Η λέπρα στην Κρήτη:
Αντικατοπτρισμοί των κολασμένων στην
κοινωνία,
την πολιτική και την τέχνη
του
Δημήτρη Δαμασκηνού, εκπαιδευτικού Δ.Ε.
Μέρος 2ο: Μεσκίνηδες στο Ρέθυμνο
Είναι
αλήθεια πως το Ρέθυμνο κατά τον 19ο αιώνα ήταν τόπος απομάκρυνσης
των λεπρών-μεσκίνηδων. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες που συνηγορούν σ’ αυτό το
συμπέρασμα. Η Μεσκινιά (προσδιορίζεται στη βόρεια πλευρά του λόφου του Τιμίου
Σταυρού) είχε σπηλιές που οι λεπροί τις μετέτρεψαν σε κατοικίες και με την
πάροδο του χρόνου έχτισαν μικρά χαμόσπιτα: «Δράμα
ολόκληρο η μάλλον Αισχύλος τραγωδία, η μεσκινιά στο καιρό της. Άνθρωποι με
πεσμένες μύτες, με σαπισμένα αυτιά με ιώβιες πληγές στα πόδια στα χέρια, με
μαδημένα φρύδια και μαλλιά αφίνοντες στα γύρω τη βαριά δυσωδία της λέπρας,
ζούσαν εκεί μέσα σε ανήλια καθυγρά και ακάθαρτα σπιτάκια, χωρίς καμιά φροντίδα.
Άλλοι μπορούσαν να σύρουν το πληγιασμένο πτώμα τους… ζητώντας λίγο ψωμί ή
καμμιά δεκάρα, άλλοι ακίνητοι σε μια καρέκλα στη πόρτα του σπιτιού των, με τα
χέρια πεσμένα από τη λεπρική γάγραινα με τα πόδια ολόπρηστα από τη λεπρική
ελεφαντίαση, έβλεπαν να σαπίζουν κάθε μέρα με την μέρα, παρουσιάζοντες στον
ήλιο, το δράμα που κλείνει κάθε νιόσκαπτος τάφος» [1].
Η μοναδική φωτογραφία
της Μεσκινιάς του Ρεθύμνου, τραβηγμένη από τον περιηγητή Simonelli, το 1893
Φώτο Γ.Π. Εκκεκάκης
|
Ο Ρεθυμνιώτης συγγραφέας Αντρέας Νενεδάκης (1918-2006)
στο μυθιστόρημά του: «Οι Βουκέφαλοι –
1922» αναφέρεται στο Ρέθυμνο των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, στην
εποχή δηλαδή που αρχίζει με την Αυτονομία της Κρήτης και τελειώνει με την
Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και την έλευση των προσφύγων στην πόλη:
«Η Πολιτεία μας… Η Πολιτεία των
αρχοντορωμαίων, των Nobilitas Venetas,
η γενέτειρα του Χορτάτζη, το αγαπημένο Recime των Τούρκων είναι στα
χέρια τα ων Κονσόλων, μερικών κεφαλάδων, κληρικών κ.α., των «Βουκέφαλων», όπως
τους λένε στην Μεγάλη Πόρτα – στην αγορά με τα τούρκικα μαγαζιά και το στέκι
των νιόφερτων Ρωμιών μικρεμπόρων.
Γύρω
τους στριφογυρίζουν οι βενιζελικοί, οι βασιλικοί, οι φαινομενικά άχρωμοι
Τούρκοι, οι αχμάκηδες [2],
οι ερεκλήδες, και οι λαθρέμποροι μαζί με το αρχοντολόι και το λαό. Αυτοί
κανονίζουν τη διανομή του αλατιού, του πετρελαίου και του χαρουπόψωμου,
ενισχύουν η αποδυναμώνουν την επιστράτεψη, καθοδηγούν τους φυγόδικους, τους
φυγόστρατους και τους λιποτάκτες. Και όπως και να γυρίσουν τα πράματα αυτοί
είναι από πάνω. Και τώρα, στο ’22 – το δημιούργημά τους – βρίσκονται πάλι
καβάλα. Γιατί πρωτοστατούν στις λιτανείες, στους εράνους για τους πρόσφυγες και
φαίνονται οι θεματοφύλακες των ιερών και των οσίων, χωρίς να αποχωρίζονται ποτέ
το σκληρό καπέλο και τις μάλλινες γκέτες, χειμώνα καλοκαίρι…»
Στο
περιθώριο της ιστορίας του Ρεθύμνου από το 1900 ως το 1923 υπάρχουν και οι
λεπροί, οι μεσκίνηδες, που παραμένουν έξω από την πόλη και είναι στοιβαγμένοι
στη μεσκινόβρυση. Εμφανίζονται συχνά – πυκνά στις σελίδες του μυθιστορήματος ως
μια υπαρκτή πραγματικότητα που παρακολουθεί βουβά την ιστορία ν’ αλλάζει στο
διάβα της τη μοίρα αυτής της πόλης.
Προκύπτει,
ωστόσο, ένα ερώτημα: η Μεσκινιά συνέχισε να υπάρχει στο Ρέθυμνο των αρχών του
20ου αιώνα ή μια τέτοια πληροφορία που διαβάζουμε στο μυθιστόρημα
του Ανδρέα Νενεδάκη είναι ένας ιστορικός αναχρονισμός; Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Χαρίδημος
Παπαδάκης στο γνωστό βιβλίο του «Οι λεπροί στην Κρήτη. ‘Μεσκίνηδες’» [3],
που παρουσιάσαμε στο προηγούμενο φύλλο των Διαδρομών. Κατά τη γνώμη του Χαρίδημου
Παπαδάκη η Μεσκινιά ως ιδιαίτερος τόπος κατοικίας των λεπρών στο Ρέθυμνο
ξεπατώθηκε μετά την ίδρυση και λειτουργία του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας το
1903. Ένδειξη για ένα τέτοιο συμπέρασμα είναι και το γεγονός πως στις 319
σελίδες του μυθιστορήματος του Ανδρέα Νενεδάκη δεν αναφέρεται η ύπαρξη της
Σπιναλόγκας, του νησιού των κολασμένων, όπου συγκεντρώνονταν οι λεπροί για ν’
απομονωθούν απ’ όλη την Κρήτη.
Μήπως,
όμως, από την άλλη πλευρά, οφείλουμε να δείξουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα
σπαράγματα της παιδικής μνήμης του λογοτέχνη Ανδρέα Νενεδάκη και να δεχτούμε
πως και μετά την ίδρυση του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας η Μεσκινιά υπήρχε στο
Ρέθυμνο; Άλλωστε στη Σπιναλόγκα μεταφέρθηκαν σε μια πρώτη φάση μόνο οι πιο
βαριές περιπτώσεις, ένα 20% περίπου των αρρώστων και όχι όλοι οι λεπροί,
αρκετούς από τους οποίους έκρυψαν οι συγγενείς και οι φίλοι τους για να αποφύγουν
τη βίαιη προσαγωγή και απομόνωση στο νησί. Τέλος μέσα στη δίνη των κινημάτων,
των πολέμων και των αναστατώσεων, φαντάζει μάλλον αδύνατο για τα όργανα της
Κρητικής Πολιτείας ή της Ελληνικής Κυβέρνησης να εφαρμόσουν με πληρότητα το
σχέδιο για την εκτόπιση των λεπρών μακριά από τα κέντρα της αστικής ζωής, ώστε
αυτά να εκσυγχρονιστούν και να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες και τις
επιδιώξεις μιας ανερχόμενης οικονομικής και πνευματικής ελίτ. Επομένως φαίνεται
πιθανότερο η Μεσκινιά να συνέχιζε να υπάρχει ως οικισμός στο Ρέθυμνο του 20ου
αιώνα.
Στο
μυθιστόρημα του Ανδρέα Νενεδάκη μια πρώτη αναφορά στη Μεσκινιά γίνεται καθώς ο
συγγραφέας ακολουθεί τα βήματα μέσα στην πόλη της Κονσολίνας, μιας γριάς
πουτάνας που περιφέρεται όλη τη μέρα, ζητιανεύει και βρίζει όσους συναντά στο
δρόμο της μέχρι να χαθεί ο ήλιος εκεί στη Μεσαμπελίτισσα, οπότε μεθυσμένη και
βραχνιασμένη μπαίνει «σ’ ένα ερείπιο
μισόσκεπο πάνω από τα τελευταία μνήματα, στη μεσκηνιά, απέναντι στο Φόρο και
κοιμάται ως τα ξημερώματα, για να ξυπνήσει μόλις χαράξει και ν’ αρχίσει πάλι το
καθημερινό δρομολόγιο, να πει και να στριγκλίσει τις ίδιες βρισιές, τις ίδιες
κατάρες» [4].
Η
Μεσκηνιά στο Ρέθυμνο ήταν, λοιπόν, στο λόφο που
’ναι πάνω από το νεκροταφείο, απέναντι από το Φόρο, που: «τα παλιά χρόνια ο τόπος αυτός ήταν η Φούρκα
[5] των Βενετσιάνων. Εκεί κρεμούσαν τους καταδικασμένους
και τους θανατοποινίτες. Και φαίνεται πως η Φούρκα ήταν γεμάτη αγχόνες που
κρεμιόνταν καθημερινά οι αντάρτες και επαναστάτες της εποχής... Και οι Τούρκοι
αργότερα στον ίδιο τόπο έφερναν τους καταδικασμένους…» [6].
«Άνθρωπος δεν πλησίαζε σ’ αυτά τα σπίτια από το φόβο της αρρώστιας και
γιατί οι λεπροί τριγυρνούσαν στ δρομάκια, έβγαιναν στα παράθυρα των μικρών
σπιτιών και ζητούσαν ελεημοσύνη. Όμως επειδή είναι το νεκροταφείο κάτω από το
λόφο προς τη θάλασσα, αναγκαστικά όλοι περνούσαν δίπλα τους και τους
χαιρετούσαν καμιά φορά γιατί εκείνοι ήταν αποκλεισμένοι και δεν μπορούσαν να
μπουν στην πολιτεία» [7].
Σ’ αυτόν
τον τόπο του μαρτυρίου, στην μικροκοινωνία των απόκληρων και των περιφρονημένων
η πραγματικότητα είναι σκληρή, έλεος δεν υπάρχει, ο καθένας πορεύεται μονάχος
στη ζωή και το θάνατο. Γι’ αυτό, όταν βρήκε η Ερωφίλη την Κονσολίνα να κοιμάται
τον αιώνιο στο παλιό ερείπιο δίπλα στα μνήματα μια βδομάδα είχε περάσει. Μια
βδομάδα «δεν είχε ακουστεί η κραυγή της
στη Μεγάλη Πόρτα… Ο Φόρος ήταν έρημος και σκοτεινός και στο Λωβοχώρι οι
Μεσκήνηδες είχαν μεσάνυχτα. Και πριν διαβεί την πόρτα είχε διαισθανθεί τι θα
’βλεπε. Τη βρήκε ξέσκεπη με τα ξερά της πόδια γυμνά να κείτεται ανάσκελα με
ορθάνοιχτα τα μάτια κοιτάζοντας από την τρύπια οροφή τον ουρανό. Έτρεξε στον
παπά του νεκροταφείου, του είπε για τη νεκρή και κείνος μίλησε του Χαρίδημου.
Εκείνος τη συμμάζεψε γρήγορα, τη σήκωσε και την απίθωσε στον πρώτο τάφο. Ποιος θα ρωτούσε για την
Κονσολίνα; Και ο παπάς μουρμούρισε μιαν ευχή έτσι για να μην πάει αδιάβαστη» [8].
Οι
λεπροί κυκλοφορούσαν ζητιανεύοντας στην πόλη του Ρεθύμνου και νερό έπαιρναν από
τη Βρύση που σήμερα είναι κολλημένη στη ΒΔ γωνιά του Δημοτικού κήπου, τη μεσκηνόβρυση, που βρισκόταν στη δυτική πλευρά
της πόλης: «εκεί που κάθονταν μέρα νύχτα
Τούρκοι και χριστιανοί και ξεκουράζονταν όσοι έμπαιναν στην πολιτεία, μαζί με
τους ζητιάνους και τους χασομέρηδες» [9].
Μα και
σ’ αυτόν το δροσερό τόπο τα βάσανα για τους λεπρούς δεν τελειώνουν ποτέ. Ο
σάπιος μπακαλιάρος που σπρώχνει στην αγορά ο ‘Αλίπαστα και αποικιακά’ και
μερικοί θάνατοι από την επάρατον… δυσεντερία σπέρνουν τον τρόμο στη
Μεσκηνόβρυση, όπου μαζεύονται: «όλοι οι
διακονιάρηδες, οι γύφτοι και οι μεσκήνηδες και γίνεται σούσουρο μεγάλο για τα
κακά που θα πέσουν, οι σκουλήκοι, τα φίδια και τα κακά τελώνια [10] και θα αρρωστήσουν την αμαρτωλή πολιτεία
και ο λαός μαζώνεται στις εκκλησίες κι ανάβει κεριά και κάνει γονυκλισίες και
δεν προφταίνουν οι επίτροποι να μαζώνουν τα κεριά ολόκληρα…» [11].
Στη
Μεσκηνόβρυση κατέληξε και το Λιακόνι, ο γυφτότουρκος, ο βοηθός του Σκυλάραπα
που τριγύριζε με τους γονείς του όλο το νησί αγοράζοντας παλιούς μύλους του
καφέ και μπακιρικά και ξαναπουλώντας τα για καινούργια, «ώσπου μια μέρα τον βρήκαν στη Μεσκηνόβρυση να κλαίει πάνω στα
φουσκωμένα κορμιά τους από μια αρρώστεια που την είπαν χολέρα οι μεσκήνηδες και
δεν τους πλησίαζε άνθρωπος. Κι ένας γιατρός της πολιτείας είπε πως είχαν
δυσεντερία και η χωροφυλακή επιστράτεψες με το ζόρι το Χόρταγα για να τους
θάψει στα μεζάρια» [12].
Οι
θεραπευτικές πρακτικές, από την άλλη πλευρά, για την αντιμετώπιση της λέπρας
έλκουν την καταγωγή τους στα βάθη των αιώνων, είναι προεπιστημονικές,
δεισιδαιμονικές και στοχεύουν στην εκμετάλλευση των αρρώστων, της απελπισίας
και της άγνοιάς τους. Ο ψευτογιατρός για παράδειγμα πηγαίνει στη θάλασσα «την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος να βρει ιππόκαμπους, το αρχαίο φάρμακο
της λύσσας και της λώβας, πηγαίνει στο σπίτι του και το κατασκεύασμα που κάνει
το βάζει σε πήλινα δοχεία και το μοιράζει στους λεπρούς» [13].
[1] «Μεσκινιά», χρονογράφημα, Κρητική Επιθεώρηση 1950. Δημοσιογραφική έρευνα – Επιμέλεια
– Ρετουσάρισμα: Ιωάννης Μιχ. Δογάνης, Συνταξιούχος Βιβλιοθηκάριος.
[2] αχμάκης, ο < τουρκική ahmak
< αραβική أحمق (ahmak, ανόητος): ουσιαστικό
αρσενικό, (διάλεκτος ή αργκό) κουτός, ανόητος.
[3] Βλ.
Χαρίδημος Παπαδάκης, «Οι λεπροί στην Κρήτη. ‘Μεσκίνηδες’»,
επιμέλεια: Δέσποινα Κ. Κανακάκη, αυτοέκδοση σελ. 214, Ρέθυμνο 2010.
[5] φούρκα, η <ελληνιστική λέξη φοῦρκα: (θηλυκό) ξύλινη
κατασκευή σε σχήμα Τ, είδος αγχόνης, κρεμάλα.
[10] τελώνια (τα): κατά τις δοξασίες των
ανατολικών λαών τα τελώνια είναι δαιμονικά όντα προικισμένα με μεγάλη
μεταμορφωτική δύναμη, όχι πάντα βλαβερή για τους ανθρώπους, αλλά κυρίως με
διάθεση να πειράξουν, να ενοχλήσουν και να φοβίσουν. Παρουσιάζονται με μορφή
γάτας, σκύλου, πιθήκου αλλά και ως άνθρωποι πελώριοι και τρομεροί ή σαν όμορφες
κοπέλες. Ζουν συνήθως σε φρεάτια, πηγάδια, σπήλαια, γεφύρια, ανεμόμυλους και σε
ερείπια. Γενικά έχουν πολλές ομοιότητες με τα αερικά, τα τζίνια, τους
βρυκόλακες, τους καλικάντζαρους, τα χαμοδράκια, τους ανασκελάδες κλπ.
Οι Βουκέφαλοι – 1922,. Αθήνα 1991
ΑπάντησηΔιαγραφήειναι εκδοσεις ΚΕΔΡΟΣ
ιστορια....
ΑπάντησηΔιαγραφή