιτρέποντος», θα επιβεβαιώσουν οι εξόριστοι της Ανάφης στον Μπερτ Μπέρνς που τους επισκέφτηκε το 1935, «ένα καΐκι ταξιδεύει μια φορά τη εβδομάδα ανάμεσα στο νησί και στα Σφακιά, όπου η φυλακή είναι κρύα και ανθυγιεινή. Αντί να οδηγήσουν τον ασθενή (σ.σ. που έπασχε από τύφο) στο νοσοκομείο μόλις μεταφέρθηκε στο νησί, οι αστυνομικοί τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου και πέθανε την επόμενη μέρα» 7. Και δεν ήταν ο μόνος νεκρός…
Και η έκκληση καταλήγει:
«Σύντροφοι στο πόδι! Στις προσπάθειες σας για την άμεση οικονομική μας ενίσχυση αγωνισθείτε για να γίνει σύνθημα της μάζας, σύνθημα εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων της πόλης και του κάμπου η κατάργηση της Γαύδου, η γενική αμνηστεία στους φυλακισμένους και εξορίστους αγωνιστές της εργατικής τάξης».
Γαύδος, 15 Μάη 1933
Αυτός που πρώτος υπογράφει την έκκληση ήταν ο Τάκης Φίτσος που εξορίστηκε στη Γαύδο ήδη από το 1931. Το 1931, άλλωστε, είχε ήδη σταλεί εκεί ο Θανάσης Κλάρας (ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης) και ο Ανδρέας Τζήμας (Σαμαρινιώτης) που συνυπογράφουν την έκκληση μαζί με τον Κ. Μελίκογλου και 24 ακόμα εξόριστους 8.
Η συγκλονιστική έκκληση των εξόριστων άσκησε στην εποχή της ιδιαίτερη –βέβαια- επίδραση μεταξύ των προοδευτικών εργαζομένων ενεργοποιώντας παράλληλα κι ένα ολόκληρο κίνημα αλληλεγγύης για τη σωτηρία τους. Ωστόσο, δε φαίνεται να συγκίνησε ιδιαίτερα τις κρατικές και κυβερνητικές αρχές, οι οποίες συνέχιζαν να στέλνουν σ’ αυτό το διαβολονήσι κι άλλους αγωνιστές σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όχι μόνο άνδρες αλλά και πολλές νέες και μορφωμένες γυναίκες 9. Το 1932 υπήρχαν στο νησί 47 εξόριστοι 10, ενώ το ’34-35 εξορίστηκαν στη Γαύδο ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης και ο Βασίλης Μπαρτζιώτας.
Ομάδα εξόριστων στη Γαύδο στα τέλη του 1935 |
Ο αριθμός των εξόριστων στη Γαύδο παρουσιάζει ανάμεσα στα 1929 έως το 1941 διακύμανση αποτυπώνοντας ως πολιτικό βαρόμετρο τον αυταρχικό κατήφορο του Μεσοπολέμου, που διεθνώς σημαδεύτηκε από την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση του 1929-1933, την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη και την απειλή ενός νέου Παγκόσμιου Πολέμου. Στο εσωτερικό σημειώνονται διαρκή στρατιωτικά κινήματα που διακόπτονται από σύντομες περιόδους επαναφοράς της κοινοβουλευτικής «νομιμότητας» με αδιάλειπτη, ωστόσο, καταδίωξη των πρωτοπόρων αγωνιστών του εργατικού κινήματος και των συνδικαλιστικών και πολιτικών τους οργανώσεων μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Ι. Μεταξά την 4η Αυγούστου του 1936.
Ο Μπερτ Μπερνς, πάντως, που επισκέφτηκε το νησί στις αρχές του 1936, όταν είχε δοθεί –μετά το νόθο δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά- αμνηστία από την κυβέρνηση Δεμερτζή βρίσκει μόνο δεκατρείς εξόριστους στο νησί 11. Σύμφωνα με μια άλλη μαρτυρία το 1936 υπήρχαν στη Γαύδο 24 εξόριστοι, οι οποίοι ωστόσο εικοσαπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ξεπερνώντας τους κατοίκους του νησιού 12.
Γαύδος 13
Χρόνος απογραφής
|
Απογραφέντες
|
(Εκτίμηση)
| |
Κάτοικοι
|
Εξόριστοι
| ||
1928
|
342
|
307
|
35
|
1940
|
873
|
450
|
423
|
1951
|
195
|
195
|
0
|
Αφημένοι από τους αρμόδιους να αργοπεθάνουν αβοήθητοι, οι εξόριστοι αντιστέκονται με αξιοθαύμαστη πειθαρχία, οργανώνοντας τη συλλογική τους ζωής μέσα από την Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξόριστων (ΟΣΠΕ), ή αλλιώς «κολλεχτίβα», η οποία κάλυπτε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας, από το μαγείρεμα και την καθαριότητα μέχρι τις αγροτικές εργασίες και της πολιτιστικές εκδηλώσεις 14.
Οι εξόριστοι κατασκευάζουν έναν αυτοσχέδιο χειρόμυλο και φτιάχνουν φούρνο για να ψήνουν το ψωμί, ενώ δημιουργούν κι ένα πρότυπο περιβόλι με ντομάτες σε μια ιδιόκτητη ρεματιά. Ανοίγουν καφενείο, βάζουν σε κυκλοφορία το χαρτονόμισμα της μιας δραχμής που… τυπώνουν, σφραγίζοντας κάθε σελίδα από το συνταγολόγιο του γιατρού για τη διευκόλυνση των συναλλαγών στο νησί. Κατακτούν από την αστυνομία το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, ενώ αναλαμβάνουν διάφορες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, κάνουν πολιτική διαφώτιση και μαθαίνουν γραφή κι ανάγνωση τους ελάχιστους εξόριστους που είναι αναλφάβητοι. Το μεγαλύτερο τους επίτευγμα, όμως, είναι πως έχτισαν στο Σαρακήνικο, μια έρημη, άνυδρη, ακατοίκητη κι ακαλλιέργητη περιοχή, το δικό τους σπίτι, για να κατοικήσουν εκεί.
Ήταν ένα δύσκολο έργο που ολοκληρώθηκε το 1933. «Οι σύντροφοι δεν διέθεταν υλικά και εργαλεία. Το σπίτι κτίστηκε από πέτρες και χώμα, χωρίς τσιμέντο και παρ’ ό,τι δεν θύμιζε και πολύ σπίτι, ήταν σαφώς καλύτερο από τις κατοικίες των χωρικών, ώστε στο νησί να αποκαλείται ‘παλάτι’» 15. Μάλιστα οι εξόριστοι, φρόντισαν να του δώσουν και τον «κρητικό ρυθμό». Δηλαδή, ακολούθησαν την αρχιτεκτονική παράδοση.
Αυτός ο άθλος θα εμπνεύσει τον νεαρό τότε Γιάννη Ρίτσο να γράψει στις «Πυραμίδες» το 1935:
Στο στομάχι του Χρυσού, το Φως πεινά
μα οι εξόριστοι στων Γαύδων τ’ ακρωτήρια
χτίζουν μέσα τους, τα νέα τους ορμητήρια,
τ’ αυριανά
Η Γαύδος ως τόπος εξορίας λειτούργησε μέχρι τις 30 του Μάη του 1941. Εκείνη τη μέρα, παρά την αυστηρή επιτήρηση δραπέτευσαν 7 εξόριστοι, μεταξύ των οποίων οι Λ. Στρίγγος, Μάρκος Βαφειάδης, Μήτσος Βλαντάς, Πολ. Δανιηλίδης 16, ενώ με την αναστάτωση που επακολούθησε τη γερμανική εισβολή, όλοι σχεδόν οι εξόριστοι διέφυγαν στην Κρήτη και αρκετοί πήραν μέρος τόσο στη μάχη της Κρήτης όσο και στην Αντίσταση.
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://eyrytixn.blogspot.gr/2012/06/blog-post.html