Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) είναι η ονομασία του στρατού των ανταρτών που πολέμησε κατά της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (1946-1949). Ως συμβατική ημερομηνία έναρξης του εμφυλίου πολέμου θεωρείται η 31η Μαρτίου 1946, ημέρα των βουλευτικών εκλογών, όταν μια ομάδα ανταρτών επιτέθηκε στο σταθμό Χωροφυλακής στο χωριό Λιτόχωρο Πιερίας. Τους μήνες που ακολούθησαν οι επιθέσεις των ανταρτών κατά της Χωροφυλακής πολλαπλασιάστηκαν, ενώ οι δυνάμεις των ανταρτών αυξήθηκαν.
Στις 28 Οκτωβρίου 1946 δημιουργήθηκε το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών, ενώ τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς οι δυνάμεις των ανταρτών έλαβαν την ονομασία Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Ο Ελληνικός Στρατός ενεπλάκη ενεργά στις επιχειρήσεις κατά των ανταρτών και το 1947 ο εμφύλιος πόλεμος γενικεύτηκε σε όλη την Ελλάδα. Στις 24 Δεκεμβρίου 1947 οι αντάρτες σχημάτισαν την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ) αμφισβητώντας άμεσα την εξουσία της κυβέρνησης στα εδάφη που έλεγχε ο ΔΣΕ. Ο Δημοκρατικός Στρατός δεν μπόρεσε να αντιπαρατεθεί στην αριθμητική υπεροχή και την υπεροπλία του Ελληνικού Στρατού. Μετά από σκληρές μάχες στα βουνά Βίτσι και το Γράμμο οι δυνάμεις του ΔΣΕ στις 29 Αυγούστου 1949 υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος.
Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος για δεκαετίες αποτέλεσε ένα θέμα-ταμπού, το οποίο περιβλήθηκε με σιωπή. Ούτε καν οι όροι «εμφύλιος πόλεμος» ή «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας» δεν αναφέρονταν, καθώς είχαν αντικατασταθεί από τους όρους «συμμοριτοπόλεμος» και «συμμορίτες» που είχε επινοήσει η κυβερνητική προπαγάνδα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Μόνο μετά τη Μεταπολίτευση και με αργούς ρυθμούς έγινε εφικτό να συζητηθεί δημόσια ο εμφύλιος πόλεμος και να αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας.
Το 1989, σαράντα χρόνια μετά τη λήξη του, το ελληνικό κράτος αναγνώρισε για πρώτη φορά με νόμο το γεγονός του εμφυλίου πολέμου και της ύπαρξης του ΔΣΕ. Σήμερα, οι συνθήκες για τη μελέτη του εμφυλίου πολέμου και του ΔΣΕ είναι ώριμες και ευνοϊκές. Οι μαρτυρίες μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ που έχουν έκδοθεί τις τελευταίες δεκαετίες αποτελούν ένα πρώτης τάξης υλικό για τη μελέτη της καθημερινότητας του πολέμου και της μνήμης του. Το 1998, η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του Γενικού Επιτελείου Στρατού δημοσίευσε σε 16 τόμους μέρος του αρχειακού υλικού που διαθέτει σχετικά με τον εμφύλιο πόλεμο. Τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας με αίσθηση ευθύνης απέναντι στην ελληνική κοινωνία, η οποία οφείλει να γνωρίζει το παρελθόν όσο επώδυνο και εάν αυτό είναι, αλλά και με την αποστολή που έχουν για τη συνδρομή της ιστορικής έρευνας αποφάσισαν να ψηφιοποιήσουν και να καταστήσουν προσβάσιμα στο διαδίκτυο ένα σεβαστό όγκο αρχειακών τεκμηρίων, εκδόσεων, εντύπων, εφημερίδων, φωτογραφιών που σχετίζονται με τη δράση του ΔΣΕ στον ελληνικό εμφύλιο.
Ενότητες
Η Συμφωνία της Βάρκιζας και η Λευκή Τρομοκρατία
Οι πρώτες ομάδες ανταρτών
Η δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας
Η οργάνωση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση
Οι μηχανισμοί ενημέρωσης και προπαγάνδας
Οι γυναίκες στο ΔΣΕ
H στρατιωτική δράση του ΔΣΕ
Οι κοινωνικές επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας και η Λευκή Τρομοκρατία
Μετά από τριάμισι χρόνια Κατοχής τα γερμανικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944. Το τέλος της Κατοχής δεν έφερε την ειρήνη στη χώρα. Οι συγκρούσεις μεταξύ της μεγαλύτερης οργάνωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αφενός με άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και αφετέρου με τους ένοπλους συνεργάτες των Ναζί είχαν δημιουργήσει μια κατάσταση πόλωσης και βίας, η οποία είχε επιδεινωθεί από την οικονομική κατάρρευση και τη δυστυχία που είχαν προκαλέσει οι κατακτητές. Η επιστροφή της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης από το Κάιρο στην Αθήνα μόνο προσωρινά κατεύνασε τα πνεύματα.
Η διαφωνία των υπουργών του ΕΑΜ με την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου σχετικά με τη συγκρότηση του μελλοντικού στρατού, οδήγησε στην παραίτηση τους. Η οριστική ρήξη ανάμεσα στο ΕΑΜ και την κυβέρνηση ήλθε στις 3 Δεκεμβρίου 1944, όταν η αστυνομία πυροβόλησε κατά του πλήθους που είχε συγκεντρωθεί μετά από κάλεσμα του ΕΑΜ. Το ΕΑΜ κινητοποίησε τον εφεδρικό ΕΛΑΣ και τις μονάδες που βρίσκονταν κοντά στην Αθήνα με αποτέλεσμα η στρατιωτική σύγκρουση να γενικευτεί και να περάσει στην ιστορία με την ονομασία Δεκεμβριανά.
Η κυβέρνηση είχε την πολύτιμη στρατιωτική βοήθεια της Μ. Βρετανίας και τελικά μετά από σκληρές μάχες 33 ημερών στην πρωτεύουσα, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν στις 5 Ιανουαρίου 1945. Στα Δεκεμβριανά ο ΕΛΑΣ έχασε 2.000-3.000 άνδρες, ενώ άλλοι περίπου 7.500 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Από την κυβερνητική πλευρά σκοτώθηκαν 3.500 άνδρες, και οι Βρετανοί έχασαν 300 άνδρες. Η μάχη της Αθήνας σημαδεύτηκε από πολλές αγριότητες καθώς και από τη σύλληψη 8.000 ομήρων από τον ΕΛΑΣ, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα μακριά από την Αθήνα.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφτηκε η τελευταία πράξη των Δεκεμβριανών, η συμφωνία της Βάρκιζας. Η συμφωνία είχε ως στόχο να καθορίσει το πλαίσιο του πολιτικού βίου μετά τα δεδομένα που είχε διαμορφώσει η ήττα του ΕΑΜ. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ ήταν ο Γ. Σιάντος και επικεφαλής της κυβέρνησης Πλαστήρα ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Ι. Σοφιανόπουλος. Η Συμφωνία της Βάρκιζας όριζε ότι ο ΕΛΑΣ θα διαλυόταν και οι άνδρες του θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους. Η κυβέρνηση από την άλλη πλευρά δεσμευόταν να εξασφαλίσει τα συνταγματικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες, να εκκαθαρίσει τον κρατικό μηχανισμό από όργανα της μεταξικής δικτατορίας και συνεργάτες των Γερμανών και να προχωρήσει στη διενέργεια δημοψηφίσματος για το πολιτειακό και σε εκλογές.
Τέλος, προβλεπόταν η αμνηστία των πολιτικών αδικημάτων που είχαν διαπραχθεί κατά τα Δεκεμβριανά, εκτός από τα κοινά αδικήματα «τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία δια την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος». Η εξαίρεση των κοινών αδικημάτων από την αμνηστία θα είναι αυτή που θα επιτρέψει τη μαζική δίωξη μελών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τους μήνες που θα ακολουθήσουν. Το ΕΑΜ, από την πλευρά του, μόνο εν μέρει τήρησε τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Με εντολή του Κομμουνιστικού Κόμματος ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού του ΕΛΑΣ αποκρύφτηκε, το οποίο όμως δεν χρησιμοποιήθηκε παρά μόνο ένα χρόνο αργότερα (και αφού η Εθνοφυλακή είχε ανακαλύψει πολλές από τις κρυψώνες).
Η περίοδος που ξεκινά από τη Συμφωνία της Βάρκιζας και μέχρι τις εκλογές του Μαρτίου 1946, χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο μέρος των ιστορικών ως περίοδος της «λευκής τρομοκρατίας», λόγω των συστηματικών διώξεων οπαδών του ΕΑΜ. Στόχος τους ήταν η αποδυνάμωση του ΕΑΜ μέσα από την εξουδετέρωση των κοινωνικών του ερεισμάτων και τη διάλυση των οργανώσεών του. Για να το επιτύχουν αυτό έπρεπε πρώτα να συγκροτήσουν ένα νομιμόφρονα κρατικό μηχανισμό, το οποίο σήμαινε την απομάκρυνση όλων των φιλοεαμικών στοιχείων και τη στρατολόγηση αντικομμουνιστών. Παράλληλα η κυβέρνηση επεδίωξε να τρομοκρατήσει τους οπαδούς του ΕΑΜ. Στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα, η Εθνοφυλακή αρχικά και η Χωροφυλακή στη συνέχεια, σε συνεργασία δεξιές παραστρατιωτικές ομάδες, εξαπέλυσε μια εκστρατεία βίας κατά των αριστερών στα χωριά. Σύμφωνα με το ΕΑΜ, περίπου 1.500 αριστεροί δολοφονήθηκαν, 6.500 τραυματίστηκαν ή βασανίστηκαν, και 700 γραφεία και τυπογραφεία του ΕΑΜ καταστράφηκαν. Στο ίδιο πλαίσιο οργανώθηκε μια τεράστια επιχείρηση συλλήψεων και φυλακίσεων. Με βάση το άρθρο της Συμφωνίας της Βάρκιζας, το οποίο εξαιρούσε από την αμνηστία τα κοινά ποινικά αδικήματα, εκδόθηκαν 80,000 εντάλματα σύλληψης, συνελήφθησαν 50,000 άτομα και φυλακίστηκαν πάνω από 10,000 αριστεροί.
Αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που το ΚΚΕ και το ΕΑΜ τηρούν τη Συμφωνία της Βάρκιζας, δηλαδή προσπαθούν να αναπτύξουν πολιτική δράση στα πλαίσια της νομιμότητας. Παρά το γεγονός ότι κατά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού δεν παραδόθηκε, ο κόσμος του ΕΑΜ απέχει από οποιαδήποτε χρήση βίας. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ σταδιακά πετυχαίνουν να ανασυγκροτήσουν τις οργανώσεις τους στις μεγάλες πόλεις (και ειδικά στα εργατικά σωματεία), αλλά στην επαρχία όπου η τρομοκρατία είναι ανεξέλεγκτη αυτό είναι αδύνατο. Ένας σημαντικός αριθμός διωκόμενων αριστερών καταφεύγει στα βουνά και κάποιοι περνούν στη Γιουγκοσλαβία, οι οποίοι συγκεντρώνονται στο στρατόπεδο του Μπούλκες. Παρά ταύτα η γραμμή του ΚΚΕ δεν αλλάζει ούτε μετά την άφιξη στην Ελλάδα του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος στα χρόνια της κατοχής ήταν έγκλειστος στο Νταχάου.
Αντίθετα επιβεβαιώνεται με την αποκήρυξη του Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος προσπαθεί να συγκροτήσει ένοπλες ομάδες παρά την αντίθεση του κόμματος. Ενώ η πολιτική της νομιμότητας αποτελεί σαφή επιλογή για την ηγεσία του ΚΚΕ, πυκνώνουν οι πιέσεις από τη βάση του κόμματος για μία πιο δυναμική στάση. Αυτή η πίεση προέρχεται κυρίως από τις αγροτικές περιοχές και τα χωριά όπου οι αριστεροί υπόκεινται σε συστηματικές διώξεις ενώ ταυτόχρονα ο αποκλεισμός τους από τη διανομή της ξένης βοήθειας τους οδηγεί στην εξαθλίωση. Απηχώντας αυτές τις πιέσεις το ΚΚΕ ήδη από τον Ιούνιο του 1945, αλλά και στο 7ο συνέδριο του ΚΚΕ τον Οκτώβριο του 1945, θα κάνει λόγο για «μαζική λαϊκή αυτοάμυνα» ενάντια στην τρομοκρατία των δεξιών παραστρατιωτικών ομάδων. Η πόλωση δεν υποχωρούσε, αντίθετα οξυνόταν.
Το μεγάλο θέμα που εκκρεμούσε ήταν η διεξαγωγή εκλογών (και μετά από αυτές το δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά). Από αυτή την άποψη το θέμα της κυβέρνησης που θα διοργάνωνε τις εκλογές ήταν κρίσιμο. Η παραίτηση της κυβέρνησης του ναυάρχου Πέτρου Βούλγαρη και (μετά από τη πάρα πολύ σύντομη θητεία της κυβέρνησης του Παναγιώτη Κανελλόπουλου) ο σχηματισμός στις 22 Νοεμβρίου 1945 κυβέρνησης από τον μετριοπαθή ηγέτη των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη ήταν ένα θετικό βήμα, όπως επίσης και ο νόμος για την αποσυμφόρηση των φυλακών τον Δεκέμβριο του 1945, ο οποίος οδήγησε στην αποφυλάκιση πολλών πολιτικών κρατουμένων. Η νέα κυβέρνηση όμως δεν περιελάμβανε μέλη του ΕΑΜ, ενώ η «λευκή τρομοκρατία» γνώρισε νέα έξαρση τον Ιανουάριο του 1946 με επίκεντρο την Καλαμάτα. Εξαιτίας του κλίματος τρομοκρατίας και πόλωσης, το ΚΚΕ θα ζητήσει αναβολή των εκλογών και σχηματισμό νέας κυβέρνησης με συμμετοχή του ΕΑΜ, τα οποία θα απορρίψουν κυβέρνηση και Βρετανοί. Σε αυτές συνθήκες γίνεται η 2η Ολομέλεια του ΚΚΕ στις 12-15 Φεβρουαρίου 1946 και αποφασίζεται η αποχή από τις εκλογές της 31 Μαρτίου. Αυτή η απόφαση έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένων συζητήσεων σχετικά με το εάν το ΚΚΕ αποφάσισε να ξεκινήσει τον ένοπλο αγώνα. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια είναι ότι το ΚΚΕ για πρώτη φορά ενέταξε στη γραμμή του τη χρήση στρατιωτικών μέσων και προσανατολίστηκε σε μια διπλή τακτική: νόμιμη-πολιτική και παράνομη-ένοπλη.
Οι πρώτες ομάδες ανταρτών
Στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 η Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων (που είχε ως βάση της το Λαϊκό Κόμμα) έλαβε το 55% των ψήφων, ενώ ο κεντρώος χώρος (το Κόμμα Φιλελευθέρων και η Εθνική Πολιτική Ένωσις) μόλις το 34% - οι φιλοβασιλικές δυνάμεις εξέλεξαν 236 βουλευτές σε σύνολο 354. Η νέα κυβέρνηση ήταν αμιγώς δεξιά και φιλοβασιλική και είχε ως πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη. Το ΚΚΕ μαζί με κάποια μικρότερα κόμματα απείχαν και έχει υπολογιστεί ότι η «πολιτική αποχή» (δηλαδή ψηφοφόροι που δεν ψήφισαν ακολουθώντας την πολιτική γραμμή της αποχής) ήταν 25%, ποσοστό το οποίο δείχνει ότι η επιρροή του ΚΚΕ, αν και είχε μειωθεί, παρέμενε σημαντική. Επιπλέον το βράδυ πριν τις εκλογές μία ομάδα 33 ενόπλων προσέβαλε το σταθμό της χωροφυλακής στο Λιτόχωρο του Ολύμπου και σκότωσε 12 χωροφύλακες και άνδρες της Εθνοφρουράς.
Αυτή η ενέργεια αν και δεν ήταν μοναδική συμβατικά θεωρείται ως και η αρχή του εμφυλίου πολέμου. Συμβατικά, διότι η κατάσταση το 1946 παρέμενε αρκετά συγκεγχυμένη. Ο εμφύλιος πόλεμος στην πραγματικότητα αποτελεί το τέλος μίας διαδικασίας πόλωσης και σύγκρουσης που διαρκεί αρκετούς μήνες.
Σε αυτή την πόλωση καθοριστικό ρόλο παίζει και η απόφαση της νέας κυβέρνησης να ακολουθήσει μία αδιάλλακτη πολιτική απέναντι στο ΚΚΕ. Σημείο καμπής ήταν το Γ΄ Ψήφισμα της 18ης Ιουνίου 1946, το οποίο προέβλεπε την θανατική ποινή για όσους συγκροτούσαν ένοπλες ομάδες και μεταξύ άλλων έθετε περιορισμούς στην οργάνωση συγκεντρώσεων, περιέστειλε το δικαίωμα της απεργίας και έδινε εκτεταμένες εξουσίες στην αστυνομία. Το Γ΄ Ψήφισμα συνδυάστηκε με την κήρυξη στρατιωτικού νόμου και την ίδρυση στρατοδικείων σε όλη την κεντρική και βόρεια Ελλάδα. Μέχρι το τέλος του 1946, είχαν καταδικαστεί από έκτακτα στρατοδικεία και είχαν εκτελεστεί 116 άτομα. Παράλληλα, η επιστροφή στην προπολεμική πολιτειακή τάξη ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1946 με το δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά Γεώργιου. Σε ένα κλίμα πόλωσης και βίας, η επάνοδος του Γεωργίου ψηφίστηκε με ποσοστό 68%.
Από την άλλη πλευρά, η δράση των ανταρτών άρχισε να γίνεται όλο και πιο αισθητή στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Αξιωματικοί του ΕΛΑΣ που είχαν καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία επέστρεψαν στη χώρα, οι Σλαβομακεδόνες προσχωρούσαν σε αντάρτικες ομάδες στη Δ. Μακεδονία, και το δίκτυο υποστήριξης των ανταρτοομάδων επεκτάθηκε στη Θεσσαλία. Το φθινόπωρο του 1946 οι αντάρτες φθάνουν τις 7.000-8.000 και σημειώνουν κάποιες σημαντικές επιτυχίες έναντι της χωροφυλακής και του στρατού στη Δεσκάτη, τη Σιάτιστα, τη Νάουσα, και το Σκρα. Στις 28 Οκτωβρίου 1946 ιδρύεται το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών και ο Μάρκος Βαφειάδης αναλαμβάνει την ηγεσία των ενόπλων σωμάτων. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, τα αντάρτικα σώματα μετονομάζονται σε Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ). Οι αντάρτες έφταναν τις 10.000 και είχαν καταφέρει να ελέγχουν τους ορεινούς όγκους στην Κεντρική και Βόρεια Έλλαδα και μετά από λίγους μήνες επεκτάθηκαν και στην Πελοπόννησο.
Η οργάνωση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας
Ο Δημοκρατικός Στρατός στα πρώτα βήματά του στηρίχτηκε στην εμπειρία του ΕΛΑΣ από την Κατοχή. Μικρές ομάδες ανταρτών (που μπορούσαν να φτάσουν 60-70 άνδρες), διάσπαρτες και χαλαρά συνδεδεμένες, με έντονη πρόσδεση στις τοπικές κοινωνίες από τις οποίες οι αντάρτες προέρχονταν και το έδαφος που γνώριζαν, και καθοριστικό το ρόλο του αρχηγού ως προς τη φυσιογνωμία και τη δράση της ομάδας. Τα χαρακτηριστικά της δράσης από την άνοιξη του 1946, όπου εμφανίζονται οι πρώτες ομάδες ανταρτών, μέχρι την άνοιξη του 1947, όταν ξεκινούν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΕΣ, ήταν η ταχύτητα, η διαρκής κίνηση, ο αιφνιδιασμός και η ενέδρα ή το σαμποτάζ. Ο αντίπαλος του ΔΣΕ σε εκείνη τη φάση ήταν κυρίως η Χωροφυλακή και οι παραστρατιωτικές ομάδες και δευτερευόντως ο στρατός και στόχος ήταν η «απελευθέρωση» ορεινών περιοχών, δηλαδή να περάσουν από τον έλεγχο της κυβέρνησης και την τρομοκρατία των παραστρατιωτικών στον έλεγχο των ανταρτών.
Το 1947 τα χαρακτηριστικά του πολέμου άλλαξαν. Η ανάληψη της ευθύνης για την αντιμετώπιση του ΔΣΕ από το στρατό και από την άλλη πλευρά η πρόθεση του Κομμουνιστικού Κόμματος να εγκαθιδρύσει σταθερή κυριαρχία σε εκτεταμένη περιοχή οδήγησαν στο μετασχηματισμό του ΔΣΕ από αντάρτικες ομάδες σε «λαϊκό επαναστατικό» στρατό.
ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ: O Δημοκρατικός Στρατός ήταν γεωγραφικά οργανωμένος σε Αρχηγεία Περιοχών τα οποία υπάγονταν στο Γενικό Αρχηγείο. Υπήρχαν έξι αρχηγεία, Δ. Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας (το οποία συγχωνεύτηκαν), Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Ρούμελης, Ηπείρου και Πελοποννήσου. Τα Αρχηγεία Περιοχών είχαν την ευθύνη για τις δυνάμεις που ήταν διεσπαρμένες στους ορεινούς όγκους μιας περιοχής, τα λεγόμενα Περιφερειακά Αρχηγεία. Στις 27 Αυγούστου 1948 στην κατεύθυνση μετατροπής του Δημοκρατικού Στρατού σε τακτικό στρατό με διάταγμα του υπουργού Στρατιωτικών της ΠΔΚ τα Αρχηγεία καταργήθηκαν και δημιουργήθηκαν Μεραρχίες. Τότε επίσης το Γενικό Αρχηγείο για να αντεπεξέλθει σε δυσκολίες επικοινωνίας και συντονισμού δημιούργησε δύο Κλιμάκια του Γενικού Αρχηγείου, το ένα υπεύθυνο για τη Νότια Ελλάδα (ΚΓΑΝΕ) και το άλλο για την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (ΚΓΑΜΘ). Στις 26 Αυγούστου 1948 σε συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου αποφασίστηκε δίπλα στο Γενικό Αρχηγείο να δημιουργηθεί το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, το οποίο ασκούσε τον κομματικό έλεγχο στις επιχειρήσεις που διηύθυνε το Γενικό Αρχηγείο. Επικεφαλής του Ανώτατου Πολεμικού Συμβουλίου μπήκε ο Νίκος Ζαχαριάδης. Έτσι η διάρθρωση του ΔΣΕ εκείνη την εποχή διαμορφώθηκε ως εξής:
Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο: Νίκος Ζαχαριάδης
Γενικό Αρχηγείο: Μάρκος Βαφειάδης
ΚΓΑΝΕ: Κώστας Καραγιώργης
I Μεραρχία Θεσσαλίας: Χαρίλαος Φλωράκης (Γιώτης)
II Μεραρχία Ρούμελης: Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής)
III Μεραρχία Πελοποννήσου: Στέφανος Γκιουζέλης
VI Μεραρχία Κεντρικής Μακεδονίας: Γιώργος Ερυθριάδης (Πετρής)
VII Μεραρχία Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης: Θανάσης Γκένιος (Λασάνης)
VIII Μεραρχία Ηπείρου: Κώστας Κολιγιάννης
IX Μεραρχία Δυτικής Μακεδονίας: Δημήτρης Παλαιολόγος
X Μεραρχίας Δυτικής Μακεδονίας: Αλέκος Ρόσιος (Υψηλάντης)
XI Μεραρχία Δυτικής Μακεδονίας: Νίκος Θεοχαρόπουλος (Σκοτίδας)
Στην κατεύθυνση μετεξέλιξης του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό και της ανάδειξης καταρτισμένων στελεχών λειτούργησαν μια σειρά από σχολές στις ελεγχόμενες από αυτόν περιοχές. Καταρχάς δημιουργήθηκαν σχολές αξιωματικών και υπαξιωματικών. Στη Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου, φοίτησαν μαχητές και μαχήτριες που είχαν διακριθεί στις μονάδες τους. Υπολογίζεται ότι από αυτή τη σχολή αποφοίτησαν 2.750 ανθυπολοχαγοί, οι πρώτοι από τους οποίους συμμετείχαν στις μάχες του 1947. Επίσης λειτουργούσαν σχολές σαμποτέρ, ασυρματιστών, μηχανικού και πολιτικών επιτρόπων. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στην υγειονομική υπηρεσία του ΔΣΕ, η οποία επιτελούσε έναν πραγματικό άθλο. Οι συνθήκες που επικρατούσαν στα βουνά αλλά και οι υποδομές και τα μέσα που είχε στη διάθεσή του ο Δημοκρατικός Στρατός στις περισσότερες περιοχές καθιστούσαν αδύνατη τη σωστή περίθαλψη και ανάρρωση των τραυματιών. Φάρμακα και εργαλεία σπάνιζαν, οι εκπαιδευμένοι νοσοκόμοι ήταν λίγοι, και τα αναρρωτήρια ή τα χειρουργεία ήταν συνήθως πρόχειρα κατασκευασμένες σκηνές.
Ο Δημοκρατικός Στρατός ως προς την οργάνωσή του χαρακτηρίζεται από δύο καινοτομίες, το θεσμό του Πολιτικού Επιτρόπου και τις «δημοκρατικές συνελεύσεις». Τα τμήματα του ΔΣΕ είχαν μια δυάδα επικεφαλής: το Στρατιωτικό Διοικητή και τον Πολιτικό Επίτροπο. Ο θεσμός του Πολιτικού Επιτρόπου εισάγεται τον Δεκέμβριο του 1947 ή τον Ιανουάριο του 1948 και λειτουργούσαν σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας από λόχο μέχρι Γενικό Αρχηγείο. Ο Πολιτικός Επίτροπος ήταν ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ στις μονάδες του ΔΣΕ. Ήταν υπεύθυνος για την πολιτική καθοδήγηση και τη «διαφώτιση» των ανταρτών, τη διατήρηση του ηθικού, τη διασφάλιση της πειθαρχίας, την επαγρύπνηση απέναντι στους εχθρούς, την ανάλυση των πολιτικών αποφάσεων της κομματικής ηγεσίας αλλά και για την αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων των μαχητών που συνδέονταν με την επιμελητεία και τον εφοδιασμό.
Ο Πολιτικός Επίτροπος είχε την ευθύνη να συγκαλεί σε τακτική βάση συζητήσεις («δημοκρατικές συνελεύσεις») στις οποίες συμμετείχαν οι μαχητές της μονάδας. Στις δημοκρατικές συνελεύσεις, οι οποίες συνήθως συγκαλούνταν συνήθως μετά από κάποια μάχη (αλλά και κατά τη διάρκεια πορειών), συζητιούνταν ο τρόπος διεξαγωγής της μάχης, η συμπεριφορά των μαχητών, τα προβλήματα καθημερινότητας, γινόταν κριτική και αυτοκριτική για λάθη ή παραλείψεις, κοκ.
Ένας από τους σημαντικότερους περιορισμούς που αντιμετώπιζε ο ΔΣΕ αφορούσε τον εξοπλισμό του. Τα όπλα ήταν κυρίως γερμανικής, ιταλικής και αγγλικής κατασκευής, προέρχονταν δηλαδή από αυτά που είχαν πέσει στα χέρια του ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της Κατοχής και τα είχαν αποκρύψει μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, καθώς και όπλα που συγκέντρωσαν από τις επιθέσεις κατά της Χωροφυλακής, των ΜΑΥ, των παραστρατιωτικών, κ.ά. Δεν φαίνεται να υπήρχε ελλείψεις σε τουφέκια και πιστόλια αλλά τα υπόλοιπα, όπως αυτόματα όπλα, οπλοπολυβόλα, όλμοι, μπαζούκας, χειροβομβίδες ήταν σαφώς πιο λίγα ενώ οι πιο πολλές νάρκες ήταν αυτοσχέδιες.
Ο ΔΣΕ έλαβε αξιόλογη βοήθεια, ιδιαίτερα σε βαρέα όπλα και πυρομαχικά, από το εξωτερικό, ειδικά τη Γιουγκοσλαβία. Ακόμη και όταν υπήρχε επαρκής αριθμός όπλων το επόμενο πρόβλημα που θα έπρεπε να επιλυθεί ήταν η μεταφορά τους. Η σοβαρή έλλειψη μεταφορικών ζώων και ζωοτροφών, ο έλεγχος των οδικών αρτηριών από το στρατό, οι δύσβατες περιοχές στις οποίες έπρεπε να κινούνται οι αντάρτες σήμαινε ότι ο ανεφοδιασμός ολόκληρων περιοχών στο νότο, όπως της Στερεάς Ελλάδας ή της Πελοποννήσου, συχνά ήταν σχεδόν αδύνατος.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση
Η 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ έγινε στις 11-12 Σεπτεμβρίου 1947. Η Ολομέλεια είναι καθοριστική γιατί επισημοποίησε την απόφαση του κόμματος να εγκαταλείψει την προσπάθεια για πολιτική λύση στον εμφύλιο πόλεμο και να προσανατολίσει τις δυνάμεις του κόμματος στη στρατιωτική επικράτηση. Σε αυτήν την κατεύθυνση δύο αλληλένδετες αποφάσεις της Ολομέλειας ήταν σημαντικές. Η μία ήταν πολιτική και αφορούσε τη δημιουργία «ελεύθερης δημοκρατικής περιοχής με δική της κυβέρνηση». Για την επίτευξη αυτού του στόχου αποφασίστηκε επίσης η έγκριση του σχεδίου «Λίμνες». Το σχέδιο «Λίμνες» ήταν στρατιωτικό και αφορούσε την αύξηση των δυνάμεων του ΔΣΕ. Πιο συγκεκριμένα με βάση το σχέδιο «Λίμνες» η ΔΣΕ θα έπρεπε να μετατραπεί σε τακτικό στρατό, να αυξήσει τις δυνάμεις του φτάνοντας τις 60.000 μαχητές με την αντίστοιχη προμήθεια στρατιωτικού υλικού έτσι ώστε να μπορέσει να εδραιώσει την κυριαρχία του στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία.
Τον Δεκέμβριο του 1947 ο ΔΣΕ θα επιδιώξει να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του στις περιοχές που ελέγχει και να αμφισβητήσει ευθέως τη νομιμότητα της ελληνικής κυβέρνησης. Στις 24 Δεκεμβρίου 1947, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελεύθερης Ελλάδας ανακοίνωσε το σχηματισμό της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης». Στην ιδρυτική πράξη της ως στόχος της προσδιοριζόταν να «συνεχίσει και να εντείνει με όλα τα μέσα και με όλες τις δυνάμεις του λαού τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από το ζυγό των ξένων ιμπεριαλιστών και των οργάνων τους, για την αποκατάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας, για την επικράτηση και τη νίκη της Δημοκρατίας στην Ελλάδα και για την κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ελληνικού λαού».
Η σύνθεση της ΠΔΚ ήταν ως εξής: πρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός στρατιωτικών ο Μάρκος Βαφειάδης, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός εσωτερικών ο Γιάννης Ιωαννίδης, υπουργός εξωτερικών ο Πέτρος Ρούσσος, υπουργός δικαιοσύνης ο Μιλτιάδης Πορφυρογέννης, υπουργός υγιεινής και πρόνοιας (προσωρινά και υπουργός παιδείας) ο Πέτρος Κόκκαλης, υπουργός οικονομικών ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, υπουργός γεωργίας ο Δημήτρης Βλαντάς και υπουργός εθνικής οικονομίας (προσωρινά και επισιτισμού) ο Λεωνίδας Στρίγγος. Οι αποφάσεις της κυβέρνησης δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Προσωρινής Κυβέρνησης.
Οι μηχανισμοί ενημέρωσης και προπαγάνδας
Η διαφώτιση στηριζόταν σε ένα δραστήριο εκδοτικό μηχανισμό, ο οποίος είναι εντυπωσιακός αν ληφθούν υπόψη τα μέσα και οι συνθήκες που επικρατούσαν. Στα 1948-1949 εκδίδονται κάπου 10 έντυπα και εφημερίδες: Εξόρμηση, Δημοκρατικός Στρατός, Δελτίο Ειδήσεων, Καθημερινά Νέα, Προς τη Νίκη, Μαχήτρια, Αγωνίστρια, Παρτιζάνα, Νέος Μαχητής, Αγροτικός Αγώνας, Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι εφημερίδες που εκδίδονταν από τα κατά τόπους Αρχηγεία, όπως η Ελεύθερη Ήπειροςαπό το Αρχηγείο Ηπείρου, η Επίθεσητου Αρχηγείο Κεντρικής Μακεδονίας, ο Μαχητής από το Αρχηγείο Θεσσαλίας, κ.ά., όπως και τα έντυπα που εκδίδονται στη σλαβομακεδονική γλώσσα, όπως το Νεποκόρεν και το Μπίλντεν.
Τέλος, υπάρχουν δεκάδες φυλλάδια και βιβλία, τα οποία κυκλοφορούν στα βουνό: εκδόσεις του Γενικού Αρχηγείου και της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, κομματικό υλικό, στρατιωτικά εγχειρίδια, προπαγανδιστικό υλικό, μυθιστορήματα, σχολικά εγχειρίδια και μεταφράσεις. Στα χρόνια του Εμφυλίου η εκδοτική παραγωγή αυξήθηκε αισθητά: από 39 βιβλία και τεύχη περιοδικών το 1947, έφτασαν να εκδίδονται 161 την επόμενη χρονιά, ενώ το 1949 κυκλοφόρησαν 220 βιβλία και περιοδικά. Τα περισσότερα από αυτά εκτυπώνονταν είτε στο Γράμμο, το Βίτσι και τις άλλες ελεγχόμενες από τον ΔΣΕ περιοχές είτε στο Μπούλκες. Στο μηχανισμό πληροφόρησης και προπαγάνδας σχετικά νωρίς προστέθηκε και ο ραδιοφωνικός σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα», ο οποίος άρχισε να εκπέμπει τον Ιούλιο του 1947 από το Βελιγράδι. Η εντυπωσιακή εκδοτική παραγωγή δείχνει τη σημασία που απέδιδε το Κομμουνιστικό Κόμμα στη ιδεολογική και πολιτική διαμόρφωση των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού, την επιμόρφωση των στελεχών και τη διαρκή κινητοποίηση και εγρήγορση των δυνάμεών του.
Ο Ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα»
Ο ραδιοσταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» προέκυψε από την ανάγκη αφενός να αντιμετωπιστεί η αποκλειστική κυριαρχία της κυβέρνησης στα μέσα μαζικής επικοινωνίας και αφετέρου να δημιουργηθεί ένα μέσο που θα επέτρεπε στο Δημοκρατικό Στρατό να διαδώσει τις θέσεις και την ιδεολογία του. Με δεδομένο μάλιστα ότι από το 1947 είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία αριστερών εφημερίδων και περιοδικών, ο ραδιοσταθμός μετατράπηκε σε ένα βασικό μέσο ενημέρωσης και προπαγάνδας του Δημοκρατικού Στρατού. Ο ραδιοφωνικός σταθμός «Ελεύθερη Ελλάδα» εγκαταστάθηκε στο Βελιγράδι. Οι πρώτες δοκιμαστικές ραδιοφωνικές εκπομπές έγιναν στις αρχές Ιουλίου 1947 και οι τακτικές εκπομπές ξεκίνησαν στις 16 Ιουλίου 1947. Το πρόγραμμα του ραδιοσταθμού αποτελείτο κυρίως από ειδήσεις για τον εμφύλιο πόλεμο και τις επιχειρήσεις του Δημοκρατικού Στρατού αλλά και ειδήσεις από τη διεθνή επικαιρότητα. Ο ραδιοσταθμός αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, όπως τεχνικές δυσχέρειες, έλλειψη πείρας, καθυστερήσεις στις μεταδόσεις, ενώ εκ των πραγμάτων εκείνη την εποχή ένα πολύ μικρό μέρος του πληθυσμού της χώρας διέθετε συσκευή ραδιοφώνου. Παρόλα αυτά το πρόγραμμα του ραδιοφωνικού σταθμού εμπλουτίστηκε και βελτιώθηκε με καθημερινές ειδήσεις για τις μάχες, τις ημερήσιες διαταγές, κομματικές ανακοινώσεις και αποφάσεις της ΠΔΚ, την «αποσύνθεση» του Ελληνικού Στρατού και την τρομοκρατία σε βάρος του λαού, τη ζωή στην «ελεύθερη Ελλάδα», τη βοήθεια του λαού προς το ΔΣΕ, κοκ.
Οι θεσμοί της λαϊκής εξουσίας
Οι καταστατικές αρχές της λαϊκής εξουσίας δημοσιοποιήθηκαν στις 10 Αυγούστου 1947 σε διάγγελμα του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ. Μαζί με το διάγγελμα της 10ης Αυγούστου δημοσιοποιούνται και οι διατάξεις για την αυτοδιοίκηση και τη δικαιοσύνη. Με καταστατική αρχή η Πράξη 1 προέβλεπε τη δημιουργία λαϊκών συμβουλίων σε κάθε χωριό και πόλη. Κυρίαρχο σώμα ήταν η γενική συνέλευση των κατοίκων, η οποία εξέλεγε και το λαϊκό συμβούλιο, το οποίο ήταν υπεύθυνο για όλα τα οικονομικά και φορολογικά ζητήματα, την εκπαίδευση και την υγεία των κατοίκων. Τα μέλη των λαϊκών συμβουλίων (7 τακτικά και 5 αναπληρωματικά) εκλέγονταν μετά από μυστική, καθολική ψηφοφορία στην οποία συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες άνω των 18 ετών ή και «κάτω των 18 χρονών, εφόσον πήραν οργανωμένο μέρος στον ένοπλο εθνικολαϊκό αγώνα». Όσον αφορά στη λαϊκή δικαιοσύνη, σύμφωνα με την Πράξη 2 σε κάθε πόλη και χωριό θα λειτουργούσε λαϊκό δικαστήριο.
Οι λαϊκοί δικαστές εκλέγονταν κάθε χρόνο μετά από καθολική, μυστική ψηφοφορία στην οποία συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι, άνδρες και γυναίκες άνω των 18 ετών –λαϊκός δικαστής μπορούσε να εκλεγεί οποιοσδήποτε κάτοικος, εξαιρουμένων όσων είχαν καταδικαστεί για «αντεθνική πράξη». Τη διαδικασία εκλογής και συγκρότησης επέβλεπε ο λαϊκός επίτροπος, δηλαδή το αρμόδιο κομματικό στέλεχος. Καθήκοντα αστυνόμευσης στις περιοχές του ΔΣΕ ανέλαβε η Λαϊκή Πολιτοφυλακή. Ήταν ένοπλο σώμα με στρατιωτική ιεραρχία και πειθαρχία στο οποίο κατατάσσονταν εθελοντικά άνδρες και γυναίκες.
Η Λαϊκή Πολιτοφυλακή φρόντιζε για τη διατήρηση της τάξης και της ασφάλειας, την εφαρμογή της νομοθεσίας και των αποφάσεων λαϊκών συμβουλίων και δικαστηρίων, να συμμετέχει όταν χρειαζόταν στον πόλεμο και να «παρακολουθεί άγρυπνα και να καταδιώκει κάθε φασιστική ενέργεια». Επίσης μια από τις πρώτες ενέργειες των λαϊκών συμβουλίων ήταν να προχωρήσουν στη διανομή της γης σε ακτήμονες και μικροκαλλιεργητές. Σύμφωνα με την Πράξη 3 του Γενικού Αρχηγείου, το λαϊκό συμβούλιο κάθε χωριού καθόριζε τον ελάχιστο κλήρο που ήταν αναγκαίος για την διαβίωση μιας οικογένειας και προβλεπόταν ότι κανένας αγρότης δεν μπορεί να κατέχει γη μεγαλύτερη από το οκταπλάσιο του ελάχιστου κλήρου –σε τέτοια περίπτωση η παραπάνω έκταση θα διανεμόταν στους ακτήμονες ή φτωχούς αγρότες του χωριού. Ο ελάχιστος κλήρος, ο οποίος ήταν 30 στρέμματα ανά οικογένεια, δεν μπορούσε να πωληθεί, παρά μόνο μετά από την έγκριση του λαϊκού συμβουλίου. Τα λαϊκά συμβούλια προχώρησαν στη διανομή των δημόσιων ή εκκλησιαστικών γαιών.
Η συμμετοχή των γυναικών
Η συμμετοχή των γυναικών στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας ήταν πολύ υψηλή, ιδιαίτερα εάν συγκριθεί με αυτή των γυναικών στο αντάρτικο κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι περισσότερες γυναίκες ήταν νεαρές κοπέλες αγροτικής προέλευσης, επιστρατευμένες από το ΔΣΕ. Οι γυναίκες από 12-15% το 1948 έφτασαν να αποτελούν το 25-30% των μάχιμων δυνάμεων του ΔΣΕ το 1949, όταν οι εφεδρείες του είχαν αρχίσει πλέον να εξαντλούνται. Με αντίστοιχα υψηλό αριθμό αυξήθηκαν και οι γυναίκες αξιωματικοί, οι οποίες διοικούσαν μάχιμες μονάδες. Η μεγάλη συμμετοχή των γυναικών στο ΔΣΕ οδήγησε και στην έκδοση γυναικείων εφημερίδων, όπως η Μαχήτρια, η Αγωνίστρια και η Παρτιζάνα.
Στους κόλπους του ΚΚΕ και του ΔΣΕ ιδρύεται στις 25 Οκτωβρίου 1948 η Πανελλαδική Δημοκρατική Οργάνωση Γυναικών ( η πρώτη αμιγώς γυναικεία οργάνωση του κόμματος) με πρόεδρο στην αρχή τη Χρύσα Χατζηβασιλείου και στη συνέχεια τη Ρούλα Κουκούλου. Η ΠΔΕΓ συμμετείχε στο 2ο Συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών (Βουδαπέστη, Δεκέμβριος 1948), ενώ τον Μάρτιο του 1949 οργάνωσε την Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη στην «ελεύθερη Ελλάδα», στην οποία συμμετείχαν και γυναίκες εκπρόσωποι από τις σοσιαλιστικές χώρες.
Οι Σλαβομακεδόνες
Στις περιοχές της Μακεδονίας όπου δρούσε ο ΔΣΕ ζούσαν Σλαβομακεδόνες, οι οποίοι ήταν συγκεντρωμένοι στους νομούς Καστοριάς, Φλώρινας και Πέλλας. Ένα μέρος των Σλαβομακεδόνων είχε ταχθεί με τον ΕΛΑΣ στη διάρκεια της Κατοχής και συγκρότησαν δικό τους στρατιωτικό τμήμα (ΣΝΟΦ). Οι Σλαβομακεδόνες κινητοποιήθηκαν ξανά στα χρόνια του Εμφυλίου στο πλευρό του ΔΣΕ, συγκροτώντας τα δικά τους στρατιωτικά τμήματα (ΝΟΦ). Γενικότερα οι Σλαβομακεδόνες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο Δημοκρατικό Στρατό και έφτασαν να αποτελούν ένα σεβαστό ποσοστό των δυνάμεων του. Στις περιοχές που έλεγχε ο Δημοκρατικός Στρατός λειτούργησαν σχολεία στη σλαβομακεδονική γλώσσα, τα σλαβομακεδονικά χωριά εφοδίαζαν τους μαχητές με τρόφιμα και εργάζονταν στην κατασκευή οχυρωματικών έργων, εκδίδονταν έντυπα στη σλαβομακεδονική γλώσσα, επιμορφώθηκαν Σλαβομακεδόνες δασκάλοι, κοκ.
Η αυξημένη συμμετοχή των Σλαβομακεδόνων στο ΔΣΕ, ιδιαίτερα στην ύστερη φάση του Εμφυλίου, σε συνδυασμό με την περιπλοκή που δημιούργησε η ρήξη Τίτο-Στάλιν οδήγησε το ΚΚΕ να αλλάξει τη θέση σχετικά με το ζήτημα της σλαβομακεδονικής μειονότητας. Στην 5η Ολομέλειά της ΚΕ του ΚΚΕ (30-31 Ιανουαρίου 1949) θα εγκαταλειφθεί η παλαιότερη θέση για πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων της μειονότητας και θα υιοθετηθεί η θέση ότι «σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του, έτσι όπως το θέλει ο ίδιος». Αποτέλεσμα της ισχυροποίησης των Σλαβομακεδόνων στο εσωτερικό του ΔΣΕ αλλά και της προσπάθειας εξισορρόπησης της αυτονομιστικής προπαγάνδας της Γιουγκοσλαβίας ήταν η δημιουργία ξεχωριστής σλαβομακεδονικής οργάνωσης, της Κομμουνιστικής Οργάνωσης της Μακεδονίας του Αιγαίου (ΚΟΕΜ).
Οι σχέσεις του ΔΣΕ με τις βαλκανικές χώρες
Με τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την προέλαση του σοβιετικού στρατού στα Βαλκάνια εγκαθιδρύονται σοσιαλιστικά καθεστώτα τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία. Ο Δημοκρατικός Στρατός εξαρτάται από την υλική βοήθεια αυτών των χωρών για την ανάπτυξη του, και ιδιαίτερα τη Γιουγκοσλαβία η οποία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή. Η στάση, όμως, των βαλκανικών σοσιαλιστικών χωρών εξαρτιόταν από τη στάση που κρατούσε η Σοβιετική Ένωση απέναντι στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Στη διάρκεια του τριετούς εμφυλίου πολέμου ο ΔΣΕ έλαβε σημαντική βοήθεια από τις όμορες σοσιαλιστικές χώρες και γι’ αυτό το λόγο άλλωστε και η επικράτεια που έλεγχε ήταν τόσο κοντά στα σύνορα.
Ο Δημοκρατικός Στρατός έλαβε από τις όμορες σοσιαλιστικές χώρες όπλα και πολεμοφόδια, τρόφιμα, είδη ένδυσης και υπόδησης, φάρμακα, ραδιοτηλεγραφικό υλικό και πολλά άλλα. Οι τραυματίες μεταφέρονταν σε νοσοκομεία που λειτουργούσαν στο έδαφος εκείνων των χωρών. Σε ξένο έδαφος είχε εγκατασταθεί ο ραδιοσταθμός του ΔΣΕ «Ελεύθερη Ελλάδα» (στο Βελιγράδι), όπως επίσης και κάποια από τα τυπογραφεία του ΔΣΕ. Επίσης άρθρα από βιβλία και περιοδικά που εκδίδονταν στις βαλκανικές χώρες, μεταφράζονταν και κυκλοφορούσαν μεταξύ των μαχητών του ΔΣΕ. Οι σχέσεις του ΔΣΕ με τη Γιουγκοσλαβία θα δοκιμαστούν μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν, συνέπεια της οποίας ήταν ότι ο Τίτο διέκοψε τη βοήθειά του προς το ΔΣΕ και λίγο πριν τη λήξη του Εμφυλίου «έκλεισε» τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας στους Έλληνες μαχητές.
Η αμερικανική επέμβαση στον Εμφύλιο
Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε την εποχή που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στο διεθνές περιβάλλον ο Ψυχρός Πόλεμος. Η Μ. Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είδαν τον εμφύλιο πόλεμο μέσα από το πρίσμα του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή, ότι η ΕΣΣΔ υποκινούσε και υποστήριζε τον ΔΣΕ με στόχο την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης με απώτερο ενδεχομένως σκοπό την εγκαθίδρυση μιας φιλοσοβιετικής κυβέρνησης στην Ελλάδα. Μολονότι οι Βρετανοί έκαναν αυτή τη διαπίστωση, από την άλλη δεν ήταν σε θέση να αναλάβουν την οικονομική στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης στον επερχόμενο εμφύλιο πόλεμο. Η Μ. Βρετανία ήταν οικονομικά εξουθενωμένη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ενημέρωσε την ελληνική και την αμερικανική κυβέρνηση ότι θα σταματούσε την οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα τον Μάρτιο του 1947. Η αμερικανική επέμβαση στον ελληνικό εμφύλιο εντάσσεται στο συνολικότερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Η επέκταση της σοβιετικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια αποτελούσε πλέον τετελεσμένο γεγονός, ενώ η ύπαρξη των πετρελαιοπηγών της Μέσης Ανατολής αναβάθμιζε τη στρατηγική αξία της ευρύτερης περιοχής. Στο στρατηγικό σχεδιασμό των ΗΠΑ ως παγκόσμιας δύναμης η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ιράν μπορούσαν να αποτελέσουν μια «ζώνη ανάσχεσης» της σοβιετικής επιθετικότητας.
Στις 12 Μαρτίου 1947 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρυ Τρούμαν απευθύνθηκε δημόσια στο Κογκρέσσο ζητώντας την έγκριση οικονομικής βοήθειας ύψους 300 εκατομμυρίων δολλαρίων προς την Ελλάδα και 100 εκατομμυρίων δολλαρίων προς την Τουρκία. Η αμερικανική επέμβαση στον ελληνικό εμφύλιο ήταν καθοριστική για την έκβασή του. Μέχρι το τέλος του πολέμου η στρατιωτική μόνο βοήθεια θα φτάσει τα 353 εκατομμύρια δολλάρια, η οποία θα επιτρέψει την αύξηση των δυνάμεων του στρατού και θα καλύψει τις ανάγκες του σε εξοπλισμό, εκπαίδευση, έργα κλπ. Επιπλέον η αμερικανική βοήθεια ήταν τεράστιας σημασίας για τις ανάγκες του προϋπολογισμού και την ανακούφιση του πληθυσμού, ιδιαίτερα των προσφύγων.
Η στρατιωτική δράση του ΔΣΕ το 1947
Στις αρχές του 1947 ο Δημοκρατικός Στρατός έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος των ορεινών όγκων της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας. Ο μεγαλύτερος όγκος των δυνάμεων του ΔΣΕ δρούσε στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία (7.500), καθώς επίσης τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα (2.500-3.000). Την άνοιξη του 1947 ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού με την κωδική ονομασία «Τέρμινους». Η επιχείρηση «Τέρμινους» αποτελείτο από μια σειρά μικρότερων επιχειρήσεων που στόχο είχαν να εκκαθαρίσουν σε πρώτη φάση τους ορεινούς όγκους της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας (τα όρη Άγραφα, Κόζιακα, Χάσια, Αντιχάσια, Πήλιο, Όλυμπο, Πιέρια, Γράμμο, Βόιον) και σε επόμενη φάση ο Ελληνικός Στρατός να στραφεί κατά των ανταρτών στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία.
Η μεγάλη εαρινή επίθεση του Ελληνικού Στρατού έφερε σε το Δημοκρατικό Στρατό σε πολύ δύσκολη θέση. Οι μαχητές του ΔΣΕ ήταν αριθμητικά υποδεέστεροι και λιγότερο καλά εξοπλισμένοι. Αυτό σήμαινε ότι εάν έδιναν μάχες εκ παρατάξεως θα έχαναν, οπότε η μοναδική τακτική που μπορούσαν να ακολουθήσουν ήταν οι υποχωρήσεις και οι διαρκείς ελιγμοί ώστε να μην εγκλωβιστούν από τις μονάδες του Εθνικού Στρατού. Ο Δημοκρατικός Στρατός υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τα Τζουμέρκα και τον Κόζιακα αφήνοντας επίσης στα χέρια του Εθνικού Στρατού το οροπέδιο της Νευρούπολης, που ήταν στρατηγικής σημασίας για το ΔΣΕ (Απρίλιος-Μάιος 1947). Ο ΔΣΕ άλλαξε τακτική στην επόμενη μεγάλη επιχείρηση του στρατού («Ιέραξ») που στόχευε στην εκκαθάριση της περιοχής Γρεβενών και των όρων Χασίων και Αντιχασίων. Εκεί ο ΔΣΕ επιχείρησε να υπερασπιστεί τις θέσεις που κατείχε και να κάνει επιθετικές διεισδύσεις με συνέπεια να υποστεί σημαντικές απώλειες (Μάιος 1947). Στις υπόλοιπες επιχειρήσεις «Πελαργός» (Όσσα, Μαυροβούνι, Πήλιο) και Κύκνος (Όλυμπος και Πιέρια) του Ιουνίου 1947, οι αντάρτες διέφυγαν και διατήρησαν τις δυνάμεις τους ώστε να ανακαταλάβουν την περιοχή όταν θα απομακρυνόταν ο Εθνικός Στρατός από την περιοχή.
Τον Ιούλιο του 1947 η μεγάλη επίθεση του Εθνικού Στρατού κατά των δυνάμεων του ΔΣΕ στο Γράμμο (επιχείρηση «Κόραξ») έφερε τις δυνάμεις του τελευταίου σε δύσκολη θέση. Μπροστά στον κίνδυνο να εγκλωβιστούν οι δυνάμεις του ΔΣΕ στα σύνορα, τάγματα από το Αρχηγείο Χασίων και το Αρχηγείο Ηπείρου πραγματοποίησαν ελιγμό, και βρέθηκαν πίσω από τις γραμμές του Εθνικού Στρατού. Μπροστά στον κίνδυνο να επιτεθούν οι μαχητές του ΔΣΕ κατά της Κόνιτσας ή των Ιωαννίνων, ο Εθνικός Στρατός εγκατέλειψε την πολιορκία των θέσεων του ΔΣΕ στο Γράμμο. Ο ΔΣΕ, χωρίς την πίεση του ΕΣ πλέον, επιχείρησε ανεπιτυχώς να καταλάβει την πόλη των Γρεβενών (25 Ιουλίου 1947). Οι άλλες δύο μεγάλες επιχειρήσεις του ΕΣ, η επιχείρηση «Βέλος» στα όρη Βίτσι και Σμόλικα (10 Αυγούστου-10 Σεπτεμβρίου 1947) και η επιχείρηση «Λαίλαψ» στη Στερεά Ελλάδα στην περιοχή από τα Άγραφα μέχρι το Καλλίδρομο (19 Σεπτεμβρίου – 12 Οκτωβρίου 1947), απέτυχαν να εγκλωβίσουν τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Ο Δημοκρατικός Στρατός στο πρώτο έτος του γενικευμένου εμφυλίου πολέμου και με αντίπαλο τον από κάθε άποψη ισχυρότερο Εθνικό Στρατό έδειξε την ικανότητα και τη γνώση του να διεξάγει ανταρτοπόλεμο. Ο Δημοκρατικός Στρατός δεν διαλύθηκε, όπως ήταν ο στόχος του Εθνικού Στρατού, αλλά αντιμετώπισε τρεις αρνητικές εξελίξεις.
Η πρώτη ήταν ο εδαφικός περιορισμός της επικράτειάς του –ο κύριος όγκος των δυνάμεών του συγκεντρώθηκε στη βορειοδυτική Ελλάδα. Η δεύτερη ήταν η ερήμωση του ορεινού χώρου –ο Δημοκρατικός Στρατός δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τα εδάφη του με συνέπεια αυτά να περάσουν στον έλεγχο του στρατού, ο οποίος εφάρμοσε το σχέδιο της συστηματικής εκκένωσης του πληθυσμού στερώντας έτσι από το ΔΣΕ πολύτιμες εφεδρείες για το μέλλον. Η τρίτη αρνητική εξέλιξη ήταν οι σημαντικές απώλειες που υφίσταται ο Δημοκρατικός Στρατός μαχόμενος ενάντια στον Εθνικό Στρατό.
Αυτές οι αρνητικές εξελίξεις δεν κατέβαλαν την ηγεσία του ΔΣΕ και του ΚΚΕ. Στην 3η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ τίθενται ως στόχοι η αύξηση της δύναμης του ΔΣΕ, της σταδιακής μετατροπής του σε τακτικό στρατό και η επέκταση της εδαφικής επικράτειας του ΔΣΕ στη Μακεδονία. Για την υλοποίηση του τελευταίου στόχου αποφασίζεται ο σχηματισμός επαναστατικής κυβέρνησης. Η ανακοίνωση της δημιουργίας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης στις 24 Δεκεμβρίου 1947 έχει ως συνέπεια στις 27 Δεκεμβρίου 1947 με το νόμο 509 να τεθεί εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Παράλληλα συνεχίζονται οι επιθετικές ενέργειες του ΔΣΕ. Τα Αρχηγεία Ηπείρου, Χασίων και Δυτικής Μακεδονίας επιχειρούν την κατάληψη του Μετσόβου (18-24 Οκτωβρίου 1947) αλλά ο Εθνικός Στρατός καταφέρνει να μεταφέρει ταχύτατα μεγάλο όγκο δυνάμεων στην πολιορκημένη πόλη. Στα τέλη Νοεμβρίου δυνάμεις του Αρχηγείου Ηπείρου διεισδύουν στη δυτική Ήπειρο και καταλαμβάνουν τον ορεινό όγκο της Μουργκάνας στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Η τελευταία σημαντική επιχείρηση του ΔΣΕ το 1947 ήταν η επίθεση στην Κόνιτσα (25 Δεκεμβρίου 1947 – 4 Ιανουαρίου 1948), η οποία σχεδιαζόταν να αποτελέσει και την έδρα της ΠΔΚ. Τμήματα του ΔΣΕ μπήκαν στην πόλη αλλά απωθήθηκαν από τις ενισχύσεις του ΕΣ που είχαν αρχίσει να καταφθάνουν. Η μάχη της Κόνιτσας προϊδέασε για την αδυναμία του ΔΣΕ να καταλάβει πόλεις παρά το υψηλό κόστος σε ανθρώπινες ζωές που κατέβαλε (250 νεκροί).
H στρατιωτική δράση του ΔΣΕ το 1948
Στις αρχές του 1948 ο Δημοκρατικός Στρατός είχε μεταφέρει το κέντρο βάρους των δυνάμεων του στη βορειοδυτική Ελλάδα ώστε να υπερασπιστεί την εδαφική επικράτεια που είχε δημιουργήσει στην περιοχή των συνόρων με την Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία. Η μεταφορά δυνάμεων από τη Νότια Ελλάδα σε εκείνη την περιοχή δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση καθώς έπρεπε να περάσουν από περιοχές που έλεγχε ο Εθνικός Στρατός. Οι κίνδυνοι που περιέκλειε το εγχείρημα φάνηκαν τον Φεβρουάριο του 1948 οργανώθηκε η μεταφορά 1.300 άοπλων από τη Στερεά Ελλάδα προς τη Βόρεια Πίνδο. Δεν ακολούθησε το δρομολόγιο προς βορρά μέσω Κόζιακα για να μη γίνει αντιληπτός από τον Εθνικό Στρατό. Η «φάλαγγα αόπλων Ρούμελης», όπως ονομάστηκε, ξεκίνησε από την Ευρυτανία και πορεύτηκε προς Μαυροβούνι, στη συνέχεια Όλυμπο, Πιέρια, Χάσια και τέλος έφτασε στα έμπεδα του Δημοκρατικού Στρατού. Η πολυήμερη πεζοπορία στα βουνά, οι αντίξοες καιρικές συνθήκες, οι επιθέσεις από κυβερνητικές δυνάμεις στην κυριολεξία αποδεκάτισαν τη «φάλαγγα αόπλων Ρούμελης» και τελικά μόνο λίγες εκατοντάδες έφτασαν στον προορισμό τους.
Ο ΔΣΕ δεν φαινόταν να μπορεί να πετύχει το στόχο της αύξησης των δυνάμεων του ώστε να φτάσει τις 60.000 μαχητές. Στις αρχές του 1948 οι δυνάμεις του παρέμεναν αριθμητικά καθηλωμένες και το μοναδικό ενθαρρυντικό στοιχείο ήταν η εδραίωση της παρουσίας του στην Πελοπόννησο. Εκείνη την εποχή ο ΔΣΕ διέθετε περίπου 6.000 μαχητές στη Δυτική Μακεδονία, 3.900 στην Κεντρική Μακεδονία, 2.500 στην Ήπειρο, 2.500 στη Θεσσαλία, 2.500 στη Στερεά Ελλάδα, 3.000 στην Πελοπόννησο και λίγες χιλιάδες μαχητές στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Στόχος του ΔΣΕ το 1948 ήταν, πέρα από την υπεράσπιση της επικράτειάς του στα βορειοδυτικά σύνορα, η προσπάθεια ανακατάληψης των περιοχών στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα, οι οποίες είχαν περάσει στα χέρια του Εθνικού Στρατού. Ο ΔΣΕ στη Στερεά Ελλάδα κατάφερε να επανεγκαταστήσει τις δυνάμεις του στους ορεινούς όγκους της Στερεάς Ελλάδας (Παρνασσό, Γκιώνα, Ελικώνα) και απειλούσε με ανακατάληψη τα Τζουμέρκα και τον Κοζιακα που θα άνοιγαν το δρόμο επικοινωνίας μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ελλάδας για το Δημοκρατικό Στρατό.
Οι εαρινές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού το 1948 είχαν στόχο να αποτρέψουν την επέκταση του πεδίου δράσης του ΔΣΕ στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Η Πελοπόννησος δεν συμπεριλήφθηκε στα επιχειρησιακά σχέδια του στρατού με αποτέλεσμα να δώσει την ευκαιρία στο ΔΣΕ να αυξήσει τις δυνάμεις του και να γίνει πιο επιθετικός. Οι επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού στη Στερεά Ελλάδα με την κωδική ονομασία «Χαραυγή» (15 Απριλίου – 3 Μαΐου 1948) δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Αντίθετα, ο Δημοκρατικός Στρατός όχι μόνο διέσωσε τις δυνάμεις του αλλά δυνάμεις του Αρχηγείου Ρούμελης, υπό την αρχηγία του καπετάν Διαμαντή κατέφυγαν στα Άγραφα, όπου μαζί με δυνάμεις του Αρχηγείου Θεσσαλίας ανακατέλαβαν το οροπέδιο Νευρούπολης, το οποίο είχαν εγκαταλείψει πριν ένα χρόνο. Το τίμημα αυτού του ελιγμού ήταν ότι άφησαν λίγες δυνάμεις στη Στερεά Ελλάδα, η οποία εκκαθαρίστηκε από τον Εθνικό Στρατό.
Οι σημαντικότερες μάχες του 1948 σημειώθηκαν στους ορεινούς όγκους της Πίνδου.
Ο Εθνικός Στρατός εξαπέλυσε την επιχείρηση «Κορωνίς» (20 Ιουνίου – 20 Αυγούστου 1948) με σκοπό την εκκαθάριση της Βόρειας Πίνδου από τις δυνάμεις του ΔΣΕ. Η περιοχή του Γράμμου αποτελούσε την καρδιά της επικράτειας του Δημοκρατικού Στρατού και περιλάμβανε περίπου 150 χωριά και μια έκταση 2.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Στην περιοχή του Γράμμου ήταν εγκατεστημένο κλιμάκιο της ΠΔΚ (Αετομηλίτσα) και του Στρατηγείου του ΔΣΕ (Λυκορράχη) και είχαν συγκεντρωθεί 10.000-11.000 μαχητές. Ήταν η πρώτη φορά που ο ΔΣΕ έδωσε τακτικές μάχες απέναντι στον Εθνικό Στρατό, ο οποίος για την κατάληψη του Γράμμου είχε συγκεντρώσει 6 μεραρχίες πεζικού. Ο Δημοκρατικός Στρατός για την υπεράσπιση των θέσεων του παρέταξε τις δυνάμεις βόρεια και νότια του Γράμμου. Βόρεια του Γράμμου υπό τη διοίκηση του Αρχηγείου Δυτικής Μακεδονίας (Διοικητής: Βασίλης Γκανάτσιος ή «Χείμαρρος», Πολιτικός Επίτροπος: Δημήτρης Βλαντάς, Επιτελάρχης: Βασίλης Βενετσανόπουλος) αναλαμβάνει την υπεράσπιση των υψωμάτων Προφήτης Ηλίας, Πύργος Κοτύλης, Τάλλιαρος. Νότια του Γράμμου διάφορες μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού (η 670 Μονάδα υπό τη διοίκηση του Γιώργου Βοντίτσιου ή «Γούσια, η 102η Ταξιαρχία υπό τον Γιώργο Γιαννούλη, η 103η Ταξιαρχία υπό τον Αλέκο Ρόσιο ή «Υψηλάντη» ανέλαβαν την υπεράσπιση της κοιλάδας του Σαρανταπόρου, των υψωμάτων Ταμπούρι, Γύφτισσα. Ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν προετοιμασμένος για την επίθεση του Εθνικού Στρατού και τους προηγούμενους μήνες είχε κάνει εκτεταμένα οχυρωματικά έργα, είχε κατασκευάσει πολυβολεία, παρατηρητήρια, καταφύγια, αποθήκες με ελάχιστα τεχνικά μέσα και βασικά με την ανθρώπινη εργασία σε ένα ιδιαίτερα αφιλόξενο περιβάλλον όπου το υψόμετρο έφτανε και 2.500 μέτρα.
Η επίθεση του Εθνικού Στρατού στο Γράμμο εκδηλώθηκε στις 21 Ιουνίου 1948 από δύο κατευθύνσεις. Ανατολικά στην περιοχή του Νεστορίου η Ι Μεραρχία προσέκρουσε στην ισχυρή αμυντική διάταξη του ΔΣΕ με αποτέλεσμα πρακτικά να σταματήσει. Δυτικά η ΙΙ Μεραρχία μπόρεσε να προελάσει και να προσεγγίσει τις κορυφές Κάμενικ και Κλέφτη, τελικά ο Κλέφτης έπεσε στα χέρια του Εθνικού Στρατού στις 2 Αυγούστου 1948. Η ηγεσία του Εθνικού Στρατού αποφάσισε να ενισχύσει την επίθεση στα ανατολικά με επιπλέον δυνάμεις και στόχο την κατάληψη την κορυφή Ταμπούρι στο Γράμμο. Στο Ταμπούρι δόθηκαν ιδιαίτερα σκληρές μάχες, όπου από την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού πολέμησαν οι δυνάμεις της 16ης , 103ης, 105ης, και 138ης Ταξιαρχίας αλλά τελικά αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν την 1η Αυγούστου. Στο ανατολικό άκρο του μετώπου ο Εθνικός Στρατός κατάφερε στις 3 Αυγούστου να καταλάβει τα υψώματα Αμμούδα και Αλεβίτσα.
Το επόμενο βήμα του Εθνικού Στρατού ήταν η επίθεση για την κατάληψη του κεντρικού Γράμμου. Ο ΔΣΕ βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Είχε χάσει μεγάλο μέρος από το έδαφος που έλεγχε και η αμυντική θωράκιση λόγω της αραιής διάταξης και των κατώτερων αριθμητικά δυνάμεων είχε αποδειχθεί προβληματική. Οι μαχητές του ΔΣΕ μετά από τις σκληρές μάχες που είχαν προηγηθεί και στις οποίες είχαν διακριθεί για την ικανότητά τους τόσο στην άμυνα όσο και στις αντεπιθέσεις, είχαν αρχίσει να δείχνουν σημάδια κόπωσης μπροστά στην επικείμενη κατάρρευση. Μπροστά στον κίνδυνο να εγλωβιστούν οι μαχητές του ΔΣΕ από τον Εθνικό Στρατό αποφασίστηκε η εγκατάλειψη του Γράμμου. Στις 20-21 Αυγούστου οι δυνάμεις του ΔΣΕ κινήθηκαν από το Γράμμο στο Βίτσι μέσα από το αλβανικό έδαφος και από το πέρασμα ανάμεσα στα υψώματα Αμμούδα και Αλεβίτσα. Η ηγεσία του ΔΣΕ παρουσίασε τη μετακίνηση στο Βίτσι ως «ελιγμό» αλλά στην πραγματικότητα είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει το Γράμμο μπροστά στην διαγραφόμενη ήττα του και αφήνοντας πίσω του περισσότερους από 3.000 νεκρούς μαχητές και μαχήτριες (σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Στρατού).
Μετά την απώλεια του Γράμμου, οι δυνάμεις του ΔΣΕ συγκεντρώθηκαν στο Βίτσι. Την περιοχή του Βίτσι είχαν αναλάβει να υπερασπιστούν οι 3 ταξιαρχίες (Βαγενά, Λιάκου, Σοφιανού) δύναμης 1.750 μαχητών που δρούσαν στην περιοχή, ενισχύσεις800-1.000 που ήλθαν από το Μπούλκες και οι 2.500-3.000 μαχητές που είχαν έλθει από το Γράμμο. Η μεγάλη μάχη δόθηκε στον ορεινό όγκο Μάλι-Μάδι (νότια του Βίτσι), τον οποίο κατείχε ο ΔΣΕ και πολιορκούσε ο Εθνικός Στρατός. Στις 10 Σεπτεμβρίου μια αντεπίθεση του ΔΣΕ προκάλεσε τη διάλυση μιας ταξιαρχίας με αποτέλεσμα να επικρατήσει σύγχυση στις δυνάμεις του Εθνικού Στρατού και να εγκαταλείψει την επιχείρηση κατάληψης του Βίτσι. Ο ΔΣΕ μετά την επιτυχία του στο Μάλι-Μάδι απέκτησε την πρωτοβουλία των κινήσεων και επιτέθηκε στην Καστοριά (20 Σεπτεμβρίου 1948), χωρίς να μπορέσει να την κυριεύσει.
Στα άλλα μέτωπα ο Δημοκρατικός Στρατός δεν έχει να επιδείξει επιτυχίες. Μετά από αλλεπάλληλες επιθέσεις του Εθνικού Στρατού, ο Δημοκρατικός Στρατός υποχρεώνεται τον Σεπτέμβριο του 1948 να εγκαταλείψει τον ορεινό όγκο της Μουργκάνας στα ελληνοαλβανικά σύνορα και να ανασυνταχθεί στα Ζαγόρια. Το 1948 ο εμφύλιος πόλεμος έχει επεκταθεί σε όλη τη χώρα. Σε όλα τα βουνά της Βόρειας Ελλάδας γίνονται σκληρές μάχες μεταξύ στρατιωτών και ανταρτών. Οι αντάρτες υποχρεώνονται σε σημαντικές απώλειες στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία μετά από στρατιωτικές συγκρούσεις στο Βέρμιο, τα Κρούσια (Κιλκίς), Πάικο (Πέλλης), Μενοίκιο (Σέρρες), Καϊμακτσαλάν (Πέλλης), Κερδύλλια (Σέρρες). Αντίθετα, το 1948 είναι η χρονιά ανάπτυξης του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο. Με βάση τους ορεινούς όγκους του Μαίναλου, του Πάρνωνα και του Ταΰγετου, ο ΔΣΕ επεκτείνεται και φτάνει τους 3.500 μαχητές και συγκροτείται η ΙΙΙ Μεραρχία υπό τη διοίκηση του Στέφανου Γκιουζέλη. Ο Δημοκρατικός Στρατός στην Πελοπόννησο αναπτύχθηκε με ελάχιστη βοήθεια από την ηγεσία που βρισκόταν στη Βόρεια Ελλάδα και οργάνωσε μια σειρά από επιθέσεις σε πόλεις όπως η Σπάρτη, το Αίγιο, η Αμαλιάδα, η Ζαχάρω, η Δημητσάνα, κ.α.
Καθώς μαίνονται οι μάχες συγκαλείται η 4η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (28-29 Ιουλίου 1948). Σε αυτήν αποφασίζεται η συμπαράταξη του ΚΚΕ με τη Σοβιετική Ένωση στη ρήξη Τίτο-Στάλιν, απόφαση που οδηγήσει στη διακοπή της βοήθειας που λάμβανε ο ΔΣΕ από τη Γιουγκοσλαβία. Επίσης, εκδηλώνεται η διαφωνία του Μάρκου Βαφειάδη σχετικά με τη μετατροπή του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό, που οδηγεί στην καθαίρεσή του από τη θέση του αρχηγού του ΔΣΕ, την καταδίκη των απόψεών του και τη διαγραφή του από το κόμμα λίγους μήνες αργότερα. Αντικαταστάτης του Μάρκου Βαφειάδη ορίστηκε ο Γιώργης Βοντίτσος (Γούσιας), ο οποίος μαζί με το Νίκο Ζαχαριάδη (πρόεδρο του Ανώτατου Πολεμικού Συμβουλίου), ανέλαβε τη διοίκηση του ΔΣΕ.
Η τελευταία μεγάλη μάχη του 1948 για το Δημοκρατικό Στρατό είναι η επίθεση κατά της πόλης της Καρδίτσας. Η επίθεση έγινε στις 11 Δεκεμβρίου 1948 από δυνάμεις της Ι και ΙΙ Μεραρχίας του ΔΣΕ που διοικούνταν αντίστοιχα από το Χαρίλαο Φλωράκη (Γιώτης) και τον Γιάννη Αλεξάνδρου (Διαμαντή) αντίστοιχα. Η πόλη καταλήφθηκε από το ΔΣΕ για δύο ημέρες και μετά αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν γιατί κατέφθαναν ισχυρές δυνάμεις του στρατού.
Η στρατιωτική δράση του ΔΣΕ το 1949
Στις αρχές του 1949 ο Δημοκρατικός Στρατός διεξάγει τρεις εντυπωσιακές επιχειρήσεις με σκοπό να καταλάβει πόλεις. Η κατάληψη πόλεων αποτελούσε σημαντικό στόχο για το ΔΣΕ γιατί ήταν ο μοναδικός τρόπος να στρατολογήσει νέους μαχητές και να αποκτήσει πολύτιμα εφόδια (όπλα, πυρομαχικά, οχήματα, τρόφιμα, τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό, κλπ). Στις 11 Ιανουαρίου δυνάμεις της Χ Μεραρχίας του ΔΣΕ επιτέθηκαν και κατέλαβαν τη Νάουσα. Αποχώρησαν από την πόλη στις 14 Ιανουαρίου με πολλά λάφυρα (πολυβόλα, βλήματα, σφαίρες, μουλάρια, ασυρμάτους, κλπ) και αφού πρώτα προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές σε κυβερνητικά κτίρια, εργοστάσια, δημόσια έργα, κ.α.
Λίγες μέρες αργότερα εκδηλώνεται η επίθεση του ΔΣΕ κατά του Καρπενησίου. Δυνάμεις από τις δύο μεραρχίες του ΚΓΑΝΕ (την Ι και τη ΙΙ), ένα σύνολο περίπου 2.900 μαχητών, επιτέθηκαν στο Καρπενήσι στις 19 Ιανουαρίου 1949 και κυρίευσαν την πόλη στις 21 Ιανουαρίου. Το Καρπενήσι ήταν η πόλη που έμεινε στα χέρια του ΔΣΕ για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σχεδόν 3 εβδομάδες, μέχρι την ανακατάληψή της από τον Εθνικό Στρατό στις 8 Φεβρουαρίου 1949. Μια άλλη σημαντική επιτυχία του ΔΣΕ τους πρώτους μήνες του 1949 ήταν η ανακατάληψη του Γράμμου. Τον Απρίλιο του 1949 δυνάμεις της VIII Μεραρχίας του ΔΣΕ προσέβαλαν τις θέσεις του Εθνικού Στρατού στην κοιλάδα του Σαρανταπόρου και μετά από σκληρές μάχες (στα υψώματα Κάμενικ και Πύργο Στράτσιανης) πέτυχαν να επανεγκατασταθούν στον κεντρικό όγκο του Γράμμου. Έτσι ο Δημοκρατικός Στρατός ανέκτησε τις θέσεις που είχε χάσει το καλοκαίρι του 1948 και αποκατέστησε την εδαφική ενότητα της περιοχής Γράαμου-Βίτσι.
Η επόμενη μεγάλη επιχείρηση του ΔΣΕ ήταν η επίθεση κατά της Φλώρινας. Οι δύο προηγούμενες επιθέσεις εξυπηρετούσαν τακτικούς στόχους, αλλά η επίθεση στη Φλώρινα συνδεόταν άμεσα με το μέλλον του ΔΣΕ. Οι στόχος του ΔΣΕ για το 1949 ήταν δύο: α) να υπερασπιστεί την επικράτειά του στην περιοχή Λίμνες Πρεσπών-Βίτσι και β) να ανακαταλάβει το Γράμμο. Η επίθεση στη Φλώρινα συνδεόταν με τον πρώτο στόχο καθώς τυχόν κατάληψή της θα εξασφάλιζε τον πεδινό χώρο που οδηγούσε στο Βίτσι ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει και την έδρα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Ο Δημοκρατικός Στρατός για την επιχείρηση κατά της Φλώρινας συγκέντρωσε δυνάμεις από τη Χ, ΧΙ και την ΙΧ Μεραρχία, ένα σύνολο περίπου 7.000 μαχητών. Η επίθεση έγινε στις 11 Φεβρουαρίου 1949 αλλά απέτυχε και προκάλεσε σοβαρές απώλειες στο Δημοκρατικό Στρατό (700 νεκρούς και 400 αιχμαλώτους).
Όμως η αντίστροφη μέτρηση για το Δημοκρατικό Στρατό είχε ήδη αρχίσει στη Νότια Ελλάδα. Το Δεκέμβριο του 1948 ο Εθνικός Στρατός εξαπέλυσε την επιχείρηση «Περιστερά» στην Πελοπόννησο. Πριν τις επιχειρήσεις κατά του Δημοκρατικού Στρατού ο στρατός οργάνωσε μια εκστρατεία 4.500 προληπτικών συλλήψεων, με σκοπό να εξουδετερώσει το δίκτυο που υποστήριζε τους αντάρτες. Οι επιχειρήσεις κατά του ΔΣΕ ξεκίνησαν από τη Βόρεια Πελοπόννησο και στη συνέχεια προχώρησαν στη Νότια Πελπόννησο και συμμετείχαν περίπου 25.000 άνδρες του Στρατού, της Χωροφυλακής, της Εθνοφρουράς, κ.α. Η ΙΙΙ Μεραρχία του ΔΣΕ, περίπου 3.000 μαχητές, αρχικά μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις επιχειρήσεις και να διατηρήσει τις δυνάμεις της. Όμως η επίθεση αντιπερισπασμού στο Λεωνίδιο (21 Ιανουαρίου 1949) απέτυχε, ενώ την επόμενη ημέρα υπέστη σοβαρή ήττα στον Άγιο Βασίλειο Κυνουρίας. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν ο ΔΣΕ διαλύθηκε σε μικρές ομάδες, οι οποίες σταδιακά εξοντώθηκαν από τον Εθνικό Στρατό. Όσοι μαχητές του ΔΣΕ επέζησαν καταδιώχθηκαν ανηλεώς από αποσπάσματα της Χωροφυλακής και της Εθνοφρουράς με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό τέλος.
Μετά την Πελοπόννησο, ο Εθνικός Στρατός έστρεψε τις δυνάμεις του στη Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία και οργάνωσε την επιχείρηση «Κυνηγός» (1 Μαΐου-21 Ιουνίου 1949) ενώ παράλληλα το Γ΄ Σώμα Στρατού διενεργούσε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία. Οι καταπονημένες δυνάμεις του ΔΣΕ δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις του στρατού, υποχωρούν, κατακερματίζονται και τελικά διαλύονται. Στις 21 Ιουνίου 1949 πέφτει νεκρός ο διοικητής της αποδεκατισμένης ΙΙ Μεραρχίας Γιάννης Αλεξάνδρου («Διαμαντής»).
Το καλοκαίρι του 1949 ο κύριος όγκος των δυνάμεων του ΔΣΕ, κάπου 13.000 άνδρες και γυναίκες, έχει συγκεντρωθεί στην περιοχή Γράμμου-Βίτσι. Εναντίον αυτών ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος θα οργανώσει μια πανστρατιά περίπου 100.000 ανδρών, υποστηριζόμενων από πυροβολικό, αεροπορία και τεθωρακισμένα. Η επιχείρηση «Πυρσός» τον Αύγουστο του 1949 εκδηλώθηκε σε δύο φάσεις. Ο Εθνικός Στρατός πρώτα επιτίθεται στο Βίτσι (10-16 Αυγούστου 1949), όπου ο Δημοκρατικός Στρατός αιφνιδιάζεται και αναγκάζεται να υποχωρήσει. Στη δεύτερη φάση της επιχείρησης «Πυρσός» (24-30 Αυγούστου 1949) ο Εθνικός Στρατός στράφηκε κατά των δυνάμεων του ΔΣΕ στο Γράμμο. Ο ΔΣΕ είχε πλέον περιοριστεί στην υπεράσπιση ενός θύλακα στα ελληνολβανικά σύνορα με δυνάμεις από τις VIII και IX Μεραρχίες (ένα σύνολο περίπου 7.000 μαχητών) υπό τις διαταγές του Γιώργη Βοντίτσιου (Γούσια) και του Βασίλη Μπαρτζώτα. Η επίθεση έγινε στις 25 Αυγούστου και με τη βοήθεια της αεροπορίας διέσπασε την αμυντική διάταξη του ΔΣΕ. Στις 29-30 Αυγούστου οι δυνάμεις του ΔΣΕ υποχώρησαν συντεταγμένα στο αλβανικό έδαφος. Ο εμφύλιος, τουλάχιστον στο πεδίο της μάχης, τελείωνε...
Οι κοινωνικές διαστάσεις του εμφυλίου πολέμου
Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν από τις πιο αιματηρούς στη νεότερη ελληνική ιστορία. Οι απώλειες μπορούν να συγκριθούν μόνο με αυτές του ελληνικού στρατού στη μικρασιατική εκστρατεία. Στον εμφύλιο σκοτώθηκαν από την πλευρά του στρατού περίπου 14.000 άτομα (13.000 φαντάροι, και 830 αξιωματικοί), ενώ από την πλευρά οι απώλειες των ανταρτών υπολογίζονται στις 25.000. Από την άλλη όμως πλευρά ο εμφύλιος πόλεμος δεν αφορούσε μόνο τα πεδία των μαχών. Ο πόλεμος συμπαρέσυρε ολόκληρη την κοινωνία, μεταφέρθηκε σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής, και έθεσε σε κίνηση διαδικασίες οι οποίες μετασχημάτισαν την ελληνική κοινωνία και πολιτική για τις επόμενες δεκαετίες.
Ο κοινωνικός και πολιτικός αποκλεισμός της αριστεράς θα λάβει ολοκληρωτικές διαστάσεις στα χρόνια του εμφυλίου. Οι διώξεις που είχαν ξεκινήσει μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας θα ενταθούν στα πλαίσια των εκτάκτων μέτρων που εγκαινίασε το Γ΄ Ψήφισμα του 1946. Τα στρατοδικεία που εισήγαγε θα δικάσουν περίπου 37.000 άτομα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Από αυτούς γύρω στις 8.000 θα καταδικαστούν σε θάνατο ενώ θα εκτελεστούν τουλάχιστον 3.500 άνδρες και γυναίκες. Ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ήταν ο μεγαλύτερος στη νεότερη ιστορία της χώρας· μεταξύ 1947 και 1949 βρίσκονταν στη φυλακή ή την εξορία 40.000 έως 50.000 πολιτικοί κρατούμενοι. Για να αντιμετωπιστούν οι έκτακτες ανάγκες που δημιουργούσε ο εμφύλιος πόλεμος ιδρύθηκαν στρατόπεδα μαζικού εγκλεισμού όπως αυτά της Γυάρου και της Μακρονήσου. Το στρατόπεδα της Μακρονήσου είχαν ως σκοπό την «αναμόρφωση» (μέσω βασανιστηρίων και προπαγάνδας) αριστερών στρατιωτών ώστε να εξασφαλιστεί η πολιτική αξιοπιστία του στρατεύματος που πολεμούσε κατά του ΔΣΕ. Οι πολιτικές διώξεις αποτέλεσαν μέρος ενός ευρύτερου πλέγματος νόμων και πρακτικών στην κατεύθυνση οικοδόμησης ενός αντικομμουνιστικού κράτους και εξακολούθησαν να βρίσκονται σε ισχύ επί πολλά χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η καθιέρωση των πιστοποιητικών νομιμοφροσύνης και των συμβουλιών νομιμοφροσύνης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ώστε να εξασφαλισθεί η πρόσληψη εθνικοφρόνων μόνο πολιτών.
Μία άλλη διάσταση του πολέμου αφορά τους πληθυσμούς που μετακινούνται κατά τη διάρκεια του πολέμου. Γύρω στους 700.000 είναι οι λεγόμενοι «συμμοριόπληκτοι», οι οποίοι μετακινούνται με ευθύνη του στρατού από τα ορεινά χωριά στις πόλεις. Ο λόγος των μετακινήσεων ήταν σαφής. Οι κυβερνητικές δυνάμεις επεδίωκαν να αποκόψουν τους αντάρτες από τους ορεινούς πληθυσμούς, οι οποίοι αποτελούσαν πηγές στρατολόγησης, εφοδιασμού και πληροφόρησης για τους αντάρτες. Η εκκένωση των πληθυσμών ξεκίνησε μέσα στο 1946 και αφορούσε πληθυσμούς από χωριά της Μακεδονίας, Θράκης, Ηπείρου και Κεντρικής Ελλάδας. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες εμφανίστηκαν με το τέλος του εμφυλίου, όταν επιδιώχθηκε από το κράτος η επιστροφή των προσφύγων στα χωριά τους. Εξαιτίας της εγκατάλειψης και του πολέμου οι περιουσίες στα χωριά είχε καταστραφεί αλλά και η ίδια η κοινωνική συνοχή των χωριών είχε διαρραγεί. Η κυβέρνηση δήλωνε ότι τον Οκτώβριο του 1949 166.000 άτομα είχαν επιστρέψει στα χωριά τους. Πόσοι τελικά επέστρεψαν στα χωριά και πόσοι από αυτούς που επέστρεψαν έμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί. Αυτό που μπορεί να πει κανείς με κάποια ασφάλεια είναι ότι τα ορεινά χωριά που ερήμωσαν στα χρόνια του εμφυλίου δεν ανέκαμψαν ποτέ από τότε και οι κάτοικοί τους μετανάστευσαν είτε στα αστικά κέντρα είτε στο εξωτερικό.
Στα χρόνια του εμφυλίου το τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα των προσφύγων επισκιάστηκε από τη συζήτηση για το λεγόμενο «παιδομάζωμα». Το θέμα αφορούσε τη μεταφορά ανήλικων από τις περιοχές που ήλεγχε ο ΔΣΕ σε χώρες της Α. Ευρώπης. Η χρήση του όρου, βέβαια, «παιδομάζωμα» είχε καθαρά προπαγανδιστική αξία. Παρέπεμπε κατευθείαν στην εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας και δημιουργούσε αντίστοιχους συνειρμούς περί αρπαγής παιδιών από τυράνους και μεταμόρφωσής τους σε εχθρούς του ελληνισμού. Ο ΔΣΕ δεν είχε αρνηθεί την πρακτική της μεταφοράς παιδιών στην Α. Ευρώπη αλλά έθετε το ζήτημα από μία εντελώς διαφορετική σκοπιά, αυτή της απομάκρυνσης των παιδιών από τις ζώνες των στρατιωτικών επιχειρήσεων με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων τους. Το πρόβλημα πέρα από ανθρωπιστικό (ασφάλεια των παιδιών) ήταν και πολιτικό. Οι δύο αντίπαλοι εκκένωναν παιδιά από τις εμπόλεμες ζώνες (ο στρατός τα μετέφερε στις λεγόμενες «παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης») όχι μόνο για να τα προστατεύσουν αλλά και για να εξασφαλίσουν τη νομιμοφροσύνη των γονέων τους. Επιπλέον πολλές αριστερές οικογένειες, οι οποίες είχαν καταφύγει σε φτωχές ή σε επικίνδυνες ζώνες, έβλεπαν την απομάκρυνση των παιδιών τους ως μία προσωρινή και αναγκαία λύση. Αν σκοτώνονταν γνώριζαν ότι κάποιοι θα αναλάμβαναν την προστασία των παιδιών τους και αν ζούσαν θα μπορούσαν να τα αναζητήσουν και να τα βρουν μετά από κάποιο διάστημα. Το πρόβλημα περιπλέχθηκε μετά την ήττα του ΔΣΕ και τη διακοπή των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και ανατολικών χωρών. Συνολικά ο αριθμός των παιδιών που μεταφέρθηκαν στις ανατολικές χώρες ήταν γύρω στα 25.000, εκ των οποίων μόνο λίγες εκατοντάδες θα επιστρέψουν τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια.
Δεν ήταν όμως μόνο τα παιδιά που βρέθηκαν σε ξένες και «εχθρικές» για την Ελλάδα χώρες. Με την ήττα του ΔΣΕ χιλιάδες αντάρτες πέρασαν τα σύνορα και μετατράπηκαν σε πολιτικούς πρόσφυγες. Πάρα πολλοί από αυτούς ήταν Σλαβομακεδόνες που βρήκαν καταφύγιο στη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (20.000 περίπου). Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, κυρίως στη Σοβιετική Ένωση (στην πόλη της Τασκένδης στο Ουζμπεκιστάν), στην Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία. Οι πολιτικοί πρόσφυγες υπολογίζονται σε 56.000 (εκτός Γιουγκοσλαβίας), και εκπροσωπούσαν τα πιο πληβειακά στρώματα του κινήματος –οι περισσότεροι ήταν αγρότες, με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Στην απογοήτευση της ήττας ήλθε να προστεθεί το πολιτισμικό σοκ της εγκατάστασης σε ξένες χώρες, όπου σταδιακά θα προσαρμοστούν και θα συγκροτήσουν τις κοινότητες των πολιτικών προσφύγων κάτω από το στενό έλεγχο του κόμματος. Χωρίς δικαίωμα επαναπατρισμού για πάρα πολλά χρόνια, θα μπορέσουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα μόνο μετά τη μεταπολίτευση και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1980.
Πηγή: ΑΣΚΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου