26.6.13

Η Τρομοκρατία του κράτους

Η τρομοκρατία του "Νέου Κράτους" Ίσως δεν είναι πολύ γνωστές οι διώξεις που υπέστησαν οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας, προκειμένου να πάψουν να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα.

 Ιδιαίτερα σκληρή περίοδος υπήρξε αυτή της μεταξικής δικτατορίας, όπου στην ουσία όμως εφαρμόστηκαν μέτρα τα οποία συζητιόντουσαν ήδη από καιρό πριν, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Τάσος Κωστόπουλος στο βιβλίο του "Απαγορευμένη Γλώσσα" (εκδόσεις Μαύρη λίστα), στο κεφάλαιο με τίτλο "Η τρομοκρατία του νέου κράτους".

 Από αυτό το κεφάλαιο παραθέτουμε αποσπάσματα όπου με επίσημα στοιχεία κυρίως, αλλά και προφορικές μαρτυρίες δευτερευόντως καταδεικνύει την κατάσταση που επικρατούσε τότε.
.Το περιεχόμενο αυτής της στροφής το συνόψισε με τον σαφέστερο τρόπο ο επίσημος ιστορικός του Μακεδονικού στην Ελλάδα, ο Ευάγγελος Κωφός, όταν ήδη το 1964 έκανε λόγο για "πολιτική αναγκαστικής αφομοίωσης": "Με μια σειρά διοικητικών μέτρων, απαγορεύθηκε στους Σλαυόφωνους να μιλάνε τη σλαβονική διάλεκτο τους δημόσια, οι δε εκτοπίσεις στα νησιά γίνονταν χωρίς διάκριση".1

 Μια σειρά στοιχεία (…) πιστοποιούν ότι η απαγόρευση υπαγορεύθηκε κεντρικά και είχε καθολική εφαρμογή σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Το κυριότερο είναι η ύπαρξη σχετικής διαταγής (αρ. 122770/1936) του γενικού διοικητή Μακεδονίας, η οποία έφερε τον τίτλο "περί αποκαταστάσεως της ενιαίας γλώσσης" και κοινοποιήθηκε σε όλα τα διορισμένα κοινοτικά και δημοτικά συμβούλια της δικαιοδοσίας του.3 

Μολονότι το ακριβές κείμενο της εν λόγω διαταγής δεν έχει ακόμα εντοπιστεί σε κάποιο κρατικό αρχείο, για το περιεχόμενο της είναι αρκετά εύγλωττες οι αποφάσεις που έλαβαν οι αποδέκτες αμέσως μετά την παραλαβή της. Τα μέλη του συμβουλίου "άκουσαν τον πρόεδρο εκθέσαντος εις το συμβούλιον ότι δι' αποφάσεως του κ. Υπουργού Γενικού Διοικητού Μακεδονίας επετράπη [sic] όπως τα δημοτικά και κοιν. συμβούλια θα απαγορεύσουν δι' αποφάσεως των την εν τη περιοχή της δικαιοδοσίας των ομιλίαν διαφόρων ιδιωμάτων παρεφθαρμένων γλωσσών προς αποκατάστασιν της ενιαίας γλώσσης και του εθνικού ημών γοήτρου", αναφέρεται λ.χ. στα πρακτικά μιας κοινότητας του Λαγκαδά, μαζί με τη διευκρίνιση ότι ο πρόεδρος της "πρότεινε όπως απαγορευθή και εν τη δικαιοδοσία της [εν λόγω] κοινότητος οιαδήποτε ομιλία διαφόρων ιδιωμάτων, ξένων και ημετέρας γλώσσης εις παρεφθαρμένην γλώσσαν".4 

Ανάλογες διατυπώσεις συναντάμε και σε διαταγή της Διοικήσεως Χωροφυλακής Γρεβενών, η οποία εκτός από την 122770 επικαλείται επίσης τους Αναγκαστικούς Νόμους 117 ("περί μέτρων καταπολεμήσεως του Κομμουνισμού") και 58 ("περί συστάσεως της Υπηρεσίας Αμύνης του Κράτους"), καθώς και τις "απαραίτητες" αποφάσεις κοινοτικών συμβουλίων, για να ανακοινώσει ότι στο εξής "υποχρεούνται άπαντες οι κάτοικοι της πόλεως Γρεβενών ως και των λοιπών Κωμοπόλεων και Χωρίων της δικαιοδοσίας της καθ' ημάς Διοικήσεως όπως εις τους τόπους συγκεντρώσεως, αγοράς κ.λπ. κέντρα τούτων ομιλώσιν μόνον την επίσημον γλώσσαν του Κράτους" και "πάσα παράβασις της παρούσης θέλει καταδιώκεται και τιμωρείται κατά τας επ' αυτοφώρω διατάξεις, συμφώνως τω άρθρω 697 Ποινικού Νόμου, η δε εκτέλεσις αυτής ανατίθεται εις τα όργανα της Χωροφυλακής".5 

Ένα πρόσθετο στοιχείο είναι η περιοδεία του μεταξικού υπουργού Παιδείας στη Μακεδονία την άνοιξη του 1937, με σκοπό ακριβώς να εξακριβώσει την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του συγκεκριμένου μέτρου από τις κατά τόπους αρχές.6 

Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι από ορισμένους κύκλους -με πρώτη και καλύτερη την ηγεσία του στρατού- ασκήθηκαν πιέσεις υπέρ μιας ακόμη πιο πανηγυρικής καταστολής. Τουλάχιστον αυτό προκύπτει από μια απάντηση του Μανιαδάκη προς το ΓΕΣ, στην οποία ο υφυπουργός Ασφαλείας του μεταξικού καθεστώτος εξηγεί τους λόγους εξωτερικής πολιτικής για τους οποίους "το ημέτερον Κράτος δεν είναι δυνατόν να λάβη νομοθετικά μέτρα γενικώς δια την απαγόρευσιν των ξένων γλωσσών, ιδία εν ταις Νέαις Χώραις" και διευκρινίζει πως "εκτός του ήδη ληφθέντος μέτρου, της απαγορεύσεως δηλ. δι' αστυνομικών διατάξεων των κατά τόπους αστυν. αρχών του ομιλείν τας ξένας γλώσσας κατά τας εμπορικάς συναλλαγάς και συναθροίσεις, ουδέν έτερον μέτρον δύναται να ληφθή επισήμως υπό του Κράτους".7 

Πληροφορίες για την πρόοδο της απαγόρευσης αντλούμε και από τον -λογοκριμένο- Τύπο της εποχής. Στη Φλώρινα, μια καταχώριση σε τοπική εφημερίδα διακηρύσσει λακωνικά στα τέλη Νοεμβρίου του 1936 ότι "ο αναληφθείς άγων κατά της ξενογλωσσίας πρέπει να συνεχισθή εντατικά διότι αποτελεί αυτόχρημα εν εθνικόν καθήκον. Πρέπει να εννοήσωμεν όλοι ότι εις την Ελλάδα υπάρχουν μόνον Έλληνες και ότι μία μόνον γλώσσα πρέπει να ακούεται απ' άκρου εις άκρον της χώρας, η Ελληνική".

 Στην Έδεσσα, πάλι, το βάρος για την εισήγηση της απαγόρευσης το αναλαμβάνει, τυπικά τουλάχιστον, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Σε "έκκληση" του "προς τον Λαόν Εδέσσης και Περιχώρων", που δημοσιεύεται στον τοπικό Τύπο στα μέσα Δεκεμβρίου και υπογράφεται από τον δήμαρχο Γ. Πέτσο, το συμβούλιο ανακοινώνει πως "συναισθανόμενον ως Τοπική Αρχή το ανάρμοστον και άτοπον της συνεχιζόμενης χρήσεως ξενικών γλωσσικών ιδιωμάτων τόσον εν ταις συναλλαγαίς των δημοτών όσον και εν τη ιδιωτική ζωή ενίων εξ αυτών, εν τη συνεδρία αυτού της 2ας τρέχοντος μηνός Δεκεμβρίου εστηλίτευσεν την τακτικήν ταύτην και εξέφρασε την αποστροφήν και την βδελυγμία του προς τα ξένα γλωσσικά ιδιώματα τα χρησιμοποιούμενα τόσον υπό του γηγενούς όσον και υπό του προσφυγικού στοιχείου. Ποιείται δε θερμότατη "έκκλησιν προς τα εθνικά και φιλοπάτριδα αισθήματα των δημοτών και συνιστά όπως μετά φανατισμού αποφεύγωσι την χρήσιν οιασδήποτε ξένης γλώσσης, ομιλώσι δε αποκλειστικώς την ελληνικήν τόσον εν ταις συναλλαγαίς αυτών όσον και κατ' ιδίαν εν τη ιδιωτική ζωή αυτών".9 

Η χρονική σύμπτωση αυτής της τελευταίας ανακοίνωσης με την προαναφερθείσα απόφαση της κοινότητας του Λαγκαδά αφήνει να διαφανεί η πιθανότητα ότι συντάχθηκε και τούτη κάτω από την πίεση της ίδιας κεντρικής διαταγής (122770). Η βιαιότητα της απαγόρευσης της σλαβοφωνίας αποτελεί ένα άλλο χαρακτηριστικό της περιόδου. Σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, οι αρχές του Νέου Κράτους δεν περιορίστηκαν σε "εκκλήσεις" και "συμβουλές" για την αλλαγή των επικοινωνιακών πρακτικών του πληθυσμού, αλλά εξαπέλυσαν ένα κύμα κρατικής τρομοκρατίας ενάντια στους παραβάτες. 

"Όποιος συλλαμβανόταν να μιλάει βουλγαρικά, όπως τα ονόμαζαν", θυμάται ένας δάσκαλος της εποχής, "παραπέμπονταν στο αυτόφωρο και τιμωρούνταν ανάλογα με την οικονομική αντοχή και την κοινωνική του θέση. Η ποινή ξεκινούσε από την απλή επίπληξη "να μη μιλάς άλλη φορά τα παλιοβουλγάρικα" ως το βαρύ χρηματικό πρόστιμο, τη φυλάκιση, τα βασανιστήρια με το περίφημο ρετσινόλαδο, εξορία.. Και επειδή οι χωροφύλακες έπαιρναν ποσοστά από τα πρόστιμα, εξορμούσαν με ιδιαίτερο ζήλο να εκπληρώσουν το "εθνικό" αυτό καθήκον".15 

Ως νομική βάση των διώξεων χρησιμοποιήθηκε το άρθρο 697 του ισχύοντος τότε Ποινικού Νόμου (παράβαση τοπικών αστυνομικών διατάξεων), πιθανότατα δε και ο βενιζελικός νόμος 1322 του 1918, σύμφωνα με τον οποίο "η παραβίασις γενικών διαταγών του Γενικού Διοικητού, αφορωσών εις ζητήματα ασφαλείας, δημοσίας τάξεως [κ.λπ.], εάν δεν είνε εξ ετέρας νομίμου διατάξεως τιμωρητέα δια μείζονος ποινής, συνεπάγεται ποινήν προστίμου μέχρι δραχμών 2.000 ή κρατήσεως μέχρι δύο μηνών ή και αμφοτέρας τας ποινάς, αναβιβαζομένας εν περιπτώσει υποτροπής μέχρι του διπλασίου".16

 Όπως καθολικό ήταν το μέτρο της απαγόρευσης, εξίσου γενικευμένα ήταν και τα μέσα της τιμωρίας. Η χαρακτηριστική, λ.χ., ποινή της υποχρεωτικής κατανάλωσης ρετσινόλαδου, την οποία επέβαλλαν οι χωροφύλακες στους σλαβόφωνους χωρικούς που "πιάνονταν επ' αυτοφώρω" να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα έτσι, ώστε "να βγουν τα βουλγαρικά δηλητήρια από μέσα τους", αναφέρεται από διάφορες πηγές ότι εφαρμόστηκε τόσο στη Φλώρινα ή την Έδεσσα,17 όσο και σε παραδοσιακά πατριαρχικές κοινότητες του Λαγκαδά.18 

Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της κατασταλτικής πολιτικής ήταν η διάρκεια της. Ενώ η διαταγή της Γενικής Διοίκησης για την απαγόρευση εκδίδεται όπως είδαμε στα τέλη του 1936, διώξεις για σλαβοφωνία αναφέρονται μέχρι και στα τελευταία χρόνια της μεταξικής δικτατορίας. "Το 1938 φυλακίστηκα από την αστυνομία 15 μέρες γιατί τραγουδούσα σλαβομακεδονικά", διαβάζουμε στο βιογραφικό σημείωμα ενός αντάρτη του ΔΣΕ από το Μοσχοχώρι της Καστοριάς,19 ενώ την επόμενη χρονιά ένας κάτοικος του Πολυπόταμου της Φλώρινας καλείται να παρουσιαστεί στο δικαστήριο, κατηγορούμενος ότι "την 12ην Φεβρουαρίου ε.έ. κατελήφθη υπό της χωροφυλακής συνομιλών μετ' άλλων προσώπων εις γλώσσαν ακατάληπτον".20

 Οποιαδήποτε τάση για χαλάρωση της γλωσσικής καταστολής θα συναντήσει άλλωστε την άμεση αντίδραση αδιάλλακτων εθνικοφρόνων και των υπηρεσιών ασφαλείας, όπως διαπιστώνουμε από την επιστολή ενός πόντιου γυμναστή απ' τη Γουμένισσα προς τον ίδιο τον Μεταξά (Μάιος 1939). Ο μεσήλικας εκπαιδευτικός "αναφέρει ευσεβάστως τον εθνικόν του πόνον δια την αναστολήν των σωτηρίων μέτρων, τα οποία μόνον από την Εθνικήν Κυβέρνησιν είχον ληφθή -μετά 25ετίαν ολόκληρον- εναντίον της ξενοφωνίας εις τον παραμεθόριον αυτόν τόπον, την Παιονίαν", καταγγέλλει ότι όχι μόνο "εις όλας σχεδόν τας κατοικίας των γηγενών ομιλείται η Βουλγαρική", αλλά "κατόπιν της αναστολής των μέτρων κατά της ξενοφωνίας, ήρχισαν αναφανδόν να την ομιλούν και εκτός της κατοικίας", για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι "το δηλητήριον της ξενοφωνίας και του ξενικού φρονήματος μόνον με τα ανασταλέντα σωτήρια μέτρα της Εθνικής Κυβερνήσεως είναι δυνατόν να παταχθή".

 Η επιστολή του διαβιβάστηκε από τον Εθνικό Κυβερνήτη στον υφυπουργό Μανιαδάκη, που με τη σειρά του την αποστέλλει στο Υπουργείο Παιδείας, ζητώντας από τους αρμόδιους "όπως ευαρεστούμενοι λάβουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα".21 

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να γίνουν αντιληπτές οι επιπτώσεις αυτών των μέτρων στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η προφορική παράδοση της ελληνικής Μακεδονίας είναι γεμάτη με τραγελαφικές ιστορίες, για χωροφύλακες που παραμόνευαν κάτω από τα παράθυρα των σπιτιών για να εντοπίσουν -και να τιμωρήσουν- κρούσματα ενδοοικογενειακής σλαβοφωνίας ή για χωρικούς που κυνηγήθηκαν επειδή έδωσαν παραγγέλματα στα ζώα τους σε λάθος γλώσσα.22 
Μιαν άλλη ιδέα παίρνουμε από ένα δημοσιευμένο υπόμνημα του Σωτηρίου Γκοτζαμάνη προς τον ίδιο τον Μεταξά, στο οποίο, χωρίς να αμφισβητείται η "αναγκαιότητα" εξάλειψης της σλαβογλωσσίας, ασκείται μια διακριτική κριτική στην "υπερβολική" βία που επιστρατεύτηκε στην υπηρεσία αυτού του σκοπού: "Το να υβρίζωνται γέροντες και γραίαι καθ' οδόν ή να συρωνται εις τα αστυνομικόν τμήμα διότι αγνοούν την ελληνικήν", γράφει, "είναι σύστημα άδικον, μετατοπίζον την ευθύνην μιας πραγματικότητος από την ιστορίαν και το Κράτος εις τον ανεύθυνον εν προκειμένω ιδιώτην".23 

Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος των οργάνων της τάξης στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής υπήρξε κάτι παραπάνω από καθοριστικός, όπως εξηγεί σε υπηρεσιακή του έκθεση ο -ενθουσιώδης, κατά τα άλλα- νομάρχης Κοζάνης. "Λίαν τελεσφόρον μέτρον κατά της βουλγαρικής γλώσσης", γράφει, "θεωρούμεν την σύστασιν σταθμών Χωρ/κής εις τας κοινότητας Ερμακιάς και Ολυμπιάδος. Έχομεν υπ' όψει μας την κοινότητα Εμπορίου, όπου άλλοτε ωμιλείτο εξ ολοκλήρου η βουλγαρική γλώσσα και συνετηρείτο και Βουλγαρικόν Γυμνάσιον και όπου σήμερον, χάρις εις την παρουσίαν του χωροφύλακος και την ψυχολογικήν επίδρασιν του Σταθμού Χωρ/κής, έπαυσε να ομιλήται σχεδόν εξ ολοκλήρου η βουλγαρική γλώσσα".24

 Η εκτίμηση του αυτή επιβεβαιώνεται και από άλλες, εντελώς ανεξάρτητες πηγές. Επισκεπτόμενος λ.χ. τη Δυτική Μακεδονία τον Φεβρουάριο του 1938, ο γενικός πρόξενος της Βρετανίας στη Θεσσαλονίκη θα καταθέσει κι αυτός τη δική του μαρτυρία για τα μέσα και τα όρια του όλου εγχειρήματος: "Οι προσπάθειες της αστυνομίας να καταστείλει τη χρήση της σλαβονικής", αναφέρει, "υπήρξαν αντικείμενο παρατήρησης στην κωμόπολη Αμύνταιο επί της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης - Φλώρινας, ένα κέντρο διανομής αυξανόμενης σημασίας στη Δυτική Μακεδονία. [...] Οι δρόμοι του Αμυνταίου περιπολούνται από ένστολους αστυνομικούς σε επιφυλακή, για να πιάσουν τον απερίσκεπτο που θα μιλήσει σλαβονικά ή βλάχικα.

 Αυτό το επίπεδο επαγρύπνησης, ωστόσο, δεν μπορεί να διατηρηθεί αλλού και σε τρία από τα τέσσερα τριγύρω χωριά, όπου δεν υπάρχουν αστυνομικοί, οι άλλες γλώσσες μιλιούνται ελεύθερα". Εκτιμώντας πως "αυτές οι προσπάθειες έχουν λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας", ο φλεγματικός διπλωμάτης κλείνει παρ' όλα αυτά την αναφορά του με τη διαπίστωση ότι "το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει τουλάχιστον μάθει τους ελληνικούς αριθμούς, ούτως ώστε να παζαρεύει στην αγορά χωρίς το φόβο διακοπής".25 

Ένα μέτρο που εφαρμόστηκε ευρύτατα, και όχι μόνο στις σλαβόφωνες περιοχές, ήταν ο υποχρεωτικός σημαιοστολισμός "κατά τας επισήμους ημέρας και τας τοπικάς και Εθνικάς εορτάς", γεγονός που κατά τη γνώμη των τότε αρχών "συντελεί ουχί ολίγον εις την δημιουργίαν της επιδιωκόμενης εθνικιστικής ατμοσφαίρας και καλλιεργεί το πατριωτικόν αίσθημα εις τας ψυχάς των νέων, ιδία, εφ' ων κυρίως βασίζει τας ελπίδας του το Νέον Ελληνικόν Κράτος". Καθώς μάλιστα η απλή ανάρτηση σημαιών θεωρήθηκε μάλλον ανεπαρκής από τους καθοδηγητές αυτής της συντεταγμένης εθνικής ανάτασης, "εκρίθη σκόπιμος ο υδροχρωματισμός των οικιών δια των Εθνικών χρωμάτων, των μεν τοιχωμάτων υδροχρωματιζομένων δια λευκού χρώματος, των δε ξύλινων πλαισίων και λοιπών εξαρτημάτων (παραθύρων, θυρών, κλπ.) δια κυανού τοιούτου".38 
Μεγάλο μέρος της εθνικής προπαγάνδας ανατίθεται βέβαια στην EON, υπό την καθοδήγηση των κατά τόπους δασκάλων, που ως "απόστολοι του πολιτισμού" και "όργανα της Πατρίδας" στα χωριά επιφορτίζονται με πολλαπλούς ρόλους - από την ημιστρατιωτική οργάνωση κι εκπαίδευση της νεολαίας μέχρι την "επιτήρηση" των κατοίκων.39 

Όλα αυτά -να το θυμίσουμε- συμβαίνουν σε μια εποχή που ο σλαβομακεδονικός πληθυσμός της Βόρειας Ελλάδας υφίσταται, εκτός από την απαγόρευση της μητρικής του γλώσσας, μια γενικότερη έφοδο των κατασταλτικών μηχανισμών του Νέου Κράτους. Όλες σχεδόν οι σλαβόφωνες περιοχές της είχαν κηρυχτεί με τον ΑΝ 376/1936 "αμυντικές περιοχές" (Επιτηρούμενη Ζώνη), μέσα στις οποίες κάθε κίνηση των κατοίκων υπαγόταν σε ένα καθεστώς αυστηρού ελέγχου, με απαγορευμένη οποιαδήποτε επικοινωνία ανάμεσα στους ίδιους και τους τυχόν διερχόμενους ξένους,42 δραστική περιστολή της έκδοσης διαβατηρίων με βάση την αξιολόγηση των "κοινωνικών και Εθνικών φρονημάτων" τους από τις στρατιωτικές αρχές,43 ακόμη και στέρηση του δικαιώματος για αγορά γης σε όσους θεωρούνταν "εθνικώς υπόπτου διαγωγής" από τη χωροφυλακή.44 (Το τελευταίο μας θυμίζει τον ισχύοντα νόμο που τροποποιήθηκε για τελευταία φορά το 1990, για την απαγόρευση σύστασης οποιουδήποτε εμπράγματος δικαιώματος σε ακίνητα στις παραμεθόριες περιοχές, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει δοθεί άδεια από αρμόδια επιτροπή, η οποία αποτελείται μεταξύ άλλων και από εκπρόσωπο του στρατού και της αστυνομίας, για την άρση αυτής της απαγόρευσης. 

Βέβαια, πρόκειται για μια διαδικασία καθαρά τυπική, που αφορά στον έλεγχο της ιδιότητας του έλληνα πολίτη). Ταυτόχρονα, οι εκτοπίσεις Σλαβομακεδόνων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που η μεταξική δικτατορία είχε εγκαθιδρύσει στα νησιά του Αιγαίου πήραν ένα μαζικό και αδιάκριτο χαρακτήρα, που ξεπερνούσε κατά πολύ κάθε παλιότερη επίδοση των μηχανισμών ασφαλείας. Η παραμικρή "παρακίνησις κατοίκων εις απείθειαν προς τας αρχάς", όπως αυτή γινόταν αντιληπτή από τα όργανα της δικτατορίας, θεωρούνταν ένδειξη αντεθνικής συμπεριφοράς και οδηγούσε στις αρμόδιες Επιτροπές Στρατιωτικής Ασφαλείας.45

 Φαίνεται επίσης πως η δαμόκλειος σπάθη της εκτόπισης με την ταμπέλα του "βουλγαρίζοντος" λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό ως πηγή προσπορισμού κερδών για σύμπασα τη στελέχωση των μηχανισμών ασφαλείας. Το πιστοποιεί μεταξύ άλλων και μια πηγή υπεράνω πάσης υποψίας, όπως είναι το εγκεκριμένο από το ΓΕΣ προπαγανδιστικό εγχειρίδιο του Δώρου Πεφάνη (1949). "Δυστυχώς", γράφει, "είναι άπειρα τα παραδείγματα, κατά τα οποία η φράσις "είσθε Βούλγαροι" συνωδεύετο και από εκμετάλλευσιν. Από τον Νομάρχην Φλωρίνης - Καστοριάς της 4ης Αυγούστου είχε γίνει πλουτοφόρος επιχείρησις το "ή δίνεις τόσα ή σε στέλλω εξορία ως Βουλγαροκομμουνιστή". Και δίπλα στο Νομάρχη, ο χωροφύλακας ή ο κατώτερος υπάλληλος. Και στα δικαστήρια ακόμη η ιδιότης του Σλαβοφώνου ήτο περίπτωσις επιβαρυντική". 48 

Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου η καταστολή θα γενικευτεί ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα τον σωρηδόν εκτοπισμό χιλιάδων "ξενόφωνων" κατοίκων της μεθορίου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν συχνά και οι οικογένειες φαντάρων που πολεμούσαν -και συχνά διέπρεπαν- στα μέτωπα της Αλβανίας. Η ψύχωση της εθνικής ανασφάλειας και το μίσος απέναντι στον δυνάμει "εσωτερικό εχθρό" υπήρξαν τέτοια, που ακόμη κι αυτός ο κατοχικός γενικός επιθεωρητής νομαρχιών Μακεδονίας, Αθανάσιος Χρυσοχόου, θα κάνει μεταπολεμικά λόγο για "αψυχολόγητα και εν πολλοίς άδικα μέτρα" τα οποία, βασισμένα σε "επιπόλαια μόνον έρευνα των κατά τόπους κατωτέρων οργάνων της χωροφυλακής και αυθαίρετον χαρακτηρισμόν των υπόπτων", παρέσυραν "εις εκτοπισμούς ακραιφνείς Έλληνας, πατέρας και αδελφούς διακρινομένων εις το μέτωπον πολιτών ή άλλους φιλήσυχους".49

 Ένα ριζοσπαστικότερο σχέδιο του καθεστώτος, για την απομάκρυνση όλων συλλήβδην των σλαβόφωνων Μακεδόνων από τις παραμεθόριες εστίες τους και τον εποικισμό της Επιτηρούμενης Ζώνης με ελληνόφωνους πληθυσμούς (κατά προτίμηση Σαρακατσάνους νομάδες), αν και στα σκαριά, τελικά δεν πρόλαβε να υλοποιηθεί. (Πρόγραμμα βεβαίως που υλοποιήθηκε αργότερα, στη δεκαετία του '50 στα χωριά Κρυσταλλοπηγή και Άγιος Γερμανός των Πρεσπών, όταν μετά τον εμφύλιο, ερημώθηκαν από τους κατοίκους τους, οι οποίοι ανέρχονταν σε κάποιες χιλιάδες και κατέφυγαν σε ανατολικές χώρες ή και αλλού. Κάποιοι από αυτούς, τους "μη Έλληνες το γένος", που έχουν απομείνει είναι που ζητάν να τους επιτραπεί να επισκεφτούν τη γη που γεννήθηκαν). Από την πλευρά των άμεσα ενδιαφερόμενων, οι αντιδράσεις στην απαγόρευση ποικίλλουν κατά περίπτωση. 

Ο Παύλος Κούφης αναφέρει δυο διαφορετικά δείγματα δημόσιας διαμαρτυρίας από το χωριό του. Στην πρώτη περίπτωση, ευκατάστατος πρώην μετανάστης από την Αμερική, καταδικασμένος σε πρόστιμο 500 δραχμών επειδή μίλαγε τη μητρική του γλώσσα, αφήνει στο δικαστήριο χιλιάρικο δηλώνοντας με περηφάνια πως "αύριο θα ξανάρθει". Στη δεύτερη, ένας παλιός Μακεδονομάχος αφήνει την πίκρα και την οργή του να ξεσπάσουν αμέσως μετά την τιμωρία του για τον ίδιο λόγο: "Γιατί κύριε Ειρηνοδίκη; Γιατί; Τι σι έκανα; διαμαρτύρεται με τα σπασμένα ελληνικά του. Σι σκότωσα τη πατέρα; Κάθεστε δω πέρα και τρώτε σαν τα αρκούδες!".58 

Άλλοι πάλι, λιγότερο θαρραλέοι, αντιμετωπίζουν την καινούρια κατάσταση με το σκωπτικό δίστιχο "Ελλάς, Ελλάς πλήρωσε και μη μιλάς".59 Οι περισσότεροι, τέλος, φαίνεται πως υπέφεραν περιμένοντας να σημάνουν καλύτερες μέρες κι επιδιδόμενοι σε έναν ιδιότυπο γλωσσικό "ανταρτοπόλεμο" με τις αρχές. Χαρακτηριστική μπορεί να θεωρηθεί η ανάμνηση ενός νεαρού μαθητή της εποχής, Αρβανίτη στην καταγωγή, από ένα γαμήλιο γλέντι σε σλαβόφωνο χωριό της Φλώρινας: "Σαν φάγανε, άρχισαν τα τραγούδια. Ποια τραγούδια! Τα ελληνικά τα σχολικά. Του Κίτσου η μάνα, ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, σαν πας στην Καλαμάτα. Σαν τέλειωσαν και είπαν και το Μακεδονία ξακουστή, δεν έμεινε πια παρά ο εθνικός ύμνος, όπως είπε πειραχτικά ο Παντελής, φίλος των παιδιών. [...]Άρχισε ο χορός. 

Εκεί χωρούσαν και οι τοπικοί χοροί. Χόρεψαν οι νέοι και οι κοπέλες μέχρι τα βαθιά μεσάνυχτα. Τότε δεν άντεξε ο κόσμος. Σπιούνος ανάμεσα τους δεν υπήρχε. Έτσι άρχισαν χαμηλόφωνα τα σλαβικά γαμήλια τραγούδια. Γάμος δε γίνεται με σχολικά τραγούδια. Κούνια που τους κούναγε αυτούς που σκέφτηκαν ν' απαγορεύσουν γλώσσα και τραγούδια!".60 1.Kofos 1964,σ.50. 3.Διβάνη 1995, σ. 116· Karakasidou 1997, σ. 162" Κάραμποτ 1997, σ. 264- ΙΑΥΕ/1937/30, αστυνομική διάταξις αρ. 224/53/2α της ΔΧ Γρεβενών (27/3/37) και "Απαγόρευσις Μακεδονορουμανικής διαλέκτου (Κουτσοβλάχικα)", συνημμ. σε ρηματική διακοίνωση της ρουμανικής πρεσβείας Αθηνών προς Ι. Μεταξά, Αθήναι 27/5/37, αρ. 1499, σ. 1-2. 4.Απόφαση αριθ. 134 του κοινοτικού συμβουλίου Ασσήρου (13/12/1936), παρατίθεται σε Karakasidou 1997, σ. 162. Ευχαριστώ τη συγγραφέα για την παροχή της (τρόπον τινά ελληνόγλωσσης) πρωτότυπης διατύπωσης. 5.ΙΑΥΕ/1937/30, ΔΧ Γρεβενών, "Περί αποκαταστάσεως ενιαίας επισήμου γλώσσης εν ταις αγοραίς και τόποις συγκεντρώσεων της καθ' ημάς Διοικήσεως", Εν Γρεβενοίς 27/3/37, αρ. 224/53/2α. 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διαταγή αφορά σχεδόν αποκλειστικά τα βλάχικα, μοναδική μειονοτική γλώσσα του νομού' συμφωνά όμως με όλες τις ενδείξεις, η διατύπωση της απαγόρευσης ήταν λίγο-πολύ κοινή παντού. 6.Κάραμποτ 1997, σ. 264. 7.ΙΑΥΕ/1937/30, Κ. Μανιαδάκης προς Α2 ΓΕΣ, Εν Αθήναις 7/8/37, αρ. 57/12/13/19. 9.Εμπρός (Έδεσσας) 13/12/36, σ. 1. Η "Έκκλησις" φέρει χρονολογία 12/12/36. 15.Κούφης 1990, σ. 55. Βλ. επίσης Γιαγγιώργος 1993, σ. 60. 16.Άρθρο 6 του Ν.1322/16.4.1918, όπως τροποποιήθηκε από το ν.δ. της 25/7/23, σε Ayy. Μπουρόπουλος (επιμ.), Ποινικός Κώδιξ, Εν Αθήναις 1937, σ. 372. 17.Danforth 1995, σ. 72. Anastasia Karakasidou, "Politicising culture: negating ethnic identity in Greek Macedonia", Journal of Modern Greek Studies (1993), σ. 3· Andrew Rossos, "The Macedonians of Aegean Macedonia: a British Officer's report, 1944", Slavic & East European Review 4 (1991), σ. 299· Μάρκος Μέσκος, Μονχαρέμ, Αθήνα 1999, σ. 127-8. 18.Jane Cowan, Dance and the body politic in Northern Greece, Πρίνστον 1990, σ. 43. 19."Βιογραφικό σημείωμα Κύρκου Λάμπη", δημοσιεύθηκε από τον Γιώργο Μαύρο στην 86η συνέχεια της σειράς "Το Αρχείο του Εμφυλίου", Ελενθεροτνηία 26/5/86. 

Αξιοσημείωτος είναι ο σχολιασμός της πληροφορίας από το δημοσιογράφο-επιμελητή: "Στον μαχητή του Δημοκρατικού Στρατού Λάμπη Κύρκο θα πρέπει κάποιος φωστήρας να του 'χε πει ότι είναι... Σλαβομακεδόνας. Γι' αυτό, ο άνθρωπος από την πολλή πίστη στο κόμμα το είχε πιστέψει και η συμπεριφορά του ήταν ανάλογη. Συλλαμβάνεται, έτσι, από την μεταξική δικτατορία επειδή τραγουδούσε... σλαβομακεδονικά τραγούδια (;) [...] και γενικά φέρεται (;) σαν Σλαβομακεδόνας". Όλα αυτά τη στιγμή που, σύμφωνα με το ίδιο το βιογραφικό, η ένταξη του συγκεκριμένου μαχητή στο ΕΑΜ έγινε το 1942 και στο ΚΚΕ το 1943, πέντε ολόκληρα χρόνια μετά την καταδίκη του! 20.Κλητήριο θέσπισμα με ημερομηνία 24/4/1939, παρατίθεται μεταφρασμένο σε UCM 1985, τ. Β', σ. 72, και Keramidciev 1951, σ. 70 (ελλ. μτφ.).

 Η έκφραση "ακατάληπτος γλώσσα" ή "γλώσσα μη καταληπτή εις πάντας" αποτελεί πάγια διατύπωση των σχετικών εγγράφων. 21.ΙΑΥΕ/1939/13, Αγαθάγγελος Φωστηρόπουλος προς Ιω. Μεταξά, Γουμένισσα 17/5/39, συνημ. σε Κ. Μανιαδάκης προς ΥΠΕΠΘ, Εν Αθήναις 13/6/39, αρ. πρωτ. 29/83/8. 22.Για μερικές περιπτώσεις καταγραφής τέτοιων ανεκδοτολογικών αφηγήσεων, βλ. Γιαγγιώργος 1993, σ. 60· Danforth 1995, σ. 72' Αχιλλέας Παπαϊωάννου, "Η ιστορία του χωρίου μου (Καλέβισια-Καλή Βρύση)", αδημοσίευτο δακτυλογράφο (1963-70), σ. 27· Eric Siesby, The Slav Macedonians in Greece, Κοπεγχάγη 1993, σ. 13· Riki Van Boeschoten, "The political dimension of switching languages", εισήγηση στο διεθνές συνέδριο "Contact & Conflict", Βρυξέλλες 28-31/5/97, σ. 6· Κωστόπουλος-Λιθοξόου-Εμπειρίκος 1992, σ. 23. 23.Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, "Υπόμνημα περί μειονοτήτων και αφομοιώσεως πληθυσμών" (Αθήναι 5/1/39), περιέχεται στο βιβλίο του ίδιου.

 Υπομνήματα περί της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικές, περί μειονοτήτων και αφομοιώσεως πληθυσμών, Αθήναι [1942], σ. 86. 24.ΙΑΥΕ/ 1937/30, έκθεση του Νομάρχη Κοζάνης, "Επί της εν γένει καταστάσεως του νομού" (Κοζάνη 2/9/37), περιέχεται σε Ν. Λιανόπουλος προς διάφορες υπηρεσίες, Εν Αθήναις 4/10/37, αρ. 59135. 25.FO 371/22372/R3533, "Salonica Report ? 80 for February 1938", συνημμένο σε Waterlow to Halifax, Athens 23/3/38, n° 118. 38.Λιθοξόου 1993, σ. 37. 39.Βαφειάδης 1939, σ. 5 & 9-12" Λιθοξόου 1993, ο. 37-8. 42.ΙΑΥΕ/1939/Α/6, Εγκύκλιοι του 2ου-3ου Γραφείου ΓΕΣ (Κ. Πλάτης) προς Β' & Γ Σ.Σ. και 8η Μεραρχία, Εν Αθήναις 2/6/39, αρ. πρωτ. 68567/6/39, και 6/10/39, αρ. πρωτ. 405582. Βλ. επίσης Κάραμποτ 1998, σ. 269-70, και Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974, Αθήνα 1983, σ. 430, που εκτιμά ότι με τη δημιουργία της Επιτηρούμενης Ζώνης "υπέστησαν, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, πολλαπλές πιέσεις οι εθνικές μειονότητες" των παραμεθόριων νομών. 43.ΙΑΥΕ71939/13, Α/ΓΕΣ Αλ. Παπάγος προς Υπ. Εσωτ., Εν Αθήναις 26/5/39, αρ. πρωτ. ΑΠ 68155/6/36, και Λ. Μελάς προς Υπ. Εξ., Εν Αθήναις 3/6/39, αρ. πρωτ. 13143/Α/6/9. 44.ΙΑΥΕ/1939/17, Α/ΓΕΣ Αλ. Παπάγος προς Υπ. Γεωργίας, Εν Αθήναις 24/4/39, αρ. πρωτ. ΑΠ 67139/6/33. 45.Διβάνη 1995, σ. 347- Κάραμποτ 1997, σ. 269-70- ΙΑΥΕ/1939/17, IX Μεραρχία (Ν. Στάης) προς Β' Σ.Σ., [άνοιξη 1939], αρ. πρωτ. ΑΠ 3901, και Α/ΓΕΣ Αλ. Παπάγος προς Β' Σ.Σ., Εν Αθήναις 11/4/39, αρ. πρωτ. ΑΠ 67033. 48.Πεφάνης 1949, σ. 117. 49.Αθ. Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία. Βιβλίον 2ον. Η δράσις της βουλγαρικής προπαγάνδας, τ. Α', 1941-42, Θεσ/νίκη 1950, σ. 15. Για τις εκτοπίσεις γονέων τη στιγμή που τα παιδιά τους πολεμούσαν στην Αλβανία, βλ. επίσης Κουφής 1990, σ. 58-9· ΑΦΔ/68/11 & 28· Α. Αιακός, "Η Βόρειος Ελλάς και αϊ δρώσαι εν αυτή ξέναι προπαγάνδαι", και Κ. Σαμαράς, "Περί της στάσεως των σλαυοφώνων και βλαχοφώνων της Βορ. Ελλάδος κατά την περίοδον της Κατοχής". 58.Κούφης 1990, σ. 55-6. 59.Karakasidou 1993, σ. 11.

1 σχόλιο: