Ας δούμε λοιπόν μερικά [ελαφρώς σκόρπια] αποσπάσματα από ένα άρθρο του περιοδικού "Θέσεις", που αναφέρεται κυρίως στη Φεβρουριανή Επανάσταση του 1848 και το πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στις 2 Δεκέμβρη 1851, αλλά και τη στάση της μικροαστικής τάξης (που τότε αποτελούταν κυρίως από τους αγρότες) που στήριξε το πραξικόπημα. Όλα αυτά βέβαια είναι μάλλον άγνωστα, και φαντάζουν ίσως βαρετά και αδιάφορα, αλλά για δώστε στο κείμενο μια ευκαιρία - και δείτε ίσως και μερικές ομοιότητες με το σήμερα:
...Ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ χωρίζει την περίοδο 1848 έως 1851 (Επανάσταση του Φλεβάρη-πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη) σε τρεις επιμέρους περιόδους.
«Τρεις κύριες περίοδες είναι απαραγνώριστες: η περίοδος του Φλεβάρη. Από τις 4 του Μάη 1848 ως τις 28 του Μάη 1849: η περίοδος της συγκρότησης της δημοκρατίας ή η περίοδος της συνταχτικής συνέλευσης. Από τις 28 του Μάη 1849 ως τις 2 Δεκέμβρη 1851: η περίοδος της συνταγματικής δημοκρατίας ή της νομοθετικής εθνοσυνέλευσης»
Στην ανάλυσή μας ωστόσο, για να αποφύγουμε περιττές ιστορικές περιπλοκές, θα μελετήσουμε το ερώτημά μας σχετικά με τον ταξικό ρόλο της αγροτικής μικροαστικής τάξης στη Γαλλία των μέσων του 19ου αιώνα σε αναφορά κυρίως με τα δυο κομβικά ιστορικά γεγονότα που χαρακτηρίζουν την αρχή και το τέλος της περιόδου που μας απασχολεί. Την Φεβρουριανή Επανάσταση του 1848 και το πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στις 2 Δεκέμβρη 1851.
Σκοπός της Επανάστασης του Φλεβάρη: «Ο άμεσος σκοπός της Φεβρουριανής Επανάστασης ήταν να ανατρέψει τη δυναστεία της Ορλεάνης και το τμήμα της αστικής τάξης που κυβερνούσε στη διάρκεια της βασιλείας της. Ο σκοπός αυτός εκπληρώθηκε μόνο στις 2 Δεκέμβρη 1851»
Δύο ζητήματα ή ερωτήματα που απαιτούν διασαφήνιση προκύπτουν εδώ. Πρώτον: Ποιος ήταν ο ταξικός χαρακτήρας της ιουλιανής μοναρχίας που είχε το στέμμα στη Γαλλία από το 1830 έως το 1848 και τι βρίσκεται πίσω από την ανατροπή της; Δεύτερον: Υπό ποια έννοια ο σκοπός της Φεβρουριανής Επανάστασης εκπληρώθηκε μόνο στις 2 Δεκέμβρη 1851, δηλαδή με το πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη;
Γράφει ο Μαρξ για την ιουλιανή μοναρχία στη 18η Μπρυμαίρ: «Κάτω […] από τον Λουδοβίκο Φίλιππο κυβερνούσε ένα μόνο μέρος από την εμπορική αστική τάξη». Στο προγενέστερο έργο του, τους Ταξικούς Αγώνες στη Γαλλία, είχε ήδη διατυπώσει τη σαφή του εκτίμηση για τον ταξικό χαρακτήρα του καθεστώτος του Λουδοβίκου Φιλίππου. Έγραφε εκεί μεταξύ άλλων: «Στην εποχή του Λουδοβίκου Φιλίππου δεν κυριαρχούσε η γαλλική αστική τάξη, αλλά μόνο μια ομάδα της […] η λεγόμενη αριστοκρατία του χρήματος. (σ.σ. τραπεζίτες, χρηματιστές, κτλ) Αυτή κάθισε στο θρόνο, αυτή υπαγόρευε τους νόμους στα κοινοβούλια, αυτή μοίραζε τις δημόσιες θέσεις […] Η μοναρχία του Ιούλη δεν ήταν τίποτε άλλο από μια μετοχική εταιρία για την εκμετάλλευση του γαλλικού εθνικού πλούτου […] Ο Λουδοβίκος Φίλιππος ήταν ο διευθυντής αυτής της εταιρείας» (Μαρξ 2000: 36, 39). «Η καθαυτό βιομηχανική αστική τάξη αποτελούσε ένα μέρος της επίσημης αντιπολίτευσης, δηλαδή δεν αντιπροσωπευόταν στα κοινοβούλια παρά σα μειοψηφία […] Η μικροαστική τάξη σ’ όλες τις διαβαθμίσεις της, όπως και η αγροτική τάξη είχαν αποκλειστεί ολότελα από την πολιτική εξουσία. […] Η βιομηχανική αστική τάξη έβλεπε τα συμφέροντά της να κινδυνεύουν, η μικροαστική τάξη ήταν γεμάτη από ηθική αγανάκτηση».
...
Γράφει ο Μαρξ: «Την αστική μοναρχία του Λουδοβίκου Φιλίππου μπορούσε μόνο η αστική δημοκρατία να την διαδεχτεί, δηλαδή αν κάτω από το όνομα του βασιλιά κυβέρνησε μια περιορισμένη μερίδα της αστικής τάξης, τώρα στο όνομα του λαού θα κυβερνάει το σύνολο της αστικής τάξης. […] [Μ] όνο κάτω από τη μορφή αυτή [της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας] μπορούσαν […] να βάλουν [οι μερίδες της γαλλικής αστικής τάξης] […] στην ημερήσια διάταξη την κυριαρχία της τάξης τους αντί για το καθεστώς μιας μόνο προνομιούχας ομάδας της. […] Η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν […] ο απαραίτητος όρος για την κοινή τους [των μερίδων της γαλλικής αστικής τάξης] κυριαρχία, η μοναδική κρατική μορφή, όπου το γενικό ταξικό τους συμφέρον κρατούσε σε υποταγή σύγχρονα τις αξιώσεις των ξεχωριστών ομάδων τους όπως και όλες τις άλλες τάξεις της κοινωνίας. […] Μόνο η κοινοβουλευτική δημοκρατία δέχτηκε όλα τα τμήματα της εμπορικής αστικής τάξης μέσα στην περιοχή του κράτους της […] Κάτω από το Λουδοβίκο Φίλιππο το ευνοούμενο τμήμα της αστικής τάξης σκέπαζε την εξουσία του κάτω από το στέμμα». «Αντίθετα, η δημοκρατία του Φλεβάρη έπρεπε πριν απ’ όλα να ολοκληρώσει την κυριαρχία της αστικής τάξης μπάζοντας, πλάι στην αριστοκρατία του χρήματος, όλες τις ιδιοκτήτριες τάξεις στη σφαίρα της πολιτικής εξουσίας ».
Συμπληρώνει ωστόσο: «Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία η εξουσία της αστικής τάξης, τη στιγμή που συνένωνε όλα τα στοιχεία και πλάτυνε το βασίλειό της ώστε να γίνει το βασίλειο μιας τάξης, παρουσίαζε ξεσκέπαστο το πρόσωπό της» (Μαρξ 1982: 150 – η έμφαση δική μας, Γ.Οι.-Φ.Μπ.). «Η δημοκρατία του Φλεβάρη έκανε, τέλος, να προβάλει καθαρά η αστική κυριαρχία, παραμερίζοντας το στέμμα που πίσω του έμενε κρυμμένο το κεφάλαιο […] ενώ η μοναρχία […] επέτρεπε μονάχα σε ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης να εκτεθούν […] άφηνε τα άλλα κρυμμένα στα παρασκήνια, περιβάλλοντάς τα με το φωτοστέφανο μιας κοινής αντιπολίτευσης». Κι ακόμη: «Αν η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν […] “η κρατική μορφή που διαιρούσε λιγότερο από κάθε άλλη μορφή τις διάφορες ομάδες της άρχουσας τάξης” άνοιγε όμως αντίθετα μιαν άβυσσο ανάμεσα σ’ αυτή την τάξη και ολόκληρο τον κοινωνικό οργανισμό που ζούσε έξω από τις αραιές γραμμές της».
...
Εντούτοις, «[ε] νώ η επανάσταση του 1789 άρχισε με την αποτίναξη των φεουδαρχικών βαρών από τους αγρότες, η επανάσταση του 1848, για να μη βάλει σε κίνδυνο το κεφάλαιο και για να εξασφαλίσει τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού του, εμφανίστηκε στον αγροτικό πληθυσμό με την επιβολή ενός νέου φόρου. […] Η προσωρινή κυβέρνηση επέβαλε ένα πρόσθετο φόρο από 45 λεπτά σε κάθε φράγκο πάνω στους τέσσερις άμεσους φόρους [...] ο φόρος αυτός χτύπησε πριν απ’ όλα την αγροτική τάξη, δηλαδή την πλειοψηφία του γαλλικού λαού. Οι αγρότες έπρεπε να πληρώσουν τα έξοδα της επανάστασης του Φλεβάρη, και σ’ αυτούς η αντεπανάσταση βρήκε το κυριότερο υλικό της. Ο φόρος των 45 λεπτών ήταν για τον Γάλλο αγρότη ζήτημα ζωής ή θανάτου, και ο αγρότης το μετέτρεψε σε ζήτημα ζωής ή θανάτου για τη δημοκρατία. Από τη στιγμή αυτή η δημοκρατία για τον Γάλλο αγρότη ήταν ο φόρος των 45 λεπτών και στο παρισινό προλεταριάτο έβλεπε ο αγρότης τον άσωτο που καλοπερνούσε με δικά του έξοδα»
...
Γράφει ο Μαρξ στους Ταξικούς Αγώνες στη Γαλλία: «Η 10η του Δεκέμβρη 1848 [εκλογή του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στο προεδρικό αξίωμα] ήταν η μέρα της αγροτικής εξέγερσης. Μόνο απ’ τη μέρα αυτή χρονολογείται ο Φλεβάρης των Γάλλων αγροτών. [...] Η δημοκρατία είχε αναγγείλει την παρουσία της στην τάξη αυτή με το φοροεισπράκτορα κι εκείνη αναγγέλθηκε στη δημοκρατία με τον αυτοκράτορα. Ο Ναπολέων ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε αντιπροσωπεύσει εξαντλητικά τα συμφέροντα και τη φαντασία της νέας τάξης των αγροτών που είχε δημιουργηθεί στα 1789. Η αγροτιά, γράφοντας το όνομα του Ναπολέοντα στην προμετωπίδα της δημοκρατίας, κήρυττε […] την επιβολή των ταξικών συμφερόντων της. Ο Ναπολέων δεν ήταν για τους αγρότες ένα πρόσωπο, αλλά ένα πρόγραμμα. […] Όχι άλλοι φόροι, κάτω οι πλούσιοι, κάτω η δημοκρατία, ζήτω ο αυτοκράτορας! Πίσω απ’ τον αυτοκράτορα κρυβόταν ο πόλεμος των χωρικών. Η δημοκρατία που καταψήφισαν ήταν η δημοκρατία των πλουσίων […] Για τη μικροαστική τάξη ο Ναπολέων σήμαινε την κυριαρχία του οφειλέτη πάνω στον πιστωτή» (Μαρξ 2000: 81-82). Και στη 18η Μπρυμαίρ σημειώνει: «Ανέπτυξα σε άλλο μέρος [ Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία ] τη σημασία της εκλογής της 10 του Δεκέμβρη. […] Εδώ φτάνει να παρατηρήσω πώς αυτό ήταν μια αντίδραση των χωρικών, που έπρεπε να πληρώσουν τα έξοδα της επανάστασης του Φλεβάρη, ενάντια στις υπόλοιπες τάξεις του έθνους, μια αντίδραση της υπαίθρου ενάντια στην πόλη» (Μαρξ 1982: 42). Οι γελασμένοι σε όλες τους τις ελπίδες από τη δημοκρατία που γέννησε η Φεβρουριανή Επανάσταση, και καταστραμμένοι περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αγρότες εναπόθεσαν πλέον τις ελπίδες τους στο αντιπλουτοκρατικό πρόγραμμα του Βοναπάρτη.
Η εργατική τάξη ήταν αρκετά αποδυναμωμένη πολιτικά μετά την ήττα του Ιούνη του 1848, δεν συγκροτούσε κοινωνική δύναμη σε επαναστατική κατεύθυνση, για να αποτελέσει πόλο ταξικής συμμαχίας με τους μικροαστούς αγρότες. Άλλωστε, το προλεταριάτο ψήφισε μαζί με τη μικροαστική αγροτική τάξη Λουδοβίκο Βοναπάρτη, καθώς «η εκλογή του Ναπολέοντα σήμαινε […] την αποπομπή του αστικού δημοκρατισμού, την ακύρωση της νίκης του Ιούνη », την ήττα, τελικά, της πλουτοκρατικής δημοκρατίας των φόρων.
Η περαιτέρω αποδυνάμωση της εργατικής τάξης ως επαναστατικής κοινωνικής δύναμης ήρθε με την «κατάργηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος» με τον εκλογικό νόμο της 31 του Μάη του 1850 που «ήταν το coup d’ etat [πραξικόπημα] της αστικής τάξης» ενάντια στη μικροαστική Montagne (Ορεινούς) μετά τις εκλογές στις 10 Μάρτη 1850, αλλά και μια απόπειρα «να περάσει λαθραία η προεδρική εκλογή από τον λαό στην Εθνοσυνέλευση »· κατάργηση στην οποία, ας σημειωθεί, αντιτάχθηκε ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, ο οποίος και επανέφερε την καθολική ψηφοφορία. Γράφει ο Μαρξ για τις συνέπειες αυτού του εκλογικού νόμου για την εργατική τάξη, ειδικότερα για το παρισινό προλεταριάτο: «Μόνο που ο εκλογικός νόμος της 31 του Μάη 1850, το απόκλειε από κάθε συμμετοχή στην πολιτική εξουσία. Το ξέκοβε από αυτό το ίδιο το πεδίο της μάχης. Ξανάριχνε τους εργάτες πίσω στην κατάσταση του παρία που βρίσκονταν πριν από την επανάσταση του Φλεβάρη» . Οι εργάτες έτσι «απόδειξαν πως η ήττα του Ιούνη 1848 τους είχε κάνει για χρόνια ανίκανους για πάλη και πως η ιστορική πορεία θα πρέπει να συνεχίσει το δρόμο της περνώντας πρώτα-πρώτα πάνω από τα κεφάλια τους»
Οι Γάλλοι αγρότες, εντούτοις, όχι μόνο ψήφισαν μαζικά στις 10 Δεκέμβρη 1848 τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη αλλά και τον στήριξαν εξίσου μαζικά στο πραξικόπημά του στις 2 Δεκέμβρη 1851 (αποκορύφωση της πάλης «ανάμεσα στην κοινοβουλευτική αστική τάξη [και την Εθνοσυνέλευσή της] και τον Βοναπάρτη» από τις 31 του Μάη, δηλαδή από την κατάργηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος – βλ. Μαρξ 1982), νομιμοποιώντας τον ανοικτά και με την ψήφο τους. Γράφει ο Μαρξ: «Η ιστορία τους κρατούσε από τον λόγο της και η πλειοψηφία ήταν σε τέτοιο βαθμό δεσμευμένη από τις αυταπάτες της που ίσα - ίσα στους πιο κόκκινους νομούς ο αγροτικός κόσμος ψήφισε ανοικτά το Βοναπάρτη»
Νομίζουμε ότι η λέξη-κλειδί εδώ είναι «αυταπάτες»: ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης σαν πρόγραμμα αυταπατών των μικροαστών αγροτών, για ένα καθεστώς και κράτος ενάντια στους κρατικούς φόρους, ενάντια στη δημοκρατία των πλουσίων-πιστωτών.
...
Λόγω της οικονομικής απομόνωσής της (που προκαλεί επίσης και το “μικροαστικό ατομικισμό”) και λόγω της οικονομικής συγγένειας και συνάμα αντίθεσης προς την αστική τάξη και το προλεταριάτο, η μικροαστική τάξη πιστεύει στη φενάκη του υπερταξικού ουδέτερου κράτους. Προσμένει ότι το ουδέτερο κράτος θα της φέρει το εξ ουρανού μάννα, δηλαδή ότι θα βάλει τέλος στην κατάντιά της. Στην ακραία περίπτωση, οδηγείται συχνά σε μια “λατρεία του κράτους”. Τότε, η μικροαστική τάξη ταυτίζεται με το κράτος» . Αυτός ο «φετιχισμός της εξουσίας», για τον οποίο μας μιλάει ο Πουλαντζάς, συνδέεται άμεσα με το «αποτέλεσμα απομόνωσης» και τη δυνατή (στη συγκυρία) συνεπαγωγή του, την ανικανότητα πολιτικής επιβεβαίωσης έξω από το κράτος (αδυναμία πολιτικής οργάνωσης-αυτοτελούς αντιπροσώπευσης των δρώντων υποκειμένων της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας και παραγωγής), οδηγώντας συχνά στη «λατρεία του κράτους» και στην ταύτιση με το κράτος: ιδίως με ένα κράτος που εμφανίζεται, όπως το βοναπαρτικό, ως αντίθετο με τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
...
Οι μικροαστοί αποτελούν συχνά μια τάξη-στήριγμα του κράτους». Ιδίως ποιου κράτους; «Η συμμαχία τους με την αστική τάξη δεν είναι άμεση, αλλά πραγματοποιείται χάρη στην υποστήριξη εκείνων των μορφών κράτους που η μικροαστική τάξη θεωρεί αντίθετες προς τα συμφέροντα της αστικής τάξης και πρόσφορες στα δικά της» . Μια τέτοια μορφή κράτους της οποίας αποτέλεσαν ιστορικά τάξη-στήριγμα οι μικροαστοί αγρότες αποτελούσε το βοναπαρτικό κράτος εκτάκτου ανάγκης. «Ο εκλεκτός των αγροτών δεν είναι ο Βοναπάρτης που υποτασσόταν στο αστικό κοινοβούλιο, μα ο Βοναπάρτης που διάλυσε το αστικό κοινοβούλιο»
η εξωκοινοβουλευτική μάζα της αστικής τάξης […] καλούσε τον Βοναπάρτη να καταπιέσει, να εκμηδενίσει το τμήμα της που μιλούσε και έγραφε, τους πολιτικούς της και τους συγγραφείς της, το ρητορικό της βήμα και τον τύπο της, έτσι που να μπορεί γεμάτη εμπιστοσύνη, κάτω από την προστασία μιας ισχυρής και απολυταρχικής κυβέρνησης να ασχολείται με τις ιδιωτικές της υποθέσεις. (σ.σ. σας θυμίζει τίποτα;) Δήλωσε ξεκάθαρα πως λαχταράει να απαλλαγεί από την ίδια την πολιτική κυριαρχία και να απαλλαγεί από τους κόπους και τους κινδύνους της εξουσίας. […] [Η αστική τάξη] κάθε στιγμή θυσίαζε το γενικό ταξικό συμφέρον της, δηλαδή το πολιτικό της συμφέρον, στα πιο περιορισμένα και πιο βρώμικα ιδιωτικά της συμφέροντα» . Σε αυτές τις συνθήκες «[ο] ι ρήτορες και οι γραφιάδες της αστικής τάξης, το βήμα της και ο τύπος, με λίγα λόγια, οι ιδεολόγοι της αστικής τάξης καθώς και η ίδια η αστική τάξη, οι αντιπρόσωποι και οι αντιπροσωπευόμενοι, στέκονταν σαν ξένοι μεταξύ τους και δεν καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο».
...
«Στην πραγματικότητα η αυτοκρατορία ήταν η μόνη δυνατή μορφή διακυβέρνησης σε μια εποχή που η αστική τάξη είχε χάσει πια την ικανότητα να κυβερνά το έθνος και η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα αποκτήσει αυτή την ικανότητα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου