ΜΙΣΘΟΣ, ΤΙΜΗ, ΚΕΡΔΟΣ
Ι.
[ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΣ]
Το επιχείρημα του πολίτη Ουέστον στηριζόταν, ουσιαστικά, σε δυο προϋποθέσεις: πρώτα, πως το ποσό της εθνικής παραγωγής είναι κάτι το αμετάβλητο, μια σταθερή ποσότητα ή μέγεθος, όπως θα έλεγαν οι μαθηματικοί. Δεύτερο, πως το ποσό των πραγματικών μισθών, δηλαδή των μισθών που έχουν για μέτρο το ποσό των εμπορευμάτων που μπορούν να αγοράσουν, είναι μια ορισμένη ποσότητα, ένα σταθερό μέγεθος.
Τώρα, ο πρώτος του ισχυρισμός είναι φανερά λαθεμένος. Θα διαπιστώσετε πως από χρόνο σε χρόνο η αξία και η μάζα της παραγωγής αυξάνει, πως οι παραγωγικές δυνάμεις της εθνικής εργασίας αυξάνουν και πως το ποσό του χρήματος, που είναι αναγκαίο για την κυκλοφορία της αυξημένης αυτής παραγωγής, αλλάζει αδιάκοπα. Αυτό που είναι σωστό στο τέλος του χρόνου και για διαφορετικά χρόνια, όταν τα συγκρίνουμε μεταξύ τους, είναι σωστό και για την κάθε μέση χρονιάτικη μέρα. Το ποσό ή το μέγεθος της εθνικής παραγωγής αλλάζει ολοένα. Είναι μέγεθος μεταβλητό και όχι σταθερό, και, εκτός από τις μεταβολές στον πληθυσμό, έτσι πρέπει να είναι, εξ αιτίας των αδιάκοπων μεταβολών στη συσσώρευση του κεφαλαίου και στην παραγωγική δύναμη της εργασίας.
Είναι ολότελα σωστό πως, αν γινόταν σήμερα μια ύψωση στο γενικό επίπεδο των μισθών, η ύψωση αυτή, οποιαδήποτε και αν ήταν τα κατοπινά της αποτελέσματα, δεν θα άλλαζε, αυτή η ίδια, αμέσως το ποσό της παραγωγής. στην αρχή θα ξεκινούσε από κει που βρίσκονταν τα πράγματα. Μα αν η εθνική παραγωγή ήταν πριν από την ύψωση των μισθών μεταβλητή και όχι σταθερή, θα εξακολουθούσε και ύστερα από την ύψωση των μισθών να είναι μεταβλητή και όχι σταθερή.
Ας υποθέσουμε όμως πως το ποσό της εθνικής παραγωγής είναι σταθερό και όχι μεταβλητό. Ακόμα και τότε, αυτό που ο φίλος μας Ουέστον θεωρεί λογικό συμπέρασμα, θα παρέμενε και πάλι ένας απλός ισχυρισμός. Αν έχω ένα δοσμένο αριθμό, ας πούμε το οκτώ, τα απόλυτα όρια του αριθμού αυτού δεν εμποδίζουν τα μέρη του να αλλάζουν τα σχετικά τους όρια. Αν το κέρδος ήταν έξι και ο μισθός δύο, θα μπορούσε να ανέβει ο μισθός από έξι και να πέσει το κέρδος στα δύο και το συνολικό ποσό να είναι πάλι οκτώ. Έτσι, το σταθερό ποσό της παραγωγής δεν θα απόδειχνε, με κανένα τρόπο, πως το ποσό του μισθού είναι σταθερό. Με τι τρόπο τότε, αποδείχνει ο φίλος μας Ουέστον τη σταθερότητα αυτή; Με το να την ισχυρίζεται. Μα και αν ακόμα παραδεχτούμε τον ισχυρισμό του θα είχαμε δυο δρόμους να πάρουμε, ενώ αυτός επιμένει σε ένα μόνο. Αν το ποσό των μισθών είναι σταθερό μέγεθος, τότε δεν μπορεί ούτε να αυξηθεί ούτε να ελαττωθεί.
Αν, λοιπόν, οι εργάτες ενεργούν ανόητα επιβάλλοντας μια παροδική αύξηση στους μισθούς, οι καπιταλιστές δεν θα ενεργούσαν και αυτοί λιγότερο ανόητα υποβάλλοντας μια παροδική ελάττωση στους μισθούς. Ο φίλος μας Ουέστον δεν αρνείται πώς, κάτω από ορισμένες συνθήκες, οι εργάτες μπορούν να επιβάλουν μια αύξηση στους μισθούς, επειδή όμως το ποσό για τούς μισθούς είναι από τη φύση του καθορισμένο, θα πρέπει να ακολουθήσει μια αντίδραση. Από το άλλο μέρος, ξέρει ακόμα πως οι καπιταλιστές μπορούν να επιβάλουν μια ελάττωση στους μισθούς και, πράγματι, προσπαθούν πάντα να την επιβάλουν.
Σύμφωνα με την αρχή της σταθερότητας των μισθών θα έπρεπε να ακολουθήσει και σε τούτη την περίπτωση μια αντίδραση, όπως και στην προηγούμενη. Κατά συνέπεια, αν οι εργάτες αντιδρούν ενάντια στην προσπάθεια ή στην εφαρμογή μιας ελάττωσης στους μισθούς, ενεργούν σωστά Θα ενεργούσαν, λοιπόν, σωστά αν επέβαλλαν μια αύξηση των μισθών, γιατί κάθε αντίδραση ενάντια στη μείωση των μισθών είναι δράση για την αύξηση τους. Σύμφωνα λοιπόν με την αρχή του πολίτη Ουέστον για τη σταθερότητα των μισθών έπρεπε, οι εργάτες, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να συνενώνονται και να αγωνίζονται για αύξηση των μισθών.
Αν ο πολίτης Ουέστον αρνείται το συμπέρασμα αυτό τότε θα πρέπει να εγκαταλείψει και την προϋπόθεση απ’ όπου απορρέει. Δεν πρέπει να λέει πως το ποσό των μισθών είναι σταθερή ποσότητα μα πώς, ενώ δεν μπορεί, ούτε και πρέπει να ανεβαίνει, μπορεί και πρέπει να κατεβαίνει κάθε φορά που αρέσει στο κεφάλαιο να το κατεβάζει. Αν ο καπιταλιστής ευαρεστείται να σας ταΐζει πατάτες αντί κρέας και βρώμη αντί για στάρι, πρέπει να δεχθείτε τη θέλησή του σα νόμο της πολιτικής οικονομίας και να υποταχθείτε σ’ αύτή. Αν, σε μια χώρα το επίπεδο των μισθών είναι ανώτερο απ’ ό,τι, σε μια άλλη χώρα, στις Ηνωμένες Πολιτείες λ.χ. απ’ ό,τι στην Αγγλία, πρέπει να εξηγήσετε τη διαφορά αυτή στο επίπεδο των μισθών με τη διαφορά ανάμεσα στη θέληση του Αμερικάνου καπιταλιστή και στη θέληση του Εγγλέζου καπιταλιστή, μια μέθοδος που, δίχως αμφιβολία, θα απλοποιούσε όχι μόνο τη μελέτη των οικονομικών φαινομένων μα και όλων των άλλων φαινομένων. Μα και τότε ακόμα θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε: γιατί η θέληση του Αμερικάνου καπιταλιστή διαφέρει από τη θέληση του Εγγλέζου καπιταλιστή;
Και για να απαντήσετε στην ερώτηση αυτή πρέπει να βγείτε έξω από το βασίλειο της θέλησης. Ένας παπάς μπορεί να μου λέει πως άλλο πράγμα θέλει ο Θεός στη Γαλλία και άλλο στην Αγγλία. Και όταν του ζητήσω να μου εξηγήσει τη διπλή αυτή θέληση, θα είχε ίσως την αναισχυντία να μου απαντήσει πως ο Θεός θέλει να έχει άλλη θέληση στη Γαλλία και άλλη στην Αγγλία. Μα ο φίλος μας Ουέστον είναι σίγουρα ο τελευταίος άνθρωπος που θα έφερνε ένα επιχείρημα με τέτοια ολοκληρωτική άρνηση κάθε λογικής. Η θέληση του καπιταλιστή είναι, βέβαια, να παίρνει όσο μπορεί περισσότερα. Εκείνο που έχουμε να κάνουμε εμείς δεν είναι να φλυαρούμε για τη θέληση του, μα να εξετάσουμε την εξουσία του, τα όρια της εξουσίας αυτής και το χαρακτήρα που έχουν τα όρια αυτά.
ΙΙ. Παραγωγή, Μισθός, Κέρδος
[ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΣ]
Το επιχείρημα του πολίτη Ουέστον στηριζόταν, ουσιαστικά, σε δυο προϋποθέσεις: πρώτα, πως το ποσό της εθνικής παραγωγής είναι κάτι το αμετάβλητο, μια σταθερή ποσότητα ή μέγεθος, όπως θα έλεγαν οι μαθηματικοί. Δεύτερο, πως το ποσό των πραγματικών μισθών, δηλαδή των μισθών που έχουν για μέτρο το ποσό των εμπορευμάτων που μπορούν να αγοράσουν, είναι μια ορισμένη ποσότητα, ένα σταθερό μέγεθος.
Τώρα, ο πρώτος του ισχυρισμός είναι φανερά λαθεμένος. Θα διαπιστώσετε πως από χρόνο σε χρόνο η αξία και η μάζα της παραγωγής αυξάνει, πως οι παραγωγικές δυνάμεις της εθνικής εργασίας αυξάνουν και πως το ποσό του χρήματος, που είναι αναγκαίο για την κυκλοφορία της αυξημένης αυτής παραγωγής, αλλάζει αδιάκοπα. Αυτό που είναι σωστό στο τέλος του χρόνου και για διαφορετικά χρόνια, όταν τα συγκρίνουμε μεταξύ τους, είναι σωστό και για την κάθε μέση χρονιάτικη μέρα. Το ποσό ή το μέγεθος της εθνικής παραγωγής αλλάζει ολοένα. Είναι μέγεθος μεταβλητό και όχι σταθερό, και, εκτός από τις μεταβολές στον πληθυσμό, έτσι πρέπει να είναι, εξ αιτίας των αδιάκοπων μεταβολών στη συσσώρευση του κεφαλαίου και στην παραγωγική δύναμη της εργασίας.
Είναι ολότελα σωστό πως, αν γινόταν σήμερα μια ύψωση στο γενικό επίπεδο των μισθών, η ύψωση αυτή, οποιαδήποτε και αν ήταν τα κατοπινά της αποτελέσματα, δεν θα άλλαζε, αυτή η ίδια, αμέσως το ποσό της παραγωγής. στην αρχή θα ξεκινούσε από κει που βρίσκονταν τα πράγματα. Μα αν η εθνική παραγωγή ήταν πριν από την ύψωση των μισθών μεταβλητή και όχι σταθερή, θα εξακολουθούσε και ύστερα από την ύψωση των μισθών να είναι μεταβλητή και όχι σταθερή.
Ας υποθέσουμε όμως πως το ποσό της εθνικής παραγωγής είναι σταθερό και όχι μεταβλητό. Ακόμα και τότε, αυτό που ο φίλος μας Ουέστον θεωρεί λογικό συμπέρασμα, θα παρέμενε και πάλι ένας απλός ισχυρισμός. Αν έχω ένα δοσμένο αριθμό, ας πούμε το οκτώ, τα απόλυτα όρια του αριθμού αυτού δεν εμποδίζουν τα μέρη του να αλλάζουν τα σχετικά τους όρια. Αν το κέρδος ήταν έξι και ο μισθός δύο, θα μπορούσε να ανέβει ο μισθός από έξι και να πέσει το κέρδος στα δύο και το συνολικό ποσό να είναι πάλι οκτώ. Έτσι, το σταθερό ποσό της παραγωγής δεν θα απόδειχνε, με κανένα τρόπο, πως το ποσό του μισθού είναι σταθερό. Με τι τρόπο τότε, αποδείχνει ο φίλος μας Ουέστον τη σταθερότητα αυτή; Με το να την ισχυρίζεται. Μα και αν ακόμα παραδεχτούμε τον ισχυρισμό του θα είχαμε δυο δρόμους να πάρουμε, ενώ αυτός επιμένει σε ένα μόνο. Αν το ποσό των μισθών είναι σταθερό μέγεθος, τότε δεν μπορεί ούτε να αυξηθεί ούτε να ελαττωθεί.
Αν, λοιπόν, οι εργάτες ενεργούν ανόητα επιβάλλοντας μια παροδική αύξηση στους μισθούς, οι καπιταλιστές δεν θα ενεργούσαν και αυτοί λιγότερο ανόητα υποβάλλοντας μια παροδική ελάττωση στους μισθούς. Ο φίλος μας Ουέστον δεν αρνείται πώς, κάτω από ορισμένες συνθήκες, οι εργάτες μπορούν να επιβάλουν μια αύξηση στους μισθούς, επειδή όμως το ποσό για τούς μισθούς είναι από τη φύση του καθορισμένο, θα πρέπει να ακολουθήσει μια αντίδραση. Από το άλλο μέρος, ξέρει ακόμα πως οι καπιταλιστές μπορούν να επιβάλουν μια ελάττωση στους μισθούς και, πράγματι, προσπαθούν πάντα να την επιβάλουν.
Σύμφωνα με την αρχή της σταθερότητας των μισθών θα έπρεπε να ακολουθήσει και σε τούτη την περίπτωση μια αντίδραση, όπως και στην προηγούμενη. Κατά συνέπεια, αν οι εργάτες αντιδρούν ενάντια στην προσπάθεια ή στην εφαρμογή μιας ελάττωσης στους μισθούς, ενεργούν σωστά Θα ενεργούσαν, λοιπόν, σωστά αν επέβαλλαν μια αύξηση των μισθών, γιατί κάθε αντίδραση ενάντια στη μείωση των μισθών είναι δράση για την αύξηση τους. Σύμφωνα λοιπόν με την αρχή του πολίτη Ουέστον για τη σταθερότητα των μισθών έπρεπε, οι εργάτες, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να συνενώνονται και να αγωνίζονται για αύξηση των μισθών.
Αν ο πολίτης Ουέστον αρνείται το συμπέρασμα αυτό τότε θα πρέπει να εγκαταλείψει και την προϋπόθεση απ’ όπου απορρέει. Δεν πρέπει να λέει πως το ποσό των μισθών είναι σταθερή ποσότητα μα πώς, ενώ δεν μπορεί, ούτε και πρέπει να ανεβαίνει, μπορεί και πρέπει να κατεβαίνει κάθε φορά που αρέσει στο κεφάλαιο να το κατεβάζει. Αν ο καπιταλιστής ευαρεστείται να σας ταΐζει πατάτες αντί κρέας και βρώμη αντί για στάρι, πρέπει να δεχθείτε τη θέλησή του σα νόμο της πολιτικής οικονομίας και να υποταχθείτε σ’ αύτή. Αν, σε μια χώρα το επίπεδο των μισθών είναι ανώτερο απ’ ό,τι, σε μια άλλη χώρα, στις Ηνωμένες Πολιτείες λ.χ. απ’ ό,τι στην Αγγλία, πρέπει να εξηγήσετε τη διαφορά αυτή στο επίπεδο των μισθών με τη διαφορά ανάμεσα στη θέληση του Αμερικάνου καπιταλιστή και στη θέληση του Εγγλέζου καπιταλιστή, μια μέθοδος που, δίχως αμφιβολία, θα απλοποιούσε όχι μόνο τη μελέτη των οικονομικών φαινομένων μα και όλων των άλλων φαινομένων. Μα και τότε ακόμα θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε: γιατί η θέληση του Αμερικάνου καπιταλιστή διαφέρει από τη θέληση του Εγγλέζου καπιταλιστή;
Και για να απαντήσετε στην ερώτηση αυτή πρέπει να βγείτε έξω από το βασίλειο της θέλησης. Ένας παπάς μπορεί να μου λέει πως άλλο πράγμα θέλει ο Θεός στη Γαλλία και άλλο στην Αγγλία. Και όταν του ζητήσω να μου εξηγήσει τη διπλή αυτή θέληση, θα είχε ίσως την αναισχυντία να μου απαντήσει πως ο Θεός θέλει να έχει άλλη θέληση στη Γαλλία και άλλη στην Αγγλία. Μα ο φίλος μας Ουέστον είναι σίγουρα ο τελευταίος άνθρωπος που θα έφερνε ένα επιχείρημα με τέτοια ολοκληρωτική άρνηση κάθε λογικής. Η θέληση του καπιταλιστή είναι, βέβαια, να παίρνει όσο μπορεί περισσότερα. Εκείνο που έχουμε να κάνουμε εμείς δεν είναι να φλυαρούμε για τη θέληση του, μα να εξετάσουμε την εξουσία του, τα όρια της εξουσίας αυτής και το χαρακτήρα που έχουν τα όρια αυτά.
ΙΙ. Παραγωγή, Μισθός, Κέρδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου