Ο Θανάσης Τσιάκας (ή Τσάκας) ήταν ένας από εκείνους τους περήφανους και απροσκύνητους αγωνιστές που ποτέ δεν έγιναν «διάσημοι» μέσα από τα… συνήθη λαμπερά αφιερώματα που συναντάμε στη λεγόμενη επίσημη βιβλιογραφία. Ξεχασμένος παρέμεινε ο Τσιάκας, ίσως γιατί η σεμνότητα και η μνημειώδης ανιδιοτέλεια του Αγραφιώτη μαχητή της επανάστασης δεν «έπρεπε» μήτε «βόλευε» ν’ αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση στους πονηρούς και σίγουρα ωφελιμιστικούς καιρούς που ακολούθησαν! Πολύ λίγα γνωρίζουμε γι’ αυτόν αφού οι όποιες αναφορές και ενθυμήματα είναι ελάχιστα, σαν το λιγοστό μα ακριβό νεράκι που κυλά μέσα από τη σχισμή του βράχου…
Ο Θανάσης Τσιάκας πρωτάνοιξε τα μάτια του στο χωριό Μοναστηράκι των θρυλικών Αγράφων. Ακριβή χρονολογία γέννησης δεν γνωρίζουμε, αλλά οι περισσότερες πληροφορίες συγκλίνουν προς το τέλος της έβδομης δεκαετίας του 18ου αιώνα. Κατάγονταν από σαρακατσανέικη φύτρα και νωρίς-νωρίς, νέο παλικαρόπουλο, βγήκε στο κλαρί. Η βαθιά απέχθειά του στην καταπίεση της εξουσίας της συνασπισμένης τυραννίας του Αλή πασά και των κοτζαμπάσηδων, τον έσπρωξε στο Κλέφτικο. Στους περήφανους επαναστάτες της εποχής, αυτούς που ο Μακρυγιάννης αποκάλεσε «μαγιά της λευτεριάς, όπου την βάστηξαν ξυπόλητοι και γυμνοί τόσους αιώνες εις τα βουνά και ερημιές να μη χαθή, και σκότωναν οι τύραγνοι και οι Τουρκοκοτζαμπασήδες έναν από αυτούς και γένονταν δέκα….»!
Ο Τσιάκας μπήκε στον Κατσαντωνέικο νταϊφά μαζί με άλλα ανυπόταχτα παλικάρια της γενιάς του (Τσιόγκα, Φραγγίστα, Βρυκόλακα, Τσιάκαλο, Λεπενιωτάκη, Τσέλιο, Συρεπίσιο, Καραγιαννάκη, Σουλιώτη κλπ). Οι περισσότεροι από αυτούς, μαζί κι ο Κατσαντώνης, θήτευσαν αρχικά στο ασκέρι του Αγραφιώτη πρωτοκλέφτη Βασίλη Δίπλα προτού αυτός παραχωρήσει σε ένδειξη θαυμασμού την αρχηγία στον ξακουστό Κατσαντώνη! Με τους «Κατσαντωναίους» ανδρώθηκε λοιπόν ο Τσιάκας και αποτέλεσε έναν από τους πιο σκληροτράχηλους και ατρόμητους μαχητές. «Θεριακωμένο κλέφτη» τον αποκαλεί ο Κασομούλης! Γιγαντόσωμος και δυνατός σαν ταύρος, ο Τσιάκας, διακρίθηκε σε όλες ανεξαιρέτως τις συγκρούσεις κόντρα στα αληπασαλίδικα στρατεύματα και έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα πρωτοπαλίκαρα του ασυμβίβαστου επαναστάτη των Αγράφων του μεγάλου Κατσαντώνη! Στις μάχες σκόρπιζε το φόβο αλλά συνάμα και το θαυμασμό τόσο με το τρομερό παρουσιαστικό του όσο και με την «αποκοτιά» του να βγαίνει πάντα πρώτος μπροστά και να χυμάει ακάλυπτος καταπάνω στον εχθρό ανεμίζοντας τη σπάθα του! Παρά όμως τον παρορμητικό χαρακτήρα του διέθετε σπουδαία στρατηγικά χαρίσματα. Είχε «μυαλό κοπίδι» και «μάτι αετίσιο», διάβαζε τις προθέσεις του αντιπάλου και ήταν μαέστρος στον αιφνιδιασμό! Εκτός των μαχών ήταν η ψυχή του νταϊφά, χωρατατζής μα και στοργικός σαν πατέρας απέναντι στους συμμαχητές του. Ζύγιζε την κουβέντα του κι είχε λόγο και μπέσα. Λεβέντης από τους λίγους ο Τσιάκας!
Όταν στα 1804 ο -νεαρός τότε- Καραϊσκάκης ζήτησε να ενταχθεί στο Κατσαντωνέικο, ο αρχηγός Κατσαντώνης τον καλοδέχτηκε κοντά του θέτοντάς τον υπό την επιστασία του Τσιάκα και του Τσιόγκα. Μάλιστα στην πρώτη ένοπλη σύγκρουση που πήρε μέρος ο Καραϊσκάκης, αντάμα με τους Κατσαντωναίους, έτρεμε από ανησυχία και φόβο λόγω της πρωτοφανούς αγριότητας που επικρατούσε στο πεδίο της μάχης. Τότε ο Τσιάκας τον πλησίασε και δίνοντάς του έναν κατακέφαλο του ‘πε χαριτολογώντας: «σκιάζεσαι ωρέ παλιόγυφτε;» (η προσφώνηση εξαιτίας του έντονου μελαχρινού δέρματός του). Κοντά στον Κατσαντώνη και τον Τσιάκα ο Καραϊσκάκης έμαθε πολλά για την τέχνη του πολέμου και στη συνέχεια έγινε ο ατρόμητος και παράτολμος αγωνιστής που όλοι ξέρουμε! Ο Καραϊσκάκης θαύμαζε τον Τσιάκα, τον σεβόταν και τον υπάκουε πιστά. Ο Τσιάκας με τη σειρά του αγαπούσε το νεαρό αγωνιστή που είχε υπό την προστασία του κι έτσι δεν άργησαν να δεθούν με βαθιά φιλία και αλληλοεκτίμηση που κράτησε για πάντα!
Μετά τον τραγικό χαμό του Κατσαντώνη (1808) ο Θανάσης Τσιάκας προσκολλήθηκε στον Καραϊσκάκη και τον ακολούθησε ως πρωτοπαλίκαρό του σε όλη τη μετέπειτα πορεία του. Στα πύρινα χρόνια της επανάστασης του 1821 ο Τσιάκας έδωσε σώμα και ψυχή στον αγώνα, παίρνοντας μέρος σε δεκάδες μάχες δίπλα στον Καραϊσκάκη. Ο Θανάσης Τσιάκας έλαβε μέρος και στη μάχη για την απελευθέρωση του Καρπενησίου (Ιούλης 1825). Ο έμπειρος παλιός κλέφτης πάντα συμβούλευε με λόγο μεστό και σοφό το «γιο της καλογριάς» και στάθηκε σιμά του μέχρι το τέλος.
Στα 1823 ο Μουσταή πασάς της Σκόνδρας με 15.000 ασκέρι σάρωνε τα πολύπαθα Άγραφα (βλ. εδώ) σφάζοντας στο πέρασμά του τους ραγιάδες και καίγοντας τον τόπο, με συνέπεια οι περισσότεροι εκ των καπεταναίων ν’ αποσυρθούν! Ο Θανάσης Τσιάκας με 30 (!!!) μονάχα παλικάρια στο πλευρό του (και σε συμφωνία με τον Καραϊσκάκη ώστε να φυγαδευτούν καταδιωκόμενες αγραφιώτικες φαμελιές) αψηφούσε κάθε κίνδυνο κι έστηνε καρτέρια θανάτου χτυπώντας αιφνιδιαστικά τον εχθρό (στις θέσεις «Παλούκια» και «Μονή Σπηλιάς»).
Ο Τσιάκας ήταν γνήσιος επαναστάτης, προσηλωμένος στον αγώνα. Η επανάσταση και η αίσθηση της ελευθερίας ήταν γι’ αυτόν ο ύψιστος σκοπός. Παρά τη συνήθεια της εποχής ο Τσιάκας δεν έπαιρνε μέρος στα πλιάτσικα που ακολουθούσαν μετά τις μάχες. Δεν ταίριαζε στο δικό του ανιδιοτελή χαρακτήρα. Το χρήμα το σιχαίνονταν και το περιφρονούσε. Το συμβιβασμό τον απεχθάνονταν. Αξίζει σε αυτό το σημείο ν’ αναφέρουμε ένα περιστατικό που συνέβη το Γενάρη του 1823 στην περίφημη νικηφόρα μάχη της Κορομηλιάς κοντά στο Σοβολάκο της Ευρυτανίας (σήμερα Αιτωλοακαρνανίας) εκεί όπου ο Καραϊσκάκης πετσόκοψε τους Τούρκους του Άγου Βασιάρη. Οι Τούρκοι αποχωρώντας από το Μεσολόγγι τραβούσαν πορεία με κατεύθυνση την Άρτα. Προτού την προαναφερόμενη μάχη στην Κορομηλιά, επιχείρησαν να χρυσώσουν με 500.000 γρόσια τον Καραϊσκάκη για να τους αφήσει να περάσουν ατουφέκιστοι, πράγμα που βέβαια αυτός δεν δέχτηκε! Ο Τσιάκας που έτυχε να είναι εκεί και να τροχάει το σπαθί του σ’ ένα βράχο άκουσε την «προσφορά». Κοιτώντας στα μάτια τον αρχηγό του δεν δίστασε να του πει δείχνοντας τη χατζάρα του: «τη γλέπ’ς αυτήν ωρέ Γύφτο; Για το λαιμό σ’ την έχου αν πας παρακάτ’ και δε σταθείς να πολεμήσεις ιδώ. Για θα τσακίσουμι τ’ς μουρτ’ατις, για θα μας φαν’ ιδώ τα όρνια»!!!
Ο άδικος και ύποπτος θάνατος του Καραϊσκάκη στοίχισε πολύ στο Θανάση Τσιάκα. Άλλωστε ήταν ο αγραφιώτης κλέφτης που έμεινε πιότερο πιστός στον Καραϊσκάκη. Ο ίδιος ο Τσιάκας επέζησε της επανάστασης. Με ένα ξερό «δεν θέλω τίποτα από σας» αποποιήθηκε κάθε αξίωση απέναντι στο νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος. Ο Τσιάκας ο περήφανος επαναστάτης, που πάνω από τρεισήμισι δεκαετίες πολέμησε παλικαρίσια την ξένη και ντόπια τυραννία, δεν καταδέχτηκε ποτέ να πάει να ζητήσει χάρες ή να γυροβολάει στα παλάτια για αποζημιώσεις. «Κανένας δεν τον είδε ούτε στ’ Ανάπλι ούτε στην Αθήνα ν’ ανεβαίνει σκάλες, να φιλεί ποδιές, περίθαλψες και αριστεία να γυρεύει»! Μάθαινε με θλίψη το κατάντημα των αγωνιστών και πληγώνονταν βαθιά. Ας θυμηθούμε τι έγραφε ο Μακρυγιάννης για τα δεινά των αγωνιστών από τους αρχόντους και τους βασιλιάδες στην μετεπαναστατική εποχή: «Και σ΄αυτήνη την γης οπού ζυμώσαμεν με το αίμα μας θέλουν να μας θάψουν αδίκως και παράωρα όσοι μας κάναν σίγρι από μακριά, όταν κιντινεύαμεν. Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γης, την αγόρασαν από ΄να γρόσι το στρέμμα, και βάλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμεν το γενί και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκαλα, και οι αφεντάδες μας περπατούνε με τις καρότζες τους, και οι αγωνισταί δεν έχουν ούτε γουμάρι, και ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα σοκάκια».
Ο περήφανος κι απροσκύνητος Τσιάκας δεν ήθελε να εμπλακεί σε τέτοιες ταπεινωτικές διαδικασίες. Έτσι αηδιασμένος απ’ όσα συνέβαιναν εις βάρος των αγωνιστών προτίμησε ν’ αποσυρθεί στο χωριό του στο Μοναστηράκι των Αγράφων με λίγα γιδοπρόβατα και με το κυπαρισσένιο κορμί του κόσκινο από τις λαβωματιές. Τούτες ήτανε τα δικά του παράσημα τα κερδισμένα στη φωτιά του αγώνα.
Στην «Ιστορική ανθολογία» του Γ. Βλαχογιάννη γίνεται μια σπουδαία αναφορά για τον Τσιάκα. Όταν ο Όθωνας με την Αμαλία περιδιάβαιναν -στα 1838/1840- τη Ρούμελη έφτασαν και στ’ Άγραφα. Οι αυλοκόλακες πληροφόρησαν το «βασιλικόν ζεύγος» για το θρυλικό Τσιάκα και το παρότρυναν να συναντηθεί με τον παλιό αγωνιστή ώστε να κάνουν τις απαραίτητες δημόσιες σχέσεις για τα μάτια του κόσμου βέβαια που θαύμαζε και σέβονταν το μεγάλο αγωνιστή. Έτσι λοιπόν ο Όθωνας και η Αμαλία παρέα με όλη την κουστωδία πλησίασαν το μαντρί του Τσιάκα (στη Μαγούλα της Τατάρνας το 'χε εκείνο το διάστημα). Επειδή όμως οι ψαλιδόκολοι βασιλείς με τις «λεπτές οσφρήσεις» δεν… ημπορούσαν ν’ αντέξουν τη μυρωδιά της στάνης του γερο Τσιάκα έκαμαν κάπως παρέκει περιμένοντας να φανεί ο γέροντας.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο δενδρόκορμος λεβέντης ασπρομάλλης Τσιάκας ζωσμένος με τ’ άρματά του που ποτέ δεν αποχωρίζονταν και με μια νεαρή σαρακατσανοπούλα σαν τα κρύα τα νερά στο πλευρό του! Ο Όθωνας εντυπωσιασμένος από το παρουσιαστικό και το αετίσιο βλέμμα του Τσιάκα τον ρώτησε «γιατί ποτέ δεν ζήτησε αμοιβή για την προσφορά του στον αγώνα». Ο γερο Τσιάκας κοιτώντας τον ίσια, κατάματα, του απάντησε: «Χαρά στα γονικά που καρτηράνε να δώσ’νε ψωμί στα παιδιά τ’ς άμα σκάνε απ’ τα κλάματα». Ο Όθωνας ντροπιασμένος τον ρώτησε τι περίμενε στα γεράματά του κι εκείνος αποκρίθηκε: «Σου ΄πα τίποτα, ο Τσιάκας θέλει μονάχα να σέρνει λεύτερος τούτα δω τ’ άρματα που τίμησε σ΄ ολάκερη τη ζωή του». Ο Όθωνας ταπεινωμένος διέταξε επιτόπου τα όργανα της εξουσίας του: «να επιτρέπεται εις τον κύριον Τσιάκα να φέρει ελευθέρως τ’ άρματά του έως τη λήξιν του βίου του»! Λες κι αν δεν το επέτρεπε…
Ο Τσιάκας δεν ήταν μόνο ένα ασυμβίβαστο πνεύμα αλλά και ένας έξυπνος, ετοιμόλογος και καυστικός ορεσίβιος άντρας που ο ντόμπρος λόγος του «κόκαλα δεν είχε μα κόκαλα τσάκιζε»! Είναι πραγματικά σπαρταριστικός ο διάλογος που ακολούθησε με τη βασίλισσα Αμαλία σε εκείνη τη συνάντηση. Αυτή βλέποντας τη δροσερή κοπέλα που συνόδευε το γερο Τσιάκα ρώτησε τάχα με περιέργεια: «εάν η νεαρά είναι κόρη του καπετάνιου». Γυρίζει τότε ο Τσιάκας και της λέει: «Γυναίκα μ’ είναι. Ου θεός δε μ' χάρ'σι παιδιά μι καμιά απ' τις τρεις γ'ναίκες π’ πήρα. Η τρίτη είν’ αυτή που γλέπ’ς, κυρά βασίλισσα»! Επίμονη η Αμαλία ξαναρωτά: «Μα είναι πολύ νέα, μήπως την αδικείτε καπετάν Τσιάκα;». Και ο απίστευτος Τσιάκας της δίνει… πληρωμένη την απάντηση: « Να σ’ πω κυρά βασίλισσά μ’. Αν είν’ να χαλάσεις τη σαρακουστή, τότε να φας αρνί ή π’λακίδα. Αν είν’ να φας παλιόγιδα, φάι καλύτερα ξηρό ψωμάκι για νάχεις διάφουρου και την ψυχή σ’»!! Κόκαλο η… κερά Αμαλία!
Κανείς δεν ξέρει το τέλος του Τσιάκα. Η αγραφιώτικη λαϊκή παράδοση λέει πως έφυγε από τούτο τον άδικο κόσμο σε βαθιά γεράματα, πάνω από 100 χρονών, όταν καταπλακώθηκε από ένα πλάτανο που επιχειρούσε να κόψει με το τσεκούρι του!!! Στα 100 και βάλε, διηγούνταν οι παλιοί Αγραφιώτες!
Αυτός ήταν λοιπόν ένας ακόμη λησμονημένος μαχητής… Αλλά όχι απ’ όλους μας!
Πηγή: "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
Ο Θανάσης Τσιάκας πρωτάνοιξε τα μάτια του στο χωριό Μοναστηράκι των θρυλικών Αγράφων. Ακριβή χρονολογία γέννησης δεν γνωρίζουμε, αλλά οι περισσότερες πληροφορίες συγκλίνουν προς το τέλος της έβδομης δεκαετίας του 18ου αιώνα. Κατάγονταν από σαρακατσανέικη φύτρα και νωρίς-νωρίς, νέο παλικαρόπουλο, βγήκε στο κλαρί. Η βαθιά απέχθειά του στην καταπίεση της εξουσίας της συνασπισμένης τυραννίας του Αλή πασά και των κοτζαμπάσηδων, τον έσπρωξε στο Κλέφτικο. Στους περήφανους επαναστάτες της εποχής, αυτούς που ο Μακρυγιάννης αποκάλεσε «μαγιά της λευτεριάς, όπου την βάστηξαν ξυπόλητοι και γυμνοί τόσους αιώνες εις τα βουνά και ερημιές να μη χαθή, και σκότωναν οι τύραγνοι και οι Τουρκοκοτζαμπασήδες έναν από αυτούς και γένονταν δέκα….»!
Ο Τσιάκας μπήκε στον Κατσαντωνέικο νταϊφά μαζί με άλλα ανυπόταχτα παλικάρια της γενιάς του (Τσιόγκα, Φραγγίστα, Βρυκόλακα, Τσιάκαλο, Λεπενιωτάκη, Τσέλιο, Συρεπίσιο, Καραγιαννάκη, Σουλιώτη κλπ). Οι περισσότεροι από αυτούς, μαζί κι ο Κατσαντώνης, θήτευσαν αρχικά στο ασκέρι του Αγραφιώτη πρωτοκλέφτη Βασίλη Δίπλα προτού αυτός παραχωρήσει σε ένδειξη θαυμασμού την αρχηγία στον ξακουστό Κατσαντώνη! Με τους «Κατσαντωναίους» ανδρώθηκε λοιπόν ο Τσιάκας και αποτέλεσε έναν από τους πιο σκληροτράχηλους και ατρόμητους μαχητές. «Θεριακωμένο κλέφτη» τον αποκαλεί ο Κασομούλης! Γιγαντόσωμος και δυνατός σαν ταύρος, ο Τσιάκας, διακρίθηκε σε όλες ανεξαιρέτως τις συγκρούσεις κόντρα στα αληπασαλίδικα στρατεύματα και έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα πρωτοπαλίκαρα του ασυμβίβαστου επαναστάτη των Αγράφων του μεγάλου Κατσαντώνη! Στις μάχες σκόρπιζε το φόβο αλλά συνάμα και το θαυμασμό τόσο με το τρομερό παρουσιαστικό του όσο και με την «αποκοτιά» του να βγαίνει πάντα πρώτος μπροστά και να χυμάει ακάλυπτος καταπάνω στον εχθρό ανεμίζοντας τη σπάθα του! Παρά όμως τον παρορμητικό χαρακτήρα του διέθετε σπουδαία στρατηγικά χαρίσματα. Είχε «μυαλό κοπίδι» και «μάτι αετίσιο», διάβαζε τις προθέσεις του αντιπάλου και ήταν μαέστρος στον αιφνιδιασμό! Εκτός των μαχών ήταν η ψυχή του νταϊφά, χωρατατζής μα και στοργικός σαν πατέρας απέναντι στους συμμαχητές του. Ζύγιζε την κουβέντα του κι είχε λόγο και μπέσα. Λεβέντης από τους λίγους ο Τσιάκας!
Όταν στα 1804 ο -νεαρός τότε- Καραϊσκάκης ζήτησε να ενταχθεί στο Κατσαντωνέικο, ο αρχηγός Κατσαντώνης τον καλοδέχτηκε κοντά του θέτοντάς τον υπό την επιστασία του Τσιάκα και του Τσιόγκα. Μάλιστα στην πρώτη ένοπλη σύγκρουση που πήρε μέρος ο Καραϊσκάκης, αντάμα με τους Κατσαντωναίους, έτρεμε από ανησυχία και φόβο λόγω της πρωτοφανούς αγριότητας που επικρατούσε στο πεδίο της μάχης. Τότε ο Τσιάκας τον πλησίασε και δίνοντάς του έναν κατακέφαλο του ‘πε χαριτολογώντας: «σκιάζεσαι ωρέ παλιόγυφτε;» (η προσφώνηση εξαιτίας του έντονου μελαχρινού δέρματός του). Κοντά στον Κατσαντώνη και τον Τσιάκα ο Καραϊσκάκης έμαθε πολλά για την τέχνη του πολέμου και στη συνέχεια έγινε ο ατρόμητος και παράτολμος αγωνιστής που όλοι ξέρουμε! Ο Καραϊσκάκης θαύμαζε τον Τσιάκα, τον σεβόταν και τον υπάκουε πιστά. Ο Τσιάκας με τη σειρά του αγαπούσε το νεαρό αγωνιστή που είχε υπό την προστασία του κι έτσι δεν άργησαν να δεθούν με βαθιά φιλία και αλληλοεκτίμηση που κράτησε για πάντα!
Μετά τον τραγικό χαμό του Κατσαντώνη (1808) ο Θανάσης Τσιάκας προσκολλήθηκε στον Καραϊσκάκη και τον ακολούθησε ως πρωτοπαλίκαρό του σε όλη τη μετέπειτα πορεία του. Στα πύρινα χρόνια της επανάστασης του 1821 ο Τσιάκας έδωσε σώμα και ψυχή στον αγώνα, παίρνοντας μέρος σε δεκάδες μάχες δίπλα στον Καραϊσκάκη. Ο Θανάσης Τσιάκας έλαβε μέρος και στη μάχη για την απελευθέρωση του Καρπενησίου (Ιούλης 1825). Ο έμπειρος παλιός κλέφτης πάντα συμβούλευε με λόγο μεστό και σοφό το «γιο της καλογριάς» και στάθηκε σιμά του μέχρι το τέλος.
Στα 1823 ο Μουσταή πασάς της Σκόνδρας με 15.000 ασκέρι σάρωνε τα πολύπαθα Άγραφα (βλ. εδώ) σφάζοντας στο πέρασμά του τους ραγιάδες και καίγοντας τον τόπο, με συνέπεια οι περισσότεροι εκ των καπεταναίων ν’ αποσυρθούν! Ο Θανάσης Τσιάκας με 30 (!!!) μονάχα παλικάρια στο πλευρό του (και σε συμφωνία με τον Καραϊσκάκη ώστε να φυγαδευτούν καταδιωκόμενες αγραφιώτικες φαμελιές) αψηφούσε κάθε κίνδυνο κι έστηνε καρτέρια θανάτου χτυπώντας αιφνιδιαστικά τον εχθρό (στις θέσεις «Παλούκια» και «Μονή Σπηλιάς»).
Ο Τσιάκας ήταν γνήσιος επαναστάτης, προσηλωμένος στον αγώνα. Η επανάσταση και η αίσθηση της ελευθερίας ήταν γι’ αυτόν ο ύψιστος σκοπός. Παρά τη συνήθεια της εποχής ο Τσιάκας δεν έπαιρνε μέρος στα πλιάτσικα που ακολουθούσαν μετά τις μάχες. Δεν ταίριαζε στο δικό του ανιδιοτελή χαρακτήρα. Το χρήμα το σιχαίνονταν και το περιφρονούσε. Το συμβιβασμό τον απεχθάνονταν. Αξίζει σε αυτό το σημείο ν’ αναφέρουμε ένα περιστατικό που συνέβη το Γενάρη του 1823 στην περίφημη νικηφόρα μάχη της Κορομηλιάς κοντά στο Σοβολάκο της Ευρυτανίας (σήμερα Αιτωλοακαρνανίας) εκεί όπου ο Καραϊσκάκης πετσόκοψε τους Τούρκους του Άγου Βασιάρη. Οι Τούρκοι αποχωρώντας από το Μεσολόγγι τραβούσαν πορεία με κατεύθυνση την Άρτα. Προτού την προαναφερόμενη μάχη στην Κορομηλιά, επιχείρησαν να χρυσώσουν με 500.000 γρόσια τον Καραϊσκάκη για να τους αφήσει να περάσουν ατουφέκιστοι, πράγμα που βέβαια αυτός δεν δέχτηκε! Ο Τσιάκας που έτυχε να είναι εκεί και να τροχάει το σπαθί του σ’ ένα βράχο άκουσε την «προσφορά». Κοιτώντας στα μάτια τον αρχηγό του δεν δίστασε να του πει δείχνοντας τη χατζάρα του: «τη γλέπ’ς αυτήν ωρέ Γύφτο; Για το λαιμό σ’ την έχου αν πας παρακάτ’ και δε σταθείς να πολεμήσεις ιδώ. Για θα τσακίσουμι τ’ς μουρτ’ατις, για θα μας φαν’ ιδώ τα όρνια»!!!
Ο άδικος και ύποπτος θάνατος του Καραϊσκάκη στοίχισε πολύ στο Θανάση Τσιάκα. Άλλωστε ήταν ο αγραφιώτης κλέφτης που έμεινε πιότερο πιστός στον Καραϊσκάκη. Ο ίδιος ο Τσιάκας επέζησε της επανάστασης. Με ένα ξερό «δεν θέλω τίποτα από σας» αποποιήθηκε κάθε αξίωση απέναντι στο νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος. Ο Τσιάκας ο περήφανος επαναστάτης, που πάνω από τρεισήμισι δεκαετίες πολέμησε παλικαρίσια την ξένη και ντόπια τυραννία, δεν καταδέχτηκε ποτέ να πάει να ζητήσει χάρες ή να γυροβολάει στα παλάτια για αποζημιώσεις. «Κανένας δεν τον είδε ούτε στ’ Ανάπλι ούτε στην Αθήνα ν’ ανεβαίνει σκάλες, να φιλεί ποδιές, περίθαλψες και αριστεία να γυρεύει»! Μάθαινε με θλίψη το κατάντημα των αγωνιστών και πληγώνονταν βαθιά. Ας θυμηθούμε τι έγραφε ο Μακρυγιάννης για τα δεινά των αγωνιστών από τους αρχόντους και τους βασιλιάδες στην μετεπαναστατική εποχή: «Και σ΄αυτήνη την γης οπού ζυμώσαμεν με το αίμα μας θέλουν να μας θάψουν αδίκως και παράωρα όσοι μας κάναν σίγρι από μακριά, όταν κιντινεύαμεν. Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γης, την αγόρασαν από ΄να γρόσι το στρέμμα, και βάλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμεν το γενί και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκαλα, και οι αφεντάδες μας περπατούνε με τις καρότζες τους, και οι αγωνισταί δεν έχουν ούτε γουμάρι, και ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα σοκάκια».
Ο περήφανος κι απροσκύνητος Τσιάκας δεν ήθελε να εμπλακεί σε τέτοιες ταπεινωτικές διαδικασίες. Έτσι αηδιασμένος απ’ όσα συνέβαιναν εις βάρος των αγωνιστών προτίμησε ν’ αποσυρθεί στο χωριό του στο Μοναστηράκι των Αγράφων με λίγα γιδοπρόβατα και με το κυπαρισσένιο κορμί του κόσκινο από τις λαβωματιές. Τούτες ήτανε τα δικά του παράσημα τα κερδισμένα στη φωτιά του αγώνα.
Στην «Ιστορική ανθολογία» του Γ. Βλαχογιάννη γίνεται μια σπουδαία αναφορά για τον Τσιάκα. Όταν ο Όθωνας με την Αμαλία περιδιάβαιναν -στα 1838/1840- τη Ρούμελη έφτασαν και στ’ Άγραφα. Οι αυλοκόλακες πληροφόρησαν το «βασιλικόν ζεύγος» για το θρυλικό Τσιάκα και το παρότρυναν να συναντηθεί με τον παλιό αγωνιστή ώστε να κάνουν τις απαραίτητες δημόσιες σχέσεις για τα μάτια του κόσμου βέβαια που θαύμαζε και σέβονταν το μεγάλο αγωνιστή. Έτσι λοιπόν ο Όθωνας και η Αμαλία παρέα με όλη την κουστωδία πλησίασαν το μαντρί του Τσιάκα (στη Μαγούλα της Τατάρνας το 'χε εκείνο το διάστημα). Επειδή όμως οι ψαλιδόκολοι βασιλείς με τις «λεπτές οσφρήσεις» δεν… ημπορούσαν ν’ αντέξουν τη μυρωδιά της στάνης του γερο Τσιάκα έκαμαν κάπως παρέκει περιμένοντας να φανεί ο γέροντας.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο δενδρόκορμος λεβέντης ασπρομάλλης Τσιάκας ζωσμένος με τ’ άρματά του που ποτέ δεν αποχωρίζονταν και με μια νεαρή σαρακατσανοπούλα σαν τα κρύα τα νερά στο πλευρό του! Ο Όθωνας εντυπωσιασμένος από το παρουσιαστικό και το αετίσιο βλέμμα του Τσιάκα τον ρώτησε «γιατί ποτέ δεν ζήτησε αμοιβή για την προσφορά του στον αγώνα». Ο γερο Τσιάκας κοιτώντας τον ίσια, κατάματα, του απάντησε: «Χαρά στα γονικά που καρτηράνε να δώσ’νε ψωμί στα παιδιά τ’ς άμα σκάνε απ’ τα κλάματα». Ο Όθωνας ντροπιασμένος τον ρώτησε τι περίμενε στα γεράματά του κι εκείνος αποκρίθηκε: «Σου ΄πα τίποτα, ο Τσιάκας θέλει μονάχα να σέρνει λεύτερος τούτα δω τ’ άρματα που τίμησε σ΄ ολάκερη τη ζωή του». Ο Όθωνας ταπεινωμένος διέταξε επιτόπου τα όργανα της εξουσίας του: «να επιτρέπεται εις τον κύριον Τσιάκα να φέρει ελευθέρως τ’ άρματά του έως τη λήξιν του βίου του»! Λες κι αν δεν το επέτρεπε…
Ο Τσιάκας δεν ήταν μόνο ένα ασυμβίβαστο πνεύμα αλλά και ένας έξυπνος, ετοιμόλογος και καυστικός ορεσίβιος άντρας που ο ντόμπρος λόγος του «κόκαλα δεν είχε μα κόκαλα τσάκιζε»! Είναι πραγματικά σπαρταριστικός ο διάλογος που ακολούθησε με τη βασίλισσα Αμαλία σε εκείνη τη συνάντηση. Αυτή βλέποντας τη δροσερή κοπέλα που συνόδευε το γερο Τσιάκα ρώτησε τάχα με περιέργεια: «εάν η νεαρά είναι κόρη του καπετάνιου». Γυρίζει τότε ο Τσιάκας και της λέει: «Γυναίκα μ’ είναι. Ου θεός δε μ' χάρ'σι παιδιά μι καμιά απ' τις τρεις γ'ναίκες π’ πήρα. Η τρίτη είν’ αυτή που γλέπ’ς, κυρά βασίλισσα»! Επίμονη η Αμαλία ξαναρωτά: «Μα είναι πολύ νέα, μήπως την αδικείτε καπετάν Τσιάκα;». Και ο απίστευτος Τσιάκας της δίνει… πληρωμένη την απάντηση: « Να σ’ πω κυρά βασίλισσά μ’. Αν είν’ να χαλάσεις τη σαρακουστή, τότε να φας αρνί ή π’λακίδα. Αν είν’ να φας παλιόγιδα, φάι καλύτερα ξηρό ψωμάκι για νάχεις διάφουρου και την ψυχή σ’»!! Κόκαλο η… κερά Αμαλία!
Κανείς δεν ξέρει το τέλος του Τσιάκα. Η αγραφιώτικη λαϊκή παράδοση λέει πως έφυγε από τούτο τον άδικο κόσμο σε βαθιά γεράματα, πάνω από 100 χρονών, όταν καταπλακώθηκε από ένα πλάτανο που επιχειρούσε να κόψει με το τσεκούρι του!!! Στα 100 και βάλε, διηγούνταν οι παλιοί Αγραφιώτες!
Αυτός ήταν λοιπόν ένας ακόμη λησμονημένος μαχητής… Αλλά όχι απ’ όλους μας!
Πηγή: "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου