Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΝΤΙΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από την κατάκτηση σημαντικού τμήματος της Μακεδονίας από το Ελληνικό κράτος κρίνουμε σκόπιμο να αναδείξουμε μερικές από τις πιο σκοτεινές πτυχές αυτής της «εθνικής επιτυχίας». Ξεκινάμε λοιπόν από ένα από τα πιο δραματικά στιγμιότυπα, τον Ελληνικό Μακεδονικό Αγώνα ή καλύτερα τον Ελληνικό Αντιμακεδονικό Αγώνα που έχει υποστεί την αναγκαία «επεξεργασία» από την εθνική ιστοριογραφία.
Από τη μια μεριά επομένως στέκει ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ. Διαβάζουμε στο βιβλίο «Ο ΕΝΟΠΛΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1904-1908) Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ» του γνωστού εθνικιστή ιστορικού Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου: «Κάθε πρόσωπο που έλαβε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα, έγραψε ιστορία. Συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί κοινοτήτων, χωριών, κωμοπόλεων και πόλεων, πήραν μέρος στον Μακεδονικό αγώνα και διατράνωσαν την παρουσία τους με την προσφορά τους στην ευνοϊκή έκβασή του. Στην ένοπλη φάση διαπιστώνει κανείς τη μαζική και τη συλλογική προσπάθεια του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την αντιμετώπιση των Βουλγάρων. Και αυτό είναι το πιο ουσιαστικό.
Ούτε ένας Μακεδόνας δεν έμεινε έξω από τον αγώνα. Όλοι οι Έλληνες του μακεδονικού χώρου έτρεξαν να βοηθήσουν και να συμπαρασταθούν με οποιαδήποτε μέσα είχαν στη διάθεσή τους στα ελληνικά ανταρτικά σώματα και στις αντάρτικες επιχειρήσεις τους. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η κύρια αιτία για την ευνοϊκή έκβαση του Μακεδονικού αγώνα παρά το αμφίρροπο τέλος του. Αν θελήσει κανείς να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της χρονικής περιόδου 1904-1908, μπορεί να διαπιστώσει με αντικειμενικά κριτήρια την επιτυχημένη και αποτελεσματική δράση των ελληνικών σωμάτων, τα οποία επωφελήθηκαν σημαντικά από τις εσωτερικές διενέξεις της βουλγαρικής Οργάνωσης, αλλά κυρίως από τη θερμή συμπαράσταση των ελληνόφωνων, σλαβόφωνων, βλαχόφωνων και αλβανόφωνων ελληνικών πληθυσμών της νότιας και μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας. Σ” αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση κατέληγε στα 1906 και ο αυστριακός πρόξενος του Μοναστηρίου, ο οποίος υπογράμμιζε το γεγονός ότι τα ελληνικά αντάρτικα σώματα είχαν από παντού τη συμπαράσταση των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας, ενώ αντίθετα τα βουλγαρικά απαιτούσαν πάντοτε με ειρηνικό ή βίαιο τρόπο τρόφιμα, χρήματα και πολεμοφόδια».
Απέναντι του στέκει μια άλλη ιστορική προσέγγιση, αυτή του Δ. Λιθοξόου με την ιστορική μελέτη του «Ο μακεδονικός Αγώνας ή Ο Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας¨. Στην Εισαγωγή του διαβάζουμε: Φυλλομετρώντας τη σχετική εθνική ελληνική βιβλιογραφία, βρίσκουμε έναν χαρακτηριστικό εκλαϊκευτικό «ορισμό» του λεγόμενου μακεδονικού αγώνα, στο βιβλίο του Παύλου Τσάμη:
«Ο Μακεδονικός Αγών αποτελεί λαμπρή σελίδα της ιστορίας του Έθνους, άγνωστη ακόμα στο πολύ κοινό, μολονότι πραγματεύεται μία από τις πιο δοξασμένες και μεγαλόπνοες προσπάθειες, που κατέβαλε η ελληνική φυλή. Ο αγώνας αυτός μπορεί να θεωρηθή σαν δεύτερος σημαντικός σταθμός στην εθνική ζωή, ύστερα από το 1821. Φαντάζει σαν μια φωτιά που, καίγοντας και φωτίζοντας απ” άκρη σ” άκρη την Μακεδονία, στάθηκε ικανή να την κρατήση ελληνική. Ο Μακεδονικός Αγών έχει να επιδείξη αφάνταστες αυτοθυσίες και απαράμιλλους ηρωισμούς, σημειώνει δε μία περίοδο ανατάσεως του Έθνους». Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται και το σχετικό απόσπασμα ενός εθνικού ιστορικού, του Απόστολου Βακαλόπουλου: «Η θέση των Μακεδονομάχων, που με το αίμα τους στοίχειωσαν τη χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είναι στο πλάγι των αγωνιστών του 1821. Αν εκείνοι ανέστησαν το ελληνικό κράτος, αυτοί ανανέωσαν τους ηρωισμούς των και συμπλήρωσαν το έργο εκείνων. Πραγματικά ο ιστορικός που θεωρεί τα γεγονότα της εκατονταετίας 1821-1921 ξεχωρίζει τρεις μεγάλους σταθμούς: την επανάσταση του 1821, τον Μακεδονικόν αγώνα (τέλη 19ου – αρχές 20ου αι.) και την εξόρμηση του 1912-1913. Ο δεύτερος σταθμός που φτάνει στην ύψιστή του ακμή στα 1904 – 1908, γιατί τότε συστηματοποιείται και κορυφώνεται ο Μακεδονικός αγώνας, είναι συνεχής και έντονος, πλούσιος σε ηρωικές θυσίες, αλλά και σε επιτεύγματα».
Αν επιχειρήσουμε να ενοποιήσουμε τα ανωτέρω, τότε θα λέγαμε πως ως μακεδονικός αγώνας θεωρείται στην ελληνική εθνική ιστορία ο ηρωικός αγώνας των Ελλήνων της Μακεδονίας κατά το διάστημα 1904-1908, για τη διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας και την ανεξαρτησία τους. Ένας αγώνας που από εθνική άποψη πρέπει να θεωρείται ο δεύτερος σημαντικός σταθμός, μετά την επανάσταση του ’21.
Αυτός ωστόσο ο «ηρωικός αγώνας» υπάρχει μόνο στα βιβλία των ελλήνων ιστορικών. Ο πραγματικός ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας, όπως πρέπει να λέγεται, είναι η συστηματική προσπάθεια που κατέβαλε το ελληνικό κράτος στις αρχές του αιώνα, για να χτυπήσει το εθνικό – δημοκρατικό αυτονομιστικό κίνημα των Μακεδόνων. Στον αγώνα αυτόν, το ελληνικό κράτος και εθνικιστικό παρακράτος, συμμάχησε με το οθωμανικό κατεστημένο της εποχής. Λεφτά και όπλα διετέθησαν άφθονα, για τη συγκρότηση και αποστολή ένοπλων μισθοφορικών ομάδων σε μη κατοικούμενα από Έλληνες μακεδονικά εδάφη, για να τρομοκρατήσουν το μακεδονικό πληθυσμό και να ανακόψουν τη διαδικασία της μακεδονικής εθνογένεσης. Οι ελληνικές μισθοφορικές ομάδες, υπό την ηγεσία ελλήνων αξιωματικών και υπαξιωματικών, έσφαξαν, βίασαν και πλιατσικολόγησαν. Έσπειραν τη φρίκη και το θάνατο στα μακεδονικά χωριά και προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να εμποδίσουν την ανάπτυξη της εθνικής μακεδονικής ιδεολογίας και τον δημοκρατικό – αυτονομιστικό αγώνα των Μακεδόνων.
Ο Ηλίας Ζαφειρόπουλος εκπροσωπώντας τον εκδοτικό οίκο «Μεγάλη Πορεία» γράφει στις 4-4-1998, εκτιμά ότι το βιβλίο του Λιθοξόου «έρχεται σε σύγκρουση με την κεντρική ιδέα ότι ο ελληνικός πολιτισμός εξ αιτίας της ανωτερότητας του έχει την ικανότητα να αφομοιώνει τις άλλες, υποτίθεται πολιτιστικά κατώτερες εθνότητες». Πρόκειται για την ιδέα της αφομοιωτικής ικανότητας που εμπεριέχεται στη Μεγάλη Ιδέα, που μεσουράνησε στην εποχή της εδαφικής επέκτασης του νεοελληνικού κράτους. Η Μεγάλη Ιδέα είναι η απαίτηση για ελληνική κυριαρχία σε ένα έδαφος όπου δε ζούσαν Έλληνες. Η βία ήταν η μόνη αποτελεσματική μέθοδος μιας τέτοιας εδαφικής επέκτασης. Ο εθνικός καταναγκασμός και η εθνική εκκαθάριση ήταν η μόνη μέθοδος αφομοίωσης των ντόπιων μη ελληνικών πληθυσμών. Το βιβλίο επομένως του Λιθοξόου αποκαλύπτει το βασικό έγκλημα του ελληνικού επεκτατισμού, την επίθεση ενάντια στη συγκρότηση του νεαρού, τότε, μακεδονικού έθνους και η παρεμπόδιση της δημιουργίας ενός πολυεθνικού και δημοκρατικού μακεδονικού κράτους. Έγκλημα που η ελληνική επίσημη ιστοριογραφία εμφάνισε ως απελευθέρωση και ολοκληρώνεται με την συστηματική εθνοκάθαρση του μακεδονικού πληθυσμού που έζησε σε συνθήκες κατοχής μέσα στα ελληνικά σύνορα.
Στις 20 Ιουλίου 1903 ξέσπασε η επανάσταση του Ίλιντεν, που προετοιμάστηκε μεθοδικά από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), με την συμμετοχή του αγροτικού χριστιανικού πληθυσμού, εξαρχικού και πατριαρχικού, που ήταν σχεδόν καθολική στη Δυτική Μακεδονία. Η επανάσταση προκαλεί φόβο εξίσου στους Οθωμανούς όσο και στο ελληνικό κράτος, που συνεργάζονται για την κατάπνιξη του: πατριαρχικός κλήρος, πρόξενοι και σπιούνοι στέκονται στο πλευρό των βασιβουζούκων και του οθωμανικού στρατού που προχωρά σε τρομερές βιαιοπραγίες. Από την έκθεση του προξένου στο Μοναστήρι Κιουζέ Πεζά προς τον έλληνα πρωθυπουργό, μετά από την συνάντηση του με τον νέο Βαλή Εδίπ Πασά, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η διαταγή του μεγάλου βεζίρη προτρέπει σε στενή συνεργασία με το ελληνικό προξενείο προς την αντιμετώπιση των επαναστατών.
Ο Πεζάς, πληροφορείται μέσω πρακτόρων τις κινήσεις των επαναστατών και τις καρφώνει στο βαλή, ενώ έκδηλη είναι η ελληνική ανησυχία για την προσχώρηση των πατριαρχικών πληθυσμών στην εξέγερση. Μάλιστα ο νέος πρόξενος Κ.Κυπραίος καρφώνει και την ημερομηνία της εξέγερσης. Η ελληνική κυβέρνηση δε φείδεται χρημάτων προκειμένου να εμποδίσει την συμμετοχή των πατριαρχικών πληθυσμών, ενώ ο Κυπραίος προβληματίζεται μήπως πρέπει «να καταδιώξωμεν από κοινού μετά των Τούρκων τους ημετέρους (πατριαρχικούς) πληθυσμούς επαναστατήσαντας κατ” αυτών»! Στην άγρια κατάπνιξη της εξέγερσης και στις σφαγές (χωριό Κόσινετς) παίρνει μέρος ο συνεργάτης του Μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη και των Οθωμανών καπετάν Στρεμπενιώτης με τους άνδρες του και τους Κρητικούς μισθοφόρους. Μάλιστα, ο Καραβαγγέλης εκμεταλλεύεται την απελπιστική κατάσταση των καταδιωκόμενων εξαρχικών επαναστατών. Η προσφορά ψωμιού και προστασίας γίνεται με αντίτιμο τη δήλωση επιστροφής στο Πατριαρχείο.
Η ελληνική ιστοριογραφία πλάθει μια περιγραφή της εξέγερσης βουτηγμένη στα ψεύδη, πρωτοστατούντος του Ε.Κωφό, για δεκαετίες σύμβουλο του ελληνικού ΥΠΕΞ:
Το Ίλιντεν ήταν ένα βουλγάρικο κίνημα
Πήραν μέρος κυρίως σλαβόφωνοι καθοδηγούμενοι από κομιτατζήδες.
Ελάχιστοι πατριαρχικοί συμμετείχαν στην επανάσταση και αυτοί εξαναγκασμένοι.
Οι αντάρτες χτυπούσαν βίαια και αδιάκριτα τον άμαχο μουσουλμανικό πληθυσμό και τους πατριαρχικούς
Τα οθωμανικά αντίποινα ήταν αναμενόμενα και επιδιωκόμενα ώστε να προκληθεί η επέμβαση των Μ.Δυνάμεων για την επιβολή μεταρρυθμίσεων.
Το Ίλιντεν δεν ήταν επανάσταση ή λαϊκή εξέγερση.
Στην πραγματικότητα η εξέγερση του Ίλιντεν αποτελεί σημείο αναφοράς και σύμβολο αγώνα για τους Μακεδόνες, κορυφαία πράξη του αντιοθωμανικού λαϊκού επαναστατικού μακεδονικού κινήματος που προηγείται και προκαλεί τη μισθοφορική ελληνική αντεπαναστατική επέμβαση. Υπάρχουν σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά αίτια -χείριστη Οθωμανική Διοίκηση, Διαφθορά, Καταπίεση κράτους-τοπικών αρχών-στρατού-γαιοκτημόνων, Δυσβάστακτοι Φόροι, Ανυπαρξία στοιχειωδών υποδομών και Εκπαίδευσης, Εξυπηρέτηση Κυριάρχου Έθνους και τρομοκράτηση υπολοίπων, Εξευτελισμοί και Περιφρόνηση ζωής και οικογενειακής τιμής.
Οι Τσερναλιστές προτείνουν ένα πρόγραμμα με έντονο το κοινωνικό στίγμα που προβάλλει την ιδέα της δημιουργίας Ανεξάρτητου Μακεδονικού Κράτους, με τελικό στόχο τη Βαλκανική Ομοσπονδία. Ξεκαθάρισαν επίσης το εξής: «πρέπει να εθίσητε αυτούς να μην αναμένωσι καμμίαν βοήθειαν παρά της Ρωσσίας, Αυστρίας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδος, αλλά να βασίζωνται επί της ιδίας αυτών δυνάμεως. Πρέπει ν΄ αναπτύξετε αυτοίς ότι η ελευθερία δεν δίδεται ως ελεημοσύνη εις τους λαούς αλλ΄ αυτή αποκτάται διά των όπλων, και όταν το όπλον ευρίσκεται εις την χείρα τότε και η δύναμις αυξάνει»!
Τα ψεύδη του ελληνικού κράτους και των κρατικοδίαιτων ιστορικών καταρρέουν από την ανάγνωση ανέκδοτων ντοκουμέντων του ελληνικού ΥΠΕΞ με συγγραφέα το διπλωματικό υπάλληλο Γ.Τσορματζόπουλο, μετά από διαταγή του υπουργού Άθω Ρωμανού για περιοδείες προς συναγωγή συμπερασμάτων. Υπολογίζει σε 300 τα θύματα των ανταρτών, την τελευταία 7ετία, μεταξύ των πατριαρχικών και υπογραμμίζει ότι οι αντάρτες δεν πείραξαν, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων (προδοτών και φιλότουρκων) την ηγεσία των πατριαρχικών μακεδόνων αγροτών (πρόκριτοι, ιερείς, δάσκαλοι). Επίσης, δίνει έμφαση στη μακεδονική εντοπιότητα του επαναστατικού κινήματος και την αντίθεση του με τις βουλγαρικές επιδιώξεις και ωθεί ακόμη και σε συγκρούσεις. Για το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών το Ίλιντεν ήταν μια μεγάλη λαϊκή επανάσταση που έλαβε μαζικά μέρος ο χριστιανικός πληθυσμός της Δυτικής Μακεδονίας ανεξαρτήτως δόγματος με στόχο την πολιτική αυτονομία και στρατηγική επιδίωξη την συγκρότηση ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους. Τα χτυπήματα των επαναστατών ήταν στην πλειοψηφία τους προεπιλεγμένα, είχαν ταξικό-αντιοθωμανικό πολιτικό χαρακτήρα και όχι γενικώς αντιμουσουλμανικό.
Το Μάιο του 1903, ο Π.Μελάς λαμβάνει επιστολή από το μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη με την οποία του ζητούσε την αποστολή ομάδας Ελλήνων μισθοφόρων για να χτυπήσει τα εξαρχικά χωριά της περιοχής του. Ο Π.Μελάς απευθύνεται στο Σφακιανό ανθυπολοχαγό Γ.Τσόντο (καπετάν Βάρδα) και αυτός στρατολογεί 10 γνωστούς Κρητικούς παλικαράδες, τους οποίους πληρώνει η κόμισα Λουΐζα Ριανκούρ. Αυτοί μπαίνουν στις διαταγές του Βαγγέλη Γεωργίου ή Στρεμπενιώτη, παλιού μέλους του ΒΜΡΟ που εξαγοράστηκε από το Καραβαγγέλη, έγινε αρχηγός της σωματοφυλακής του και είχε άδεια από τις Οθωμανικές αρχές να κυνηγά τους κομίτες. Ο Καραβαγγέλης επικεφαλής ενός σώματος που το απαρτίζουν Τουρκαλβανοί στρατιώτες, γκραικομάνοι, αρβανίτες και Κρητικοί μισθοφόροι, μπαίνει στα εξαρχικά χωρία και με την τρομοκρατία απαιτεί να λειτουργήσει. Δίνει μάχες με επαναστατικές ομάδες, στρατολογεί ληστές για να τρομοκρατούν εξαρχικούς. Μάλιστα, οι Κρητικοί μισθοφόροι του Καραβαγγέλη θα συνεργαστούν με τον Οθωμανικό στρατό για να χτυπήσουν τους Μακεδόνες επαναστάτες στο εξαρχικό χωριό Κόσινετς.
Καθώς η ελληνική πολιτική ηγεσία πρέπει να πάρει αποφάσεις στρατηγικού και τακτικού χαρακτήρα, και ενώ οι εθνικιστικοί κύκλοι (Μελάδες, Δραγούμηδες, αδελφοί Πολίτου, Ρακτιβάν, Λάμπρος, Δέλλιος, Μαύρος, Μάτεσης, Βαρατάσης) πίεζαν για εμπλοκή της Ελλάδας στο «Μακεδονικό» με μυστική αποστολή ένοπλων μισθοφορικών τμημάτων που θα χτυπούσαν και θα τρομοκρατούσαν τους εξαρχικούς και ρομανίζοντες πληθυσμούς, η κυβέρνηση Θεοτόκη αποφασίζει την συγκρότηση μιας ομάδας ενόπλων με επικεφαλής Έλληνες αξιωματικούς, που ήταν απόρρητο μυστικό. Με εντολή του ΥΠΕΞ Ρωμανού, αρχηγός της αποστολής ανέλαβε ο λοχαγός Α.Κοντούλης, τον οποίο συνόδευσαν οι Α.Παπούλας, Γ.Κολοκοτρώνης και Π.Μελάς. Η αποστολή οδηγείται από τον Κώτα, εξαγορασμένο από τον Καραβαγγέλη πρώην μέλος της ΒΜΡΟ, επιχειρεί να εξαγοράσει του αγρότες μοιράζοντας χρήματα αφειδώς και ο Π.Μελάς εξηγεί τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης ως προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία: «Λέγομεν ότι δεν θέλομεν επανάστασιν»!
Οι τέσσερις αξιωματικοί διχάζονται. Κοντούλης και Μελάς πιστεύουν ότι πρέπει να συγκροτηθούν μισθοφορικές ομάδες που θα σχηματιστούν στη Μακεδονία, ενώ οι Παπούλας και Κολοκοτρώνης υποστήριζαν την άποψη ότι «πρέπει να έρθουν σώματα ισχυρά από την Ελλάδα για να χτυπήσουν». Καταλήγουν στην πρόταση ότι ο αγώνας κατά των εξαρχικών Μακεδόνων πρέπει να στηριχθεί κυρίως σε πατριαρχικούς μισθοφόρους, ενώ όπλα, πυρομαχικά, χρήματα και επικουρικά ορισμένες επίλεκτες δυνάμεις θα έρχονταν από την Ελλάδα.
Μετά το θάνατο των Στρεμπενιώτη και τη σύλληψη του Κώτα, το ελληνικό κράτος χάνει στη Δυτική Μακεδονία τους δύο οπλαρχηγούς μισθοφόρους και η κυβέρνηση Θεοτόκη αποφασίζει να συγκροτήσει μικρά ένοπλα σώματα από Παλαιοελλαδίτες και Κρητικούς μισθοφόρους υπό την ηγεσία αξιωματικών ή υπαξιωματικών, με κολαούζους (οδηγούς) γηγενείς γραικομάνους. Για να μην έρθει σε ρήξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρεί τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στο παρακρατικό Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας, με πρόεδρο το Δ.Καλαποθάκη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ». Την πρώτη ομάδα οδηγεί ο Θ.Καούδης και τη δεύτερη ο Π.Μελάς. Ακολουθούν μια πορεία γεμάτη «αίμα» καθώς το δίλημμα που θέτουν είναι «υποταγή ή θάνατος», ενώ το σώμα του Καούδη θα συνεργαστεί με τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα ενάντια στους Μακεδόνες επαναστάτες. Ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου ενημερώνει την κυβέρνηση για την προθυμία των Μακεδόνων χωρικών να υποστηρίξουν τις επαναστατικές αυτονομιστικές αντάρτικες ομάδες κατά των Ελληνικών συμμοριών!
Ο Π.Μελάς υπογράφοντας με το ψευδώνυμο του «Τζέτζας» ενημερώνει τον Καϊμακάμη Φλωρίνης ότι «αι Ελληνικαί συμμορίαι σκοπόν έχουσι να προστατεύσωσι τα ορθόδοξα χωρία» και ότι «δεν θέλουσιν ενοχλήση ούτε τους Οθωμανούς κατοίκους ούτε τον Αυτοκρατορικόν Τουρκικόν στρατόν». Η εμπιστοσύνη εξάλλου ου Π.Μελά στην αδράνεια του Οθωμανικού στρατού έναντι των ελληνικών συμμοριών θα αποτελέσει και μια από τις βασικές αιτίες του θανάτου του, που κατά τα φαινόμενα προήλθε από ένα μισθοφόρο της ομάδας του, τον Λάκη Πύρζα. Όπως θυμίζει ο Τ.Κύρου που άκουσε τη διήγηση του Χατζητάση ¨πήρε την τσάντα του αρχηγού, άφησε τον αγώνα και εξαφανίστηκε, παρουσιάστηκε το άλλο καλοκαίρι στη Μακεδονία». Η τσάντα περιείχε μια περιουσία λίρες.
Ο Θάνατος του Π.Μελά έδωσε τεράστια ώθηση στον ελληνικό αντιμακεδονικό αγώνα, που ως πιο σημαντική ηγετική προσωπικότητα ανέδειξε τον Κρητικό Ανθυπολοχαγό Γιώργο Τσόντο (Βάρδα), που σημαδεύτηκε και από μεγάλα εγκλήματα όπως η σφαγή στη Ζαγκορίστανη.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Δ.Λιθοξόου «σήμερα τα ελληνόπουλα εξακολουθούν να διδάσκονται, όπως και οι γονείς τους, για το μάρτυρα Π.Μελά. Στη Σιάτιστα όμως, οι γέροι Μακεδόνες αγρότες μιλούν, ακόμα ψιθυριστά, για το φόνο από τους δικούς του και τις χαμένες λίρες.»
Ν.ΑΡ
Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΚΔΟΧΗ
Ο Παύλος Μελάς (29 Μαρτίου 1870 – 13 Οκτωβρίου 1904), γεννήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας. Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από τη Βόρεια Ήπειρο. Μετά τη μετακίνηση της οικογένειας στην Αθήνα, σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απ' όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού το 1891. Το 1892 πήρε γυναίκα του τη Ναταλία, κόρη του Μακεδόνα Στέφανου Δραγούμη, η οποία του στάθηκε εξαίρετη σύντροφος και συνεργάτιδα. Φέροντας τύψεις για την έκβαση του πολέμου του 1897 συμμετείχε από τους πρώτους στο ιδρυθέν το 1900 Μακεδονικό κομιτάτο για την εμψύχωση του απογοητευμένου ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας και σε αντίδραση στη δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Έτσι από τον Φεβρουάριο του 1904 ο Παύλος Μελάς έσπευσε με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους Α. Κοντούλη, Α. Παπούλα και Γ. Κολοκοτρώνη, προς επιτόπια μελέτη της κατάστασης. Αποτυγχάνοντας σε εκείνη την πρώτη προσπάθεια, επανήλθε τον Ιούλιο του ίδιου έτους οπότε και εισήλθε στη Μακεδονία ως ζωέμπορος με το όνομα "Πέτρος Δέδες". Μετά 20ήμερη παραμονή συναντήθηκε με τον Λάμπρο Κορομηλά στη Θεσσαλονίκη ανταλλάσσοντας σκέψεις για ανάληψη επιχειρήσεων και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα.
Στις 18 Αυγούστου όταν όλα ήταν έτοιμα κατά το σχέδιο ο Παύλος Μελάς με το επιχειρησιακό όνομα Καπετάν Μίκης Ζέζας, επικεφαλής σώματος εκ 35 μόλις ανδρών, που το αποτελούσαν Μακεδόνες, Μανιάτες και Κρητικοί, ανέλαβε την αρχηγία του Μακεδονικού αγώνα ενάντια στους Βούλγαρους και εισήλθε ένοπλα στα Μακεδονικά εδάφη με την εντολή να ασκεί καθήκοντα αρχηγού και στις μικρότερες ομάδες που δρούσαν εν τω μεταξύ στη περιφέρειες Μοναστηρίου και Καστοριάς. Πληροφορηθέντες οι Τούρκοι από διάφορους καταδότες περί της εισόδου και της δράσης του Παύλου Μελά έθεσαν προς καταδίωξή του πολυάριθμο τουρκικό απόσπασμα. Παρά τις συνεχείς διώξεις του Οθωμανικού στρατού ο Παύλος Μελάς άρχισε ν΄ αποδεκατίζει τις βουλγαρικές ομάδες με βάση τα χωριά Λιγκοβάνη και Λίχυβο. Όμως στις 13 Οκτωβρίου 1904 βρισκόμενος στα Στάτιστα και προδομένος από την βουλγάρικη συμμορία του Μήτρου Βλάχου περικυκλώθηκε από Τουρκικό απόσπασμα 150 ανδρών. Μετά από δίωρη λυσσαλέα μάχη διέταξε αιφνίδια έξοδο τεθείς επικεφαλής των ανδρών του. Στην επιχείρηση αυτή τραυματίσθηκε θανάσιμα στην οσφυϊκή χώρα και πέθανε μετά από μισή ώρα στα χέρια του φίλου του, Γεώργιο Στρατινάκη. Η τελευταία του φράση πριν ξεψυχήσει ήταν:[1] "Βούλγαρος να μη μείνει"
Μετά το θάνατο του η δράση των Ελληνικών δυνάμεων έγινε πιο έντονη, περιορίζοντας τη δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων, και επιτυγχάνοντας την ένωση Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας με την Ελλάδα.
Όπως έχουμε καταγράψει και στο 1ο μέρος του αφιερώματος μας, το Μάιο του 1903, ο Π.Μελάς λαμβάνει επιστολή από το μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη με την οποία του ζητούσε την αποστολή ομάδας Ελλήνων μισθοφόρων για να χτυπήσει τα εξαρχικά χωριά της περιοχής του. Ο Π.Μελάς απευθύνεται στο Σφακιανό ανθυπολοχαγό Γ.Τσόντο (καπετάν Βάρδα) και αυτός στρατολογεί 10 γνωστούς Κρητικούς παλικαράδες, τους οποίους πληρώνει η κόμισα Λουΐζα Ριανκούρ. Αυτοί μπαίνουν στις διαταγές του Βαγγέλη Γεωργίου ή Στρεμπενιώτη, παλιού μέλους του ΒΜΡΟ που εξαγοράστηκε από το Καραβαγγέλη, έγινε αρχηγός της σωματοφυλακής του και είχε άδεια από τις Οθωμανικές αρχές να κυνηγά τους κομίτες. Ο Καραβαγγέλης επικεφαλής ενός σώματος που το απαρτίζουν Τουρκαλβανοί στρατιώτες, γκραικομάνοι, αρβανίτες και Κρητικοί μισθοφόροι, μπαίνει στα εξαρχικά χωρία και με την τρομοκρατία απαιτεί να λειτουργήσει. Δίνει μάχες με επαναστατικές ομάδες, στρατολογεί ληστές για να τρομοκρατούν εξαρχικούς. Μάλιστα, οι Κρητικοί μισθοφόροι του Καραβαγγέλη θα συνεργαστούν με τον Οθωμανικό στρατό για να χτυπήσουν τους Μακεδόνες επαναστάτες στο εξαρχικό χωριό Κόσινετς.
Καθώς η ελληνική πολιτική ηγεσία πρέπει να πάρει αποφάσεις στρατηγικού και τακτικού χαρακτήρα, και ενώ οι εθνικιστικοί κύκλοι (Μελάδες, Δραγούμηδες, αδελφοί Πολίτου, Ρακτιβάν, Λάμπρος, Δέλλιος, Μαύρος, Μάτεσης, Βαρατάσης) πίεζαν για εμπλοκή της Ελλάδας στο «Μακεδονικό», με μυστική αποστολή ένοπλων μισθοφορικών τμημάτων που θα χτυπούσαν και θα τρομοκρατούσαν τους εξαρχικούς και ρομανίζοντες πληθυσμούς, η κυβέρνηση Θεοτόκη αποφασίζει την συγκρότηση μιας ομάδας ενόπλων με επικεφαλής Έλληνες αξιωματικούς, που ήταν απόρρητο μυστικό. Με εντολή του ΥΠΕΞ Ρωμανού, αρχηγός της αποστολής ανέλαβε ο λοχαγός Α.Κοντούλης, τον οποίο συνόδευσαν οι Α.Παπούλας, Γ.Κολοκοτρώνης και Π.Μελάς.
Μια βδομάδα θα χρειαστεί για να περάσει τα σύνορα το ελληνικό σώμα. Έξω από τα επιτελικά γραφεία τους, οι αξιωματικοί είναι όπως το ψάρι στη στεριά. Η αποστολή οδηγείται από τον Κώτα, εξαγορασμένο από τον Καραβαγγέλη πρώην μέλος της ΒΜΡΟ, επιχειρεί να εξαγοράσει του αγρότες μοιράζοντας χρήματα αφειδώς και ο Π.Μελάς εξηγεί τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης ως προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία: «Λέγομεν ότι δεν θέλομεν επανάστασιν»!
Ο Μελάς παθαίνει σοκ όταν συνειδητοποιεί ότι οι γυναίκες στα χωριά δε μιλούν ελληνικά. Ο δάσκαλος στο χωριό Ρούλια, για να ευχαριστήσει τους αξιωματικούς βάζει τα παιδιά να πουν ένα ελληνικό τραγούδι, αλλά «δεν εννοήσαμε» γράφει ο Μελάς «αν η γλώσσα ήτον μακεδονική ή η ελληνική»! Μάλιστα, προσπαθεί να μάθει λίγα μακεδονικά για να μιλήσει στους κατοίκους! Η εθνικιστική προπαγάνδα δέχεται ισχυρό πλήγμα από τα γραφόμενα του Μελά για τον επαναστάτη Γιάγκωφ από το χωριό Ζαγκορίτσανη, στον οποίο αναφέρεται με δέος καθώς παραδέχεται ότι «ο Γιάγκωφ έχει φαρμακώσει τη συνείδηση των κατοίκων της περιοχής με τη διδασκαλία ότι οι Μακεδόνες αποτελούν ένα σύνολον χωριστόν από όλα τα άλλα έθνη»!
Οι τέσσερις αξιωματικοί διχάζονται. Κοντούλης και Μελάς πιστεύουν ότι πρέπει να συγκροτηθούν μισθοφορικές ομάδες που θα σχηματιστούν στη Μακεδονία, ενώ οι Παπούλας και Κολοκοτρώνης υποστήριζαν την άποψη ότι «πρέπει να έρθουν σώματα ισχυρά από την Ελλάδα για να χτυπήσουν». Καταλήγουν στην πρόταση ότι ο αγώνας κατά των εξαρχικών Μακεδόνων πρέπει να στηριχθεί κυρίως σε πατριαρχικούς μισθοφόρους, ενώ όπλα, πυρομαχικά, χρήματα και επικουρικά ορισμένες επίλεκτες δυνάμεις θα έρχονταν από την Ελλάδα.
Μετά το θάνατο των Στρεμπενιώτη και τη σύλληψη του Κώτα, το ελληνικό κράτος χάνει στη Δυτική Μακεδονία τους δύο οπλαρχηγούς μισθοφόρους και η κυβέρνηση Θεοτόκη αποφασίζει να συγκροτήσει μικρά ένοπλα σώματα από Παλαιοελλαδίτες και Κρητικούς μισθοφόρους υπό την ηγεσία αξιωματικών ή υπαξιωματικών, με κολαούζους (οδηγούς) γηγενείς γραικομάνους. Για να μην έρθει σε ρήξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρεί τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στο παρακρατικό Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας, με πρόεδρο το Δ.Καλαποθάκη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ». Την πρώτη ομάδα οδηγεί ο Θ.Καούδης και τη δεύτερη ο Π.Μελάς. Αποστολή τους να τρομοκρατήσουν τα ορεινά μακεδονικά χωριά μεταξύ Καστοριάς και Φλώρινας, χτυπώντας το οργανωμένο μακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα. Ακολουθούν μια πορεία γεμάτη «αίμα» καθώς το δίλημμα που θέτουν είναι «υποταγή ή θάνατος», ενώ το σώμα του Καούδη θα συνεργαστεί με τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα ενάντια στους Μακεδόνες επαναστάτες. Ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου ενημερώνει την κυβέρνηση για την προθυμία των Μακεδόνων χωρικών να υποστηρίξουν τις επαναστατικές αυτονομιστικές αντάρτικες ομάδες κατά των Ελληνικών συμμοριών!
Όμως ο Π.Μελάς, γόνος και γαμπρός δύο κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά ισχυρών οικογενειών, που καθοδηγούσαν το εθνικιστικό κίνημα, και ταυτόχρονα, αξιωματικός καριέρας, αναλαμβάνει την αρχηγία του ελληνικού συμμοριακού αγώνα στη Μακεδονία, που όμως συναισθηματικά εξαρτημένος από το οικογενειακό του περιβάλλον, καλοζωισμένος και αγύμναστος δανδής, δε μπορεί να φέρει εις πέρας. Την Τετάρτη 25 Αυγούστου στέλνει γράμμα στη σύζυγο του: «Εγώ σε ομολογώ ότι ουδέποτε έδιδα μεγάλην σημασίαν εις την επιχείρησιν αυτήν, αλλά μάλλον ως απεγνωσμένον κίνημα την εθεωρούν, και δι’ αυτό φοβούμαι και τόσον. Τώρα όμως το επήρα φοβερά επάνω μου και θεωρώ τον εαυτόν μου πολύ σπουδαίον άνθρωπον»! Επίσης, ο Γ.Καραβίτης περιγράφει στα απομνημονεύματα του την εντύπωση που έκανε η ομιλία του Μελά στους μοναχούς: «Παρά τας περί πατρίδος θεωρίας του αρχηγού μας, οι καλόγεροι εθεωρούν ως αστείους τους λόγους του τούτους και μας εξελάμβανον ως ληστρικήν συμμορίαν».
Οι δυσκολίες είναι μεγάλες και η συμπεριφορά του ντόπιου πληθυσμού διακρίνεται από αδιαφορία και εχθρότητα. Σε πολλές περιπτώσεις οι συμμορίτες του Μελά απαγάγουν βοσκούς και τους χρησιμοποιούν ως οδηγούς, ενώ επειδή φοβούνται την προδοσία, κρατούν ομήρους. Τελικά, η αποστασία θα έρθει από το ληστή Θανάση Βάγια, κολαούζο που είχε προσλάβει ο Μελάς, ο οποίος λιποτάκτησε παίρνοντας μαζί του και τον οπλισμό που του είχαν δώσει. Φτάνοντας στα Γρεβενά τους κατέδωσε στις Οθωμανικές αρχές.
Η απογοήτευση κυριεύει το Μελά: «είμαι περίλυπος έως θανάτου», γράφει τριγυρίζοντας άσκοπα στην Σαμαρίνα. Οι άνδρες του λυπόνται τον αρχηγό τους και φοβούνται: «Ο αρχηγός μας σύρει μετά δυσκολίας τους πόδας του και η δυσκινησία του αυτή είναι κάτι το αποκαρδιωτικό. Αν μας μπλέξη κάπου απόσπασμα, είμεθα καταδικασμένοι να χαθούμε όλοι αδόξως».
Ο Καραβίτης, οργισμένος στρέφει το όπλο του κατά των Βλάχων και απειλώντας τους φωνάζει; «Πες μου, βρε σκυλί, τι είσθε και αν υπάρχουν Έλληνες σ’ αυτόν τον τόπο; Είχα γίνει πλέον έξω φρενών, συνεχίζει, διότι ενώ εκίνησα για να σκοτωθώ χάριν των Ελλήνων της Μακεδονίας, τώρα όπου και να παρουσιαζόμουν ήθελαν να με ξεκάνουν ή να με προδώσουν». Και συνεχίζει: «Συνέβη ώστε να βαδίζουμε δέκα ημέρας εντός ελληνοφώνου ζώνης και να μην κατορθώνουμε να ιδούμε έναν χριστιανό φίλο…».
Στο χωριό Κοσταράτζα μαθαίνουν για την έναρξη της δράσης της συμμορίας Καούδη στα Κορέτσια και τον άγριο ξυλοδαρμό δύο Μακεδόνων αυτονομιστών, ενώ καθώς πλησιάζει η ώρα διεξαγωγής της τρομοκρατικής επιχείρησης του Μελά, γράφει στη γυναίκα του: «Τρέμω και συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη, τρέμω, αλλ΄ ανυπομονώ να το κάμω». Το βάρος του αίματος είναι δυσβάστακτο: «Ελησμόνησα όλον το ωραίον και το υψηλόν και το ευγενές μέρος της αποστολής μου, και έβλεπα μόνον φόνους άγριους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων, τέκνων, αδελφών»!
Σε λίγες μέρες τα αισχρά λόγια γίνονται αισχρές πράξεις και ο Μελάς πραγματοποιεί τη πρώτη του επιχείρηση, τη δολοφονία τριών Μακεδόνων επαναστατών από το χωριό Σρέμπρενο. Ο Μελάς δε μπορεί να αντέξει τη δίψα των μισθοφόρων του για αίμα, αλλά και την προσωπική του υποκρισία. Γρήγορα όμως το ξεπερνά. Ο ίδιος πρωταγωνιστεί στην τρομοκρατική επίθεση κατά των κατοίκων στο Σρέμπρενο. Όπως ομολογεί, τους απευθύνεται με πάθος φοβερό και ειλικρινές, κάνει ότι είναι δυνατόν για να τον τρέμουν και να τον φοβούνται, απαιτώντας εντός 10 ημερών επιτροπή να μεταβεί εις τη Μητρόπολη και να δηλώσει υποταγή στο Καραβαγγέλη. Η εγκληματική δράση της συμμορίας του συνεχίζεται στην Πρεκοπάνα. Στόχος της τρομοκρατίας είναι να ορκιστούν οι χωριάτες «πίστιν και αφοσίωσιν εις την ορθοδοξίαν και δεύτερον να κάμωσι τοιαύτην αναφοράν εις τον Καϊμακάμη και εις τον Μητροπολίτην. Φεύγοντας από το χωριό παίρνουν αιχμαλώτους τον εξαρχικό παπά και δάσκαλο, τους οποίους εκτελούν. Όμως ο Μελάς έχει τύψεις συνειδήσεως: «Καθ’ όλον το διάστημα περιπατούσα ως μεθυσμένος, έκλαια σχεδόν διαρκώς», θα γράψει σχετικά στη γυναίκα του.
Το δρομολόγιο του τρόμου συνεχίζεται: Μπελκαμένη, Νέρεντ. Αξίζει να δει κανείς πως ο ίδιος ο Μελάς καταγράφει την συμπεριφορά του ντόπιου πληθυσμού. Το χειρότερο όμως σημειώνει είναι ότι «ειδοποιούν τα υποψήφια θύματα να κρυφτούν, όπως τούτο συνέβη εσχάτως εις την Νεγοβάνην και το Λέσκοβιτς, όπου μας εκράτησαν αδίκως 4 ημέρας και τέλος μας εγέλασαν. Τούτο επισημαίνει και ο Πρόξενος Μοναστηρίου Καλλέργης σε επιστολή του στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών «ένα γεγονός επίσης άξιον ιδιαιτέρας προσοχής και λίαν δυσάρεστον για τα ελληνικά συμφέροντα είναι η προθυμία που δείχνουν οι Μακεδόνες χωρικοί να υποστηρίξουν τις επαναστατικές αυτονομίστικες αντάρτικες ομάδες κατά των Ελληνικών συμμοριών».[…] Ο Μακεδονικός πληθυσμός δεν ανέχεται τους Έλληνας αντάρτας»!
Επίσης, ο πρόξενος Καλλέργης αποκαλύπτει την σημαντική πληροφορία ότι ο Π.Μελάς υπογράφοντας με το ψευδώνυμο του «Τζέτζας», ενημέρωσε με επιστολή του τον Καϊμακάμη Φλωρίνης ότι «αι Ελληνικαί συμμορίαι σκοπόν έχουσι να προστατεύσωσι τα ορθόδοξα χωρία» και ότι «δεν θέλουσιν ενοχλήση ούτε τους Οθωμανούς κατοίκους ούτε τον Αυτοκρατορικόν Τουρκικόν στρατόν». Η εμπιστοσύνη εξάλλου του Π.Μελά στην αδράνεια του Οθωμανικού στρατού έναντι των ελληνικών συμμοριών θα αποτελέσει και μια από τις βασικές αιτίες του θανάτου του, που κατά τα φαινόμενα προήλθε από ένα μισθοφόρο της ομάδας του, τον Λάκη Πύρζα. Όπως θυμίζει ο Τ.Κύρου που άκουσε τη διήγηση του Χατζητάση ¨πήρε την τσάντα του αρχηγού, άφησε τον αγώνα και εξαφανίστηκε, παρουσιάστηκε το άλλο καλοκαίρι στη Μακεδονία». Η τσάντα περιείχε μια περιουσία λίρες…
Ο Θάνατος του Π.Μελά έδωσε τεράστια ώθηση στον ελληνικό αντιμακεδονικό αγώνα, που ως πιο σημαντική ηγετική προσωπικότητα ανέδειξε τον Κρητικό Ανθυπολοχαγό Γιώργο Τσόντο (Βάρδα), που σημαδεύτηκε και από μεγάλα εγκλήματα όπως η σφαγή στη Ζαγκορίστανη.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Δ.Λιθοξόου «σήμερα τα ελληνόπουλα εξακολουθούν να διδάσκονται, όπως και οι γονείς τους, για το μάρτυρα Π.Μελά. Στη Σιάτιστα όμως, οι γέροι Μακεδόνες αγρότες μιλούν, ακόμα ψιθυριστά, για το φόνο από τους δικούς του και τις χαμένες λίρες…»
ANTIΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
ΤΗΛ. ΕΠΙΚ. 6932955437
Diktiospartakos.blogspot.com
Καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από την κατάκτηση σημαντικού τμήματος της Μακεδονίας από το Ελληνικό κράτος κρίνουμε σκόπιμο να αναδείξουμε μερικές από τις πιο σκοτεινές πτυχές αυτής της «εθνικής επιτυχίας». Ξεκινάμε λοιπόν από ένα από τα πιο δραματικά στιγμιότυπα, τον Ελληνικό Μακεδονικό Αγώνα ή καλύτερα τον Ελληνικό Αντιμακεδονικό Αγώνα που έχει υποστεί την αναγκαία «επεξεργασία» από την εθνική ιστοριογραφία.
Από τη μια μεριά επομένως στέκει ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ. Διαβάζουμε στο βιβλίο «Ο ΕΝΟΠΛΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1904-1908) Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ» του γνωστού εθνικιστή ιστορικού Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου: «Κάθε πρόσωπο που έλαβε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα, έγραψε ιστορία. Συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί κοινοτήτων, χωριών, κωμοπόλεων και πόλεων, πήραν μέρος στον Μακεδονικό αγώνα και διατράνωσαν την παρουσία τους με την προσφορά τους στην ευνοϊκή έκβασή του. Στην ένοπλη φάση διαπιστώνει κανείς τη μαζική και τη συλλογική προσπάθεια του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την αντιμετώπιση των Βουλγάρων. Και αυτό είναι το πιο ουσιαστικό.
Ούτε ένας Μακεδόνας δεν έμεινε έξω από τον αγώνα. Όλοι οι Έλληνες του μακεδονικού χώρου έτρεξαν να βοηθήσουν και να συμπαρασταθούν με οποιαδήποτε μέσα είχαν στη διάθεσή τους στα ελληνικά ανταρτικά σώματα και στις αντάρτικες επιχειρήσεις τους. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η κύρια αιτία για την ευνοϊκή έκβαση του Μακεδονικού αγώνα παρά το αμφίρροπο τέλος του. Αν θελήσει κανείς να εκτιμήσει τα αποτελέσματα της χρονικής περιόδου 1904-1908, μπορεί να διαπιστώσει με αντικειμενικά κριτήρια την επιτυχημένη και αποτελεσματική δράση των ελληνικών σωμάτων, τα οποία επωφελήθηκαν σημαντικά από τις εσωτερικές διενέξεις της βουλγαρικής Οργάνωσης, αλλά κυρίως από τη θερμή συμπαράσταση των ελληνόφωνων, σλαβόφωνων, βλαχόφωνων και αλβανόφωνων ελληνικών πληθυσμών της νότιας και μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας. Σ” αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση κατέληγε στα 1906 και ο αυστριακός πρόξενος του Μοναστηρίου, ο οποίος υπογράμμιζε το γεγονός ότι τα ελληνικά αντάρτικα σώματα είχαν από παντού τη συμπαράσταση των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας, ενώ αντίθετα τα βουλγαρικά απαιτούσαν πάντοτε με ειρηνικό ή βίαιο τρόπο τρόφιμα, χρήματα και πολεμοφόδια».
Απέναντι του στέκει μια άλλη ιστορική προσέγγιση, αυτή του Δ. Λιθοξόου με την ιστορική μελέτη του «Ο μακεδονικός Αγώνας ή Ο Ελληνικός Αντιμακεδονικός Αγώνας¨. Στην Εισαγωγή του διαβάζουμε: Φυλλομετρώντας τη σχετική εθνική ελληνική βιβλιογραφία, βρίσκουμε έναν χαρακτηριστικό εκλαϊκευτικό «ορισμό» του λεγόμενου μακεδονικού αγώνα, στο βιβλίο του Παύλου Τσάμη:
«Ο Μακεδονικός Αγών αποτελεί λαμπρή σελίδα της ιστορίας του Έθνους, άγνωστη ακόμα στο πολύ κοινό, μολονότι πραγματεύεται μία από τις πιο δοξασμένες και μεγαλόπνοες προσπάθειες, που κατέβαλε η ελληνική φυλή. Ο αγώνας αυτός μπορεί να θεωρηθή σαν δεύτερος σημαντικός σταθμός στην εθνική ζωή, ύστερα από το 1821. Φαντάζει σαν μια φωτιά που, καίγοντας και φωτίζοντας απ” άκρη σ” άκρη την Μακεδονία, στάθηκε ικανή να την κρατήση ελληνική. Ο Μακεδονικός Αγών έχει να επιδείξη αφάνταστες αυτοθυσίες και απαράμιλλους ηρωισμούς, σημειώνει δε μία περίοδο ανατάσεως του Έθνους». Στο ίδιο πνεύμα βρίσκεται και το σχετικό απόσπασμα ενός εθνικού ιστορικού, του Απόστολου Βακαλόπουλου: «Η θέση των Μακεδονομάχων, που με το αίμα τους στοίχειωσαν τη χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είναι στο πλάγι των αγωνιστών του 1821. Αν εκείνοι ανέστησαν το ελληνικό κράτος, αυτοί ανανέωσαν τους ηρωισμούς των και συμπλήρωσαν το έργο εκείνων. Πραγματικά ο ιστορικός που θεωρεί τα γεγονότα της εκατονταετίας 1821-1921 ξεχωρίζει τρεις μεγάλους σταθμούς: την επανάσταση του 1821, τον Μακεδονικόν αγώνα (τέλη 19ου – αρχές 20ου αι.) και την εξόρμηση του 1912-1913. Ο δεύτερος σταθμός που φτάνει στην ύψιστή του ακμή στα 1904 – 1908, γιατί τότε συστηματοποιείται και κορυφώνεται ο Μακεδονικός αγώνας, είναι συνεχής και έντονος, πλούσιος σε ηρωικές θυσίες, αλλά και σε επιτεύγματα».
Αν επιχειρήσουμε να ενοποιήσουμε τα ανωτέρω, τότε θα λέγαμε πως ως μακεδονικός αγώνας θεωρείται στην ελληνική εθνική ιστορία ο ηρωικός αγώνας των Ελλήνων της Μακεδονίας κατά το διάστημα 1904-1908, για τη διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας και την ανεξαρτησία τους. Ένας αγώνας που από εθνική άποψη πρέπει να θεωρείται ο δεύτερος σημαντικός σταθμός, μετά την επανάσταση του ’21.
Αυτός ωστόσο ο «ηρωικός αγώνας» υπάρχει μόνο στα βιβλία των ελλήνων ιστορικών. Ο πραγματικός ελληνικός αντιμακεδονικός αγώνας, όπως πρέπει να λέγεται, είναι η συστηματική προσπάθεια που κατέβαλε το ελληνικό κράτος στις αρχές του αιώνα, για να χτυπήσει το εθνικό – δημοκρατικό αυτονομιστικό κίνημα των Μακεδόνων. Στον αγώνα αυτόν, το ελληνικό κράτος και εθνικιστικό παρακράτος, συμμάχησε με το οθωμανικό κατεστημένο της εποχής. Λεφτά και όπλα διετέθησαν άφθονα, για τη συγκρότηση και αποστολή ένοπλων μισθοφορικών ομάδων σε μη κατοικούμενα από Έλληνες μακεδονικά εδάφη, για να τρομοκρατήσουν το μακεδονικό πληθυσμό και να ανακόψουν τη διαδικασία της μακεδονικής εθνογένεσης. Οι ελληνικές μισθοφορικές ομάδες, υπό την ηγεσία ελλήνων αξιωματικών και υπαξιωματικών, έσφαξαν, βίασαν και πλιατσικολόγησαν. Έσπειραν τη φρίκη και το θάνατο στα μακεδονικά χωριά και προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να εμποδίσουν την ανάπτυξη της εθνικής μακεδονικής ιδεολογίας και τον δημοκρατικό – αυτονομιστικό αγώνα των Μακεδόνων.
Ο Ηλίας Ζαφειρόπουλος εκπροσωπώντας τον εκδοτικό οίκο «Μεγάλη Πορεία» γράφει στις 4-4-1998, εκτιμά ότι το βιβλίο του Λιθοξόου «έρχεται σε σύγκρουση με την κεντρική ιδέα ότι ο ελληνικός πολιτισμός εξ αιτίας της ανωτερότητας του έχει την ικανότητα να αφομοιώνει τις άλλες, υποτίθεται πολιτιστικά κατώτερες εθνότητες». Πρόκειται για την ιδέα της αφομοιωτικής ικανότητας που εμπεριέχεται στη Μεγάλη Ιδέα, που μεσουράνησε στην εποχή της εδαφικής επέκτασης του νεοελληνικού κράτους. Η Μεγάλη Ιδέα είναι η απαίτηση για ελληνική κυριαρχία σε ένα έδαφος όπου δε ζούσαν Έλληνες. Η βία ήταν η μόνη αποτελεσματική μέθοδος μιας τέτοιας εδαφικής επέκτασης. Ο εθνικός καταναγκασμός και η εθνική εκκαθάριση ήταν η μόνη μέθοδος αφομοίωσης των ντόπιων μη ελληνικών πληθυσμών. Το βιβλίο επομένως του Λιθοξόου αποκαλύπτει το βασικό έγκλημα του ελληνικού επεκτατισμού, την επίθεση ενάντια στη συγκρότηση του νεαρού, τότε, μακεδονικού έθνους και η παρεμπόδιση της δημιουργίας ενός πολυεθνικού και δημοκρατικού μακεδονικού κράτους. Έγκλημα που η ελληνική επίσημη ιστοριογραφία εμφάνισε ως απελευθέρωση και ολοκληρώνεται με την συστηματική εθνοκάθαρση του μακεδονικού πληθυσμού που έζησε σε συνθήκες κατοχής μέσα στα ελληνικά σύνορα.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ (1903)
Στις 20 Ιουλίου 1903 ξέσπασε η επανάσταση του Ίλιντεν, που προετοιμάστηκε μεθοδικά από την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), με την συμμετοχή του αγροτικού χριστιανικού πληθυσμού, εξαρχικού και πατριαρχικού, που ήταν σχεδόν καθολική στη Δυτική Μακεδονία. Η επανάσταση προκαλεί φόβο εξίσου στους Οθωμανούς όσο και στο ελληνικό κράτος, που συνεργάζονται για την κατάπνιξη του: πατριαρχικός κλήρος, πρόξενοι και σπιούνοι στέκονται στο πλευρό των βασιβουζούκων και του οθωμανικού στρατού που προχωρά σε τρομερές βιαιοπραγίες. Από την έκθεση του προξένου στο Μοναστήρι Κιουζέ Πεζά προς τον έλληνα πρωθυπουργό, μετά από την συνάντηση του με τον νέο Βαλή Εδίπ Πασά, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η διαταγή του μεγάλου βεζίρη προτρέπει σε στενή συνεργασία με το ελληνικό προξενείο προς την αντιμετώπιση των επαναστατών.
Ο Πεζάς, πληροφορείται μέσω πρακτόρων τις κινήσεις των επαναστατών και τις καρφώνει στο βαλή, ενώ έκδηλη είναι η ελληνική ανησυχία για την προσχώρηση των πατριαρχικών πληθυσμών στην εξέγερση. Μάλιστα ο νέος πρόξενος Κ.Κυπραίος καρφώνει και την ημερομηνία της εξέγερσης. Η ελληνική κυβέρνηση δε φείδεται χρημάτων προκειμένου να εμποδίσει την συμμετοχή των πατριαρχικών πληθυσμών, ενώ ο Κυπραίος προβληματίζεται μήπως πρέπει «να καταδιώξωμεν από κοινού μετά των Τούρκων τους ημετέρους (πατριαρχικούς) πληθυσμούς επαναστατήσαντας κατ” αυτών»! Στην άγρια κατάπνιξη της εξέγερσης και στις σφαγές (χωριό Κόσινετς) παίρνει μέρος ο συνεργάτης του Μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη και των Οθωμανών καπετάν Στρεμπενιώτης με τους άνδρες του και τους Κρητικούς μισθοφόρους. Μάλιστα, ο Καραβαγγέλης εκμεταλλεύεται την απελπιστική κατάσταση των καταδιωκόμενων εξαρχικών επαναστατών. Η προσφορά ψωμιού και προστασίας γίνεται με αντίτιμο τη δήλωση επιστροφής στο Πατριαρχείο.
Η ελληνική ιστοριογραφία πλάθει μια περιγραφή της εξέγερσης βουτηγμένη στα ψεύδη, πρωτοστατούντος του Ε.Κωφό, για δεκαετίες σύμβουλο του ελληνικού ΥΠΕΞ:
Το Ίλιντεν ήταν ένα βουλγάρικο κίνημα
Πήραν μέρος κυρίως σλαβόφωνοι καθοδηγούμενοι από κομιτατζήδες.
Ελάχιστοι πατριαρχικοί συμμετείχαν στην επανάσταση και αυτοί εξαναγκασμένοι.
Οι αντάρτες χτυπούσαν βίαια και αδιάκριτα τον άμαχο μουσουλμανικό πληθυσμό και τους πατριαρχικούς
Τα οθωμανικά αντίποινα ήταν αναμενόμενα και επιδιωκόμενα ώστε να προκληθεί η επέμβαση των Μ.Δυνάμεων για την επιβολή μεταρρυθμίσεων.
Το Ίλιντεν δεν ήταν επανάσταση ή λαϊκή εξέγερση.
Στην πραγματικότητα η εξέγερση του Ίλιντεν αποτελεί σημείο αναφοράς και σύμβολο αγώνα για τους Μακεδόνες, κορυφαία πράξη του αντιοθωμανικού λαϊκού επαναστατικού μακεδονικού κινήματος που προηγείται και προκαλεί τη μισθοφορική ελληνική αντεπαναστατική επέμβαση. Υπάρχουν σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά αίτια -χείριστη Οθωμανική Διοίκηση, Διαφθορά, Καταπίεση κράτους-τοπικών αρχών-στρατού-γαιοκτημόνων, Δυσβάστακτοι Φόροι, Ανυπαρξία στοιχειωδών υποδομών και Εκπαίδευσης, Εξυπηρέτηση Κυριάρχου Έθνους και τρομοκράτηση υπολοίπων, Εξευτελισμοί και Περιφρόνηση ζωής και οικογενειακής τιμής.
Οι Τσερναλιστές προτείνουν ένα πρόγραμμα με έντονο το κοινωνικό στίγμα που προβάλλει την ιδέα της δημιουργίας Ανεξάρτητου Μακεδονικού Κράτους, με τελικό στόχο τη Βαλκανική Ομοσπονδία. Ξεκαθάρισαν επίσης το εξής: «πρέπει να εθίσητε αυτούς να μην αναμένωσι καμμίαν βοήθειαν παρά της Ρωσσίας, Αυστρίας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδος, αλλά να βασίζωνται επί της ιδίας αυτών δυνάμεως. Πρέπει ν΄ αναπτύξετε αυτοίς ότι η ελευθερία δεν δίδεται ως ελεημοσύνη εις τους λαούς αλλ΄ αυτή αποκτάται διά των όπλων, και όταν το όπλον ευρίσκεται εις την χείρα τότε και η δύναμις αυξάνει»!
Τα ψεύδη του ελληνικού κράτους και των κρατικοδίαιτων ιστορικών καταρρέουν από την ανάγνωση ανέκδοτων ντοκουμέντων του ελληνικού ΥΠΕΞ με συγγραφέα το διπλωματικό υπάλληλο Γ.Τσορματζόπουλο, μετά από διαταγή του υπουργού Άθω Ρωμανού για περιοδείες προς συναγωγή συμπερασμάτων. Υπολογίζει σε 300 τα θύματα των ανταρτών, την τελευταία 7ετία, μεταξύ των πατριαρχικών και υπογραμμίζει ότι οι αντάρτες δεν πείραξαν, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων (προδοτών και φιλότουρκων) την ηγεσία των πατριαρχικών μακεδόνων αγροτών (πρόκριτοι, ιερείς, δάσκαλοι). Επίσης, δίνει έμφαση στη μακεδονική εντοπιότητα του επαναστατικού κινήματος και την αντίθεση του με τις βουλγαρικές επιδιώξεις και ωθεί ακόμη και σε συγκρούσεις. Για το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών το Ίλιντεν ήταν μια μεγάλη λαϊκή επανάσταση που έλαβε μαζικά μέρος ο χριστιανικός πληθυσμός της Δυτικής Μακεδονίας ανεξαρτήτως δόγματος με στόχο την πολιτική αυτονομία και στρατηγική επιδίωξη την συγκρότηση ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους. Τα χτυπήματα των επαναστατών ήταν στην πλειοψηφία τους προεπιλεγμένα, είχαν ταξικό-αντιοθωμανικό πολιτικό χαρακτήρα και όχι γενικώς αντιμουσουλμανικό.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΙ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΑΡΑΒΑΓΓΈΛΗ ΔΡΟΥΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ
Το Μάιο του 1903, ο Π.Μελάς λαμβάνει επιστολή από το μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη με την οποία του ζητούσε την αποστολή ομάδας Ελλήνων μισθοφόρων για να χτυπήσει τα εξαρχικά χωριά της περιοχής του. Ο Π.Μελάς απευθύνεται στο Σφακιανό ανθυπολοχαγό Γ.Τσόντο (καπετάν Βάρδα) και αυτός στρατολογεί 10 γνωστούς Κρητικούς παλικαράδες, τους οποίους πληρώνει η κόμισα Λουΐζα Ριανκούρ. Αυτοί μπαίνουν στις διαταγές του Βαγγέλη Γεωργίου ή Στρεμπενιώτη, παλιού μέλους του ΒΜΡΟ που εξαγοράστηκε από το Καραβαγγέλη, έγινε αρχηγός της σωματοφυλακής του και είχε άδεια από τις Οθωμανικές αρχές να κυνηγά τους κομίτες. Ο Καραβαγγέλης επικεφαλής ενός σώματος που το απαρτίζουν Τουρκαλβανοί στρατιώτες, γκραικομάνοι, αρβανίτες και Κρητικοί μισθοφόροι, μπαίνει στα εξαρχικά χωρία και με την τρομοκρατία απαιτεί να λειτουργήσει. Δίνει μάχες με επαναστατικές ομάδες, στρατολογεί ληστές για να τρομοκρατούν εξαρχικούς. Μάλιστα, οι Κρητικοί μισθοφόροι του Καραβαγγέλη θα συνεργαστούν με τον Οθωμανικό στρατό για να χτυπήσουν τους Μακεδόνες επαναστάτες στο εξαρχικό χωριό Κόσινετς.
Καθώς η ελληνική πολιτική ηγεσία πρέπει να πάρει αποφάσεις στρατηγικού και τακτικού χαρακτήρα, και ενώ οι εθνικιστικοί κύκλοι (Μελάδες, Δραγούμηδες, αδελφοί Πολίτου, Ρακτιβάν, Λάμπρος, Δέλλιος, Μαύρος, Μάτεσης, Βαρατάσης) πίεζαν για εμπλοκή της Ελλάδας στο «Μακεδονικό» με μυστική αποστολή ένοπλων μισθοφορικών τμημάτων που θα χτυπούσαν και θα τρομοκρατούσαν τους εξαρχικούς και ρομανίζοντες πληθυσμούς, η κυβέρνηση Θεοτόκη αποφασίζει την συγκρότηση μιας ομάδας ενόπλων με επικεφαλής Έλληνες αξιωματικούς, που ήταν απόρρητο μυστικό. Με εντολή του ΥΠΕΞ Ρωμανού, αρχηγός της αποστολής ανέλαβε ο λοχαγός Α.Κοντούλης, τον οποίο συνόδευσαν οι Α.Παπούλας, Γ.Κολοκοτρώνης και Π.Μελάς. Η αποστολή οδηγείται από τον Κώτα, εξαγορασμένο από τον Καραβαγγέλη πρώην μέλος της ΒΜΡΟ, επιχειρεί να εξαγοράσει του αγρότες μοιράζοντας χρήματα αφειδώς και ο Π.Μελάς εξηγεί τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης ως προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία: «Λέγομεν ότι δεν θέλομεν επανάστασιν»!
Οι τέσσερις αξιωματικοί διχάζονται. Κοντούλης και Μελάς πιστεύουν ότι πρέπει να συγκροτηθούν μισθοφορικές ομάδες που θα σχηματιστούν στη Μακεδονία, ενώ οι Παπούλας και Κολοκοτρώνης υποστήριζαν την άποψη ότι «πρέπει να έρθουν σώματα ισχυρά από την Ελλάδα για να χτυπήσουν». Καταλήγουν στην πρόταση ότι ο αγώνας κατά των εξαρχικών Μακεδόνων πρέπει να στηριχθεί κυρίως σε πατριαρχικούς μισθοφόρους, ενώ όπλα, πυρομαχικά, χρήματα και επικουρικά ορισμένες επίλεκτες δυνάμεις θα έρχονταν από την Ελλάδα.
Μετά το θάνατο των Στρεμπενιώτη και τη σύλληψη του Κώτα, το ελληνικό κράτος χάνει στη Δυτική Μακεδονία τους δύο οπλαρχηγούς μισθοφόρους και η κυβέρνηση Θεοτόκη αποφασίζει να συγκροτήσει μικρά ένοπλα σώματα από Παλαιοελλαδίτες και Κρητικούς μισθοφόρους υπό την ηγεσία αξιωματικών ή υπαξιωματικών, με κολαούζους (οδηγούς) γηγενείς γραικομάνους. Για να μην έρθει σε ρήξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρεί τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στο παρακρατικό Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας, με πρόεδρο το Δ.Καλαποθάκη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ». Την πρώτη ομάδα οδηγεί ο Θ.Καούδης και τη δεύτερη ο Π.Μελάς. Ακολουθούν μια πορεία γεμάτη «αίμα» καθώς το δίλημμα που θέτουν είναι «υποταγή ή θάνατος», ενώ το σώμα του Καούδη θα συνεργαστεί με τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα ενάντια στους Μακεδόνες επαναστάτες. Ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου ενημερώνει την κυβέρνηση για την προθυμία των Μακεδόνων χωρικών να υποστηρίξουν τις επαναστατικές αυτονομιστικές αντάρτικες ομάδες κατά των Ελληνικών συμμοριών!
Ο Π.Μελάς υπογράφοντας με το ψευδώνυμο του «Τζέτζας» ενημερώνει τον Καϊμακάμη Φλωρίνης ότι «αι Ελληνικαί συμμορίαι σκοπόν έχουσι να προστατεύσωσι τα ορθόδοξα χωρία» και ότι «δεν θέλουσιν ενοχλήση ούτε τους Οθωμανούς κατοίκους ούτε τον Αυτοκρατορικόν Τουρκικόν στρατόν». Η εμπιστοσύνη εξάλλου ου Π.Μελά στην αδράνεια του Οθωμανικού στρατού έναντι των ελληνικών συμμοριών θα αποτελέσει και μια από τις βασικές αιτίες του θανάτου του, που κατά τα φαινόμενα προήλθε από ένα μισθοφόρο της ομάδας του, τον Λάκη Πύρζα. Όπως θυμίζει ο Τ.Κύρου που άκουσε τη διήγηση του Χατζητάση ¨πήρε την τσάντα του αρχηγού, άφησε τον αγώνα και εξαφανίστηκε, παρουσιάστηκε το άλλο καλοκαίρι στη Μακεδονία». Η τσάντα περιείχε μια περιουσία λίρες.
Ο Θάνατος του Π.Μελά έδωσε τεράστια ώθηση στον ελληνικό αντιμακεδονικό αγώνα, που ως πιο σημαντική ηγετική προσωπικότητα ανέδειξε τον Κρητικό Ανθυπολοχαγό Γιώργο Τσόντο (Βάρδα), που σημαδεύτηκε και από μεγάλα εγκλήματα όπως η σφαγή στη Ζαγκορίστανη.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Δ.Λιθοξόου «σήμερα τα ελληνόπουλα εξακολουθούν να διδάσκονται, όπως και οι γονείς τους, για το μάρτυρα Π.Μελά. Στη Σιάτιστα όμως, οι γέροι Μακεδόνες αγρότες μιλούν, ακόμα ψιθυριστά, για το φόνο από τους δικούς του και τις χαμένες λίρες.»
Ν.ΑΡ
Παύλος Μελάς: Μύθος και Πραγματικότητα.
Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΚΔΟΧΗ
Ο Παύλος Μελάς (29 Μαρτίου 1870 – 13 Οκτωβρίου 1904), γεννήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας. Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από τη Βόρεια Ήπειρο. Μετά τη μετακίνηση της οικογένειας στην Αθήνα, σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απ' όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού το 1891. Το 1892 πήρε γυναίκα του τη Ναταλία, κόρη του Μακεδόνα Στέφανου Δραγούμη, η οποία του στάθηκε εξαίρετη σύντροφος και συνεργάτιδα. Φέροντας τύψεις για την έκβαση του πολέμου του 1897 συμμετείχε από τους πρώτους στο ιδρυθέν το 1900 Μακεδονικό κομιτάτο για την εμψύχωση του απογοητευμένου ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας και σε αντίδραση στη δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Έτσι από τον Φεβρουάριο του 1904 ο Παύλος Μελάς έσπευσε με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους Α. Κοντούλη, Α. Παπούλα και Γ. Κολοκοτρώνη, προς επιτόπια μελέτη της κατάστασης. Αποτυγχάνοντας σε εκείνη την πρώτη προσπάθεια, επανήλθε τον Ιούλιο του ίδιου έτους οπότε και εισήλθε στη Μακεδονία ως ζωέμπορος με το όνομα "Πέτρος Δέδες". Μετά 20ήμερη παραμονή συναντήθηκε με τον Λάμπρο Κορομηλά στη Θεσσαλονίκη ανταλλάσσοντας σκέψεις για ανάληψη επιχειρήσεων και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα.
Στις 18 Αυγούστου όταν όλα ήταν έτοιμα κατά το σχέδιο ο Παύλος Μελάς με το επιχειρησιακό όνομα Καπετάν Μίκης Ζέζας, επικεφαλής σώματος εκ 35 μόλις ανδρών, που το αποτελούσαν Μακεδόνες, Μανιάτες και Κρητικοί, ανέλαβε την αρχηγία του Μακεδονικού αγώνα ενάντια στους Βούλγαρους και εισήλθε ένοπλα στα Μακεδονικά εδάφη με την εντολή να ασκεί καθήκοντα αρχηγού και στις μικρότερες ομάδες που δρούσαν εν τω μεταξύ στη περιφέρειες Μοναστηρίου και Καστοριάς. Πληροφορηθέντες οι Τούρκοι από διάφορους καταδότες περί της εισόδου και της δράσης του Παύλου Μελά έθεσαν προς καταδίωξή του πολυάριθμο τουρκικό απόσπασμα. Παρά τις συνεχείς διώξεις του Οθωμανικού στρατού ο Παύλος Μελάς άρχισε ν΄ αποδεκατίζει τις βουλγαρικές ομάδες με βάση τα χωριά Λιγκοβάνη και Λίχυβο. Όμως στις 13 Οκτωβρίου 1904 βρισκόμενος στα Στάτιστα και προδομένος από την βουλγάρικη συμμορία του Μήτρου Βλάχου περικυκλώθηκε από Τουρκικό απόσπασμα 150 ανδρών. Μετά από δίωρη λυσσαλέα μάχη διέταξε αιφνίδια έξοδο τεθείς επικεφαλής των ανδρών του. Στην επιχείρηση αυτή τραυματίσθηκε θανάσιμα στην οσφυϊκή χώρα και πέθανε μετά από μισή ώρα στα χέρια του φίλου του, Γεώργιο Στρατινάκη. Η τελευταία του φράση πριν ξεψυχήσει ήταν:[1] "Βούλγαρος να μη μείνει"
Μετά το θάνατο του η δράση των Ελληνικών δυνάμεων έγινε πιο έντονη, περιορίζοντας τη δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων, και επιτυγχάνοντας την ένωση Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας με την Ελλάδα.
Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ:
ΤΙ ΕΚΑΝΕ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ;
Όπως έχουμε καταγράψει και στο 1ο μέρος του αφιερώματος μας, το Μάιο του 1903, ο Π.Μελάς λαμβάνει επιστολή από το μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη με την οποία του ζητούσε την αποστολή ομάδας Ελλήνων μισθοφόρων για να χτυπήσει τα εξαρχικά χωριά της περιοχής του. Ο Π.Μελάς απευθύνεται στο Σφακιανό ανθυπολοχαγό Γ.Τσόντο (καπετάν Βάρδα) και αυτός στρατολογεί 10 γνωστούς Κρητικούς παλικαράδες, τους οποίους πληρώνει η κόμισα Λουΐζα Ριανκούρ. Αυτοί μπαίνουν στις διαταγές του Βαγγέλη Γεωργίου ή Στρεμπενιώτη, παλιού μέλους του ΒΜΡΟ που εξαγοράστηκε από το Καραβαγγέλη, έγινε αρχηγός της σωματοφυλακής του και είχε άδεια από τις Οθωμανικές αρχές να κυνηγά τους κομίτες. Ο Καραβαγγέλης επικεφαλής ενός σώματος που το απαρτίζουν Τουρκαλβανοί στρατιώτες, γκραικομάνοι, αρβανίτες και Κρητικοί μισθοφόροι, μπαίνει στα εξαρχικά χωρία και με την τρομοκρατία απαιτεί να λειτουργήσει. Δίνει μάχες με επαναστατικές ομάδες, στρατολογεί ληστές για να τρομοκρατούν εξαρχικούς. Μάλιστα, οι Κρητικοί μισθοφόροι του Καραβαγγέλη θα συνεργαστούν με τον Οθωμανικό στρατό για να χτυπήσουν τους Μακεδόνες επαναστάτες στο εξαρχικό χωριό Κόσινετς.
Καθώς η ελληνική πολιτική ηγεσία πρέπει να πάρει αποφάσεις στρατηγικού και τακτικού χαρακτήρα, και ενώ οι εθνικιστικοί κύκλοι (Μελάδες, Δραγούμηδες, αδελφοί Πολίτου, Ρακτιβάν, Λάμπρος, Δέλλιος, Μαύρος, Μάτεσης, Βαρατάσης) πίεζαν για εμπλοκή της Ελλάδας στο «Μακεδονικό», με μυστική αποστολή ένοπλων μισθοφορικών τμημάτων που θα χτυπούσαν και θα τρομοκρατούσαν τους εξαρχικούς και ρομανίζοντες πληθυσμούς, η κυβέρνηση Θεοτόκη αποφασίζει την συγκρότηση μιας ομάδας ενόπλων με επικεφαλής Έλληνες αξιωματικούς, που ήταν απόρρητο μυστικό. Με εντολή του ΥΠΕΞ Ρωμανού, αρχηγός της αποστολής ανέλαβε ο λοχαγός Α.Κοντούλης, τον οποίο συνόδευσαν οι Α.Παπούλας, Γ.Κολοκοτρώνης και Π.Μελάς.
Μια βδομάδα θα χρειαστεί για να περάσει τα σύνορα το ελληνικό σώμα. Έξω από τα επιτελικά γραφεία τους, οι αξιωματικοί είναι όπως το ψάρι στη στεριά. Η αποστολή οδηγείται από τον Κώτα, εξαγορασμένο από τον Καραβαγγέλη πρώην μέλος της ΒΜΡΟ, επιχειρεί να εξαγοράσει του αγρότες μοιράζοντας χρήματα αφειδώς και ο Π.Μελάς εξηγεί τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης ως προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία: «Λέγομεν ότι δεν θέλομεν επανάστασιν»!
Ο Μελάς παθαίνει σοκ όταν συνειδητοποιεί ότι οι γυναίκες στα χωριά δε μιλούν ελληνικά. Ο δάσκαλος στο χωριό Ρούλια, για να ευχαριστήσει τους αξιωματικούς βάζει τα παιδιά να πουν ένα ελληνικό τραγούδι, αλλά «δεν εννοήσαμε» γράφει ο Μελάς «αν η γλώσσα ήτον μακεδονική ή η ελληνική»! Μάλιστα, προσπαθεί να μάθει λίγα μακεδονικά για να μιλήσει στους κατοίκους! Η εθνικιστική προπαγάνδα δέχεται ισχυρό πλήγμα από τα γραφόμενα του Μελά για τον επαναστάτη Γιάγκωφ από το χωριό Ζαγκορίτσανη, στον οποίο αναφέρεται με δέος καθώς παραδέχεται ότι «ο Γιάγκωφ έχει φαρμακώσει τη συνείδηση των κατοίκων της περιοχής με τη διδασκαλία ότι οι Μακεδόνες αποτελούν ένα σύνολον χωριστόν από όλα τα άλλα έθνη»!
Οι τέσσερις αξιωματικοί διχάζονται. Κοντούλης και Μελάς πιστεύουν ότι πρέπει να συγκροτηθούν μισθοφορικές ομάδες που θα σχηματιστούν στη Μακεδονία, ενώ οι Παπούλας και Κολοκοτρώνης υποστήριζαν την άποψη ότι «πρέπει να έρθουν σώματα ισχυρά από την Ελλάδα για να χτυπήσουν». Καταλήγουν στην πρόταση ότι ο αγώνας κατά των εξαρχικών Μακεδόνων πρέπει να στηριχθεί κυρίως σε πατριαρχικούς μισθοφόρους, ενώ όπλα, πυρομαχικά, χρήματα και επικουρικά ορισμένες επίλεκτες δυνάμεις θα έρχονταν από την Ελλάδα.
Μετά το θάνατο των Στρεμπενιώτη και τη σύλληψη του Κώτα, το ελληνικό κράτος χάνει στη Δυτική Μακεδονία τους δύο οπλαρχηγούς μισθοφόρους και η κυβέρνηση Θεοτόκη αποφασίζει να συγκροτήσει μικρά ένοπλα σώματα από Παλαιοελλαδίτες και Κρητικούς μισθοφόρους υπό την ηγεσία αξιωματικών ή υπαξιωματικών, με κολαούζους (οδηγούς) γηγενείς γραικομάνους. Για να μην έρθει σε ρήξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρεί τη διεύθυνση των επιχειρήσεων στο παρακρατικό Μακεδονικό Κομιτάτο της Αθήνας, με πρόεδρο το Δ.Καλαποθάκη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ». Την πρώτη ομάδα οδηγεί ο Θ.Καούδης και τη δεύτερη ο Π.Μελάς. Αποστολή τους να τρομοκρατήσουν τα ορεινά μακεδονικά χωριά μεταξύ Καστοριάς και Φλώρινας, χτυπώντας το οργανωμένο μακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα. Ακολουθούν μια πορεία γεμάτη «αίμα» καθώς το δίλημμα που θέτουν είναι «υποταγή ή θάνατος», ενώ το σώμα του Καούδη θα συνεργαστεί με τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα ενάντια στους Μακεδόνες επαναστάτες. Ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου ενημερώνει την κυβέρνηση για την προθυμία των Μακεδόνων χωρικών να υποστηρίξουν τις επαναστατικές αυτονομιστικές αντάρτικες ομάδες κατά των Ελληνικών συμμοριών!
Όμως ο Π.Μελάς, γόνος και γαμπρός δύο κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά ισχυρών οικογενειών, που καθοδηγούσαν το εθνικιστικό κίνημα, και ταυτόχρονα, αξιωματικός καριέρας, αναλαμβάνει την αρχηγία του ελληνικού συμμοριακού αγώνα στη Μακεδονία, που όμως συναισθηματικά εξαρτημένος από το οικογενειακό του περιβάλλον, καλοζωισμένος και αγύμναστος δανδής, δε μπορεί να φέρει εις πέρας. Την Τετάρτη 25 Αυγούστου στέλνει γράμμα στη σύζυγο του: «Εγώ σε ομολογώ ότι ουδέποτε έδιδα μεγάλην σημασίαν εις την επιχείρησιν αυτήν, αλλά μάλλον ως απεγνωσμένον κίνημα την εθεωρούν, και δι’ αυτό φοβούμαι και τόσον. Τώρα όμως το επήρα φοβερά επάνω μου και θεωρώ τον εαυτόν μου πολύ σπουδαίον άνθρωπον»! Επίσης, ο Γ.Καραβίτης περιγράφει στα απομνημονεύματα του την εντύπωση που έκανε η ομιλία του Μελά στους μοναχούς: «Παρά τας περί πατρίδος θεωρίας του αρχηγού μας, οι καλόγεροι εθεωρούν ως αστείους τους λόγους του τούτους και μας εξελάμβανον ως ληστρικήν συμμορίαν».
Οι δυσκολίες είναι μεγάλες και η συμπεριφορά του ντόπιου πληθυσμού διακρίνεται από αδιαφορία και εχθρότητα. Σε πολλές περιπτώσεις οι συμμορίτες του Μελά απαγάγουν βοσκούς και τους χρησιμοποιούν ως οδηγούς, ενώ επειδή φοβούνται την προδοσία, κρατούν ομήρους. Τελικά, η αποστασία θα έρθει από το ληστή Θανάση Βάγια, κολαούζο που είχε προσλάβει ο Μελάς, ο οποίος λιποτάκτησε παίρνοντας μαζί του και τον οπλισμό που του είχαν δώσει. Φτάνοντας στα Γρεβενά τους κατέδωσε στις Οθωμανικές αρχές.
Η απογοήτευση κυριεύει το Μελά: «είμαι περίλυπος έως θανάτου», γράφει τριγυρίζοντας άσκοπα στην Σαμαρίνα. Οι άνδρες του λυπόνται τον αρχηγό τους και φοβούνται: «Ο αρχηγός μας σύρει μετά δυσκολίας τους πόδας του και η δυσκινησία του αυτή είναι κάτι το αποκαρδιωτικό. Αν μας μπλέξη κάπου απόσπασμα, είμεθα καταδικασμένοι να χαθούμε όλοι αδόξως».
Ο Καραβίτης, οργισμένος στρέφει το όπλο του κατά των Βλάχων και απειλώντας τους φωνάζει; «Πες μου, βρε σκυλί, τι είσθε και αν υπάρχουν Έλληνες σ’ αυτόν τον τόπο; Είχα γίνει πλέον έξω φρενών, συνεχίζει, διότι ενώ εκίνησα για να σκοτωθώ χάριν των Ελλήνων της Μακεδονίας, τώρα όπου και να παρουσιαζόμουν ήθελαν να με ξεκάνουν ή να με προδώσουν». Και συνεχίζει: «Συνέβη ώστε να βαδίζουμε δέκα ημέρας εντός ελληνοφώνου ζώνης και να μην κατορθώνουμε να ιδούμε έναν χριστιανό φίλο…».
Στο χωριό Κοσταράτζα μαθαίνουν για την έναρξη της δράσης της συμμορίας Καούδη στα Κορέτσια και τον άγριο ξυλοδαρμό δύο Μακεδόνων αυτονομιστών, ενώ καθώς πλησιάζει η ώρα διεξαγωγής της τρομοκρατικής επιχείρησης του Μελά, γράφει στη γυναίκα του: «Τρέμω και συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη, τρέμω, αλλ΄ ανυπομονώ να το κάμω». Το βάρος του αίματος είναι δυσβάστακτο: «Ελησμόνησα όλον το ωραίον και το υψηλόν και το ευγενές μέρος της αποστολής μου, και έβλεπα μόνον φόνους άγριους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων, τέκνων, αδελφών»!
Σε λίγες μέρες τα αισχρά λόγια γίνονται αισχρές πράξεις και ο Μελάς πραγματοποιεί τη πρώτη του επιχείρηση, τη δολοφονία τριών Μακεδόνων επαναστατών από το χωριό Σρέμπρενο. Ο Μελάς δε μπορεί να αντέξει τη δίψα των μισθοφόρων του για αίμα, αλλά και την προσωπική του υποκρισία. Γρήγορα όμως το ξεπερνά. Ο ίδιος πρωταγωνιστεί στην τρομοκρατική επίθεση κατά των κατοίκων στο Σρέμπρενο. Όπως ομολογεί, τους απευθύνεται με πάθος φοβερό και ειλικρινές, κάνει ότι είναι δυνατόν για να τον τρέμουν και να τον φοβούνται, απαιτώντας εντός 10 ημερών επιτροπή να μεταβεί εις τη Μητρόπολη και να δηλώσει υποταγή στο Καραβαγγέλη. Η εγκληματική δράση της συμμορίας του συνεχίζεται στην Πρεκοπάνα. Στόχος της τρομοκρατίας είναι να ορκιστούν οι χωριάτες «πίστιν και αφοσίωσιν εις την ορθοδοξίαν και δεύτερον να κάμωσι τοιαύτην αναφοράν εις τον Καϊμακάμη και εις τον Μητροπολίτην. Φεύγοντας από το χωριό παίρνουν αιχμαλώτους τον εξαρχικό παπά και δάσκαλο, τους οποίους εκτελούν. Όμως ο Μελάς έχει τύψεις συνειδήσεως: «Καθ’ όλον το διάστημα περιπατούσα ως μεθυσμένος, έκλαια σχεδόν διαρκώς», θα γράψει σχετικά στη γυναίκα του.
Το δρομολόγιο του τρόμου συνεχίζεται: Μπελκαμένη, Νέρεντ. Αξίζει να δει κανείς πως ο ίδιος ο Μελάς καταγράφει την συμπεριφορά του ντόπιου πληθυσμού. Το χειρότερο όμως σημειώνει είναι ότι «ειδοποιούν τα υποψήφια θύματα να κρυφτούν, όπως τούτο συνέβη εσχάτως εις την Νεγοβάνην και το Λέσκοβιτς, όπου μας εκράτησαν αδίκως 4 ημέρας και τέλος μας εγέλασαν. Τούτο επισημαίνει και ο Πρόξενος Μοναστηρίου Καλλέργης σε επιστολή του στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών «ένα γεγονός επίσης άξιον ιδιαιτέρας προσοχής και λίαν δυσάρεστον για τα ελληνικά συμφέροντα είναι η προθυμία που δείχνουν οι Μακεδόνες χωρικοί να υποστηρίξουν τις επαναστατικές αυτονομίστικες αντάρτικες ομάδες κατά των Ελληνικών συμμοριών».[…] Ο Μακεδονικός πληθυσμός δεν ανέχεται τους Έλληνας αντάρτας»!
Επίσης, ο πρόξενος Καλλέργης αποκαλύπτει την σημαντική πληροφορία ότι ο Π.Μελάς υπογράφοντας με το ψευδώνυμο του «Τζέτζας», ενημέρωσε με επιστολή του τον Καϊμακάμη Φλωρίνης ότι «αι Ελληνικαί συμμορίαι σκοπόν έχουσι να προστατεύσωσι τα ορθόδοξα χωρία» και ότι «δεν θέλουσιν ενοχλήση ούτε τους Οθωμανούς κατοίκους ούτε τον Αυτοκρατορικόν Τουρκικόν στρατόν». Η εμπιστοσύνη εξάλλου του Π.Μελά στην αδράνεια του Οθωμανικού στρατού έναντι των ελληνικών συμμοριών θα αποτελέσει και μια από τις βασικές αιτίες του θανάτου του, που κατά τα φαινόμενα προήλθε από ένα μισθοφόρο της ομάδας του, τον Λάκη Πύρζα. Όπως θυμίζει ο Τ.Κύρου που άκουσε τη διήγηση του Χατζητάση ¨πήρε την τσάντα του αρχηγού, άφησε τον αγώνα και εξαφανίστηκε, παρουσιάστηκε το άλλο καλοκαίρι στη Μακεδονία». Η τσάντα περιείχε μια περιουσία λίρες…
Ο Θάνατος του Π.Μελά έδωσε τεράστια ώθηση στον ελληνικό αντιμακεδονικό αγώνα, που ως πιο σημαντική ηγετική προσωπικότητα ανέδειξε τον Κρητικό Ανθυπολοχαγό Γιώργο Τσόντο (Βάρδα), που σημαδεύτηκε και από μεγάλα εγκλήματα όπως η σφαγή στη Ζαγκορίστανη.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Δ.Λιθοξόου «σήμερα τα ελληνόπουλα εξακολουθούν να διδάσκονται, όπως και οι γονείς τους, για το μάρτυρα Π.Μελά. Στη Σιάτιστα όμως, οι γέροι Μακεδόνες αγρότες μιλούν, ακόμα ψιθυριστά, για το φόνο από τους δικούς του και τις χαμένες λίρες…»
ANTIΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
ΤΗΛ. ΕΠΙΚ. 6932955437
Diktiospartakos.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου