31.5.13

VIII. [Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ]

 
ΜΙΣΘΟΣ,  ΤΙΜΗ,  ΚΕΡΔΟΣ 


VIII. [Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΞΙΑΣ]

Ας υποθέσουμε τώρα πως το μέσο ποσό από τα καθημερινά μέσα συντήρησης για ένα εργαζόμενο άνθρωπο απαιτεί έξι ώρες μέση εργασία για την παραγωγή του. Ας υποθέσουμε ακόμα πως έξι ώρες μέση εργασία είναι αντικειμενικοποιημένες κι αυτές σε ένα ποσό χρυσάφι ίσο με τρία σελίνια.  Τα 3 σελίνια θα ήταν τότε η τιμή ή η νομισματική έκφραση για την Ημερήσια Αξία της Εργατικής Δύναμης αυτού του ανθρώπου: Αν εργαζόταν κάθε μέρα έξι ώρες θα έφτιαχνε κάθε μέρα μια άξια αρκετή για να αγοράσει το μέσο ποσό από τα καθημερινά του μέσα συντήρησης ή για να διατηρεί τον εαυτό του σαν εργαζόμενο άνθρωπο.

Μα ο άνθρωπος μας είναι μισθωτός εργάτης. Πρέπει, λοιπόν, να πουλάει την εργατική του δύναμη σε κάποιον καπιταλιστή. Αν την πουλάει 3 σελίνια τη μέρα ή 18 σελίνια τη βδομάδα, την πουλάει στην αξία της. Ας υποθέσουμε πως είναι κλώστης. Όταν εργάζεται έξι ώρες την ημέρα θα προσθέτει κάθε μέρα στο μπαμπάκι 3 σελίνια αξία: Η αξία αυτή, που προσθέτει κάθε μέρα ο κλώστης, θα ήταν ίσα – ίσα ένα ισοδύναμο για το μισθό του ή για την τιμή της εργατικής του δύναμης, που παίρνει κάθε μέρα. Μα στην περίπτωση αυτή δεν θα έμενε στον καπιταλιστή κανενός είδους υπεραξία ή υπερπροϊόν. Εδώ λοιπόν είναι ο κόμπος!

Αγοράζοντας την εργατική δύναμη του εργάτη και πληρώνοντας την στην αξία της, ο καπιταλιστής απόκτησε, όπως και κάθε άλλος αγοραστής, το δικαίωμα να καταναλώνει ή να χρησιμοποιεί το εμπόρευμα που αγόρασε. Καταναλώνεις ή χρησιμοποιείς τη δύναμη ενός ανθρώπου, όταν τον βάλεις να εργάζεται, όπως καταναλώνεις ή χρησιμοποιείς μια μηχανή, όταν την βάλεις μπροστά. Πληρώνοντας την ημερήσια ή τη βδομαδιάτικη αξία της εργατικής δύναμης του εργάτη, ο καπιταλιστής απόκτησε, λοιπόν, το δικαίωμα να χρησιμοποιεί ή να βάζει την εργατική αυτή δύναμη να εργάζεται όσο διαρκεί μια ολόκληρη μέρα ή βδομάδα. Η εργάσιμη μέρα ή η εργάσιμη βδομάδα έχει, φυσικά, κάποια όρια, μα αυτά θα τα εξετάσουμε αργότερα πιο λεπτομερειακά.

Για την ώρα θα ήθελα να στρέψω την προσοχή σας σε ένα αποφασιστικό σημείο.
Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το ποσό της εργασίας που είναι αναγκαίο για τη συντήρησή της και την αναπαραγωγή της, μα η χρήση της εργατικής δύναμης περιορίζεται μόνο από την ενεργητικότητα και τη φυσική αντοχή του εργάτη.
 Η καθημερινή ή βδομαδιάτικη αξία της εργατικής δύναμης είναι ολότελα ξεχωριστά πράγματα από την καθημερινή ή βδομαδιάτικη λειτουργία της δύναμης αυτής, το ίδιο όπως είναι ολότελα ξεχωριστά πράγματα η τροφή που χρειάζεται ένα άλογο και ο χρόνος που μπορεί να σηκώνει τον καβαλάρη. Το ποσό της εργασίας που καθορίζει την αξία  της εργατικής δύναμης του εργάτη δεν αποτελεί με κανένα τρόπο όριο στο ποσό της εργασίας που μπορεί να κάνει η εργατική του δύναμη. Ας πάρουμε το παράδειγμα του κλώστη μας.

Είδαμε πως για να αναπαράγει καθημερινά την εργατική του δύναμη πρέπει να αναπαράγει καθημερινά μια αξία από 3 σελίνια, που θα το κατορθώσει αν εργάζεται έξι ώρες την ημέρα. Αυτό, ωστόσο, δεν τον εμποδίζει να μπορεί να εργαστεί δέκα ή δώδεκα ή και περισσότερες ώρες την ημέρα. Πληρώνοντας όμως την καθημερινή ή βδομαδιάτικη αξία της εργατικής δύναμης του κλώστη ο καπιταλιστής απόκτησε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την εργατική αυτή δύναμη όσο διαρκεί ολόκληρη η μέρα ή η βδομάδα. Θα τον βάλει, λοιπόν, να εργάζεται κάθε μέρα δώδεκα, ας πούμε, ώρες.
Θα πρέπει, δηλαδή, να εργάζεται άλλες έξι ώρες πέρα και πάνω από τις έξι ώρες που χρειάζεται για να αναπληρώσει το μισθό του ή την αξία της εργατικής του δύναμης και αυτές τις ώρες θα τις ονομάσω ώρες υπερεργασίας. Η υπερεργασία αυτή θα αντικειμενοποιηθεί σε μια υπεραξία και ένα υπερπροϊόν.

Αν λ.χ. ο κλώστης μας με την καθημερινή του εξάωρη εργασία πρόσθετε στο βαμβάκι 3 σελίνια αξία, μια αξία που είναι ίσα - ίσα ένα ισοδύναμο με το μισθό του, σε δώδεκα ώρες θα πρόσθετε στο μπαμπάκι μια αξία από έξι σελίνια και θα έφτιαχνε ένα ανάλογο πλεόνασμα από νήμα  Μια που πούλησε την εργατική του δύναμη στον καπιταλιστή, ολόκληρη η αξία του προϊόντος που δημιουργήθηκε απ’ αυτόν ανήκει στον καπιταλιστή, στον ιδιοκτήτη pro tem [για την ώρα] της εργατικής του δύναμης.
 Ο καπιταλιστής, πληρώνοντας τρία σελίνια, θα πραγματοποιήσει, λοιπόν, μια αξία από 6 σελίνια, γιατί πληρώνοντας μια αξία, που μέσα της είναι αποκρυσταλλωμένες έξι ώρες εργασίας, παίρνει σε αντάλλαγμα μια αξία όπου είναι αποκρυσταλλωμένες δώδεκα ώρες εργασίας. Με την καθημερινή επανάληψη της ίδιας αυτής κίνησης θα πληρώνει ο καπιταλιστής κάθε μέρα τρία σελίνια και θα τσεπώνει κάθε μέρα, έξι σελίνια, απ’ τα οποία τα μισά θα πηγαίνουν ξανά για να πληρωθεί ο μισθός του εργάτη και τα άλλα μισά θα αποτελούν την υπεραξία, που γι’ αυτή δεν πληρώνει κανένα ισοδύναμο. Πάνω σ’ αυτό το είδος της συναλλαγής ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία στηρίζεται ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής ή το σύστημα της μισθωτής εργασίας, που αναπαράγει σταθερά τον εργάτη σαν  εργάτη και τον καπιταλιστή σαν καπιταλιστή.

Όταν όλοι οι άλλοι όροι παραμένουν οι ίδιοι, το ποσοστό της υπεραξίας θα εξαρτιέται από την αναλογία ανάμεσα σε κείνο το μέρος της εργάσιμης μέρας που είναι αναγκαίο για να αναπαράγεται η αξία της εργατικής δύναμης και στον παραπάνω χρόνο ή υπερεργασία, που γίνεται για τον καπιταλιστή. Θα εξαρτιέται, κατά συνέπεια, από την αναλογία που παρατείνεται η εργάσιμη μέρα πέρα και πάνω από το χρονικό διάστημα, που αναπαράγει ο εργάτης με την εργασία του μόνο την αξία της εργατικής του δύναμης ή που αναπληρώνει το μισθό του.

IX. Η Αξία της Εργασίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου