3. Η πολεμική μεταξύ Κάουτσκυ και Παννέκεκ.
Ο Παννέκεκ αντέκρουσε τον Κάουτσκυ, αντιπροσωπεύοντας την ομάδα της «ριζοσπαστικής αριστεράς» που αριθμούσε στις τάξεις της την Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Κάρλ Ράντεκ και άλλους, οι οποίοι, υποστηρίζοντας την επαναστατική τακτική, είχαν όλοι την πεποίθηση ότι ο Κάουτσκυ περνούσε προς την τακτική του «κέντρου», κυμαινόμενος χωρίς αρχές μεταξύ Μαρξισμού και Οπορτουνισμού. Η άποψη αυτή αποδείχθηκε τελείως ορθή από τον πόλεμο, όταν το ρεύμα αυτό του «κέντρου» ή του «Καουτσκισμού», που κακώς ονομαζόταν μαρξικό, αποκαλύφθηκε με όλη του την οικτρότητα.
Σ’ ένα άρθρο του για το ζήτημα τού Κράτους, τιτλοφορούμενο, «Η δράση των μαζών και η Επανάσταση», (Neue Zeit 1912), ο Παννέκεκ χαρακτήριζε την στάση του Κάουτσκυ ως «παθητικό ριζοσπαστισμό», ως «θεωρία της αδρανούς αναμονής». Ο Κάουτσκυ δεν θέλει να δει την πορεία της επανάστασης». Στο σημείο αυτό ο Παννέκεκ, θίγει το πρόβλημα που μάς ενδιαφέρει, για τον ρόλο δηλαδή της προλεταριακής επανάστασης απέναντι τού Κράτους.
«Ο αγώνας του προλεταριάτου (έγραφε) δεν είναι απλά αγώνας κατά της κεφαλαιοκρατίας με σκοπό τον έλεγχο του ΚΡάτους αλλά στρέφεται κατά του Κράτους...
Βάση της προλεταριακής επανάστασης είναι η καταστροφή των οργανωμένων δυνάμεων του ΚΡάτους και, ή βίαια εξαφάνιση των (ablosung) δια των οργανωμένων δυνάμεων του προλεταριάτου. Και ο αγώνας αυτός δεν θα τελειώσει πριν καταστραφεί ολόκληρος ο κρατικός οργανισμός
Αυτός είναι ο σκοπός του. Η οργάνωση της πλειοψηφίας δείχνει την υπεροχή της καταστρέφοντας την οργανωμένη βία της κυβερνούσας μειοψηφίας».
Ο Παννέκεκ δεν εκφράζει τις ιδέες του με άμεμπτο τρόπο, αλλά οι ιδέες είναι αρκετά σαφείς, και αξίζει τον κόπο να δούμε πως τις αντικρούει ο Κάουτσκυ.
«Έως τώρα», γράφει, «η διαφορά μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και αναρχικών ήταν η ακόλουθη : οι πρώτοι ήθελαν να κατακτήσουν την κρατική εξουσία, ενώ σκοπός των αναρχικών ήταν να την καταστρέψουν, ο Παννέκεκ ζητάει και το ένα και το άλλο».
Αν η ανάπτυξη του Παννέκεκ δεν έχει όλη την ακρίβεια και σαφήνεια δεν μιλούμε για τις άλλες ελλείψεις που είναι άσχετες με το ζήτημά μας -ο Κάουτσκυ βρίσκει ακριβώς αυτό το σημείο από το άρθρο του Παννέκεκ, που είναι η ουσία όλου του ζητήματος, και στο θεμελιώδες αυτό ζήτημα, που είναι ζήτημα αρχής, ο Κάουτσκυ απαρνείται τελείως την μαρξική άποψη και παραδίδεται χωρίς όρους στους οπορτουνιστές. Ο ορισμός του για την διαφορά μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και αναρχικών είναι απολύτως εσφαλμένος, και ο μαρξισμός παραμορφώνεται και ταπεινώνεται έτσι οριστικά.
Η διαφορά μεταξύ μαρξιστών και αναρχικών είναι η εξής: 1) Οι μαρξιστές ζητούν την τελεία καταστροφή του Κράτους, αλλά παραδέχονται ότι ο σκοπός τους μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά την εξαφάνιση των τάξεων που θα προέλθει από μια σοσιαλιστική επανάσταση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του σοσιαλισμού που καταλήγει στον μαρασμό του Κράτους. οι αναρχικοί απεναντίας θέλουν την τέλεια καταστροφή του Κράτους εντός είκοσι τεσσάρων ωρών και δεν αντιλαμβάνονται τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η καταστροφή. 2) Οι μαρξιστές παραδέχονται ότι μόλις το προλεταριάτο κατακτήσει την πολιτική εξουσία οφείλει να συντρίψει ολότελα τον παλιό κρατικό μηχανισμό και να φέρει στη θέση του έναν νέο μηχανισμό των οργανωμένων ένοπλων εργατών, κατά το πρότυπο της Κομμούνας.
Οι αναρχικοί απεναντίας ενώ είναι υπέρ της καταστροφής του Κράτους, δεν έχουν ξεκαθαρισμένη ιδέα του τι θα βάλει το προλεταριάτο στη θέση του και πώς θα χρησιμοποιήσει την επαναστατική του δύναμη, επίσης αρνούνται ότι το επαναστατικό προλεταριάτο έχει ανάγκη να χρησιμοποιήσει το Κράτος και να εγκαταστήσει την επαναστατική του δικτατορία. 3) Οι μαρξιστές θέλουν να χρησιμοποιήσουν το νεώτερο κράτος ως μέσον προετοιμασίας των εργατών για την επανάσταση οι αναρχικοί τα αποκρούουν όλα αυτά.
Στην πολεμική αυτή ο Μαρξισμός αντιπροσωπεύεται από τον Παννέκεκ και όχι από τον Κάουτσκυ, αφού ο ίδιος ο Μαρξ διακήρυξε ότι η απλή μεταβίβαση της παλιάς κρατικής μηχανής σε νέα χέρια δεν είναι καθόλου κατάκτηση της εξουσίας : Το προλεταριάτο οφείλει να συντρίψει αυτόν τον μηχανισμό και να τον αντικαταστήσει με κάτι εντελώς νέο. Ο Κάουτσκυ μεταπηδά, από τον μαρξισμό στον οπορτουνισμό, γιατί γι’ αυτόν δεν υπάρχει το ζήτημα της καταστροφής τού Κράτους ζήτημα που είναι εντελώς απαράδεκτο για τους οπορτουνιστές. Και αφήνει έτσι σ’ αυτούς την ελευθέρια να εξηγήσουν την «κατάκτηση» της εξουσίας ως προσηλύτιση της πλειοψηφίας.
Για να συγκαλύψει την διαστροφή αυτή του Μαρξισμού, ο Κάουτσκυ επιδεικνύει πολυμάθεια, προσφέροντας «περικοπές» από τον ίδιο τον Μαρξ. Ο Μαρξ έγραφε στα 1850 για την ανάγκη «της οριστικής συγκέντρωσης της δύναμης στα χέρια του Κράτους» και ο Κάουτσκυ ρωτάει θριαμβευτικά: «Μήπως ο Παννέκεκ θέλει να καταστρέψει τον «Συγκεντρωτισμό»; Να ένα αστείο παιγνιδάκι που μοιάζει με την συνταύτιση που κάνει ο Μπερνστάιν στις απόψεις του Μαρξ και τού Προυντόν για το ζήτημα του ομοσπονδιακού συστήματος κατά τού Συγκεντρωτικού.
Η «περικοπή» αυτή του Κάουτσκυ δεν έχει καθόλου την θέση της. Η νέα μορφή του Κράτους δέχεται το συγκεντρωτικό σύστημα όπως η παλιά, όταν π.χ. οι εργάτες συνενώνουν εκούσια τις ένοπλες δυνάμεις τους, αυτό είναι συγκεντρωτισμός, ο οποίος όμως θα βασίζεται στην τελεία καταστροφή του συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού -Στράτου, αστυνομίας, γραφειοκρατίας. Η μέθοδος αυτή του Κάουτσκυ βέβαια δεν είναι καθόλου έντιμη. Οι θαυμαστές διδασκαλίες του Μαρξ και του Ένγκελς για την Κομμούνα παραλείπονται, και αναφέρεται μόνο μία περικοπή που δεν έχει καμία σχέση με το ζήτημα.
«Ίσως ο Παννέκεκ θέλει να καταργήσει τις κρατικές λειτουργίες των υπαλλήλων; (εξακολουθεί ο Κάουτσκυ). Χωρίς υπαλλήλους όμως δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε στις οργανώσεις του κόμματος και των σωματείων μας, και πολύ λιγότερο στην διοίκηση του Κράτους. Για τους κρατικούς υπαλλήλους, το πρόγραμμα μας δεν ζητάει να εξαφανισθούν, άλλα να εκλέγονται από τον λαό. Το ζήτημά μας δεν είναι ποια ακριβώς μορφή θα πάρει ο διοικητικός μηχανισμός στο κράτος του μέλλοντος, άλλα να καθορίσουμε αν ο πολιτικός αγώνας μας θα καταστρέψει (κατά λέξη: διαλύσει, auflost) το Κράτος, πριν το κατακτήσουμε (τις λέξεις αυτές τις υπογραμμίζει ο Κάουτσκυ). Ποιο υπουργείο π. χ. με τους υπαλλήλους του θα μπορούσε να καταργηθεί; (Εδώ γίνεται μια απαρίθμηση των υπουργείων τής Παιδείας, Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Στρατιωτικών). Όχι ούτε ένα από τα τωρινά υπουργεία δεν μπορεί να καταργηθεί από τον πολιτικό μας αγώνα κατά της Κυβέρνησης... Επαναλαμβάνω για να προληφθεί κάθε παρεξήγηση, δεν πρόκειται εδώ για την μορφή που θα δώσει στο «Κράτος του μέλλοντος» μία νίκη της Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά πως η αντιπολίτευση μας θα αλλάξει το σύγχρονο κράτος».
Αυτό είναι σωστή ταχυδακτυλουργία. Ο Παννέκεκ έθεσε το ζήτημα της Επανάστασης. Τόσο ο τίτλος του άρθρου του όσο και τα αποσπάσματα που αναφέραμε παραπάνω το δείχνουν αρκετά καθαρά. Αλλά ο Κάουτσκυ πηδώντας στο ζήτημα της «αντιπολίτευσης» μετατρέπει την άποψη από επαναστατική σε οπορτουνιστική. Κατά την γνώμη του πρέπει προς το παρόν να περιοριστούμε σε μια αντιπολίτευση και μετά την κατάκτηση της εξουσίας θα μπορούμε να μιλήσουμε για άλλα πράγματα. Η επανάσταση εξαφανίζεται : αυτό ακριβώς ζητούν και οι οπορτουνιστές.
Το κύριο ζήτημά μας δεν είναι η αντιπολίτευση ούτε ο γενικός πολιτικός αγώνας, αλλά η Επανάσταση. Και επανάσταση είναι η καταστροφή του διοικητικού μηχανισμού, και η αντικατάσταση του από την νέα προλεταριακή εξουσία των ένοπλων εργατών.
Ο Κάουτσκυ δείχνει ένα «μοιρολατρικό σεβασμό» προς τα Υπουργεία: γιατί όμως δεν μπορούν να αντικατασταθούν, π.χ. από συμβούλια ειδικών που θα λειτουργούν μέσα στο καθεστώς των κυριάρχων και παντοδυνάμων συμβουλίων των αντιπροσώπων εργατών και στρατιωτών; Το ουσιαστικό όμως σημείο δεν είναι καθόλου αν τα Υπουργεία θα μείνουν ή θα μετατραπούν σε συμβούλια ειδικών ή σε άλλου είδους θεσμούς, όλα αυτά δεν έχουν καμιά σημασία. Το κύριο ζήτημα είναι αν θα διατηρήσουμε την παλιά κυβερνητική μηχανή, ποτισμένη από την ρουτίνα και την σκουριά, και δεμένη με χίλιους δεσμούς προς την πλουτοκρατία, ή αυτή θα συντριφτεί και θα αντικατασταθεί με κάτι εντελώς νέο; Επανάσταση δεν θα πει ότι θα κυβερνά η νέα τάξη με την παλιά κυβερνητική μηχανή, αλλά ότι θα σαρώσει τον μηχανισμό αυτό και, θα διοικεί με νέα μηχανή.
Την θεμελιώδη αυτή ιδέα του Μαρξισμού, ο Κάουτσκυ την παραλείπει ή δεν την εννοεί καθόλου. Η ερώτηση του σχετικά με τους υπαλλήλους δείχνει καθαρά ότι πολύ λίγο ένοιωσε τα διδάγματα της Κομμούνας και την διδασκαλία του Μαρξ.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς υπαλλήλους ούτε στις οργανώσεις του κόμματος και των σωματείων μας» δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς υπαλλήλους μέσα στο Κεφαλαιοκρατικό καθεστώς, στην κυριαρχία τής πλουτοκρατίας. Το προλεταριάτο καταπιέζεται, οι εργαζόμενες μάζες καταντούν σε κατάσταση δουλείας υπό τον καπιταλισμό, η δημοκρατία πνίγεται, συντρίβεται, διαμελίζεται, κολοβώνεται από τον καπιταλισμό, την μισθοδουλεία, την δυστυχία και την αθλιότητα των μαζών.
Ακριβώς οι όροι της ζωής μέσα στο κεφαλαιοκρατικό καθεστώς είναι τα μόνα αίτια, που οι υπάλληλοι των πολιτικών κομμάτων και των επαγγελματικών οργανώσεων μας είναι διεφθαρμένοι-ή μάλλον έχουν την τάσι να διαφθαρούν, να γίνουν γραφειοκράτες, δηλαδή προνομιούχα πρόσωπα αποχωρισμένα από την μάζα, που στέκουν πιο ψηλά απ’ αυτήν. Αυτή είναι ακριβώς η ουσία της γραφειοκρατίας, και πριν απομακρυνθούν οι κεφαλαιούχοι και ανατραπεί η πλουτοκρατία, κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει ακόμη και τους υπαλλήλους των εργατών να είναι έως ένα βαθμό «γραφειοκρατικοποιημένοι».
Με αυτά που λέει ο Κάουτσκυ θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί ότι ένα σοσιαλιστικό καθεστώς με εκλεγόμενους υπαλλήλους θα μπορούσε να ανεχθεί τούς γραφειοκράτες και την γραφειοκρατία.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος. Ο Μαρξ πήρε το παράδειγμα της Κομμούνας, για να δείξει ότι στο σοσιαλιστικό καθεστώς οι υπάλληλοι των εργατών θα πάψουν να είναι «γραφειοκράτες» και προπάντων όταν η εκλογή των συνοδεύεται και με το δικαίωμα της αντικατάστασης περισσότερο ακόμη όταν ο μισθός τους ελαττωθεί στο επίπεδο τής πληρωμής των κοινών εργατών και ακόμη περισσότερο πάλι, όταν οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί αντικαθίστανται από «εργατικούς οργανισμούς πού συγχρόνως εκδίδουν και εκτελούν τους νόμους».
Όλα τα επιχειρήματα του Κάουτσκυ κατά του Παννέκεκ, και κυρίως το θριαμβευτικό σημείο του ότι δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς υπαλλήλους ούτε στις οργανώσεις του κόμματος και των σωματείων μας, δεν δείχνουν άλλο παρά ότι ο Κάουτσκυ υιοθετεί τα παλιά «επιχειρήματα» του Μπερνστάιν εναντίον αυτού τού Μαρξισμού.
Τα Θεμέλια του Σοσιαλισμού, το βιβλίο αυτό του αποστάτη Μπερνστάίν αντικρούει την ιδέα της «πρωτόγονης» δημοκρατίας -της «σχολαστικής δημοκρατίας», όπως την ονομάζει- την καθορισμένη εντολή, τους υπαλλήλους που δεν ανταμείβονται, τα ανίσχυρα κεντρικά αντιπροσωπευτικά σώματα, κ.τ.λ. Η πείρα των αγγλικών επαγγελματικών ενώσεων, όπως ερμηνεύεται από το ζεύγος Webbs, δείχνει κατά τον Μπερνστάίν πόσο εσφαλμένη είναι η ιδέα της «πρωτόγονης δημοκρατίας». Εβδομήντα ολόκληρα χρόνια εξέλιξης «με απόλυτη ελευθερία» έπεισαν πράγματι τις επαγγελματικές ενώσεις ότι η πρωτόγονη δημοκρατία είναι περιττή, και τις οδήγησαν να την αντικαταστήσουν με τον συνήθη κοινοβουλευτισμό συνδυαζόμενο με την γραφειοκρατία.
Αλλά η «απόλυτη ελευθερία» με την οποία αναπτύχθηκαν οι επαγγελματικές ενώσεις, ήταν στην πραγματικότητα τέλεια κεφαλαιοκρατική υποδούλωση, στην οποία –τι φυσικότερο;- «δεν μπορεί κανείς να κάνει χωρίς» παραχωρήσεις στην κυρίαρχη δύναμη της βίας και της ψευτιάς, που αποκλείουν τους «ταπεινούς» από τις υποθέσεις της «ανώτερης» διοίκησης.
Στο σοσιαλιστικό καθεστώς μοιραία θα αναζήσει ένα μεγάλο μέρος από την πρωτόγονη δημοκρατία. Για πρώτη φορά στην ιστορία των πολιτισμένων εθνών η μάζα του πληθυσμού θα υψωθεί, απάνω από ψηφοφορίες και εκλογές, στον άμεσο έλεγχο της καθημερινής διεύθυνσης των υποθέσεων του έθνους. Στο σοσιαλιστικό καθεστώς όλοι θα λάβουν μέρος στην ιδέα να μην υπάρχουν καθόλου κυβερνήτες.
Το ευρύ κριτικό-αναλυτικό πνεύμα του Μαρξ ένιωσε ότι τα πρακτικά μέτρα της Κομμούνας περιείχαν την επαναστατική αυτή αφετηρία που τρομάζει τους οπορτουνιστές, και την οποία αυτοί δεν θέλουν να αναγνωρίσουν, είτε από δειλία, είτε γιατί δεν θέλουν να χωρισθούν οριστικά από την πλουτοκρατία, την οποία επίσης οι αναρχικοί δεν θέλουν να νιώσουν είτε από υπερβολική βία, είτε από μια γενική αδυναμία κατανόησης των όρων των μεγάλων κοινωνικών μεταβολών.
«Δεν μπορεί κανείς ούτε να σκεφθεί καν για την συντριβή της παλιάς κυβερνητικής μηχανής, γιατί πως θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς υπουργεία, και χωρίς υπαλλήλους;» έτσι σκέπτεται ο οπορτουνιστής, ποτισμένος από υποκρισία και καταφοβισμένος πραγματικά από την επανάσταση, από την δημιουργική δύναμη της επανάστασης (όπως οι Σοσιαλεπαναστάτες και οι Μενσεβίκοι μας). Ο καθένας πρέπει να σκέπτεται μόνο για την καταστροφή της παλιάς κυβερνητικής μηχανής είναι περιττό να ζητήσει συγκεκριμένα διδάγματα στα περασμένα προλεταριακά επαναστατικά κινήματα ή να αναλύει με τι και πως θα αντικαταστήσει αυτό που καταστράφηκε» έτσι σκέπτεται ο αναρχικός, δηλαδή οι καλύτεροι από τους αναρχικούς και όχι αυτοί που ακολουθούν τον Κροπότκιν και Σία πίσω από την πλουτοκρατία και έτσι ο αναρχικός καταλήγει σε μια τακτική απελπισίας και όχι σε μια συγκεκριμένη εργασία, με ακλόνητο θάρρος αλλά συγχρόνως και με εκτίμηση των όρων με τους οποίους προοδεύουν οι μάζες.
Ο Μαρξ μάς διδάσκει να αποφεύγουμε και τα δυο αυτά σφάλματα. Μας συμβουλεύει να καταστρέψουμε με τόλμη την παλιά κυβερνητική μηχανή, και συγχρόνως μας δείχνει πως να θέσουμε συγκεκριμένα το ζήτημα: Η Κομμούνα μπόρεσε, μέσα σε μερικές εβδομάδες, να αρχίσει την ανοικοδόμηση μιας νέας προλεταριακής κρατικής μηχανής εφαρμόζοντας τα μέτρα που δείξαμε παραπάνω για να εξασφαλίσει την επέκταση της δημοκρατίας στην οποία η γραφειοκρατία δεν θα υπάρχει. Ας διδαχθούμε το επαναστατικό θάρρος από τους οπαδούς της Κομμούνας. Στα πρακτικά τους μέτρα μπορούμε να βρούμε μια υπόδειξη των πρακτικών καθημερινών μέτρων που μπορούν αμέσως να εφαρμοσθούν, ακολουθώντας τον δρόμο αυτό θα φθάσουμε στην τέλεια καταστροφή της γραφειοκρατίας.
Η γραφειοκρατία μπορεί να καταργηθεί. Όταν το σοσιαλιστικό καθεστώς ελαττώσει τις ώρες της εργασίας, υψώσει τις μάζες σε μια νέα ζωή, δημιουργήσει τέτοιους όρους για την πλειοψηφία τού πληθυσμού, ώστε να μπορεί ο καθένας χωρίς εξαίρεση να εκπληρώσει τις λειτουργίες της κυβέρνησης, τότε κάθε μορφή κράτους μαραίνεται τελείως.
«Η καταστροφή του Κράτους (έγραφε ο Κάουτσκυ) δεν μπορεί ποτέ να γίνει με μια γενική απεργία, η οποία αποβλέπει μόνο να αποσπάσει παραχωρήσεις από την Κυβέρνηση σε ένα ειδικό ζήτημα ή να αντικαταστήσει μια εχθρική κυβέρνηση με άλλη που θα ευνοεί τα αιτήματα του προλεταριάτου. Ποτέ όμως, σε καμιά περίπτωση, δεν μπορεί μια νίκη του προλεταριάτου εναντίον μιας Κυβέρνησης να φθάσει στην καταστροφή του Κράτους. Μπορεί μόνο να φέρει κάποια αναδιοργάνωση (Verschiebung) των δυνάμεων εντός του Κράτους... Ο σκοπός λοιπόν του πολιτικού αγώνα μας μένει ο ίδιος, η κατάκτηση δηλαδή της εξουσίας εντός του Κράτους με την εξασφάλιση της πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο και την μετατροπή του Κοινοβουλίου σε κυρίαρχο κυβερνητικό σώμα».
Όλα αυτά δεν είναι παρά ο χυδαιότερος οπορτουνισμός: πραγματικά η επανάσταση αποκηρύσσεται, ενώ υποστηρίζεται με τα λόγια. Η φαντασία του Κάουτσκυ δεν φθάνει πιο πέρα από μια «Κυβέρνηση ευνοϊκή στο προλεταριάτο».
Οπισθοδρόμηση σε σύγκριση με το 1847, όταν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο διακήρυξε «την ανύψωση του προλεταριάτου σε κυβερνώσα τάξη. Ο Κάουτσκυ θα μπορέσει να πραγματοποιήσει την αγαπημένη του «ενότητα» με τους Σάιντμαν, Πλεχάνωφ και Βαντερβέλντε: όλοι αυτοί θα βρεθούν σύμφωνοι να εργασθούν για μια κυβέρνηση «ευνοϊκή προς το προλεταριάτο».
Αλλά εμείς θα χωρισθούμε από τους προδότες αυτούς του Σοσιαλισμού. Εργαζόμαστε για την τελεία καταστροφή της παλιάς κυβερνητικής μηχανής, με τον σκοπό οι ένοπλοι εργάτες να γίνουν Κυβέρνηση, πράγμα που είναι εντελώς διαφορετικό. 0 Κάουτσκυ μπορεί να χαίρεται την ευχάριστη συντροφιά των Λέγκιν, Νταβίντ, Πλεχάνωφ, Ποτρέσσωφ, Τσερετέλλι και Τσέρνωφ, που επιθυμούν επίσης να εργασθούν για την «αναδιοργάνωση των δυνάμεων εντός του Κράτους... την εξασφάλιση της πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο και την κυριαρχία του Κοινοβουλίου επί της Κυβέρνησης». Πολύ ευγενής σκοπός, τον οποίο δέχονται ολόψυχα οι οπορτουνιστές, και στον οποίον όλα μένουν μέσα στο πλαίσιο μιας μικροαστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Εμείς όμως θα χωριστούμε από τους οπορτουνιστές. Και ολόκληρο το συνειδητό προλεταριάτο θα είναι μαζί μας όχι για μια «αναδιοργάνωση των δυνάμεων», αλλά για την ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας, την καταστροφή του αστικού κοινοβουλευτισμού, την εγκαθίδρυση της πραγματικής δημοκρατίας κατά τον τύπο της Κομμούνας, δηλαδή της Δημοκρατίας των Σοβιέτ (Συμβουλίων) των αντιπροσώπων εργατών και στρατιωτών για την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου.
Εκτός της «δεξιάς» του Κάουτσκυ υπάρχουν στον διεθνή σοσιαλισμό, και άλλες τάσεις, όπως είναι η Σοσιαλιστική Μηνιαία (Sozialistische Monatshefte) στη Γερμανία (Λέγκιν, Δαβίδ, Κολμπ και πολλοί άλλοι, μαζί με τους Σκανδιναβούς Στάουνιγκ και Μπράντιγκ), οι οπαδοί του Ζωρές και του Βαντερβέλντε στή Γαλλια και στο Βελγιο, ο Τουράτι, ο Τρέβες και οι άλλοι αντιπρόσωποι της δεξιάς πτέρυγας του Ιταλικού Κόμματος, οι Φαβιανοί και οι ανεξάρτητοι (το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα, εξαρτώμενο στην πραγματικότητα πάντα από τους Φιλελεύθερους) στην Αγγλία και άλλες παρόμοιες ομάδες. Όλοι αυτοί Οι κύριοι, ενώ παίζουν ένα μεγάλο, πολλές φορές τον κυριότερο ρόλο στην κοινοβουλευτική εργασία και στο εκδοτικό έργο του κόμματος, αποκρούουν τελείως την δικτατορία του προλεταριάτου και διεξάγουν πολιτική απροκάλυπτα οπορτουνιστική. Στα μάτια των κύριων αυτών, η δικτατορία του προλεταριάτου «αντιβαίνει», προς την δημοκρατία! Αλήθεια όμως δεν υπάρχει τίποτε που να τούς ξεχωρίζει από τους μικροαστούς δημοκράτες.
Οι περιπτώσεις αυτές, μας δίνουν το δικαίωμα να συμπεράνουμε ότι η Δευτέρα Διεθνής, στο πρόσωπο της τεραστίας πλειοψηφίας των επίσημων αντιπροσώπων εξέπεσε τελείως στον οπορτουνισμό. Τα διδάγματα της Κομμούνας όχι μόνο λησμονήθηκαν αλλά και διεστράφησαν.
Αντί να τονισθεί εμφαντικά στους εργάτες η προσέγγιση της στιγμής που θα σαρώσουν την παλιά κρατική μηχανή και θα την αντικαταστήσουν με μια νέα χρησιμοποιώντας έτσι την πολιτική τους επικράτηση ως βάση της Σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης της Κοινωνίας, διδάσκονται στους εργάτες ακριβώς τα αντίθετα και εμφανίζεται η «κατάληψη της εξουσίας» με τέτοιο τρόπο ώστε μένουν ανοιχτές χιλιάδες πόρτες στον οπορτουνισμό.
Η σύγχυση αυτή ή η παρασιώπηση του ζητήματος της σχέσης μιας προλεταριακής επανάστασης προς το Κράτος, δεν μπορούσε παρά να έχει μεγάλη επίδραση, την στιγμή αυτή που τα Κράτη με τον στρατιωτικό οργανισμό τους, ενισχυμένο από τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, μετατράπηκαν σε φοβερά στρατιωτικά τέρατα που καταβροχθίζουν χιλιάδες υπάρξεις, φιλονικώντας αν η Αγγλία ή η Γερμανία –η μία ή η άλλη ομάδα των χρηματιστών θα κυριαρχήσει στον κόσμο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το βιβλιαράκι αυτό γράφτηκε τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1917. Είχα ήδη ετοιμάσει το σχέδιο του επόμενου, έβδομου κεφαλαίου, για τα διδάγματα των Ρωσικών Επαναστάσεων του 1905 και 1917.
Αλλά, εκτός από τον τίτλο, δεν κατόρθωσα να γράψω ούτε μια γραμμή του κεφαλαίου, με εμπόδισε μια πολιτική κρίση -τα προανακρούσματα της επανάστασης του Νοεμβρίου 1917. Τέτοιο εμπόδιο το δέχεται κανείς πάντοτε με ευχαρίστηση. Εν πάση περιπτώσει το τελευταίο αυτό μέρος του βιβλίου αφιερωμένο στα διδάγματα των Ρωσικών επαναστάσεων του 1905 και 1917, χωρίς αμφιβολία θα αναβληθεί για πολύ καιρό: είναι πολύ ωφελιμότερο να ζει κανείς μέσα στην πείρα μιας επανάστασης, παρά να γράφει γι’ αυτήν.
Πετρούπολη, 30 Νοεμβρίου 1917.
Ν. ΛΕΝΙΝ
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου